01. Η βυζαντινή Μικρά Ασία την παραμονή της τουρκικής κατάκτησης

<-Συντομογραφίες 2. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία->

1. Η βυζαντινή Μικρά Ασία την παραμονή της τουρκικής κατάκτησης

Από την εποχή της υποταγής της Βόρειας Αφρικής, της Αιγύπτου και της Ανατολικής Μεσογείου στους Άραβες, καθώς και της κατάληψης της Ιταλίας από τους γερμανικούς λαούς και μεγάλου μέρους των Βαλκανίων από τους Σλάβους, το Βυζάντιο είχε περιοριστεί στα νότια όρια της Βαλκανικής χερσονήσου, την Ανατολία, τα νησιά και τη νότια Ιταλία.1Από αυτές τις περιοχές η Ανατολία ήταν μακράν η μεγαλύτερη, η πιο πυκνοκατοικημένη και οικονομικά η πιο σημαντική. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτε σχετικό με τις στατιστικές πληθυσμού για την Ανατολία. Όμως, εκτός από τον παράγοντα του μεγάλου μεγέθους της, υπάρχουν και άλλες ενδείξεις ότι η Μικρά Ασία ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της αυτοκρατορίας.2 Όσο η Ανατολία εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο παρέμενε ισχυρό και συγκριτικά ευημερούμενο κράτος. Μόλις η Ανατολία ξεγλίστρησε από τον βυζαντινό έλεγχο, η αυτοκρατορία έγινε κάτι λίγο περισσότερο από αδύναμη βαλκανική ηγεμονία, ανταγωνιζόμενη με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους σε σχεδόν ίση βάση.

Με την παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στην Ανατολία προέκυψε μια τουρκο-μουσουλμανική κοινωνία, η οποία βρίσκεται στη βάση του κράτους των Σελτζούκων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η νέα κοινωνία διέφερε από εκείνες της ασιατικής στέπας και από αυτήν της ισλαμικής Μέσης Ανατολής, επειδή δημιουργήθηκε σε βυζαντινό περιβάλλον. Κατά συνέπεια τα σχετιζόμενα φαινόμενα στην Ανατολία, η βυζαντινή παρακμή και ο εξισλαμισμός, είναι απαραίτητα για τη βασική κατανόηση τόσο της τουρκικής όσο και της βυζαντινής κοινωνίας. Για τον μελετητή της πολιτιστικής αλλαγής ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας έχει διπλό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα αντιπροσωπεύει την τελευταία μιας μακράς σειράς θρησκευτικών-γλωσσικών αλλαγών, στις οποίες είχε υποβληθεί η Ανατολία ανά τους αιώνες. Σε γενικές γραμμές, ο εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των κατοίκων της Ανατολίας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, μαζί με τον εκχριστιανισμό και τον εξισπανισμό της Ιβηρίας, αποτελούν ένα από τα τελευταία κεφάλαια στην ιστορία της πολιτιστικής αλλαγής στη λεκάνη της Μεσογείου. Από την αρχαιότητα, οι κάτοικοι του κόσμου της Μεσογείου είχαν υποστεί αξιοσημείωτη ποικιλία πολιτιστικών δυνάμεων μετασχηματισμού: Εξελληνισμό, εκρωμαϊσμό, εξαραβισμό, εκχριστιανισμό και εξισλαμισμό. Σε αυτές προστίθετο τώρα ο εκτουρκισμός.

Καθώς το αντικείμενο αυτού του βιβλίου είναι ο πολιτιστικός μετασχηματισμός της Ελληνικής Ανατολίας μεταξύ του 11ου και του 15ου αιώνα, πρέπει να ξεκινήσουμε με περιγραφική ανάλυση της βυζαντινής κοινωνίας στη χερσόνησο τις παραμονές των τουρκικών εισβολών. Αυτό προϋποθέτει συζήτηση και μερική περιγραφή διοικητικών, στρατιωτικών και εκκλησιαστικών θεσμών, πόλεων, αγροτικής κοινωνίας, δημογραφίας, δρόμων, εθνογραφίας και θρησκείας.3

Διοικητικοί θεσμοί

Συγκεκριμένοι πολιτικοί, οικονομικοί και θρησκευτικοί θεσμοί χαρακτήριζαν την κοινωνία της Ανατολίας πριν από τις δραστικές αναταραχές του 11ου αιώνα που προκάλεσαν σοβαρή εξάρθρωση αυτής της κοινωνίας. Αυτοί οι θεσμοί παρήγαγαν ένα στοιχείο ομοιογένειας στη ζωή των κατοίκων αυτής της τεράστιας περιοχής και συγχρόνως τους ενσωμάτωναν αποτελεσματικά σε έναν οργανισμό με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη. Το σύστημα των θεμάτων, με το οποίο η πολιτική διοίκηση υποτασσόταν στον στρατηγό του θέματος, κυριαρχούσε στη διοικητική και στρατιωτική δραστηριότητα των κατοίκων της Ανατολίας. Την εποχή του θανάτου του Βασιλείου Β’ (1025) υπήρχαν στην Ανατολία εικοσιπέντε περίπου επαρχίες, που ήσαν κυρίως θέματα, αλλά περιλάμβαναν επίσης δουκάτα και κατεπανάτα, κυρίως υπό τον άμεσο έλεγχο και τη διοίκηση των στρατηγών.4 Αν και ο διοικητικός μηχανισμός τοποθετούσε την επαρχιακή γραφειοκρατία κάτω από την εποπτεία του στρατού, αυτή ενεργούσε επίσης ως μερικός έλεγχος για την απορρόφηση της ελεύθερης αγροτιάς από τους γαιοκτήμονες μεγιστάνες και έτσι διασφάλιζε τη στρατιωτική, κοινωνική και δημοσιονομική ισχύ της αυτοκρατορίας. Το θεματικό σύστημα χρησίμευε ως ζωτική ώθηση και υποστήριξη της ύπαρξης της ελεύθερης κοινωνίας των αγροτών, η οποία με τη σειρά της όχι μόνο χρησίμευε ως εξισορρόπηση προς την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, αλλά πολεμούσε τους Άραβες και συνεισέφερε σημαντικά στους αυτοκρατορικούς φοροσυλλέκτες.5

Ο στρατηγός, ως ανώτατη αρχή στο θέμα, ήταν πραγματικός αντιβασιλέας. Τίποτε δεν μπορούσε να γίνει στην επαρχία του χωρίς τη συγκατάθεσή του, εκτός από τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων, που γίνονταν από παράγοντες αναφερόμενους απευθείας στην Κωνσταντινούπολη. Η πιο σημαντική λειτουργία του ήταν η διοίκηση του στρατού του θέματος. Πολλά έχουν ειπωθεί για την αποτελεσματικότητα και τη σημασία αυτών των τοπικών στρατών που προέρχονταν από τους κατοίκους των επαρχιών, αλλά υπάρχουν λίγες πληροφορίες σχετικά με τους αριθμούς τους. Ο Άραβας συγγραφέας Άμπουλ-Φάρατζ Κουντάμα ιμπν Τζαφάρ σημείωνε ότι η εισφορά των θεμάτων της Ανατολίας στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα ήταν περίπου 70.000 άνδρες.6 Υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις ότι μέχρι τον 10ο αιώνα το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων των Βυζαντινών πρέπει να είχε αυξήθηκε σημαντικά. Η κατάκτηση νέων εδαφών στην ανατολή είδε τη δημιουργία νέων επαρχιών και στρατιωτικών σωμάτων, ενώ η εντατικοποίηση των επιθετικών προσπαθειών των Βυζαντινών απαιτούσε παρομοίως την αύξηση του μεγέθους των στρατών. Ίσως οι παρατηρήσεις του Λέοντος ΣΤ’ ότι οι στρατοί δεν έπρεπε να είναι πολύ μεγάλοι, αντικατοπτρίζουν αυτή την επέκταση.7

Εκτός από τους άνδρες που προσλάμβανε η κυβέρνηση από τους τοπικούς στρατούς, υπήρχαν και άλλες πηγές στρατιωτικού προσωπικού στις επαρχίες. Περιλάμβαναν ποικιλία εθνοτικών ομάδων, τις οποίες οι αυτοκράτορες εγκαθιστούσαν ως ξεχωριστά στρατιωτικά σώματα σε όλη την Ανατολία. Ο Θεόφιλος, για παράδειγμα, εγκατέστησε 2.000 Πέρσες σε κάθε θέμα (αν και φαίνεται ότι αυτοί είχαν ενσωματωθεί στις θεματικές στρατολογήσεις). Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν γύρω από την Αττάλεια, πιθανώς από τον Ιουστινιανό Β’. Υπήρχαν επίσης σώματα Σλάβων και Αρμενίων.8 Επιπλέον η κυβέρνηση διατηρούσε τάγματα αυτοκρατορικών στρατευμάτων σε ορισμένες περιοχές της Ανατολίας.9 Αυτή η υπέρθεση ξένων σωμάτων στρατιωτών στις επαρχίες αύξανε σημαντικά το στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό μιας δεδομένης επαρχίας. Με την προσθήκη των Μαρδαϊτών στις δυνάμεις του θέματος Κιβυρραιωτών, η στρατιωτική δύναμη της περιοχής μπορεί να έφτανε ακόμη και τους 10.000 άνδρες.10

Και άλλα μεγάλα θέματα είχαν πιθανότατα τόσο μεγάλη στρατιωτική δύναμη, αν όχι μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα το στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό που διατηρούνταν στην Ανατολία κατά τον 10ο και στις αρχές του 11ου αιώνα να ξεπερνάει κατά πολύ τις 70.000 θεματικές στρατολογήσεις που ανέφεραν οι αραβικές πηγές για τις αρχές του 9ου αιώνα. Η επιτυχία των βυζαντινών όπλων εναντίον των Αράβων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οφείλεται εν μέρει στην αποτελεσματικότητα αυτού του ανθρώπινου δυναμικού της Ανατολίας, ενώ η σημασία αυτών των δυνάμεων της Ανατολίας προκύπτει από την προφανή συσχέτιση μεταξύ της θεματικής παρακμής και των τουρκικών εισβολών τον 11ο αιώνα. Οι επαγγελματίες μισθοφόροι που αντικατέστησαν τους αυτόχθονες θεματικούς στρατιώτες σε αυτήν την περίοδο κρίσης ήσαν αναποτελεσματικές αντικαταστάσεις και δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τους Τούρκους.

Ο στρατιωτικός εξοπλισμός στην Ανατολία είχε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή των επαρχιών. Συνέβαλλε στην τοπική οικονομία καταβάλλοντας μισθούς σε χρυσό στους αξιωματικούς και στρατιώτες που ζούσαν στη Μικρά Ασία και ενθαρρύνοντας με τις δαπάνες του την τοπική βιομηχανία, το εμπόριο και τη γεωργία. Η κυβέρνηση μπορούσε να τροφοδοτεί την επιχειρηματική ζωή των ανθρώπων της Ανατολίας με συγκριτικά σταθερό και σημαντικό χρηματικό ποσό σε νομίσματα με τη μορφή της στρατιωτικής ρώγας. Μπορεί κανείς να αποκτήσει κάποιαν ιδέα για τα χρηματικά ποσά που είχαν σχέση με αμοιβές στρατιωτικών, ανατρέχοντας στις πηγές του 9ου και 10ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’, οι στρατηγοί των πιο σημαντικών θεμάτων λάμβαναν τις ακόλουθες πληρωμές σε μετρητά:11

Ανατολικών 40 λίμπρες χρυσού
Αρμενιακών 40 λίμπρες χρυσού
Θρακησίων 40 λίμπρες χρυσού
Οψίκιον 30 λίμπρες χρυσού
Βουκελλαρίων 30 λίμπρες χρυσού
Καππαδοκίας 20 λίμπρες χρυσού
Χαρσιανού 20 λίμπρες χρυσού
Παφλαγονίας 20 λίμπρες χρυσού
Θράκης 20 λίμπρες χρυσού
Μακεδονίας 30 λίμπρες χρυσού
Χαλδίας 10 λίμπρες χρυσού συν 10 από κομμέρκιον
Κολωνείας 20 λίμπρες χρυσού
Μεσοποταμίας από κομμέρκιον
Σεβαστείας 5 λίμπρες χρυσού
Λυκανδού 5 λίμπρες χρυσού
Σελευκείας 5 λίμπρες χρυσού
Λεοντοκώμης 5 λίμπρες χρυσού
Κιβυρραιωτών 10 λίμπρες χρυσού
Σάμου 10 λίμπρες χρυσού
Αιγαίου 10 λίμπρες χρυσού

Η αμοιβή των θεματικών στρατιωτών σε σύγκριση με εκείνη των αξιωματικών ήταν αρκετά μικρή, ωστόσο οι συνολικές δαπάνες για τους στρατιωτικούς μισθούς ήσαν πολύ σημαντικές, όπως προκύπτει από τα παρεπόμενα στοιχεία της περιόδου. Στις αρχές του 9ου αιώνα οι πληρωμές στρατού των θεμάτων Αρμενιακών στην Ανατολία και Στρυμώνος στην Ευρώπη ανέρχονταν σε 1.300 και 1.100 λίμπρες χρυσού αντίστοιχα ή 93.600 και 79.200 χρυσούς σόλιδους η καθεμιά.12 Με βάση αυτά τα στοιχεία φαίνεται πιθανό ότι η κυβέρνηση πλήρωνε 500.000 έως 1.000.000 σόλιδους ετησίως στους στρατιώτες της Μικράς Ασίας.13 Ο στρατιώτης είχε επίσης δικαίωμα σε μέρος των λαφύρων του πολέμου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δίνονταν συντάξεις σε στρατιώτες με αναπηρίες και στις χήρες των θανόντων.14

Ο στρατός και το ναυτικό απαιτούσαν εφόδια, εξοπλισμό και προμήθειες για τις συχνές εκστρατείες τους. Αν και η κυβέρνηση αποκτούσε αναμφίβολα πολλά από τα απαραίτητα είδη μέσω φόρων σε είδος επί του πληθυσμού, οι αρχές κατέβαλλαν επίσης μετρητά σε τεχνίτες και εμπόρους, για να παρέχουν ευρεία ποικιλία αντικειμένων και υπηρεσιών. Προσλαμβάνονταν τεχνίτες για να φτιάχνουν όπλα κάθε τύπου για τις ένοπλες δυνάμεις, να ράβουν τα πανιά για τα πλοία, να καλαφατίζουν τα σκάφη. Έμποροι πωλούσαν στην κυβέρνηση το ύφασμα για τα πανιά, σχοινί, χαλκό, κερί, μόλυβδο, κασσίτερο, κουπιά, τρόφιμα και άλλα απαραίτητα υλικά.15 Η διοίκηση φρόντιζε ώστε οι μισθωτοί τεχνίτες που ειδικεύονταν στην παραγωγή στρατιωτικών όπλων να διατηρούνται στις κύριες πόλεις,16 και η παραγωγή τους ήταν ποσοτικά σημαντική.17 Η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου και η διέλευση στρατών μέσω των επαρχιών, διαδραμάτιζε με αυτόν τον τρόπο τονωτικό και σημαντικό ρόλο στην οικονομική ευημερία της Ανατολίας.18

Πόλεις και εμπόριο

Στα ύστερα ρωμαϊκά και πρώιμα βυζαντινά χρόνια είχε αναπτυχθεί στην Ανατολία μεγάλος αριθμός ακμαζουσών πόλεων και μικρότερων πόλεων με σημαντική εμπορική ζωή και οικονομία χρήματος.19 Έχει ανακύψει συχνά το ερώτημα σχετικά με τη συνέχεια αυτού του αστικού χαρακτήρα μεγάλου μέρους της Ανατολίας κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο. Σε ποιο βαθμό, αν υπήρχε τέτοιος βαθμός, η Ανατολία συνέχιζε να είναι κάτοχος εκτεταμένων αστικών οικισμών, μέχρι την περίοδο που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά οι Τούρκοι; Αυτό το ερώτημα είναι διπλά σημαντικό, πρώτον επειδή αφορά τη σχετική σημασία της περιοχής για τον βυζαντινό πολιτισμό και ισχύ, και δεύτερον επειδή σχετίζεται στενά με το πρόβλημα των μουσουλμανικών αστικών εξελίξεων στην Ανατολία κατά τη μεταγενέστερη περίοδο.

Μερικοί μελετητές του ζητήματος υποστήριξαν ότι μεταξύ 7ου και 9ου αιώνα η πόλις της αρχαιότητας, και έτσι οι πόλεις γενικά, υπέστη καταστροφική παρακμή.20 Στην πραγματικότητα όμως φαίνεται να μην υπήρξε τέτοια απότομη παρακμή ή διακοπή κατά τον 7ο αιώνα στην Ανατολία, αν και οι σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια όντως προκάλεσαν σημαντική παρακμή πολλών από τις πόλεις του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας. Αυτή η κατάσταση στα Βαλκάνια εξυπηρέτησε να τεθεί σε ακόμη πιο έντονο ανάγλυφο η οικονομική και πολιτική σημασία της συνέχειας των πόλεων και κωμοπόλεων στην Ανατολία. Είναι πολύ πιθανό ότι ορισμένες πόλεις είχαν μειωθεί σε μέγεθος περί τα τέλη του 7ου ή κατά τον 8ο αιώνα,21 ή πιθανώς είχαν ελαφρώς μετατοπίσει τις τοποθεσίες τους σε πιο στρατηγικές θέσεις σε μεγαλύτερο υψόμετρο,22 ή είχαν «αγροτικοποιηθεί», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το είχαν κάνει σε βαθμό που να γίνουν ασήμαντες ως αστικό φαινόμενο. Είναι αμφίβολο αν το Βυζάντιο θα μπορούσε να είχε επιβιώσει ως συγκεντρωτικό κράτος χωρίς οικονομία χρήματος και πόλεις, ενώ είναι ακόμη πιο αμφίβολο αν η ελληνική γλώσσα και ο βυζαντινός Χριστιανισμός θα μπορούσαν να εξαπλωθούν και να διεισδύσουν στον βαθμό που το έκαναν στην Ανατολία. Προφανώς αυτό που είχε συμβεί στους βυζαντινούς αστικούς οικισμούς στα Βαλκάνια δεν συνέβη στην Ανατολία. Οι επιδρομές των Αράβων ήσαν, παρά τη συχνότητά τους, παροδικές υποθέσεις όταν τις συγκρίνει κανείς με τις σλαβικές εισβολές στα Βαλκάνια (οι οποίες όχι μόνο επηρέασαν τις πόλεις αλλά και τον Χριστιανισμό) ή με τις τουρκικές εισβολές.23

Ποια ήσαν τα χαρακτηριστικά αυτών των βυζαντινών πόλεων τον 11ο αιώνα; Όταν κάποιος μιλά για πόλεις, σκέφτεται πρωτίστως σε όρους αυτόνομων δημοτικών θεσμών. Αυτή είναι σίγουρα η περίπτωση της πόλης κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν επίσης διαιρέσεις των πολιτών σύμφωνα με φυλές, και τελικά ένα περιτειχισμένο περίβλημα. Προφανώς οι βυζαντινές πόλεις της Ανατολίας τον 11ο αιώνα δεν θα μπορούσαν να ταιριάζουν με τέτοια περιγραφή, τουλάχιστον στον βαθμό που οι πενιχρές πηγές επιτρέπουν εικασίες. Η ύπαρξη αυτόνομων, ανεξάρτητων θεσμών στους δήμους της αρχαιότητας απειλήθηκε από τη στιγμή που οι μονάρχες της ελληνιστικής εποχής τοποθέτησαν τον ἐπιστάτη ή εκπρόσωπό τους στην πόλη, για να επιβλέπει τις εξωτερικές της υποθέσεις. Η κρίση του 3ου αιώνα υπονόμευσε περαιτέρω αυτούς τους θεσμούς, όπως μαρτυρούν οι προσπάθειες του Διοκλητιανού να τους σταθεροποιήσει. Έτσι τον 5ο αιώνα η πόλη, όπως είχε εξελιχθεί, τουλάχιστον στη Μικρά Ασία, δεν διατηρούσε τον τύπο της πόλης της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου. Η μετέπειτα στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής διοίκησης με την εφαρμογή του θεματικού συστήματος ολοκλήρωσε το τέλος της αστικής αυτονομίας, επειδή οι υποθέσεις της πόλης υποβάλλονταν στον στρατηγό που διοριζόταν από την Κωνσταντινούπολη. Η νεαρά του Λέοντος ΣΤ’ που καταργούσε τα απομεινάρια της αστικής αυτονομίας εξέφραζε απλώς σε νομική γλώσσα μια κατάσταση η οποία είχε δημιουργηθεί κατά το παρελθόν και η οποία είχε βρεθεί στη διαδικασία διαμόρφωσης για αιώνες.24 Παρ’ όλα αυτά ο πληθυσμός των βυζαντινών πόλεων δεν φαίνεται ὀτι ήταν σιωπηλός σε πολιτικά θέματα και συχνά εξέφραζε τη βούλησή του σε ταραχές και πολιτικές εκρήξεις, πρώτα μέσω των δήμων και αργότερα μέσω των συντεχνιών.25

Η «διάσταση» της βυζαντινής πόλης του 11ου αιώνα χαρακτηριζόταν από θεσμούς διαφορετικού είδους. Αυτοί οι θεσμοί ήσαν σε μεγάλο βαθμό θεματικοί και εκκλησιαστικοί, όπου και οι δύο τελικά επικεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά συνέπεια, η πόλη στις αρχές του 11ου αιώνα ήταν έδρα στρατηγού με την άμεση ακολουθία του (ή ενός από τους υφισταμένους του) που διοριζόταν από την Κωνσταντινούπολη. Αυτοί οι αξιωματούχοι προΐσταντο επί καθημερινών θεμάτων διοίκησης και δικαιοσύνης, καθώς και επί στρατιωτικών και αστυνομικών υποθέσεων, αν και οι χαμηλότεροι αξιωματούχοι ήσαν κάτοικοι της περιοχής.26 Δίπλα στους αξιωματούχους της στρατιωτικής διοίκησης ήσαν εκείνοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας— μητροπολίτες και επίσκοποι. Η ενσωμάτωση της εκκλησιαστικής διοίκησης σε αυτήν την επαρχιακή κυβέρνηση δεν είναι τόσο γνωστή όσο ο παραλληλισμός που υπήρχε μεταξύ της δομής της προγενέστερης επαρχιακής διοίκησης και της δομής της ιεραρχικής διοίκησης. Η εκκλησία είχε διαμορφώσει τη διοίκησή της σε συμφωνία με την πολιτική διοίκηση του 4ου και 5ου αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο, οι πόλεις που ήσαν τα κέντρα της επαρχιακής διοίκησης, έγιναν κέντρα της εκκλησιαστικής οργάνωσης. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος το 451 αποφάσισε ότι οι πόλεις θα ήσαν οι έδρες των επισκόπων και κατά συνέπεια η έννοια της πόλεως συνδέθηκε άρρηκτα με την παρουσία επισκόπου, ενώ το ακριβώς αντίστροφο ίσχυε επίσης: οπουδήποτε υπήρχε επίσκοπος, έπρεπε να υπάρχει πόλη. Ο Ιουστινιανός Α’ το αναδιατύπωσε έναν αιώνα αργότερα:

Διατάζουμε ότι κάθε πόλη… θα έχει… τόν δικό της και αδιαχώριστο… επίσκοπο.27

πᾶσαν πόλιν … ἔχειν … ἀχώριστον καὶ ἴδιον … ἐπίσκοπον θεσπίζομεν.

Η ισχύς των επισκόπων και η εξουσία τους στην επαρχιακή διοικητική οργάνωση θα παρέμεναν σημαντικές μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πέρα από αυτό. Από τον 6ο αιώνα οι επίσκοποι συμμετείχαν στις εκλογές των τοπικών αστικών αξιωματούχων, ήσαν σημαντικοί στα οικονομικά της πόλης και συχνά ήσαν οι αποδέκτες αυτοκρατορικών δώρων που απονέμονταν στην πόλη.28 Μπορεί κανείς να πει ότι η αρχή των επισκόπων έγινε καταφύγιο των τελευταίων υπολειμμάτων αστικής αυτονομίας, αν και οι ανατολικοί επίσκοποι, λόγω της εξουσίας του συγκεντρωτικού κράτους, ποτέ δεν απέκτησαν την εξουσία των δυτικών Λατίνων επισκόπων.29 Οι επίσκοποι όχι μόνο συμμετείχαν σε αυτά τα αυστηρά κυβερνητικά θέματα, αλλά φαίνεται ότι είχαν την ευθύνη διεκπεραίωσης πολλών υπηρεσιών, οι οποίες σήμερα γενικά, αν και όχι αποκλειστικά, συνδέονται με το κράτος: εκπαίδευση, φροντίδα για τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους, τα ορφανά και άλλους που είχαν ανάγκη. Εν ολίγοις, νοιάζονταν όχι μόνο για τις ψυχές των κατοίκων των επαρχιών αλλά και για τα σώματά τους.

Η βυζαντινή πόλη της Μικράς Ασίας τον 11ο αιώνα χαρακτηριζόταν λοιπόν από την παρουσία των μελών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (επισκόπων ή μητροπολιτών) και από την παρουσία του στρατηγού ή των εκπροσώπων του. Επιπλέον, υπήρχαν και άλλα χαρακτηριστικά των πόλεων, όπως η παρουσία εμπορίου ή εμπορικής δραστηριότητας είτε με ξένα κράτη είτε με γειτονικές πόλεις και χωριά. Η βυζαντινή πόλις είχε ως κατοίκους αρκετούς ντόπιους τεχνίτες, καθώς και εμπόρους, ντόπιους και ξένους. Αυτή η ιδιαίτερη πτυχή της πόλης ως κέντρου τεχνιτών και εμπόρων, βιομηχανίας και εμπορίου, δεν είναι καλά τεκμηριωμένη. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, αυτό το βασικό στοιχείο για την ύπαρξη πόλεων απουσίαζε σοβαρά τον 8ο και 9ο αιώνα.30 Αλλά τέτοια επιχειρήματα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη σιωπή των πηγών, πηγών που δεν είναι μόνο σπάνιες αλλά και επικεντρωμένες στην Κωνσταντινούπολη. Η αρχαιολογία δεν έχει ακόμη προχωρήσει τόσο, ώστε να είναι χρήσιμη όσον αφορά την έκταση της αστικής ζωής στη βυζαντινή Ανατολία κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Όμως, αν δει κανείς τις διάσπαρτες αναφορές του 10ου και του 11ου αιώνα, γίνεται προφανές ότι ούτε οι τέχνες, ούτε το εμπόριο, ούτε οι τεχνίτες ούτε οι έμποροι απουσίαζαν από τη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.31

Η Έφεσος ήταν ζωντανή λιμένια πόλη με πανήγυρι ή εμπορική έκθεση που απέδιδε 100 λίμπρες χρυσού σε ετήσιους φόρους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΣΤ’ (780-797).32 Περιστασιακές πληροφορίες σχετικές με την οικονομική δραστηριότητα της πόλης προέρχονται από αγιογραφική σύνθεση του 11ου αιώνα, από την οποία παίρνουμε μια ιδέα για αυτό που πρέπει να ήταν μια πολύ πολυάσχολη πόλη. Οι μοναχοί του μοναστηριού στο όρος Γαλήσιον κοντά στην Έφεσο πηγαίνουν συνεχώς στο κάστρον (Έφεσος) για τις διάφορες ανάγκες του μοναστηριού.33 Αγοράζονται βιβλία εκεί,34 και οι μοναχοί επιτρέπεται να πηγαίνουν στην έκθεση,35 αν και αυτό θεωρείται ότι είναι τρομερός πειρασμός για τους αδελφούς. Εμφανίζονται τεχνίτες και έμποροι διαφόρων ειδών: ένας ζωγράφος, ένας γυψαδόρος, ένας ναύκληρος, ενώ υπάρχει επίσης αναφορά για κρατικό αρτοποιείο.36 Αυτή η εμπορική δραστηριότητα ήταν κάτι περισσότερο από τοπικής φύσης, καθώς αναφέρονται Σαρακηνοί, Εβραίοι, Ρώσοι και Γεωργιανοί.37 Αυτές οι περιστασιακές πληροφορίες δείχνουν ότι η Έφεσος του 11ου αιώνα δεν ήταν νυσταγμένη κοιλάδα, αλλά μάλλον κέντρο τόσο τοπικού όσο και διεθνούς εμπορίου. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι όταν ο Αλέξιος Α΄ παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους Ενετούς, η Έφεσος ήταν μια από τις πόλεις που μπορούσαν να επισκεφθούν Ενετοί έμποροι.38 Η πεδιάδα της ήταν εύφορη, καλοποτιζόμενη, ενώ η κοντινή θάλασσα ήταν πλούσιος ψαρότοπος.39

Η ακτή της δυτικής Ανατολίας ήταν γεμάτη φυσικά λιμάνια που φαίνεται ότι ήσαν δραστήρια θαλάσσια κέντρα τον 10ο και τον 11ο αιώνα, αν και πιθανώς όχι στην ίδια κλίμακα με την Έφεσο. Οι μοναχοί του όρους Άθως πήγαιναν διά θαλάσσης στη Σμύρνη για να αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης, ενώ σκάφη διέπλεαν συνεχώς τις λωρίδες μεταξύ Σμύρνης, Κωνσταντινούπολης και νησιών κατά τον 11ο αιώνα.40 Η Φυγέλα χρησίμευε ως σημείο αποβίβασης από και προς την Κρήτη41 καθώς και ως εμπορικό κέντρο και αποθήκη ναυτικών εφοδίων.42 Η Φώκαια και ο Στρόβιλος ήσαν από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ανατολίας στα οποία στα τέλη του 11ου αιώνα επιτρεπόταν να συναλλάσσονται Ενετοί έμποροι. Η Μίλητος και οι Κλαζομενές είχαν αναμφίβολα παρόμοια σημασία.43 Η ενδοχώρα αυτών των πόλεων στο θέμα Θρακησίων παρήγαγε πολύ σιτάρι, το πλεόνασμα του οποίου εξαγόταν σε περιοχές της Φρυγίας, οι οποίες παρήγαγαν μόνο κριθάρι.44 Οι πόλεις πιο βόρεια ήσαν επίσης κέντρα ζωηρής εμπορικής δραστηριότητας. Η Νικομήδεια, εμπορικό κέντρο με κρατικά χάνια για τη διαμονή των εμπόρων,45 εξήγαγε ζώα στην πρωτεύουσα και χρησίμευε ως αγορά για τους χωρικούς στην τεράστια αγροτική περιοχή γύρω από την πόλη. Αυτοί οι ἀγρογείτονες έρχονταν στην πόλη για να πουλήσουν τα δικά τους προϊόντα, για να αγοράσουν ό, τι χρειάζονταν46 και επίσης για να επισκεφθούν την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η Προύσα, σημαντική αγορά για σιτηρά και ζώα, ήταν επίσης φημισμένη για τα ιαματικά της λουτρά.47 Η γειτόνισσά της Νίκαια ήταν εξίσου δραστήριο εμπορικό κέντρο και αγορά για τοπικά αγροτικά προϊόντα.48 Η πόλη περιλάμβανε σιταποθήκες για τα γεωργικά προϊόντα των αγροτικών περιχώρων49 και δραστήρια αποικία Εβραίων εμπόρων.50 Οι Συνεχιστές Θεοφάνη (Theophanes Continuatus) του 10ου αιώνα αναφέρονται στη Νίκαια ως πλούσια και πυκνοκατοικημένη.51 Είναι σημαντικό ότι ο Άραβας γεωγράφος αλ-Μουκαντάσι ανέφερε την παρουσία μουσουλμάνων στις πόλεις της Βιθυνίας, μερικών μάλλον εκεί για εμπορικούς σκοπούς.52 Αν και οι λογοτεχνικές αναφορές στην πόλη είναι λιγοστές, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι τον 11ο αιώνα η Πέργαμος ήταν ο τόπος κάποιας τοπικής βιομηχανίας,53 ενώ το γειτονικό της Αδραμύττιον ήταν πόλη με πολύ πιο αξιοσέβαστο μέγεθος.54 Οι Κύζικος, Λάμψακος και Πύλαι απολάμβαναν κάποιας ευημερίας λόγω της ευνοϊκής τους θέσης επί των χερσαίων και θαλασσίων διαδρομών που οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη.55 Οι Πύλαι είχαν ξενοδοχεῖα ή χάνια για τους εμπόρους,56 ενώ η πόλη ειδικευόταν στην εξαγωγή χοίρων, βοοειδών, αλόγων και γαϊδάρων στην Κωνσταντινούπολη.57 Η Πυθία (η τουρκική Γιάλοβα), εξωραϊσμένη από την εποχή του Ιουστινιανού Α’ με δημόσια λουτρά και κτίρια, έγινε διάσημη λουτρόπολη την οποία επισκέπτονταν οι Κωνσταντινουπολίτες για τις θεραπείες των θερμών λουτρών.58 Ολόκληρη η περιοχή της βορειοδυτικής Ανατολίας ήταν ασυνήθιστα ελκυστική εμπορικά, λόγω της εγγύτητάς της με μεγάλη αγορά στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της παρουσίας μεγάλων πόλεων και πληθυσμιακών κέντρων, λόγω των πολλών λιμανιών και λόγω της ύπαρξης αρκετά πλούσιων και μεγάλων χωριών.59 Μεγάλος αριθμός εμπορικών σκαφών προσέγγιζε λιμάνια όπως η Κύζικος, η Λάμψακος, η Νικομήδεια, η Ελενόπολις, η Άβυδος, η Κίος, η Χαλκηδών.60

Η Αττάλεια παρέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου η κύρια ναυτική βάση και εμπορικός σταθμός που κατείχαν οι Βυζαντινοί στη νότια Ανατολία. Την επισκεπτόταν μεγάλος αριθμός πλοίων.61 Ήταν το πιο βολικό λιμάνι μεταξύ της περιοχής του Αιγαίου και της Κύπρου και σημείων ανατολικά. Ταξιδιώτες και έμποροι που ταξίδευαν μεταξύ των δύο περιοχών σταματούσαν συνήθως στην Αττάλεια.62 Δεν ήταν μόνο σημαντικό κέντρο για την κατάθεση ναυτικών αποθεμάτων και σιτηρών, αλλά και διεθνές εμπορικό κέντρο63 όπου, εκτός από τους τοπικούς εμπόρους, μπορούσε κανείς να δει Αρμένιους,64 Σαρακηνούς,65 Εβραίους,66 και Ιταλούς.67 Οι αραβικές περιγραφές του 9ου και 10ου αιώνα αναφέρουν την περιοχή της Αττάλειας ως πυκνοκατοικημένη και πλούσια σε δημητριακά. Τα αγροτικά της προϊόντα εύρισκαν αμέσως αγορές στις λιγότερο εύφορες περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας.68

Η ακτή της βόρειας Ανατολίας αποτελούσε σκηνικό παρόμοιου δραστήριου εμπορίου και βιομηχανίας. Η Ηράκλεια ανέπτυσε ζωηρό εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη69 και με τη Χερσώνα, η οποία χρειαζόταν το σιτάρι της.70 Ο Νικήτας Παφλαγών, που περιγράφει την Άμαστρη ως το «μάτι» της Παφλαγονίας, αναφέρει ότι οι «Σκύθες» που ζούσαν στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας βρίσκονταν σε συχνές και έντονες εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους της πόλης.71 Οι έμποροί της ήσαν αρκετά δραστήριοι ήδη από τον 9ο αιώνα και μάλλον ακόμη νωρίτερα.72 Ο συνδυασμός τοπικής βιομηχανίας, εμπορίου και παραγωγής του εδάφους έκανε την Άμαστρη μία από τις πιο ευημερούσες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας.73 Η Σινώπη, ο τόπος της εκκλησίας του Αγίου Φωκά, ήταν σημαντική ως λιμάνι σιτηρών και ναυτική βάση,74 όπως επίσης ως χορηγός της μεγάλης πανηγύρεως, ή εμπορικής έκθεσης, που γινόταν την ημέρα της γιορτής του Αγίου Φωκά.75 Λίγο πιο νοτιοανατολικά ήταν άλλο λιμάνι σιτηρών, η Αμισός, που είχε ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις με τη Χερσόνησο.76 Η Κερασούς, η οποία συμμετείχε σε αυτή τη θαλάσσια επαφή με τους «Σκύθες» και τις άλλες πόλεις του Πόντου, ήταν ένα από τα μεγάλα κλωστοϋφαντουργικά κέντρα της βόρειας Ανατολίας, προμηθεύοντας την Κωνσταντινούπολη με λινό ύφασμα.77

Σίγουρα η πιο σημαντική από τις πόλεις της Ανατολίας στη Μαύρη Θάλασσα, από άποψη πληθυσμού, πλούτου, εμπορίου και βιομηχανίας, ήταν η Τραπεζούς.78 Βρισκόταν κοντά στις εύφορες περιοχές παραγωγής σιτηρών της Παϊπέρτ και της Χαλδίας79 και χρησίμευε ως κέντρο αποθήκευσης και αγορά για τα σιτηρά της περιοχής.80 Αλλά αν και ήταν σημαντική για το εμπόριο σιτηρών, η Τραπεζούς ήταν πιο σημαντική ως εμπορικό κέντρο, στο οποίο συνέκλιναν εμπορικές οδοί που έρχονταν δια θαλάσσης από τη Χερσώνα και από τη στεριά από τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, τη Συρία, την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολία. Πραγματοποιούνταν πολλές εμπορικές εκθέσεις κάθε χρόνο,81 από τις οποίες η πιο σημαντική ήταν η πανήγυρις του Αγίου Ευγενίου, πολιούχου της Τραπεζούντας, που θεσπίστηκε στην περιοχή από τον Βασιλείο Α’.82 Έβλεπε κανείς εμπόρους και ταξιδιώτες από όλα τα μέρη της Μέσης Ανατολής να αγοράζουν και να πωλούν αγαθά στην Τραπεζούντα και να επισκέπτονται το ιερό του Αγίου Ευγένιου για θεραπείες: Άραβες, Αρμένιους, Έλληνες,83 Ρώσους, Κόλχους,84 Εβραίους,85 Γεωργιανούς86 και Κιρκάσσιους.87 Οι Τραπεζούντιοι συμμετείχαν σε τεράστιο διεθνές εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι Κατσάκοι, Καυκάσιος λαός, έρχονταν στην πόλη για να αγοράσουν ελληνικά μεταξωτά υφάσματα και άλλα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.88 Ο Άραβας Ιστάχρι του 10ου αιώνα αναφέρει ότι τα περισσότερα από τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και μεταξωτά υφάσματα στην εποχή του εισάγονταν στον ισλαμικό κόσμο μέσω Τραπεζούντας. Εκτός από το σιτάρι που έστελνε η Τραπεζούς στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα στον Βόσπορο, πολύ σημαντικά ήσαν τα αρώματα και άλλα εξωτικά είδη που εισέρχονταν στην αυτοκρατορία μέσω του εμπορικού σταθμού της Τραπεζούντας. Το εμπόριο της περιοχής παρείχε μια επιπλέον πηγή εσόδων στο κράτος, λόγω των τελωνειακών δασμών που επέβαλαν οι κομμερκιάριοι.89

Η Βόνα και η Οινόη ήσαν μικρότερες πόλεις με κάποια εμπορική σημασία, η δεύτερη ως ναυπηγικό κέντρο και ναυτική βάση.90 Όλη αυτή η δέσμη των πόλεων του Πόντου συμμετείχε σε ζωτικής σημασίας εμπορική και βιομηχανική ζωή, γεγονός που επισημαίνεται από συγγραφείς όπως ο Θεοφάνης και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Ο πρώτος αναφέρει ότι όταν ο Κωνσταντίνος Ε’ θέλησε να ανοικοδομήσει το υδραγωγείο του Ουάλεντος στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια σοβαρής ξηρασίας, έφερε [στην Κωνσταντινούπολη] τεχνίτες και οικοδόμους από τη Δυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο.91 Επίσης ότι οι εξαγωγές σιτηρών, κρασιού και άλλων εμπορευμάτων δεν ήσαν μόνο απαραίτητες για την Κωνσταντινούπολη, αλλά ήσαν απολύτως απαραίτητες για την ύπαρξη των Χερσωνιτών. Οι τελευταίοι, σε αντάλλαγμα για τα αγαθά που τους έφερναν οι Έλληνες έμποροι, έστελναν στον Πόντο αντικείμενα όπως προβιές και κερί που αγόραζαν από τους Πατζινάκους. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος λέει στον γιο του ότι σε περίπτωση που οι Χερσωνίτες εξεγείρονταν, εκπροσωποι της αυτοκρατορίας ἐπρεπε να σταλούν στις ακτές των επαρχιών Αρμενιακών, Παφλαγονίας και Βουκελλαρίων για να καταλάβουν τα πλοία της Χερσώνας, να συλλάβουν τα πληρώματα και να κατασχέσουν τα φορτία. Τα εμπορικά πλοία αυτών των επαρχιών έπρεπε να αποτρέπονται από το να πηγαίνουν στη Χερσώνα με τα πολύ απαραίτητα φορτία τους. Διότι αν οι Χερσωνίτες δεν ταξίδευαν στη Ρωμανία και δεν πωλούσαν τις δορές και το κερί που έπαιρναν με εμπόριο από τους Πατζινάκους, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν. Αν το σιτάρι δεν περνούσε απέναντι από την Αμισό και από την Παφλαγονία και το Βουκελλαρίων και τις πλευρές των Αρμενιακών, οι Χερσωνίτες δεν μπορούσαν να ζήσουν.92

Πριν από τις εισβολές των Σελτζούκων, οι Βυζαντινοί είχαν στην ανατολική Ανατολία σειρά από συγκριτικά ευημερούσες εμπορικές πόλεις. Από τις πιο σημαντικές από αυτές και ευρισκόμενη στα νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας ήταν το Άρτζε, αρκετά μεγάλη πόλη,93 που κατοικούνταν από πολλούς εμπόρους, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των ντόπιων Συρίων και Αρμενίων, αλλά και πολλών άλλων.94 Η πόλη είχε και εμπορευόταν όλα τα είδη αγαθών και εμπορευμάτων που παράγονταν στην Περσία, την Ινδία και την υπόλοιπη Ασία.95 Η Θεοδοσιούπολη στην περιοχή φαίνεται ότι ήταν σημαντική πόλη καραβανιών που εμπορευόταν με τους Γεωργιανούς στις αρχές του 10ου αιώνα.96 Πολλοί από τους κατοίκους της μετακόμισαν στην πόλη Άρτζε, όπου οι εμπορικές συνθήκες ήσαν πιο ευνοϊκές, αλλά ύστερα από την άλωση του Άρτζε από τους Τούρκους μεγάλο μέρος του πληθυσμού επέστρεψε στη Θεοδοσιούπολη. Η Άνι, από τις πιο πρόσφατα αποκτηθείσες πόλεις της αυτοκρατορίας στην ανατολική Μικρά Ασία, ήταν σημαντικό και πολύ πυκνοκατοικημένο εμπορικό κέντρο, με μεγάλο αριθμό εκκλησιών και αποθήκες σιτηρών.97 Στο ανατολικότερο άκρο βρισκόταν η πόλη Μαντζικέρτ, που είχε επίσης αποκτηθεί πρόσφατα.98 Η Μελιτηνή, μεγάλη εμπορική πόλη99 που είχε ενσωματωθεί στην αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμανού Α’, επανεποικίστηκε αργότερα κυρίως με Ιακωβίτες χριστιανούς100 και σε μικρότερο βαθμό με Αρμένιους και Έλληνες.101 Οι λίγες παρατηρήσεις που προκύπτουν από τις πηγές αποκαλύπτουν ότι στην πόλη αυτή κατοικούσαν πλούσοι έμποροι.102 Η Νίσιβις και η Έδεσσα ήσαν συγκριτικά πολυπληθείς και πλούσιες,103 εξαρτώμενες προφανώς για μεγάλο μέρος της ευημερίας τους από το εμπόριο με τη Συρία.104 Η Αντιόχεια, αν και στην πραγματικότητα δεν βρισκόταν στη Μικρά Ασία, ήταν πολύ σημαντική για την οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα για τις εμπορικές δραστηριότητες των πόλεων της Ανατολίας. Ήταν ένα από τα σημαντικά σημεία στα οποία το εμπόριο έρρεε μεταξύ των επικρατειών του Βυζαντίου και του Ισλάμ. Αυτό το εμπόριο υπήρχε αναμφίβολα πάντοτε και μόνο προσωρινά το διέκοπταν οι πόλεμοι και οι επιδρομές [ράζζια] των Σαρακηνών.105 Παρόλο που μεγάλο μέρος αυτού του εμπορίου με τη μουσουλμανική ανατολή πραγματοποιούνταν στη βόρεια και ανατολική Μικρά Ασία, ένα σημαντικό μέρος του πρέπει να εισερχόταν και να περνούσε από τη νότια και κεντρική Ανατολία. Η Ανάζαρβος και η Πόδανδος κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα ήσαν πυκνοκατοικημένες και ευημερούσες, με πολυάνθρωπες και παραγωγικές συστάδες χωριών στα περίχωρά τους.106 Η ορεινή πόλη Τζαμανδός ήταν επίσης πλούσια και αξιόλογου μεγέθους.107 Τα Άδανα, η Ταρσός, η Μοψουεστία και η Σελεύκεια ήσαν σημαντικές πόλεις που χαρακτηρίζονταν από εμπορική δραστηριότητα.108 Η Καισάρεια, την οποία ευνοούσε η θέση της επί της εμπορικής διαδρομής που συνέδεε τη Μεσοποταμία-Συρία με την Ανατολία, τόπος μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές μητροπολιτικές έδρες και σημαντικό σημείο θρησκευτικού προσκυνήματος, ήταν η κύρια πόλη της Καππαδοκίας.109 Η Νίγδη, η Αρχελαΐς και η Ηράκλεια, αν και σίγουρα δεν ήσαν τόσο μεγάλες όσο η Καισάρεια, κέρδιζαν επίσης τα προς το ζην από τη θέση τους στο οδικό σύστημα της νότιας Ανατολίας. Δυτικά της Καισάρειας βρισκόταν η πόλη του Ικονίου, το διοικητικό, επικοινωνιακό, θρησκευτικό και εμπορικό επίκεντρο της νότιας-κεντρικής Ανατολίας.110 Οι Χωναί και η Λαοδίκεια, δυτικά του Ικονίου, ήσαν αστικοί οικισμοί που ζούσαν από την κυκλοφορία που περνούσε από τον δρόμο που οδηγούσε από το Ικόνιον στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου. Ευρισκόμενες κοντά στις πηγές του ποταμού, είχαν καλοποτιζόμενες και παραγωγικές εξοχές. Οι λίμνες ήσαν καλά εφοδιασμένες με ψάρια, ενώ οι κοιλάδες υποστήριζαν ζώα κτηνοτροφίας και σειρά γεωργικών προϊόντων που περιλάμβαναν γλυκόριζα, κάρδαμο, μυρτιά, σύκα και άλλα φρούτα.111 Οι Χωναί, πόλη αξιοσέβαστου μεγέθους, απολάμβανε κάποιας εμπορικής ευημερίας ως αποτέλεσμα των μεγάλων εμπορικών εκθέσεων που γίνονταν στην πανήγυρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Οι έμποροι ταξίδευαν μεγάλες αποστάσεις για να κάνουν δουλειές σε αυτήν την εκδήλωση, ενώ οι πιστοί έρχονταν σε προσκύνημα για να δουν τη μεγάλη εκκλησία του Αρχαγγέλου με τα ψηφιδωτά της.112 Η Λαοδίκεια, φημισμένη για τα κλωστοϋφαντουργικά της στην ύστερη αρχαιότητα, συνέχιζε αναμφίβολα να παράγει αυτά τα υλικά κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, γιατί όταν ο Ιμπν Μπατούτα είδε την πόλη στις αρχές του 14ου αιώνα, παρατήρησε ότι οι Έλληνες κλωστοϋφαντουργοί εξακολουθούσαν να φτιάχνουν εξαιρετικά ρούχα και υλικά.113

Βορειοδυτικά του Ικονίου, κατά μήκος του δρόμου προς το Δορύλαιον, υπήρχε σειρά από μικρότερες πόλεις που χρησίμευαν ως διοικητικά, εκκλησιαστικά και στρατιωτικά κέντρα. Σε αυτές περιλαμβάνονταν οι Λαοδίκεια Κατακεκαυμένη, Τυριαίον, Φιλομήλιον, Σύνναδα, Πολύβοτον, Ακροϊνόν, Αμόριον, Καβόρκιον, Σαντάβαρις, Νακώλεια, Κοτύαιον, Τρόκναδα και Πεσσινούς.114 Το Αμόριον ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ανατολίας πριν από την περίφημη άλωσή του από τους Άραβες τον 9ο αιώνα,115 ενώ η παρουσία Εβραίων στην πόλη κατά τις αρχές του 9ου αιώνα αποτελεί πιθανώς ένδειξη ότι το Αμόριον ήταν τόπος σημαντικής εμπορικής ζωής.116 Θεωρείται ότι η πόλη είχε εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα της αραβικής καταστροφής. Ο Ατταλειάτης όμως, ο οποίος είναι πολύ προσεκτικός στην ονοματολογία που εφαρμόζει σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, εξακολουθεί να αναφέρεται στο Αμόριον ως πολιτεία τον 11ο αιώνα.117 Η μεγαλύτερη και πιο σημαντική από τις πόλεις του υψιπέδου στη βορειοδυτική Ανατολία ήταν το Δορύλαιον. Ευρισκόμενη στο σημείο εξόδου από και εισόδου στο υψίπεδο, με την πεδιάδα της να ποτίζεται από τα ρέματα Βαθύς και Τέμβρις, η πόλη απολάμβανε τα πλεονεκτήματα που της έδιναν η στρατηγική της θέση και η γενναιόδωρη φύση. Τα χωράφια παρήγαγαν πλούσιες συγκομιδές σιτηρών και στα ποτάμια αφθονούσαν τα ψάρια, τα χωριά ήσαν πυκνοκατοικημένα και η πόλη ήταν καλλωπισμένη με στοές, βρύσες και σπίτια επιφανών πολιτών.118 Μεταξύ Δορυλαίου και Νικαίας βρίσκονταν οι μικρότερες πόλεις Μαλάγινα, Πιθηκάς και Λεύκαι.119

Η βόρεια άκρη του υψιπέδου περιλάμβανε αριθμό πόλεων, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η Άγκυρα.120 Ελαφρώς στα ανατολικά υπήρχαν τα Σανιανά (στρατιωτική βάση), ενώ πιο βόρεια βρίσκονταν η Γάγγρα και η Κασταμών. Τα Ευχάιτα, στη μέση της απόστασης μεταξύ των ποταμών Άλυ και Ίρι, ήταν κέντρο εμπορικής σημασίας και προφανώς κάποιου μεγέθους. Η έκθεσή της προσέλκυε εμπόρους από μακριά, με αποτέλεσμα η πόλη να ευημερεί.121 Η Αμάσεια, όπως και η Άγκυρα και τα Ευχάιτα, ήταν πόλη με σημασία λόγω της στρατηγικής της θέσης στα ορεινά περάσματα (ο Ψελλός μιλά για αυτήν ως διάσημη πόλη, «την πόλη που αναφέρεται από κάθε γλώσσα»).122 Η αγροτική της περιφέρεια, αν και τεμαχισμένη από απόκρημνα βουνά, ήταν παρ’ όλα αυτά καλοποτιζόμενη και παραγωγική. Όπως τόσο πολλές άλλες πόλεις στη βορειοανατολική Ανατολία, η Αμάσεια βρισκόταν σε μεταλλοφόρο περιοχή και τα ορυχεία φαίνεται ότι λειτουργούσαν τις εποχές των Βυζαντινών και των Σελτζούκων.123 Η Δοκεία, η Νεοκαισάρεια, η Σεβάστεια, η Κολώνεια, η Νικόπολις και η Αργυρούπολις ήσαν σημαντικά διοικητικά, εκκλησιαστικά και εμπορικά κέντρα του συμβατικού τύπου της Ανατολίας.124

Οι πόλεις της Ανατολίας υπόκειντο σε αέναα και ισχυρά ρεύματα εμπορίου. Παρά την ξηρότητα των ιστορικών πηγών, φαίνεται ξεκάθαρο ότι Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι, Χερσωνίτες, Κιρκάσσιοι, Γεωργιανοί, μουσουλμάνοι και Ιταλοί έμποροι διέσχιζαν τις θαλάσσιες και εσωτερικές εμπορικές οδούς. Το θαλάσσιο εμπόριο ερχόταν στις παράκτιες πόλεις της Ανατολίας σε ολόκληρη τη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τα παράλια της Μεσογείου. Στον βορρά το εμπόριο ακολουθούσε τις παράκτιες πόλεις φτάνοντας τελικά στην Κωνσταντινούπολη στα δυτικά ή στην Τραπεζούντα στα ανατολικά. Μεγάλο μέρος αυτού του εμπορίου πρέπει να αναπτυσσόταν κατά μήκος των κοιλάδων των ποταμών και των ορεινών περασμάτων που οδηγούσαν από τα παράλια προς τις πόλεις του υψιπέδου. Το ναυτικό εμπόριο των παράκτιων πόλεων συνδεόταν με την Κωνσταντινούπολη, τη Χερσώνα και τον Καύκασο, ενώ το εμπόριο των παράκτιων κέντρων του Αιγαίου συνδεόταν με την ελληνική χερσόνησο και τα νησιά καθώς και με την Κωνσταντινούπολη. Το θαλάσσιο εμπόριο της Αττάλειας εφοδιαζόταν από την Αίγυπτο, την Κύπρο, την Αντιόχεια και το Αιγαίο. Η κύρια χερσαία διαδρομή από τα ανατολικά εισερχόταν στις διάφορες παραμεθόριες πόλεις από την Αντιόχεια στον νότο μέχρι την Τραπεζούντα στον βορρά. Και πάλι, μέρος αυτού του εμπορίου μεταφερόταν δια θαλάσσης από την Τραπεζούντα στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα λιμάνια, ή από την Αντιόχεια στην Αττάλεια και άλλα λιμάνια. Ταυτόχρονα όμως μεγάλο μέρος αυτού του εμπορίου εύρισκε τον δρόμο του προς τις πόλεις του υψιπέδου μέσω των Κιλικίων Πυλών και άλλων διαδρομών.125

Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη καλά ανεπτυγμένης τοπικής βιομηχανίας στις πόλεις της Ανατολίας. Οι κάτοικοι της Ανατολίας κατασκεύαζαν χρυσοκέντητα και διάφορα υφάσματα από λινό, μαλλί, μετάξι και βαμβάκι. Ύφαιναν χαλιά, έφτιαχναν γυάλινα σκεύη και κεραμικά, θυμίαμα, τόξα, βέλη, σπαθιά, ασπίδες, καρφιά, σχοινιά και άλλα ναυτικά εφόδια. Και έχτιζαν πλοία. Σίγουρα πρέπει να παρήγαγαν πολλά από τα καθημερινά είδη που χρειάζονταν στη δική τους αστική και αγροτική ζωή. Διάφοροι τύποι τεχνιτών, εξειδικευμένοι εργάτες και έμποροι αναφέρονται σπάνια στα κείμενα και τις επιγραφές.126 Η χερσόνησος ήταν σημαντική περιοχή της βυζαντινής εξορυκτικής βιομηχανίας, που παρήγαγε ασήμι, χαλκό, σίδηρο, μόλυβδο, πιθανώς λίγο χρυσό, μάρμαρο, στυπτηρία και ημιπολύτιμους λίθους. 127 Η παραγωγή τροφίμων διαδραμάτιζε πολύ σημαντικό ρόλο στο εμπόριο των πόλεων, με τα βυζαντινά χωριά να συνδέονται στενότερα με τις πόλεις απ’ όσο στην περίπτωση πολλών περιοχών στη δυτική Ευρώπη.128 Οι πόλεις χρησίμευαν ως αγορές για τα προϊόντα των αγροτών, τα σημαντικότερα είδη των οποίων ήσαν σιτηρά, ψάρια, κρασί, φρούτα, όσπρια, ξηροί καρποί, ζώα και ξυλεία. Κάθε πόλη είχε τη δική της ομάδα χωριών, οι κάτοικοι των οποίων έφερναν αυτά τα προϊόντα στην πόλη, πολύ συχνά κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκθέσεων που πραγματοποιούνταν την ημέρα της γιορτής των αγίων.129 Εδώ οι χωρικοί πουλούσαν τα προϊόντα τους και αγόραζαν τα προϊόντα της τοπικής ή ξένης βιομηχανίας.130 Πολλά από αυτά τα χωριά ήσαν αρκετά μεγάλα και ακμάζοντα.131 Έτσι, παράλληλα με τις μεγαλύτερες κινήσεις του εμπορίου, δημιουργούνταν επίσης αυτό το μικρότερο τοπικό εμπόριο μεταξύ των χωριών και των πόλεων, το οποίο ήταν εξίσου σημαντικό από ορισμένες απόψεις με το εμπόριο ευρύτερης κλίμακας. Με αυτόν τον τρόπο οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι έπαιρναν μετρητά για τα προϊόντα τους. Οι πόλεις με τη σειρά τους μπορούσαν να διαθέτουν τα προϊόντα των χωρικών τόσο με πώληση μεταξύ των κατοίκων τους όσο και με πώληση σε εμπόρους της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων.

Μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων

Ένα από τα κρίσιμα φαινόμενα στην ιστορία της Ανατολίας ήταν η εξέλιξη των μεγάλων οικογενειών γαιοκτημόνων, των οποίων τα κατορθώματα διαπερνούν τα χρονικά και τη νομική βιβλιογραφία του 10ου και του 11ου αιώνα. Κατέχοντας τεράστια κτήματα και υψηλή επίσημη θέση στην επαρχιακή διοίκηση και τον στρατό, ήσαν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την κοινωνική και ιστορική ανάπτυξη στη Μικρά Ασία πριν από τις εισβολές των Σελτζούκων. Οι περισσότερες οικογένειες ανυψώθηκαν στην εξουσία και την υπεροχή μέσω των στρατών και στη συνέχεια εδραίωσαν τη θέση τους με οικονομική επέκταση, η οποία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι αποκλειστικά, στην απόκτηση μεγάλων εκτάσεων γης. Αυτοί οι μεγιστάνες, χάρη στον έλεγχο των επαρχιακών στρατών, ασκούσαν μεγάλη δύναμη. Πολύ συχνά η άσκηση της στρατηγείας σε μια συγκεκριμένη επαρχία έτεινε να γίνεται ημικληρονομική για συγκεκριμένη οικογένεια, όπως στην περίπτωση των Φωκά και του θέματος Καππαδοκίας. Εκτός από τον έλεγχο αυτών των θεματικών στρατών, τα μεγάλα κτήματα της αριστοκρατίας τους επέτρεπαν να διατηρούν μεγάλα σώματα ιδιωτικών στρατιωτών. Όσο η κυβέρνηση μπορούσε να ελέγχει τις πιο ακραίες πολιτικές και οικονομικές καταχρήσεις τους, αυτή η επαρχιακή αριστοκρατία συνέβαλε στην άμυνα και την επέκταση του Βυζαντίου στα ανατολικά. Όμως τον 11ο αιώνα αυτή η ισχυρή τάξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παρακμή του κράτους.132

Δημογραφία

Δυστυχώς σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό σχετικά με τον αριθμό του πληθυσμού στη βυζαντινή Ανατολία και τις πόλεις της, γιατί λίγα έχουν επιβιώσει με τη μορφή ολοκληρωμένων φορολογικών μητρώων ή αριθμών πληθυσμού. Η σιωπή των πηγών και η πληρότητα του πολιτιστικού μετασχηματισμού που πραγματοποιήθηκε από τον 15ο αιώνα οδήγησαν πολλούς μελετητές να συμπεράνουν λανθασμένα ότι η Βυζαντινή Μικρά Ασία ήταν αραιοκατοικημένη. Έχουν γίνει εκτιμήσεις για το μέγεθος του πληθυσμού της Ανατολίας στην αρχαιότητα, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα κάτι λίγο περισσότερο από καλογραμμένες εικασίες. Αυτές οι εκτιμήσεις πληθυσμού, που βασίζονται σε υπόθεση εμπορικής ευημερίας και αστικής ζωτικότητας κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής και της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυμαίνονται από 8.800.000 έως 13.000.000 κατοίκους.133 Ο J. C. Russell (Ράσσελ) πρότεινε ότι ο πληθυσμός παρέμενε στον συγκριτικά υψηλό αριθμό των 8.000.000 κατά τη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου, αλλά ότι μειώθηκε σε 6.000.000 στις αρχές του 13ου αιώνα και κατά την τουρκική περίοδο.134

Υπάρχουν ενδείξεις ότι τον 10ο και 11ο αιώνα ο πληθυσμός της Ανατολίας αυξανόταν. Η ύπαρξη κάποιας σταθερότητας στη δημογραφία της Ανατολίας προκύπτει από την επιβίωση, μαζικά, των αρχαίων πόλεων.135 Αυτές οι πόλεις ήσαν συγκριτικά ασφαλείς και προστατευμένες από τη μαζική αναταραχή που κάλυπτε την αστική κοινωνία σε μεγάλο μέρος των Βαλκανίων. Στα τέλη του 11ου αιώνα πόλεις τόσο σημαντικές όπως η Μελιτηνή, η Σεβάστεια και το Άρτζε ήσαν ατείχιστες, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν κοντά στα μουσουλμανικά εδάφη.136 Οι εμπορικές οδοί (που τις όργωναν δραστήρια μουσουλμάνοι και χριστιανοί έμποροι) οι οποίες διέρχονταν από τις πόλεις και η παρουσία πυκνών συστάδων χωριών στα περίχωρα των πόλεων είναι επίσης παράγοντες που θα έτειναν να υποστηρίζουν την υπόθεση κάποιας δημογραφικής ζωτικότητας. Η ενεργή πολιτική μεταφύτευσης λαών στην Ανατολία συνέβαλε σίγουρα στην αύξηση του πληθυσμού,137 ενώ υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες για αύξηση του πληθυσμού τους δύο αιώνες πριν από τις εισβολές των Σελτζούκων. Το παλαιότερο φορολογικό σύστημα, με το οποίο το κεφάλι (caput) συνδεόταν με τον ζυγό (iugum) λόγω του ανεπαρκούς εργατικού δυναμικού, χαλάρωσε, και κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο το σύστημα υπέστη μετασχηματισμό, με τον οποίο διαχωρίστηκαν ο κεφαλικός φόρος και ο φόρος γης. Η αντικατάσταση της αμοιβαίας μονάδας των δύο φόρων από ξεχωριστή είσπραξη προϋποθέτει ότι η παλαιότερη ανεπάρκεια της γεωργικής εργασίας είχε εξαφανιστεί, συμπέρασμα που υποστηρίζεται από την αυξανόμενη πείνα για γη των γαιοκτημόνων μεγιστάνων τον 10ο αιώνα.138

Μια περαιτέρω ένδειξη της δημογραφικής σταθερότητας και ανάπτυξης είναι η εξέλιξη της εκκλησιαστικής διοικητικής δομής στη Μικρά Ασία. Η βυζαντινή απαίτηση ότι κάθε πόλη έπρεπε να αποτελεί επισκοπή τηρούνταν μέχρι τον 12ο αιώνα. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη επισκοπής ήταν ότι μια κατοικημένη περιοχή έπρεπε να είναι αρκετά πυκνοκατοικημένη, ώστε να θεωρείται πόλη. Αν ήταν πολύ μικρή, δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των επισκοπικών εδρών. Το κανονικό δίκαιο και οι σχολιαστές καθιστούν σαφές, ότι ο διορισμός επισκόπου σε ένα μέρος εξαρτιούνταν κατηγορηματικά και αποκλειστικά από το … πλήθος ανθρώπων…». Έπρεπε να χειροτονούνται επίσκοποι «…εἰς ἐκείνας τὰς πόλεις… τὰς πολυανθρώπους…». Δεν έπρεπε ποτέ να διορίζεται επίσκοπος σε «…ὀλίγην πόλιν καὶ κώμην».i139 Κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα εμφανίζονται νέες επισκοπές, ενώ πρώην επισκοπές προβιβάζονται σε αρχιεπισκοπές ή μητροπολιτικές έδρες. Η αύξηση οφείλεται εν μέρει σε αύξηση του πληθυσμού και της ευημερίας των επαρχιών της Ανατολίας καθώς και σε νέες κατακτήσεις στην ανατολή.140

Τα χρονικά και οι ιστορίες της περιόδου αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό πόλεων με ονοματολογία που τις διαφοροποιεί έντονα από χωριά. Οι πηγές χρησιμοποιούν τους όρους ἄστυ, πόλις, πολιτεία, μητρόπολις, κάστρον για να διαφοροποιήσουν την πόλη από το χωριό, κώμη, χωρίον.141 Ορισμένες πόλεις περιγράφονται με επίθετα (τοιαύτη πόλις, μεγάλη, πολυάνθρωπος, μυρίανδρος πολύν πλοῦτον ἔχουσα, ἀνθρώπων τε πολυπλήθειαν ἔχον, πόλις περιφανής, πολυανθρωποτάτη, μεγίστη, πολύανδρος, πλῆθος λαοῦ) που δείχνουν ότι οι σύγχρονοι παρατηρητές θεωρούσαν αυτές τις πόλεις μεγάλες με τα πρότυπα της εποχής.142 Αλλά πόσο μεγάλη ήταν η πολυάνθρωπος; Η πόλη της Έδεσσας το 1071 λέγεται ότι είχε 35.000 κατοίκους. Όταν ο μουσουλμάνος Νουρ αλ-Ντιν κατέλαβε την πόλη τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, 30.000 σκοτώθηκαν, 16.000 υποδουλώθηκαν και μόνο 1.000 διέφυγαν.143 Ο συνολικός πληθυσμός των 47.000 πριν από την πτώση της πόλης δείχνει ότι ο πληθυσμός είχε αυξηθεί, φαινόμενο που μπορεί να εξηγηθεί από την φυγή του αγροτικού πληθυσμού στην ασφάλεια των τειχών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πόλη των Τράλλεων, η οποία ξαναχτίστηκε και επανεποικίστηκε από τους Βυζαντινούς με 36.000 κατοίκους τον 13ο αιώνα (1280), λέγεται ότι ήταν πολυάνθρωπος.144 Ο αριθμός των ομήρων που πάρθηκαν από πόλεις της Ανατολίας τον 12ο αιώνα θα βοηθήσει ίσως να δοθεί κάποια ιδέα σχετικά με το μέγεθος των πόλεων. Στα μέσα του 12ου αιώνα, ο Γιακούμπ Αρσλάν πήρε μαζί του 70.000 χριστιανούς από το Τζαχάν και το Αλμπιστάν.145 Από τους αιχμαλώτους που πήραν οι Τούρκοι από τη Μελιτηνή τον 11ο αιώνα, 15.000 εξαγοράστηκαν από τους εμπόρους αυτής της πόλης,146 ενώ περί το 1124-25, κατά τη διάρκεια εξάμηνης πολιορκίας της πόλης, λέγεται ότι χάθηκαν «χιλιάδες» κάτοικοι.147 Έτσι η Μελιτηνή ήταν πιθανώς μια πόλη συγκρίσιμη σε μέγεθος με την Έδεσσα. Υπάρχει κάποια ένδειξη ως προς το μέγεθος μιας κωμοπόλεως τον 12ο αιώνα. Όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος επιτέθηκε στις δύο κωμοπόλεις του Ταντάλου και της Καρίας στη δυτική Μικρά Ασία, πήρε αιχμάλωτους 5.000 από τους κατοίκους. Αυτό θα έδειχνε περίπου 2.500 κατοίκους για καθεμία από τις δύο κωμοπόλεις. Όμως η Καρία είχε αλωθεί και σε προηγούμενη περίπτωση, ενώ υπέστη και τρίτη φορά καταστροφή και υποδούλωση. Έτσι ο πληθυσμός της ήταν μεγαλύτερος από 2.500,148 ίσως περίπου 5.000.149

Τα έμμεσα στοιχεία για αύξηση του πληθυσμού της Ανατολίας του 10ου και του 11ου αιώνα και τα λίγα στοιχεία για τον πληθυσμό πόλεων δείχνουν ότι το επίθετο πολυάνθρωπος, όπως εφαρμόζεται από βυζαντινές πηγές στις πόλεις, έχει κάποια αριθμητικό περιεχόμενο. Μια μεγάλη πόλη θα μπορούσε να έχει έως και 35.000 κατοίκους, αν και είναι πιθανό ότι οι περισσότερες πόλεις ήσαν μικρότερες. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι πόλεις είχαν πληθυσμούς που κυμαίνονταν μεταξύ 10.000 και 35.000.150 Η Καρία, η οποία δεν ήταν πλήρως αναπτυγμένη πόλη τον 12ο αιώνα, πιθανότατα είχε πληθυσμό περίπου 5.000. Το Δορύλαιον ήταν από τις ευημερούσες πόλεις του 11ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα της καταστροφής του κατά τη διάρκεια των τουρκικών εισβολών, κατοικούνταν μόνο από 2.000 Τουρκμένους τον 12ο αιώνα, πληθυσμό που ο ιστορικός Κίνναμος θεωρεί ασήμαντο σε σύγκριση με το προηγούμενο μέγεθος της πόλης.151 Αν και τα στοιχεία είναι πολύ λίγα, πρέπει κανείς να συμπεράνει με βάση αυτό το υλικό ότι όχι μόνο ο πληθυσμός της Μικράς Ασίας αυξήθηκε κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, αλλά ότι ο πληθυσμός των πόλεων και της επαρχίας στο σύνολό της ήταν σημαντικός σε απόλυτους όρους.152 Επομένως θα ήταν λάθος να μιλάμε για την Ανατολία ως μισοέρημη ή ερημωμένη την παραμονή των εισβολών των Σελτζούκων.

Οδικό σύστημα

Η μεγάλη χερσαία μάζα της βυζαντινής Ανατολίας ήταν στενά συνδεδεμένη με το σύστημα των δρόμων που η αυτοκρατορία είχε κληρονομήσει σε μεγάλο βαθμό από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε κάποια αναπροσαρμογή του συστήματος που συνέβη με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πέρα από αυτήν το οδικό σύστημα παρέμενε το ίδιο στην κύρια μορφή του μέχρι τους τουρκικούς χρόνους.153

Η οργάνωση και συντήρηση του οδικού δικτύου ήταν απαραίτητη για τους Βυζαντινούς στη Μικρά Ασία, αφού ήταν το μέσο με το οποίο αυτή η επαρχία μπορούσε να ενσωματωθεί πιο στενά στην αυτοκρατορία. Διευκόλυνε την κίνηση των βυζαντινών στρατών και εξασφάλιζε την ταχύτερη υπεράσπιση περιοχών που απειλούνταν από τον εχθρό. Οι δρόμοι διευκόλυναν επίσης τη σχετική αποτελεσματικότητα των γραφειοκρατών που διοικούσαν τις επαρχίες και οι οποίοι, ταυτόχρονα, παρέμεναν υπό στενότερη εποπτεία από την κεντρική κυβέρνηση ως αποτέλεσμα της ύπαρξης αυτών των δρόμων. Εξίσου σημαντική ήταν η εξασφάλιση της προσβασιμότητας των μεγάλων πόλεων της Ανατολίας από εμπόρους, καραβάνια και ρεύματα εμπορίου ως αποτέλεσμα αυτού του αρτηριακού δικτύου.154 Η συχνή χρήση αυτών των κύριων δρόμων από τους στρατούς, τους αξιωματούχους, τους εμπόρους, τους προσκυνητές και άλλους, σημειώνεται άφθονα όχι μόνο από τους Βυζαντινούς ιστορικούς και αγιογράφους, αλλά και στις περιγραφές των Αράβων γεωγράφων και περιηγητών.

Οι κύριοι δρόμοι κατευθύνονταν από βορειοδυτική προς νοτιοανατολική κατεύθυνση, αν και υπήρχαν μικρότεροι δρόμοι που κατευθύνονταν σε βόρεια και νότια κατεύθυνση. Οι δρόμοι από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά ανέβαιναν γενικά από την παράκτια περιοχή της βορειοδυτικής Ανατολίας σε κάποιο σημείο κατά μήκος του Σαγγάριου, διέσχιζαν τα βουνά που χωρίζουν την παράκτια περιοχή από το κεντρικό υψίπεδο και στη συνέχεια διέσχιζαν το ίδιο το υψίπεδο. Έτσι ένας δρόμος περιέζωνε το βόρειο χείλος του υψιπέδου περνώντας από την Αμάσεια και την Κολώνεια, άλλος δρόμος διέσχιζε την κεντρική περιοχή του υψιπέδου μέσω Σανιανών και Σεβάστειας και ένας τρίτος περιέζωνε τα νοτιότερα άκρα του υψιπέδου περνώντας από το Ικόνιο προς τον Ταύρο. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν ο μεγάλος στρατιωτικός δρόμος που χρησιμοποιούσαν οι αυτοκράτορες όταν πορεύονταν για να συναντήσουν τους Άραβες στα ανατολικά σύνορα. Κατευθυνόταν από τη Νίκαια μέσω Πιθηκά, Λευκών και Μαλάγινων προς Δορύλαιον, όπου ο δρόμος ανέβαινε μέσα από τα βουνά στο υψίπεδο. Στη συνέχεια, προχωρούσε μέσω Τρόκναδας και Πεσσινούντος, διασχίζοντας τον ποταμό Σαγγάριο πάνω από τη γέφυρα του Ζόμπη, μέσω της πόλης Γορβεούς στα νότια της Άγκυρας, πέρα από τον ποταμό Άλυ μέχρι την πόλη Σανιανά. Εδώ ο δρόμος διακλαδωνόταν. Ο κλάδος που οδηγούσε προς τα νοτιοανατολικά περνούσε από τη Μωκισσό και στη συνέχεια διακλαδωνόταν ξανά. Ο ένας κλάδος κατευθύνονταν στην Καισάρεια, το μεγάλο κέντρο της Καππαδοκίας, και ο άλλος στα Τύανα και την Ταρσό. Ο άλλος δρόμος περνούσε από τα Σανιανά και κατευθυνόταν σχεδόν ακριβώς ανατολικά, στην πόλη της Σεβάστειας. Και πάλι ο δρόμος διακλαδωνόταν σε τρεις διαδρομές. Η βορειότερη οδηγούσε στη Νικόπολη και την Κολώνεια. Ο κεντρικός κλάδος κατευθυνόταν στην Τεφρική και τη Θεοδοσιούπολη. Η νοτιοανατολική διαδρομή προχωρούσε προς τη Μελιτηνή, όπου ενωνόταν με τον δρόμο από την Καισάρεια. Κρίσιμο σημείο διασταυρώσεων αυτού του δρόμου ήσαν τα Σανιανά, γιατί από αυτήν την πόλη οι τρεις βασικοί κλάδοι κατευθύνονταν στις περιοχές του Ταύρου, της Καππαδοκίας, της Μελιτηνής, της Σεβάστειας και της Κολώνειας.155

Κατά μήκος αυτού του κύριου δρόμου υπήρχε αριθμός μεγάλων στρατιωτικών σταθμών ή στρατοπέδων. Σε αυτά τα μονίμως στημένα στρατόπεδα συγκεντρώνονταν και ενώνονταν με τον αυτοκράτορα οι στρατοί των διαφόρων θεμάτων, καθώς εκείνος βάδιζε ανατολικά προς τα σύνορα.156 Αυτές οι στρατιωτικές βάσεις, ή ἄπληκτα, όπως αποκαλούνταν, ήσαν συχνά σημαντικές πόλεις που βρίσκονταν επί του κεντρικού δρόμου ή ήσαν εύκολα προσβάσιμες και εφοδιασμένες με όλες τις απαραίτητες προμήθειες για τα στρατεύματα. Ο αυτοκράτορας του 10ου αιώνα Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος αναφέρει έξι ἄπληκτα. Το πρώτο, στα Μαλάγινα ανατολικά της Νίκαιας, στις όχθες του Σαγγάριου, διέθετε τους εκτεταμένους στάβλους του αυτοκράτορα, αποθήκη όπλων και αποθήκες με προμήθειες για τον στρατό.157 Ήταν πιθανώς ο τόπος συγκέντρωσης για τα στρατεύματα του θέματος Οπτιμάτων. Το Δορύλαιον, η πύλη προς το κεντρικό υψίπεδο, ήταν ο τόπος συγκέντρωσης για τα στρατεύματα των θεμάτων Θρακησίων και Οψίκιον. Ο Ιμπν Χουρανταδμπίχ αποκαλύπτει ότι ο αυτοκράτορας είχε κατασκευάσει επτά μεγάλες στοές λουτρών πάνω στις θερμές πηγές της πόλης και ότι καθεμιά μπορούσε να φιλοξενεί 1.000 άνδρες. Χωρίς αμφιβολία προορίζονταν για χρήση από τους στρατούς. Το τρίτο ἄπληκτον, η επισκοπή του Καβορκίου, βρισκόταν λίγο νότια από τον κύριο δρόμο. Τα στρατεύματα των θεμάτων Ανατολικών και Σελευκείας, μαζί με τα στρατεύματα που ήσαν κάτω από τον δομέστικο των σχολών, συγκεντρώνονταν στο Καβόρκιον, τοποθεσία που τροφοδοτούνταν άφθονα από τις πηγές του ποταμού Σαγγάριου. Στη συνέχεια προχωρούσαν προς Τρόκναδα από τον στρατιωτικό δρόμο, όπου συναντιούνταν με τον προελαύνοντα στρατό.158 Το τέταρτο ἄπληκτον, τα Σανιανά, βρισκόταν στην ανατολική όχθη του Άλυ, και πάλι καλοποτιζόμενο σημείο που μπορούσε έτσι να φιλοξενεί μεγάλο αριθμό ανδρών και αλόγων. Εδώ ήταν που ο δρόμος διακλαδωνόταν, πηγαίνοντας από τη μία πλευρά προς τη Σεβάστεια και από την άλλη προς την Καισάρεια και την οροσειρά του Ταύρου. Αν ο αυτοκράτορας βάδιζε προς Κιλικία, τότε ενώνονταν μαζί του στα Σανιανά τα στρατεύματα όλων των ανατολικών θεμάτων. Αν όμως βάδιζε κατευθείαν ανατολικά προς τη Μελιτηνή, τον συναντούσαν στα Σανιανά μόνο τα στρατεύματα των θεμάτων Βουκελλαρίων, Παφλαγονίας και Χαρσιανού, ενώ τα στρατεύματα των θεμάτων Καππαδοκίας, Αρμενιακών και Σεβάστειας τον συναντούσαν στην Καισάρεια, το πέμπτο ἄπληκτον. Το έκτο ἄπληκτον ήταν αυτό της Δαζιμώνος. Εδώ συγκεντρώνονταν τα στρατεύματα του θέματος Αρμενιακών, και όταν ο αυτοκράτορας βάδιζε προς Σεβάστεια και κατευθυνόταν ανατολικά, ενώνονταν μαζί του στον σταθμό Βαθύς Ρύαξ.159

Ένας δεύτερος κύριος δρόμος που διέσχιζε την Ανατολία περιέτρεχε τα νότια όρια του υψιπέδου της Ανατολίας, δρόμος που συχνά αναφέρεται ως διαδρομή του προσκυνητή, αν και αποτελούσε επίσης σημαντική στρατιωτική και εμπορική αρτηρία. Ξεκινούσε επίσης στα Μαλάγινα και προχωρούσε μέσω Δορυλαίου, Πολυβότου, Φιλομηλίου και Ικονίου στις Κιλίκιες Πύλες.160 Υπήρχαν τουλάχιστον δύο παραλλαγές αυτής της διαδρομής προς Ικόνιον: η μία περνούσε από Μαλάγινα – Κοτύαιον – Ακροϊνόν – Πολύβοτον – Φιλομήλιον – Ικόνιον και η άλλη από Μαλάγινα – Δορύλαιον – Αμόριον – Λαοδίκεια – Ικόνιον. Υπήρχε ένας τρίτος δρόμος που απέφευγε εντελώς το Ικόνιον πηγαίνοντας από Δορύλαιον – Πεσσινούντα προς Αρχελαΐδα και στη συνέχεια νότια μέσω Τυάνων στον Ταύρο. Ένας άλλος κύριος δρόμος ξεκινούσε από τη Νικομήδεια, περνούσε από την Άγκυρα και κατευθυνόταν, νότια προς Αρχελαΐδα, Τύανα και Ταύρο.161 Η Νικομήδεια και η Άγκυρα χρησίμευαν και οι δύο ως σημαντικά σημεία αναχώρησης για τους δρόμους που διέσχιζαν τις βόρειες περιοχές του υψιπέδου της Ανατολίας. Ένας δρόμος ξεκινούσε από τη Νικομήδεια και προχωρούσε μέσω Γάγγρας (ή με εναλλακτική διαδρομή ελαφρώς προς τα βόρεια της Γάγγρας), κατευθυνόμενος προς Ευχάιτα (στην νοτιότερη διαδρομή), Αμάσεια, Νεοκαισάρεια, Κολώνεια και Σάταλα. Ένας άλλος δρόμος έτρεχε από την Άγκυρα προς τη Γάγγρα, την Αμάσεια και πιο πέρα. Υπήρχαν επίσης ορισμένοι σημαντικοί δρόμοι στην κατεύθυνση βορράς-νότος, ίσως ο πιο προεξέχων από τους οποίους ήταν ο δρόμος από την παραλιακή πόλη της Αμισού προς την Αμάσεια και από εκεί μέχρι την Καισάρεια. Αναμφίβολα, υπήρχαν παρόμοιοι δρόμοι που οδηγούσαν στην ενδοχώρα από λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας όπως η Ηράκλεια, η Άμαστρις, η Σινώπη και η Τραπεζούς. Στα ανατολικά, ο δρόμος από τη Σεβάστεια περνούσε από την Τεφρική και τη Θεοδοσιούπολη προς Μαντζικέρτ, ενώ η Αραβησσός ενωνόταν ομοίως με τη Μελιτηνή στα ανατολικά και με τη Γερμανίκεια στα νότια μέσω των περασμάτων του Αντιταύρου. Η Γερμανίκεια συνδεόταν με τη σειρά της με τα Σαμόσατα.162

Ιδιαίτερης σημασίας ήταν ο πολυσύχναστος δρόμος από την Αττάλεια μέσω Κοτυαίου και Μαλάγινων προς Κωνσταντινούπολη. Ένας αξιωματούχος του συστήματος αλλαγής αλόγων, που κατοικούσε στην Αττάλεια, προμήθευε άλογα και υπηρεσία μεταφοράς στους ταξιδιώτες που πήγαιναν από την ενδοχώρα ή διέλευση με πλοίο σε όσους πήγαιναν από τη θάλασσα. Ο Ιμπν Χαουκάλ λέει ότι ενώ το ταξίδι είχε διάρκεια οκτώ μόνο ημερών από τον κύριο δρόμο, το θαλάσσιο ταξίδι, με την προϋπόθεση ότι οι άνεμοι ήσαν ευνοϊκοί, απαιτούσε δεκαπέντε ημέρες.163 Η Σίδη και άλλες πόλεις της Κιλικίας συνδέονταν παρομοίως μέσω εγκαρσίων δρόμων με το κεντρικό σύστημα κυρίων δρόμων που περνούσε από το Ικόνιο. Στη δυτική Μικρά Ασία οι δρόμοι φαίνεται ότι ακολουθούσαν ως επί το πλείστον την ακτογραμμή και τις κοιλάδες των ποταμών.

Η Ανατολία εξυπηρετούνταν αποτελεσματικά από αυτό το σύστημα μεγάλων δρόμων, οι οποίοι κατευθύνονταν γενικά από δυτικά προς ανατολικά ή από δυτικά προς νοτιοανατολικά. Το δίκτυο αυτό έτεμναν πολλοί μικρότεροι δρόμοι, που εισέρχονταν από τις παράκτιες περιοχές στα βορειοδυτικά και δυτικά, καθώς και μικρότερος αριθμός δρόμων βορρά-νότου που διέσχιζαν το υψίπεδο. Είναι αυτονόητο ότι οι στρατοί χρησιμοποιούσαν συχνά αυτούς τους δρόμους. Επίσης έμποροι, συμπεριλαμβανομένων Εβραίων και Αράβων, φαίνεται ότι ακολουθούσαν τα μεγάλα δίκτυα για εμπορικούς λόγους, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η γνώση όλων των μεγάλων χερσαίων οδών στα κείμενα των Αράβων γεωγράφων.164 Στους δρόμους ταξίδευαν εκτενώς προσκυνητές, προσκυνητές που επισκέπτονταν όχι μόνο τους Αγίους Τόπους, αλλά και τα πολλά ιερά των μεγαλύτερων και μικρότερων αγίων της Ανατολίας.165

Η Ανατολία είχε περίπλοκη εκκλησιαστική οργάνωση μητροπολιτικών εδρών, αρχιεπισκοπών και επισκοπών υπό τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.166 Στους προηγούμενους αιώνες αυτή η επαρχιακή οργάνωση της εκκλησίας είχε ακολουθήσει το πρότυπο της αυτοκρατορικής διοικητικής οργάνωσης. Έτσι η πόλις γινόταν η έδρα της επισκοπής. Τον 11ο αιώνα η Μικρά Ασία είχε περίπου σαρανταπέντε μητροπολιτικές έδρες,167 δέκα αρχιεπισκοπές, και μεγάλο αριθμό επιβλεπουσών (suffragant) επισκοπών.168 Τον 10ο αιώνα υπήρχαν περίπου 371 επισκοπές υπαγόμενες σε αυτές,169 ενώ τον 11ο αιώνα σημειώθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό τους170 λόγω κυρίως της επέκτασης των συνόρων προς τα ανατολικά.171 Οι μητροπολίτες ήσαν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες μεγάλων περιοχών και συνήθως αρκετών πόλεων καθώς και χωριών, πάνω από τις οποίες πόλεις υπήρχαν οι επίσκοποι. Οι εξουσίες και η επιρροή αυτών των ιεραρχών στις αντίστοιχες επαρχίες τους ήσαν σημαντικές, όχι μόνο στον πνευματικό τομέα αλλά και στον τομέα της διοίκησης και στα δικαστήρια.172 Οι μητροπολίτες και οι αρχιεπίσκοποι ήσαν εκείνοι που συνέδεαν την επαρχιακή διοικητική δομή της εκκλησίας με την Κωνσταντινούπολη, τον πατριάρχη και τον αυτοκράτορα. Είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της συνόδου στην Κωνσταντινούπολη και επίσης να συμμετέχουν στην εκλογή του πατριάρχη. Η περίπλοκη δομή των μητροπολιτικών-επισκοπικών εδρών ―μάλιστα ολόκληρου του εκκλησιαστικού θεσμού― υποστηριζόταν από εκτεταμένες ιδιοκτησίες και ορισμένα εισοδήματα σε μετρητά.173 Με αυτά τα εισοδήματα οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι φρόντιζαν ξενώνες, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία και σε κάποιο βαθμό την τοπική εκπαίδευση. Το εκκλησιαστικό καθώς και το γραφειοκρατικό, διοικητικό προσωπικό προσλαμβανόταν από τον τοπικό πληθυσμό και την Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε η ιεροσύνη και η ιεραρχία να εκπροσωπούν τόσο την πρωτεύουσα όσο και τις επαρχίες.

Η Μικρά Ασία δεν ήταν μόνο η πιο σημαντική βυζαντινή επαρχία στρατιωτικά και οικονομικά, αλλά και στον θρησκευτικό τομέα. Η Ανατολία είχε τις πλουσιότερες και πολυπληθέστερες μητροπολιτικές έδρες της αυτοκρατορίας. Η σπουδαιότητά τους σε σχέση με εκείνη των ευρωπαϊκών μητροπολιτικών εδρών αντανακλάται σαφώς στους επίσημους καταλόγους, τις notitiae episcopatum, που συντάσσονταν για σκοπούς πρωτοκόλλου και όπου οι μητροπολιτικές έδρες καταγράφονταν κατά τη σειρά της κατάταξής τους. Από τις πρώτες εικοσιεπτά μητροπολιτικές έδρες που περιλαμβάνονται σε κατάλογο επισκοπών του 11ου αιώνα, μόνο δύο βρίσκονταν στην Ευρώπη, ενώ οι υπόλοιπες εικοσιπέντε βρίσκονταν στην Ανατολία.174 Αυτό προκύπτει σαφέστερα όταν συγκρίνεται με τον αριθμό επισκοπών που υπήρχαν στις δύο περιοχές της αυτοκρατορίας. Στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα, υπήρχαν περίπου 371 επισκοπές στη Μικρά Ασία, 99 στην Ευρώπη, 18 στα νησιά του Αιγαίου και 16 στην Καλαβρία και τη Σικελία.175 Επίσης, πράγμα πιο σημαντικό, η Μικρά Ασία ήταν γεμάτη με ιερά και με τη λατρεία πολλών αγίων. Μερικές από τις λατρείες επικεντρώνονταν στους μάρτυρες, άλλες στις προσωπικότητες μεταγενέστερων αγίων και άλλες στις προσωπικότητες «μυθικών» αγίων. Η Μικρά Ασία υπήρξε μια από τις πρώτες επαρχίες της χριστιανικής ιεραποστολικής δραστηριότητας, στενά συνδεδεμένης με την προσωπικότητα, τη δραστηριότητα και τα γραπτά του Αποστόλου Παύλου.

Οι λατρείες και οι εκκλησίες των διαφόρων αγίων της Ανατολίας ήσαν διάσημες όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών αλλά και μεταξύ Λατίνων, Γεωργιανών, Σλάβων και άλλων που τις επισκέπτονταν για προσκύνημα. Αυτές οι λατρείες ήσαν φυσικά πολύ σημαντικές στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών κατοίκων της Μικράς Ασίας. Ο κατάλογος των ιερών που βρίσκονταν στην Ανατολία είναι μακρύς, ενώ μερικά από αυτά ήσαν ιδιαίτερα δημοφιλή.176 Στις δυτικότερες περιοχές οι σημαντικές λατρείες περιλάμβαναν εκείνες του Τρύφωνα στη Νίκαια, του Πολυκάρπου στη Σμύρνη, του Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, του Νικολάου στα Μύρα και του Αρχάγγελου Μιχαήλ στις Χωνές. Στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας βρίσκονταν τα ιερά του Ευγένιου στην Τραπεζούντα, του Φωκά στη Σινώπη και του Υάκινθου στην Άμαστρι. Τα πιο διάσημα από τα ιερά των μαρτύρων στην ενδοχώρα περιλάμβαναν εκείνα του Αγίου Θεοδώρου στα Ευχάιτα, των Σαράντα Μαρτύρων στη Σεβάστεια, του Μερκούριου και του Μάμα στην Καισάρεια και τα διάφορα ιερά του Αγίου Γεωργίου στις περιοχές της Παφλαγονίας. Εξίσου σημαντικές ήσαν οι εκκλησίες του 4ου και του 5ου αιώνα των αγίων Βασιλείου Καισαρείας, Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου Ναζιανζού και Αμφιλοχίου Ικονίου, οι οποίοι είχαν διαδραματίσει τόσο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της εξέλιξης της Ανατολικής εκκλησίας.

Νέα ιερά συνέχιζαν να αναδύονται για τις προσωπικότητες νεότερων αγίων ανθρώπων, γεγονός που ενέτεινε την ιερότητα της Ανατολίας ως αποθετηρίου των αγίων για τους Βυζαντινούς. Ο Ιωαννίκιος (πεθ. 846) του όρους Όλυμπος στη Βιθυνία, ο Μιχαήλ Μαλείνος (πεθ. 961) στη Βιθυνία, ο Λάζαρος (πεθ. 1053) στο όρος Γαλήσιον κοντά στην Έφεσο, ο Φιλάρετος ο Ελεήμων (πεθ. 792) της Παφλαγονίας, ο Γεώργιος (πεθ. περ. 802-807) της Άμαστρης, ο Νικηφόρος (πεθ. τον 10ο αιώνα) του Λάτμου στην περιοχή της Μιλήτου, ο Παύλος (πεθ. 955) στη δυτική Ανατολία, ο Λουκάς ο Στυλίτης (πεθ. 979) στη Χαλκηδόνα, ο Βλάσιος (πεθ. 911-912) του Αμορίου, οι Σαρανταδύο Μάρτυρες (πεθ. 838) του Αμορίου, και πολλοί άλλοι αποτελούσαν απόδειξη της έντασης, αν όχι της ποικιλίας, της θρησκευτικής ζωής στην Ανατολία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Από αυτούς τους ιερούς άνδρες προερχόταν σημαντικό μέρος των μοναστηριακών, ιεραρχικών και ιεραποστολικών ηγετών. Ήταν ένας μοναχός της Ανατολίας, ο Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε, εκείνος που τον 10ο αιώνα εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία για να προσηλυτίσει τους μουσουλμάνους της πρόσφατα ανακατακτηθείσας Κρήτης και τους Σλάβους στον Μοριά.177 Ο μεγάλος Αθωνίτης πατέρας και οργανωτής Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε και εκπαιδεύτηκε στην Τραπεζούντα. Ο καθηγητής νομικής και πατριάρχης Ξιφιλίνος του 11ου αιώνα γεννήθηκε και εκπαιδεύτηκε μερικώς στην Τραπεζούντα, ενώ ο περίφημος αρχιεπίσκοπος Αθηνών του 12ου αιώνα Μιχαήλ Ακομινάτος και ο αδελφός του, ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, ήσαν από τις Χωνές. Αυτοί οι άνδρες της Ανατολίας, που είναι τόσο ενδεικτικοί της επιρροής και της σημασίας της Ανατολίας ως πνευματικής δεξαμενής της βυζαντινής κοινωνίας, δεν είναι οι μοναδικοί.

Λιγότερο θεαματική, ίσως, αλλά εξίσου σημαντική ήταν η σημασία αυτών των λατρειών για την ένταξη της πλειοψηφίας των κατοίκων της Ανατολίας σε μια γενικά ομοιογενή κοινωνία και πολιτισμό. Αυτές οι λατρείες απορροφήθηκαν από τη βυζαντινή εκκλησία, έναν θεσμό που έπαιζε τόσο κρίσιμο ρόλο στην ενοποίηση της αυτοκρατορίας. Αν και η εκκλησία είχε την τάση να κανονικοποιεί τις πρακτικές που συνόδευαν αυτές τις λατρείες ώστε να βρίσκονται σε συμφωνία με την Ορθοδοξία της Κωνσταντινούπολης, πολλοί τοπικοί τόνοι ήσαν τόσο σταθερά εδραιωμένοι, που απλά τους αποδεχόταν.178 Έχει επανειλημμένα δηλωθεί ότι οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες, και ο κλήρος γενικά, προσπαθούσαν να φροντίζουν τόσο για τις πνευματικές όσο και τις σωματικές ανάγκες των ποιμνίων τους, και οι ντόπιοι άγιοι, στα μάτια των επαρχιακών, έκαναν το ίδιο πράγμα. Αυτή η στενή προσκόλληση των επαρχιακών ανθρώπων στους αγίους ήταν εκείνη που ανάγκασε την εκκλησία να δεχτεί πολλές από τις ανώμαλες πρακτικές που συνόδευαν τις λατρείες τους. Η κύρια πόλη ή κωμόπολη του αγίου ταυτιζόταν συνήθως με εκείνη στην οποία αναπαύονταν τα οστά του, αν και φυσικά θα υπήρχαν κι αλλού πολλές εκκλησίες και ιερά (για να μη μιλήσουμε για οστά) που σχετίζονταν με τον συγκεκριμένο άγιο. Συνήθως ο άγιος ήταν ο κτήτορας μιας ειδικής πόλης, και οι κάτοικοι εκείνης της πόλης θεωρούσαν τον άγιο σχεδόν συμπολίτη τους, και φυσικά τον φαντάζονταν ως μεροληπτικό υπέρ αυτής της πόλης. Σε τέτοιο πνεύμα, ένας πολίτης της Τραπεζούντας του 11ου αιώνα απευθύνεται στον Άγιο Ευγένιο ως φιλόπολι, φιλόπατρι.179 Μία από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες του Αγίου ήταν να προστατεύει την πόλη του από καταστροφικές εισβολές διαφόρων ξένων λαών, οι οποίες είχαν καταλήξει να είναι τόσο σημαντικό χαρακτηριστικό της ζωής των Βυζαντινών. Τα θαύματα των διαφόρων αγίων τους πίστωναν με σημαντική επιτυχία από αυτή την άποψη. Ο Άγιος Θεόδωρος λέγεται ότι κατατρόπωσε τους Άραβες που πολιορκούσαν τα Ευχάιτα το 934, εμφανιζόμενος έφιππος μπροστά στις πύλες της πόλης.180 Ο Άγιος Ευγένιος έκανε το ίδιο για τους Τραπεζούντιους, παρεμβαίνοντας από ψηλά, τρέποντας σε φυγή και σπάζοντας τα τόξα και τα σπαθιά των άθεων βαρβάρων.181 Ο Γεώργιος της Άμαστρης, όταν ζούσε ακόμη, βγήκε από τα τείχη εκείνης της πόλης, συγκέντρωσε όσο περισσότερους χριστιανούς της περιοχής μπορούσε, και έπειτα τους έφερε μέσα στην ασφάλεια, ενώ οι Άραβες επιτίθεντο στην περιοχή.182 Ο Άγιος Αμφιλόχιος πιστώνεται ότι απομάκρυνε τον στρατό των Ισμαηλιτών από τα τείχη του Ικονίου.183 Αλλά αυτοί οι άγιοι, που δεν ήσαν πάντοτε ικανοποιημένοι να παραμένουν στην άμυνα, συχνά περνούσαν στην επίθεση, οδηγώντας ακόμη και τους αυτοκρατορικούς στρατούς στη νίκη σε ξένα εδάφη. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ πιστώνεται ότι βοήθησε τον Ηράκλειο να νικήσει τους Πέρσες184 και ο Ιωάννης Τσιμισκής ως αποτέλεσμα της νίκης επί των Ρώσων στα Βαλκάνια, την οποία απέδωσε στην παρέμβαση του Αγίου Θεοδώρου, ξανάχτισε την εκκλησία του αγίου στα Ευχάιτα.185 Οι άγιοι προβάλλουν επίσης αρκετά εμφανώς, τουλάχιστον στα θαύματά τους, για τον επαναπατρισμό χριστιανών που πάρθηκαν αιχμάλωτοι από εισβολείς. Κατά συνέπεια, οι Άγιοι Θεόδωρος, Νικόλαος και Γεώργιος απαντούν στις προσευχές των κατοίκων της Καρίας, της Παφλαγονίας και των Ευχαΐτων που έχουν χάσει συγγενείς από τους Άραβες και στη συνέχεια εξασφαλίζουν την επιστροφή αυτών των συγγενών από την Κρήτη και τη Συρία.186 Μερικές από τις λατρείες ήσαν ιδιαίτερα κοντά σε στρατιώτες, εκείνες των λεγόμενων στρατιωτικών αγίων Θεοδώρου, Γεωργίου και Μερκουρίου.187

Οι άγιοι φέρονται συχνά ότι παρέμβαιναν στις βυζαντινές διοικητικές αρχές, ιδιαίτερα στους φοροσυλλέκτες, για λογαριασμό των συμπολιτών τους.188 Όμως τα πιο πολυάριθμα θαύματα και υπηρεσίες που αποδίδονται στους αγίους είναι εκείνα που έχουν να κάνουν με θεραπεία. Σε μια περίοδο της ιστορίας όπου η γνώση της ιατρικής δεν είχε προχωρήσει αρκετά, ιδιαίτερα στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες που μπορεί να ήσαν ακόμη λιγότερο καλά εξοπλισμένες ιατρικά, οι άρρωστοι πήγαιναν στον τοπικό άγιο ή μερικές φορές ταξίδευαν μεγάλες αποστάσεις από τις δικές τους πόλεις και χωριά στα ιερά συγκεκριμένων αγίων, των οποίων η ιατρική φήμη ήταν ευρέως διαδεδομένη. Μια σταθερή φάλαγγα λεπρών, επιληπτικών, παράλυτων και σακάτηδων βαδίζει μέσα από τις αμέτρητες σελίδες των θαυμάτων στον δρόμο τους προς τα ιερά με την ελπίδα της θεραπείας. Οι επαρχίες καλούσαν επίσης τους αγίους να δαμάσουν τις τρομερές δυνάμεις της φύσης. Αν έπεφτε αρρώστια στα ζώα τους, αν η ξηρασία ή οι πλημμύρες κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, καλούσαν τους αγίους με ειδικές προσευχές και επικλήσεις.189

Το θέμα της θρησκευτικής μετατροπής εμφανίζεται στα αγιογραφικά κείμενα, αν και οι περιγραφές δεν είναι τόσο ακριβείς όσο θα ήθελε κάποιος. Ο Άγιος Νικόλαος, τουλάχιστον σύμφωνα με τα θαύματά του, ήταν γνωστός τόσο μακριά όσο η μουσουλμανική Αίγυπτος και η Συρία.190 Ο τροπαιούχος Άγιος Γεώργιος πιστώνεται με τη μετατροπή των μουσουλμάνων στη Συρία.191 Ο Άγιος Γεώργιος της Άμαστρης ήταν υπεύθυνος για τη μετατροπή στον χριστιανισμό των ειδωλολατρών Ρως, οι οποίοι, ενώ έκαναν επιδρομή στην Άμαστρι, εισέβαλαν στο ιερό του για να κλέψουν τους πλούσιους θησαυρούς που πίστευαν ότι ήσαν θαμμένοι κάτω από το φέρετρό του.192 Μάλιστα ένας από τους αγίους της Ανατολίας του 10ου αιώνα, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ήταν ο ίδιος προσήλυτος Εβραίος.193 Ο Άγιος Λάζαρος προσηλύτισε ένα χωριό αιρετικών, πιθανώς Παυλικιανών, κοντά στη Φιλήτιδα στην Καρία,194 ενώ ο ίδιος αγιογράφος περιγράφει τη μετατροπή ενός Σαρακηνού στην Έφεσο. Οι αναφορές σε προσηλυτισμούς είναι διάσπαρτες και λίγες σε αριθμό, αλλά δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητείται ότι η εκκλησία, μέσω των ιερών, ασκούσε σημαντική προσηλυτιστική και ιεραποστολική δύναμη στους μη χριστιανούς και αιρετικούς της Ανατολίας. Αυτός ο ρόλος των αγίων και των ιερών τους ως ζωτικών δυνάμεων ενσωμάτωσης στην κοινωνία φαίνεται πιο έντονα από τις δραστηριότητες του Αγίου Νίκωνος στην Κρήτη και τη Σπάρτη και από το μαζικό πρόγραμμα προσηλυτισμού που εφάρμοσε ο Ιωάννης της Εφέσου κατά τον 6ο αιώνα.195

Τα ιερά των αγίων, όπως και ολόκληρος ο εκκλησιαστικός θεσμός, συμμετείχαν στενά στην οικονομική ζωή των ανθρώπων της Ανατολίας. Οι άγιοι και οι εκκλησίες τους ήσαν οι χορηγοί των τοπικών εκθέσεων (μερικές από τις οποίες ήσαν διεθνούς χαρακτήρα) ή πανηγύρεων, που οργανώνονταν τις ημέρες των εορτών των αγίων. Τέτοια ήσαν τα πανηγύρια του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο,196 του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα,197 του Αγίου Φωκά στη Σινώπη,198 του Αγίου Θεοδώρου στα Ευχάιτα,199 του Αγίου Γεωργίου σε όλες τις περιοχές της Παφλαγονίας200 και του [Αρχαγγέλου] Μιχαήλ στις Χωνές.201 Αυτές οι εκθέσεις ήσαν σημαντικές για την εκκλησία του συγκεκριμένου αγίου, καθώς και για την πόλη και τα αγροτικά περίχωρα, λόγω της οικονομικής δραστηριότητας και της οικονομικής ευημερίας που έφερναν. Αυτές οι πανηγύρεις προσέλκυαν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, τόσο από την περιοχή όσο και από μακριά. Οι εκθέσεις της Τραπεζούντας ήσαν διεθνείς και προσέλκυαν εμπόρους και αγαθά από ολόκληρους τους κόσμους του Ισλάμ και των Ινδιών. Ακόμη πιο μακριά στην ενδοχώρα, σε μια πόλη όπως τα Ευχάιτα, ο Ιωάννης Μαυρόπους παρατηρεί ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων ερχόταν στον εορτασμό.202 Αναφέρει ότι ήταν η μεγάλη φήμη του ιερού του Αγίου Θεοδώρου και της πανήγυρης εκείνη που τα είχε μετατρέψει σε μεγάλη, ευημερούσα και πολυάνθρωπη πόλη,203 γεμάτη στοές και αγορές.204

Οι ευσεβείς από όλες τις τάξεις της κοινωνίας έκαναν πλούσια δώρα στους διαφόρους αγίους, σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι άγιοι. Έχει ήδη αναφερθεί η προσφορά του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Τον 11ο αιώνα ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια από τον Άγιο Νικόλαο, οπότε άφησε δώρα στην εκκλησία και έχτισε τείχος γύρω από την πόλη.205 Οι μεσαίες τάξεις ήσαν εξίσου προσκολλημένες στις λατρείες των αγίων. Ναυτικοί και ναυτιλλόμενοι έμποροι έταζαν σιτάρι και άλλα αντικείμενα από τα φορτία τους στους Αγίους Λάζαρο, Νικόλαο και Φωκά, αν τους φρουρούσαν κατά τη διάρκεια των επικίνδυνων θαλάσσιων ταξιδιών τους και τους επέτρεπαν να αποκομίσουν οικονομικά κέρδη από το εμπόριό τους.206 Έμποροι και τεχνίτες διέρχονται συνεχώς από τα ιερά αυτών των αγίων της Ανατολίας,207 όπως επίσης στρατιώτες, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και, φυσικά, οι φτωχοί αγρότες και κτηνοτρόφοι.208 Οι έμποροι και οι πλούσιες τάξεις δώριζαν γενναιόδωρα στους αγίους (μια ευημερούσα οικογένεια στα Μύρα έδινε 100 χρυσά νομίσματα ετησίως στον Άγιο Νικόλαο).209 Ο κοινός λαός έδινε λιγότερα. Στα θαύματα του Αγίου Θεοδώρου ένας στρατιώτης δωρίζει το σπαθί του, ένας αγρότης δίνει ένα βόδι και μια φτωχή γυναίκα εξοικονομεί ένα κοτόπουλο για τον άγιο.210 Δώρα τέτοιας φύσης έφερναν στον άγιο όχι μόνο κάτοικοι της πόλης του, αλλά πολύ συχνά χριστιανοί που ζούσαν σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας.211

Τα ιερά των αγίων, και μάλιστα η εκκλησία ως θεσμός, ήσαν στενά συνδεδεμένα με την οικονομική ζωή των επαρχιών, είτε ως ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων και φέουδων, είτε ως αποδέκτες σημαντικού πλούτου σε μετρητά και είδος, ή ως χορηγοί των μεγάλων πανηγύρεων.212 Η παρουσία σε μια πόλη του ιερού ενός αγίου, του επισκόπου και του προσωπικού του, ήταν πολύ σημαντική για οποιαδήποτε περιοχή εγκατεστημένων.

Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι από τον 7ο αιώνα μέχρι την ίδρυση των κοινοβιακών θεσμών του όρους Άθως, η Μικρά Ασία ήταν επίσης η βασική μοναστική επαρχία της αυτοκρατορίας, με τα μοναστηριακά ιδρύματα και τις παραδόσεις της Ανατολίας να χρονολογούνται από τον Άγιο Βασίλειο της Καισαρείας και την εκ μέρους του σύσταση μοναστηριού στους Ανεσούς. Οι περιοχές της Χαλκηδόνος, το όρος Αυξέντιος, καθώς και ολόκληρο το θέμα Οψίκιον, ήσαν σημαντικά μοναστηριακά κέντρα. Το όρος Όλυμπος, η Προύσα, η Νίκαια και ολόκληρη η ακτή της Προποντίδας ήσαν κυριολεκτικά διάσπαρτες με τέτοιες εγκαταστάσεις. Στον νότο, το όρος Γαλήσιον, κοντά στην Έφεσο, και ο Λάτμος, κοντά στη Μίλητο, ήσαν σκηνές έντονης μοναστηριακής ζωής. Στην περιοχή του Ικονίου, στο σημερινό Καρά Νταγ, οι μοναστηριακές κοινότητες άνθιζαν μέχρι τις εισβολές των Σελτζούκων.213 Η επισκοπή του Αγίου Προκοπίου (Ουργκούπ) ήταν το κέντρο των διάσημων μοναστηριών τρωγλοδυτών, ενώ στην Τραπεζούντα και στα περίχωρα βρίσκονταν τα διάσημα μοναστήρια του Αγίου Ευγενίου, του Βαζελώνος και της Σουμελά. Πολλά από αυτά τα μοναστήρια υπήρχαν για αιώνες όταν έφταναν οι Σελτζούκοι για πρώτη φορά στην Ανατολία, ενώ πολλά άλλα ιδρύθηκαν από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα. Την εποχή των τουρκικών εισβολών τα μοναστήρια άκμαζαν.214

Εθνογραφία

Ίσως τα πιο ενδιαφέροντα και σίγουρα τα πιο μπερδεμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιστορικός της βυζαντινής Ανατολίας είναι αυτά που έχουν να κάνουν με τις γλώσσες, τις θρησκείες και τις εθνοτικές ομάδες της χερσονήσου σε διάφορες χρονικές στιγμές. Έχει υπάρξει σημαντική συζήτηση, διαμάχη και διαφωνία και για τα τρία αυτά θέματα σχετικά με τους κατοίκους της βυζαντινής Μικράς Ασίας τον 11ο αιώνα. Μερικοί μελετητές υποστήριξαν ότι ο βυζαντινός πληθυσμός της Ανατολίας ήταν ελαφρώς και επιφανειακά εξελληνισμένος και, στην πραγματικότητα, ήταν αδιάφορος για τη γλώσσα, την εκκλησία και την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.215 Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι ο πληθυσμός της χερσονήσου τον 11ο αιώνα ήταν ο ίδιος που είχε κατοικήσει στην Ανατολία από την εποχή των Χετταίων.216 Όμως από την άποψη της γλώσσας και της θρησκείας, των κύριων στοιχείων διάκρισης στον πολιτισμό της Ανατολίας του 11ου αιώνα, λίγα υπάρχουν που θα μπορούσαν να δώσουν βάρος σε αυτές τις υποθέσεις. Η κυρίαρχη γλώσσα της δυτικής, κεντρικής και ανατολικής Ανατολίας μέχρι τα όρια της Καππαδοκίας ήταν η ελληνική, και η κυρίαρχη θρησκεία ήταν αυτή της ελληνικής ή βυζαντινής εκκλησίας. Στις περιοχές της Ανατολίας ανατολικά της Καππαδοκίας, αυτό το ελληνικό στοιχείο, παρόλο που υπήρχε, ήταν πολύ ασθενές σε σύγκριση με τα μη ελληνικά στοιχεία. Ωστόσο, η Ανατολία δεν είχε πάντοτε αυτόν τον κυρίως ελληνικό χαρακτήρα. Η πραγματική διαδικασία μέσω της οποίας κυριάρχησε η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός Χριστιανισμός ήταν μακρά και δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.

Η διαδικασία εξελληνισμού από την άποψη της γλώσσας και του πολιτισμού είχε αρχίσει αιώνες πριν από την προχριστιανική εποχή και συνεχιζόταν πολύ αργότερα. Η γλωσσική κατάσταση της προ-ελληνικής Ανατολίας, ή μάλλον της Ανατολίας κατά την πρώτη χιλιετία της προχριστιανικής εποχής, έχει συγκριθεί με εκείνη του Καυκάσου στα επόμενα χρόνια ως «τόπος συνάντησης πλήθους άσχετων γλωσσών».217 Είχε φιλοξενήσει Ουραρτού, Χετταίους, Φρύγες, Λυδούς, Λύκιους, Κάρες, Καππαδόκες, Ισαύρους, Αρμένιους, Κούρδους, Έλληνες, Εβραίους, Κιμμέριους και Πέρσες, για να κατονομάσουμε μόνο τις πιο γνωστές εθνοτικές ομάδες. Αυτοί οι λαοί έφερναν τις δικές τους γλώσσες, για τις περισσότερες από τις οποίες διασώζονται απομεινάρια, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αρκούν για να επιτρέψουν την ταξινόμηση των γλωσσών.218 Η πλειονότητα των ανθρώπων στη δυτική Ανατολία φαίνεται ότι προέρχονταν από την Ευρώπη και τα νησιά του Αιγαίου, ενώ εκείνοι στην ανατολική Ανατολία προφανώς προέρχονταν τόσο από την Ευρώπη όσο και από την Ασία.

Από όλες τις γλώσσες και τους πολιτισμούς της προ-χριστιανικής Ανατολίας, εκείνη των Ελλήνων ήταν που εμφανιζόταν ως η πιο δυναμική. Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν στις ακτές της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο, προφανώς για εμπορικούς σκοπούς.219 Μέχρι το 800 π.Χ. οι Αιολείς, οι Ίωνες και οι Δωριείς είχαν ιδρύσει αποικίες κατά μήκος της δυτικής ακτής σε μεγάλο αριθμό, και αυτές με τη σειρά τους αποίκισαν τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό το δεύτερο κύμα εποικισμού ήταν μοιραίο όχι μόνο για τις παράκτιες περιοχές αλλά μακροπρόθεσμα και για την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, καθώς αποτέλεσε τη βάση μιας τεράστιας διαδικασίας εξελληνισμού, η οποία θα συνεχιζόταν ακόμη και μέχρι τη βυζαντινή εποχή. Είναι ενδιαφέρον ότι η πρόοδος της εξελληνισμού σε αυτό το πρώιμο στάδιο κατά μια έννοια εξαρτιόταν λιγότερο από τον αριθμό των εποίκων, απ’ όσο από τις συνέπειες της οικονομικής και πολιτιστικής ανωτερότητας που ανέπτυσσαν αυτοί οι μετανάστες στην Ανατολία. Η επιρροή τους κατά την κλασική περίοδο επικεντρωνόταν στην παράκτια περιοχή, γιατί η γεωγραφική φύση της Ανατολίας, σε συνδυασμό με την περσική κυριαρχία στο υψίπεδο, περιόριζε τον εξελληνισμό στις παραθαλάσσιες περιοχές.220

Η διείσδυση της ελληνικής πολιτιστικής επιρροής στην ενδοχώρα συνεχιζόταν, αν και με αργό ρυθμό, στην περίοδο από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα της προχριστιανικής εποχής. Οι Λυδοί ήσαν ιδιαίτερα δεκτικοί σε αυτόν τον πολιτισμό, όπως και οι δυναστείες του 4ου αιώνα της Καρίας και της Λυκίας, οι κάτοικοι της πεδιάδας της Κιλικίας και των περιοχών της Παφλαγονίας.221

Ύστερα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εγκατάσταση των Επιγόνων, ο ρυθμός εξελληνισμού επιταχύνθηκε πολύ και τώρα πια ο Ελληνισμός αποκτούσε το κύρος της πολιτικής κυριαρχίας και της αυτοκρατορίας. Οι Ελληνιστές μονάρχες ώθησαν τη διαδικασία μέσω της ίδρυσης ελληνικών πόλεων, ενώ οι πιο φιλόδοξοι του τοπικού πληθυσμού εύρισκαν τις επιθυμίες τους για πρόοδο ως κίνητρο για να μάθουν ελληνικά. Οι αυτόχθονες αστικοί οικισμοί και χωριά της Ανατολίας σε πολλά μέρη συνενώθηκαν, με δική τους πρωτοβουλία, για να σχηματίσουν πόλεις με τον ελληνικό τρόπο. Οι Ατταλίδες δραστηριοποιούνταν στην προώθηση ελληνικών πόλεων στη Δυτική Μικρά Ασία. Οι τοπικοί βασιλείς της Ελληνιστικής Ανατολίας υιοθετούσαν τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα τους και προσπαθούσαν να μιμηθούν άλλες πολιτιστικές μορφές.222 Ο εξελληνισμός σημείωνε τη μεγάλη του πρόοδο στις πόλεις, ενώ η διαδικασία ήταν συχνά συνώνυμη με την αστικοποίηση. Αντίθετα, οι αγροτικές περιοχές επηρεάζονταν πολύ λιγότερο και διατηρούσαν περισσότερο τον προελληνικό πολιτισμό, όπως αντικατοπτρίζεται στις γλώσσες και τις θρησκευτικές πρακτικές.223 Η αστικοποίηση συνεχίστηκε υπό τους Ρωμαίους, έτσι ώστε κατά μια έννοια η Ρώμη συντηρούσε τις παραδόσεις εξελληνισμού στη χερσόνησο.224 Ο γεωγράφος Στράβων, κάτοικος ο ίδιος μιας από αυτές τις εξελληνισμένες πόλεις της Ανατολίας (Αμάσεια), σχολιάζει τον εξελληνισμό παρατηρώντας ότι τα λυδικά δεν ομιλούνταν πια στη Λυδία (αν και επέζησαν για λίγο μεταξύ των απομονωμένων Κιβυρατών), ενώ υπονοεί ότι τα καρικά βρίσκονταν στη διαδικασία του θανάτου,225 καθώς η γλώσσα έχει αποκτήσει μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων.226 Ο βαθμός στον οποίο ο Ελληνισμός είχε διεισδύσει στις κωμοπόλεις και πόλεις μεγάλων τμημάτων της Ανατολίας αντικατοπτρίζεται στον σχετικά μεγάλο αριθμό ανθρώπων των γραμμάτων που εμφανίστηκαν εκεί την ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή.227 Όμως η λογοτεχνική πτυχή του ελληνικού πολιτισμού ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικό φαινόμενο και μολονότι η παρουσία της δείχνει τον βαθμό στον οποίο πολλές από τις πόλεις και κωμοπόλεις είχαν εξελληνιστεί, δεν αντανακλά καθόλου την κατάσταση στις αγροτικές περιοχές. Παρόλο που η ελληνική ήταν η επίσημη καθώς και η λογοτεχνική γλώσσα, δεν είχε κατακτήσει ακόμη την ύπαιθρο.

Ο βραδύτερος ρυθμός εξελληνισμού της αγροτικής Μικράς Ασίας αντικατοπτρίζεται στην επιβίωση ορισμένων από τις γλώσσες της «Ανατολίας» μέχρι και τον 6ο αιώνα της χριστιανικής εποχής, αν και ακόμη και εδώ ελληνική πολιτιστική επιρροή ενός τύπου παρατηρείται στις αγροτικές περιοχές και στις γλώσσες τους.228 Μια μελέτη της επιβίωσης (fortleben) αυτών των γλωσσών της Ανατολίας (δεν ασχολούμαστε εδώ με τα αρμενικά, τα γεωργιανά, τα κουρδικά) δείχνει τη χαμένη φύση της μάχης που έδωσαν ενάντια στην πρόοδο των ελληνικών. Η φύση των πηγών και η αρχαΐζουσα χρήση εθνοτικών επιθέτων καθιστούν συχνά δύσκολο να εξακριβωθεί αν ένας γλωσσικός ή εθνοτικός όρος χρησιμοποιείται καθαρά γεωγραφικά και όχι πολιτιστικά. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία προφανώς γεωγραφικών όρων ως δηλωτικών εθνικών ομάδων υπήρξε περισσότερο επιβλαβής παρά χρήσιμη.

Μία από τις πιο γνωστές περιπτώσεις γλωσσικής συνέχειας είναι αυτή της γλώσσας που μιλούσαν οι Ίσαυροι, οι οποίοι έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου του 5ου αιώνα και η γλώσσα των οποίων φαίνεται να ομιλούνταν ακόμη μέχρι τον 6ο αιώνα.229 Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα καππαδοκικά ήσαν ακόμη γνωστά και ομιλούνταν τον 4ο αιώνα, τα γοτθικά τον 4ο αιώνα και τα φρυγικά τουλάχιστον τον 3ο αιώνα.230 Αλλά αυτές οι γλώσσες ήσαν, ως επί το πλείστον, νεκρές ή ετοιμοθάνατες κατά τον 6ο αιώνα της χριστιανικής εποχής.231 Από αυτές τις γλώσσες που ομιλούνταν στην Ανατολία, τα νεοφρυγικά έχουν κερδίσει τη μεγαλύτερη επιστημονική προσοχή, επειδή διασώζονται νεοφρυγικές επιγραφές. Εκείνοι που έχουν προτείνει μια πιο ζωντανή συνέχεια αυτών των ανατολικών γλωσσών στη δυτική Μικρά Ασία κατά τη Βυζαντινή περίοδο, έχουν επικεντρωθεί στην περίπτωση των νεοφρυγικών. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν προσκομιστεί για να στηρίξουν το ερώτημα είναι οι εκκλησιαστικές ιστορίες του Σωκράτη [Σχολαστικού] και του Σωζομένου, τα περιεχόμενα των οποίων αναφέρονται σε γεγονότα του 5ου αιώνα. Ο Holl (και εκείνοι που τον έχουν ακολουθήσει) έχει συμπεράνει από δύο αποσπάσματα σε αυτά τα κείμενα, ότι τα φρυγικά ήταν ομιλούμενη και κατανοητή γλώσσα ακόμη και μέχρι τον 5ο αιώνα.232 Ας δούμε λοιπόν αυτά τα δύο κείμενα, στα οποία βασίστηκαν τόσοι μελετητές.

Ο Σωκράτης Σχολαστικός αναφέρει ότι επίσκοπος των Γότθων στη Μικρά Ασία, κάποιος Σεληνάς, ήταν γιος από μικτό γάμο:

Ήταν Γότθος από τον πατέρα του και Φρύγης από τη μητέρα του. Και γι’ αυτό δίδασκε με ευκολία και στις δύο γλώσσες στην εκκλησία.233

Γότθος μὲν ἦν ἐκ πατρός. Φρὺξ δὲ κατὰ μητέρα, καὶ διὰ τοῦτο ἀμφοτέραις ταῖς διαλέκτοις ἑτοίμως κατὰ τὴν ἐκκλησίαν ἐδίδασκε.

Αυτό το απόσπασμα έχει ερμηνευτεί να σημαίνει ότι ο Σεληνάς απευθυνόταν στο εκκλησίασμά του τόσο στα γοτθικά όσο και στα φρυγικά. Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι η έννοια του «ἀμφοτέραις ταῖς διαλέκτοις», δηλαδή «και στις δύο γλώσσες». Μήπως αυτό σημαίνει ότι πραγματικά μιλούσε τόσο γοτθικά όσο και φρυγικά; Ή μήπως η λέξη «φρυγικά» στο κείμενο αναφέρεται απλώς στο γεγονός ότι η μητέρα του ήταν από την περιοχή της Φρυγίας; Εδώ πάλι, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με αρχαϊκή χρήση ενός όρου που δεν αναφέρεται σε τίποτε περισσότερο από γεωγραφική περιοχή. Η δεύτερη γλώσσα στην οποία αναφέρεται είναι πιθανώς ελληνική. Το γεγονός ότι έτσι είναι και ότι το απόσπασμα δεν έχει καμία σχέση με τη φρυγική γλώσσα, προκύπτει από το παράλληλο κείμενο του Σωζομένου, το οποίο είναι πολύ πιο σαφές ως προς το ποια ήταν αυτή η δεύτερη γλώσσα του Σεληνά. Ο Σωζόμενος αφηγείται ότι ο Σεληνάς μπορούσε να κάνει κηρύγματα

όχι μόνο στην εθνική τους γλώσσα [γοτθική], αλλά και σε εκείνη των Ελλήνων. 234

καὶ ἐπὶ ἐκκλησίας ἱκανῷ διδάσκειν, οὐ μόνον κατὰ τὴν πάτριον αὐτῶν φωνήν, ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν Ἑλλήνων.

Και τα δύο κείμενα δείχνουν τα ακόλουθα: Οι Γότθοι, που εγκαταστάθηκαν στη Φρυγία τον 4ο αιώνα, διατηρούσαν ακόμη την εθνική τους γλώσσα τον 5ο, και έτσι ο Σεληνάς, ο επίσκοπός τους, συχνά τους απευθυνόταν στα γοτθικά. Όμως, καθώς η μητέρα του ήταν μη Γότθα, κάτοικος της περιοχής της Φρυγίας, εκείνος μπορούσε να μιλάει και ελληνικά, καθώς οι κάτοικοι της Φρυγίας είχαν εξελληνιστεί στην ομιλία τους. Έτσι χρησιμοποιούσε και τις δύο γλώσσες, ελληνικά και γοτθικά. Αυτό λοιπόν το απόσπασμα δεν αποδεικνύει τη σθεναρή επιβίωση των φρυγικών τον 5ο αιώνα. Αντίθετα, δείχνει τη διαδικασία εξελληνισμού στην εργασία μεταξύ των Γότθων, μέσω μικτών γάμων και θρησκείας.235

Υπάρχει επίσης το ζήτημα του σώματος των νεοφρυγικών επιγραφών. Αυτά είναι τα τελευταία κείμενα των γλωσσών της Ανατολίας (3ος αιώνας της χριστιανικής εποχής), που έχουν διασωθεί. Από το 1956 ο γνωστός και δημοσιευμένος αριθμός τέτοιων επιγραφών ήταν ένα στρογγυλό 100,236 και όλες σχεδόν χρονολογούνται στον 3ο αιώνα.237 Ποια είναι η σημασία αυτού του υλικού; Θα δικαιολογούσε άραγε την πρόταση ότι τα νεοφρυγικά υπέστησαν αναγέννηση και ότι ήταν η ζωντανή γλώσσα των ανθρώπων σε μια περιορισμένη περιοχή της Ανατολίας; Η πλειονότητα αυτών των επιγραφών περιέχει τα επιτάφια επιγράμματα και τα ονόματα στα ελληνικά, με κατάρα για εκείνον που θα παραβίαζε τον τάφο, γραμμένη στα φρυγικά. Αν και πολύ λίγα από τα επιτάφια επιγράμματα είναι στα φρυγικά, είναι συνήθως στα ελληνικά, ενώ και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιείται το ελληνικό αλφάβητο της περιόδου. Οι ίδιες οι κατάρες φαίνεται να διατυπώνονται άκαμπτα, με μικρή παραλλαγή.238 Έτσι, τα νεοφρυγικά διασώζονται σε αυτά τα μνημεία του 3ου αιώνα, ως επί το πλείστον σε σταθερές τελετουργικές, τυπικές κατάρες. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να πειστεί ότι τα φρυγικά υπήρχαν ως ζωτική ζωντανή γλώσσα μεταξύ των ανθρώπων. Ο Ουίλιαμ Κάλντερ (W. M. Calder), ο κύριος μελετητής αυτών των επιγραφών, δήλωσε σε κάποιο σημείο ότι αυτές οι επιγραφές «αντιπροσωπεύουν μια τεχνητή αναβίωση της επιγραφικής χρήσης της φρυγικής γλώσσας από την Tekmoreian Society».239 Η ισχυρή επιρροή της ελληνικής είναι εμφανής σε αυτές τις επιγραφές. Εκτός από το αλφάβητο, υπάρχει το γεγονός ότι τα περισσότερα επιτάφια επιγράμματα είναι στα ελληνικά, όπως και τα περισσότερα ονόματα. Αν και ο αριθμός αυτών των νεοφρυγικών επιγραφών είναι από μόνος του σημαντικός (100), θα πρέπει να έχουμε κατά νου το γεγονός ότι μόνο στην ανατολική Φρυγία έχουν βρεθεί περίπου 1.076 επιγραφές. Από αυτές, οι 18 είναι στα λατινικά, 38 στα νεοφρυγικά (ή ελληνικά και φρυγικά) και 1.020 στα ελληνικά.240 Σίγουρα κάποια γνώση των νεοφρυγικών υπήρχε στα μέσα του 3ου αιώνα. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις για τον ισχυρισμό ότι αναζωογονήθηκαν τεχνητά και ότι πιθανότατα τα ελληνικά, ήδη από τον 3ο αιώνα, είχαν επιβληθεί αποφασιστικά στη Φρυγία.241

Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι τον 6ο αιώνα η ελληνική γλώσσα είχε πια θριαμβεύσει επί των διαφόρων γηγενών γλωσσών της δυτικής και κεντρικής Ανατολίας (στις περιοχές της Καππαδοκίας).242 Τουλάχιστον αναφορές σε αυτές τις πρώτες γλώσσες, στο μέτρο που ήταν δυνατόν να εξακριβωθούν, λείπουν από τις πηγές. Είναι όμως αλήθεια ότι στα ανατολικά τμήματα της Ανατολίας, τα αρμενικά, τα συριακά, τα κουρδικά, τα γεωργιανά, τα αραβικά, και πιθανώς τα λαζικά όχι μόνο επιβίωναν, αλλά τα μιλούσε η συντριπτική πλειοψηφία. Πολιτικοί παράγοντες στη βυζαντινή περίοδο συνέβαλαν στη νίκη της γλώσσας της αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με τη Βαλκανική χερσόνησο, η οποία από τον 6ο αιώνα και ακόμη νωρίτερα, δέχθηκε μεγάλο αριθμό μεταναστεύσεων και εγκαταστάσεων, η Μικρά Ασία προστατευόταν από τόσο μεγάλες εθνοτικές κινήσεις λαών που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει το γλωσσικό πρότυπο, μέχρι τις μεταναστεύσεις των Τούρκων τον 11ο αιώνα.243 Ίσως αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι υπήρχε ένα σχετικά ισχυρό και οργανωμένο κράτος στα ανατολικά, πρώτα η μοναρχία των Σασσανιδών και αργότερα το χαλιφάτο, κι έτσι η Ανατολία είχε κάποιου είδους προφυλακτήρα απέναντι στους λαούς της Κεντρικής Ασίας.

Αν και δεν υπήρξαν μεγάλες μεταναστεύσεις νέων λαών στην Ανατολία από την Ανατολή, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες με την πάροδο των αιώνων εισήγαγαν σε πολλές περιπτώσεις μη-ελληνικούς, αλλά και ελληνικούς, πληθυσμούς στις επαρχίες τους της Ανατολίας.244 Οι λόγοι αυτής της μεταφύτευσης λαών συνδέονταν στενά με την κρατική πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ξένοι που έφερναν στην Ανατολία προκαλούσαν προβλήματα στην αυτοκρατορία σε άλλες επαρχίες. Ως εκ τούτου, απομακρύνονταν από το οικείο σε αυτούς κοινωνικό και εθνοτικό περιβάλλον, τοποθετούνταν σε ένα παράξενο και υποβάλλονταν σε εξελληνισμό (συχνά έμμεσα) και σε εκχριστιανισμό (ή στην περίπτωση αιρετικών, στην Ορθοδοξία). Σε άλλες περιπτώσεις οι μετακινούμενοι πληθυσμοί μεταφέρονταν για στρατιωτικούς σκοπούς ή ήσαν χριστιανοί που διέφευγαν από τις κατακτήσεις των Αράβων. Με αυτόν τον τρόπο οι Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Φρυγία τον 4ο αιώνα, οι Ελληνοκύπριοι μεταφέρθηκαν στην Κύζικο από τον Ιουστινιανό Β’245 και οι Μαρδαΐτες στάλθηκαν στην Αττάλεια.246 Παρομοίως, περίεργες ομάδες Αρμενίων στρατιωτών τοποθετήθηκαν σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας. Ο Κωνσταντίνος Ε’ εγκατέστησε μια ομάδα στα ανατολικά σύνορα,247 ενώ η Πέργαμος του 7ου αιώνα είχε πιθανότατα αρμενική αποικία,248 αλλά ο αυτοκράτορας Φιλιππικός (711-713) απέλασε σημαντικό αριθμό Αρμενίων από τη βυζαντινή Ανατολία, αναγκάζοντάς τους να εγκατασταθούν στη Μελιτηνή και την Τέταρτη Αρμενία.249

Οι οικισμοί Αρμενίων ήσαν πολυάριθμοι στις ανατολικότερες περιοχές της βυζαντινής Ανατολίας, όπως και στις περιοχές της Κολώνειας και της Νεοκαισάρειας, όπου κατά το τελευταίο μέρος του 7ου αιώνα πρέπει να υπήρχαν σε σημαντικούς αριθμούς.250 Πιθανότατα είχαν επίσης εγκατασταθεί αρκετοί Αρμένιοι στρατιώτες στο θέμα Αρμενιακών,251 ενώ ήταν συνηθισμένο να τοποθετούνται αρμενικά στρατεύματα σε διάφορα μέρη της δυτικής Ανατολίας. Σε εκστρατεία εναντίον των Αράβων της Κρήτης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’, συγκεντρώθηκαν 500 Αρμένιοι από το Πλατάνιον στο θέμα Αρμενιακών και 500 ακόμη από την Πριήνη.252 Υπό τον Κωνσταντίνο Ζ’, τα τάγματα της Ανατολής ενισχύθηκαν για μια άλλη κρητική εκστρατεία με την προσθήκη 1.000 Αρμενίων στρατιωτών,253 ενώ 600 Αρμένιοι (πιθανώς εκείνοι της Πριήνης) έπρεπε να φρουρούν τις ακτές του θέματος Θρακησίων.254 Όλες όμως αυτές οι αναφορές αφορούν διασκορπισμένα στρατεύματα, που έχουν τοποθετηθεί στις ακτές της δυτικής Ανατολίας ή στα ανατολικά σύνορα για να πολεμήσουν τους μουσουλμάνους. Το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης κλίμακας μεταφύτευσης Αρμενίων από την πατρίδα τους από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα, φαίνεται να έχει γίνει στις ευρωπαϊκές επαρχίες.255

Άλλες ομάδες στάλθηκαν στην Ανατολία, όπως οι αρκετές χιλιάδες Πέρσες στρατιώτες που λιποτάκτησαν στο Βυζάντιο το 834 και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν σε όλη τη Μικρά Ασία.256 Κατά τη διάρκεια του 7ου και του 8ου αιώνα οι αυτοκράτορες μεταφύτευσαν σημαντικούς αριθμούς Σλάβων στη βορειοδυτικότερη γωνία της χερσονήσου.257 Υπάρχουν αναφορές για την παρουσία Σλάβων τον 7ο, 8ο, 9ο και 10ο αιώνα. Η πρώτη τέτοια αναφορά φαίνεται να είναι οι 5.000 Σλάβοι που λιποτάκτησαν στους Άραβες εισβολείς της Ανατολίας το 665.258 Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το 688, ο Ιουστινιανός Β’ έστειλε στο θέμα Οψίκιον τους Σλάβους, τους οποίους είχε συλλάβει αιχμαλώτους στην Ευρώπη,259 ενώ το 692 κατάφερε να συγκεντρώσει ανάμεσά τους στρατιωτική δύναμη 30.000 ανδρών. Όταν όμως βάδισε εναντίον των Αράβων με τα στρατεύματά του, 20.000 από αυτούς τους Σλάβους λιποτάκτησαν στον εχθρό. Ο Ιουστινιανός εξοργίστηκε τόσο πολύ, που κατά την επιστροφή του σκότωσε τους υπόλοιπους Σλάβους με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στη Λευκάτη, στον κόλπο της Νικομήδειας.260Ο μεγαλύτερος σλαβικός ή βουλγαρικός-σλαβικός αποικισμός στη Μικρά Ασία φαίνεται ότι συνέβη τον 8ο αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ε’ πολλοί Σλάβοι εγκατέλειψαν τα Βαλκάνια και τους επετράπη να εγκατασταθούν στην περιοχή του ποταμού Ατάρνα, όχι μακριά από τον Βόσπορο. Ο Νικηφόρος αναφέρει ότι ο αριθμός τους ήταν 208.000.261Αν και αυτός ο αριθμός είναι αναμφίβολα υπερβολικός όπως συνηθίζουν οι μεσαιωνικοί χρονικογράφοι, ωστόσο, ακόμη και αν δεχτούμε την υπερβολή, αυτή πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη εγκατάσταση Σλάβων στη Μικρά Ασία.262

Οι Σλάβοι θεωρούνταν ακόμη ως εθνοτική ομάδα σε αυτήν τη βορειοδυτική γωνία της Ανατολίας τον 9ο αιώνα, όπως καταγράφεται στους Συνεχιστές Θεοφάνη.263 Αυτές είναι οι τελευταίες αναφορές σε μεγάλες εγκαταστάσεις Σλάβων στην Ανατολία πριν από τις τουρκικές εισβολές. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει την παρουσία Σθλαβεσιανών στο θέμα Οψίκιον τον 10ο αιώνα,264 γιατί την εποχή της βασιλείας του έδωσαν 220 άνδρες για την εκστρατεία στην Κρήτη.265 Ο αριθμός τους είναι συγκριτικά μικρός όπως αποκαλύπτεται σε αυτό το κείμενο, γιατί διέθεσαν πολύ μικρότερο αριθμό στρατιωτών από τους Αρμένιους στη δυτική Ανατολία. Ύστερα από αυτό δεν αναφέρεται πια η παρουσία τους και είναι πολύ πιθανό ότι εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν.266

Μια ομάδα για την οποία λίγα συγκριτικά είναι γνωστά, αλλά που είχε αναμφίβολα εμπορική σημασία στην Ανατολία, ήταν εκείνη των Εβραίων. Την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Διασπορά των Εβραίων είχε ως αποτέλεσμα εβραϊκή εγκατάσταση σε περισσότερες από εξήντα πόλεις και κωμοπόλεις της Ανατολίας.267 Από τον 7ο μέχρι τον 11ο αιώνα υπάρχουν αναφορές σε Εβραίους στη Νίκαια (10ος αιώνας), στην Άβυδο (1096), στις Πύλες (11ος αιώνας), στην Έφεσο (11ος αιώνας), στη Μασταύρα στις περιοχές του Μαιάνδρου (11ος αιώνας), στο Αμόριον (9ος αιώνας), στην Καππαδοκία (7ος αιώνας), στη Νεοκαισάρεια (8ος αιώνας), και στην παραμεθόρια πόλη της Ζαπέτρας (9ος αιώνας). Πέντε ακόμη πόλεις της Ανατολίας αναφέρονται ως έχουσες οικισμούς Εβραίων κατά τον 12ο και στις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ είναι πιθανό ότι οι Εβραίοι ζούσαν σε μερικές από αυτές τις πόλεις από ακόμη νωρίτερα. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Χωνές (περ. 1150), ο Στρόβιλος (11ος αιώνας), η Σελεύκεια (1137), η Τραπεζούς (1180) και η Γάγγρα (1207).268 Η αναφορά σε Εβραίους σε αυτές τις πόλεις της Ανατολής είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα όταν αναλογίζεται κανείς την κωνσταντινουπολίτικη φύση των βυζαντινών πηγών. Είναι πολύ πιθανό ότι υπήρχαν πολλές άλλες τέτοιες πόλεις, αλλά απλώς δεν έχουν αναφερθεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρέπει να ήσαν σε άμεση γραμμή καταγωγής από τις κοινότητες που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της Διασποράς, αν και αρκετές αφίξεις πιθανώς εισήλθαν στην αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 10ου αιώνα, μετά τη βυζαντινή επέκταση στα ανατολικά και τις θρησκευτικές διώξεις του χαλίφη αλ-Χακίμ του 11ου αιώνα.269 Αυτοί οι Εβραίοι τοποθετήθηκαν κυρίως στις πόλεις κατά μήκος των μεγάλων δρόμων της Ανατολίας από τους οποίους περνούσε το εμπόριο της αυτοκρατορίας, και είναι σαφές ότι ασχολούνταν ενεργά με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ως προς τον αριθμό τους.270

Η πρακτική εγκατάστασης ξένων στρατιωτικών δυνάμεων (Μαρδαϊτών, Σλάβων, Αρμενίων και Περσών από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα) στην Ανατολία όχι μόνο συνεχίστηκε τον 10ο και τον 11ο αιώνα, αλλά αυξανόταν η εθνοτική ποικιλία των στρατιωτών που εγκαθίσταντο. Δεν είναι όμως πάντοτε σαφές, αν αυτές οι ομάδες του 10ου και του 11ου αιώνα εγκαθίσταντο μόνιμα σε μια περιοχή ή στάθμευαν απλώς προσωρινά στην Ανατολία κατά την περίοδο της στρατιωτικής τους θητείας. Στρατιωτικά σώματα των Ρως στάλθηκαν στις περιοχές της Τραπεζούντας την εποχή της βασιλείας του Ρωμανού Α’,271 ενώ στα μέσα του 11ου αιώνα ένα τάγμα Ρως είχε τα χειμερινά του καταλύματα στη βορειοανατολική Ανατολία, όπως και δύο τάγματα Φράγκων.272 Τα έγγραφα του 11ου αιώνα καταγράφουν εκπληκτική ποικιλία εθνοτικών στρατιωτικών ομάδων στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας: Ρώσων, Σκανδιναβών (Κούλπινγκ), Άγγλων, Νορμανδών, Γερμανών, Βουλγάρων, Σαρακηνών, Γεωργιανών, Αρμενίων, Αλβανών, Σκανδιναβών και άλλων.273 Είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθούν οι αριθμοί αυτών των ομάδων, η τοποθεσία τους και αν ήσαν μόνιμοι ή προσωρινοί έποικοι.

Όμως οι ανατολικές περιοχές της βυζαντινής Ανατολίας ήσαν εκείνες που περιλάμβαναν την πλειονότητα των μη ελληνικών πληθυσμών: Κούρδων, Γεωργιανών, Λαζών, Σύριων και Αρμένιων. Η ανατολική επέκταση του 10ου και 11ου αιώνα ενσωμάτωσε περιοχές στην αυτοκρατορία που ήσαν μη ελληνικές στη γλώσσα και μη-Χαλκηδόνιες στο θρήσκευμα. Οι Κούρδοι ήσαν πολυάριθμοι σε περιοχές όπως οι Άμιδα, Μαγιαφαρκίν, Χλιάτ, Μαντζικέρτ, Ερτζίς, καθώς και στις περιοχές στα βορειοανατολικά της λίμνης Βαν.274 Γεωργιανοί και Λαζοί υπήρχαν στις νοτιοανατολικές περιοχές της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Από αυτούς τους ανατολικούς λαούς στην Ανατολία του 11ου αιώνα, οι πιο σημαντικοί ήσαν οι Σύριοι και οι Αρμένιοι. Τον 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, σε προσπάθεια να αναζωογονήσει την πόλη της Μελιτηνής που είχε ενσωματωθεί ως αποτέλεσμα της βυζαντινής ανακατάκτησης πριν από χρόνια, ζήτησε από τον Σύριο Ιακωβίτη πατριάρχη να επανεποικίσει τις περιοχές Μελιτηνής και Χαναζίτ με Σύριους και να εγκαθιδρύσει την πατριαρχική του έδρα σε αυτήν την περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη μετανάστευση Συρίων Ιακωβιτών σε αυτές τις περιοχές. Έως τον 11ο αιώνα φαίνεται ότι είχαν φτάσει σε σημαντικούς αριθμούς και είχαν επισκοπές σε μεγάλο αριθμό ανατολικών και νοτιοανατολικών πόλεων: Ζάπετρα [Σωζόπετρα, Ντογάνσεχιρ], Τελ Πατρίκ, Simnadu, Σαρούγκ (Σουρούτς), Μαρντίν, Γερμανίκεια (Μαράς), Λακαμπίν (Λακάπη), Χισν Μανσούρ [Αντιγιαμάν], Γκούμπος, Γκαϊχάν-Μπαρίντ, Κλεισούρα, Μαγιαφαρκίν [Μαρτυρόπολις], Αραβησσός [Γκιούλσεχιρ], Μελιτηνή [Μαλάτυα], Ανάζαρβος, Ταρσός, Άμιδα [Ντιγιάρμπακιρ], Έδεσσα [Σανλιούρφα], Καϊσούμ [Τσακιρχουγιούκ], Νίσιβις [Νουσαϋμπίν], Τελ Αρσανίας, Κλαυδία, Χισν Ζιάντ, Καισάρεια (τουλάχιστον έως τον 12ο αιώνα αν όχι νωρίτερα), Σαμόσατα και Γκάργκαρ. Εξαπλώθηκαν τόσο βόρεια όσο η αρμενική πόλη του Ερζιντζάν, όπου κατείχαν ένα μοναστήρι. Ήσαν δραστήριοι στο εμπόριο της Ανατολίας, από το οποίο απέκτησαν σημαντικό πλούτο. Η ακτίνα των καραβανιών τους περιλάμβανε τα εδάφη των Τούρκων στην ανατολή και την ίδια την Κωνσταντινούπολη στη δύση. Ήσαν επίσης σημαντικοί ως γιατροί και στη μετάφραση των ελληνικών κειμένων.275

Όμως η πιο σημαντική κίνηση λαών στις επαρχίες Ανατολίας της αυτοκρατορίας ήταν εκείνη που έφερε μέσα τους Αρμένιους κατά τον 10ο και 11ο αιώνα. Αυτή η μεταφύτευση μεγάλου αριθμού Αρμενίων συνδέεται στενά με τη βυζαντινή ανατολική επέκταση και το κάπως μεταγενέστερο δυτικό κίνημα των Σελτζούκων. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο συγκλινουσών δυνάμεων, το Βυζάντιο προσάρτησε την Ταρόν (968), την Ταΐκ (1000), το Βασπουράκαν (1021), την Άνι (1045-46), το Καρς (1064). Η επέκταση του Βυζαντίου προς τα ανατολικά συνοδεύτηκε από μεγάλης κλίμακας μετανάστευση Αρμένιων ηγεμόνων, ευγενών και των ακολουθιών τους στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Υπήρχαν και στο παρελθόν οικισμοί Αρμενίων σε αυτές τις επαρχίες μεταξύ Τεφρικής και Μελιτηνής, ενώ ο Αρμενο-Βυζαντινός στρατηγός Μελίας είχε οργανώσει το νεοσυσταθέν θέμα Λυκανδού στις αρχές του 10ου αιώνα και το είχε αποικίσει με Αρμένιους. Ως αποτέλεσμα της βυζαντινής κατάκτησης της Κιλικίας και της βόρειας Συρίας, η κυβέρνηση έφερε μεγάλο αριθμό Αρμενίων αποίκων και στις δύο περιοχές.276 Οι νεότεροι μετανάστες συχνά τοποθετούνταν πάνω στο παλαιότερο στρώμα του αρμενικού πληθυσμού. Τον 10ο αιώνα η οικογένεια Ταρωνίτη έλαβε κτήματα στην Κελτζηνή.277 Η αριστοκρατία της Ταΐκ, μετά την απορρόφησή της, απέκτησε εδάφη στις Λάβακα, Αρνασάκιον και Μαστισαπά στο θέμα Αρμενιακών (επίσης στις Άνι, Τάις, Τσουρμερή).278 Το 1021 ο Βασίλειος Β’ μεταφύτευσε τον πληθυσμό της Φασιανής στη Χαλδία,279 και με την προσάρτηση του Βασπουράκαν πραγματοποιήθηκε σημαντική μετανάστευση Αρμενίων. Όταν ο Σεναχηρείμ-Ιωάννης και ο γιος του Δαβίδ έλαβαν ιδιοκτησίες γης σε Σεβάστεια, Λάρισα, Άβαρα, Καισάρεια, Τζαμανδό και Γαβαδονία στο θέμα Καππαδοκίας, συνοδεύονταν από 14.000 άνδρες (και πιθανώς από τις οικογένειές τους).280 Το 1045-46 ο Γρηγόριος Μπαλαβούνι αντάλλαξε τα εδάφη του με κτήματα στην επαρχία της βυζαντινής Μεσοποταμίας281 και την ίδια χρονιά ο Γκαγκίκ [Β’] της Άνι εγκατέλειψε το βασίλειό του και εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορία, αποκτώντας κτήματα στα θέματα Καππαδοκίας, Λυκανδού και Χαρσιανών.282 Τέλος το 1064 ο Γκαγκίκ-Αμπάς του Καρς έλαβε εδάφη στην Τζαμανδό, τη Λάρισα, την Αμάσεια και τα Κόμανα.283 Αν και μεταναστεύσεις μεγάλης κλίμακας αναφέρονται συγκεκριμένα σε δύο μόνο περιπτώσεις, πρέπει να υποτεθεί ότι όλοι αυτοί οι ηγεμόνες και ευγενείς συνοδεύονταν από σημαντικό αριθμό οπαδών. Τόσο εκτεταμένος ήταν ο αριθμός των Αρμενίων σε αυτήν τη διασπορά, που μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα υπήρχαν τρία αρμενικά στρατιωτικά σώματα που στάθμευαν στις πόλεις της Σεβάστειας, της Μελιτηνής και της Τεφρικής.284 Μία από τις κύριες βυζαντινές πηγές του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, σχολιάζει:

…κατά των αιρετικών, εκ των οποίων στην Ιβηρία, τη Μεσοποταμία, τη Λυκανδό, τη Μελιτηνή και τα γειτονικά μέρη κατοικούν οι Αρμένιοι…285

…κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἳ τὴν Ἰβηρίαν καὶ Μεσοποταμίαν καὶ ἄχρι Λυκανδοῦ καὶ Μελιτηνῆς καὶ τῶν παρακειμένων οἰκοῦσιν Ἀρμένιοι…

Ο Μιχαήλ Σύριος το επιβεβαιώνει, παρατηρώντας ότι μόλις εγκαταστάθηκε ο Σεναχηρείμ-Ιωάννης στη Σεβάστεια, οι Αρμένιοι «εξαπλώθηκαν σε όλη την Καππαδοκία, την Κιλικία και τη Συρία». 286

Θρησκεία

Εξίσου σημαντική με την εθνοτική διαμόρφωση της Ανατολίας του 11ου αιώνα και, από μια άποψη, πιο δύσκολη να αναπαραχθεί, είναι η εικόνα της χερσονήσου από την άποψη της θρησκείας και των αιρέσεων. Η ιστορία της Βυζαντινής Εκκλησίας στην Ανατολία καθώς και μια ολοκληρωμένη ιστορία των αιρέσεων της Ανατολίας και της σημασία τους αναμένουν ακόμη να γραφτούν. Παραδόξως η Ανατολία ήταν ταυτόχρονα η δύναμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την περίοδο μεταξύ 7ου και 11ου αιώνα, καθώς επίσης και η φωλιά αριθμού μικρότερων και μεγαλύτερων αιρέσεων. Η Ελληνική Εκκλησία της ιστορίας είναι κατά κάποιον τρόπο η εκκλησία της Μικράς Ασίας.287

Ο Χριστιανισμός, τον οποίο έφεραν διακεκριμένοι ιεροκήρυκες όπως ο Παύλος και ο Ιωάννης της Αποκάλυψης, εξαπλώθηκε πολύ νωρίς στην Ανατολία, η οποία, μέχρι την περίοδο της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, ήταν μαζί με την Αίγυπτο, η κατ’ ἐξοχήν χριστιανική περιοχή. Ο Ελληνισμός είχε εξαπλωθεί σε σημαντική κλίμακα στη Μικρά Ασία, και σε πολλές επαρχίες ο τοπικός πολιτισμός, οι εθνοτικές γλώσσες και οι αναμνήσεις της αρχαίας ανεξαρτησίας ήσαν τόσο αδύναμες, που προσέφεραν λίγη αντίσταση στον Χριστιανισμό. Η παρουσία μεγάλου αριθμού εβραϊκών κοινοτήτων, η ανάμειξη του Ιουδαϊσμού και του παγανισμού στη σκέψη, η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας ως παγκόσμιου μέσου επικοινωνίας ήσαν όλοι παράγοντες που προετοίμαζαν την περιοχή για νέο θρησκευτικό συγκρητισμό. Αν και υπήρχαν σημαντικές θρησκευτικές λατρείες στην Ανατολία, δεν αποτέλεσαν σοβαρά εμπόδια στη διείσδυση του Χριστιανισμού.288 Όμως ο Χριστιανισμός που εμφανίστηκε στην Ανατολία έφερε τα σημάδια της απορροφητικής διαδικασίας. Από τη μία πλευρά, επειδή ο Ελληνισμός ήταν η δυναμική κουλτούρα της χερσονήσου, Ελληνισμός και Χριστιανισμός συντήχθηκαν, όπως αποδεικνύεται στη φιλοσοφία και τη θεολογία των πατέρων της Καππαδοκίας. Από την άλλη, αν και ο παγανισμός φαίνεται ότι είχε εξαλειφθεί χωρίς πολύ μεγάλον αγώνα, εξαφανιζόμενος επανεμφανίστηκε μέσα στην εκκλησία.289 Πολλές από τις σημαντικές εξελίξεις και συγκρούσεις της πρώιμης εκκλησίας εμφανίστηκαν στην Ανατολία: ο ανταγωνισμός μεταξύ περιοδεύουσας και τοπικής οργάνωσης της εκκλησίας, ο αγώνας με τον γνωστικισμό, η άνοδος του μοναχισμού και η ανάπτυξη της μητροπολιτικής-επισκοπικής δομής. Η Μικρά Ασία γνώρισε επίσης μια ισχυρή εξέλιξη στη λατρεία των λειψάνων.

Τον 1ο αιώνα της χριστιανικής εποχής χριστιανικές κοινότητες εμφανίστηκαν σε πόλεις όπως η Πέργη, η Αντιόχεια Πισιδίας, το Ικόνιον, η Δέρβη, τα Λύστρα, στις περιοχές της Γαλατίας, της Καππαδοκίας και της Βιθυνίας, στην Έφεσο, τις Κολοσσές, τη Λαοδίκεια, την Ιεράπολη Φρυγίας, τη Σμύρνη, την Πέργαμο, τις Σάρδεις, τη Φιλαδέλφεια, τα Θυάτειρα, την Τρωάδα, τις Τράλλεις, τη Μαγνησία Μαιάνδρου και αλλού.290 Συνεχής επέκταση παρατηρείται κατά τον 2ο αιώνα,291 ενώ τον 3ο και 4ο αιώνα ο Χριστιανισμός όχι μόνο είχε κερδίσει τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους των πόλεων, αλλά είχε αρχίσει να απορροφά τις λατρείες των αγροτικών περιοχών. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στο περίπλοκο δίκτυο επισκοπών και χωρεπισκοπών που ιδρύθηκαν από την εκκλησία στο έδαφος της Ανατολίας. Ο παγανισμός δεν εξαφανίστηκε εντελώς, ενώ ακόμη και όταν εξαφανιζόταν ως αποδεκτή ή κυρίαρχη θρησκεία μιας συγκεκριμένης τοποθεσίας, πιθανότατα εδραιωνόταν σε κάποια από τις αιρετικές ή σχισματικές σέχτες που ξεφύτρωναν σε μεγάλο μέρος του παλαιοχριστιανικού κόσμου. Μερικές από τις αιρέσεις ήσαν ιθαγενείς της Ανατολίας, άλλες ήσαν εισαγωγές από διαφορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας.292

Η πιο σημαντική από αυτές τις πρώτες αυτόχθονες αιρέσεις της Ανατολίας ήταν εκείνη του Μοντανισμού. Ιδρύθηκε κατά το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα από τον Μοντανό (που ήταν σύμφωνα με την παράδοση προσηλυτισμένος ειδωλολάτρης ιερέας και πιθανώς ακόμη και πρώην ιερέας της Κυβέλης). Η αίρεση φαίνεται ότι είχε ενσωματώσει ορισμένα θρησκευτικά χαρακτηριστικά, γενικά (αν και όχι αποκλειστικά) σχετιζόμενα με τις περιοχές της Φρυγίας. Αυτά περιλάμβαναν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της εκστατικής προφητείας, καθώς και στη γενική συναισθηματική ή «ενθουσιώδη» προσέγγιση στη θρησκεία. Η αίρεση προφανώς διαδόθηκε πιο αποτελεσματικά στη Φρυγία (ήταν γνωστή ως Φρυγική ή Καταφρυγική αίρεση), τη Λυκαονία και τα περίχωρα.293 Αυτή η φρυγική αίρεση εξακολούθησε να υπάρχει για αρκετούς αιώνες, αν και το σθένος της φαίνεται ότι εξαντλήθηκε νωρίς.294 Η αίρεση αναφέρεται στους νόμους του Ιουστινιανού Α’, ενώ ο Προκόπιος καταγράφει ότι κατά τη γενική δίωξη των αιρετικών από εκείνον τον αυτοκράτορα, οι Μοντανιστές της Φρυγίας κλειδώθηκαν στις εκκλησίες τους και τις πυρπόλησαν, καταστρέφοντας τόσο τους εαυτούς τους όσο και τα οικοδομήματα.295 Μια αίρεση που έφερε το όνομα Μοντανιστές υπήρχε στις αρχές του 8ου αιώνα, τότε που τα μέλη της αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και να βαφτιστούν σύμφωνα με το διάταγμα του Λέοντος Γ’ (721-722). Κλειδώθηκαν λοιπόν και πάλι στα θρησκευτικά τους κτήρια και παραδόθηκαν στις φλόγες.296 Πιθανότατα η αίρεση είχε γίνει τότε πια ασήμαντη.297

Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι επιγραφές του 4ου και 5ου αιώνα αναφέρουν πολλές λιγότερο γνωστές και μικρότερες αιρέσεις που εμφανίστηκαν στην Ανατολία, στις περιοχές της Κιλικίας, της Πισιδίας, της Φρυγίας, της Παφλαγονίας και της Λυκαονίας. Σε αυτές περιλαμβάνονταν οι Καθάριοι, Εγκρατιταί, Σακκοφόροι, Αποστατιταί, Τατιανοί, Υψιστάριοι, Ευχίται, Νοβατιανοί και άλλες.298 Από αυτές οι πιο σημαντικές, οι Ευχίται και οι Νοβατιανοί, ήσαν παραδείγματα μη αυτόχθονων αιρέσεων, αιρέσεων που είχαν εισέλθει στην Ανατολία από σημεία μακρύτερα ανατολικά και δυτικά αντίστοιχα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη βυζαντινή Ανατολία ως το έδαφος όπου ξεφύτρωσε η πλειονότητα αυτών των αιρέσεων που τελικά εμφανίστηκαν εκεί. Το Νοβατιανό σχίσμα, που ξεκίνησε στη Ρώμη του 3ου αιώνα, έφτασε στην Ανατολία όπου τα αυστηρά δόγματά του ίσως είχαν κάποια ελκυστικότητα σε ένα μέρος των κατοίκων. Νοβατιανοί αναφέρονται στην Παφλαγονία, στις πόλεις Κύζικος, Νικομήδεια, Νίκαια, Κοτύαιον, Άγκυρα, ενώ έγιναν ιδιαίτερα δυνατοί στη Φρυγία και την Παφλαγονία, πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι έχτισαν πάνω στα απομεινάρια μεγάλου μέρους της αίρεσης των Μοντανιστών.299 Φαίνονται να εξαφανίζονται τον 8ο αιώνα, τουλάχιστον στις πηγές. Οι Ευχίται (Μεσσαλιανοί), που ονομάζονταν έτσι λόγω της μεγαλύτερης έμφασης που έδιναν στην προσευχή σε βάρος ορισμένων μυστηρίων, προφανώς προέρχονταν από την περιοχή Οσροηνή της Μεσοποταμίας, και από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα εισέρχονταν στην Ανατολία. Κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνα, η αίρεση εμφανιζόταν σε Λυκαονία, Παμφυλία, Λυκία, Καππαδοκία και Πόντο. Όμως τη μετέπειτα ιστορία της καλύπτει το σκοτάδι και δεν είναι ξεκάθαρο αν η χρήση του όρου τον 11ο αιώνα είναι αρχαϊσμός, ή οφείλεται στο γεγονός ότι οι μεταγενέστερες αιρέσεις ήσαν κατά κάποιον τρόπο παρόμοιες με τους Μεσσαλιανούς, ή οφείλεται στην πραγματική συνέχεια της αρχικής αίρεσης.300

Η μεγάλη αίρεση του Μάνι έκανε επίσης την εμφάνισή της στην Καππαδοκία, την Παφλαγονία και τη Λυδία του 4ου αιώνα.301 Αργότερα ο Αναστάσιος Α’ και ο Ιουστινιανός Α΄ έλαβαν αυστηρά μέτρα κατά της αίρεσης, ενώ από τον 8ο αιώνα ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει άλλα παρόμοια δυϊστικά κινήματα, ιδιαίτερα εκείνο των Παυλικιανών.302

Έτσι, η βυζαντινή Ανατολία, την εποχή των απωλειών της Συρίας, της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής στους Άραβες, είχε ήδη απολαύσει μια αξιοσέβαστη ιστορία αίρεσης. Εντυπωσιάζεται κανείς από τον αριθμό των αιρέσεων καθώς και από τη συνέχεια της αίρεσης σε ορισμένα μέρη της Ανατολίας, αλλά οι απόψεις ως προς τον βαθμό που ο πληθυσμός της Ανατολίας ήταν αιρετικός ή ορθόδοξος, ποικίλλουν. Πρόκειται για ερώτημα που δεν είναι δυνατό να απαντηθεί οριστικά. Σίγουρα τον 3ο, 4ο και 5ο αιώνα οι αιρέσεις ήσαν πολλές και συνηθισμένες σε πολλές περιοχές όπου ο εδραιωνόταν ο Χριστιανισμός, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, της Αιγύπτου και της Μικράς Ασίας, αλλά και της Βόρειας Αφρικής, της Ιταλίας και άλλων περιοχών του Δυτικού κόσμου επίσης. Πρέπει να δει κανείς την παρουσία αιρέσεων στη Μικρά Ασία αυτήν την εποχή εν μέρει μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, μερικές από αυτές τις αιρέσεις (Μοντανισμός, Νοβατιανισμός και Μεσσαλιανισμός) φαίνεται ότι είχαν επιμείνει περισσότερο και ότι είχαν αφήσει πιο έντονο αποτύπωμα στις επόμενες χρονικά αιρέσεις της Ανατολίας.

Ένα ακόμη από εκείνα τα «δύσκολα» προβλήματα είναι σε ποιον βαθμό η παρουσία της αίρεσης μπορεί να σχετίζεται με την επιβίωση μη ελληνικών γλωσσών. Είχε εκφραστεί από τον Holl (και στη συνέχεια ακολούθησαν άλλοι) η αρχή ότι οι αιρέσεις στην Ανατολία ήταν πιο δύσκολο να εξαλειφθούν σε εκείνες τις περιοχές, όπου οι γλώσσες της Ανατολίας επέζησαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έτσι, ανέφερε, οι αιρέσεις εύρισκαν υποστήριξη στις τοπικές γλώσσες.303 Πρόκειται για τόσο γενική δήλωση, που συγκαλύπτει πολλά σημαντικά σημεία. Πρώτον, όλες οι διασωζόμενες επιτύμβιες στήλες αιρετικών της Ανατολίας είναι στην ελληνική γλώσσα. Και όμως, διασώζονται παλαιότερες παγανιστικές επιτύμβιες στήλες, χαραγμένες στα φρυγικά. Γιατί λοιπόν καμία από τις πρώτες αιρετικές χριστιανικές επιγραφές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Μοντανιστών, δεν έχει χαραχτεί σε κάποια από τις γηγενείς γλώσσες της Ανατολίας; Αν μάλιστα το απόφθεγμα του Holl ήταν αυστηρά έγκυρο, θα περίμενε κανείς να βρει επιγραφική μαρτυρία για αυτήν την εικαζόμενη σχέση μεταξύ της επιβίωσης της αίρεσης και των γηγενών γλωσσών. Προφανώς πολλοί από τους παγανιστές της Ανατολίας ήσαν ελληνόφωνοι (πριν από τη μετατροπή τους στον Χριστιανισμό), και το ίδιο ήταν μεγάλος αριθμός χριστιανών αιρετικών. Η διαδικασία του εξελληνισμού λειτουργούσε για πολύ καιρό πριν από τη γέννηση της χριστιανικής θρησκείας. Είναι σχεδόν αδύνατο να τεκμηριωθεί η θέση του Holl ότι οι αιρετικές και γλωσσικές γραμμές στην κεντρική και δυτική Μικρά Ασία συνέπιπταν σε σημαντικό βαθμό.304 Όμως είναι πολύ δυνατό ή μάλλον πιθανό, ότι μια γηγενής αίρεση όπως οι Μοντανιστές, και μη γηγενείς αιρέσεις, όπως οι Μανιχαίοι και οι Μεσσαλιανοί, είχαν σημαντική επίδραση στην επακόλουθη θρησκευτική ανάπτυξη στην Ανατολία και ότι άφησαν πλούσια κληρονομιά, η οποία ενσωματώθηκε εν μέρει στις μεταγενέστερες αιρέσεις.

Η αίρεση στη Μικρά Ασία κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο συνδέεται στενά πρώτα με τους Παυλικιανούς (και σε μικρότερο βαθμό με τους Αθίγγανους και Εικονοκλάστες)305 και στη συνέχεια τον 11ο αιώνα κυρίως με τους Μονοφυσίτες. Η αίρεση των Παυλικιανών, αφού εισήλθε στην Ανατολία από την Αρμενία, φαίνεται ότι ταίριαζε πολύ με το σχέδιο που πρότεινε ο Holl για τη σχέση εθνικής γλώσσας και αίρεσης, αν και ακόμη κι εδώ θα ήταν λάθος να τη χαρακτηρίσουμε ως «εθνική» αίρεση, γιατί η Αρμενική εκκλησία πολέμησε αυτήν την αίρεση (όπως και εκείνη των Θοντράκι) με τόση ενεργητικότητα και βία, όση και η Βυζαντινή εκκλησία.306 Επιπλέον, όταν η αίρεση εισήλθε στο βυζαντινό έδαφος, προσέλκυσε επίσης τμήματα του ελληνικού πληθυσμού. Μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα, η αίρεση είχε εδραιωθεί σταθερά ως παραμεθόρια ηγεμονία στις περιοχές Μελιτηνής, Τεφρικής, Ποντικής Φανάροιας και Κολώνειας.307 Μετά την καταστροφή του κράτους τους από τον Βασίλειο Α’, οι Παυλικιανοί εγκατέλειψαν πολλές από αυτές τις περιοχές και αναζήτησαν καταφύγιο μακρύτερα στα ανατολικά. Μόνο κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Τσιμισκή η κίνηση των Βυζαντινών προς ανατολάς ενσωμάτωσε επαρκή αριθμό από αυτούς, ώστε να μην προκαλούν περαιτέρω ανησυχία. Σε αυτή τη μεταγενέστερη χρονολογία πολλοί από αυτούς μεταφυτεύτηκαν στη Θράκη.308

Η αίρεση των Παυλικιανών είχε επίσης εμφανιστεί σε τμήματα της Ανατολίας, μακρύτερα προς τα δυτικά. Στις αναταραχές μεταξύ των μελών της κοινότητας των Παυλικιανών ένας από τους ηγέτες τους, κάποιος Ιωσήφ, μετακόμισε στο Χορτοκοπείον κοντά στην Αντιόχεια Πισιδίας το πρώτο μισό του 8ου αιώνα.309 Οι Παυλικιανοί της δυτικής Ανατολίας επέζησαν ως αίρεση για σημαντική περίοδο, και εμφανίζονται στην αγιογραφική βιβλιογραφία του 10ου και του 11ου αιώνα. Ο Άγιος Παύλος ο Νεότερος (πεθ. 955) απομάκρυνε τους πιο σημαντικούς και επικίνδυνους από αυτούς τους «Μανιχαίους» από τις περιοχές του θέματος Κιβυρραιωτών και από τη Μίλητο.310 Έναν αιώνα αργότερα ο Άγιος Λάζαρος του Γαλησίου μετέτρεψε ένα χωριό αιρετικών στην επισκοπή της Φιλήτιδος (υπό την μητρόπολη Μύρων), και παρόλο που οι αιρετικοί δεν αναφέρονται ονομαστικά, η γεωγραφική τους θέση (ταυτόσημη με εκείνη των Μανιχαίων του Αγίου Παύλου του Νεότερου), καθώς και το γεγονός ότι ο Άγιος Λάζαρος μετέτρεψε έναν Παυλικιανό στο δικό του μοναστήρι,311 φαίνεται να δείχνει ότι αυτοί οι αιρετικοί ήσαν επίσης Παυλικιανοί. Μέχρι τον 10ο αιώνα, οι Παυλικιανοί ήσαν πολυάριθμοι στις περιοχές των Ευχαΐτων, όπου φαίνεται ότι προκαλούσαν σημαντική δυσκολία στον μητροπολίτη.312

Η ιστορία των Παυλικιανών της βυζαντινής Ανατολίας γίνεται περίπλοκη και σκοτεινή τον 11ο και 12ο αιώνα με την εμφάνιση του όρου «Βογόμιλος» στη λεξικογραφία των Ελλήνων θεολόγων και ιστορικών. Ο Ευθύμιος, μοναχός από μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, καταγράφει ότι υπήρξε παρών σε δίκη ορισμένων αιρετικών στην Ακμονία της Φρυγίας κάποια στιγμή μεταξύ 976 και 1025. Αναφέρει ότι αυτές οι αιρέσεις ήσαν γνωστές με δύο ονόματα: στο θέμα Οψίκιον ονομάζονταν Φουνδαγιαγίται, αλλά στο Κιβυρραιωτών ήσαν γνωστοί με το όνομα Βογόμιλοι.313 Είναι πιθανό αυτοί οι Φουνδαγιαγίται και Βογόμιλοι της δυτικής Ανατολίας να ήσαν είτε οι παλαιότεροι Παυλικιανοί με νέο όνομα, ή αλλιώς να αντιπροσώπευαν μετάλλαξη που είχε προκύψει από τον εμβολιασμό του βαλκανικού Βογομιλισμού επί της αίρεσης των Παυλικιανών, κατά τρόπο που αντιστοιχεί με τη σχέση Παυλικιανισμού και Βογομιλισμού στα Βαλκάνια.314 Το 1143 η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως καταδίκασε τον Κλήμεντα Σασίμων, τον Λεόντιο Βαλβίσσης και τον μοναχό Νίφωνα για τη διάδοση πρακτικών Βογομίλων στην Καππαδοκία.315 Όμως οι όροι Βογόμιλος και Μεσσαλιανός είχαν καταλήξει να χρησιμοποιούνται ως ακριβείς και εναλλάξιμοι ισοδύναμοι τον 12ο αιώνα κι έτσι το ζήτημα συσκοτίζεται και πάλι.316 Εν πάση περιπτώσει, είναι πιθανό ότι η παράδοση των Παυλικιανών στη Μικρά Ασία έπαιξε κάποιο ρόλο στα κινήματα που αναφέρονται διαφορετικά ως Μεσσαλιανών και Βογομίλων σε αυτή τη μεταγενέστερη χρονολογία.

Η σημαντικότερη εισροή αιρετικών χριστιανικών πληθυσμών σημειώθηκε στο τελευταίο μέρος του 10ου και κατά τον 11ο αιώνα. Αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από Αρμένιους και Σύριους Μονοφυσίτες, που εισέρχονταν στις ανατολικές επαρχίες της Ανατολίας ως αποτέλεσμα της πολιτικής μεταφοράς πληθυσμών των Βυζαντινών.317 Είναι πιθανό ότι οι Θοντράκι είχαν έρθει εκείνη την εποχή,318 και ότι οι αιρετικοί Εβραίοι Κεραΐτες μπήκαν στην Ανατολία τον 10ο αιώνα.319 Ο Ατταλειάτης παρατήρησε την εισροή Μονοφυσιτών, αναφέροντας ότι οι βυζαντινές περιοχές Ιβηρίας, Μεσοποταμίας και Μελιτηνής ήσαν γεμάτες από αυτούς.320 Η σημαντική πόλη της Μελιτηνής και τα γύρω της εδάφη μετατράπηκαν σε κέντρο των Συρίων Ιακωβιτών, ενώ οι Αρμένιοι είχαν φτάσει δυτικά μέχρι την Κιλικία, την Καππαδοκία και το θέμα Αρμενιακών. Οι Μονοφυσίτες αποτελούσαν μακράν την πλειοψηφία του αιρετικού πληθυσμού της βυζαντινής Ανατολίας τον 11ο αιώνα, και, φυσικά, εδώ οι γλωσσικές διαφορές ταυτίζονταν με αίρεση ή θρησκευτικές διαφορές.

Η αφήγηση έχει εδώ επικεντρωθεί στα δύο βασικά σημεία των γλωσσών και των θρησκειών της βυζαντινής Ανατολίας. Δεδομένου ότι αυτές αποτελούσαν τις εμφανείς πτυχές της πολιτιστικής διαφοροποίησης, από τον ορισμό τους μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ο πολιτιστικός χαρακτήρας της Ανατολίας. Δυστυχώς πολλές από τις μικρότερες λεπτομέρειες αυτής της πολιτιστικής εικόνας έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, πριν από τη μεταφύτευση του μεγαλύτερου μέρους των Αρμενίων και των Συρίων, η Μικρά Ασία μέχρι τα ανατολικά τμήματα της Καππαδοκίας, της Τραπεζούντας και τα βόρεια όρια της Κιλικίας ήταν κυρίως ελληνόφωνη και του χαλκηδόνιου τελετουργικού. Όμως η Ανατολία δεν ήταν έτσι στα τέλη της ρωμαϊκής περιόδου και την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Πώς λοιπόν δημιουργήθηκε ένας τέτοιος πολιτιστικός μετασχηματισμός; Οι λειτουργούσες διαδικασίες είχαν σε κάποιο βαθμό τεθεί σε κίνηση πριν από την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ελληνισμός, είτε ως γλωσσικό είτε ως θεσμικό φαινόμενο, υπήρχε στην Ανατολία από την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ με τη μία ή την άλλη μορφή, για πάνω από μια χιλιετία. Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο η ελληνική παράδοση είχε βαθιά ρίζες στη Μικρά Ασία και οι τοπικές γλώσσες και λατρείες επηρεάστηκαν έντονα. Την εποχή του Κωνσταντίνου Α’ η ζωή στις πόλεις της Ανατολίας, μέσα στα γεωγραφικά όρια που περιγράφηκαν πιο πάνω, ήταν σε μεγάλο βαθμό ελληνική. Οι ντόπιες γλώσσες είτε είχαν πεθάνει τον 6ο αιώνα, είτε σύντομα θα εξαφανίζονταν.

Ο Χριστιανισμός είχε επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο στην Ανατολία τη στιγμή που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Είχε φτάσει να είναι μια από τις πιο εκτεταμένα εκχριστιανισμένες από όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες. Προφανώς και πάλι στις πόλεις πρώτα εξαπλωνόταν και κατακτούσε η νέα θρησκεία. Όταν ο Χριστιανισμός επεκτεινόταν, ερχόταν σε επαφή με δύο γενικά πολιτιστικά περιβάλλοντα. Αρχικά συναντούσε τον ελληνικό ή εξελληνισμένο αστικό πληθυσμό και στη συνέχεια εξαπλωνόταν σταδιακά στον λιγότερο εξελληνισμένο, αγροτικό πληθυσμό. Αν και ο Ελληνισμός είχε εν μέρει διεισδύσει στις αγροτικές περιοχές, αυτές οι τελευταίες παρέμεναν πολύ λιγότερο επηρεασμένες απ’ όσο οι πόλεις. Ήταν εδώ, αρκετά συχνά, που οι τοπικές πολιτιστικές μορφές αγωνίζονταν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εναντίον του εξελληνισμού και του εκχριστιανισμού. Η ανάπτυξη του Χριστιανισμού στην Ανατολία από τον 2ο έως τον 6ο αιώνα αντικατοπτρίζει το προϊόν που προέκυπτε όταν ο Χριστιανισμός αντιμετώπιζε αυτούς τους δύο πολιτιστικούς τύπους, τον αστικό και τον αγροτικό. Στην περίπτωση του πρώτου, ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός συγχωνεύονταν, παράγοντας τους Καππαδόκες πατέρες, τον Αμφιλόχιο του Ικονίου και άλλους. Στην περίπτωση του δεύτερου, αν και ο Χριστιανισμός θριάμβευε στις αγροτικές περιοχές, τα τοπικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά επανεμφανίζονταν σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα στον θριαμβευτή Χριστιανισμό. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του φαινομένου μπορεί ίσως να δει κανείς στην εμφάνιση του Μοντανισμού, της μεγαλύτερης από τις πρώιμες τοπικές αιρέσεις της Ανατολίας. Μπορεί κανείς να γενικεύσει ότι η μεταγενέστερη ιστορία της Ανατολίας χαρακτηρίζεται σε κάποιο βαθμό από αυτές τις δύο παραδόσεις μέχρι τον 11ο αιώνα: την ελληνική παράδοση όπως συμβολίζεται από τους Καππαδόκες, και την τοπική αιρετική παράδοση που εξηγείται μέσω του παραδείγματος του Μοντανισμού. Ωστόσο έχει ήδη επισημανθεί ότι πρόκειται για μεγάλη απλοποίηση του προβλήματος και χρειάζεται αυστηρή αξιολόγηση. Αν και αυτή η διαδικασία εκχριστιανισμού όντως απορροφούσε την τοπική πολιτιστική ποικιλία, ο Μοντανισμός είναι η μόνη πραγματικά εντυπωσιακή αίρεση που θα προέκυπτε από αυτήν. Οι περισσότερες τοπικές αιρέσεις δεν ήσαν τόσο ζωτικής σημασίας. Δεύτερον, η αίρεση ερχόταν συχνά μέσα στη βυζαντινή Ανατολία από το εξωτερικό, και παρόλο που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ευημερούσε εκεί λόγω της τοπικής δεκτικότητας, είναι κατά μια έννοια διαφορετική από το φαινόμενο που μόλις περιγράφηκε. Τρίτον, υπάρχουν στοιχεία ότι ακόμη και στην περίπτωση μιας υποτιθέμενης τοπικής ποικιλίας «εγγενών» θρησκευτικών φαινομένων όπως ο Μοντανισμός, οι αιρετικοί είχαν εξελληνιστεί γλωσσικά.

Ύστερα από τη μεταφορά της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ανατολία εστίαζαν όλο και περισσότερο οι δυνάμεις που εργάζονταν για τον μετασχηματισμό των μη ελληνόφωνων και [θρησκευτικά] μη Χαλκηδονίων στοιχείων του πληθυσμού. Οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες ήσαν πιο συχνά ελληνόφωνοι, Ορθόδοξοι και κατοικούσαν σε μια πόλη, η οποία αν και κοσμοπολίτικη και πολύγλωσση, ήταν κυρίως ελληνική. Αποτελούσαν την κορυφή της βυζαντινής κοινωνίας, στην οποία επικεντρωνόταν η συνείδηση όλων. Στην Ανατολία οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ήσαν σε μεγάλο βαθμό Χαλκηδόνιοι και πιο συχνά Έλληνες στη γλώσσα. Είτε ο επαρχιώτης της Ανατολίας υπηρετούσε τη θητεία του στις τοπικές στρατιωτικές μονάδες, είτε στην τοπική διοίκηση, ή πήγαινε στα τοπικά δικαστήρια για τις δουλειές του, ή επιδίωκε τη μάθηση και τη λογοτεχνία σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα ελληνικά ήταν η συνηθισμένη γλώσσα για τις σχετικές συναλλαγές. Η γλώσσα της εκκλησίας στην Ανατολία ήταν σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα απολάμβανε του κύρους το οποίο συνοδεύει κάθε γλώσσα που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από κυβερνητικούς, εκκλησιαστικούς και παιδαγωγικούς θεσμούς. Ήταν επίσης η συνηθισμένη γλώσσα των εμπορικών επαφών και κατά συνέπεια οι αγρότες που εισέρχονταν στις αστικές περιοχές για να αγοράσουν και να πωλήσουν ήσαν επίσης εκτεθειμένοι στα ελληνικά. Αναμφίβολα, η εκκλησία πρέπει να συνέβαλε στον εξελληνισμό των αγροτικών περιοχών, αν και εδώ είναι δύσκολο να μιλήσουμε με βεβαιότητα. Από τις επισκοπές στα αστικά κέντρα, η ελληνόφωνη εκκλησία της Ανατολίας διέδιδε την οργάνωση και το δόγμα της στις αγροτικές περιοχές. Ο Α.Η.M. Jones έχει φτάσει στο σημείο να κάνει τη δελεαστική πρόταση, ότι ενώ η εξάπλωση του εξελληνισμένου αστικού κέντρου ήταν εκείνη που εξελλήνισε τις πόλεις και κωμοπόλεις της Ανατολίας, η εκκλησία ήταν εκείνη που ολοκλήρωσε τη διαδικασία στις αγροτικές περιοχές και τελικά οδήγησε στην εξαφάνιση ορισμένων από τις γλώσσες της Ανατολίας.321

Η διαδικασία απορρόφησης και αφομοίωσης λειτουργούσε συνεχώς κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν και η επιτυχία της διέφερε. Μακροπρόθεσμα όμως η επικράτηση αυτών των γενικών συνθηκών ευνοούσε τη νικηφόρα πρόοδο της κυρίαρχης γλώσσας και θρησκείας, των ελληνικών και της Ορθοδοξίας. Υπάρχουν αμέτρητες συγκεκριμένες περιπτώσεις της επιτυχίας της, που βοηθούν να δοθεί μια γενική εικόνα της επίδρασής της στους μη Έλληνες μη Χαλκηδόνιους. Ίσως το πιο εντυπωσιακό καταγεγραμμένο παράδειγμα της επιτυχίας της εκκλησίας είναι αυτό που ο Ιωάννης, ο επίσκοπος Εφέσου του 6ου αιώνα, περιέγραψε στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α’, ο Ιωάννης είχε διοριστεί ως ιεραπόστολος μεταξύ των ειδωλολατρών που κατοικούσαν στις επαρχίες Ασία (Έφεσος), Καρία, Φρυγία και Λυδία. Ξεκίνησε το εκχριστιανιστικό του έργο χτίζοντας τέσσερα μοναστήρια στο ορεινό χωριό Ντερίρα, το οποίο ήταν προφανώς το προπύργιο των ειδωλολατρών. Ο Ιουστινιανός διέθεσε γενναιόδωρα κεφάλαια για ολόκληρο το έργο και στη συνέχεια προέβλεψε, ότι οι νέες εκκλησίες και μοναστήρια θα υπάκουαν σε ιεραπόστολους που θα λειτουργούσαν από το Ντερίρα. Ο εκχριστιανισμός αυτού του τμήματος της αγροτικής Ανατολίας φαίνεται ότι προχώρησε γρήγορα.322

Στοιχεία για τη δραστηριότητα της εκκλησίας από αυτή την άποψη υπάρχουν σε όλη τη Μικρά Ασία. Μέχρι τον 10ο και τον 11ο αιώνα, υπήρχε ακόμη μεταξύ των Αρμενίων μια μειοψηφία, αλλά σημαντική, η οποία ανήκε στην Χαλκηδόνια μάλλον παρά στην Αρμενική εκκλησία. Αυτοί ήσαν οι λεγόμενοι Τζατ, ομάδα που περιλάμβανε τους Αρμένιους οι οποίοι είχαν παραμείνει εντός της αυτοκρατορίας και αποδέχτηκαν το Χαλκηδόνιο δόγμα νωρίς, καθώς και πολλούς από τους κατοίκους των περιοχών Ταό-Κλαρέτι και Μεσοποταμία.323 Ο αριθμός των Αρμένιων αριστοκρατών που ήρθαν στο Βυζάντιο και εμφανίζονται ως Χαλκηδόνιοι είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Αρκεί να αναφέρει κανείς μόνο τις οικογένειες των Λεκαπηνών, Τσιμισκή, Μουζέλη, Μαρτινάκη, Ταρωνίτη, Τορνίκη.

Οι δραστηριότητες προσηλυτισμού της εκκλησίας απέφεραν καρπούς και μεταξύ των Εβραίων της αυτοκρατορίας. Οι πενιχρές πηγές αποκαλύπτουν προσήλυτους Εβραίους από την Καππαδοκία στα τέλη του 7ου αιώνα, αλλά το πιο διάσημο παράδειγμα προσήλυτου από τον Ιουδαϊσμό ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος, Εβραίος των Συννάδων του 9ου αιώνα.324 Διατυπώσεις με τις οποίες οι Εβραίοι αποκήρυσσαν τον Ιουδαϊσμό και αποδέχονταν τον Χριστιανισμό έχουν διασωθεί σε χειρόγραφο των αρχών του 11ου αιώνα, ενώ στοιχεία για μετατροπές Εβραίων της Ανατολίας στον Χριστιανισμό υπάρχουν μέχρι τον 12ο αιώνα.325

Κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας της σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Αράβων, σημαντικός αριθμός μουσουλμάνων εισέρχονταν στις περιοχές της Ανατολίας, κάποτε ως αιχμάλωτοι πολέμου, άλλες φορές ως πολιτικοί πρόσφυγες. Η μεγάλη ομάδα των Περσών που κατέφυγαν στην Ανατολία κατά τη βασιλεία του Θεόφιλου εγκαταστάθηκαν εκεί, τους έδωσαν Ελληνίδες συζύγους και βαφτίστηκαν.326 Ένα γνωστό απόσπασμα από την Έκθεσι περί της βασιλείου τάξεως (De ceremoniis aulae Byzantinae) του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου δίνει λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κεντρική κυβέρνηση εφάρμοζε αυτήν την πολιτική απορρόφησης μέσω θρησκευτικής μετατροπής. Το κείμενο επισημαίνει ότι Σαρακηνοί αιχμάλωτοι, εγκατεστημένοι σε διάφορα θέματα, που θα δέχονταν το χριστιανικό βάπτισμα, θα έπαιρναν τρία νομίσματα με το βάπτισμά τους, έξι νομίσματα ὑπὲρ ζευγαρίου (για ένα ζευγάρι βόδια) και πενηντατέσσερις μόδιους σιταριού για σπόρο και ἀνόνα, σημαντικό κίνητρο για να μετατραπεί ένας αιχμάλωτος πολέμου. Όμως η αυτοκρατορική προσπάθεια αφομοίωσης αυτών των μουσουλμάνων προχωρούσε κι άλλο. Κάθε χριστιανικό νοικοκυριό που θα έπαιρνε έναν τέτοιο βαπτισμένο μουσουλμάνο στην οικογένεια μέσω γάμου, λάμβανε τριετή απαλλαγή από τους φόρους καπνικὸν και συνονή, και η γη που έπαιρνε ο προσήλυτος θα ήταν αφορολόγητη για τρία χρόνια.327 Μια θεαματική περίπτωση μετατροπής ήταν αυτή της φυλής Ταγλαβιτών του Μπάνου Χαμπίμπ, φυλής που μπορούσε να βάλει 10.000 έως 12.000 ιππείς στο πεδίο της μάχης. Προς τα μέσα του 10ου αιώνα αυτοί και οι οικογένειές τους εγκατέλειψαν τους Χαμδανίδες, μετατράπηκαν στον χριστιανισμό και εγκαταστάθηκαν στις επαρχίες.328

Το κράτος και η εκκλησία υπέβαλλαν συνεχώς σε πιέσεις τους χριστιανούς αιρετικούς. Πέρα από τις μεμονωμένες προσπάθειες μοναχών όπως ο Άγιος Λάζαρος για τη μετατροπή των Παυλικιανών,329 ή ο Φώτιος για να φέρει τους Τεσσαρακαιδεκατίτες μέσα στην εκκλησία,330 υπήρχαν οι πιο συστηματικές προσπάθειες για την επιβολή του Χαλκηδόνιου Χριστιανισμού στους διάφορους ετερόδοξους της Ανατολίας, προσπάθειες τις οποίες η κυβέρνηση υποστήριζε με διωγμούς. Τέτοια μέτρα εφαρμόστηκαν, σε διάφορες χρονικές στιγμές, σε Εβραίους, Μοντανιστές, Παυλικιανούς και Μονοφυσίτες. Παρόμοιας φύσης ήσαν οι πολιτικές του Νικηφόρου Φωκά κατά την εκ μέρους του ανακατάκτηση της Κιλικίας, όπου όλοι οι μουσουλμάνοι που ήθελαν να παραμείνουν στη χώρα μπορούσαν να το πράξουν και να διατηρήσουν την περιουσία τους, μετατρεπόμενοι σε χριστιανούς. Όσοι ήθελαν να παραμείνουν μουσουλμάνοι, έπρεπε να φύγουν από την Κιλικία.331

Έτσι η διαδικασία αφομοίωσης στο θρησκευτικό επίπεδο βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση. Αν και δεν πέτυχε ποτέ πλήρη και ανεπιφύλακτη επιτυχία, ο χρόνος την ευνοούσε. Στην ανατολική Ανατολία υπήρξε πλήρης αποτυχία κατά τον 11ο αιώνα, γιατί εδώ ο πληθυσμός των Μονοφυσιτών αποτελούσε την πλειοψηφία και ο Μονοφυσισμός συνδεότανε πολύ στενά με εθνική συνείδηση και γλωσσικές διαφορές.

Οι ίδιες δυνάμεις που δούλευαν για τον εκχριστιανισμό (εκκλησία, κράτος και το ελληνικό χριστιανικό περιβάλλον της Ανατολίας) δούλευαν επίσης για τον εξελληνισμό στο γλωσσικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα υπεροχής των ελληνικών μεταξύ του πληθυσμού της δυτικής και κεντρικής Ανατολίας. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος, του οποίου ο παππούς ήταν προφανώς Αρμένιος, έγραψε το Στρατηγικόν του στα ελληνικά. Ο Νικήτας της Αμνείας, εγγονός του Αγίου Φιλαρέτου του θέματος Αρμενιακών, κατέγραψε τη ζωή του παππού του στα ελληνικά. Ο ιστορικός Γενέσιος, αν και αρμενικής καταγωγής, κατέγραψε επίσης τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας στην ελληνική γλώσσα. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός και ο Ιωάννης Τσιμισκής, Βυζαντινοί πρώτης γενιάς, εξοικειώθηκαν με τον βυζαντινό τρόπο ζωής και αποξενώθηκαν από το αρμενικό πατρογονικό τους περιβάλλον.332 Σε μερικές ακραίες περιπτώσεις Αρμένιοι αριστοκράτες βρέθηκαν κάτω από τη λογοτεχνική και διανοητική κυριαρχία των Ελλήνων κλασικών. Ο διάσημος Γρηγόριος Μάγιστρος, ο οποίος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις αρμενικές υποθέσεις κατά τον 11ο αιώνα, μετέφρασε Πλάτωνα στα αρμενικά.333 Η επιρροή αυτών των Ελλήνων συγγραφέων είναι εμφανής στη συνέχιση των μεταφραστικών δραστηριοτήτων των Συριακών Μονοφυσιτών της ανατολικής Μικράς Ασίας. Υπάρχουν επίσης στοιχεία, αν και αραιά, για τη διαδικασία εξελληνισμού των Σλάβων της χερσονήσου και των Εβραίων.334

Η Ανατολία την παραμονή των εισβολών των Σελτζούκων αποτελούσε την πιο πυκνοκατοικημένη, σημαντική και ζωτική επαρχία του μεσαιωνικού Ελληνισμού, επαρχία συνεχώς υποκείμενη στην ενοποιητική δύναμη της εκκλησίας, του κράτους και του πολιτισμού που προερχόταν από την καρδιά της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Όμως ο πολιτισμός της Ανατολίας αντανακλούσε τα ανόμοια στοιχεία που είχαν βυθιστεί κάτω από τις εμφανίσεις του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι παλαιότεροι πολιτιστικοί τοπικισμοί απλώς εξαφανίζονταν, αλλά συχνά επιβάλλονταν στις πολιτιστικές μορφές της βυζαντινής Ανατολίας. Αν και η χερσόνησος ήταν σε μεγάλο βαθμό εξελληνισμένη στην ομιλία, αναπτύσσονταν στα ομιλούμενα ελληνικά τοπικές παραλλαγές και τελικά διάλεκτοι.335 Στη θρησκεία η αίρεση παρέμενε πολύ ζωτικό γεγονός στη ζωή των Βυζαντινών της Ανατολίας, όπως και των Σελτζούκων και Οθωμανών κατοίκων, με αποτέλεσμα η Ανατολία να επιδεικνύει διαιρεμένη θρησκευτική προσωπικότητα, Ορθόδοξη και ετερόδοξη. Έχει συχνά υποστηριχθεί ότι αυτή η πολιτιστική ποικιλία στερούσε την Ανατολία από τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς συνοχής και προδιέθετε την επαρχία για εύκολη κατάκτηση από τους Τούρκους. Πρόκειται για ανακριβή άποψη, επειδή όλες οι ιστορικές κοινωνίες έχουν χαρακτηριστεί από ποικίλους βαθμούς πολιτιστικής παραλλαγής, και το κρίσιμο ερώτημα είναι μάλλον ο βαθμός. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και η Συρία, η Αίγυπτος και η Βόρεια Αφρική έπεσαν γρήγορα μπροστά στους Άραβες και τα βόρεια Βαλκάνια μπροστά στους Σλάβους, η κεντρική και δυτική Ανατολία αντιστάθηκαν στους Άραβες για 400 χρόνια. Η τουρκική κατάκτηση, εγκατάσταση και απορρόφηση της χερσονήσου απαίτησαν άλλους τέσσερις αιώνες. Δεν ήταν λοιπόν επίτευγμα της στιγμής, αλλά επίτευγμα τεραστίων αναλογιών.

 

<-Συντομογραφίες 2. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top