Σημειώσεις Κεφαλαίου 1
- [←1]
-
Για μια εικόνα του βυζαντινού κόσμου εκείνη την εποχή, G. Ostrogorsky, "The Byzantine Empire in the World of the Seventh Century", D.O.P., XIII (1955), 1-21.
- [←2]
-
Τα στοιχεία συζητούνται παρακάτω.
- [←3]
-
Η τέχνη της βυζαντινής Ανατολίας του 11ου αιώνα δεν έχει ακόμη διερευνηθεί επαρκώς και η εκπαίδευση και η πνευματική ζωή δεν μπορούν να αναπαραχθούν ικανοποιητικά λόγω της φύσης των πηγών. Ως εκ τούτου, δεν θα υπάρξει καμία προσπάθεια να συμπεριληφθούν αυτές οι δύο κατηγορίες σε αυτό το κεφάλαιο, όσο λυπηρό και αν είναι αυτό. Ένα χρήσιμο και συνοπτικό διάγραμμα της γεωγραφίας της Ανατολίας και της σημασίας της για την ιστορία της περιοχής μπορεί να βρεθεί στο P. Birot και Dresch, La Méditerranée et le Moyen-Orient, τομ. 2: Les Balkans, I'Asie Mineure, le Moyen-Orient (Παρίσι, 1956), σελ. 125-192.
- [←4]
-
N. Skabalanovič, Vizantiiskoe gosudarstvo i tserkov ν. XI. v. (Αγ. Πετρούπολη, 1884), σελ. 193-209. Ostrοgοrsky, Geschichte des byzantinischen Staates, 3η εκδ. (Μόναχο, 1963), σελ. 80-83, και passim για τη βιβλιογραφία. H. Glycatzi-Ahrweiler, Recherches sur l’ administration de l’empire byzantin aux IXe-XIe siècles (Παρίσι, 1960).
- [←5]
-
Για προσεκτική επανεκτίμηση και διασάφηση του ρόλου των θεμάτων, W. E. Kaegi, "Some Reconsiderations on the Themes (Seventh-Ninth Centuries)", Jahrbuch der osterreichischen byzantinischen Gesellschaft, XVI (1967), 39-53.
- [←6]
-
H. Gelzer, Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung, Abh. d. Kgl. sacks. Ges. d. Wiss., Phil-hist. Kl., vol. XVIII, Nr. 5 (1899), σελ. 97-98 (αναφερόμενο εφεξής ως Gelzer, Die Genesis). Για την ανάλυση αυτών των δυνάμεων που ακολουθεί, A. Pertusi, Constantino Pοrphirogenito De Thematibus (Βατικανό, 1952), σελ. 115-148.
Ανατολικών 15.000 Αρμενιακών 9.000 Καππαδοκίας 4.000 Χαρσιανού 4.000 Θρακησίων 6.000 Οψίκιον 6.000 Οπτιμάτων 4.000 Βουκελλαρίων 8.000 Παφλαγονίας 5.000 Χαλδίας 4.000 Σελευκείας 5.000 70.000 Ο θεματικός στρατός οργανωνόταν σε μονάδες μειουμένου μεγέθους, την τούρμα, τον δρούγγο και το βάνδον. Αλλά λόγω των διαφορών στο μέγεθος των διαφόρων θεμάτων, ο αριθμός τούρμων, δρούγγων και βάνδων ήταν διαφορετικός σε κάθε θέμα. Ένας θεματικός στρατός είχε συνήθως, για κάθε θέμα, μεταξύ δύο και τεσσάρων τούρμων, αλλά φαίνεται ότι το μέγεθος της τούρμας δεν καθοριζόταν και τηρούνταν κανονικά.
- [←7]
-
Leonis imperatoris tactica, P.G., GVII, 709. Το βάνδον δεν έπρεπε να έχει περισσότερους από 400 άνδρες, ο δρούγγος όχι περισσότερους από 3.000, η τούρμα όχι περισσότερους από 6.000. Μιχάηλ Ψελλός, Χρονογραφία, επιμ. E. Renauld (Παρίσι, 1926-1928), I, 36 (εφεξής Ψελλός-Renauld). L. Brehier, Les institutions de l’empire byzantin (Παρίσι, 1948), σελ. 369. Ο Ibn Khuradadhbih, B.G.A., VI, δίνει τα ακόλουθα στοιχεία: 5.000 σε μια τούρμα, 1.000 σε ένα δρούγγο και 200 σε ένα βάνδον. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 651-655, 696-697. Στη σειρά τιμητικής προτεραιότητας και μεγέθους πληρωμής, οι στρατηγοί των πιο σημαντικών και ισχυρών θεμάτων γενικά προηγούνταν των στρατηγών αυτών των τριών θεμάτων (βλέπε πιο κάτω).
Ο κατάλογος της εκστρατείας στην Κρήτη κατά τη βασιλεία του Λέοντος ΣΤ’ τείνει να επιβεβαιώνει την αύξηση του μεγέθους των θεματικών δυνάμεων. Η στρατιωτική δύναμη του θέματος Κιβυρραιωτών ανερχόταν σε 6.760 άνδρες, εκείνη της Σάμου σε 5.690, του Αιγαίου σε 3.100. Έναν αιώνα νωρίτερα ο Kudama σημείωνε ότι οι δυνάμεις του θέματος Σελευκείας ανέρχονταν μόνο σε 5.000. Για την κεντρική διοίκηση, τα θέματα Κιβυρραιωτών, Σελευκείας, Σάμου και Αιγαίου, ήσαν από τα μικρότερα σε σημασία και πληθυσμό από τις επαρχίες της Ανατολίας. Επιπλέον, ο θεματικός στρατός των Κιβυρραιωτών υπό τον Λέοντα ΣΤ’ ήταν μεγαλύτερος από 6.760 άνδρες, καθώς σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται τα δύο πλοία που έστελνε ο στρατηγός του θέματος για να παρακολουθούν τις ακτές της Συρίας, και πιθανώς και άλλα πλοία και προσωπικό που έπρεπε να παραμένουν για τη φρούρηση των ακτών του θέματος και την κοπή ξυλείας για ναυπήγηση. Αυτός ο συγκριτικά μεγάλος αριθμός για ένα θέμα όπως το Κιβυρραιωτών, σε αντίθεση με τους μικρότερους αριθμούς για τον ένατο αιώνα, δείχνει ότι το μέγεθος των θεματικών στρατών είχε αυξηθεί στις αρχές του δέκατου αιώνα. Όταν κάποιος συγκρίνει το μέγεθος της δύναμης των Κιβυρραιωτών υπό τον Λέοντα ΣΤ’ με το μέγεθος των δυνάμεων των θεμάτων όπως αναναφέρονταν από τους Άραβες τον ένατο αιώνα, αυτό το συμπέρασμα φαίνεται αναπόφευκτο, επειδή η στρατιωτική δύναμη του θέματος Κιβυρραιωτών του Λέοντος ΣΤ’ είναι μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε από τα θέματα της Ανατολίας του 9ου αιώνα, εκτός από εκείνες των μεγάλων θεμάτων Ανατολικών, Αρμενιακών και Βουκκελαρίων.
- [←8]
-
A. Vasiliev, Byzance et les Arabes I: La dynastie d'Amorium (820-876). Edition française préparée par H. Gregoire et M. Canard (Βρυξέλλες, 1935), σελ. 92-93. Γ. Άμαντος, «Μαρδαΐται», Ἑλληνικά, V (1923), 130-136. Ostrogorsky, Geschichte, σελ. 109-110, 140. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 651-656.
- [←9]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 652.
- [←10]
-
Οι Μαρδαίτες της Δύσης στην κρητική εκστρατεία του Λέοντος ΣΤ’ αριθμούσαν πάνω από 5.000, στο ίδιο, 655.
- [←11]
-
Στο ίδιο, 696-697. Ο Ibn Khuradadhbih B.G.A., VI, 111, δίνει το ακόλουθο εύρος μισθών: 40, 30, 24, 12, 1, λίμπρες χρυσού. Οι στρατιώτες λάμβαναν από δεκαοκτώ έως δώδεκα σόλιδους ετησίως. Για την αμοιβή των κατώτερων αξιωματικών και των στρατιώτών, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 669.
- [←12]
-
Θεοφάνης, Χρονογραφία, επιμ. C. de Boor (Λειψία, 1883-1885), I, 484, 489 (αναφερόμενο εφεξής ως Θεοφάνης).
- [←13]
-
Speros Vryonis, "An Attic Hoard of Byzantine Gold Coins (668-741) from the Thomas Whittemore Collection and the Numismatic Evidence for the Urban History of Byzantium", Zbornik Radova Vizantoloshkog Institute, VIII (1963), 298-299. Με βάση αυτά και άλλα στοιχεία στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, εκτιμήθηκαν 690.300 σόλιδοι για κυβερνητικές στρατιωτικές δαπάνες στην Ανατολία κατά τις αρχές του 9ου αιώνα. Οι αραβικές πηγές καταγράφουν ότι οι 70.000 στρατολογημένοι της Ανατολίας λάμβαναν αμοιβή μεταξύ δεκαοκτώ και δώδεκα σόλιδων, ή συνολικά μεταξύ 1.260.000 και 840.000 σόλιδων. Έτσι, οι βυζαντινές και αραβικές πηγές τείνουν να αλληλοενισχύονται.
- [←14]
-
Brehier, Les institutions, σελ. 382. Πέντε λίμπρες χρυσού δόθηκαν στις χήρες κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Α’.
- [←15]
-
Στο εξοπλισμό έντεκα πλοίων που συμμετείχαν στην κρητική εκστρατεία του Κωνσταντίνου Ζ' του Ρωμανού Β', το ταμείο πλήρωσε περίπου εικοσιδύο λίμπρες χρυσού σε τεχνίτες και εμπόρους για υπηρεσίες και υλικά, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 673-676.
- [←16]
-
Αυτή η κατάσταση υπήρχε ακόμη και μέχρι τη βασιλεία του Ιωάννη Βατάτζη τον 13ο αιώνα. Θεόδωρος Σκουταριώτης, M.B., VII, 506-507 (αναφερόμενος εφεξής ως Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας). Leonis imperatoris tactica, P.G., CVII, 1088-1093, για τεχνίτες στον στρατό.
- [←17]
-
Στην κρητική εκστρατεία του Λέοντος υπάρχουν εκτενείς λεπτομέρειες, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 657-660. Ο στρατηγός της Θεσσαλονίκης πήρε εντολή να κατασκευάσει 20.000 βέλη, 3.000 λόγχες και όσο το δυνατόν περισσότερες ασπίδες. Ο άρχων της Ελλάδας έπρεπε να παράγει 1.000 λόγχες. Ο άρχων της Εύβοιας 20.000 βέλη και 3.000 λόγχες. Οι στρατηγοί της Νικόπολης και της Πελοποννήσου έπρεπε να ενεργήσουν με παρόμοιο τρόπο. Ο πρωτονοτάριος του θέματος Θρακησίων έπρεπε να συγκεντρώσει 20.000 μέτρα κριθάρι, 40.000 σιτάρι, γαλέτα και αλεύρι, 30.000 κρασί και 10.000 «σφακτά». Έπρεπε να ετοιμάσει 10.000 μέτρα λινού υφάσματος για υγρό πύρ και καλαφάτισμα πλοίων, 6.000 καρφιά για τα πλοία, και ούτω καθεξής. Ο Προκόπιος, Κρυφή Ιστορία, XXX, 5-7, καταγράφει ότι το κρατικό σύστημα σταθμών αλλαγής αλόγων παρείχε επίσης δραστηριότητες και μετρητά στους κατοίκους των επαρχιών, αγοράζοντας από αυτούς άλογα, ζωοτροφές και προμήθειες για τους ιπποκόμους. Δεν είναι σαφές, αν αυτό το σύστημα συνεχίστηκε μετά τον Ιουστινιανό Α’.
- [←18]
-
Οι βυζαντινοί στρατοί εν κινήσει ξόδευαν σημαντικά χρηματικά ποσά, Vryonis, "An Attic Hoard", σελ. 300. Η λογιστική υπηρεσία του στρατού ήταν υπεύθυνη για τα χρήματα που δαπανoύνταν έτσι, Leonis imperatoris tactica, P.G., CVII, 1092.
- [←19]
-
T. R. S. Broughton, Roman Asia Minor, στο T. Frank, An Economic Survey of Ancient Rome, IV (Βαλτιμόρη, 1938), 903-916. Οι πόλεις της Ανατολίας κατάφεραν να ανακάμψουν από την κρίση του 3ου αιώνα. Α. Η. M. Jones, The Greek City from Alexander to Justinian (Οξφόρδη, 1940), σελ. 85-94.
- [←20]
-
Ο κύριος υποστηρικτής αυτής της θεωρίας είναι ο A. Ρ. Kazdan, "Vizantiiskie goroda ν VII- XI vv", Sovetskaia Arkheologia, XXI (1954), 164-188. Derevnia i gorod v Vizantii IX-X vv, (Μόσχα, 1960), σελ. 260-270. Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε νομισματικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν είναι ικανοποιητικά και αξιόπιστα. Για μια κριτική της θεωρίας του, Ostrogorsky, "Byzantine Cities in the Early Middle Ages", D.O.P., XIII (1959), 47-66. Vryonis, "An Attic Hoard", σελ. 300, passim. Σχετικά με την αστική συνέχεια βλέπε επίσης, Ε. E. Lipsic, Ocerki istorii vizantiiskogo obscestva ikultury VIH-pervaiapolovina IX veka (Μόσχα-Λένινγκραντ, 1961), σελ. 87 κ.ε. "K voprosu ο gorode ν Vizantii VIII-IX vv", Vizantiiskii Vremennik, VI (1953), 113 κ.ε. M. J. Siuziumov, "Rol gorodov-emporiev ν istorii Vizantii", Vizantiiskii Vremennik, VIII (1956), 26 κ.ε.
- [←21]
-
E. Kirsten, "Die byzantinische Stadt", Berichte zum XI. Internationalem Byzantinisten- Kongress (Μόναχο, 1958), σελ. 14. Υπάρχουν ακόμη και αρχαιολογικά στοιχεία για την προσωρινή εξαφάνιση μερικών πόλεων, όπως για παράδειγμα του Κορασίου στη νότια Μικρά Ασία κατά τον 7ο αιώνα, Kazdan, "Vizantiiskie goroda", 186.
- [←22]
-
Kirsten, "Byzantinische Stadt", σελ. 28.
- [←23]
-
Ο Kazdan, "Vizantiiskie goroda", σελ. 187, είναι αμφίσημος σε αυτό το σημείο. Αποδίδει την παρακμή και σε κάποιο βαθμό την εξαφάνιση των βυζαντινών πόλεων στην εξαφάνιση της δουλοκτητικής μεθόδου παραγωγής. Προσθέτει όμως ότι αυτό επιταχύνθηκε σημαντικά από τις εισβολές ξένων λαών.
Η ιστορία των Αραβο-Βυζαντινών πολέμων και σχέσεων στη Μικρά Ασία δεν έχει ακόμη γραφτεί. Για την προγενέστερη περίοδο μπορεί κανείς να συμβουλευτεί τα ακόλουθα έργα: E. W. Brooks, "Byzantines and Arabs in the Time of the Early Abbassids, 750-813", English Historical Review, XV (1900), 728-747, XVI (1901), 84-92. "The Arabs in Asia Minor from Arabic Sources", Journal of Hellenic Studies, XVIII (1898), 182-208. W. Ramsay, "The War of Moslem and Christian for Possession of Asia Minor", Studies in the History and Art of the Eastern Provinces of the Roman Empire (Αμπερντήν, 1906), σελ. 281-301. J. Wellhausen, "Die Kampfe der Araber mit den Romaern in der Zeit der Umaijaden", Nachrichten von d. kon. Ges. der Wiss. zu Gottingen, Phil-hist. Kl. (1901), σελ. 414-447. M. Canard, "Les expeditions des Arabes centre Constantinople", Journal Asiatique, CVIII (1926), 61-121. H. Manandean, "Les invasions arabes en Armenie", Byzantion, XVIII (1948), 163-195. Για την μεταγενέστερη περίοδο, Vasiliev, Gregoire, Canard, Byzance et les Arabes, τομ. I-II (Βρυξέλλες, 1935, 1950). Glycatzi-Ahrweiler, "L'Asie Mineure et les invasions arabes (VIe-IXe siècles)", Revue historique, CCXXVII, (1962), 1-32.
- [←24]
-
F. Dölger, "Die frühbyzantinische und byzantinisch beeinflusste Stadt", Atti de 3° Congresso internazionale di studi sull' alto medioevo (Σπολέτο, 1958), σελ. 22-23. Zepos, J.G.R., I, 116.
- [←25]
-
Για αυτή τη βυζαντινή «δημοκρατία» κατά τη διάρκεια της προγενέστερης περιόδου, G. Manoljovic, "Le peuple de Constantinople", Byzantion, VI (1936), 617-716. Vryonis, "Byzantine Circus Factions and Islamic Futuwwa Organizations (neaniai, fityan, ahdath)", Byzantinische Zeitschrift, LVIII (1965), 46-59. A. Marciq, "La duree du regime des partis populaires a Constantinople", και "Factions de cirque et partis populaires", Bulletin de la classe des lettres et des sciences morales et politiques, XXXV (1949), 63 κ.ε., και XXXVI (1950), 396-421. Για την μεταγενέστερη περίοδο, Vryonis, "Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century", D.O.P., XVII (1963), 289-314. F. Cognasso, Partiti politici e lotte dinastiche in Bizanzio alia morte di Manuele Comneno. Reale Accademia delle scienze di Torino, 1911-12 (Τορίνο, 1912). Για γενική έρευνα, Δ. Ξανάλατος, Βυζαντινὰ μελετήματα. Συμβολὴ εἰς τὴν Ἰστορίαν τοῦ βυζαντινοῦ λαοῦ (Αθήναι, 1940).
- [←26]
-
Ahrweiler, "L'histoire et la géographie de la région de Smyrne entre les deux occupations turques (1081-1317), particulièrement au XIIIe siècle", Travaux et Memoires (Παρίσι, 1965), I, 103-104, 155 (εφεξής αναφερόμενο ως Ahrweiler, “Smyrne”).
- [←27]
-
Cod. Ιust., I.3.55. Ένας μεταγενέστερος κατάλογος επισκοπικών εδρών χρησιμοποιεί τους όρους επισκοπές και πόλεις εναλλακτικά:
πόλεις ἤτοι ἐπισκοπάς.
Gelzer, Ungedruckte und ungeniigend veroffentlichte Texte der Notitiae Episcopatum, Abh. der bay. Akad. der Wiss., LI (1901), 546 (εφεξής αναφερόμενο ως Gelzer, Notitiae Episcopatum). Ακόμη και τον 12ο αιώνα ο Βαλσαμών παρατηρεί ότι μόνο κατοικημένοι τόποι που είναι πολυάνθρωποι μπορούν να έχουν επίσκοπους. Οι πόλεις των οποίων ο πληθυσμός μειωνόταν, έχαναν το καθεστώς τους ως επισκοπές.
- [←28]
-
Cod. Ιust., I.4.18-26. E. Stein, Histoire du Bas-Empire, II (Παρίσι-Βρυξέλλες-Άμστερνταμ, 1949), II, 213.
- [←29]
-
Dölger, "Stadt", σελ. 16, 24-25.
- [←30]
-
Kazdan, "Vizantiiskie goroda", passim.
- [←31]
-
Το διάσημο απόσπασμα του Χουντούντ αλ-Αλάμ, που αναφέρεται συχνά, επισημαίνει ότι οι πόλεις ήσαν λίγες στο Ρουμ, V. Minorsky, Hudud al-'Alam. The Regions of the World: a Persian Geography, 372 A.H.-982 A.D. (Λονδίνο, 1937), σελ. 157 (εφεξής αναφερόμενο ως Hudud al-'Alam-Minorsky). Όμως στο προηγούμενο απόσπασμα, σελ. 156, κάνει την αντιφατική παρατήρηση ότι το Ρουμ έχει πολλές πόλεις και χωριά. Ο μεταφραστής και σχολιαστής του κειμένου, σελ. 40, παρατηρεί ότι στο σχετικό απόσπασμα υπάρχει σύγχυση, ως αποτέλεσμα εσφαλμένης αντιγραφής από άλλες πηγές. Μια χρήσιμη συλλογή για τις πόλεις και το εμπόριο υπάρχει στο A. Rudikov, Ocerki vizantiiskoi kultury po dannym greceskoi agiografii (Μόσχα, 1917). P. Tivcev, "Sur les cites byzantines aux XIe-XIIe siècles", Byzantine-Bulgarica, I (1962), 145-182. Επειδή το υλικό των πηγών είναι τόσο σπάνιο, έχουν συγκεντρωθεί τυχαίες πραγματικές πληροφορίες που καλύπτουν μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν υπάρχει πρόθεση να προσπαθήσουμε να προσκομίσουμε αστικές συνθήκες του 11ου αιώνα από γεγονότα που αφορούν παλαιότερους αιώνες. Υπάρχει μάλλον προσπάθεια να δοθεί μια γενική, αν και υποκειμενική, εικόνα των πόλεων κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου.
- [←32]
-
F. Dvornik, Vie de Gregoire Decapolite et les Slaves Macedoniens au IXe siècle (Παρίσι, 1926) σελ. 53. Θεοφάνης, I, 469. H. Vetters, "Zum byzantinischen Ephesos", Jahrbuch der osterreichischen byzantinischen Gesellschaft, XV (1966), 273-288. N. Μπἐης, «Μελετήματα σχετικά πρὸς τὴν μεσαιωνικὴν Ἔφεσον καὶ τὸν καλούμενον Θεολόγον», Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς, μέρος 2 (1953-54), σελ. 263-283. Ορισμένα παρατιθέμενα κείμενα που ακολουθούν υπάρχουν επίσης στο Kazdan, "Vizantiiskie goroda", σελ. 182-186.
- [←33]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 532, 554, 586. Το μοναστήρι, που έπαιρνε χρήματα από ευσεβείς δωρητές, αγόραζε πολλά από τα αναγκαία του στα καταστήματα της Εφέσου.
- [←34]
-
Στο ίδιο, 536.
- [←35]
-
Στο ίδιο, 556.
- [←36]
-
Στο ίδιο, 537, 540, 541. Αυτό φαίνεται να υπονοεί ότι κατά τον 11ο αιώνα συνέχιζαν να υπάρχουν στις επαρχίες ρυθμιζόμενες από το κράτος εταιρείες.
- [←37]
-
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Σαρακηνός, ο οποίος έχει μόλις προσηλυτιστεί στον χριστιανισμό στην Έφεσο, δέχεται διερμηνέα από τον μητροπολίτη Εφέσου, έτσι ώστε όταν πάει να δει τον Άγιο Λάζαρο, να μπορεί να συνομιλήσει μαζί του. Ίσως υπήρχε μικρή αποικία μουσουλμάνων εμπόρων στην Έφεσο, γιατί σε προηγούμενη περίοδο ο Ibn Khuradadhbih, B.G.A., VI, 106, αναφέρει την παρουσία ενός τζαμιού στην πόλη. Gelzer, Die Genesis, σελ. 83.
- [←38]
-
G. F. L. Tafel and G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handels-uni Staatsgeschichte der Republik Venedig (Βιέννη, 1856), I, 52 (εφεξής αναφερόμενο ως Tafel and Thomas, Urkunden).
- [←39]
-
The Pilgrimage of the Russian Abbot Daniel in the Holy Land 1106-1107 A.D., G. W. Wilson, P.P.T.S. (Λονδίνο, 1895), IV, 6 (εφεξής αναφερόμενο ως Daniel, P.P.T.S., IV). Για γενική εξέταση βλέπε τα παρακάτω: O. Benndorf, Zur Ortskunde und Stadtgeschichte von Ephesus (Βιέννη, 1905), I. W. Brockhoff, Studien zur Geschichte der Stadt Ephesus vom nachchristlichen Jahrhundert bis zum ihrem Untergang an der ersten Halfte des 15. Jahrhunderts (Ιένα, 1905). J. Keil, Ein Führer durch die Ruinenstadt und ihre Geschichte, 5η εκδ. (Βιέννη, 1964). "Ephesus", Oriens Christianus, 3η σειρά, VI (1931), 1-14. Ibn Battuta, H. A. R. Gibb, The Travels of Ibn Battuta (Καίμπριτζ, 1959) II, 444 (εφεξής αναφερόμενο ως Ιbn Battuta-Gibb). Οι C. Defremery και B. R. Sanguinetti, Voyages d'Ibn Batoutah (Παρίσι, 1854), II, 309 (εφεξής αναφερόμενο ως Ibn Battuta-Defrémery), σημείωναν ότι ήταν ακόμα καλοποτιζόμενη και ότι τα αμπέλια καλλιεργούνταν.
- [←40]
-
"Vie de Saint Athanase l'Athonite", A.B., XXV (1906), 81. AS Nov. ΙΙΙ, 579. Για τη γεωργία, το εμπόριο και την εξοτυκτική δραστηριότητα της περιοχής Σμύρνης, Ahrweiler, "Smyrne", passim.
- [←41]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 578. Ατταλειάτης, 223.
- [←42]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 658. Ο προσκυνητής του 8ου αιώνα WΙΙΙibaldus, Hodoeporicon S. Willibaldi, στο Itinera Hierosolymitana et Descriptiones Terrae Sanctae, επιμ. T. Toller και A. Molinier (Γενεύη, 1880), I2, 256, περιγράφει τη Φυγέλα ως «μεγάλη πόλη» (villam magnam). Για κάποιον λόγο ο Kazdan, "Vizantiiskie goroda", σελ. 194, παραθέτει τη Φυγέλα ως μία από τις «νέες πόλεις» που ισχυρίζεται ότι ιδρύθηκαν στα τέλη του 9ου και τον 10ο αιώνα, μετά την παρακμή των «παλαιών πόλεων». Όμως η Φυγέλα περιγράφεται ως μεγάλη πόλη το 723-726 ενώ, φυσικά, υπήρχε στους κλασικούς χρόνους, Στράβων 14.1.20. Για περαιτέρω αναφορές, Benndorf, "Ephesus", σελ. 73-75.
- [←43]
-
Οι Tafel and Thomas, Urkunden, I, 52, αναφέρουν τόσο τον Στρόβιλο όσο και τη Φώκαια. Ένας Στροβιλίτης έμπορος υπόσχεται στον προστάτη του άγιο το μισό από όλα τα κέρδη του από το θαλάσσιο εμπόριο αν επιστρέψει με ασφάλεια, AS Nov. ΙΙΙ, 532-533. Ο Στρόβιλος είχε επίσης εβραϊκή αποικία, J. Starr, The Jews in the Byzantine Empire (Αθήναι, 1939), σελ. 228. Ahrweiler, "Smyrne", σελ. 50-51, για τις Κλαζομενές ως λιμάνι και έδρα επισκοπής τον 11ο αιώνα.
- [←44]
-
J. Darrouzes, Epistoliers byzantins du Xe siècle (Παρίσι, 1960), σελ. 198-199. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε επίσης τον 13ο αιώνα μεταξύ των επικρατειών των Σελτζούκων και της Νικαίας, βλέπε κεφάλαιο 3 πιο κάτω.
- [←45]
-
Zepos, J.G.R., III, 386. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 720.
- [←46]
-
Michaelis Pselli Scripta Minora, επιμ. E. Drexl και F. Pertz (Mιλάνο, 1936, 1941), I, 333 (εφεξής αναφερόμενο ως Drexl and Pertz): αἰτία ἐμπορία καὶ πραγματικὰ συναλλάγματα.
- [←47]
-
Papadopoulos-Kerameus, Α.Ι.Σ., IV, 38, 387, 397. V. Laurent, La vie merveΙΙΙsuse de S. Pierre d'Atroa 837 (Βρυξέλλες, 1956), σελ. 109. Ιbn Battuta-Gibb, II, 450, σημείωνε ότι τις πηγές επισκέφτονταν ακόμη οι άρρωστοι στην εποχή του. Ibn Battuta-Defrémery, II, 318.
- [←48]
-
Μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής στελνόταν προφανώς στην Κωνσταντινούπολη, Géographie d'Edrisi, μεταφρ. P. A. Jaubert (Παρίσι, 1840), II, 302 (εφεξής αναφερόμενο ως Al-Idrisi-Jaubert).
- [←49]
-
Κεδρηνός, II, 428. Καλλιεργούσαν σιτάρι στην περιοχή και προμηθεύονταν ψάρια από τη λίμνη, AS Nov. IV, 643, 645. Πίστευαν ότι τα ψάρια και τα οστρακόδερμα θεράπευαν τον πυρετό και την παράλυση, Al-Idrisi-Jaubert, II, 304. Μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνας η Νίκαια ήταν σημαντικό κέντρο μεταξιού, A. M. Schneider, Romischen und byzantinischen Denkmaler aus Nicaea-Iznik (Βερολίνο, 1943), σελ. 5. Η βορειοδυτική Μικρά Ασία παρέμενε σημαντική περιοχή παραγωγής μεταξιού μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του μεταξιού των καταστημάτων της Κωνσταντινούπολης προερχόταν από αυτές τις περιοχές. Παραγόταν λάβδανο, ενώ επισκέπτονταν τα ιαματικά λουτρά της πόλης ακόμη και σε αυτήν την ύστερη χρονολογία. F. Taeschner, Al-Umari's Bericht iiber Anatolien in seinem Werke masalik al-absar fi mamalik al-amsar (Λειψία, 1929), σελ. 43 (εφεξής αναφερόμενο ως al-Umari-Taeschner). E. Quatremere, "Notices de l'ouvrage qui a pour titre: Mesalek etc.", στο Notices et extraits des mss. de la bibliotheque du Roi, XIII, (Παρίσι, 1838), 365-366 (εφεξής αναφερόμενο ως al-Umari-Quatremere). Ο Ιbn Battuta-Gibb, II, 453, σημειώνει ότι στα περίχωρα αφθονούσαν τα φρούτα, από τα οποία τα «παρθένα» σταφύλια αποτελούσαν την ειδικότητα της περιοχής. Ibn Battuta-Defrémery, II, 323-324.
- [←50]
-
AS Nov. IV, 642: Νίκαια ἡ πόλις πολλοῖς μὲν βρίθει τοῖς ἄλλοις καλοῖς, τῷ δὲ πρὸς ἐμπορείαν ἔχειν εὐφυῶς ἐκκαλεῖται τοὺς ἐπιτηδεύοντας τὸ χρῆμα πρὸς ἑαυτήν. ὅθεν καί τινες Ἑβραίων φυλῆς αὐτόσε κατοικοῦντες ἐμπορείας τε χάριν καὶ τῆς ἄλλης ἀφθονίας.
Έτσι τα Σύνναδα είχαν επίσης μικρή ομάδα Εβραίων τον ένατο αιώνα, AS Nov. IV, 629. Για έρευνα της ιστορίας της Νίκαιας, J. Sölch, "Historisch-geographische Studien über bithynischen Siedlungen", B.N.J., I, (1920), 263-337. A. M. Schneider and K. Karnopp, Die Stadtmauer von Iznik (Βερολίνο, 1938). Schneider, "The City Walls of Nicaea", Antiquity, XII (1938), 438.
- [←51]
-
Συνεχιστές Θεοφάνη, 464: πόλιν ἀρχαιόπλουτον καὶ πολύανδρον.
- [←52]
-
Ε. Honigmann, "Un itinéraire arabe à travers le Pont", A.E.P.H.O.S., IV (1936), 263 (εφεξής αναφερόμενο ως "Un itinéraire"). Είναι πολύ πιθανό ότι μερικοί από αυτούς ήσαν αιχμάλωτοι πολέμου.
- [←53]
-
Kazdan, "Vizantiiskie goroda", σελ. 183. A Conze, Stadt und Landschaft Pergamon (1913), I, 322-324.
- [←54]
-
B. Leib, Anne Comnene, Alexiade (Παρίσι, 1937), III, 143 (εφεξής αναφερόμενο ως Άννα Κομνηνή): … πολυανθρωποτάτη.
- [←55]
-
Tafel and Thomas, Urkunden, I, 52-53. Η Άβυδος ήταν σημαντικός σταθμός για την επιβολή ναυτικών διοδίων. Είχε επίσης εβραϊκή αποικία.
- [←56]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 720.
- [←57]
-
Darrouzes, Epistoliers byzantins, σελ. 209: ἕν ἀστεῖον ἐχόντι πάντως καὶ περισπούδαστον τὸ χοίρους καὶ ὄνους, βόας τε καὶ ἵππους καὶ πρόβατα τοὺς ἐν αὐτῷ κατοικοῦντας μεθ' ὅσης οὐκ ἄν εἴποι τις ἐπιμελείας ἐκδέχεσθαι καὶ διαπερᾷν καὶ τῇ βασιλίδι παραπέμπειν τὰ θρέμματα.
Ήταν ακόμη ένα σημαντικό κέντρο στο εμπόριο του 13ου αιώνα μεταξύ Βιθυνίας και Κωνσταντινούπολης. Nicholas Mesarites, Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Kaister turns und der Kirchenunion, επιμ. A. Heisenber'g Sitz. der bay. Akad. der Wiss. Philosoph.-philolog-Kl.i Abh. (1923), II, 39: πολίχνιον εὐπερίγραπτον μὲν, ἰσχυρὸν δὲ τὰ πολλά.
- [←58]
-
Προκόπιος, Περί κτισμάτων, V, iii, 17-20. Darrouzes, Epistoliers byzantins, σελ. 326, για την αποκατάσταση των λουτρών από τον Λέοντα ΣΤ’. Ο Λέων Χοιροσφάκτης συνέθεσε ένα ποίημα για τα λουτρά, S. G. Mercati, "Intorno all' autore del carme εἰς τὰ ἐν Πυθίοις Θερμά", Rivista degli studi orientali, Χ (1923-25), 241. Γ. Κόλιας, Λέων Χοιροσφάκτης (Αθήναι, 1939), σελ. 54.
- [←59]
-
Βλέπε για παράδειγμα στο Drexl και Pertz, I, 132, την περιγραφή του χωριού Ορεινή στη Βιθυνία που ανήκε στον Ψελλό.
- [←60]
-
Στις αρχές του 8ου αιώνα, οι δυνάμεις που εξεγέρθηκαν εναντίον του Αναστάσιου Β΄ μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτόν τον παράγοντα, για να συγκεντρώσουν μεγάλο στόλο εμπορικών σκαφών σε αυτήν την περιοχή, με τον οποίο να αντιταχθούν στον αυτοκράτορα. Θεοφάνης, I, 385: συλλαμβάνονται πλεῖστα μικρά τε καὶ μεγάλα πραγματευτικὰ σκάφη.
Αυτή η πλούσια περιοχή εξήγαγε είδη όπως σιτηρά, κεραμικά και μετάξι, Προκόπιος, Κρυφή Ιστορία, XXII, 17. Mesarites, Neue Quellen, II, 44. Al-Umari-Quatremere, σελ. 366. Al-Umari-Taeschner, σελ. 43.
- [←61]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 590: … περιφανὴς καὶ ὅτι ἀγχίαλος καὶ πλῆθος ἀεὶ τῶν πανταχόθεν εἰς αὐτὴν καταιρούντων… Κ. Lanckorohski, G. Niemann, and Ε. Petersen, Stadte Pamphyliens und Pisidiens (Βιέννη, 1890), 1.
- [←62]
-
AS Nov. IV: ἧς ἀφορμᾶν εἰώθησαν οἱ πλεῖστοι τῶν εἰς Κύπρον πορευομένων.
- [←63]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 659. Ο Ιbn Battuta-Gibb, II, 418, αναφέρει πηγές κρύου νερού και βερίκοκα που εξάγονταν στην Αίγυπτο. Ibn Battuta-Defrémery, II, 259-260. Ο Αl-Idrisi-Jaubert, II, δείχνει ότι αργότερα η Αττάλεια χτίστηκε σε διαφορετικό χώρο, αλλά αυτό ίσως αποτελεί σύγχυση με τη Σίδη.
- [←64]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 511.
- [←65]
-
Στο ίδιο, 590: … Σαρακηνοῖς, οἱ πολλοὶ περὶ τὴν Ἀττάλειαν τὸ τηνικάδε ἔτυχον ὄντες, ἐμπορίας χάριν κατάραντες.
- [←66]
-
Ζ. Ankori, Keraites in Byzantium (Νέα Υόρκη, 1959), σελ. 46-47. Starr, The Jews σελ. 26.
- [←67]
-
Ιταλοί κατέβαιναν στην Αττάλεια στα τέλη του 11ου αιώνα, Tafel and Thomas, Urkunden, I, 52, αλλά πιθανώς και νωρίτερα. Κατά την περίοδο του Ιbn Battuta-Gibb, II, 418, υπήρχαν Λατίνοι, Εβραίοι, Έλληνες και Μουσουλμάνοι στην πόλη.
- [←68]
-
Ibn Hawkal, B.G.A., ΙΙ1, 101-102. Darrouzes, Epistoliers byzantins, σελ. 198-199, εξήγαγαν σιτάρι στην περιοχή της Φρυγίας Η περιοχή των Συννάδων, για παράδειγμα, παρήγαγε μόνο κριθάρι. Βρισκόταν σε πολύ μεγάλο υψόμετρο για την καλλιέργεια της ελιάς ή του αμπελιού, ενώ για καύσιμα οι κάτοικοι έπρεπε να χρησιμοποιούν ζωική κοπριά, ζάρζακον, αντί για ξύλο. Ο Γουλιέλμος Τύρου, A History of Deeds Done beyond the Sea, μεταφρ. και σχολιασμός από F. A. Babcock και A. G. Krey, XVI, xxvi, σχολιάζει επίσης τη γονιμότητα του εδάφους. X. de Planhol, De la plaine pamphylienne aux lacs pisidiens. Nomadisme et vie paysanne (Παρίσι, 1958), σελ. 83-85. Για τη Σίδη, ανατολικά της Αττάλειας: A. M. Mansel, "Side", P.W., Supplementband X (1965), 879-918. Mansel, Die Ruinen von Side (Βερολίνο, 1963). Eyice, "L'eglise cruciforme byzantine de Side en Pamphylie", Anatolia, III (1958), 35-42. "La ville byzantine de Side en Pamphylie", Actes de X Congres International d'Etudes Byzantines 1955 (Ισταμπούλ, 1957) σελ. 130-133.
- [←69]
-
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, 93-94, καταγράφει την ιστορία κάποιου που ονομαζόταν Μαύρηξ, ο οποίος, αν και ταπεινής προέλευσης, έγινε πλούσιος και σπουδαίος από αυτό το θαλάσσιο εμπόριο.
- [←70]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 287.
- [←71]
-
Νικήτας Παφλαγών, P.G., CV, 421: Ἀμάστρα, ὁ τῆς Παφλαγονίας, μᾶλλον δὲ τῆς οἰκουμένης, ὀλίγου δεῖν, ὀφθαλμός, εἰς ἥν οἵ τε τὸ βόρειον τοῦ Εὐξείνου μέρος περιοικοῦντες Σκῦθαι, καὶ οἱ πρὸς νότον δὲ κείμενοι, ὥσπερ εἵς τι κοινὸν συντρέχοντες ἐμπόριον, τὰ παρ’ ἑαυτῶν τε συνεισφέρουσι, καὶ τῶν παρ' αὐτῆς ἀντιλαμβάνουσι. Eyice, "Deux anciennes églises byzantines de la citadelle d'Amasra (Paphlagonie)", Cahiers Archéologiques, VII (1954), 97-105.
- [←72]
-
Όταν ο Γεώργιος, ο επίσκοπος Αμάστριδος, χρειάστηκε να ταξιδέψει στην Τραπεζούντα, για να ελευθερώσει εμπόρους της Άμαστρης από τη φυλακή, Vasilievsky, Trudy (Αγ. Πετρούπολη), III, 43-47.
- [←73]
-
Νικήτας Παφλαγών, P.G., CV, 421: οὐδενὶ μὲν τῶν ἀπὸ γῆς ἤ θαλάσσης ἀγωγίμων σπανίζεται· πᾶσι δὲ τοῖς ἐπιτηδείοις δαψιλῶς εὐθυνουμένη, οἰκοδομήμασί τε λαμπροῖς καὶ τείχεσι καρτεροῖς, καὶ δὴ καὶ λιμέσι καλοῖς καὶ οἰκήτορσι ἄνωθεν περιφανεστάτοις κεχρημένη. S. Vailhé, "Amastris", D.H.G.E.
- [←74]
-
G. Van de Vorst, "Saint Phocas", A.B., XXX (1911), 289. Ο Άγιος Φωκάς ήταν προστάτης άγιος των εμπόρων και των ναυτικών, οι οποίοι αφιέρωναν πάντοτε στην εκκλησία του ένα μέρος του σιταριού το οποίο εμπορεύονταν. N. A. Oικονομίδης, «Ἅγιος ὁ Φωκᾶς ὁ Σινωπεύς. Λατρεία καὶ διάδοσις αὐτῆς», Ἀρχεῖον Πόντου, XVII (1952), 184-219.
- [←75]
-
Van de Vorst, "Saint Phocas", σελ. 289: ἤδη γάρ σοι κἀνταῦθα πανήγυρις τῶν μεγάλων. Ήταν επίσης o τόπος αυτοκρατορικού ταμείου τον 11ο αιώνα. Άννα Κομνηνή, II, 64.
- [←76]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Administrando Imperio, επιμ. G. Moravcsik και R. Jenkins (Ουάσιγκτον, 1967) σελ. 286-287 (εφεξής αναφερόμενο ως Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Adm. Imp.). G. Schlumberger, "Sceaux byzantins inedits", Revue Numismatique, 4η σειρά, IX (1905), 348-349, για τη σφραγίδα ενός κομμερκιάριου της Αμισού του 10ου-11ου αιώνα.
- [←77]
-
Zepos, J.G.R., III, 381. Οι έμποροι μεταξωτών ενδυμάτων χρησιμοποιούσαν αυτό το λινό για να φοδράρουν τους λεγόμενους βομβυκηνούς χιτώνες. Al-Idrisi-Jaubert, II, 393.
- [←78]
-
Papadopoulos-Kerameus, Sbornik ν istocnikov po istorii trapezundskoi imperii (Αγ. Πετρούπολη, 1897), σελ. 58 (εφεξής αναφερόμενο ως Papadopoulos-Kerameus, Ιst. trap. imp.). (Αυτό είναι από τα θαύματα του Αγίου Ευγένιου, του Ιωσήφ μητροπολίτη Τραπεζούντος):
ἤνθει μὲν γὰρ τὸ τηνικαῦτα καιροῦ ἡ Τραπεζοῦς ἥδε καὶ περίοπτος ἦν καὶ περίκλυτος, καὶ παρὰ πάσης, σχεδόν, γῆς ἐδοξάζετο· προύχοντές τε ὑπῆρχον ἐν αὐτῇ οὐκ ὀλίγοι καὶ στρατιῶται ἐπίλεκτοι, ἔμποροί τε πλεῖστοι καὶ ὄλβιοι, μοναὶ δὲ καὶ παρθενῶνες διαβεβοημέναι κατάπυκνοι καὶ πλῆθος λαοῦ οὐκοῦν ῥᾳδίως ἀρίθμητον.
Η πόλη είχε επίσης ορυχεία στην περιοχή, Papadopoulos-Kerameus, «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν Τραπεζοῦντος», Vizantiiskii Vremennik, XII (1906), 140. Χρύσανθος, «Ἡ ἐκκλησία Τραπεζοῦντος», Ἀρχεῖον Πόντου, IV-V (1936). H-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich (Μόναχο, 1959), σελ. 168-170, για βιβλιογραφία. Για τη μεταγενέστερη περίοδο, Σ. Λάμπρος, Βησσαρίωνος ἐγκώμιον εἰς Τραπεζοῦντα νῦν τὸ πρῶτον ἐκδιδόμενον κατὰ τὸν Μαρκιανὸν κώδικα (Αθήναι, 1916).
- [←79]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 56: πάνυ εὐήροτός ἐστι καὶ βαθεῖα καὶ εὔφορος … Για τη σφραγίδα του κριτή του θέματος τον 9ο-10ο αιώνα, βλέπε A. Bryer, "A Molybdobull of the Imperial Protospatharius Constantine, Krites of the Theme of Chaldia", Ἀρχεῖον Πόντου, XXVII (1966), 244-246. Βλέπε επίσης O. Lampsides, "Nicétas, Évêque inconnu de Trébizonde", Byzantinische Zeitschrift, LVII (1964), 380-381, για μια εκκλησιαστική σφραγίδα του 11ου και 12ου αιώνα (ή πιθανώς του 10ου αιώνα). H. Antoniadis-Bibicou, Recherches sur les douanes a Byzance. L’ "octava", le "kommerkion" et les commerciaires (Παρίσι, 1963), passim.
- [←80]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 49-50, 81.
- [←81]
-
Mas'udi, Les prairies d'or, κείμενο και μετάφραση, C. B. de Maynard και P. de Courteille (Παρίσι, 1914) II, 3 (εφεξής αναφερόμενο ως Mas'udi), αναφέρεται στην Τραπεζούντα ως αγορές.
- [←82]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 57-59. Την τηρούσαν επίσημα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, όταν οι τουρκικές εισβολές διέκοψαν τον εορτασμό.
- [←83]
-
Mas'udi, I, 3. Vasilievsky, Trudy, III, 43-47.
- [←84]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 40, 43.
- [←85]
-
Ankori, Keraites, σελ. 122-125. Η πρώτη αναφορά σε Εβραίους στη βυζαντινή Τραπεζούντα είναι το 1188, αλλά είναι πολύ πιθανό να βρίσκονταν εκεί νωρίτερα.
- [←86]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Adm. Imp., σελ. 216-217, αναφέρει ότι το εμπόριο έρρεε από την Τραπεζούντα προς την πόλη της Γεωργίας Αντρανούτσι. Η τελευταία απεικονίζεται ως πολύάσχολο, ευημερούμενο και εκτεταμένο εμπορικό κέντρο, με το εμπόριο να προέρχεται από την Τραπεζούντα, τη Γεωργία, την Αβασγία, την Αρμενία και τη Συρία. Συγκέντρωνε κομμέρκιον ἄπειρον, τεράστια τελωνειακά έσοδα.
- [←87]
-
Mas'udi, II, 45-47.
- [←88]
-
Στο ίδιο.
- [←89]
-
Istahri, B.G.A., I, 188. Al-Idrisi-Jaubert, II, 393. W. Heyd, Histoire du commerce du Levant au moyen age (Λειψία, 1923), I, 44.
- [←90]
-
Al-Idrisi-Jaubert, II, 393.
- [←91]
-
Θεοφάνης, I, 440. Έφερε 1.000 χτίστες και 200 σοβατζήδες.
- [←92]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Adm. Imp., σελ. 286-287: Ἰστέον, ὅτι εἰ ἀντάρωσί ποτε οἱ τοῦ κάστρου Χερσῶνος, ἢ ἐναντία τῶν βασιλικῶν κελεύσεων βουληθῶσι διαπράξασθαι, ὀφείλουσιν τηνικαῦτα, ὅσα εὑρεθῶσιν ἐν τῇ πόλει Χερσωνίτικα καράβια, μετὰ τοῦ γόμου αὐτῶν εἰσκομίζεσθαι, οἱ δὲ ναῦται καὶ ἐπιβάται Χερσωνῖται ἵνα δεσμεύωνται καὶ ἐναποκλείωνται εἰς τὰ ἐργαλεῖα, εἶθ' οὕτως ὀφείλουσιν ἀποσταλῆναι τρεῖς βασιλικοί· εἷς μὲν ἐν τῇ παραλίᾳ τοῦ θέματος τῶν Ἀρμενιάκων, ἕτερος δὲ ἐν τῇ παραλίᾳ τοῦ θέματος Παφλαγονίας καὶ ἄλλος ἐν τῇ παραλίᾳ τοῦ θέματος τῶν Βουκελλαρίων, ἵνα πάντα τὰ Χερσωνίτικα καράβια κρατῶσιν, καὶ τὸν μὲν γόμον καὶ τὰ καράβια εἰσκομίζωσιν, τοὺς δὲ ἀνθρώπους δεσμεύωσι καὶ ἐναποκλείωσιν εἰς δημοσίους φυλακάς, καὶ ἀναγάγωσι περὶ τούτων, καὶ ὡς ἂν δέξωνται. Πρὸς τούτοις ἵνα οἱ τοιοῦτοι βασιλικοὶ κωλύωσι καὶ τὰ Παφλαγονικὰ καὶ Βουκελλαρικὰ πλοῖα καὶ πλαγίτικα τοῦ Πόντου τοῦ μὴ διαπερᾶν ἐν Χερσῶνι μετὰ σίτου ἢ οἴνου ἢ οἱασδήποτε χρείας ἢ πραγματείας. Εἶθ' οὕτως ὀφείλει δέξασθαι καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ κόψαι καὶ τὰς δέκα λίτρας, τὰς διδομένας ἀπὸ τοῦ δημοσίου εἰς τὸ κάστρον Χερσῶνος, καὶ τὰς δύο τοῦ πάκτου, καὶ τηνικαῦτα ἀναχωρῆσαι ἀπὸ Χερσῶνος τὸν στρατηγὸν καὶ ἀπελθεῖν ἐν ἑτέρῳ κάστρῳ καὶ καθεσθῆναι ἐκεῖσε. Ὅτι ἐὰν οὐ ταξιδεύσωσιν οἱ Χερσωνῖται εἰς Ῥωμανίαν, καὶ πιπράσκωσι τὰ βυρσάρια καὶ τὰ κηρία, ἅπερ ἀπὸ τῶν Πατζινακιτῶν πραγματεύονται, οὐ δύνανται ζῆσαι.
- [←93]
-
Ο Ατταλειάτης, 148, αναφέρεται σε αυτήν ποικιλοτρόπως ως πολιτείαν, μεγάληv . . . χωρόπολιν. Ο Κεδρηνός, II, 577, ως κωμόπολις … μυρίανδρος καὶ πολὺν πλοῦτον ἔχουσα. Ζωναράς, III, 638: κωμόπολις δ' ἦν τούτῳ πληθὺς δ' ἐνῴκει αὐτῷ, ἵν' οὕτως εἴποιμι, καὶ ἀριθμόν ὑπερβαίνουσα, ἔμποροι δ' ἦσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ πλοῦτος ἦν αὐτοῖς περιττός.
- [←94]
-
Κεδρηνός, II, 577.
- [←95]
-
Ατταλειάτης, 148: καὶ παντοίων ὠνίων, ὅσα Περσική τε καὶ Ἰνδικὴ καὶ ἡ λοιπὴ Ἀσία φέρει, πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον φέρουσα. Η κατάσταση ήταν σχεδόν ίδια στις ημέρες του Ιουστινιανού Α΄, Προκόπιος, Υπέρ πολέμων, 2.25.2: καὶ πεδία μὲν ἐνταῦθα ἱππήλατά ἐστι, κῶμαι δὲ πολλαὶ πολυανθρωπότατοι ᾤκηνται ἀγχοτάτω ἀλλήλαις καὶ πολλοὶ ἔμποροι κατ' ἐργασίαν ἐν ταύταις οἰκοῦσιν. ἔκ τε γὰρ Ἰνδῶν καὶ τῶν πλησιοχώρων Ἰβήρων πάντων τε ὡς εἰπεῖν τῶν ἐν Πέρσαις ἐθνῶν καὶ Ρωμαίων τινῶν τὰ φορτία ἐσκομιζόμενοι ἐνταῦθα ἀλλήλοις ξυμβάλλουσι.
Το Chronique de Matthieu d'Edesse (962-1136) avec la continuation de Gregoire le pretre jusqu'en 1162, μεταφρ., E. Dulaurier (Παρίσι, 1858), σελ. 83-84 (εφεξής αναφερόμενο ως Ματθαίος Εδέσσης), δἰνει λεπτομέρειες για τον πλούτο και τον μεγάλο πληθυσμό.
- [←96]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Adm. Imp., σελ. 208, 214.
- [←97]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 123. Ατταλειάτης, 79: πόλις ἐστὶ μεγάλη καὶ πολυάνθρωπος.
- [←98]
-
Είναι μια από τις λίγες βυζαντινές πόλεις, της οποίας η προσωπικότητα λάμπει στιγμιαία μέσα στο σκοτάδι της χωρίς πηγές περιόδου. Στα μέσα του 11ου αιώνα ο Τογρούλ προσπάθησε να καταλάβει την πόλη, αλλά ύστερα από λυσσαλέα πολιορκία που δεν ήταν επιτυχής, αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Τότε οι κάτοικοι του Μαντζικέρτ έβαλαν ένα γουρούνι σε βαλλίστρα (μηχανικό τόξο) και το εκτόξευσαν στο στρατόπεδο του σουλτάνου με την κραυγή: «Σουλτάνε! πάρτε αυτό το γουρούνι για γυναίκα και θα σου δώσουμε το Μαντζικέρτ ως προίκα». Ματθαίος Εδέσσης, 101-102. Ο AI-Idrisi-Jaubert, II, 328, περιγράφει ένα εμπόριο αλατισμένων ψαριών που παίρνονταν από τη λίμνη Βαν και πηλού για πιατικά.
- [←99]
-
Ο Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 107 κ.ε., παρατηρεί ότι ο πληθυσμός του ήταν τόσο μεγάλος, όσο η άμμος της θάλασσας. Οι Συνεχιστές Θεοφάνη, 415, 416-417, την αποκαλούν τον 10ο αιὠνα, … τὸ ἐπίσημον καὶ ἐξάκουστὸν καὶ πάνυ ὀχυρὸν καὶ δυνατὸν κάστρον… Μελιτηνή και οι γύρω πόλεις ήσαν ευημερούσες, σελ. 416: πολυφόρους τε καὶ πιοτάτας οὔσας καὶ οἵας πολλὰς παρέχειν προσόδους. Η ίδια η Μελιτηνή έφερνε μεγάλο εισόδημα στο στέμμα: ταύτην οὖν … εἰς κουρατωρίαν ἀποκαταστήσας ὁ βασιλεὺς πολλὰς χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου ἐκεῖθεν δασμοφορεῖσθαι ἐτησίως πεποίηκεν. G. Ficker, Erlasse des Patriarchen von Konstantinopel Alexios Studites (Κίελο, 1911), σελ. 28: πόλις μὲν ἡ Μελιτηνὴ μεγάλη καὶ πολυάνθρωπος, πόλις ἀρχαία καὶ ἐπίσημος, ἐν καλῷ ἀέρος κειμένη καὶ χώρᾳ ὑπ' αὐτὴν ὀλβίᾳ καὶ ἀγαθῇ, οὐ τοῖς ἀναγκαίοις μόνον εἰς βίον ἀλλὰ καὶ τοῖς περιττοῖς εἰς τέρψιν εὐθυνουμένην. Ίσως όμως αυτό το εγκώμιο αντιγράφηκε από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού, βλέπε Honigmann, "Malatya", EΙ1.
- [←100]
-
Το Chronique de Michel le Syrien Patriarche Jacobite d'Antioch, επιμ. και μεταφρ. J-B. Chabot (Παρίσι, 1905), III, 130-131 (εφεξής αναφερόμενο ως Μιχαήλ Σύριος), λέει ότι οι Έλληνες αρνήθηκαν να εγκατασταθούν εκεί και έτσι ο Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε από τους Σύριους και την εκκλησία τους να μετακινηθούν στη Μελιτηνή, καθώς ήσαν συνηθισμένοι να ζουν μεταξύ δύο λαών.
- [←101]
-
Ficker, Erlasse, passim. Μιχαήλ Σύριος, III, 136.
- [←102]
-
Έτσι, τον 11ο αιώνα, ένας πλούσιος κάτοικος της Μελιτηνής, ένας Σύριος χριστιανός, λέγεται ότι είχε ελευθερώσει 15.000 χριστιανούς από τους Τούρκους με πληρωμή λύτρων, με πέντε δηνάρια το κεφάλι, Μιχαήλ Σύριος, III, 146. Ο Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 107-108, λέει ότι ήταν γεμάτη χρυσό, ασήμι, πολύτιμους λίθους, χρυσοκἐντητα και ανθρώπους. Η Χρονογραφία του Γρηγόριου Αμπούλ Φαράτζ του Γιου του Ααρών, του Εβραίου γιατρού κοινώς γνωστού ως Μπαρ Εβραίου, όντας το πρώτο μέρος της δικής του Πολιτικής Ιστορίας του Κόσμου, μεταφρ. E. A. W. Budge (Λονδίνο, 1932), I, 178 (εφεξής αναφερόμενο ως Μπαρ Εβραίος), αναφέρει την ιστορία των τριών γιων κάποιου Άμπου Ιμρούμ, που ήσαν τόσο πλούσιοι, που έκοβαν το αυτοκρατορικό χρυσό νόμισμα με δικά τους έξοδα και, επιπλέον, αναφέρεται ότι είχαν δανείσει στον Βασίλειο Β’ 100 κεντηνάρια χρυσού. Τον 11ο αιώνα αυτοί οι Σύριοι χριστιανοί έμποροι της Μελιτηνής ήσαν πολύ δραστήριοι στο εμπόριο, εργαζόμενοι στην Κωνσταντινούπολη και στα εδάφη υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Τόσο οι Αρμένιοι όσο και οι Σύριοι είχαν τη δική τους εκκλησία και εταιρία εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα τα τείχη της πόλης (που καταστράφηκαν τον 10ο αιώνα από τους Βυζαντινούς) ξαναχτίστηκαν με δαπάνες των πλούσιων Συρίων κατοίκων. Μιχαήλ Σύριος, III, 165.
- [←103]
-
Ο Κεδρηνός, II, 502, αναφέρει ότι ο ετήσιος φόρος, ο οποίος πήγαινε στο ταμείο της Κωνσταντινούπολης, ήταν πενήντα λίμπρες χρυσού. Η Έδεσσα είναι μια από τις λίγες πόλεις για τις οποίες υπάρχουν πληθυσμιακά στοιχεία. Σύμφωνα με τον Sawiras ibn al-Mukaffa', History of the Patriarchs of the Egyptian Church, μεταφρ. και επιμ. A. S. Attiya και Y. Abd al-Masih (Κάιρο, 1959), II, iii, 305 (εφεξής αναφερόμενο ως Sawirus ibn al-Mukaffa'), η πόλη είχε το 1071-1072 20.000 Σύριους, 8.000 Αρμένιους, 6.000 Έλληνες και 1.000 Λατίνους σε σύνολο 35.000. Για περαιτέρω συζήτηση του πληθυσμού των πόλεων βλέπε πιο κάτω. Η Έδεσσα ἠταν σημαντικό κλωστοϋφαντουργικό κέντρο και πριν από την καταστροφή της από τους Τούρκους τον 12ο αιώνα κατοικούνταν από εμπόρους μεταξιού, υφαντές, τσαγκάρηδες και ράφτες. Ghabot, "Un episode de l'histoire des Croisades", Melanges offerts a M. Gustave Schlumberger (Παρίσι, 1924), I, 173-174. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν γενναία στους Τούρκους.
- [←104]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 48, 130.
- [←105]
-
Gibb, "Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate", D.O.P., IXI (1958), 230-231, G. Le Strange, Baghdad during the Abbasid Caliphate from Contemporary Arabic and Persian Sources (Οξφόρδη, 1924), σελ. 149, δείχνει την παρουσία Ελλήνων στη Βαγδάτη. Βλέπε επίσης Yakubi, Les pays, μεταφρ. G. Wiet (Κάιρο, 1937), σελ. 22. Υπάρχει μια ιδιαίτερα σημαντική αναφορά σε αυτήν τη συνθήκη που συνήφθη μεταξύ των Βυζαντινών και των Χαμδανιδών το 969-970, που μεταφράστηκε από το αραβικό κείμενο από τον Canard, Histoire de la dynastie des Hamdanides de Jezira et de Syrie (Αλγέρι, 1951), I, 835:
«Όσον αφορά τη δεκάτη που επιβάλλεται (η οποία προέρχεται από) τη γη του Ρουμ, οι τελωνειακοί υπάλληλοι του αυτοκράτορα θα καθίσουν δίπλα στους τελωνειακούς υπαλλήλους του Καργκαβαΐχ και του Μπακτζούρ και σε όλα τα εμπορεύματα όπως χρυσό, ασήμι, ελληνικό χρυσοκέντητο, ακατέργαστο μετάξι, πολύτιμους λίθους, κοσμήματα , μαργαριτάρια, εκλεκτά μεταξωτά υφάσματα, οι αυτοκρατορικοί τελωνειακοί υπάλληλοι θα επιβάλλουν τη δεκάτη: σε (συνηθισμένα) υφάσματα, λινά υφάσματα, μεταξωτά υφάσματα με λουλούδια διαφόρων χρωμάτων, ζώα και άλλα εμπορεύματα, θα είναι οι τελωνειακοί υπάλληλοι του επιμελητή και του Bakjur μετά από εκείνους που θα επιβάλλουν τη δεκάτη. Μετά από αυτούς, όλοι αυτοί οι δασμοί θα εισπράττονται από τους αυτοκρατορικούς τελωνειακούς υπαλλήλους»
En ce qui concerne la dime prelévée sur (se qui vient du) pays des Rum, des douaniers de l'empereur siégeront à cotè des douaniers de Qargawaih et Bakjur, et sur toutes les merchandises comme or, argent, brocart grec, soie non travaillée, pierres précieuses, bijoux, perles, étoffes de soie fines (sundus), les douaniers impèriaux prelévéront la dime; sur les étoffes (ordinaires), les étoffes de lin, les étoffes de soie à fleurs de diverses couleures (buzyun), les animaux et autres merchandises, ce seront les douaniers du chambellan et de Bakjur après lui qui préléveront la dime. Après eux tous ces droits seront perçus par les douaniers impériaux.
Για πλήρη ανάλυση αυτής της συνθήκης που διασώζεται στον Kamal al-Din, βλέπε Canard, Hamdanides, σελ. 833-837. Το άρθρο 21 αναφέρεται σε καραβάνια που έρχονται από το Βυζάντιο στην επικράτεια του Ισλάμ. Canard, "Les relations politiques et sociales entre Byzance et les Arabes", D.O.P., XVIII (1964), 48-55. Εκτός από την εμπορική και βιομηχανική της σημασία, η βυζαντινή Μεσοποταμία ήταν επίσης σημαντικός παραγωγός σιταριού, Liudprand, Legatio, επιμ. J. Becker στο Die Werke Liudprands von Cremona, 3η εκδ., Scriptores rerum germanicarum in usum scholarum ex Monumentis Germaniae Historicis separatim editi (Αννόβερο-Λειψία, 1915), σελ. 198.
- [←106]
-
Κεδρηνός, II, 414-415. Ζωναράς, III, 502. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 4. Ο Κίνναμος, 180, τον 12ο αιώνα θεωρεί ακόμη την Ανάζαρβο ως πόλιν περιφανῆ. Ο Νικήτας Χωνιάτης, 33, λέει για την Ανάζαρβο, κουροτρόφος οὖσα καὶ πολυάνθρωπος. Al-Idrisi-Jaubert, II, 133, η Ανάζαρβος παρήγαγε φρούτα σε μεγάλη αφθονία. M. Gough, "Anazarbus", Anatolian Studies, II (1952), 85-150.
Δυστυχώς λείπει εδώ το πρωτογενές υλικό. Στην ανατολική Μικρά Ασία, πληροφορίες που διασώζονται από τους Ισλαμιστές, Συριακούς και Αρμένιους συγγραφείς, οι οποίοι είναι επαρχιακού χαρακτήρα, αποκαλύπτουν περιστατικά γεγονότα σχετικά με τις πόλεις αυτής της περιοχής. Για τη βόρεια και δυτική Ανατολία, οι βίοι αγίων, που έχουν επίσης τοπικό χαρακτήρα, έχουν διασώσει σημαντικές πληροφορίες. Αλλά για τη νότια και την κεντρική Ανατολία έχουμε μόνο τα βυζαντινά χρονικά και αυτά αφορούν μόνο την πρωτεύουσα.
- [←107]
-
Κεδρηνός, II, 423: πόλις … ἐν ἀποκρήμνῳ πέτρᾳ κειμένη, πολυάνθρωπος καὶ πλούτῳ περιβριθής. Ζωναράς, III, 54: πολυπληθῆ πόλιν. Ο Βάρδας Σκληρός κατά τη διάρκεια της εξέγερσής του κατάφερε να συγκεντρώσει σημαντικά χρηματικά ποσά από τους κατοίκους της. Ζωναράς, III, 541.
- [←108]
-
Ο Νικηφόρος Φωκάς επαναποίκισε την Ταρσό μετά την κατάκτησή της. Μπαρ Εβραίος, I, 171: «Και η Ταρσός (ξανα) χτίστηκε, και ήταν εξαιρετικά ευημερούσα, και η προσφορά τροφίμων σε αυτήν ήταν τόσο άφθονη, που 12 λίτρα ψωμιού πωλούνταν για μία δραχμή (zuza). Και πολλοί από τους πολίτες της επέστρεψαν στην Ταρσό και μερικοί από αυτούς βαφτίστηκαν και έγιναν χριστιανοί. Άλλοι παρέμειναν στην πίστη τους, αλλά όλα τα παιδιά τους βαφτίστηκαν». Ο Σκυλίτζης, II, 703, αναφέρει τα Άδανα ως πόλιν. Βλέπε Tafel and Thomas, Urkunden, I, 52, για αναφορά στα εμπορικά λιμάνια της νότιας Ανατολίας. Ο Al-Idrisi-Jaubert, II, 133, αναφέρεται στα Άδανα και την Ταρσό ως μεγάλες πόλεις με δραστήριο εμπόριο και υπέροχα πέτρινα παζάρια. Είτε αναφέρεται σε συνθήκες του 11ου αιώνα ή αλλιώς στην περίοδο της ανακατάκτησης και ανοικοδόμησης των πόλεων της περιοχής υπό τον Αλέξιο Κομνηνό. Η Σελεύκεια, αφού ξαναχτίστηκε, προσέλκυσε Εβραίους εμπόρους από την Αίγυπτο ως εποίκους. Ankori, Keraites, σελ. 117. S. Goitein, "A Letter of Historical Importance from Seleuceia (Selefke), Cilicia, dated 21 July 1137", αγγλική περίληψη του άρθρου στο Tarbiz, XXVII (1958), vii-viii.
- [←109]
-
Όταν ο Αλ-Χαράουι, Guide des lieux de pelerinage, μεταφρ. J. Sourdel-Thomine (Δαμασκός, 1957), σελ. 133, ταξίδευε στην Ανατολία στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ο βυζαντινός ιππόδρομος και τα λουτρά φαίνονταν ακόμη. Για μια περιγραφή του ιερού του Αγίου Βασιλείου, βλέπε Ατταλειάτης, 94.
- [←110]
-
Ατταλειάτης, 135: ἦν γὰρ τότε πλήθει τε καὶ μεγέθει ἀνδρῶν τε καὶ οἰκιῶν καὶ τῶν ἄλλων χρηστῶν καὶ ζηλωτῶν διαφέρουσα, καὶ ζώων παντοδαπῶν γένη τρέφουσα. W. Pfeifer, Die Passlandschaft von Nigde. Ein Beitrag zur Siedlungs-und Wirtschaftsgeograpkie von Inneranatolien (Γκράισεν, 1957). Ζωναράς, III, 693: ἀνθρώπων τε πολυπλήθειαν ἔχον καὶ πᾶσι τοῖς δοκοῦσι ἀγαθοῖς εὐθηνούμενον.
Ως πρωτεύουσα των Σελτζούκων συνέχιζε να είναι μεγάλη πόλη. Όταν τα μέλη της Τρίτης Σταυροφορίας πέρασαν από την πόλη, σημείωσαν ότι ήταν μεγαλύτερη από την πόλη της Κολωνίας. Ο Al-Idrisi-Jaubert, II, 310, την περιγράφει ως όμορφη πόλη στην οποία συνέκλιναν διαδρομές. Όταν την επισκέφτηκε ο Ιbn Battuta-Gibb, II, 430, το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, ήταν ακόμη εντυπωσιακή πόλη, αλλά σύντομα παρήκμασε. Ibn Battuta-Defrémery, II, 281.
- [←111]
-
Ansbert, επιμ. Ghroust, Monumenta Germaniae Historica, S.R.G., Nova Series, V (Βερολίνο, 1928), 75 (εφεξής αναφερόμενο ως Ansbert). Ο Al-Umari-Quatremere, σελ. 355, συνέκρινε τους κήπους της πόλης με εκείνους της Δαμασκού. Οι αγορές αφθονούσαν με φρούτα, σταφύλια, ρόδια και κρασί.
- [←112]
-
Νικήτας Χωνιάτης, 230: πόλιν εὐδαίμονα καὶ μεγάλην. Με τη σταθεροποίηση των σχέσεων μεταξύ Κόνυα και Βυζαντινών στα τέλη του 12ου αιώνα, η πανήγυρις ανέκαμψε και συμμετείχαν σε αυτήν κάτοικοι της Λυδίας, Ιωνίας, Καρίας, Παφλαγονίας και Ικονίου, βλέπε κεφάλαιο 3. Η εκκλησία, με τα ψηφιδωτά της, ήταν μεγαλύτερη από την εκκλησία του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη, Νικήτας Χωνιάτης, 523-524. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 388. Για αναφορές στην εκκλησία ως τόπο προσκυνήματος, βλέπε πιο κάτω.
- [←113]
-
Ibn Buttuta-Gibb, II, 425. Ibn Battuta-Defrémery, II, 271-272. Η παράδοση της κλωστοϋφαντουργίας στην περιοχή της Λαοδίκειας ήταν ήδη διάσημη την εποχή του γεωγράφου Στράβωνα, 12.8.16. Το χρυσό κέντημα που αναφέρει ο Ιμπν Μπατούτα ήταν ειδικότητα των τεχνιτών της Λυδίας και της Φρυγίας στην αρχαιότητα, Broughton, Asia Minor, σελ. 818.
- [←114]
-
Για συζήτηση αυτών των μικρότερων πόλεων, W. Ramsay, The Historical Geography of Asia Minor (Λονδίνο, 1890) (εφεξής αναφερόμενο ως Ramsay, Geography), και του ιδίου, The Cities and Bishoprics of Phrygia, Being an Essay of the Local History of Phrygia from the Earliest Times to the Turkish Conquest (Οξφόρδη, 1895-97) (εφεξής αναφερόμενο ως Ramsay, Phrygia).
- [←115]
-
Vasilievsky and Nekitene, "Skazaniia 42 amoriiskikh mucenikakh i tserkovnaia sluzba", Zapiski imperatorskoi akademii nauk, ser. VIII, τομ. VII, αριθ. 2, σελ. 11: πόλις μεγίστη ἐν τοῖς ἀνατολικοῖς τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐπικρατείας μέρεσιν … ἐπίσημός τε καὶ περιφανὴς καὶ πρώτη τῶν μετὰ τὴν βασιλεύουσαν καὶ τῶν ἁπασῶν πόλεων προκαθημένη, τὰ μάλιστα πολυάνθρωπος καὶ πλῆθος ἀμύθητον πολιτικόν τε… Canard, "Ammuriya", ΕΙ2.
- [←116]
-
Συνεχιστές Θεοφάνη, σελ. 42.
- [←117]
-
Ατταλειάτης, 121. Ζωναράς, III, 692, οι Τούρκοι σκότωσαν μεγάλο αριθμό κατοίκων όταν κατέστρεψαν τον Αμόριον στη βασιλεία του Ρωμανού Δ’. Ο Al-Idrisi-Jaubert, II, 301, 307, το αναφέρει ως όμορφη πόλη με σαράντα πύργους και ως εμπορικό κέντρο όπου συναντιούνταν εμπορικές διαδρομές, αλλά είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η περίοδος στην οποία αναφέρεται.
- [←118]
-
Κίνναμος, 294-295: Τὸ δὲ Δορύλαιον τοῦτο ἦν μὲν ὅτε πόλις ἦν μεγάλη τε εἴπερ τις τῶν ἐν Ἀσίᾳ καὶ λόγου ἀξία πολλοῦ. αὔρα τε γὰρ τὸν χῶρον ἁπαλὴ καταπνεῖ, καὶ πεδία παρ' αὐτὴν τέταται λειότητός τε ἐπὶ πλεῖστον ἥκοντα καὶ ἀμήχανόν τι προφαίνοντα κάλλος, οὕτω μέντοι λιπαρὰ καὶ οὕτως εὔγεω, ὡς τήν τε πόαν δαψιλῆ μάλιστα ἐκδιδόναι καὶ ἁβρὸν παρέχεσθαι ἄσταχυν. ποταμὸς δὲ διὰ τοῦ τῇδε τὸ νᾶμα πέμπει καὶ ἰδέσθαι καλὸς καὶ γεύσασθαι ἡδύς. πλῆθος ἰχθύων τοσοῦτον δὲ ἐννήχεται τούτῳ, ὅσον εἰς δαψίλειαν τοῖς τῇδε ἁλιευόμενον ἐλλιπὲς οὐδαμῆ γίνεσθαι. ἐνταῦθα Μελισσηνῶν ποτε καίσαρι οἰκίαι τε ἐξῳκοδόμηνται λαμπραὶ καὶ κῶμαι πολυάνθρωποι ἦσαν θερμά τε αὐτόματα καὶ στοαὶ καὶ πλυνοὶ, καὶ ὅσα ἀνθρώποις ἡδονὴν φέρει, ταῦτα δὴ ὁ χῶρος ἄφθονα παρεῖχεν.
- [←119]
-
Ramsay, Geography, σελ. 202, 207.
- [←120]
-
Τα μεσαιωνικά τείχη της και μόνο δείχνουν τη σημασία της. Ο Βρυέννιος, 64-65, λέει ότι σε μια από τις πολυάριθμες εκστρατείες του εναντίον των Τούρκων, ο αδελφός του Αλέξιου Κομνηνού συνελήφθη. Για να τον ελευθερώσει με λύτρα υποχρεώθηκε να συγκεντρώσει χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Μπόρεσε να το κάνει αυτό από την πλούσια Άγκυρα και τις γειτονικές πόλεις υποσχόμενος να εξοφλήσει το δάνειο με τόκο, πολλοὶ γὰρ τῶν εὐπόρων χρυσίον πεπόμφασιν αὐτῷ. Για τη βυζαντινή Άγκυρα, G. De Jerphanion, "Melanges d'archeologie anatolienne", Melanges de I'Universite St. Joseph, XIII (1928), 144-293. Gregoire, "Inscriptions historiques d'Ancyre", Byzantion, IV (1927-28), 437-468. "Michel III et Basile le Macedonien dans les inscriptions d'Ancyre", Byzantion, V (1929), 327-346. P. Wittek, "Zur Geschichte Angoras im Mittelalter", Festschrift Georg Jacob (Λειψία, 1932), 329 κ.ε. C. Karalevsky, "Ancyre", D.H.G.E.
- [←121]
-
Ρ. de Lagarde and J. Bollig, Johannis Euchaitarum metropolitae quae supersunt in cod. Vaticano graeco 676 (Βερολίνο, 1882) σελ. 131-134, 207 (εφεξής αναφερόμενο ως Ιωάννης Μαυρόπους-Lagarde): … πολυάνθρωπον πόλιν. AS Nov. IV, 54.
- [←122]
-
Ψελλός-Renauld, II, 166:τὸ δὲ πάσης γλώττης βοώμενον πτάλισμα. Το Cecaumeni strategicon et incerti scriptoris de offiiciis regiis libellus (Πετρούπολις, 1896) σελ. 72 (εφεξής αναφερόμενο ως Κεκαυμένος), αναφέρει την ύπαρξη μιας σημαντικής κρατικής φυλακής, της μαρμαρωτῆς. Ο Αλέξιος Κομνηνός αναγκάστηκε να βασιστεί στους πλούσιους κατοίκους της Αμάσειας, για να συγκεντρώσει τα χρήματα των λύτρων για να αγοράσει τον Ρουσέλ από τους Τούρκους, Άννα Κομνηνή, Ι, 13: τοὺς τὰ πρῶτα φέροντας καὶ χρημάτων εὐποροῦντας. Όμως οι πλούσιοι κάτοικοι της Αμάσειας υποκίνησαν τους φτωχούς της πόλης σε ταραχές, σε αντίθεση με το προτεινόμενο δάνειο. Vailhé, "Amaseia", D.H.G.E.
- [←123]
-
Vryonis, "The Question of the Byzantine Mines", Speculum, XXXVIl (1962), 7-8. Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν για πρώτη φορά στην περιοχή, οι κάτοικοι αναζήτησαν καταφύγιο στα ορυχεία, τα οποία εξακολουθούσαν να λειτουργούν τον 13ο-14ο αιώνα, τότε που έμποροι από τον μουσουλμανικό κόσμο έρχονταν να αγοράσουν το μέταλλο.
- [←124]
-
Όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στη Σεβάστεια τον 11ο αιώνα, οι εκκλησίες με τους ψηλούς θόλους τους ήσαν τόσο πολλές, που οι Τούρκοι στην αρχή δίσταζαν να μπουν. Εκείνη την εποχή ήταν πόλη με πολλούς κατοίκους και πλούσιους σε χρυσό, ασήμι, πολύτιμους λίθους και μεταξωτά, Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 111-112. Η Αργυρούπολη, η τουρκική Γκουμούσχανε, ήταν πόλη ορυχείων, και όταν την πήραν οι Ντανισμέντ, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, έκοψαν τα πρώτα τους νομίσματα από το μέταλλο που εξορυσσόταν εκεί. Οι εξορυκτικές παραδόσεις των Ελλήνων αυτής της πόλης ήσαν ακόμη ζωντανές τον 19ο αιώνα, βλέπε κεφάλαιο 7. Ο Μπαρ Εβραίος, I, 223, αναφέρει εμπόρους υφασμάτων στη Δοκεία του 11ου αιώνα.
- [←125]
-
Minorsky, "Marvazi and the Byzantines", Annuaire de I'institut philologique et historique orientales et slaves, X (1950), 462-464. Καραβάνια ταξίδευαν από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου είχαν τις αποθήκες τους. Επίσης Μιχαήλ Σύριος, III, 185, 166-167. Οι διαδρομές παρέχονται στο Ibn Khuradadhbih, B.G.A., VI, 101 κ.ε. Σχετικά με την εισαγωγή βυζαντινών ειδών πολυτελείας στην Αίγυπτο στα τέλη του10ου αιώνα, K. Roder, "Das Mina im Bericht iiber die Schatze der Fatimiden", Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, LXXXIX (1935), 363-371.
- [←126]
-
O Minorsky, "Marvazi", σελ. 462-464, περιγράφει τους Βυζαντινούς ως «προικισμένους στη χειροτεχνία και επιδέξιους στην κατασκευή (διαφόρων) αντικειμένων, υφασμάτων, χαλιών…». Είναι κατώτεροι μόνο από τους Κινέζους σε αυτές τις δεξιότητες (θέμα που επανεμφανίζεται στο Mathnawi του Τζαλαλαντίν Ρουμί τον 13ο αιώνα). Οι χριστιανικές επιγραφές από την Ανατολία, αν και ελλιπείς (Gregoire, Recueil des inscriptions grecques chretiennes d'Asie Mineure (Παρίσι, 1922), I, 21, 27, 91), περιλαμβλανουν τις επιτύμβιες στήλες μαρμαράδων από τις περιοχές Σμύρνης του 10ου αιώνα, Τράλλεων 8ου έως 10ου αιώνα και ενός κρεοπώλη από την Καρία του 7ου και 8ου αιώνα. Τα αγιογραφικά και άλλα κείμενα σημειώνουν διάφορους τεχνίτες. Ο ανώνυμος συγγραφέας του Hudud al-Alam-Minorsky, σελ. 156, περιγράφει το Ρουμ (Ανατολία) ως πολύ πλούσια επαρχία, που παρήγαγε μεγάλες ποσότητες χρυσοκέντητα, μετάξι, υφάσματα, χαλιά, κάλτσες, κορδόνια παντελονιών. Για την εξαγωγή χαλιών και υφασμάτων της Ανατολίας στους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας, Ibn Fadlan's Reisebericht, επιμ. και μεταφρ. Ζ. V. Togan στο Abhandlungen für die Kunde des Morgenlandes, τομ. XXIV, μέρος 3 (Λειψία) σελ. 64 (εφεξής αναφερόμενο ως Ibn Fadlan-Togan). Βλέπε επίσης Goitein, "The Main Industries of the Mediterranean Area as Reflected in the Records of the Cairo Geniza", Journal of the Economic and Social History of the Orient, IV (1961), 175. Το γεγονός ότι ο Μποχτ-Ίσο Μπαρ Γκαμπριέλ, γιατρός του χαλίφη Μουταουακίλ, φορούσε φορέματα από βυζαντινό μετάξι θα έδειχνε ότι τα βυζαντινά υφάσματα ήσαν της μόδας στη Βαγδάτη του 9ου αιώνα, Μπαρ Εβραίος, I, 143. Τα βυζαντινά προϊόντα της βιομηχανίας μεταξιού, ιδιαίτερα τα χρυσοκέντητα, μανδύες και υλικό ταπετσαρίας, είχαν μεγάλη ζήτηση στη Μεσόγειο. Για την ταπητουργία στη Μικρά Ασία, Canard, "Armenia", EI2, είναι ενδιαφέρον ότι ο Hudud al-Alam αναφέρει την Ανατολία ως σημαντικό κέντρο της βιομηχανίας χαλιού. Τα χαλιά των Σάρδεων θεωρούνταν από τα καλύτερα στον αρχαίο κόσμο. Τα εκτιμούσαν πολύ στη βασιλική αυλή των Αχαιμενιδών. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XII, 514: καὶ διῄει διὰ τῆς τούτων αὐλῆς πεζὸς ὑποτιθεμένων ψιλοταπίδων Σαρδιανῶν, ἐφ' ὧν οὐδεὶς ἄλλος ἐπέβαινεν ἢ βασιλεύς και συνδέονταν από τους Έλληνες με υπερβολική πολυτέλεια και θηλυπρέπεια, VI, 255: κατέκειτο δι’ ὑπερβάλλουσαν τρυφὴν ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν. Η κλωστοϋφαντουργία της Ανατολίας ήταν πολύ γνωστή στην ύστερη αρχαιότητα. Για λεπτομερή καταγραφή των αναφορών στα διάφορα ενδύματα και υφάσματα που παράγονταν στην Ανατολία της ύστερης αρχαιότητας, Broughton, Asia Minor, σελ. 817-823. Βλέπε επίσης σημ. 570 στο κεφάλαιο 3.
- [←127]
-
Vryonis, "Byzantine Mines", passim. Ahrweiler, "Smyrne", 18-19. Y. Manandian, Ο torgovle i gorodakh Armenii υ sviazi s mirovoi torgovle i drevnikh vremen (Ερεβάν, 1954), σελ. 225 κ.ε.
- [←128]
-
S. Runciman, "Byzantine Trade and Industry", Cambridge Economic History (Καίμπριτζ, 1952), II, 86-87. Ostrogorsky, "Agrarian Conditions in the Byzantine Empire in the Middle Ages", Cambridge Economic History (Καίμπριτζ, 1941), I, 200. Συχνά οι χρονικογράφοι περιγράφουν τις κύριες πόλεις της Ανατολίας σε συνδυασμό με τις συστάδες χωριών γύρω τους: Ατταλειάτης, 81: η Άνι είχε πολίχνια καὶ ὕπαιθρα. Ατταλειάτης, 95: Η Αντιόχεια είχε δικές της κῶμαι. Ατταλειάτης, 131: Το Χλιάτ είχε τὰ ὑπὸ τούτου πολίχνια. Drexl and Pertz, II, 54: Τα Ευχάιτα είχαν τα δικά τους χωρία … ἀγροικικά. Ζωναράς, III, 502: Η Ανάζαρβος και η Ποδανδός είχαν χωρία πολυάνθρωπά τε καὶ πάμφορα. Άννα Κομνηνή, II, 279: Το Ικόνιον είχε των δικὠν του κωμοπόλεων. Βρυέννιος, 58: Η Καισάρεια είχε τις κωμοπόλεις της.
- [←129]
-
Zepos, J.G.R., I, 271-272, ρυθμίζει υποθέσεις που έχουν σχέση με αυτές τις εκθέσεις.
- [←130]
-
Ο Drexl and Pertz, I, 133, το περιγράφει αυτό για τη Νικομήδεια.
- [←131]
-
Τέτοια για παράδειγμα ήσαν η Κρυαπηγή κοντά στην Καισάρεια, Ατταλειάτης, 146, και η Ορεινή, Drexl, and Pertz, I, 132.
- [←132]
-
Ο παρακάτω αντιπροσωπευτικός κατάλογος με τα κτήματα και τους τόπους διαμονής των μεγιστάνων της Ανατολίας προέρχεται από μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη σχετικά με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου τον 11ο αιώνα. Δεν έχω προχωρήσει στο πρόβλημα της σχέσης αυτής της τάξης γαιοκτημόνων με τις πόλεις της Ανατολίας.
Καππαδοκία Ανατολικών Παφλαγονία Αλυάττης Μεσανάκτης Δοκειανός Αμπελάς Ραδηνός Σουανίτης Γουδέλης Αργυρός Θεοδώρα (σύζυγος Θεόφιλου) Σκεπίδης Βοτανειάτης Δούκας Λεκαπηνός Μανιάκης Κουρκούας Διογένης Μουζέλης Κομνηνός Δούκας Σκληρός Καλοκύρης Μαλείνος Συνναδηνός Φωκάς Βούρτζης Χαλδία Βοΐλας Στραβορωμανός Ξιφιλίνος Λειχούδης Γαβράς Κολώνεια Μελισσηνός Κεκαυμένος Δούκας Μεσοποταμία Παλαιολόγος Βιθυνία Χαρσιανού Μαύρηξ Aργυρός Ιβηρία Δούκας Μαλείνος Βοΐλας Μαλείνος Πακουριανός Λυκανδού Αποκάπης Κιβυρραιωτών Μελίας Σκρενάριος Αρμενιακών Δούκας Δαλασσηνός Μαύρος
- [←133]
-
J. Beloch, Die Bevolkerung der griechisch-römischen Welt (Λειψία, 1886), σελ. 277 κ.ε. Broughton, Asia Minor, σελ. 812-816. Για πιο πρόσφατες παρατηρήσεις σχετικά με τις μεθόδους άφιξης σε αριθμούς πληθυσμών στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο, βλέπε H. Bengtson, Griechische Geschichte von der Anfangen bis in die römische Kaiserzeit, 2η εκδ. (Μόναχο, 1960), σελ. 421. G. Roebuck, Ionian Trade and Colonization (Νέα Υόρκη, 1959), σελ. 21-33. J. C. Russell, "Recent Advances in Medieval Demography", Speculum, XL (1965), 84-101. Το Late Ancient and Medieval Population, Transactions of the American Philosophical Society, τομ. XLIII, αρ. 3 (Φιλαδέλφεια, 1958), σελ. 81, προτείνει πληθυσμό 8.800.000 περί το έτος 100 μ.Χ. και 11.600.000 για την Ανατολία του 5ου αιώνα της χριστιανικής εποχής. Η πιο πρόσφατη έρευνα για τη βυζαντινή δημογραφία είναι P. Charanis, "Observations on the Demography of the Byzantine Empire", Thirteenth International Congress of Byzantine Studies, Oξφόρδη, 1966, τoμ. XIV.
- [←134]
-
Russell, "Recent Advances in Medieval Demography", σελ. 99. O L. Barkan, "Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l'empire ottoman aux XVe et XVIe siècles", Journal of the Economic and Social History of the Orient, I (1958), 20, 24, εκτιμά τον πληθυσμό της Ανατολίας στις αρχές του 16ου αιώνα σε περίπου 5.000.000 με βάση τα φορολογικά στοιχεία. Η μείωση του πληθυσμού οφείλεται, σύμφωνα με τον Barkan, στις ασταθείς συνθήκες στις επαρχίες. Με τη σχετική ειρήνευση και εξομάλυνση που ακολούθησε τον 16ο αιώνα, ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά.
- [←135]
-
Ο Οstrogorsky, "Byzantine Cities", σελ. 61-62, αναπαράγει έναν κατάλογο με τις πιο σημαντικές πόλεις που αναφέρει ο Θεοφάνης για τη Μικρά Ασία μετά τις αρχές του έβδομου αιώνα: Άβυδος, Αδραμύττιον, Ακροϊνόν, Αμάσεια, Άμαστρις, Άμιδα, Αμόριον, Άγκυρα, Αντιόχεια Πισιδίας, Αττάλεια, Καισάρεια, Χαλκηδών, Χαρσιανόν, Χρυσούπολις, Κύζικος, Δορύλαιον, Έδεσσα, Έφεσος, Γερμανίκεια, Ικόνιον, Μαρτυρόπολις, Μελιτηνή, Μοψουεστία, Μύρα, Νακώλεια, Νίκαια, Νικομήδεια, Πέργαμος, Πέργη, Προύσα, Πύλαι, Σαμόσατα, Σάρδεις, Σεβάστεια, Σεβαστούπολις, Σινώπη, Σμύρνη, Σύλλαιον, Σύνναδα, Ταρσός, Θεοδοσιανά, Θεοδοσιούπολις, Τραπεζούς, Τύανα.
- [←136]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 83-84, 111-112.
- [←137]
-
Για λεπτομέρειες βλέπε πιο κάτω.
- [←138]
-
Ostrogorsky, "Die Steuersystem in byzantinischen Altertum und Mittelalter", Byzantion, VI (1931), 231-234.
- [←139]
-
Γ. Α. Ράλλης και Μ. Ποτλής, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων (Aθήνα, 1852-59) ΙΙI, 222-223, 245-248 (αναφερόμενο εφεξής ως Ράλλης και Ποτλής).
- [←140]
-
F. Miklosich et J. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana (Βιέννη, 1860-90), II, 104 (αναφερόμενο εφεξής ως Miklosich et Müller). Ο De Jerphanion κάνει αυτήν την παρατήρηση σε σχέση με την Καππαδοκία, Une nouvelle province de Part byzantin: Les eglises rupestres de Cappadoce (Παρίσι, 1925-42), I1, li-lxii, II2, 397-400 (εφεξής αναφερόμενο ως De Jerphanion, Cappadoce). Στη νότια Ανατολία τα Κύβιστρα προήχθησαν σε αρχιεπισκοπή τον 11ο αιώνα, W. Ramsay, "Lycaonia", Jahreshefte des Osterreichischen Archaologischen Instituts, VII (1904), Beiblatt, 115. Για πιο λεπτομερή αντιμετώπιση αυτού του σημείου βλέπε κεφάλαιο 4.
- [←141]
-
Ήδη από τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α’ οι όροι πόλις και κάστρον χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, Novella CXXVIII, c. 20. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, De. Adm. Imp., σελ. 198, 200, όπου το Άρζτε αναφέρεται ως κάστρον και πολιτεία. Ο Ατταλειάτης, 28, 46, 89, 90, 166, 174, 199, 201, 206, 245, 249, αναφέρεται στα Άδανα, Αμάσεια, Μαντζικέρτ, Ραιδεστό ως κάστρα και πόλεις. Η Σμύρνη ονομάζεται και κάστρον και πόλις (Άννα Κομνηνή, II, 117, 118), όπως και η Έφεσος (AS Nov. ΙΙΙ, 554). Ο Rudikov, Ocerki, σελ. 74, έχει προσπαθήσει να εξισώσει το κάστρον μόνο με την πολίχνη και όχι την πόλιν. Οι όροι πόλισμα, πολίχνιον και φρούριον χρησιμοποιούνται γενικά για να ορίσουν οικισμούς ενδιάμεσους μεταξύ πόλεων και χωριών, που συχνά έχουν οχυρώσεις. Όμως αυτή η διαφοροποίηση δεν παρατηρείται τόσο αυστηρά, όσο εκείνη μεταξύ των όρων πόλις και κώμη. Ο Κεδρηνός, II, 423, 678, ονομάζει την Τζαμανδό τόσο πόλιν όσο και πόλισμα. Οι όροι κωμόπολις και ἀγρόπολις φαίνεται να εφαρμόζονται σε οικισμό μεγαλύτερο από χωριό αλλά διασκορπισμένο και μη σχηματιζόμενο σύμφωνα με συνοικισμό. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι μάλλον μεγάλες εκθέσεις και δεν περιορίζονταν σε ουσιαστικά αγροτικές εγκαταστάσεις. Σημαντικά ἐμπόρια μπορούσαν να έχουν τη μορφή κωμοπόλεως. Έτσι το Άρτζε, αν και κωμόπολις, ήταν πυκνοκατοικημένο και ήταν πλούσιο κέντρο εμπορικών ανταλλαγών αγαθών από την Περσία και την Ινδία. Ζωναράς, III, 638: κωμόπολις δ' ἦν τοῦτο, πληθὺς δ' ἑνώκει αὐτῷ, ἵν' οὕτως εἴποιμι, καὶ ἀριθμὸν ὑπερβαίνουσα, ἔμποροι δ' ἦσαν οἱ ἄνθρωποι, καὶ πλοῦτος ἦν αὐτοῖς περιττός. Δεν είχε όμως τείχη. Η Λαοδίκεια Φρυγίας σχηματιζόταν από αρκετούς οικισμούς ή χωριά διάσπαρτα στις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού. Δεν ήταν συγκεντρωμένη πόλη με εκτεταμένα τείχη. Νικήτας Χωνιάτης, 163: οὐκέτι οὖσαν συνοικουμένην ὡς νῦν ἑώραται, οὐδ' εὐερκέσι φραγνυμένην τείχεσι, κατὰ δὲ κώμας ἐκκεχυμένην περὶ τὰς ὑπωρείας τῶν ἐκεῖσε βουνῶν. Ο όρος χωρόπολις χρησιμοποιούνταν με την έννοια της συνηθισμένης κοινότητας χωριού. Dölger, Beitage zur byzantinischen Finanzverwaltung, besonders des 10. und 11. Jahrhundert (Λειψία-Βερολίνο, 1927), σελ. 66, 126, 134-135.Χωρόπολις μπορούσε να είναι ένας οικισμός δίπλα σε πόλη, που τον χώριζαν τείχη από την πόλη. Η χωρόπολις ήταν λοιπόν πιθανώς το ισοδύναμο των όρων προάστειον ή ραπάτιν. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Adm. Imp., σελ. 216, το Αρδανούτζι είναι κάστρον, αλλά έχει επίσης σημαντική προαστιακή περιοχή: ὅτι τὸ κάστρον τὸ Ἀρδανούτζην ἐστὶν ὀχυρὸν πάνυ, ἔχει δὲ καὶ ῥαπάτιν μέγα ὡς χωρόπολιν. Honigmann, "Charsianon Kastron", Byzantion, Χ (1935), 148-149. Οι Ατταλειάτης, 148 και Ζωναράς, III, 638, δείχνουν ότι οι όροι πολιτεία και χωρόπολις ήσαν εναλλάξιμοι.
Η προσεκτική ανάγνωση των κειμένων των Βρυέννιου, Ζωναρά, Ατταλειάτη, Ψελλού, Κεδρηνού, Κιννάμου, Άννας Κομνηνής, Κεκαυμένου, Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου αποκαλύπτει εβδομήντα περίπου κατοικημένες περιοχές που αναφέρονται ως πόλεις με αυτούς τους διάφορους όρους: Μαντζικέρτ, Πέρκρι, Χλιάτ, Άρτζε, Καρς, Θεοδοσιούπολις, Αρδανούτζι, Λυκανδός, Τζαμανδός, Αμάσεια, Άγκυρα, Αντιόχεια, Άβυδος, Αδριανούπολις Λυκίας, Ἀνάζαρβος, Κασταμών, Ακροϊνόν, Δορύλαιον, Γάγγρα, Ικόνιον, Νεοκαισάρεια, Πρακάνα, Πούνουρα, Τραπεζούς, Οινόη, Σωζόπολις, Άδανα, Αμόριον, Αντιόχεια Πισιδίας, Έδεσσα, Νίκαια, Νικομήδεια, Φιλομήλιον, Ευχάιτα, Σίδη, Σύλλαιον, Σύνναδα, Χαλκηδών, Ποδανδός, Άνι, Χωναί, Γερμανίκεια, Ιεράπολις, Μελιτηνή, Μοψουεστία, Πραίνετος, Πύλαι, Σεβάστεια, Ταρσός, Καισάρεια, Κολώνεια, Έφεσος, Βασίλαιον, Ματιηνή, Παρνασσός, Σινώπη, Αργαούς, Άμαρα, Τεφρική, Σαμόσατα, Σωζόπετρα (Ζάπετρα), Λάρισα, Άβαρα, Τίκιον (;), Χελιδόνιον, Χρυσούπολις, Αττάλεια, Κύζικος, Κίος, Σμύρνη, Σελεύκεια. Αυτό φυσικά δεν εξαντλεί τις δυνατότητες, γιατί οι Notitiae Episcopatum δεν έχουν χρησιμοποιηθεί.
- [←142]
-
Για τις αναφορές σε αυτές τις πόλεις και περιοχές βλέπε το πιο πάνω υλικό για τις πόλεις Άδανα, Άνι, Αντιόχεια, Άρτζε, Ικόνιον, Ανάζαρβος, Ποδανδός, Τζαμανδός, Αδραμύττιον, Αμάσεια, Δορύλαιον, Σωζόπολις, Στρόβιλος, Νίκαια, Βασίλαιον, Αττάλεια, Άμαστρις, Τραπεζούς, Μελιτηνή, Έδεσσα, Χωναί, Ευχάιτα και Σεβάστεια.
- [←143]
-
Sawiras ibn al-Mukaffa', II, iii, 305. Μπαρ Εβραίος, σελ. 273. Chabot, "Episode de l'histoire des Crusades", σελ. 176-177, όταν ο Ζάνγκι κατέλαβε για πρώτη φορά την πόλη δύο χρόνια νωρίτερα, το 1144, μεταξύ 5.000 και 6.000 σκοτώθηκαν και 10.000 νέοι και κορίτσια πάρθηκαν αιχμάλωτοι. Ο Ζάνγκι λέγεται ότι είχε ελευθερώσει τους 10.000 από την αιχμαλωσία. Ο Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 289, αναφέρεται σε σεισμό που σκότωσε 40.000 στο Μαράς τον 11ο αιώνα. Οι πηγές δεν πρέπει να λαμβάνονται κυριολεκτικά.
- [←144]
-
Παχυμέρης, I, 469. Για τη χρονολογία, I. Sevcenko, Études sur la polémique entre Théodore Métochite et Nicéphore Choumnos (Βρυξέλλες, 1962), σελ. 137-138.
- [←145]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 344. Όταν οι Τούρκοι άλωσαν την πόλη του Άρτζε τον 11ο αιώνα, ο Κεδρηνός, II, 578, αναφέρει υπερβολικά ότι σφάχτηκαν 150.000 από τους κατοίκους. Ο Μπαρ Εβραίος, I, 426, αναφέρει ότι το 1256-57 ο Μογγόλος Μπαϊτζού σκότωσε 7.000 στο Αλμπιστάν.
- [←146]
-
Μιχαήλ Σύριος, III, 146. Το 1145 πάρθηκαν 15.000 όμηροι από το Τελ Αρσανίας.
- [←147]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 315.
- [←148]
-
Νικήτας Χωνιάτης, 655-657.
- [←149]
-
Η λέξη κωμόπολις εδώ μπορεί να σημαίνει μεγάλο χωριό, αν και έχει επίσης την έννοια πόλης διασκορπισμένης σε μεγάλη περιοχή.
- [←150]
-
Ο Dölger, "Die byzantinische Stadt", σελ. 12, έχει δώσει παρόμοια, αν και ελαφρώς χαμηλότερη, εκτίμηση μεταξύ 5.000 και 20.000. O L. Torres Balbas, "Extension y demografia de las ciudades hispanomusulmans", Studia Islamica, III (1955), 55-57, με βάση μετρήσεις έκτασης, δίνει τις ακόλουθες εκτιμήσεις πληθυσμού για την Ισπανία του 11ου-12ου αιώνα:
Τολέδο 37.000 Σαραγόσσα 17.000 Αλμερία 27.000 Μάλαγα 15-20.000 Γρανάδα 26.000 Βαλένθια 15.000 Μαγιόρκα 25.000 Ο Barkan, "Les donnees statistiques", σελ. 27, παρέχει αξιόπιστα στοιχεία για ορισμένες από τις πόλεις της Ανατολίας τα χρόνια περίπου 1520-1530 (στη βάση φορολογικών μητρώων):
Μπούρσα (Προύσα) 34.930 Τοκάτ (Ευδοκιάς) 8.354 Άμιντ (Ντιγιάρμπακιρ) 18.942 Κόνυα (Ικόνιο) 6.127 Άνκαρα (Άγκυρα) 14.872 Σίβας (Σεβάστεια) 5.560 Αν και τα παρόμοια μεγέθη των ισπανικών αριθμών (υπολογισμένων κατά εμβαδόν περιοχής) και των οθωμανικών αριθμών (αποτελέσματα αξιόπιστων φορολογικών μητρώων από μεταγενέστερη περίοδο) όταν συνδυάζονται με τις βυζαντινές εκτιμήσεις δεν αποδεικνύουν κάτι απαραιτήτως, είναι ενδιαφέρον ότι τα μεγέθη των πόλεων τείνουν να κυμαίνονται μεταξύ παρόμοιων άκρων:
Βυζάντιο 5-10.000 έως 36.000 (ίσως 47.000) Ισπανία 15.000 έως 37.000 Οθωμανική Αυτοκρατορία 5.560 έως 34.930 Βλέπε επίσης Russell, "The Population of Medieval Egypt", Journal of the American Research Center in Egypt, V (1966), 69-82.
- [←151]
-
Κίνναμος, 295: τὸ δὲ Δορύλαιον τοῦτο ἦν μὲν ὅτε πόλις ἦν μεγάλη τε εἴπερ τις τῶν ἐν Ἀσίᾳ καὶ λόγου ἀξία πολλοῦ … ἀλλὰ Πέρσαι, ὁπηνίκα ἡ κατὰ Ῥωμαίων ἤκμαζεν ἐκδρομή, τήν τε πόλιν εἰς ἔδαφος βεβλημένην ἀνθρώπων ἔρημον παντάπασιν ἐπεποίηντο καὶ τὰ τῇδε πάντα μέχρι καὶ ἐπὶ λεπτὸν τῆς πάλαι σεμνότητος ἠφάνισαν ἴχνος. ἡ μὲν δὴ πόλις τοιάδε τις ἦν. τότε δὲ Πέρσαι ἀμφὶ δισχιλίους περὶ ταύτην νομάδες ὡς ἔθος ἐσκήνουν.
Το Itinerarium WΙΙΙelmi de Rubruc, επιμ. A. van den Wyngaert, στο Sinica Fransiscana, (1929), I, 327 (εφεξής αναφερόμενο ως William of Rubruq-Wyngaert), αναφέρει ότι ένας σεισμός σκότωσε περισσότερους από 10.000 ανθρώπους στο Ερζιντζάν στα μέσα του 13ου αιώνα. Ο Ramon Muntaner, Chronique d'Aragon, de Sicile et de Grece, μεταφρ. J. A. C. Buchon στο Chroniques étrangères relatives aux expéditions françaises pendant le XIIIe siècle (Παρίσι, 1841), σελ. 419, (εφεξής αναφερόμενο ως Ramon Muntaner-Buchon) αναφέρει ότι στις αρχές του 14ου αιώνα (πριν από την τουρκική κατάκτηση), η χερσόνησος της Αρτάκης (Κύζικος) είχε 20.000 κατοικίες, σπίτια, αγροκτήματα κ.λπ.
- [←152]
-
Αυτή η εκτίμηση της δημογραφικής κατάστασης της Ανατολίας συμπίπτει γενικά με τα αποτελέσματα που έχει επιτύχει ο Russell ("Population of Medieval Egypt", σελ. 81, 92-99), με εντελώς διαφορετικές μεθόδους. Με βάση την έκταση που καταλάμβανε το μεσαιωνικό φρούριο, προτείνει ότι η Άγκυρα του 8ου αιώνα θα είχε μεταξύ 25.000 και 30.000 κατοίκους. Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να σκεφτόμαστε πληθυσμούς πόλεων όσον αφορά το μέγεθός τους στην ύστερη αρχαιότητα και όχι στη σύγχρονη εποχή. Έτσι η πληθυσμιακή πυκνότητα της Μικράς Ασίας τον 11ο αιώνα έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων μελετητών ότι η χερσόνησος ήταν μισο-ερημωμένη την παραμονή των τουρκικών εισβολών. M. Köprülü, Les origines de l’ empire ottoman (Παρίσι, 1935), σελ. 60. F. Sümer, Oğuzlar (Turkmenler). Tarihleri-boy teskilati-destanlan (Άγκυρα, 1967), σελ. XII.
- [←153]
-
Ramsay, Geography, σελ. 74. Για τις διαδρομές των Σελτζούκων και Οθωμανών, K. Erdmann, Das anatolische Karavansaray des 13. Jahrhunderts (Bερολίνο, 1961), vol. Ι-ΙΙ. Taeschner, Das anatolische Wegenetz nach osmanischen Quellen (Λειψία, 1924-26), τομ. l. l-Il. Για αναφορά στην επιβίωση Ρωμαιο-Βυζαντινών δρόμων στη δυτική Ανατολία κατά την τουρκική περίοδο, βλέπε Hans Dernschwam, Tagebuch einer Reise nach Konstantinopel und Kleinasien (1553/55), F. Babinger (Μόναχο και Λειψία, 1923), σελ. 238.
- [←154]
-
Για τα χάνια εμπόρων σε όλη την αυτοκρατορία, Π. Κουκουλές, Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός (Ἀθῆναι, 1941), ΙΙ1, 128-140.
- [←155]
-
Ramsay, Geography, σελ. 199-221.
- [←156]
-
Γ. Κόλιας, «Περὶ ἀπλήκτου», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XVII (1941), 144-184. J. B. Bury, «The ἄπληκτα of Asia Minor», Βυζαντίς, II (1911), 214-224.
- [←157]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, Ι, 444-445, 459, και ιδιαίτερα Ramsay, Geography, σελ. 202 κ.ε., για ορισμένες τροποποιήσεις του κειμένου. Ibn Khuradadhbih, B.G.A., VI, 112-113. Ο J. R. Sterett, The Wolfe Expedition to Asia Minor, Papers of the American School of Classical Studies at Athens, III (1884-85), 5, δημοσίευσε ένα χάλκινο δισκίο που βρέθηκε στο Ορέν Κιόι στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Η επιγραφή στο δισκίο ήταν η ταυτοποίηση ενός ζώου από έναν τέτοιο σταύλο.
Ζῶον διαφ(έρον)
τῷ θείῳ ἀρμαμέν(τῳ)
προσταχθὲν κατὰ θ(ε)ῖ(ον)
τύπον (δ)ι’ ἀγγαρ(ίαν)
- [←158]
-
Ramsay, Geography, σελ. 213-214.
- [←159]
-
Στο ίδιο, σελ. 219-221.
- [←160]
-
Στο ίδιο, σελ. 197 κ.ε.
- [←161]
-
Στο ίδιο, σελ. 197-198 και συνοδεύων χάρτης 32.
- [←162]
-
Στο ίδιο, σελ. 242-279. Honigmann, "Charsianon Kastron", σελ. 156.
- [←163]
-
Marquart, Osteuropäische und ostasiatische Streifzüge (Λειψία, 1903), σελ. 208-209.
- [←164]
-
Για παράδειγμα, ο al-Mukaddasi περιγράφει το ταξίδι ενός μουσουλμάνου, που ταξίδεψε από το Μαγιαφαρκίν μέσω Κολώνειας, Νεοκαισάρειας, σε όλη την περιοχή του Πόντου μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο (Honigmann, “Un itinéraire”, σελ. 263-267, 268). Έχει κάποιο ενδιαφέρον ότι το δρομολόγιό του ακολούθησε τη βορειοδυτική διαδρομή που περιγράφηκε πιο πάνω και ότι όταν έφτασε στην περιοχή του θέματος Βουκελλαρίων, παρατηρεί ότι υπήρχε πανδοχείο για μουσουλμάνους. Ήταν ένα από τα βυζαντινά ξενοδοχεῖα, τους ξενώνες, που υπήρχαν για τους ταξιδιώτες. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει τέτοια ιδρύματα στην περιοχή του Σαγγάριου, στη Νικομήδεια και στις Πύλες (De Caerimoniis, I, 720), αλλά αναμφίβολα υπήρχαν σε όλη τη χερσόνησο. Ο Al-Mukaddasi περιγράφει ένα δεύτερο ταξίδι που οδήγησε από Άμιδα μέσω Μελιτηνής, Τζαμανδού, Καισάρειας, Άγκυρας, Σαγγάριου, Νικομήδειας στην Κωνσταντινούπολη (Honigmann, "Un itinéraire", σελ. 270). Είναι σημαντικό ότι αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από μουσουλμανική μάλλον παρά βυζαντινή πηγή και έτσι μπορεί κανείς να συμπεράνει την εμπορική σημασία αυτών των δικτύων της Ανατολίας. Η παρουσία ξενώνα για μουσουλμάνους στο θέμα Βουκελλαρίων είναι σημαντική απόδειξη για να συναχθεί η παρουσία μουσουλμάνων εμπόρων στην Ανατολία. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρχαν μουσουλμάνοι στις πόλεις της Βιθυνίας, στην Τραπεζούντα και στο Μαντίν αν-Νουάς («Χαλκωρυχείο», Honigmann, "Un itinéraire", σελ. 263).
- [←165]
-
Αρκετά ενδεικτικός αυτού του τύπου διαδρομής ήταν ο Άγιος Λάζαρος (πεθ. 1054), που έκανε το προσκύνημα τόσο στους Αγίους Τόπους όσο και σε διάφορα ιερά της Μικράς Ασίας. Στο πρώτο του ταξίδι ο Λάζαρος ξεκίνησε από την παραλιακή πόλη του Στροβίλου για το ιερό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωνές. Καθ' οδόν ενώθηκε με ομάδα προσκυνητών από την Καππαδοκία, που κατευθύνονταν επίσης στο ιερό, και πριν φτάσει στην πόλη, ένας άλλος προσκυνητής (ένας Παφλαγόνας μοναχός) προσχώρησε στη συντροφιἀ. Ύστερα από σειρά περισπασμών, ο Λάζαρος κατευθύνθηκε τελικά στην Παλαιστίνη, όπου επισκέφτηκε τα διάφορα ιερά και εκκλησίες. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αντιόχεια. Από την Κιλικία πήρε τον δρόμο που κατευθυνόταν βόρεια μέσω όρους Αργαίος προς Καισάρεια, όπου προσευχήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Εκεί ακολούθησε τη βόρεια διαδρομή προς Ευχάιτα, κέντρο της λατρείας του Αγίου Θεοδώρου Τήρωνα, και αναχωρώντας από τα Ευχάιτα έφτασε μέσω του θέματος Ανατολικών στις Χωνές, και πάλι στην εκκλησία του Αρχαγγέλου. Το τελευταίο σκέλος του μεγάλου προσκυνήματός του ήταν από τις Χωνές στην Έφεσο, όπου ο Λάζαρος πήγε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (AS Nov. ΙΙΙ, 517-518). Η Έφεσος παρέμενε αγαπημένος τόπος των προσκυνητών κατά τη διάρκεια της βυζαντινής της ζωής. Το 1106-07 ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ (P.P.T.S., IV, 5-6), επισκέφθηκε τον τάφο του Αγίου Ιωάννη και αναφέρει ότι την επέτειο του θανάτου του τελευταίου ιερή σκόνη έβγαινε από τον τάφο, την οποία μάζευαν οι πιστοί ως θεραπεία για ασθένειες. Επισκέφτηκε το σπήλαιο των Επτά Κοιμώμενων, τα λείψανα των 300 αγίων πατέρων, του Αγίου Αλεξάνδρου, τον τάφο της Μαρίας Μαγδαληνής, το φέρετρο του Αποστόλου Τιμόθεου. Είδε την εικόνα της Παναγίας να διαψεύδει τον Νεστόριο. Ο Ramon Muntaner-Buchon (σελ. 425, 465-466), είδε θαύματα στον τάφο το 1304 και παρατήρησε ότι οι εκκρίσεις του τάφου ήσαν ευεργετικές για τον τοκετό, τον πυρετό, και όταν ρίχνονταν στη θυελλώδη θάλασσα, την ηρεμούσαν. Όταν οι Τούρκοι πήραν την Έφεσο, αντάλλαξαν τρία από τα λείψανα της λατρείας του με τον Τιτσίνο Ζακαρία για σιτηρά. Αυτά περιλάμβαναν: ένα κομμάτι του αληθινού σταυρού πουείχε πάρει ο ίδιος ο Άγιος Ιωάννης από το μέρος όπου βρισκόταν το κεφάλι του Χριστού, και το οποίο ήταν εγκιβωτισμένο σε χρυσό και πολύτιμους λίθους και είχε κρεμαστεί από τον λαιμό του Αγίου Ιωάννη με χρυσή αλυσίδα. Ένα ρούχο που είχε φτιάξει η Μαρία και είχε δώσει στον Άγιο Ιωάννη. Ένα βιβλίο της Αποκάλυψης γραμμένο με χρυσά γράμματα από τον Αγίου Ιωάννη.
Το 1059 ο διάσημος Γεωργιανός μοναχός Γεώργιος ο Αγιορείτης, συνοδευόμενος από τον βιογράφο του, ταξίδεψε από την Αντιόχεια στην Καισάρεια και από εκεί στο ιερό του Αγίου Θεοδώρου, όπου τους υποδέχθηκε ευγενικά ο αρχιεπίσκοπος. Στη συνέχεια ταξίδεψαν στο λιμάνι της Αμισού στη Μαύρη Θάλασσα και έπλευσαν για τον Καύκασο. P. Peeters, "Histoires monastiques georgienries", A.B., XXXVI-XXXVII (1917-19), 121-122. H. Delehaye, "Euchaita et la legende de S. Theodore", στο Anatolian Studies Presented to Sir William Mitchell Ramsay (Λονδίνο, 1923), σελ. 133-134 (εφεξής αναφερόμενο ως Delehaye, "Euchaita et S. Theodore"). Για άλλες αναφορές σε αυτά τα προσκυνήματα της Ανατολίας, AS Nov. I, 343. F. Halkin, "Saint Antoine le Jeune et Petronas le vainqueur des Arabes en 863", A.B., LXII (1944), 187-225, 218. V. Laurent, La vie marveΙΙΙeuse de Saint Pierre d'Atroa 837 (Βρυξέλλες, 1956), σελ. 87, 99-101.
Τα προσκυνήματα στα μεγάλα ιερά της Ανατολίας πρέπει να ήσαν συνηθισμένα. Σημειώστε ότι στον δρόμο του προς το ιερό του Αρχαγγέλου, ο Λάζαρος συνάντησε άλλους προσκυνητές από μέρη τόσο μακριά όσο η Καππαδοκία και η Παφλαγονία. Αυτά τα προσκυνήματα δεν περιορίζονταν στα αρχαία και καθιερωμένα κέντρα, γιατί τον Λάζαρο επισκέφθηκαν τον ίδιο πολλοί προσκυνητές στο όρος Γαλήσιον, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο Ελλήνων χριστιανών από την περιοχή, αλλά και ενός Γεωργιανού, βαπτισμένου μουσουλμάνου και Εβραίων. Το οδικό σύστημα της Ανατολίας έβλεπε κάποιον αριθμό Λατίνων προσκυνητών στον δρόμο τους προς τους Αγίους Τόπους, αν και οι περισσότεροι από αυτούς πιθανότατα ακολουθούσαν τη θαλάσσια διαδρομή που κύκλωνε τις δυτικές και νότιες ακτές της χερσονήσου. Brehier, L'eglise et l’Orient au moyen-age (Παρίσι, 1928), σελ. 43-47.
- [←166]
-
Ορισμένες εκκλησίες στη νοτιοανατολική Ανατολία υπάγονταν στο πατριαρχείο Αντιοχείας. Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 190-196.
- [←167]
-
Skabalanovic, Gosudarstvo, σελ. 404-418. Gelzer, "Ungedruckte und wenig bekannte Bistumerverzeichnisse der orientalischen Kirche", Byzantinische Zeitschrift, I (1894), 253-254. Καισάρεια, Έφεσος, Άγκυρα, Κύζικος, Σάρδεις, Νικομήδεια, Νίκαια, Χαλκηδών, Σίδη, Σεβάστεια, Αμάσεια, Μελιτηνή, Τύανα, Γάγγρα, Κλαυδιούπολις, Νεοκαισάρεια, Πεσσινούς, Μύρα, Σταυρούπολις, Λαοδίκεια, Σύνναδα, Ικόνιον, Αντιόχεια Πισιδίας, Πέργη, Μωκισσός, Σελεύκεια, Τραπεζούς, Σμύρνη, Αμόριον, Κάμαχα, Κοτύαιον, Ευχάιτα, Άμαστρις, Χωναί, Πομπηειόπολις, Αττάλεια, Άβυδος, Κελησηνή, Κολώνεια, Κερασούς, Νακώλεια, Απάμεια, Βασίλαιον, Ναζιανζός.
- [←168]
-
Gelzer, "Bistumerverzeichnisse", σελ. 254-255. Skabalanovic, Gosudarstvo, σελ. 418-420. Μίλητος, Πάριον, Προικόνησος, Κίος, Νεάπολις Πισιδίας, Σέλγη Παμφυλίας, Μίσθεια Λυκαονίας, Πηδαχθόη, Γέρμια, Ηράκλεια Κύβιστρα.
- [←169]
-
Nova Tactica, επιμ. H. Gelzer στο Georgii Cyprii descriptio orbis romani (Λειψία, 1890), σελ. 61-83 (εφεξής αναφερόμενο ως Nova Tactica).
- [←170]
-
De Jerphanion, Cappadoce, I1, li-lxii, II2, 397-400.
- [←171]
-
Gelzer, Notitiae Episcopatum, σελ. 576-579.
- [←172]
-
Brehier, L'eglise et I'orient au moyen-age, σελ. 526-527. Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 71-76.
- [←173]
-
Brehier, L'eglise et I'orient au moyen-age, σελ. 522.
- [←174]
-
Gelzer, "Bistumerverzerchnisse", σελ. 253.
- [←175]
-
Gelzer, Nova Tactica, σελ. 61-83.
- [←176]
-
Για εκτενή κατάλογο της λατρείας των μαρτύρων της Ανατολίας, Delehaye, Les origines du culte des martyres (Βρυξέλλες, 1933), σελ. 145-180.
- [←177]
-
Λάμπρος, «Ὁ βίος Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε», Ν.Ε., ΙΙΙ (1906), 151-152, 200-202.
- [←178]
-
Πρόκειται για φαινόμενο που χρειάζεται περαιτέρω μελέτη. Δύο παραδείγματα αυτού του φαινομένου, η θυσία ζώων και η απορρόφηση ειδωλολατρικών θεοτήτων στη χριστιανική λατρεία των αγίων, είναι μεταξύ εκείνων που έχουν μελετηθεί σε κάποια λεπτομέρεια. F. Cumont, "L'archeveché de Pédachtoé et le sacrifice du foan", Byzantion, VI (1931), 521-533. A. Χατζηνικολάου- Μοράβα, Άγιος Μάμας (Αθήναι, 1953). Βλέπε επίσης M. Nilsson, Greek Popular Religion (Νέα Υόρκη, 1947), σελ. 13-18, για τη συνέχεια των ειδωλολατρικών πρακτικών και τη σχέση μεταξύ της ειδωλολατρικής λατρείας των ηρώων και της χριστιανικής λατρείας των αγίων.
- [←179]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 51.
- [←180]
-
AS Nov. IV, 53. Ο μητροπολίτης Ευχαΐτων του 11ου αιώνα, Ιωάννης Μαυρόπους-Lagarde, σελ. 116, περιγράφει τον Θεόδωρο ως τὸν ἡμέτερον ἄρχοντα καὶ τῆς περιχώρου ταύτης κληροῦχον καὶ προστάτην καὶ ἔφορον. Σελ. 132, είναι ὁ τοῦ χριστωνύμου λαοῦ κατὰ βαρβάρων προπολεμῶν. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στα θαύματα των μουσουλμάνων ιερών ανδρών της Ανατολίας των Σελτζούκων, όπως στην περίπτωση του Τζαλαλαντίν Ρουμί που έσωσε την Κόνυα από τους Μογγόλους.
- [←181]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 76: Ο Ευγένιος είναι τῆς κοινῆς ἡμῶν πόλεως ταυτησὶ καὶ πατρίδος ἐπόπτα καὶ πρόμαχε καὶ φρουρὲ καὶ προστάτα καὶ πᾶσι κοινὸν ἡμῖν ἐντρύφημα.
- [←182]
-
Vasilievsky, Trudy, III, 38-40.
- [←183]
-
Halkin, Bibliographia Hagiographica Graeca, 3η εκδ. (Βρυξέλλες, 1957), I, 22.
- [←184]
-
Drexl and Pertz, I, 125.
- [←185]
-
Ζωναράς, III, 534.
- [←186]
-
A. Σιγάλας, «Ἡ διασκευὴ τῶν ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου παραδεδομένων θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, I (1924), 314-3Ι5. AS Nov. IV, 78. G. Anrich, Hagios Nikolaos. Der heilige Nikolaos in der griechischen Kirche (Λειψία-Βερολίνο, 1913), I, 171-173, 175-181, 189-195, 286. J. B. Aufhauser, Miracula S. Georgii (Λειψία, 1913), σελ. 13-18.
- [←187]
-
Delehaye, Les legendes grecques des saints militaires (Παρίσι, 1909). S. Binon, Documents grecs inédits relatifs à S. Mercure de Césarée (Λουβαίν, 1937). Σε ένα από τα θαύματα του Αγίου Θεοδώρου των Ευχαΐτων, ένας στρατιώτης της περιοχής πριν από στρατιωτική αποστολή, πήγε στο ιερό και προσευχήθηκε στον Άγιο Θεόδωρο να τον προστατεύει. Μετά την εκστρατεία ο στρατιώτης επέστρεψε και ως προσφορά ευχαριστίας δώρισε το σπαθί του στον άγιο. Σιγάλας, «Διασκευή» σελ. 328.
- [←188]
-
Vasilievsky, Trudy, III, 37, 43-47.
- [←189]
-
Μια ιδιαίτερα θεαματική επίδοση από αυτή την άποψη ήταν εκείνη που αποδιδόταν στον Άγιο Ευγένιο της Τραπεζούντας. Σε μια περίπτωση που η Τραπεζούς είχε ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα με βίαιες καταιγίδες στη θάλασσα συνοδευόμενες από βαριές χιονοπτώσεις, η πόλη δεν είχε επαρκή αποθέματα σιτηρών. Καθώς οι χειμερινές καταιγίδες έκαναν τις θάλασσες πολύ επικίνδυνες για τα πλοία των σιτηρών, οι Τραπεζούντιοι απειλούνταν με λιμοκτονία. Όμως παρενέβη ο Άγιος Ευγένιος και ηρέμησε τις θάλασσες, ώστε τα πλοία να μπορέσουν να φέρουν σιτάρι στη λιμοκτονούσα πόλη (Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 49-50). Ο Άγιος Νικόλαος παρενέβη για την προμήθεια σιτηρών για τους λιμοκτονούντες κατοίκους των Μύρων (Anrich, Hagios Nikolaos, σελ. 132-133).
- [←190]
-
Anrich, Hagios Nikolaos, σελ. 408-409, 415. Ο αγιογράφος του αναφέρει την ιστορία ενός Σύριου έμπορου μουλαριών που φορούσε χρυσή εικόνα του αγίου στο στήθος του, επειδή είχε σωθεί από τον Άγιο Νικόλαο όταν χάθηκε σε ένα ταξίδι στην Ινδία. Σε μια άλλη περίπτωση ένας μουσουλμάνος ψαράς από την Αίγυπτο, που απειλούνταν από καταιγίδες ενώ βρισκόταν στη θάλασσα, υποσχέθηκε να γίνει χριστιανός, αν τον έσωζε ο Άγιος Νικόλαος. Ως αποτέλεσμα της παρέμβασης του αγίου, ο ψαράς και το μικρό του σκάφος μπήκαν με ασφάλεια στο λιμάνι της Αττάλειας και εκείνος έγινε χριστιανός.
- [←191]
-
Στο ίδιο, σελ. 415.
- [←192]
-
Vasilievsky, Trudy, III, 65-69.
- [←193]
-
AS Nov. IV, 629-630.
- [←194]
-
Στο ίδιο, III, 512, 543, 580.
- [←195]
-
Λάμπρος, «Βίος Νίκωνος», σελ. 150-151, 200-202. John of Ephesus, The Third Part of the Ecclesiastical History of John of Ephesus, μεταφρ. R. Payne Smith (Οξφόρδη, 1860), passim (εφεξής αναφερόμενο ως Ιωάννης Εφέσου-Payne Smith).
- [←196]
-
Θεοφάνης, I, 469. Για τις αρχαιοελληνικές πανηγύρεις και την επιβίωσή τους ως θρησκευτικού-οικονομικού θεσμού στη σύγχρονη εποχή βλέπε Nilsson, Greek Popular Religion, σελ. 97-101. Για μια καλή περιγραφή ειδωλολατρικἠς, θρησκευτικο-εμπορικής πανήγυρης στα Κομάνα κατά την αρχαία περίοδο, Στράβων, 12.3.36.
- [←197]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 57-58.
- [←198]
-
Van der Vorst, "Saint Phocas", σελ. 289. N. Οικονομίδης, «Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Σινωπεύς», σελ. 184-219. «Κανὼν Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου εἰς Ἅγιον Φωκᾶν τὸν Σινωπέα», Ἀρχεῖον Πόντου, XVIII (1953), 218-240.
- [←199]
-
Ιωάννης Μαυρόπους- Lagarde, σελ. 134, 207-208.
- [←200]
-
Aufhauser, Miracula S. Georgii, σελ. 18.
- [←201]
-
Λάμπρος, Μιχαὴλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα (Αθήναι, 1879), I, 56 (εφεξής αναφερόμενο ως Μιχαήλ Ακομινάτος-Λάμπρος).
- [←202]
-
Ιωάννης Μαυρόπους- Lagarde, σελ. 131: … ἐκ παντὸς ἔθνους.
- [←203]
-
Στο ίδιο, σελ. 132: … ἐξ ἐρημίας ἀβάτου πολυάνθρωπον πόλιν.
- [←204]
-
Περιγράφει τη λαμπρότητα του εορτασμού, όταν οι ντόπιοι και οι αξιωματούχοι συγκεντρώνονταν για να ψάλλουν, να κάψουν θυμίαμα, να προσευχηθούν και, πολύ σημαντικό, να φέρουν δώρα στον άγιο. Ιωάννης Μαυρόπους- Lagarde, σελ. 134, 207. Delehaye, "Euchaita et S. Theodore", σελ. 130. Μια βιομηχανία που εξυπηρετούσε τους προσκυνητές καθώς και τους θρησκευτικούς αρχηγούς του τοπικού πληθυσμού ήταν η κατασκευή μαύρου θυμιάματος και γομφύτιδος στις παραθαλάσσιες πόλεις Μάκρη και Μύρα. Daniel, P.P.T.S., IV, 6-7: «Η Μάκρη και όλη η χώρα μέχρι τα Μύρα παράγουν μαύρο θυμίαμα και γομφύτη. Εκκρίνεται από το δέντρο σε παχύρρευστη κατάσταση και συλλέγεται με κοφτερό σίδερο. Το δέντρο ονομάζεται ζυγιά και μοιάζει με σκλήθρο. Ένας άλλος θάμνος, που μοιάζει με λεύκα, ονομάζεται ρακα-στόραξ. Ένα τεράστιο σκουλήκι, του είδους της μεγάλης κάμπιας, διαπερνά το ξύλο κάτω από τον φλοιό, και η σκόνη του σκουληκιού, που βγαίνει από τον θάμνο σαν πίτουρο σιταριού, πέφτει στο έδαφος, σαν κόμμις παρόμοια με εκείνη από την κερασιά. Αυτή μαζεύεται και αναμιγνύεται με προϊόντα του πρώτου δέντρου και το σύνολο στη συνέχεια βράζεται σε χάλκινο δοχείο. Έτσι παράγουν το θυμίαμα γομφύτις, το οποίο πωλείται στους εμπόρους σε δερμάτινες φιάλες». Ο Στράβων, 12.7.3 λέει ότι το ίδιο προϊόν χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της Ανατολίας στη λατρεία των ειδωλολατρικών θεών! Ήταν ακόμη σημαντικό προϊόν της περιοχής Αττάλειας κατά τον 18ο αιώνα, P. Lucas, Voyage du Sieur Paul Lucas fait par ordre du roi dans la Grece, l'Asie Mineure, la Macedoine et l'Afrique (Άμστερνταμ, 1714), I, 244.
- [←205]
-
Κεδρηνός, II, 512.
- [←206]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 532-533, ένας έμπορος υπόσχεται το μισό του φορτίου του στον Άγιο Λάζαρο. Anrich, Hagios Nikolaos, σελ. 130-131, 167-170, 415. Van de Vorst, "Saint Phocas", σελ. 289: μερίδα σοι μίαν oἱ ναυτιλλόμενοι … τιθέασι.
- [←207]
-
Σιγάλας, «Διασκευή», σελ. 312, 319, στο ιερό του Αγίου Θεοδώρου. AS Nov. ΙΙΙ, 532-533, 537. Van de Vorst, "Saint Phocas", σελ. 289. Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 58, στο ιερό του Αγίου Ευγενίου.
- [←208]
-
Ένα μάλλον χιουμοριστικό ανέκδοτο από τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου είναι αρκετά ενδεικτικό του συμπτωματικού και ανέκδοτου χαρακτήρα αυτών των πηγών. Υπήρχε μια διάσημη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Παφλαγονία γνωστή ως Φατρυνόν. Μια ομάδα νέων αγοριών έπαιζε δίπλα στην εκκλησία και κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών ένα αγόρι έχανε συνεχώς. Στο τέλος επικαλέστηκε τον Άγιο Γεώργιο, υποσχόμενο να του δώσει ένα γλύκισμα (σφογγάτον), αν ο άγιος τον βοηθούσε να κερδίσει. Όταν άλλαξε η τύχη του, το αγόρι δεν ξεχάσει τον όρκο του. Πήγε αμέσως στη μητέρα του, πήρε το γλύκισμα και το έβαλε στην εκκλησία ως προσφορά του στον Άγιο Γεώργιο. Λίγο αργότερα, τέσσερις έμποροι που περνούσαν από την πόλη ήρθαν στην εκκλησία για να προσευχηθούν. Εντοπίζοντας το γλύκισμα που μοσχομύριζε, παρατήρησαν ότι στο βαθμό που ο Άγιος Γεώργιος δεν μπορούσε να το φάει, θα το έτρωγαν εκείνοι και θα έδιναν στον άγιο θυμιάματα. Έφαγαν λοιπόν το γλυκό, αλλά στη συνέχεια δεν μπορούσαν να βγουν από την εκκλησία. Έτσι έγιναν κάπως πιο γενναιόδωροι και έδωσε ο καθένας ένα μιλιαρήσιον (αργυρό νόμισμα) στον άγιο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ανέβασαν την προσφορά σε ένα νόμισμα και τελικά σε τέσσερα νομίσματα πριν ανοίξουν οι πόρτες της εκκλησίας. Αναχωρώντας, είπαν: Ὦ ἅγιε Γεώργιε κνιπὰ [τσιγγούνικα] πωλεῖς τά σφογγάτά σου, καὶ ἡμεῖς ἐκ σοῦ ἄλλο οὐκ ἀγοράζομεν. Aufhauser, Miracula S. Georgii, σελ. 103-107. Το ανέκδοτο έχει ενδιαφέρον, γιατί δείχνει την παρουσία πλανόδιων εμπόρων, προσφορών που γίνονταν ακόμη και από παιδιά και, τελικά, ότι οι άγιοι ήσαν έξυπνοι επιχειρηματίες.
- [←209]
-
Anrich, Hagios Nikolaos, σελ. 286.
- [←210]
-
Σιγάλας, «Διασκευή», σελ. 328, 333, 317.
- [←211]
-
Οι κάτοικοι της Γάγγρας στην Παφλαγονία έστειλαν μια λίμπρα χρυσού ως προσφορά, καρποφόρια, στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωνές. Aufhauser, Miracula S, Georgii, σελ. 108-113. Ο Άγιος Γεώργιος δεν ζηλεύει καθόλου, στο συγκεκριμένο περιστατικό, που οι οπαδοί του κάνουν το δώρο στον προστάτη άγιο διαφορετικής περιοχής. Μάλιστα μεσολάβησε για να σώσει τόσο τον χρυσό όσο και τον προμηθευτή του από ληστές, ώστε να φτάσουν με ασφάλεια στις Χωνές!
- [←212]
-
Για την εκκλησία ως νόμιμο θεματοφύλακα της περιουσίας άλλων, υπάρχει η περίπτωση της εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου των Ευχαΐτων, που χρησίμευσε ως θεματοφύλακας της προίκας μιας πρόσφατα αποθανούσας γυναίκας. Σιγάλας, «Διασκευή», σελ. 322-333.
- [←213]
-
G. I. Bell and W. Ramsay, The Thousand and One Churches (Λονδίνο, 1909), σελ. 257.
- [←214]
-
De Jerphanion, Cappadoce, ll2, 396-401. Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 207-212. Eyice, "Trabzon Yakınında Meryem Ana (Sumela) Manastırı*. Arkeolojik ve Tarihi Değeri ile. Bugünkü Durumu Hakkında Bir Araştuma", Belleten, XXX (1966), 243-264. G. MΙΙΙet, "Les monasteres et les eglises de Trebizonde", Bulletin de Correspondence Hellenique, XIX (1895), 419-459.
- [←215]
-
W. Langer and R. Blake, "The Rise of the Ottoman Turks and its Historical Background", American Historical Review, XXXVII (1932). 476-481.
- [←216]
-
Μ. H. Yinanc, Türkiye Tarihi Selçuklukar Devri I. Anadolunun Fethi (Ισταμπούλ, 1944), σελ. 162 κ.ε. Για αυτά και για συναφή θέματα που εμφανίστηκαν στιγμιαία στην τουρκική ιστοριογραφία κατά την πρώιμη Κεμαλική περίοδο και στη συνέχεια υποχώρησαν, B. Lewis, "History-writing and National Revival in Turkey", Middle Eastern Affairs, IV (1953), 218-227.
- [←217]
-
A. H. Sayce, "Languages of Asia Minor", Anatolian Studies Presented to Sir William Mitchell Ramsay (Λονδίνο, 1923), σελ. 396.
- [←218]
-
A. Goetze, Kulturgeschichte des alten Orients. Kleinasien, 2η εκδ. (Μόναχο, 1957), σελ. 180-183, 193-194, 201-204, 202-209. D. C. Swanson, "A Select Bibliography of the Anatolian Languages", Bulletin of the New York Public Library (Μάιος-Ιούνιος 1948), 3-26. D. Masson, "Epigraphie Asianique", Orientalia, νέα σειρά XXIII (1954), 439-442. J. Friederich, Kleinasiatische Sprachdenkmaler (Bερολίνο, 1932). Μ. B. Sakellariou, La migration grecque en lonie (Aθήναι, 1958), σελ. 414-437. Πιο πρόσφατα Ph. J. Howink ten Cate, The Luwian Population Groups of Lycia and Cilicia Aspera during the Hellenistic Period (Λέιντεν, 1961). G. Neumann, Untersuchungen zum Weiterleben hethitischen und luwischen Sprachgutes in hellenistischer und romischer Zeit (Βισμπάντεν, 1961). L. Robert, "Inscriptions inedites en langue carienne", Hellenica, VIII (1950), 1-38. Μερικά χιουμοριστικά περιστατικά έχουν συμβεί κατά την αναζήτηση των υπολειμμάτων αυτών των γλωσσών στη σύγχρονη εποχή. Ένας φιλόλογος ισχυρίστηκε ότι είχε βρει να μιλούν τη γλώσσα των Χετταίων σε ένα χωριό της Ανατολίας τον 20ό αιώνα. Ανακοίνωσε αυτή τη συγκλονιστική ανακάλυψη και υποσχέθηκε επικείμενη γραμματική των σύγχρονων «χετταϊκών». Αλλά ο Friederich, "Angebliche-moderne Reste alte Kleinasiatischer Sprachen", Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, LXXXVIII (1934), επισήμανε ότι η εν λόγω γλώσσα ήταν κιρκασσιακά και τη μιλούσαν οι Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) που είχαν φύγει μετά τη ρωσική κατάκτηση του Καυκάσου.
- [←219]
-
Goetze, Kulturgeschichte des alten orients, σελ. 182-183.
- [←220]
-
Στο ίδιο, σελ. 210-211. Στα τέλη του 6ου αιώνα της προχριστιανικής εποχής η Ανατολία, ο τόπος συνάντησης της Ανατολής και της Δύσης, υποβαλλόταν σε δύο ανταγωνιστικές διαδικασίες: τον εξελληνισμό και τον εξιρανισμό.
- [←221]
-
Στο ίδιο, σελ. 209. Jones, The Greek City, σελ. 1-2, 27-29.
- [←222]
-
S. K. Eddy, The King is Dead (Λίνκολν, 1961), σελ. 163-182.
- [←223]
-
Jones, The Greek City, σελ. 40-50.
- [←224]
-
Στο ίδιο, σελ. 51-67.
- [←225]
-
Στράβων 13.4.17: τέτταρσι δὲ γλώτταις ἐχρῶντο οἱ Κιβυρᾶται, τῇ Πισιδικῇ τῇ Σολύμων τῇ Ἑλληνίδι τῇ Λυδῶν. Έτσι τα ελληνικά είχαν επίσης διεισδύσει σε αυτές τις πιο απομονωμένες περιοχές. Ο Στράβων σχολιάζει επίσης, τῆς (γλώττης) Λυδῶν δὲ οὐδ' ἴχνος ἐστὶν ἐν Λυδίᾳ. Για τον εξελληνισμό των λυδικών ονομάτων και της θρησκείας συμβουλευτείτε, Robert, Noms indigenes dans l'Asie Mineure grecoromaine (Παρίσι, 1963). L. Zgusta, Anatolische Personennamen (Πράγα, 1963). A. Laumonier, Les cultes indigenes en Carie (Παρίσι, 1958).
- [←226]
-
Ο Στράβων 14.2.28, χρησιμοποιεί τον όρο καρίζειν με τρόπο παράλληλο προς το σολοικίζειν, δείχνοντας ότι οι Κάρες μιλούσαν όχι καθαρά ελληνικά, και τα μιλούσαν εκτενώς. Για τα καρικά, Robert, Hellenica, σελ. 1-38.
- [←227]
-
Την Ελληνιστική εποχή η Πέργη στην Παμφυλία σχετιζόταν με τον μαθηματικό Απολλώνιο, οι Σόλοι στη Σίδη με τον φιλόσοφο Χρύσιππο και τον ποιητή Άρατο. Η Μαλλός παρήγαγε τους φιλολόγους Κράτη και Ζηνόδοτο. Η Ταρσός συνεισέφερε τους ποιητές Διοσκουρίδη και Διονυσίδη και η πόλη έγινε ένα από τα κύρια κέντρα φιλοσοφίας, που την ανταγωνιζόταν μόνο η Αλεξάνδρεια. Αξιοσημείωτοι Έλληνες ποιητές, ρήτορες, ιστορικοί, φιλόλογοι, βιογράφοι, γιατροί στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο εμφανίστηκαν σε εξελληνισμένες πόλεις όπως οι Σάρδεις, Αλάβανδα, Τράλλεις, Μύλασα, Νύσσα, Αμάσεια, Νίκαια, Λαοδίκεια, Πέργαμος, Νικομήδεια, Ανάζαρβος, Προύσα, Σαμόσατα, Καισάρεια, Αφροδισιάς, Κοτύαιον, Λάρανδα, Τύανα. Για αυτήν την περίληψη, Jones, The Greek City, σελ. 280-283.
- [←228]
-
Είναι συνηθισμένο να μιλάμε για αυτές τις αγροτικές περιοχές ως εντελώς ανεπηρέαστες από τη διείσδυση του Ελληνισμού, όπως για παράδειγμα ο Jones, The Greek City, σελ. 288. Αλλά μια ομάδα ή μια κοινωνία δεν επηρεάζεται μόνο μέσω του γλωσσικού μέσου. Σίγουρα η γλωσσική αλλαγή είναι η πιο εντυπωσιακή απόδειξη της πολιτιστικής αλλαγής, αλλά οι άλλες πτυχές της ανθρώπινης κοινωνίας (νόμος, θρησκεία, τέχνη κ.λπ.) μπορούν να δεχτούν την εξωτερική επιρροή ανεξάρτητα από γλωσσικά ζητήματα. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι σε πολλές περιοχές όπου οι γηγενείς γλώσσες επέζησαν, οι κάτοικοι ήσαν δίγλωσσοι (Στράβων 13.4.17). Για σύγχρονα παραδείγματα μπορεί κανείς να αναφέρει ορισμένα ελληνικά χωριά που μιλούν ελληνικά και αρβανίτικα, αλλά στα οποία η πολιτιστική συνείδηση είναι αποκλειστικά ελληνική. Επιπλέον, υπάρχει το παράδειγμα ορισμένων πόλεων και χωριὠν της Ανατολίας τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, που μιλούσαν ελληνικά και τουρκικά. Για άλλα παραδείγματα διγλωσσίας στην Ανατολία στην ύστερη αρχαία και την πρώιμη βυζαντινή εποχή, C. Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen in Kleinasien im nachchristlicher Zeit", Hermes, XLIII (1908), 243-244. Για παράδειγμα της εξάπλωσης των ελληνικών, Theodoretus, P.G., LXXXII, 1488D: ὁ δὲ τῇ Ἑλλάδι χρησάμενος φωνῇ. Κίλιξ γὰρ τὸ γένος ἐτύγχανεν ὤν.
- [←229]
-
Για ό τι ακολουθεί, Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen", σελ. 248-254. Για την οικονομική εξειδίκευση των Ισαύρων, C. Mango, "Isaurian Builders", Polychronion. Festschrift Franz Dölger zu 75. Geburtstag (Χαϊδελβέργη, 1966), σελ. 358-365.
- [←230]
-
Ο Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen", σελ. 241, αναφέρει τα μυσιακά και τα λυκαονικά ως πιθανές γλώσσες σε αυτήν την περίοδο. Όμως αυτοί οι δύο όροι φαίνεται να είναι γεωγραφικοί παρά γλωσσικοί. Ο Harnack, Die Mission und Ausbreitung des Christentums, 4η εκδ. (Λειψία, 1924), II, 764, σημ. 4, υποστηρίζει ότι τα λυκαονικά ήσαν στην πραγματικότητα φρυγικά. Ο Jones, The Greek City, σελ. 366, n. 43, απορρίπτει τα μυσιακά ως γλώσσα. Ο Στράβων 12.8.3, δείχνει ότι ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή οι άνθρωποι δεν ήσαν σίγουροι για το τι ήσαν τα μυσιακά: μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον μιξολύδιον γάρ πως εἶναι καὶ μιξοφρύγιον. Αυτό δείχνει, σε αντίθεση με τον Holl, ότι τα μυσιακά δεν ήσαν πια ομιλούμενη γλώσσα. Βλέπε επίσης J. G. C. Anderson, "Exploration in Galatia Cis Halym", Journal of Hellenic Studies, XIX (1899), 313-316.
- [←231]
-
Ο Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen", σελ. 243-244, αντλώντας από ένα περιστατικό στη ζωή της Αγίας Μάρθας, AS Mai V, 418-419, επιχειρεί να δείξει ότι τα «λυκαονικά» ήσαν ζωντανή γλώσσα τον 6ο αιώνα. Αυτό το περιστατικό έχει σχέση με τη θεραπεία ενός άνδρα που ήταν άφωνος. Αφού θεραπεύτηκε, μίλησε στη δική του γλώσσα: τότε τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ δοξολογῶν τὸν θεὸν ἐβόα. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν αποδεικνύει τη ζωτικότητα των «λυκαονικών» (όποια γλώσσα κι αν ήταν αυτή). Η υπόλοιπη ιστορία δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Ο θεραπευθείς άνδρας αισθανόταν υποχρεωμένος να περιγράψει το θαύμα σε άλλους. Όμως, καθώς δεν μιλούσε ελληνικά, οὐ γὰρ ἠπίστατο τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, απέκτησε τις υπηρεσίες δίγλωσσου διερμηνέα, που γνώριζε και ελληνικά εκτός από «λυκαονικά»: διηγεῖτο περὶ πάντων τούτων, ἑτέρου συνόντος αὐτῷ γινώσκοντος τὴν Ἑλληνικὴν φωνὴν καὶ ἑρμηνεύοντος τὰ περὶ αὐτοῦ. Στην επιθυμία του να επικοινωνήσει, ο θεραπευμένος Λυκάονας προσελκύστηκε σε μια κοινωνία, όπου το παραδοσιακό γλωσσικό μέσο ήταν τα ελληνικά. Ο μεταφραστής, ένας δίγλωσσος, συμβολίζει τη διαδικασία με την οποία διαδίδονταν τα ελληνικά.
- [←232]
-
Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen", σελ. 247-248. W. M. Calder, M.A.M.A., VII, xv, xxxii. Friederich, "Phrygia", P.W., σελ. 868-869.
- [←233]
-
Σωκράτης, P.G., LXVII, 648.
- [←234]
-
Σωζoμενός, P.G., LXVII, 1468.
- [←235]
-
Oι απόγονοί τους ήσαν γνωστοί ως Γοτθογραῖκοι (και όχι ως Γοτθο-φρύγες) τον 8ο αιώνα, και ο γεωγραφικός όρος αναφέρεται στα τέλη του 8ου αιώνα. Θεοφάνης, I, 385. "Acta Graeca SS. Davidis, Symeonis et Georgii", A.B., XVIII (1899), 256. Charanis, "On the Ethnic Composition of Byzantine Asia Minor in the Thirteenth Century", Προσφορά εἰς Στίλπωνα Π. Κυριακίδην (Θεσσαλονίκη, 1953), 141 (εφεξής αναφερόμενο ως Charanis, "Ethnic Composition"). Άμαντος, «Γοτθογραῖκοι-Γοτθογραικία», Ἑλληνικά, V (1932), 256. Σε μια προηγούμενη περίοδο οι Κέλτες είχαν ομοίως εξελληνιστεί και ονομάζονταν Γαλλογραῖκοι. Η Γαλατία ονομαζόταν επίσης Γαλλογραικία, Στράβων, 12.5.1. Αππιανός, Μιθριδάτεια, 114. Διόδωρος Σικελιώτης, V. 32. 5. Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXII. 9. 5. Για την απορρόφηση και τον εξελληνισμό της αριστοκρατίας των Κελτών στην πρώιμη χριστιανική εποχή, Bosch, "Die Kelten in Ankara", Jahrbuch für kleinasiatische Forschung, II (1952), 283-291. Βλέπε επίσης τις παρατηρήσεις του L. Mitteis, Reichsrecht und Volksrecht in den stlichen Provinzen des römischen Kaiserreichs (Χιλντεσχάιμ, 1963), σελ. 22-24. Για τη χρήση του όρου Γραικία για τον προσδιορισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βλέπε την ενδιαφέρουσα μελέτη του Ρ. Speck, "ΓΡΑΙΚΙΑ und ΑΡΜΕΝΙΑ. Das Tätigskeit eines nicht identifizierten Strategen im frühen 9. Jahrhundert", Jahrbuch der osterreichischen byzantinischen Gesellschaft, XVI (1967), 71-90.
- [←236]
-
Calder, M.A.M.A., σελ. xxix.
- [←237]
-
Στο ίδιο, σελ. ix, μια μάλιστα χρονολογείται από το έτος 259 π.Χ. Ο Calder αποδίδει μερικές από τις επιγραφές στο τέλος του 2ου αιώνα.
- [←238]
-
Friederich, "Phrygia", σελ. 870.
- [←239]
-
Calder, "Corpus inscriptionum neo-phrygiarum, III", Journal of Hellenic Studies, XLVI (1926), 22. Βλέπε επίσης του ιδίου, "Philadelpheia and Montanism", Bulletin of the John Rylands Library, VII (1923), 352.
- [←240]
-
Calder, Bulletin of the John Rylands Library, VII, xxx.
- [←241]
-
Ο Calder προτείνει ότι οι Φρύγες ήσαν δίγλωσσοι τον 3ο αιώνα, "Corpus inscriptionum neo-phrygiarum, I", Journal of Hellenic Studies, XXXI (1911), 163. Υποθέτει επίσης ότι οι Φρύγες της Γαλατίας είχαν εξελληνιστεί πλήρως τον 3ο αιώνα, γιατί δεν έχουν βρεθεί φρυγικές επιγραφές στη Γαλατία. Στο M.A.M.A., VII, xiv και στο Anatolian Studies Presented to Sir William Mitchell Ramsay, σελ. 76, σημ. 4, μιλά για επιγραφή του 4ου αιώνα από τη Φρυγία, στα ελληνικά, η οποία αναφέρει τη λέξη Φρυγία. Υποστηρίζει ότι αυτή η χρήση είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι κάτοικοι της περιοχής ένιωθαν οι ίδιοι ότι ήσαν Φρύγες. Όμως η χρήση είναι πιο πιθανό να είναι γεωγραφική, ίσως χωρίς γλωσσική έννοια, με τον ίδιο τρόπο που ο Σωκράτης χρησιμοποίησε τον όρο Φρύξ. Αυτή η αρχαϊκή γεωγραφική ονοματολογία χρησιμοποιούνταν σε όλη τη βυζαντινή ιστορία. Η χρήση τέτοιων όρων από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο οδήγησε τον Rambaud, L'empire grec au dixieme siècle (Παρίσι, 1870), σελ. 252-253, να συμπεράνει ότι όλες αυτές οι γλωσσικές ομάδες υπήρχαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο Στράβων 12.8.21 την εποχή του ήταν ήδη μάρτυρας της διαδικασίας με την οποία οι Φρύγες εξαφανίζονταν ως εθνική ομάδα, γιατί αναφέρει την εξαφάνιση ορισμένων φρυγικών φυλετικών διαιρέσεων.
- [←242]
-
Οι Jones, The Greek City, σελ. 294, και Taeschner, "Anadolu", EI2, οι οποίοι έχουν μελετήσει αυτό το πρόβλημα από την ελληνική και την τουρκική πλευρά, συμμερίζονται την άποψη ότι η Ανατολία είχε εξελληνιστεί αποτελεσματικά.
- [←243]
-
Rambaud, L’empire grec, σελ. 244-245. Για τους Λαζούς, A. Bryer. "Some Notes on the Laz and Tzan", B.K., XXI-XXII (1966), 174-195.
- [←244]
-
Για τη γενική πρακτική μεταφύτευσης πληθυσμών, Charanis, "The Transfer of Population as a Policy in the Byzantine Empire", Comparative Studies in Society and History, III (1961), 140-154 (εφεξής αναφερόμενο ως "Transfer"). Για τη γενική εθνογραφική εικόνα του ιδίου "Ethnic Composition", σελ. 140-147. "Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century", D.O.P., XIII (1959), 25-36 (εφεξής αναφερόμενο ως "Ethnic Changes"). "Slavic Element in Asia Minor in the Thirteenth Century", Byzantium, XVIII (1948), 69-83. Rambaud, L’empire grec, σελ. 248 κ.ε.
- [←245]
-
Θεοφάνης, I, 365. Charanis, "Transfer", σελ. 143.
- [←246]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 657, 668. Δεν καταγράφεται αν τα πέντε αποσπάσματα ιππικού που έστειλε ο Ιουστινιανός για να πολεμήσουν στο περσικό μέτωπο (Προκόπιος, Υπέρ πολέμων, IV, xiv, 17-18), εγκαταστάθηκαν ή όχι στη Μικρά Ασία. Θεοφάνης, I, 364. Άμαντος, «Μαρδαΐται», Ελληνικά, V (1932), 13-136.
- [←247]
-
Charanis, "Transfer", σελ. 144, αλλά αυτοί αργότερα απομακρύνθηκαν από τους Άραβες. Agapius de Menbidj, Kitab al’Unvan. Histoire universelle, επιμ. και μεταφρ. A. Vasiliev, Patrologia Orientalis (Παρίσι, 1904 κ.ε.), VIII (1912), 531, 538.
- [←248]
-
Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 29. Gelzer, Pergamon unter Byzantinern und Osmanen, Abhand. der kon. preuss. Akad. der Wiss. (Βερολίνο, 1903), σελ. 42 κ.ε.
- [←249]
-
Θεοφάνης, I, 382.
- [←250]
-
Για τους Αρμενίους του Βυζαντίου, Charanis, "The Armenians in the Byzantine Empire", Byzantinoslavica, XXII (1961), 196-240. "Ethnic Changes", σελ. 29. Gregoire, "Precisions geographiques et chronologiques sur les Pauliciens", Academie royale de Belgique, Bulletin de la classe des lettres et des sciences morales et politiques, 5η σειρά, XXXIII (1947), 297-298 (εφεξής αναφερόμενο ως "Precisions").
- [←251]
-
Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 35.
- [←252]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 652, 655-657.
- [←253]
-
Στο ίδιο, σελ. 666-667, αλλά δεν είναι σαφές αν εγκαταστάθηκαν εκεί, ή απλά συγκεντρώθηκαν και πληρώθηκαν με τα τάγματα της Ανατολής.
- [←254]
-
Στο ίδιο, σελ. 666. Charanis, "Ethnic Composition", σελ. 142-143.
- [←255]
-
Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 30.
- [←256]
-
Συνεχιστές Θεοφάνη, 112, 124-125. Συμεών Μάγιστρος, 625-627, 647. Κεδρηνός, II, 131. Vasiliev, Byzance et les Arabes, I, 92-93, 124-126. Υπήρχε τζαμί στην Έφεσο του 9ου αιώνα (Ibn Khuradadhbih, B.G.A., VI, 106), στην Αθήνα του 10ου-11ου αιώνα (G. Miles, "The Arab Mosque in Athens", Hesperia, XXV (1956), 329-344), καθώς και στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά ήσαν πιθανώς για μουσουλμάνους αιχμάλωτους, εμπόρους και κατοίκους. Τον 11ο αιώνα ο μητροπολίτης Εφἐσου είχε διερμηνέα για τους Σαρακηνούς (AS Nov., 542), και προσηλύτισε έναν Σαρακηνό στην Έφεσο. Εκτός από την εγκατάσταση Περσών στην Ανατολία του 9ου αιώνα και την εγκατάσταση της φυλής του Μπάνου Χαμπίμπ (Canard, Hamdanides, I, 737-739), ένας χριστιανός Άραβας μοναχός αναφέρεται σε επιγραφή ενός από τα μοναστήρια των τρωγλοδυτών στην Καππαδοκία (De Jerphanion, Cappadoce, ΙΙΙ, 243-244). Αυτά τα μοναστήρια διαθέτουν σημαντική ψευδο-κουφική διακόσμηση στις τοιχογραφίες τους. Μουσουλμάνοι αναφέρονται στις πόλεις της Βιθυνίας, μουσουλμάνοι έμποροι στην Αττάλεια, Τραπεζούντα, Κολώνεια, Νεοκαισάρεια, Μελιτηνή, Τζαμανδό, Καισάρεια, Άγκυρα και Νικομήδεια (Honigmann, "Un itinéraire", σελ. 263-270). AS Nov. ΙΙΙ, 590. Canard, "Quelques' 'a-cote' de l'histoire des relations entre Byzance et les Arabes", Studi orientalistici in onore de Giorgio Levi Delia Vida, I (Ρώμη, 1956), 98-119.
- [←257]
-
Υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για αυτό το θέμα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της οποίας είναι τα ακόλουθα: Charanis, "Transfer", σελ. 143-144. Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 42-43. Ostrogorsky, Geschichte, σελ. 108-109. Charanis, "Ethnic Composition", σελ. 141-142. "The Slavic Element in Byzantine Asia Minor",Byzantion, XVIII (1948), 69-83, και τα σχόλια του Γ. Σούλης, Ε.Ε.Β.Ι., XIX (1949), 337-340.
- [←258]
-
Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 42. Θεοφάνης, I, 348.
- [←259]
-
Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 42. Θεοφάνης, I, 364.
- [←260]
-
Θεοφάνης, I, 366. Η ακριβής εξήγηση και μετάφραση αυτού του μάλλον σημαντικού κειμένου έχει διεγείρει κάποια διαφωνία. Μερικοί έχουν ερμηνεύσει αυτό το απόσπασμα να σημαίνει ότι ο Ιουστινιανός κατέστρεψε τα απομεινάρια της σλαβικής αποικίας και ότι η αποικία από τότε εξαφανίστηκε. Ο A. Maricq, "Notes sur les Slaves dans le Peloponnese et en Bithynie", Byzantion, XXII (1952), 348-349, σχολίασε ότι στην πραγματικότητα ο Ιουστινιανός δεν εξόντωσε ολόκληρη την αποικία, γιατί μια τέτοια αιτιολόγηση παραμελεί την υπερβολή με την οποία είναι πάντοτε απαραίτητο να εκτιμώνται τέτοιες αφηγήσεις. Επομένως, η μαρτυρία του Θεοφάνη για την πλήρη εξαφάνιση αυτού του σλαβικού οικισμού πρέπει να απορριφθεί ως υπερβολή ενός μεσαιωνικού χρονογράφου. Ο Ostrogorsky, Geschichte, 110, απορρίπτει τη μαρτυρία του Θεοφάνη για την εξόντωση αυτής της ομάδας ως υπερβολική. Ωστόσο δέχεται τους αριθμούς του Θεοφάνη, Ι, 432, για έναν ελαφρώς μεταγενέστερο σλαβικό οικισμό ως ακριβείς. Είτε κανείς ερμηνεύει τον Θεοφάνη κυριολεκτικά είτε επιτρέπει την υπερβολή, ο σλαβικός οικισμός υπό τον Ιουστινιανό Β’ ήταν σημαντικός, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να είχε εξαντληθεί πολύ, αν δεν είχε εξοντωθεί. Ο συγγραφέας του βίου του Αγίου Πέτρου της Οτροίας (Ατρώας) πιθανώς αναφέρεται στους Σλάβους με τη φράση ἐμφύλια ἔθνη, Laurent, La vita retracta et les miracles posthumes de Saint Pierre d'Atroa (Βρυξέλλες, 1958), σελ. 41-42.
- [←261]
-
Θεοφάνης, I, 432.
- [←262]
-
Σχετικά με την υπερβολική φύση του αριθμού, Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 76-78.
- [←263]
-
Οι Συνεχιστές Θεοφάνη, 50, αναφέρονται στον Θωμά ως σλαβικής καταγωγής: Ὁ μὲν οὖν εἷς καὶ πρῶτος λόγος, ᾧ καὶ ἐγὼ πείθομαι ἐξ ἐγγράφων τινῶν ἔχων το βέβαιον, τοῦτον ὁρμᾶσθαί φησι τὸν Θωμᾶν ἐξ ἀσήμων τε γονέων καὶ πενιχρῶν, ἄλλως δὲ καὶ Σκλαβογενῶν, τῶν πολλάκις ἐγκισσευθέντων κατὰ τὴν Ἀνατολήν, αν και η καταγωγή του αναφέρεται αλλού ότι ήταν αρμενική, Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 79, σημ. 3. Αυτή η πηγή σχολιάζει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ενός σλαβικού στοιχείου στη Μικρά Ασία. Βλέπε επίσης Ρ. Lemerle, "Thomas le Slave", Travaux et Memoires, I (Παρίσι, 1965), 257-297.
- [←264]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 622.
- [←265]
-
Στο ίδιο, σελ. 666, αλλά στη σελ. 669, αναφέρει ότι υπήρχαν μόνο 127 στο θέμα Οψίκιον. Όσον αφορά τη συνέχεια των σλαβικών οικισμών του 7ου και 8ου αιώνα, έχει τεθεί το ερώτημα αν αυτοί οι Σθλαβεσιανοί ήσαν απόγονοί τους ή όχι. Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση από το κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Είναι πιθανό ότι αυτοί οι Σθλαβεσιανοί του 10ου αιώνα είχαν μετακινηθεί από την Ευρώπη και τοποθετηθεί στο θέμα Οψίκιον. Το κείμενο γράφει … οἱ Σθλαβησιανοὶ οί καθισθέντες εἰς τὸ Ὀψίκιον. Φαίνεται λίγο περίεργο ότι ένας συγγραφέας του 10ου αιώνα θα τους ανέφερε ως καθισθέντες, αν στην πραγματικότητα βρίσκονταν εκεί από τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Άμαντος, «Σκλάβοι, Σκλαβησιανοὶ καὶ βάρβαροι», Πρακτικὰ τῆs Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, VII (1932), 333-335.
- [←266]
-
Dvornik, Les Slaves, Byzance et Rome (Παρίσι, 1926), σελ. 103. Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 78-82. Vryonis, "St. Ioannicius the Great (754-846) and the 'Slavs' of Bithynia", Byzantion, XXXI (1961), 245-248.
- [←267]
-
J. Juster, Les Juifs dans l’empire romain (Παρίσι, 1914), I, 188-194.
- [←268]
-
Βλέπε το βασικό έργο του Starr, The Jews, passim. Ankori, Keraites, passim. A. Andreades, "Les Juifs et le fisc dans l'empire byzantine", Melanges Charles Diehl (Παρίσι, 1930), I, 7-29. «Oἱ Ἑβραῖοι ἐν τῷ βυζαντινῷ κράτει», E.Ε.Β.Σ., VII (1927), 3-23. Ahrweiler, "Smyrne", σελ. 20. Chronique de Denys de Tell-Mahre, μεταφρ. J. B. Chabot (Παρίσι, 1895), σελ. 24. Benesevic, "K istorii Evreev ν Vizantii VI-X v.", Evreiskii Mysl, II (1926), 197-224, 305-318, δεν υπήρξε διαθέσιμο σε μένα.
- [←269]
-
Ankori, Keraites, σελ. 167.
- [←270]
-
Starr, The Jews, σελ. 27-30. Στοιχεία δίνονται για τις εβραϊκές κοινότητες των βαλκανικών εδαφών της αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα από τον Benjamin του Tudela. Τα πρώιμα φορολογικά μητρώα για την Οθωμανική Ανατολία δεν δείχνουν σχεδόν καθόλου εβραϊκό πληθυσμό τον 16ο αιώνα,βλέπε κεφάλαιο 7.
- [←271]
-
Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 40 κ.ε.
- [←272]
-
Κεδρηνός, II, 624-625. Οι Νορμανδοί Ρουσέλ και Ερβέ είχαν τα κτήματά τους στη Μικρά Ασία. Η Έδεσσα του 11ου αιώνα είχε 1.000 Λατίνους, και ο Αρμενίος τυχοδιώκτης Φιλάρετος βάσιζε την πολιτική του δραστηριότητα στην Κιλικία σε δύναμη 8.000 Λατίνων μισθοφόρων τον 11ο αιώνα.
- [←273]
-
G. RouΙΙΙard and P. Collomp, Actes de Lavra (Παρίσι, 1937), I, 83, 111.
- [←274]
-
Minorsky, "Kurds", ΕΙ1. Για τους Μερουάν του Ντιγιάρμπακιρ τον 10ο και 11ο αιώνα, H. F. Amedroz, "The Marwanid Dynasty at Mayafariqin in the Tenth and Eleventh Centuries", Journal of the Royal Asiatic Society (1903), σελ. 123-245.
- [←275]
-
Μιχαήλ Σύριος, III, 130-146, 160. Μπαρ Εβραίος, I, 169-178, 204. Honigmann, "Malatiya", Eli- Chabot, "Les eveques jacobites du VIIIe au XIIIe siècle d'apres la chronique de Michel le Syrien", Revue de I'Orient chretien, IV (1899), 443-451, 495-511, V (1900), 605-636, VI (1901}, 189-219.
- [←276]
-
J. Laurent, Byzance et les Turcs seldjoucides dans l'Asie occidentale jusqu'en 1081 (Νανσύ-Παρίσι-Στρασβούργο, 1919), σελ. 29, 71. R. Grousset, Histoire de l'Arménie, des Origines à 1071 (Παρίσι, 1947), σελ. 489, 522. Asolik, Histoire universelle, μεταφρ. F. Macler (Παρίσι, 1869), II, 142.
- [←277]
-
Κεδρηνός, II, 375. Grousset, Armenie, σελ. 492.
- [←278]
-
Honigmann, Die Ostgrenze des byzantinischen Reiches von 363 bis 1071 nach griechischen, arabischen, syrischen und armenischen Quellen (Βρυξέλλες, 1935), σελ. 222-226. Κεδρηνός, II, 447-448.
- [←279]
-
Grousset, Armenie, σελ. 548.
- [←280]
-
Honigmann, Ostgrenze, σελ. 173. Grousset, Armenie, σελ. 553. Μιχαήλ Σύριος, III, 133. Aristakes of Lazdivert, Histoire d'Armenie, μεταφρ. Prud'homme (Παρίσι, 1864) σελ. 32-38 (εφεξής αναφερόμενο ως Aristakes). Κεδρηνός, II, 464.
- [←281]
-
Aristakes, σελ. 32-38. Grousset, Armenie, σελ. 580. Dölger, Regesten, I2, αριθ. 873.
- [←282]
-
Grousset, Armenie, σελ. 581. Κεδρηνός, II, 557-559. Honigmann, Ostgrenze, σελ. 168, 175. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 78.
- [←283]
-
Grousset, Armenie, σελ. 616. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 126, Honigmann, Ostgrenze, σελ. 188. Για τη γενική απορρόφηση της Αρμενικής Ανατολής, A. Akulian, Einverleibung armenischen Territorien durch Byzanz im XI. Jahrhundert; ein Beitrag zur vorseldschuken Periode der armenische Geschichte (1912).
- [←284]
-
Laurent, Byzance et les Turcs, σελ. 33. Κεδρηνός, II, 626.
- [←285]
-
Ατταλειάτης, 97.
- [←286]
-
Μιχαήλ Σύριος, III, 133.
- [←287]
-
Harnack, Die Mission, II, 734.
- [←288]
-
Στο ίδιο, σελ. 732-733.
- [←289]
-
Στο ίδιο, σελ. 734.
- [←290]
-
Στο ίδιο, σελ. 735-736.
- [←291]
-
Σινώπη, Φιλομήλιον, Πάριον, Νακώλεια, Άμαστρις (και άλλες εκκλησίες του Πόντου), Ιερόπολις, και πιθανώς Άγκυρα, Ότρυς, Πέπουζα, Τύμιον, Απάμεια, Κόμανα, Ευμένεια. Στο ίδιο, σελ. 737-738.
- [←292]
-
Για μια εισαγωγή στις αιρέσεις της Ανατολίας, J. GouΙΙΙard, "L'heresie dans l'empire byzantin des origines au XIIe siècle", Travaux et Memoires, I (Παρίσι, 1965), 299-324. "Le synodikon de l'Orthodoxie: edition et commentaire", Travaux et Memoires, II (1967), 1-316.
- [←293]
-
Bardy, "Montanisme", D.T.C., σελ. 2358-3370. Ο Calder, σε ένα πολύ προκλητικό άρθρο, "The Epigraphy of the Anatolian Heresies", στο Anatolian Studies Presented to Sir William Ramsay (Λονδίνο, 1923), 59-91 (εφεξής αναφερόμενο ως "Epigraphy"), έχει περιγράψει μια ενδιαφέρουσα ομάδα ελληνικών χριστιανικών επιγραφών από τη Φρυγία που χρονολογούνται από τα τέλη του 2ου και τον 3ο αιώνα. Αυτές οι επιγραφές περιλάμβαναν έναν αριθμό που απευθύνονταν ως εξής: Χρειστιανοὶ Χρειστιανοῖς, χριστιανοί προς χριστιανούς. Σύμφωνα με τον Calder, αυτό είναι σχεδόν μοναδικό, γιατί χριστιανικές επιτύμβιες πλάκες που αποκαλύπτουν τόσο ανοιχτά τον θρησκευτικό δεσμό των νεκρών ανήκουν στην εποχή μετά τους διωγμούς. Πριν από την περίοδο ανοχής, με εξαίρεση τη Ρώμη, οι Χριστιανοί δεν τολμούσαν να αποκαλύψουν τόσο ανοιχτά τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Επομένως, η μοναδική εμφάνιση αυτών των επιγραφών του 2ου και 3ου αιώνα οφείλεται στη δραστηριότητα των Μοντανιστών στη Φρυγία. Ο Calder επαναλαμβάνει τις ιδέες του στο "Philadelphia and Montanism", Bulletin of the John Rylands Library, VII (1923), 25-38. Ο Gregoire, ο οποίος στο παρελθόν αποδεχόταν αυτήν την άποψη, είχε πιο πρόσφατα, Les persecutions (1951), σελ. 18, αρνηθεί ότι αυτές οι χριστιανικές επιτύμβιες επιγραφές πρέπει να αποδοθούν στους Μοντανιστές. Δήλωνε ότι ήσαν έργο «φανερο-χριστιανών», σε αντίθεση με τους κρυπτο-χριστιανούς. Αν και ο Calder δεν έχει αποδείξει οριστικά την άποψή του, παρ’ όλα αυτά εντυπωσιάζεται κανείς από την εντυπωσιακή σύμπτωση της χρονολόγησης των επιγραφών, τη μοναδικότητά τους στον χριστιανικό κόσμο και τη χρονολογική τους σύμπτωση με την εμφάνιση των Μοντανιστών. Συνεχίζει γενικεύοντας ("Epigraphy", σελ. 64), ότι αυτές οι επιγραφές μαρτυρούν επίσης μια πάλη αιρέσεων στην κεντρική Φρυγία αυτήν την περίοδο. Τότε το φρυγικό αιρετικό κίνημα είχε ηττηθεί από την εκκλησία στην κεντρική Φρυγία, περιοχή με εξελληνισμένες πόλεις. Έτσι η αίρεση στις αρχές του 3ου αιώνα στράφηκε προς βορρά, προς τις πιο αγροτικές περιοχές της κοιλάδας του Τέμβρι, περιοχή που θεωρούσει ότι μόνο ελαφρά είχε επηρεαστεί από τον Ελληνισμό. J. G. C. Anderson, "Paganism and Christiantity in the Upper Tembris Valley", Studies in the History and Art of the Eastern Provinces of the Empire (Αμπερντήν, 1906), σελ. 183-227.
- [←294]
-
Έχουν βρεθεί δύο επιγραφές του 6ου αιώνα, που ρίχνουν φως στην ιεραρχική δομή της αίρεσης, Gregoire, "Du nouveau sur la hierarchie de la secte montaniste", Byzantion, II (1925), 329-336. Calder and Gregoire, "Paulinus, κοινωνός de Sebaste de Phrygia", Academie royale de Belgique, Bulletin de la classe des lettres et des sciences morales et politiques, 5η σειρά, XXXVIII (1952), 162-183.
- [←295]
-
Cod. Ιust., Ι, v, 20. Προκόπιος, Κρυφή Ιστορία, XI, 14, 23: πολλοὶ μὲν οὖν πρὸς τῶν στρατιωτῶν διεφθείροντο, πολλοὶ δὲ καὶ σφᾶς αὐτοὺς διεχρήσαντο εὐσεβεῖν μάλιστα ὑπὸ ἀβελτερίας οἰόμενοι, καὶ αὐτῶν ὁ μὲν πλεῖστος ὅμιλος γῆς τῆς πατρῴας ἐξιστάμενοι ἔφευγον, Μοντανοὶ δὲ, οἳ ἐν Φρυγίᾳ κατῴκηντο, σφᾶς αὐτοὺς ἐν ἱεροῖς τοῖς σφετέροις καθείρξαντες τούτους τε τοὺς νεὼς αὐτίκα ἐμπρήσαντες ξυνδιεφθάρησαν οὐδενὶ λόγῳ, πᾶσά τε ἀπ̓ αὐτοῦ ἡ Ῥωμαίων ἀρχὴ φόνου τε ἦν καὶ φυγῆς ἔμπλεως.
- [←296]
-
Θεοφάνης, I, 401.
- [←297]
-
Η χρήση του όρου Mοντανιστής επέζησε όμως στον αρχαϊσμό που επικρατούσε στα λογοτεχνικά και πνευματικά μνημεία του Βυζαντίου. Θα ήταν δύσκολο να αποδειχθεί ότι η επανάληψή του στα επόμενα χρόνια ήταν κάτι περισσότερο από αρχαϊισμό. Επαναλαμβάνεται στις Εκλογές του Λέοντος Γ’ και του Κωνσταντίνου Ε’, όπου οι Μανιχαίοι και οι Μοντανιστές καταδικάζονται να χαθούν από το σπαθί, XVIII. 52 (Zepos, J.G.R., II, 61), πράγμα που φαίνεται να ισχύει στις πραγματικές συνθήκες. Τον 11ο αιώνα χρησιμοποιείται από έναν σχολιαστή για να δηλώσει κάποιον που έχει εγκαταλείψει τον Ιουδαϊσμό. Starr, The Jews, σελ. 177-178. Για περαιτέρω σύγχυση Εβραίων και Μοντανιστών τον 8ο αιώνα, Starr, The Jews, σελ. 92. GouΙΙΙard, "I'heresie", Travaux et Memoires, I, 309-310. Αναφέρονται στον κανόνα 95 της Συνόδου του Τρούλλου (692) ως Φρύγες. Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι μέχρι τον 9ο αιώνα ό, τι είχε απέμεινε από την αίρεση πρέπει να είχε συγχωνευθεί με τους Παυλικιανούς. Charanis, "Ethnic Changes", σελ. 27. Ο A. Scharf, "The Jews, the Montanists, and the Emperor Leo III", Byzantinische Zeitschrift, LIX (1966), 37-46, δείχνει ότι αυτοί οι «Μοντανιστές» του 8ου αιώνα ήσαν στην πραγματικότητα εβραϊκή μεσσιανική αίρεση.
- [←298]
-
Για λεπτομερή περιγραφή των επιγραφών και των λογοτεχνικών πηγών βλέπε Galder, "Epigraphy", passim. C. Bones, "What are the Heresies Combatted in the Work of Amphilochius, Metropolitan of Iconium (c. 341-345—c. 395-400) 'Regarding False Asceticism'" The Greek Orthodox Theological Review, IX (1963), 79-96. Holl, Amphilochius von Ikonium in seinem Verhaltnis zu den grossen Kappadoziern (Τύμπινγκεν-Λειψία, 1904), σελ. 23 κ.ε. Ακόμη και τον 9ο αιώνα γίνεται αναφορά σε Νεστοριανούς (χωρίς να είναι σαφές αν αναφέρονται στους χριστολογικούς αιρετικούς του 5ου αιώνα) στα χωριά στους πρόποδες του όρους Όλυμπος της Βιθυνίας. Laurent, La vie merveΙΙΙeuse de Saint Pierre d'Atroa 837 (Βρυξέλλες, 1956), σελ. 66.
- [←299]
-
A. Amann, "Novatiens", D.T.C., σελ. 816-849.
- [←300]
-
BareΙΙΙe, "Euchaites", D.T.C., σελ. 1455-1465.
- [←301]
-
E. de Stoop, Essai sur le diffusion du Manicheisme dans l’empire romain (Γάνδη, 1909), σελ. 63-69. Αναφέρει τις αιρέσεις των Πρισκιλλιανών και των Ευσταθιανών στη Μικρά Ασία.
- [←302]
-
Papadopoulos-Kerameus, Α.Ι.Σ, IV, 382, για μνεία ενός περιπλανώμενου Μανιχαίου στην περιοχή Προύσας το πρώτο μισό του 9ου αιώνα. G. Bardy, "Manicheisme", D.T.C., σελ. 1841-1895.
- [←303]
-
Holl, "Das Fortleben der Volkssprachen", σελ. 253.
- [←304]
-
Οι ομιλούντες καππαδοκικά στο ποίμνιο του Αγίου Βασιλείου εκχριστιανίστηκαν πολύ πριν από τον ελληνόφωνο πληθυσμό της νότιας Πελοποννήσου, που μετατράπηκε τον 9ο αιώνα. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De. Adm. Imp., μεταφρ. R. J. H. Jenkins, σελ. 237:
Οι κάτοικοι της πόλης της Μάινας δεν είναι της φυλής των προαναφερθέντων Σλάβων, αλλά των αρχαίων Ρωμαίων, οι οποίοι ακόμη και σήμερα ονομάζονται «Έλληνες» από τους ντόπιους κατοίκους, γιατί στην αρχαιότητα ήσαν ειδωλολάτρες καιπροσκυνούσαν τα είδωλα όπως οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι έγιναν Χριστιανοί και βαφτίστηκαν κατά τη βασιλεία του ένδοξου Βασιλείου.
Ἰστέον, ὅτι οἱ τοῦ κάστρου Μαΐνης οἰκήτορες οὐκ εἰσὶν ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῶν προρρηθέντων Σκλάβων, ἀλλ' ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ῥωμαίων, οἳ καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρὰ τῶν ἐντοπίων Ἕλληνες προσαγορεύονται διὰ τὸ ἐν τοῖς προπαλαιοῖς χρόνοις εἰδωλολάτρας εἶναι καὶ προσκυνητὰς τῶν εἰδώλων κατὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, οἵτινες ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ἀοιδίμου Βασιλείου βαπτισθέντες Χριστιανοὶ γεγόνασιν.
- [←305]
-
Starr, "An Eastern Sect, the Athinganoi", Harvard Theological Review, XXIX (1936), 93-106.
- [←306]
-
Η εμφάνιση σημαντικής βιβλιογραφίας για τους Παυλικιανούς στη μεταπολεμική εποχή δείχνει ότι το ενδιαφέρον για αυτήν την αίρεση έχει, αν μη τι άλλο, αυξηθεί. Ο καλύτερος οδηγός για αυτή τη βιβλιογραφία βρίσκεται στις μελέτες του M. Loos, "Οù en est la question du mouvement paulicien?" Izvestia na instituta za istoriia, XIV-XV (1964), 357-371. "Gnosis und mittelalterlicher Daulismus", Listy Filologicke, XC (1967), 116-127. "Zur Frage des Paulikianismus und Bogomilismus", Byzantinische Beiträge, επιμ. J. Irmscher (Βερολίνο, 1964), σελ. 323-333. "Le mouvement paulicien à Byzance", Byzantinoslavica, XXIV (1963), 258-286, XXV (1964), 52-68. "Deux contributions a l'histoire des Pauliciens. 1. A propos des sources grecques réflétant des Pauliciens", Byzantinoslavica, XVII (1956), 19-57. "Origine du nom des Pauliciens", Byzantinoslavica, XVIII (1957), 202-217. R. M. Bartikian, Istocnik dlia izuceniia istorii V pavlikianskogo dvizenia (Ερεβάν, 1961), κριτική από Loos στο Byzantinoslavica, XXIV (1963), 135-141. Σε αυτήν, και άλλες μελέτες ("Petr Citseliiskii i ego istoriia Pavlikian", Vizantiiskii Vremennik, XVII [1961], V 323-358. "K voprosu ο pavlikianskom dvizenii ν pervoi polovine VIII v.", Vizantiiskii Vremennik, VIII [1956], 127-131) συζητά, μεταξύ άλλων, τις αρμενικές πηγές και τους λόγους πίσω από το δυτικό κίνημα των Παυλικιανών τον 8ο αιώνα. Βλέπε επίσης του ιδίου "Eretiki Arevordi (Syna Solntsa) ν Armenii i Mesopotamii i poslanie armianskogo v .. .v katolikosa Nersesa Blagodanogo", στο Ellinisticeskii Bliznii Vostok, Vizantiia i Iran (Μόσχα, 1967), σελ. 102-112. Ο S. Runciman, The Medieval Manichee (Καίμπριτζ, 1955), τοποθετεί τους Παυλικιανούς στο ευρύτερο κίνημα των δυϊστικών αιρέσεων καθ 'όλη την ύστερη αρχαία και μεσαιωνική περίοδο. Περαιτέρω βιβλιογραφία περιλαμβάνει, J. E. Lipsic, "Pavlikianskoe dvizenie ν V Vizantii ν VIII i pervoi polovine IX v.", Vizantiiskii Vremennik, V (1952), 49-72. Ocerki istorii vizantiiskogo V V obscestva i kultury (VlΙΙ-pervia polovina IX ν.) (Μόσχα-Λένινγκραντ, 1961), σελ. 166 κ.ε. F. Scheidweiler, "Paulikianer-probleme", Byzantinische Zeitschrift, XLIII (1950), 10-39. Gregoire, "Precisions", σελ. 289-324. "Autour des Pauliciens", Byzantion, XI (1936), 610-614. "Les sources de l'histoire des Pauliciens, Pierre de Sicile est authentique et Photius un faux", Bulletin de l’academie de Belgique, XXII (1936), 95-114. "Pour l'histoire des eglises pauliciennes", Orientalia Christiana Periodica XIII (1947), 509-514. K. Ter-Mkrttschian, Die Paulikianer im byzantinischen Kaiserreiche und verwandte Erscheinungen in Armenien (Λειψία, 1893).
- [←307]
-
Runciman, Manichee, σελ. 35-39. Gregoire, "Precisions", σελ. 291-297.
- [←308]
-
Runciman, Manichee, σελ. 44. Κεδρηνός, II, 382. Ζωναράς, III, 521-522.
- [←309]
-
Runciman, Manichee, σελ. 35. Ο Θεοφάνης, Ι, 488, πιθανώς δείχνει ότι βρίσκονταν στη Φρυγία και τη Λυκαονία στις αρχές του 9ου αιώνα, όπου μαζί με τους Αθιγγάνους εμφανίζονται ως φίλοι του Νικηφόρου Α’.
- [←310]
-
I. Sirmondi, "Vita S. Pauli Iunioris", A.B., XI (1892), 156: Ἀπόδειξις τῶν εἰρημένων αἱ κατὰ τῶν μανιχαίων αὐτοῦ σπουδαί. ὧν τοὺς ἐπισημοτέρους καὶ τῷ βλάπτειν πιθανωτέρους, τῶν ὁρίων Κιβυῤῥαιώτου τέ φημι καὶ Μιλήτου μακρὰν ἐκτετόπικε. Η χρήση της λέξης Μανιχαίος είναι αρχαΐζουσα και τώρα πια είχε καταλήξει να σημαίνει Παυλικιανός, Θεοφάνης, I, 488: τῶν δὲ Μανιχαίων, τῶν νῦν Παυλικιανῶν καλουμένων. Επίσης Grumel, Registres, Ι2, 223.
- [←311]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 512, 543. Ο βίος του αγίου δίνει ζωντανή εικόνα του μίσους των αιρετικών για τους Ορθόδοξους. Περιγράφονται ως πολυάριθμη ομάδα με το κέντρο τους σε ένα από τα ορεινά χωριά.
- [←312]
-
Αυτό προκύπτει από επιστολή στα μέσα του 10ου αιώνα που απευθύνεται στον Φιλόθεο, μητροπολίτη αυτής της πόλης (Darrouzes, Epistoliers, σελ. 274-276). Ο αποστολέας της επιστολής, Θεόδωρος, μητροπολίτης Νικαίας, ξεκινά παρατηρώντας ότι νιώθει συμπόνια για την κατάσταση του Φιλοθέου. Η κατάσταση του τελευταίου, ή μάλλον εκείνη της εκκλησιαστικής του περιοχής, είναι η παρουσία αιρετικών, ὅτι δέ σοι πληθὺς αἱρετιζόντων παρουσιάσαντι προσπελάσασα… Ο Θεόδωρος απαριθμεί στη συνέχεια τις απαραίτητες διαδικασίες για την είσοδο στην Ορθόδοξη Εκκλησία Αριανών, Μακεδονίων, Σαββατιανών, Νοβατιανών, Αριστερών, Τεσσαρακαιδεκατιτών, Απολλιναρίων, Ευνομιανών, Μοντανιστών, Σαβελλιανών, Ιακωβιτών και Παυλινιστών. Χωρίς να αναφέρεται σε όλους αυτούς, φαίνεται ότι ο Θεόδωρος επαναλαμβάνει απλά μια παλαιά διαδικασία χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε συνθήκες στα Ευχάιτα. Ωστόσο η φράση … καὶ τούτους δὴ τοὺς παυλινιστάς, περὶ ὧν σοι ὁ πλείων λόγος, δείχνει ότι ο Φιλόθέος είχε γράψει εκτενώς στον Θεόδωρο για τους Παυλινιστές, και εκείνοι ήσαν που του προκαλούσαν ανησυχία. Χωρίς αμφιβολία, οι Παυλινισταί (μια αίρεση του 4ου αιώνα) είναι αρχαΐζουσα αναφορά στους Παυλικιανούς.
- [←313]
-
G. Ficker, Die Phundagiagiten (Λειψία, 1908), σελ. 62-63. Ο μητροπολίτης Γεώργιος Τορνίκης του 12ου αιώνα αναφέρει την παρουσία αιρετικών στην Έφεσο. R. Browning, "The Speeches and Letters of Georgios Tornikes, Metropolitan of Ephesos (XIIth Century)", Actes du XIΙe congres international d' etudes byzantines (Βελιγράδι, 1964), II, 424.
- [←314]
-
Ο D. Obolensky, στο πολύ χρήσιμο βιβλίο του, The Bogomils. A Study in Balkan Neo-Manichaeism (Καίμπριτζ, 1948), σελ. 174 κ.ε., καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καθώς η αίρεση εμφανίζεται με βουλγαρικό όνομα (Μπογκομίλ) και σε σχετικά ύστερη χρονολογία (976-1025) και λόγω της πιθανής βουλγαρικής καταγωγἠς ενός από τους προπαγανδιστές της (Ιωάννης Τζουρίλλας), η αίρεση μεταφέρθηκε στην Ανατολία από τους Βούλγαρους στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα. Πιστεύει ότι αυτό ήταν πολύ πιο πιθανό λόγω της «στενής» σύνδεσης μεταξύ Βιθυνίας και Οψικίου με τους Βαλκάνιους Σλάβους. Τα γραπτά του Ευθύμιου, συνεχίζει ο Obolensky, περιγράφουν μια συγχώνευση των διδασκαλιών των Παυλικιανών και των Μεσσαλιανών, μια σύντηξη που χαρακτήριζε τον Βογομιλισμό. Έτσι, η βουλγαρική προέλευση των δογμάτων που αποδίδει στον Ιωάννη Τζουρίλλα επιβεβαιώνεται από αυτή τη διπλή επιρροή, Παυλικιανή και Μεσσαλιανή. Διότι, λέει, μόνο στη Θράκη (που κατοικούνταν από Παυλικιανούς και Μεσσαλιανούς) θα μπορούσε να είχε γίνει μια τέτοια σύντηξη και έτσι ο Τζουρίλλας πρέπει να τις έφερε από βουλγαρικά εδάφη.
Όμως αυτή η άποψη για την προέλευση των Βογομίλων και των Φουνδαγιαγιτών στη δυτική Ανατολία αντιμετωπίζει ορισμένα εμπόδια. Ο όρος Φουνδαγιαγίται (οι φέροντες σάκο ή τσάντα) δεν είναι σλαβικής προέλευσης (αν και το σλαβικό τορμπέσκι εμφανίζεται αργότερα στα Βαλκάνια), και υπάρχει ένα καλό προηγούμενο της Ανατολίας για αυτόν τον όρο στους λεγόμενους σακκοφόρους του 5ου αιώνα. Αν και η λέξη «Μπογκομίλ» είναι σλαβικής προέλευσης, είναι πιθανό ο όρος να εφαρμοζόταν σε αυτές τις αιρέσεις της Ανατολίας λόγω ορισμένων δογματικών ομοιοτήτων με τους Βογομίλους των Βαλκανίων. Η βυζαντινή χρήση της ονοματολογίας των αιρετικών είχε τότε πια γίνει αρκετά χαλαρή. Η συγκριτικά ύστερη χρονολογία (976-1025) της παραπομπής του Ευθύμιου στους Βογομίλους και τους Φουνδαγιαγίτες στη δυτική Ανατολία δεν αποδεικνύει απαραίτητα ότι, λόγω της χρονικής ακολουθίας, τα δόγματα εισήλθαν στη χερσόνησο από τη Βουλγαρία. Διότι αν οι Βογομίλοι-Φουνδαγιαγίται είναι στην πραγματικότητα οι Παυλικιανοί, τότε ήσαν παρόντες στη δυτική Ανατολία πολύ νωρίτερα. Ακόμη και το επιχείρημα που βασίζεται στην υπόθεση ότι η συγχώνευση των δογμάτων των Παυλικιανών και των Μεσσαλιανών, που χαρακτήριζε τόσο τον Βογομιλισμό στα Βαλκάνια, όσο και τους Βογομίλους και τους Φουνδαγιαγίτες στην Ανατολία, μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί μόνο στα Βαλκάνια, δεν είναι καθόλου βέβαιο. Όχι μόνο οι Παυλικιανοί ήσαν παρόντες στη δυτική Μικρά Ασία (από τον 8ο έως τον 11ο αιώνα), αλλά επίσης και οι Μεσσαλιανοί στην Παφλαγονία και τη Λυκαονία στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Έτσι η συγχώνευση Παυλικιανών και Μεσσαλιανών θα μπορούσε να είχε συμβεί τόσο στην Ανατολία όσο και στα Βαλκάνια (Grumel, Registres, II2, 263-264). Τέλος, το να μιλάμε για «στενές» συνδέσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Βιθυνίας- Οψικίου τον 11ο αιώνα είναι σαν να αποδίδουμε στον 11ο αιώνα συνθήκες που ενδέχεται, ή όχι, να υπήρχαν τον 8ο αιώνα.
- [←315]
-
Ράλλης και Ποτλής, V, 80-81. Grumel, Registres, I3, 88-93. Papadopoulos-Kerameus, «Βογομιλικά», Vizantiiskii Vremennik, II (1895), 720-723. Βλέπε για αυτό τα άρθρα των Loos και GouΙΙΙard.
- [←316]
-
Οι Ράλλης και Ποτλής, II, 531-532, μιλούν για τους Οὐαλεντινιανούς ως oἱ εὑρεθέντες κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Οὐάλεντος τοῦ βασιλέως Βογόμιλοι, ἤτοι Μασαλλιανοί, καὶ Εὐχῖται, καὶ Ἐνθουσιασταί. VI, 408, «Περὶ Μασσαλιανῶν τῶν νῦν βογομίλων». Επίσης, V, 80. Για αυτήν την ονομαστική σύγχυση τον 10ο και 11ο αιώνα, H-C. Puech and A. VaΙΙΙant, Le traite contre les Bogomiles de Cosmas le Pretre (Παρίσι, 1945), σελ. 293. Το κήρυγμα του πατριάρχη του 13ου αιώνα Γερμανού Β’ για τον Τίμιο Σταυρό και τους Βογομίλους δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στους Βογομίλους στην αυτοκρατορία Νικαίας, P.G., CXL, 621-644. Είναι μάλλον ομιλία για την αγιότητα του σταυρού, που ταυτόχρονα επικρίνει αυστηρά και αποβάλλει τους Βογομίλους λόγω του δόγματός τους για τον σταυρό. Ο Loos, "Certains aspects du Bogomilisme byzantin des 11e et 12e siècles", Byzantinoslavica, XXVIII (1967), 39-53, δείχνει επίσης λόγους αμφιβολίας για τις σχέσεις αυτών των προσωπικοτήτων με τους Βογομίλους.
- [←317]
-
Vryonis, "Byzantium: The Social Basis of Decline in the Eleventh Century", Greek Roman and Byzantine Studies II (1959), 169-173. Charanis, "The Armenians in the Byzantine Empire", Byzantinoslavica, XXII (1961), 231-234.
- [←318]
-
Bartikian, "Otvetnoe poslanie Grigoriia Magistra Pakhlavuni Siriiskomu Katolikosu", P.S., VII (1962), 130-145. Κ. N. Yuzbashian, "Tondrakitskoe dvizenie ν Armenii i Pavlikiane", Izv. Akad. Nauk. Arm. SSR, αριθ. 1 (1956), σελ. 31-44. A-G. Ioanisian, "Dvizenie Tondrakitov ν Armenii (IX-XI vv.)", Voprosy Istorii, αριθ. 10 (1954), σελ. 100-108.
- [←319]
-
Αυτός τουλάχιστον είναι ο ισχυρισμός του Ankori, Keraites, passim.
- [←320]
-
Ατταλειάτης, 97.
- [←321]
-
Jones, The Greek City, σελ. 298.
- [←322]
-
Ιωάννης Εφέσου-Payne Smith, σελ. 229-233. Μπαρ Εβραίος, I, 74.
- [←323]
-
Το γεγονός ότι οι Τζάτ ήσαν Αρμένιοι Χαλκηδόνιοι φαίνεται να έχει αποδειχθεί από το N. Marr, "Arkaun', Mongol'skoe nazvanie Khristian', ν sviazi s' voprosom' ob Axmianakh'-Khalkedonitak'", Vizantiiskii Vremennik, XII (1906), 30-32. Ο N. Adontz, "O proiskhozdenie Armia-Tsatov", Zhurnal Ministerstva Narodnago Prosviescheniia, νέα σειρά, XXXII (Απρίλιος 1911), 243-245, προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να αποδείξει ότι οι Τζάτ δεν ήσαν Αρμένιοι αλλά τσιγγάνοι. Οι επακόλουθες μελέτες του Peeters επιβεβαιώνουν την κατά Marr ταύτιση των Τζατ με τους Αρμένιους Χαλκηδόνιους. Peeters, "Sainte Sorisanik martyre en Armenic-Georgie (14 Decembre 482-84)", A.B., LiII (1935), 254-256. Εδώ δίνει μια πολύ πιθανή προέλευση του όρου Tzat από τον αραβικό djahid, αποστάτης. Βλέπε επίσης Peeters, "S. Gregoire, niluminateur dans le Calendrier lapidaire de Naples", A.B., LX (1942), 121-122. "Un temoinage autographe sur le siege d'Antioche par les Croises en 1098", Miscellanea historica in honorem Alberti De Meyer (Λουβαίν, 1946), I, 373-390. Le Trefonds oriental de l’hagiographie byzantine (Βρυξέλλες, 1950), σελ. 162-163. I. Doens, "Nicon de la Montagne Noire", Byzantion, XXIV (1954), 134. Ως αποτέλεσμα των προς τα δυτικά μεταναστεύσεων των Αρμενίων την εποχή των Τούρκων, Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι βρίσκονταν επίσης στη δυτική Ανατολία. Οοκισμοί αυτών των Χαλκηδονίων Αρμενίων, ή Χαϊχρούμ όπως λέγονται στη σύγχρονη εποχή, βρέθηκαν στα χωριά της Βιθυνίας Χουδίον (Σαράτζ Ούστου), Ορτάκων και Φουντουκλού τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τις δικές τους παραδόσεις, αυτοί οι Χαϊχρούμ είχαν μεταναστεύσει από την αρμενική περιφέρεια του Εγίν πριν από δυόμισι περίπου αιώνες, Γ. A. Πασχαλίδης, «Ἀρμενόφωνοι Ἕλληνες ἐν Χουδίῳ τῆς Μικρασίας», Ἑβδομάς VIII αριθ. 4 (1891), σελ. 2-3. Εκκλησιαστικά άμφια και αντικείμενα από αυτά τα χωριά υπάρχουν στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα. Για τους Χαϊχρούμ της Καϋσερί του 19ου αιώνα, A. D. Mordtmann, Anatolien. Skizzen und Reisebriefe aus Kleinasien (1850-1859), επιμ. F. Babinger (Αννόβερο, 1925), σελ. 492. Γ. Αναστασιάδης, «Χάϊ-Χουρούμ (Ἀρμενόγλωσσοι Ἕλληνες)», Μ.Χ., IV (1948)) 37-41.
- [←324]
-
AS Nov. IV, 629-631. Starr, The Jews, σελ. 119-122.
- [←325]
-
Starr, The Jews, σελ. 173-180, 219-222. Για τη διαδικασία μετατροπής, όπως αυτή επηρέαζε τους Εβραίους της Αττάλειας τον 12ο αιώνα, βλέπε το έγγραφο στο Zepos, J.G.R., I, 373-375. Επίσης Cumont, "La conversion des Juifs byzantins au IXe siècle", Revue de I'instruction publique en Belgique, XLVI (1903), 8-15.
- [←326]
-
Κεδρηνός, II, 131. Συμεών Μάγιστρος, σελ. 625-627. Γεώργιος Μοναχός, σελ. 793. Μπαρ Εβραίος, I, 135.
- [←327]
-
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 694-695: Περὶ τῶν αἰχμαλώτων Σαρακηνῶν τῶν ἐπὶ θέματι βαπτιζομένων. Χρὴ εἰδέναι, ὅτι ὀφείλουσι λαμβάνειν παρὰ τοῦ πρωτονοταρίου τοῦ θέματος εἷς ἕκαστος αὐτῶν ἀνὰ νομισμάτων γ’ καὶ ὑπὲρ ζευγαρίου αὐτῶν ἀνὰ νομισμάτων ς’, καὶ ὑπὲρ σπόρου καὶ ἀνόνας αὐτῶν ἀνὰ σίτου μοδίων νδ'. ἰστέον περὶ τῶν διδομένων αἰχμαλώτων γαμβρῶν εἰς οἴκους, κἄν τε στρατιωτικὸς κἄν τε πολιτικὸς ὁ οἶκος, εἰς ὅν εἰσέρχεται ὁ Σαρακηνὸς γαμβρός, ὀφείλει ἐξκουσεύεσθαι ἐπὶ τρισὶ χρόνοις τήν τε συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν. καὶ μετὰ τοὺς τρεῖς χρόνους πάλιν ὀφείλει τελεῖν ὁ αὐτὸς οἶκος καὶ τὴν συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν· ἰστέον, ὅτι καὶ τοῖς διδομένοις αἰχμαλώτοις, εἴτε ἑτέροις τισί, γῆν εἰς κατασκήνωσιν, ἐπὶ τρισὶ χρόνοις μένουσιν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ πάσης δουλείας τοῦ δημοσίου, καὶ οὔτε καπνικὸν δίδουσιν, οὔτε συνονἠν. καὶ μετὰ τὴν συμπλἠρωσιν τῶν τριῶν χρόνων τελοῦσι καὶ τὴν συνονὴν καὶ τὸ καπνικόν. Παρόμοια πρακτική φοροαπαλλαγής είχε υιοθετήσει ο Σελτζούκος σουλτάνος της Κόνυα για τους πρόσφατα μεταφυτευμένους Έλληνες αγρότες, βλέπε πιο κάτω, κεφάλαιο 3. Μπαρ Εβραίος, I, 144-145, 152.
- [←328]
-
Canard, Hamdanides, I, 737-739. Οι ἀτζουπάδες φαίνεται ότι ήσαν προσήλυτοι από το Ισλάμ.
- [←329]
-
AS Nov. ΙΙΙ, 512, 543.
- [←330]
-
C. Mango, The Homilies of Photius, Patriarch of Constantinople (Καίμπριτζ, 1958), σελ. 279-292, ήσαν σχεδόν σίγουρα από τη Μικρά Ασία. Βλέπε Darrouzes, Epistoliers, σελ. 274-275, για πολιτική απέναντι στους αιρετικούς στη μητροπολιτική έδρα Ευχαΐτων.
- [←331]
-
Μπαρ Εβραίος, I, 171.
- [←332]
-
Γραπτή μαρτυρία για αυτή τη διαδικασία εξελληνισμού μεταξύ των Αρμενίων εμφανίζεται σε δίγλωσσες χρηστομάθειες στον αιγυπτιακό πάπυρο του 7ου αιώνα.
- [←333]
-
V. Langlois, and M. Leroy, "Gregoire Magistros et les traductions armeniennes d'auteurs grecs", Annuaire de I'institut philologique et historique orientales et slaves, III (1935), 263-294. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 259.
- [←334]
-
Vryonis, "St. Ioannicius the Great", σελ. 245-248. Vasilievsky, Trudy, III, 65-68. Για τον μερικό εξελληνισμό των Εβραίων της Μασταύρας, Reinach, "Un contrat de mariage du temps de Basile le Bulgaroctone", Melanges offerts à M. Gustave Schlumberger (Παρίσι, 1924), σελ. 118-132.
- [←335]
-
Ο Στράβων μιλά για καρίζειν και σολοικίζειν, βλέπε πιο πάνω. Όταν ο Dawkins μελετούσε ελληνικά της Ανατολίας, αυτά είχαν γίνει αρκετά διαφορετικά από τα ελληνικά που μιλούσαν σε άλλες περιοχές. Όμως το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαφοράς οφειλόταν σε τουρκική επιρροή, βλέπε κεφάλαιο 7.