02. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία

<-1. Η βυζαντινή Μικρά Ασία την παραμονή της τουρκικής κατάκτησης 3. Η έναρξη του μετασχηματισμού->

2. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία

Αν, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Μικρά Ασία ήταν η κύρια φυσική και πνευματική δεξαμενή από την οποία αντλούσε η Κωνσταντινούπολη, και αν είχε εξελληνιστεί και εκχριστιανιστεί σε τόσο σημαντικό βαθμό, πώς άραγε μπορεί να εξηγήσει κανείς την προφανή πληρότητα και ταχύτητα της βυζαντινής πολιτικής και στρατιωτικής κατάρρευσης στη Μικρά Ασία μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071; Η πολιτική και στρατιωτική παρακμή μπροστά σε έναν ξένο εχθρό δεν απορρέει απαραίτητα από, ούτε συνεπάγεται ως βασική αιτία της την έλλειψη σημαντικής εθνοτικής και θρησκευτικής ομοιογένειας, κάτι που οι ιστορικοί υπονοούν συχνά προσπαθώντας να εξηγήσουν την παρακμή ενός κράτους που δέχεται επίθεση από εξωτερικό εχθρό. Αν και σαφώς διευκολύνθηκε από τον εθνοτικό και θρησκευτικό πλουραλισμό, η πολιτική και στρατιωτική αποτυχία του Βυζαντίου προερχόταν τελικά από πολιτική και στρατιωτική αδυναμία. Στην πραγματικότητα σειρά από εκτεταμένα και περίπλοκα γεγονότα, εκτεινόμενα σε διάστημα μεγαλύτερο του μισού αιώνα, είχαν προετοιμάσει τον δρόμο για τον κατακλυσμό της Ανατολίας το 1071, οπότε δεν είναι απολύτως ακριβές να μιλάμε για ξαφνική καταστροφή. Επιπλέον, η βυζαντινή κατάρρευση στην Ανατολία το 1071 δεν ήταν πλήρης, γιατί η τουρκική κατάκτηση της Ανατολίας υπήρξε μακρά διαδικασία. Σε αντίθεση με την υποταγή της Μέσης Ανατολής στους Άραβες, η οποία ήταν συγκριτικά ραγδαία και έφερε πολύ λιγότερη αναταραχή, η τουρκική κατάκτηση της Ανατολίας ήταν πολύ πιο αποσπασματική στη φύση, αναστατωτική, ακόμη και καταστροφική, διάρκειας τεσσάρων αιώνων. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη της Ανατολίας ως επαρχίας της Νταρ αλ-Χαρμπ (της Γης του Πολέμου στα αραβικά) είναι γεγονός που έχει φωτιστεί διεξοδικά από τον Πάουλ Βίττεκ, αλλά η σημασία αυτού του γεγονότος για την παρακμή του βυζαντινού πολιτισμού και τη διαδικασία εξισλαμισμού στην Ανατολία παραμένει προς εκτίμηση και κατανόηση. Ο σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να δείξει ότι η βυζαντινή ήττα στην Ανατολία του 11ου αιώνα ήρθε ως αποκορύφωμα μακράς σειράς σύνθετων εξελίξεων και ότι η διαδικασία με την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ανατολία και εγκαταστάθηκαν εκεί ήταν μακρά και επαναλαμβανόμενη διαδικασία για μεγάλα τμήματα της χερσονήσου.1 Κατά συνέπεια, οι τέσσερις αιώνες που εκτείνονται από την αρχική εμφάνιση των Τούρκων μέχρι την τελική επανένωση της Ανατολίας υπό μια πολιτική εξουσία, αποτελούν μια εποχή στην ιστορία της Ανατολίας που χαρακτηρίζεται από πολέμους, επιδρομές, αναταραχές και χάος, που διακόπηκε από μια ειρηνική, ευημερούσα εποχή (13ος αιώνας) και δύο μεταβατικές περιόδους, κατά τις οποίες άρχισε να αποκρυσταλλώνεται σταθερότητα (μέσα 12ου αιώνα και ενοποίηση των μπεηλικιών στα μέσα του 14ου αιώνα).

Γεγονότα που οδήγησαν στο Μαντζικέρτ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1025-71)

Αν κάποιος ρίξει μια ματιά, ακόμη και επί τροχάδην, στα περίπλοκα γεγονότα της εσωτερικής και εξωτερικής ιστορίας του Βυζαντίου τον μισό αιώνα πριν από το Μαντζικέρτ, θα συνειδητοποιήσει ότι η βυζαντινή ταπείνωση το 1071 υπήρξε αποτέλεσμα παρατεταμένων εξελίξεων και όχι ενός μεμονωμένου γεγονότος, δηλαδή της τουρκικής νίκης στο Μαντζικέρτ.2 Όταν κάποιος κοιτάζει τον ανεμοστρόβιλο που έπληξε την αυτοκρατορία τον 11ο αιώνα, δεν εκπλήσσεται επειδή αυτή κατέρρευσε μπροστά στους Σελτζούκους, αλλά μάλλον επειδή δεν εξαφανίστηκε εντελώς από τις σελίδες της ιστορίας. Αντ’ αυτού, η αυτοκρατορία σημείωσε μερική ανάκαμψη από αυτές τις καταστροφές και επιβίωσε για τρεισήμισι ακόμη αιώνες. Μεταξύ των εξελίξεων που οδήγησαν στο Μαντζικέρτ ήταν ο φαύλος αγώνας στο κράτος για υπέρτατη πολιτική εξουσία μεταξύ γραφειοκρατών και στρατιωτικών, αγώνας που σχετίζεται με τη διαδικασία επέκτασης των γαιοκτημόνων μεγιστάνων, με την οποία οι τελευταίοι επιδίωκαν να απορροφήσουν την ελεύθερη αγροτιά και τις ελεύθερες ιδιοκτησίες. Οι οικονομικές δυσκολίες του 11ου αιώνα, αν και δεν είναι γνωστές με αρκετή λεπτομέρεια, είναι ωστόσο εμφανείς στην άνοδο της ανάθεσης συλλογής φόρων σε ιδιώτες, στην πώληση αξιωμάτων, στην νόθευση των νομισμάτων, στην εμφάνιση των Ενετών ως εμπόρων της αυτοκρατορίας και στη χορήγηση ἐξκουσσειών και προνοιών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην κατάρρευση των βυζαντινών στρατιωτικών, ναυτικών και διοικητικών συστημάτων σε διάφορους βαθμούς. Η αυτοκρατορία, πολύγλωσση και πολυθρησκευτική από τη φύση της και εκτεινόμενη από τον Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη, είχε τη διπλή ευθύνη των μη ομοιογενών πληθυσμών και των εκτεταμένων, ευρέως διαχωριζομένων συνόρων. Έτσι οι εθνοτικές και θρησκευτικές δυσκολίες, μερικές από τις οποίες έγιναν κρίσιμες τον 11ο αιώνα, μάστιζαν το Βυζάντιο στη διάρκεια ολόκληρης αυτής της περιόδου. Όλες ήσαν εσωτερικής φύσης, έχοντας προκύψει εντός των ορίων του κράτους, αλλά εξωτερικά γεγονότα, εξίσου ανησυχητικά, συνέβαιναν τότε. Στα δυτικά οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες έθεταν τα θεμέλια ενός νέου βασιλείου στην Ιταλία και τη Σικελία, ενώ οι εμπορικές προσπάθειες της Βενετίας άρχιζαν να αποκτούν αυξημένο τόνο εμπορικά και πολιτικά. Και οι δύο πολιτείες ήσαν κατά μια έννοια προσανατολισμένες στην Κωνσταντινούπολη. Οι Νορμανδοί είχαν ιδρύσει το ιταλικό τους κράτος σε βυζαντινό έδαφος επί βυζαντινών θεμελίων, ενώ το βλέμμα και οι επιθυμίες τους είχαν καρφωθεί πάνω στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Οι Ενετοί, που είχαν στενή σχέση με την Ανατολή στο παρελθόν, τώρα ασχολούνταν τόσο πολύ με τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Κωνσταντινούπολη και στα άλλα εμπορικά κέντρα της αυτοκρατορίας, που θα έπαιζαν ρόλο πρώτης τάξης στην παρακμή του Βυζαντίου κατά τον 12ο αιώνα. Στα βόρεια και ανατολικά σύνορα θα ξεχύνονταν οι φυλετικές ορδές του Ουράλ-Αλτάι σε ένα από εκείνα τα πολλά μεταναστευτικά κύματα, που από την αρχή της αυτοκρατορίας είχαν απειλήσει να κατακλύσουν τον πολιτισμό της Νέας Ρώμης. Αυτές οι φυλές, μέλη της ίδιας μεγάλης γλωσσικής οικογένειας και προϊόντα του ίδιου σκληρού περιβάλλοντος στέπας, έφτασαν στο Βυζάντιο από ξεχωριστές διαδρομές. Οι Πατζινάκοι, Ούζοι και Κουμάνοι ταξίδεψαν στη ρωσική στέπα και γύρω από τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τον Δούναβη. Οι Σελτζούκοι κατέβηκαν στον ισλαμικό κόσμο μέσω του Χορασάν, υποτάσσοντας τη Βαγδάτη και μεγάλο μέρος των εδαφών του χαλιφάτου, διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλος αριθμός φυλών Τουρκμένων έφτασαν ή στάλθηκαν σκόπιμα στα σύνορα του Ρουμ στην ανατολική Ανατολία.

Ο πιο σημαντικός παράγοντας μεταξύ όλων αυτών των εξελίξεων ήταν η αναστάτωση της βυζαντινής κοινωνίας του 11ου αιώνα, αναστάτωση που προέκυπτε από τη βίαιη πάλη μεταξύ των εκπροσώπων της πολιτικής γραφειοκρατίας στην πρωτεύουσα και των στρατιωτικών μεγιστάνων στις επαρχίες. Η παράταξη των γραφειοκρατών τον 11ο αιώνα περιλάμβανε ορισμένες αριστοκρατικές οικογένειες (όπως εκείνες του Δούκα και του Μονομάχου) που κατέληξαν να συνδεθούν με την κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη και ένα τμήμα της γερουσίας. Περιλάμβανε επίσης τους καθηγητές και πολλούς από τους απόφοιτους του επανιδρυμένου Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, ανθρώπους όπως ο Ψελλός και ο Ξιφιλίνος, που είχαν αναδειχθεί στην κυβέρνηση λόγω της πνευματικής τους λαμπρότητας. Τέλος η γραφειοκρατική παράταξη αγκάλιαζε όλους εκείνους που είχαν εισέλθει στη διοίκηση και ανέβει μέσω των τάξεων, όπως οι Φιλοκάλης, Ιωάννης Ορφανοτρόφος και Νικηφορίτζης. Η βάση της γραφειοκρατικής εξουσίας βρισκόταν σε πολλά αντικείμενα, όχι λιγότερο σημαντικό από τα οποία ήταν το γεγονός ότι οι γραφειοκράτες βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, στο κέντρο της αυτοκρατορίας και της πολιτικής της ζωής. Εδώ βρίσκονταν κοντά στον αυτοκράτορα, μπορούσαν να τον επηρεάζουν και να τον ελέγχουν και μπορούσαν να τον απομονώνουν από τους στρατιωτικούς της επαρχίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχαν τον ουσιαστικό έλεγχο του αυτοκρατορικού ναυτικού και των στρατευμάτων που ήσαν τοποθετημένα σε εκείνη την περιοχή και είχαν στην κατοχή τους μια απόρθητη πόλη. Προΐσταντο επίσης του ζωτικού τομέα των οικονομικών. Λόγω όλων αυτών, οι πολιτικοί διαχειριστές κατείχαν πραγματική εξουσία και μπορούσαν να ελέγχουν τη ροή της εσωτερικής πολιτικής για μεγάλο μέρος του 11ου αιώνα. Οι μεγιστάνες-στρατηγοί από τις επαρχίες μπόρεσαν να απομακρύνουν αυτό το στοιχείο από την εξουσία μόνο ύστερα από μακρύ, βίαιο και εξαντλητικόν αγώνα.

Οι στρατηγοί αποτελούνταν από τους γαιοκτήμονες μεγιστάνες στις επαρχίες, οι οποίοι υπηρετούσαν ως ηγέτες των στρατευμάτων που στρατολογούνταν στην Ανατολία και στα Βαλκάνια. Συχνά αυτοί οι αριστοκράτες ανήκαν σε οικογένειες με μακραίωνες στρατιωτικές παραδόσεις, ενώ άλλοι είχαν προκύψει πιο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια των πολέμων του Βασιλείου Β’ ή ακόμη και αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, αυτοί οι αριστοκράτες χαρακτηρίζονταν από την κατοχή μεγάλων αγροτικών εκτάσεων και από ουσιαστικό μονοπώλιο της κατοχής των βαθμών των στρατηγών στους στρατούς των επαρχιών. Οι οικογένειες Φωκά, Σκληρού, Μαλείνου, Κομνηνού, Μελισσηνού και άλλες, κυριαρχούν τόσο στην αγροτική όσο και στη στρατιωτική ιστορία του Βυζαντίου. Λόγω αυτού του συνδυασμού (μεγάλος πλούτος και στρατιωτική υπεροχή) οι επαρχιακοί αριστοκράτες ήσαν υπερβολικά ισχυρή και φιλόδοξη κοινωνική ομάδα. Ήταν αυτή η δύναμη των επαρχιών που τελικά διάβρωσε και ουσιαστικά κατέστρεψε την κεντρική κυβέρνηση στο Βυζάντιο και υπό αυτή την έννοια αποτελούσε στοιχείο «φεουδοποίησης».

Οι πολιτικές φιλοδοξίες των επαρχιακών στρατηγών είχαν ήδη απειλήσει να ξεπεράσουν όλα τα όρια τον 10ο αιώνα, αλλά ευτυχώς ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής, αν και της ίδιας κοινωνικής τάξης, μπόρεσαν ως αυτοκράτορες να επιβάλουν χέρι συγκράτησης στις πολιτικές δραστηριότητες των στρατηγών. Όμως στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β’ οι στρατηγοί βύθισαν την αυτοκρατορία σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, που σχεδόν κατάφερε να απομακρύνει τη Μακεδονική δυναστεία και να διαιρέσει την αυτοκρατορία. Χάρη στην εμφάνιση του ζοφερού Βασιλείου η αναστατωτική βία της επαρχιακής αριστοκρατίας συγκρατήθηκε προσωρινά από πολιτικές δίωξης που συνεπάγονταν νομοθεσία διακρίσεων, δήμευση των μεγάλων γαιών τους και εξορία. Ως αποτέλεσμα της επιτυχούς αντίθεσης του Βασιλείου στα πολιτικά σχέδια των στρατηγών, οι γραφειοκράτες μπόρεσαν να κρατήσουν τους στρατηγούς μακριά από την πολιτική εξουσία για τριανταδύο χρόνια μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ (1025-57).

Κατά τη διάρκεια αυτών των τριανταδύο ετών, οι αρχηγοί της γραφειοκρατικής ομάδας, οι πιο σημαντικοί από τους οποίους ήσαν ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος και ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος, διεξήγαγαν συνεχή πόλεμο ενάντια στις φιλοδοξίες των στρατηγών. Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Η’ είχε πεθάνει το 1028 χωρίς να αφήσει διάδοχο, εκτός από τις τρεις κόρες του, δυνάμωνε τη φλόγα της σύγκρουσης, και έτσι ο ανταγωνισμός μεταξύ γραφειοκρατών και στρατηγών επικεντρωνόταν στο ζήτημα της διαδοχής. Οι γραφειοκράτες προσπάθησαν, με επιτυχία, να βρουν έναν «γραφειοκράτη» σύζυγο για την ατυχή αυτοκράτειρα Ζωή, έναν που θα ήταν υποταγμένος και υπάκουος σε εκείνους τους γραφειοκράτες που τον προωθούσαν. Από την άλλη πλευρά, μέλη της στρατιωτικής τάξης εμφανίζονταν επίσης ως υποψήφιοι. Εξαιτίας όμως του σφιχτού ελέγχου που ασκούσαν οι γραφειοκράτες επί του κεντρικού μηχανισμού διοίκησης στην Κωνσταντινούπολη, κατάφερναν να προωθούν στη θέση εξουσίας άνδρες που βρίσκονταν σε συμπάθεια με τους γραφειοκράτες. Η μόνη διέξοδος που είχαν οι στρατηγοί σε αυτόν τον αγώνα για πολιτική εξουσία ήταν οι επαρχιακοί στρατοί. Κατά τη διάρκεια αυτών των τριανταδύο ετών της περιόδου μη στρατιωτικής υπεροχής στην πρωτεύουσα, οι πηγές καταγράφουν τριάντα μεγάλες εξεγέρσεις, ή περίπου μία κάθε χρόνο, ενώ ο κατάλογος των στρατηγών που εξορίστηκαν, εκτελέστηκαν ή τυφλώθηκαν είναι μακρύς και μονότονος. Η εξέγερση έγινε τόσο συνηθισμένο γεγονός, που ο έξυπνος στρατηγός Κεκαυμένος συμπεριέλαβε στο Στρατηγικόν του ένα κεφάλαιο για τη συμπεριφορά του συνετού άνδρα κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος εξεγέρσεων.3 Καθώς το πρόγραμμα των γραφειοκρατών απαιτούσε την άνοδο στον θρόνο ανθρώπων που θα ήσαν κυρίως υπάκουοι στους γραφειοκράτες, η υπακοή από μόνη της αποτελούσε το κριτήριο της επιλογής, με αποτέλεσμα να υπάρχει σειρά συζύγων-αυτοκρατόρων με μικρή ικανότητα και χωρίς αξιόλογη κατανόηση των καθηκόντων ενός τόσο σεβάσμιου αξιώματος. Το βυζαντινό κράτος είχε την κακή μοίρα να βιώσει ως ηγεμόνες του (από το 1028 έως το 1057) αυτοκράτορες του χαμηλότερου διαμετρήματος, ως επί το πλείστον άρρωστους, ηλικιωμένους, κυριαρχούμενους από γυναίκες και ευνούχους και ασχολούμενους μόνο με τις απολαύσεις του αξιώματός τους.

Το 1057 οι στρατηγοί κατάφεραν να κερδίσουν την πρώτη τους νίκη στον αγώνα με τους γραφειοκράτες, όταν εξεγέρθηκε ο στρατηγός της Ανατολίας Ισαάκιος Κομνηνός. Με τη βοήθεια άλλων μεγιστάνων της Ανατολίας (σημαντικότεροι από τους οποίους ήσαν ο Σκληρός, ο Βούρτζης, ο Βοτανειάτης, ο Αργυρός και ο Κεκαυμένος), οδήγησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ανατολίας εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ήταν εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης, αλλά είναι πολύ αμφίβολο ότι οι στρατηγοί θα είχαν πετύχει, αν δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες. Μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα ο πατριάρχης και οι συντεχνίες είχαν πάρει το μέρος των στρατηγών, ενώ εξίσου σημαντική ήταν η διάσπαση στις τάξεις των γραφειοκρατών, οι οποίοι έβλεπαν την οικογένεια Δούκα να εγκαταλείπει προσωρινά τους γραφειοκράτες και να ενώνεται με τους στρατηγούς. Καθώς οι στρατηγοί μπορούσαν να κερδίσουν μόνο με τη βοήθεια άλλων κοινωνικών ομάδων, η νίκη τους δεν ήταν πλήρης και έτσι η εκ μέρους τους απόλαυση των πολιτικών καρπών ήταν αντίστοιχα ελλιπής. Με την ασθένεια του Ισαάκιου το 1059, οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατικής παράταξης, ο Ψελλός και ο Κωνσταντίνος Δούκας, άρπαξαν την εξουσία και οι στρατηγοί αποκλείστηκαν για μια ακόμη φορά. Το 1067 μια στρατιωτική αντίδραση και άλλη μια διάσπαση στις τάξεις των γραφειοκρατών έφεραν και πάλι στον θρόνο έναν στρατηγό της Μικράς Ασίας τον Ρωμανό Δ΄ Διογένη. Όμως, η βασιλεία του Ρωμανού καταστράφηκε, όπως είχε καταστραφεί και εκείνη του Ισαάκιου, από την ατελή νίκη των στρατηγών και από την εμμονή των κορυφαίων γραφειοκρατών (Ψελλός και Ιωάννης Δούκας) στην κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα αυτού του στρατιωτικού-πολιτικού μίσους ήσαν καταστροφικά για το κράτος. Από τον θάνατο του Βασιλείου Β’ το 1025 μέχρι τη μοιραία μάχη του Μαντζικέρτ, η βυζαντινή κοινωνία βρισκόταν στους σπασμούς εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ διοικητών και στρατιωτών. Άλλα τμήματα της κοινωνίας, η εκκλησία και οι συντεχνίες στην πρωτεύουσα, είχαν επίσης ριχτεί στην πάλη εξουσίας, πρώτα με τη μία πλευρά και ύστερα με την άλλη.

Ο ανταγωνισμός είχε ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει συνήθως σε όλους τους πολιτικούς αγώνες αυτού του είδους: την αποφασιστικότητα απόκτησης πολιτικής εξουσίας με κάθε κόστος και παρά τις κάθε είδους συνέπειες. Προφανώς τα κύρια όπλα στα χέρια των στρατηγών ήσαν οι στρατοί που στάθμευαν στις επαρχίες και έτσι όταν οι στρατηγοί εξεγείρονταν στην ανατολή ή τη δύση, όλοι οι στρατοί της Ανατολίας ή των Βαλκανίων θα συγκεντρώνονταν και θα κατευθύνονταν προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο ξεγυμνώθηκε η Ανατολία από τη στρατιωτική της άμυνα για λόγους πολιτικού συμφέροντος, όταν εξεγέρθηκε ο Ισαάκιος Κομνηνός το 1057.4 Και το 1047-48 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Τορνίκη, οι δυτικοί στρατοί διατάχθηκαν να βαδίσουν στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας μεγάλο μέρος των Βαλκανίων γυμνό από στρατεύματα. Σε αυτήν την περίπτωση τα ανατολικά σύνορα απογυμνώθηκαν επίσης, για να φέρουν στρατεύματα για να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη εναντίον των στρατών του Τορνίκη.5 Οι στρατηγοί ήσαν αποφασισμένοι να το χρησιμοποιήσουν αυτό, το μόνο τους όπλο, στον αγώνα με τους γραφειοκράτες. Όμως με αυτόν τον τρόπο ξεγύμνωναν ταυτόχρονα τα σύνορα ενόψει των αυξανόμενων εχθρικών πιέσεων και κατέστρεφαν αυτές τις δυνάμεις, αντιτάσσοντας στους στρατούς της Ανατολίας εκείνους των Βαλκανίων.

Οι γραφειοκράτες, από μια άποψη στο έλεος των στρατηγών όσον αφορά τις στρατιωτικές υποθέσεις, υπερασπίζονταν τους εαυτούς τους προχωρώντας στο ξεχαρβάλωμα του στρατιωτικού μηχανισμού. Αυτό περιλάμβανε την απόλυση ικανών στρατηγών, σε ορισμένες περιπτώσεις τη διάλυση ολόκληρων στρατιωτικών σωμάτων, αλλά πάνω από όλα τη διακοπή της οικονομικής στήριξης των τοπικών, αυτόχθονων στρατιωτών που σχημάτιζαν τις θεματικές στρατολογήσεις, οι οποίοι αντικαθίσταντο γρήγορα από ξένους μισθοφόρους. Αυτή η συνολική πολιτική γίνεται εμφανής με τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οποίου τα χρηματικά βραβεία των στρατιωτών και εισοδήματα που σημειώνονταν δήθεν για στρατιωτικές αποστολές μεταφέρονταν στη χρήση άλλων, χωρίς όφελος για το κράτος.6 Μετέτρεψε τον στρατό της επαρχίας της Ιβηρίας [Γεωργίας], δύναμης 50.000 (;) και κρίσιμο για την άμυνα εναντίον των Σελτζούκων, από σώμα που όφειλε στρατιωτική υπηρεσία σε κοινότητα φορολογούμενων. Η μετατροπή του στρατού σε φορολογική μονάδα όχι μόνο στερούσε την περιοχή από την άμυνά της, αλλά επίσης ανάγκαζε πολλούς από τους κατοίκους να περάσουν με το μέρος των Σελτζούκων.7 Έτσι, με ένα πλήγμα, μια βασική επαρχία για την άμυνα της Μικράς Ασίας στερήθηκε τη στρατιωτική της δύναμη, κατά την περίοδο που οι Σελτζούκοι εμφανίζονταν στα ανατολικά σύνορα. Με τη σταδιακή διάλυση των επαρχιακών, αυτόχθονων στρατών, οι αυτοκράτορες άρχισαν να βασίζονται όλο και περισσότερο σε ξένους μισθοφόρους. Είναι αλήθεια ότι μισθοφορικά στρατεύματα είχαν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν από τους αυτοκράτορες, αλλά οι θεματικές στρατολογήσεις είχαν υπάρξει πιο σημαντικές. Τώρα οι μισθοφόροι θα αντικαθιστούσαν σε πρωταρχική σημασία τούς Βυζαντινούς στρατιώτες και οι στρατοί της αυτοκρατορίας θα χαρακτηρίζονταν όλο και περισσότερο από την παρουσία αυτών των μισθοφόρων στρατιωτών που περιλάμβαναν μια συγκεχυμένη εθνοτική σειρά: Νορμανδούς, Άγγλους, Ρώσους, Γεωργιανούς, Αλανούς, Αρμένιους, Πατζινάκους, Τούρκους, Άραβες και άλλες ξένες ομάδες.

Μέχρι τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα η εξάντληση των τοπικών στρατολογήσεων και η εξάρτηση από ξένους μισθοφόρους επρόκειτο σχεδόν να ολοκληρωθεί. Ο Κωνσταντίνος κυβερνούσε μέσω των κυρίων εκπροσώπων του γραφειοκρατικού στοιχείου, των καθηγητών του πανεπιστημίου Ψελλού και Ξιφιλίνου, από τους οποίους ο πρώτος ήταν υπεύθυνος για τη διοίκηση και ο δεύτερος υπεύθυνος για την εκκλησία. Στο τέλος της βασιλείας του η καταστροφή των στρατών από τους γραφειοκράτες, που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’, είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που τις επαρχιακές δυνάμεις δεν φοβόταν πια ούτε το αστικό στοιχείο της πρωτεύουσας ή, πράγμα πιο δυσοίωνο, ούτε οι Σελτζούκοι, οι Πατζινάκοι, οι Ούζοι και οι Νορμανδοί στα σύνορα. Αυτή η αντιστρατιωτική πολιτική των γραφειοκρατών συνεχίστηκε με όλη της τη δύναμη ακόμη και μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, όταν ήταν προφανές σε όλους ότι ο στρατός ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση της αυτοκρατορίας. Η άνοδος του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα στον θρόνο (1071), γόνου της κορυφαίας γραφειοκρατικής οικογένειας και μαθητή του Ψελλού, ήταν πολύ ατυχής από αυτή την άποψη. Γιατί ασχολούνταν συνεχώς με την άχρηστη και χωρίς τέλος μελέτη της ευγλωττίας και με τη σύνθεση ποιημάτων σε ίαμβο και ανάπαιστο. Επιπλέον, δεν ήταν ικανός σε αυτήν την τέχνη, αλλά έχοντας εξαπατηθεί και παραπλανηθεί από τον πρόξενο των φιλοσόφων [Ψελλό], κατέστρεψε ολόκληρο τον κόσμο, όπως θα λέγαμε.8

Με το σακάτεμα της ντόπιας στρατιωτικής δύναμης, η αυξημένη εξάρτηση από τις υπηρεσίες ξένων στρατευμάτων έφερνε δυο πρόσθετα στοιχεία στο παθητικό: αμφισβητούμενη νομιμοφροσύνη και πολύ μεγαλύτερο οικονομικό κόστος. Ο αριθμός των μισθοφόρων, αν μπορεί κανείς να κρίνει από τις πληροφορίες που αναφέρουν οι πηγές σε σχέση με την εξέγερση του Ισαάκιου Κομνηνού το 1057, δεν ήταν ασήμαντος. Από τα στρατεύματα που μαζεύτηκαν στα βορειοανατολικά σύνορα από τον Κατακαλώνα Κεκαυμένο εκείνο το έτος, υπήρχαν δύο τάγματα Φράγκων, ένα τάγμα Ρώσων και μόνο δύο τάγματα Χαλδαίων και Κολωνειατών. Με άλλα λόγια, τα τρία πέμπτα από αυτούς ήσαν ξένοι μισθοφόροι, όπως ήσαν επίσης και οι αρμενικές στρατολογήσεις της Σεβάστειας, της Μελιτηνής και της Τεφρικής.9 Υπήρχαν αρκετοί Νορμανδοί στην Ανατολία την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ’ κι έτσι ο Αρμένιος στασιαστής Φιλάρετος Βραχάμιος μπόρεσε να στρατολογήσει τις υπηρεσίες 8.000 από αυτούς.10 Όταν ο Αλέξιος Κομνηνός ξεκίνησε για να σταματήσει την προέλαση του Νικηφόρου Βρυέννιου, πέρα από τους Νορμανδούς στρατιώτες του είχε 2.000 Τούρκους από την Ανατολία.11 Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος στάλθηκε στον Καύκασο, όπου στρατολόγησε 6.000 Αλανούς με τους οποίους έπρεπε να καταστείλει την εξέγερση του Ρουσέλ,12 ενώ ο ίδιος ο Ρουσέλ είχε περίπου 3.000 Νορμανδούς στην υπηρεσία του.13 Αν και είναι αδύνατο να αποκτηθεί οτιδήποτε που να μοιάζει με ακριβείς αριθμούς μισθοφόρων, και παρόλο που ορισμένοι από τους αριθμούς που συχνά αναπαράγονται ενδέχεται να είναι υπερβολικοί, αυτοί δείχνουν ότι μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα οι μισθοφόροι είχαν αντικαταστήσει ή συμπληρώσει τους αυτόχθονες στρατιώτες των βυζαντινών στρατών. Η παρουσία και οι δραστηριότητες αυτών των μισθοφόρων στην Ανατολία του 11ου αιώνα θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη βυζαντινή κατάρρευση. Δεδομένου ότι ο μόνος δεσμός πίστης τους στην αυτοκρατορία βασιζόταν στους μισθούς τους, τυχόν οικονομικές δυσκολίες του κράτους που θα καθυστερούσαν ή θα μείωναν αυτές τις οικονομικές ανταμοιβές, θα έσπαζαν φυσικά τον λεπτό δεσμό που τους κρατούσε στην αυτοκρατορία. Το 1057 ο Νορμανδός αρχηγός Ερβέ Φραγκόπουλος, δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι δεν πήρε προαγωγή, αποσύρθηκε στο θέμα Αρμενιακών και λιποτάκτησε στον Τούρκο Σαμούχ, ο οποίος επιτίθετο τότε στα ανατολικά σύνορα.14 Το 1063, αφού επέστρεψε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, πρόδωσε τον βυζαντινό διοικητή της Έδεσσας στον εχθρό, πράξη για την οποία κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τον έπνιξαν στον Βόσπορο.15 Ο Ερβέ είναι ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά, που θα εμφανίζονταν όσο προχωρούσαν τα γεγονότα. Αυτό το μοτίβο μισθοφορικής απιστίας, εξέγερσης και καταστροφής των ίδιων επαρχιών που είχαν προσληφθεί για να υπερασπίζονται, γίνεται μοναδικά σταθερό θέμα σε αυτά τα ζοφερά χρόνια της ιστορίας της αυτοκρατορίας.

Τέλος η διαμάχη γραφειοκρατών και στρατηγών είχε ως αποτέλεσμα την κλήση Τούρκων εισβολέων, όπου κάθε πλευρά υπέβαλλε μεγάλη προσφορά για την εύνοια των Τούρκων αρχηγών και στρατηγών και για τις υπηρεσίες των στρατευμάτων τους. Σε κάθε περίπτωση που οι δύο παρατάξεις προετοιμάζονταν για στρατιωτική δράση, η νίκη εξαρτιόταν συνήθως από την επιτυχία στην απόκτηση των υπηρεσιών των Τούρκων αρχηγών. Όμως αυτό το σχέδιο δεν επικρατούσε παρά μόνο μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ.

Η κύρια λοιπόν και μοιραία εξέλιξη που οδήγησε στην ήττα του Βυζαντίου στην Ανατολία ήταν αυτός ο φαύλος ανταγωνισμός για πολιτική εξουσία μεταξύ γραφειοκρατών και στρατηγών, που κατανάλωνε την ενεργητικότητα του κράτους με καταστροφικό τρόπο, σε εποχή που οι εξωτερικές πιέσεις γινόταν επικίνδυνες. Είχε ως αποτέλεσμα τη μελετημένη και σκόπιμη παραμέληση των αυτοχθόνων στρατών και την εξάρτηση από δαπανηρά και λιγότερο αξιόπιστα μισθοφορικά σώματα. Αυτά τα τελευταία, λόγω έλλειψης νομιμοφροσύνης και λόγω καθυστέρησης της πληρωμής τους, δεν δίσταζαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν τα ίδια ακριβώς τα εδάφη που είχαν προσληφθεί για να υπερασπίζονται, ή ακόμη και να λιποτακτούν στους Τούρκους.

Ιδιαίτερης σημασίας για την παρακμή των αυτόχθονων στρατών καθώς και για τις κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες του κράτους ήταν η ανάπτυξη και επέκταση της αριστοκρατίας γαιοκτημόνων και η αντίστοιχη παρακμή του ελεύθερου αγρότη και του ελεύθερου στρατιώτη κατόχου γης. Αν και είναι συνηθισμένο να αποδίδεται πρωταρχική σημασία σε αυτό το φαινόμενο για τη βυζαντινή παρακμή, φαίνεται ότι, όσον αφορά τον 11ο αιώνα και τις τουρκικές εισβολές, ο αγώνας μεταξύ γραφειοκρατών και στρατηγών υπήρξε πιο σημαντικός για τη διάλυση των θεματικών στρατολογήσεων. Είναι αλήθεια όμως, ότι αυτή η άλλη διαδικασία λειτουργούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπαγόταν την αποδυνάμωση των αγροτών-στρατιωτών και των κρατικών οικονομικών. Η ύπαρξη της ελεύθερης κοινότητας αγροτών ήταν ζωτικής οικονομικής, στρατιωτικής και κοινωνικής σημασίας για το κράτος κατά την περίοδο του μεγαλείου του. Αυτή η ελεύθερη κοινότητα χωριών είχε σχηματίσει τη βασική οικονομική μονάδα για τους σκοπούς του βυζαντινού φορολογικού συστήματος και από τη βάση ενός μέρους αυτής της γης των ελεύθερων κοινοτήτων υποστηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι θεματικοί στρατοί. Τέλος η ύπαρξη αυτών των ελεύθερων αγροτικών κοινοτήτων, οι οποίες πλήρωναν τους φόρους και υπηρετούσαν στρατιωτική θητεία, εξασφάλιζε υγιή κοινωνική δομή και ισορροπία απέναντι στους επαρχιακούς αριστοκράτες. Αυτή η κοινωνική δομή απειλούνταν και μεταβαλλόταν από την παρακμή της ελεύθερης αγροτιάς που συνέβη όταν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ο αγρότης εγκατέλειψε τη γη του ή τον τίτλο του επί αυτής. Η κρίσιμη φάση αυτής της παρακμής ήταν η εμφάνιση του ισχυρού γαιοκτήμονα (τόσο εκκλησιαστικού όσο και λαϊκού) στις κοινότητες κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα. Οι αγρότες πωλούσαν ή έδιναν τη γη τους στους μεγιστάνες, μερικές φορές πρόθυμα, για να ξεφύγουν από τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν από τη φορολογία, τις κακές καιρικές συνθήκες, τον λιμό, ή άλλες φορές απρόθυμα, όντας τα θύματα εξαναγκασμού από τους ισχυρούς. Αν και οι αυτοκράτορες καταλάβαιναν ότι η ελάττωση της ελεύθερης κοινότητας αγροτών θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα στις οικονομικές και στρατιωτικές υποθέσεις και έτσι νομοθετούσαν αναλόγως,16 παρόλα αυτά δεν μπόρεσαν τελικά να σταματήσουν τη διαδικασία. Οι επίπονες προσπάθειες των ηγεμόνων του 10ου αιώνα είχαν ένα ορισμένο αποτέλεσμα, αλλά με τον θάνατο του Βασιλείου Β’ και την εμφάνιση μικρότερων ανδρών στον θρόνο η δυναμική της διαδικασίας έφερε όλη την αντίσταση ενώπιόν της. Η ελεύθερη αγροτιά, αν και συνέχιζε να υπάρχει, είχε αποδυναμωθεί σημαντικά, και στο εξής οι αριθμοί των παροίκων (δουλοπαροίκων) του κράτους, της εκκλησίας και των μεγιστάνων αυξάνονταν σημαντικά, ενώ ο αριθμός των ελεύθερων αγροτών μειωνόταν.17 Η αύξηση των παροίκων συνοδευόταν από την αύξηση των παραχωρουμένων από το κράτος εξαιρέσεων, όπως η ἐξκουσσεία και η πρόνοια, για λογαριασμό των μεγιστάνων.18 Έτσι η ελεύθερη αγροτιά μειωνόταν με μια διαδικασία, που δεν παρείχε στο κράτος επαρκή αποζημίωση για την εκ μέρους του απώλεια εσόδων και στρατιωτών. Ταυτόχρονα οι μεγιστάνες γίνονταν πιο ισχυροί και επομένως μεγαλύτερη απειλή για την κεντρική εξουσία. Το Βυζάντιο βρισκόταν στη διαδικασία μιας εξέλιξης η οποία, λόγω έλλειψης καλύτερης λέξης, πρέπει να περιγραφεί ως «φεουδοποίηση» (feudalization).

Η οικονομική παρακμή και ιδιαίτερα οι αιτίες της δεν τεκμηριώνονται επαρκώς από τις πηγές, αλλά το νόμισμα αυτής της περιόδου αντικατοπτρίζει με ζοφερή ακρίβεια τους δύσκολους καιρούς που ταλαιπωρούσαν τους Βυζαντινούς. Ξεκινώντας με τη βασιλεία του Μιχαήλ Δ’ (1034-41) και συνεχίζοντας μέχρι τη βασιλεία του Αλέξιου Α’ (1081-1118), ο σόλιδος υποβλήθηκε σε ριζοσπαστική υποτίμηση, μια υποτίμηση που κατέστρεψε την καθαρότητα του «δολαρίου του Μεσαίωνα».19 Μεταξύ εκείνων των εξελίξεων που είχαν τις πιο σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις ήταν η προαναφερθείσα κοινωνική εξέλιξη που εξασθένιζε την ελεύθερη αγροτική κοινότητα και ενίσχυε την τάξη των γαιοκτημόνων. Οι πρώτοι ήσαν η βάση του φορολογικού συστήματος, και οι δεύτεροι έπαιρναν τεράστιες απαλλαγές από τους φόρους, με αποτέλεσμα αυτό το κοινωνικό φαινόμενο να φέρνει τρομερές οικονομικές συνέπειες στα οικονομικά του κράτους. Η επίδραση επί των οικονομικών την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού είχε γίνει πολύ σοβαρή.20

Έχει υπάρξει κάποια συζήτηση σχετικά με την αποτυχία των Βυζαντινών να αναπτύξουν μια εμπορική τάξη και ένα εμπορικό πνεύμα όπως αναπτύχθηκε στην Ιταλία. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν ότι αυτή η παράλειψη εκ μέρους των Βυζαντινών (σύμφωνα με αυτούς στην πραγματικότητα ήταν συγγενές ελάττωμα και όχι παράβλεψη) υπήρξε βασική αιτία της κατάρρευσής τους και του θριάμβου της Βενετίας. Όμως, αν κάποιος εξετάσει το ερώτημα, θα δει ότι ίσως αυτό το υποτιθέμενο μειονέκτημα έχει μεγαλοποιηθεί και ότι δεν ήταν υπεύθυνο για την κατάρρευση του κράτους, πρώτα μπροστά στους Τούρκους και στη συνέχεια μπροστά στη Βενετία. Μάλιστα το λίγο πρωτογενές υλικό που είναι διαθέσιμο μαρτυρεί ότι το θαλάσσιο και το χερσαίο εμπόριο, τόσο σε τοπική όσο και σε διεθνή κλίμακα, καθώς και μια τάξη εμπόρων-τεχνιτών, έπαιζαν εξέχοντα ρόλο στη βυζαντινή οικονομική ζωή,21 και ανεξάρτητα από το αν το εμπόριο διεξαγόταν από Έλληνες ή ξένους εμπόρους, το κράτος εισέπραττε μεγάλα ποσά σε φόρους και από τους δύο. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό το εμπόριο είχε σταματήσει τον 11ο αιώνα, εκτός από το ενδεχόμενο να είχαν παρεμβληθεί διαταραχές στις επαρχίες. Το γεγονός ότι αυτή η υποτιθέμενη έλλειψη μιας ανεπτυγμένης εμπορικής τάξης και πνεύματος δεν συνέβαλε ουσιαστικά στην οικονομική παρακμή του 11ου αιώνα, είναι εμφανές από την κατάσταση των οικονομικών στο τέλος της βασιλείας του Βασίλειου το 1025. Το φορολογικά βρίσκονταν σε τόσο εξαιρετική κατάσταση, που ο αυτοκράτορας άφησε τους φόρους των φτωχών να μη συλλέγονται κατά τα τελευταία δύο χρόνια της βασιλείας του.22 Κάθε κυβέρνηση που μπορεί να αφήνει τους φόρους ανείσπρακτους για περίοδο δύο ετών βρίσκεται σε καλύτερη από τη μέση κατάσταση. Το ότι η Βενετία όντως θριάμβευσε επί των Βυζαντινών αποδεικνύεται σαφώς από τη σειρά συνθηκών και γεγονότων μεταξύ των δύο κρατών, που ξεκινούν με τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄ και τελειώνουν στην Τέταρτη Σταυροφορία. Όμως οι λόγοι για αυτόν τον οικονομικό θρίαμβο δεν είναι ότι οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας ανέπτυσσαν εμπορική νοοτροπία, ενώ οι παράκτιοι κάτοικοι της αυτοκρατορίας δεν ανέπτυσσαν, αλλά μάλλον πολιτικά γεγονότα ήσαν εκείνα που συνέβαλαν τόσο πολύ στις οικονομικές τύχες της Βενετίας και κατέστρεψαν εκείνες του Βυζαντίου. Η εμφάνιση των Νορμανδών στην Ιταλία, η παρακμή των βυζαντινών ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων και το φάντασμα της πολιτικής καταστροφής που κρεμόταν πάνω από την αυτοκρατορία το 1081 ήσαν οι καθοριστικοί παράγοντες που ώθησαν τον Αλέξιο Α’ να παραχωρήσει το πρώτο από αυτή τη μοιραία σειρά χρυσόβουλλων στις ιταλικές πόλεις. Οι όροι αυτών των συνθηκών ήσαν εκείνοι που έφτιαξαν τις τύχες των Ενετών, γιατί στο εξής οι Βυζαντινοί έμποροι υφίσταντο φορολογική διάκριση προς όφελος των Ενετών ανταγωνιστών τους. Μάλιστα οι Ενετοί έμποροι απολάμβαναν τα οφέλη ενός «προστατευτικού τιμολογίου», δηλαδή απαλλάσσονταν από την καταβολή του φόρου 10% επί της αξίας (ad valorem) των αγαθών που μετέφεραν, ενώ οι Έλληνες ήσαν αναγκασμένοι να συνεχίζουν να τον πληρώνουν. Ως αποτέλεσμα, οι Ενετοί μπορούσαν να αποκτήσουν και τελικά απέκτησαν το μονοπώλιο σχεδόν του μεταφορικού εμπορίου διακράτησης (carrying trade), γιατί μπορούσαν να πληρώνουν περισσότερα για τα αγαθά και στη συνέχεια να τα πωλούν φθηνότερα από τους Βυζαντινούς εμπόρους. Μόλις αποκτούσαν την υπεροχή στο εμπόριο διακράτησης (carrying trade), χανόταν για πάντα από τα χρηματοκιβώτια του αυτοκρατορικού ταμείου στην Κωνσταντινούπολη ο φόρος 10% επί της αξίας (ad valorem) για όλα εκείνα τα φορτία. Η εμπορική νίκη των Ενετών δεν οφειλόταν στο ανώτερο εμπορικό τους πνεύμα και στο αντίστοιχο βυζαντινό συγγενές ελάττωμα, αλλά μάλλον σε εκείνη τη συρροή πολιτικών συνθηκών, που ανάγκαζαν την αυτοκρατορία να αγοράζει τη βοήθεια του ενετικού στόλου σε πολύ ακριβή τιμή. Η ανωτερότητα των Ενετών βρισκόταν κυρίως στην προνομιακή και αφορολόγητη θέση τους, σε αντίθεση με τη θέση των Βυζαντινών ανταγωνιστών τους. Ακόμη κι έτσι, η ιταλική εμπορική υπεροχή και οι συνέπειές της εμφανίστηκαν μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, και έτσι δεν συνέβαλαν ούτε στην κοινωνικο-οικονομική ούτε στην πολιτική παρακμή που οδήγησε στο Μαντζικέρτ.

Η σπατάλη των ηγεμόνων κατά τον 11ο αιώνα κατέληξε να είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Η αυτοκράτειρα Ζωή, ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος και οι Παφλαγόνες ήσαν αξιοθαύμαστοι στην εξάντληση των αυτοκρατορικών ταμείων που ο Βασίλειος Β΄ είχε γεμίσει με τόση προσοχή.23 Επίσης οι αποφέρουσες φόρο επαρχίες στα Βαλκάνια και την Ανατολία διαταράσσονταν από άλλα γεγονότα, πάνω και πέρα από τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις που επηρέαζαν τις αγροτικές κοινότητες.24 Οι πολυάριθμες εξεγέρσεις, οι αμέτρητες ξένες επιδρομές (ιδιαίτερα στα Βαλκάνια), και οι λεηλασίες των μισθοφόρων, κρατούσαν το επαρχιακό φορολογικό σύστημα εκτός ισορροπίας. Η οικονομική παρακμή του 11ου αιώνα, αν και εξακολουθεί να γίνεται ατελώς κατανοητή, έπαιξε σοβαρό ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στο Μαντζικέρτ. Προκύπτοντας κυρίως από την κοινωνική εξέλιξη της αγροτικής κοινωνίας και τη χορήγηση υπερβολικών ασυλιών στους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονταν περαιτέρω από τις υπερβολικές σπατάλες των ηγεμόνων, και κυρίως από τις στρατιωτικές εξεγέρσεις, τις επιδρομές των Πατζινάκων και την αρπακτικότητα των μισθοφόρων στις επαρχίες, που εμπόδιζαν τη ροή των χρημάτων του κρατικού φόρου. Αυτή η οικονομική δυσκολία ήταν φυσικά καταστροφική για ένα κράτος που λειτουργούσε κυρίως στη βάση μιας οικονομίας χρήματος.

Αλλά υπήρχαν επίσης σοβαρές εξωτερικές εξελίξεις.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

Η πρώτη εμφάνιση των Τούρκων επιδρομέων στην περιοχή Βασπουράκαν (1016-17) προκάλεσε τρόμο στους Αρμένιους που κατοικούσαν εκεί:

Στις αρχές του έτους 465 μια συμφορά που διακήρυσσε την εκπλήρωση θείων οιωνών έπληξε τους χριστιανούς λάτρεις του Τιμίου Σταυρού. Εμφανίστηκε ο δράκος που αναπνέει θάνατο, συνοδευόμενος από καταστροφική φωτιά και χτύπησε εκείνους που πιστεύουν στην Αγία Τριάδα. Τα αποστολικά και προφητικά βιβλία έτρεμαν, γιατί έφτασαν εκεί φτερωτά φίδια να ξεράσουν φωτιά πάνω στους πιστούς του Χριστού. Θέλω να περιγράψω, σε αυτήν τη γλώσσα, την πρώτη έκρηξη άγριων θηρίων καλυμμένων με αίμα. Αυτήν την περίοδο συγκεντρώθηκε το άγριο έθνος των απίστων που ονομάζονται Τούρκοι. Ξεκινώντας, μπήκαν στην επαρχία του Βασπουράκαν και έσφαξαν τους χριστιανούς. … Αντιμετωπίζοντας τον εχθρό, οι Αρμένιοι είδαν αυτούς τους περίεργους άνδρες, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι με τόξα και είχαν ρέοντα μαλλιά σαν γυναίκες.25

Τη στιγμή αυτής της εμφάνισης των Τούρκων στο Βασπουράκαν, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση επέκτασης της δύναμής της στην Ανατολή και οι στρατοί της ενέπνεαν φόβο στις καρδιές των εχθρών της από τον Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη. Οι Έλληνες χρονικογράφοι σχεδόν δεν αντιλήφθηκαν αυτήν την πρώτη εμφάνιση των Τούρκων στην Αρμενία. Ο Κεδρηνός παρατηρούσε απλώς ότι ο Αρμένιος ηγεμόνας Σεναχηρείμ, υπό την πίεση των Αγαρηνών γειτόνων του, εγκατέλειψε αργότερα το Βασπουράκαν στον Βασίλειο Β’ και εγκαταστάθηκε στην Καππαδοκία (1021), την εποχή που Τούρκοι επιδρομείς εμφανίστηκαν στην αρμενική περιοχή Νιγκ.26 Αν και οι Βυζαντινοί και οι Αρμένιοι είχαν δει Τούρκους σκλάβους στρατιώτες και στρατηγούς στους αραβικούς στρατούς και είχαν επαφή με Πατζινάκους και Χαζάρους, οι Τούρκοι του 1016-17 (ανεξάρτητα από το αν ήσαν ή όχι συνδεδεμένοι με τους Σελτζούκους) ήσαν ακόμη άγνωστοι σε αυτούς.

Εντούτοις, σε μισόν αιώνα από την πρώτη εμφάνιση αυτών των Τούρκων στο Βασπουράκαν, οι Σελτζούκοι νομαδικοί επιδρομείς θα είχαν ιδρύσει μια αυτοκρατορία, που θα έφτανε από το Αφγανιστάν στην Ανατολία, θα είχαν καταστρέψει τη βυζαντινή εξουσία στην Ανατολία και θα είχαν ξεκινήσει την τελευταία μεγάλη εθνογραφική αλλαγή της Εγγύς Ανατολής. Είναι προφανές από τις χριστιανικές πηγές ότι οι Βυζαντινοί γνώριζαν πολύ λίγα για την καταγωγή και την ιστορία των Σελτζούκων, αλλά οι μουσουλμάνοι συγγραφείς δεν φαίνεται ότι γνώριζαν πολύ περισσότερα. Εκείνο που οι ίδιοι οι Σελτζούκοι ισχυρίζονταν ότι πίστευαν για την καταγωγή τους δεν είχε γραφεί μέχρι το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και αυτό το έργο, το Μαλίκναμε, δεν έχει διασωθεί.27 Αυτές οι φυλές Σελτζούκων εισήλθαν στη Μέση Ανατολή μέσω των περιοχών της στέπας στα ανατολικά και βορειοανατολικά της Κασπίας Θάλασσας. Αυτή η περιοχή είχε αρχίσει να καταλαμβάνεται από τουρκικούς λαούς ήδη από τον 6ο αιώνα της χριστιανικής εποχής και οι Ογούζ Τούρκοι, στους οποίους αναφέρονται οι πρώτοι Άραβες γεωγράφοι, ήσαν πιθανότατα απόγονοί τους. Μετά τη διάλυση της μεγάλης τουρκικής αυτοκρατορίας στη Μογγολία, η ιστορία των Ογούζ Τούρκων συγκεντρωνόταν ολοένα και περισσότερο, από τον 8ο και 9ο αιώνα, στα βορειοανατολικά σύνορα του ισλαμικού κόσμου.28 Οι Σελτζούκοι ήσαν από αυτούς τους Ογούζ Τούρκους. Σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, κάποιος Ντουντάκ και ο γιος του Σελτζούκ, της φυλής Κινίκ των Ογούζ,29 ήσαν υποτελείς του «Χαζάρου» χάνου στην ασιατική στέπα. Ύστερα ο Σελτζούκ διαχωρίστηκε από τον χάνο, εγκαταστάθηκε με μικρή ακολουθία στις περιοχές του ποταμού Ιαξάρτη, όπου προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και από τότε πολεμούσε τους παγανιστές «συμπατριώτες» του ως γαζής υπερασπιστής των ισλαμικών παραμεθορίων περιοχών. Σε αυτήν την περιοχή και προς τα τέλη του 10ου αιώνα ο Σελτζούκ και οι οπαδοί του κλήθηκαν από τους Σαμανίδες εναντίον της εξουσίας των Τούρκων Καραχανιδών. Στη συνέχεια προσλήφθηκαν από τους τελευταίους και έγιναν έτσι μόνιμο μέρος της πολιτικής σκηνής στον ισλαμικό κόσμο. Όμως περί το 1025 οι οπαδοί του Σελτζούκ είχαν χωριστεί σε δύο ξεχωριστές ομάδες, όπου το κύριο σώμα (υπό τους Τογρούλ και Τσάγρι) παρέμενε στην υπηρεσία των Καραχανιδών για μια περίοδο, ενώ μια δεύτερη ομάδα 4.000 σκηνών υπό τον Αρσλάν αποσπάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία υπό τους Γαζναβίδες στο Χορασάν. Στο εξής αυτές οι δύο ομάδες θα είχαν διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, αλλά παρ’ όλα αυτά αλληλοσυμπληρούμενες. Επομένως θα έχει κάποιο όφελος να ιχνηλατήσουμε, με συντομία, τις ξεχωριστές ιστορίες τους. Κατά μία έννοια, αυτή η δεύτερη ομάδα του Αρσλάν αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή των Σελτζούκων στον ισλαμικό κόσμο, και καθώς προχωρούσαν, εκείνα τα μέρη όπου είχαν προσωρινά εγκατασταθεί, λεηλατήσει και εγκαταλείψει καταλαμβάνονταν από τη μεγαλύτερη ομάδα των Τογρούλ και Τσάγρι.

Οι Γαζναβίδες εγκατέστησαν αρχικά τον Αρσλάν και τους Τούρκους του στη στέπα Χορασάν γύρω από τα Σαράχς, Αμπιβάρντ και Κιζίλ Αβράτ (Φαράβα), στα ανατολικά της Κασπίας. Μόλις όμως εγκαταστάθηκαν, οι ταραχές τους προκάλεσαν τον πόλεμο των Γαζναβιδών εναντίον τους30 και στις εκστρατείες που ακολούθησαν, οι Τουρκμένοι νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν. Μία ομάδα κινήθηκε προς τις περιοχές Μπαλχάν και Ντιχιστάν στα βορειοδυτικά του Κιζίλ Αβράτ, ενώ μια δεύτερη ομάδα 2.000 ίσως σκηνών κινήθηκε νότια προς το Κιρμάν και το Ισφαχάν και περί τη δεκαετία του 1040 επέδραμε προς τα δυτικά μέχρι τη Μεσοποταμία, το Κουρδιστάν και την Αρμενία. Ως αποτέλεσμα, τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας του αιώνα το αρχικό σώμα των οπαδών του Σελτζούκ είχε χωριστεί στις τρεις ακόλουθες διαιρέσεις: Μπαλχάν, «Ιράκι» και κυρίως Σελτζούκους (που είχαν παραμείνει υπό τους Τογρούλ και Τσάγρι). Η πρώτη ομάδα έπαιξε μικρό ρόλο στα γεγονότα που ακολούθησαν, ενώ οι Ιράκι Τούρκοι χρησίμευαν ως εμπροσθοφυλακή για την επέκταση των Σελτζούκων που επρόκειτο να ακολουθήσει και σε ορισμένες περιπτώσεις θα εντάσσονταν στο κύριο σώμα των Σελτζούκων εκείνης της εποχής, όταν θα εμφανίζονταν στο Ιράν και τη Μεσοποταμία.

Ήταν η τρίτη ομάδα, αυτή των Τογρούλ-Τσάγρι, εκείνη που επρόκειτο να ξαναφτιάξει την ιστορία της Μέσης Ανατολής. Για κάποιο διάστημα είχαν παραμείνει με τους Καραχανίδες στη Μπουχάρα, αλλά μετά κινήθηκαν προς τη Χωρασμία (Χβαράζμ) κοντά στο Σουρχάν επί του Ώξου (Άμου Ντάρυα) ποταμού. Το 1034 είχαν μπει στο Χορασάν και είχαν καταλάβει τα εδάφη που είχαν εγκαταλείψει πρόσφατα οι φυλετικοί συμπατριώτες τους, εκείνοι του Αρσλάν, στις περιοχές Νέσα, Σαράχς, Αμπιβάρντ, Κιζίλ Αβράτ και άλλες. Καθώς οι Γαζναβίδες αρνούνταν να παραχωρήσουν αυτά τα εδάφη στους Σελτζούκους (χωρίς αμφιβολία, ως αποτέλεσμα των εμπειριών τους με τους Σελτζούκους του Αρσλάν), ο Τογρούλ και ο Τσάγρι τα πήραν με τη δύναμη των όπλων. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε ο τελικός αγώνας μεταξύ Σελτζούκων και Γαζναβιδών σχετικά με τη μοίρα της βασικής μουσουλμανικής επαρχίας του Χορασάν. Το ζήτημα κρίθηκε στη μοιραία μάχη του Νταντανάκαν το 1040. Αυτή η χρονολογία σηματοδοτεί ένα καθοριστικό σημείο όχι μόνο για τη Μέση Ανατολή αλλά και για το Βυζάντιο, καθώς στο εξής οι Σελτζούκοι γίνονταν ιδιοκτήτες ενός καθιερωμένου εδαφικού κράτους, κερδισμένου με τη δοκιμασία των όπλων.31 Αυτή η πρώτη κτήση των Σελτζούκων, το Χορασάν, βρισκόταν στα σύνορα του ισλαμικού κόσμου, παρουσιάζοντας στους Σελτζούκους ηγεμόνες τον πειρασμό να εισέλθουν στην Περσία και στα εδάφη στα δυτικά. Από εκείνη τη στιγμή οι Σελτζούκοι δεν σκέφτονταν πια την περιοχή του Ιαξάρτη, το σημείο αναχώρησής τους, και δεν αντιτάχθηκαν στην κατάληψη αυτών των πιο βόρειων περιοχών από έναν άλλο τουρκικό λαό, τους Κιπτσάκους. Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τώρα οι Σελτζούκοι ηγεμόνες ήταν εκείνο του μετασχηματισμού τους από αρχηγούς πολέμου νομαδικών φυλών, ασχολούμενους με λεηλασίες και προμήθειες βοσκής για τα κοπάδια τους, σε μονάρχες εγκατεστημένης (καθιστικής), πολιτισμένης κοινωνίας της Μέσης Ανατολής. Υπήρχε η εναλλακτική λύση ενώπιον του Τογρούλ, είτε να αφήσει ελεύθερο το ένστικτο των Τουρκμένων να λεηλατούν την καθιστική κοινωνία, ή να την προστατεύσει από τη λεηλασία των νομάδων. Ο Τογρούλ πέτυχε το δεύτερο στέλνοντας τις φυλές Τουρκμένων προς τα δυτικά, να κάνουν επιδρομές στα σύνορα των χριστιανικών κρατών της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Βυζαντίου.32 Τώρα πια (1040) είχε δημιουργηθεί μεγάλος σχηματισμός Τουρκμένων κάτω από τις σημαίες των Τογρούλ και Τσάγρι, που προσελκύονταν από τις μεγάλες νίκες και τις προοπτικές λεηλασίας νέων εδαφών.

Το κύριο μέλημα του Τογρούλ ήταν η κατάκτηση της Περσίας και της Μεσοποταμίας. Επομένως εκεί συγκέντρωσε την προσοχή και τις στρατιωτικές του προσπάθειες. Το 1055 είχε εξασφαλίσει αυτήν την κατάκτηση και απολάμβανε θριαμβευτικής εισόδου στη Βαγδάτη, όπου έλαβε χώρα η περίφημη ακρόασή του από τον χαλίφη.33 Αλλά πριν από αυτήν την παγίωση της εξουσίας στη Μεσοποταμία-Ιράν, είχε υπάρξει ταχεία επέκταση βορειοδυτικά προς το Αζερμπαϊτζάν, την Υπερκαυκασία και την Αρμενία, που προκλήθηκε από τον αυξανόμενο αριθμό των Τουρκμένων οι οποίοι είτε εγκατέλειπαν την αρχή των Σελτζούκων, είτε αλλιώς ωθούνταν προς τα βορειοδυτικά από τους Σελτζούκους σε προσπάθεια να γλιτώσουν τη Μεσοποταμία-Ιράν από την παρουσία τους. Είναι δύσκολο να ακολουθηθούν οι κινήσεις τους, αλλά κάποια σχέδια εμφανίζονται. Υπήρχαν πραγματικές στρατιωτικές εκστρατείες του σουλτάνου ή των εκπροσώπων του σε αυτές τις περιοχές, σε προσπάθεια να σταθεροποιηθούν τα σύνορα και να διατηρηθεί κάποιο είδος εξουσίας επί των ανθρώπων των φυλών στις παραμεθόριες περιοχές. Υπήρχαν επίσης επιδρομές των εκπροσώπων του σουλτάνου, που συχνά είχαν ως κύριο σκοπό την ικανοποίηση των φυλετικών ενστίκτων και της όρεξης για λεηλασίες και τζιχάντ. Τέλος, και πιο σημαντικό, υπήρχαν οι δραστηριότητες των Τουρκμένων, είτε εξεγέρσεις είτε απλά μη αναγνώριση καμίας εξουσίας Σελτζούκων.34

Οι πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτές τις περιοχές της νέας τουρκικής επέκτασης διευκόλυναν πολύ πρώτα την τουρκική διείσδυση και μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων στο Αζερμπαϊτζάν, την Υπερκαυκασία και την Αρμενία, γιατί σε όλες αυτές τις περιοχές υπήρχαν πολλές δυναστείες, τόσο χριστιανικές όσο και μουσουλμανικές, σε κατάσταση συνεχούς πολέμου μεταξύ τους.35 Πολύ συχνά οι μουσουλμάνοι προσλάμβαναν τις υπηρεσίες Τούρκων σε αυτή την εμπροσθοφυλακή επιδρομέων, αλλά σύντομα δέχτηκαν την πολιτική κυριαρχία των διαδοχικών κυμάτων των Τούρκων εισβολέων, ή υποτάχθηκαν στους διοικητές του Σελτζούκου σουλτάνου. Έτσι, τμήματα του Αζερμπαϊτζάν, του Κουρδιστάν, της Υπερκαυκασίας και των συνόρων της Αρμενίας κορέστηκαν από τους νεοεισερχόμενους, οι οποίοι στο τέλος αντικατέστησαν πολλές από τις τοπικές δυναστείες. Με αυτόν τον τρόπο απειλήθηκαν τελικά τα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής Ανατολίας από έναν κατακλυσμό Τουρκμένων κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου και στη συνέχεια.

ΣΥΝΔΕΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΙΕΣΗΣ (1042-71)

Στις τρεις δεκαετίες μεταξύ της ανόδου στον θρόνο του Κωνσταντίνου Θ’ (1042) και της μάχης του Μαντζικέρτ (1071), μπορεί κανείς να διακρίνει ένα σαφές σχέδιο στην αντίδραση των τουρκμενικών ομάδων που συσσωρεύονταν στα ανατολικά σύνορα, προς τις επιδεινούμενες εσωτερικές συνθήκες της αυτοκρατορίας στην Ανατολία και τα Βαλκάνια. Οι επιδρομές, ξεκινώντας με κάπως προσεκτικό τρόπο, δεν ήσαν συχνές στην αρχή. Αλλά καθώς η κατάσταση της αυτοκρατορίας εξασθενούσε σταδιακά κάθε χρόνο, και καθώς ο αριθμός των Τούρκων στα σύνορα αυξανόταν, το θράσος, η συχνότητα και η έκταση των επιδρομών αυξάνονταν σημαντικά. Παίρνει κανείς την εντύπωση από τα ελληνικά χρονικά ότι, ακόμη και πριν συμβεί το Μαντζικέρτ, οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές βαθιά στην Ανατολία με μικρό κίνδυνο από βυζαντινές δυνάμεις.

Σε αυτήν την περίοδο τριάντα περίπου ετών, ο αγώνας μεταξύ των επαρχιακών μεγιστάνων-στρατηγών και της γραφειοκρατίας δεν υποχωρούσε αλλά μάλλον γινόταν πιο έντονος. Οι στρατοί της Ανατολίας στρέφονταν εναντίον της Κωνσταντινούπολης και των γραφειοκρατών, ή έρχονταν να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη εναντίον στασιαστών στρατηγών επικεφαλής των στρατευμάτων στα Βαλκάνια, ή αλλιώς για να πολεμήσουν τους Πατζινάκους που είχαν διασχίσει τον Δούναβη. Ταυτόχρονα διαλύονταν οι αυτόχθονες επαρχιακοί στρατοί. Δεν είναι απλώς τυχαίο ότι οι επιδρομές των Σελτζούκων γίνονται εμφανείς για πρώτη φορά, και μόνιμη, κατά τη βασιλεία του γραφειοκράτη αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-55).36 Οι ανεπαρκείς στρατιωτικές πολιτικές του Κωνσταντίνου, οι οποίες οδήγησαν στη διάλυση των ντόπιων στρατών του Ιβηρικού θέματος και της περιοχής της βυζαντινής Μεσοποταμίας με τη συνακόλουθη μετατροπή τους σε φορολογικές μονάδες, έχουν ήδη συζητηθεί αλλού.37 Αυτές οι παραμεθόριες περιοχές, μεταξύ των πιο ζωτικών περιφερειών για την άμυνα των ανατολικών επαρχιών, είχαν προηγουμένως διαταραχθεί από άλλα γεγονότα.38 Το 1047 είχε λάβει χώρα η εξέγερση του Λέοντος Τορνίκη, ο οποίος, υποστηριζόμενος από πολλούς από τους δυσαρεστημένους και αδρανείς δυτικούς στρατηγούς, βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης.39 Επειδή η ίδια η πρωτεύουσα ήταν χωρίς υπερασπιστές, ο Μονομάχος κάλεσε τον μάγιστρο Κωνσταντίνο από τα ανατολικά σύνορα, όπου εκείνος διεξήγαγε πόλεμο εναντίον του Σανταντίδη Άμπουλ-Σουάρ. Ως αποτέλεσμα της εμφύλιας σύγκρουσης στην αυτοκρατορία, αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τον Άμπουλ-Σουάρ και να φέρει τους ανατολικούς στρατούς στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά την εξέγερση του Τορνίκη και την απόσυρση του μάγιστρου Κωνσταντίνου, τα σύνορα της αυτοκρατορίας στην Ανατολία έγιναν αντικείμενο σοβαρών τουρκικών επιδρομών όταν, το 1048, σώμα Τούρκων υπό τον Ασάν κατέβηκε από τις περιοχές της Ταμπρίζ και προχώρησε στην καταστροφή του Βασπουράκαν. Ο Ααρών, ο κυβερνήτης εκείνης της επαρχίας, δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς και γι’ αυτό κάλεσε τον Κεκαυμένο, τον κυβερνήτη της Άνι. Με την άφιξη του τελευταίου οι συνδυασμένες δυνάμεις νίκησαν τους Τούρκους καταφεύγοντας σε εξαπάτηση.40 Το 1049 ένας μεγαλύτερος στρατός Τούρκων εμφανίστηκε στο Βασπουράκαν υπό τον Σελτζούκο ηγεμόνα Ιμπραήμ Ινάλ και ως εκ τούτου ο Κεκαυμένος και ο Ααρών έπρεπε να περιμένουν την άφιξη γεωργιανών ενισχύσεων υπό τον Λιπαρίτη.41 Ενώ οι Βυζαντινοί περίμεναν ενισχύσεις, αυτή η σημαντική τουρκική δύναμη κατέλαβε και λεηλάτησε το σημαντικό εμπορικό κέντρο του Άρτζε κοντά στο Ερζερούμ. Η καταστροφή αυτής της πόλης σηματοδοτεί την αρχή της άλωσης πολλών από τα σημαντικά αστικά κέντρα της βυζαντινής Ανατολίας.42 Με την άφιξη των Γεωργιανών, οι τουρκικές και βυζαντινές δυνάμεις συγκρούστηκαν στο φρούριο Καπετρού, αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν αποφασιστικό.43 Οι βυζαντινές δυνάμεις δεν ήσαν αριθμητικώς επαρκείς για να αντιμετωπίσουν τους τουρκικούς στρατούς στην αρχή, ενώ ακόμη και μετά την άφιξη των Γεωργιανών, δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν τις τουρκικές δυνάμεις. Οι επιδρομές του Ασάν και του Ιμπραήμ, καθώς και η καταστροφή του Άρτζε, ήσαν αναμφίβολα οι συνέπειες της εξέγερσης των δυτικών στρατηγών που είχαν τόσο αποδυναμώσει την άμυνα των ανατολικών συνόρων.

Οι επιδρομές Πατζινάκων στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μονομάχου αποτελούσαν πιο ορατή και πολύ πιο άμεση απειλή για την αυτοκρατορία, καθώς φαινόταν σχεδόν αδύνατο να τους σταματήσουν. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ο αυτοκράτορας απομάκρυνε στρατεύματα από την Ανατολία για να ενισχύσει το βαλκανικό μέτωπο. Το 1050 μεταφέρθηκαν στρατεύματα από τα ανατολικά για να ενισχύσουν τους βυζαντινούς στρατούς στις εκστρατείες κατά των Πατζινάκων,44 αλλά καθώς οι καταστροφές των Πατζινάκων συνεχίζονταν αμείωτες, ο Μονομάχος χρησιμοποιούσε ανατολικά στρατεύματα στα Βαλκάνια μέχρι το 1053.45 Ήταν αμέσως μετά από αυτό, το 1054, που ο σουλτάνος Τογρούλ εμφανίστηκε στις περιοχές της Λίμνης Βαν, όπου ο στρατός του απλώθηκε σε επιδρομές. Οι πόλεις Παϊπέρτ και Πέρκρι πολιορκήθηκαν και αλώθηκαν, ενώ η πόλη-κλειδί του Μαντζικέρτ υπέστη δύσκολη πολιορκία.46 Φαίνεται ότι ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων ο Μονομάχος στη συνέχεια μετέφερε τα στρατεύματα από το θέμα Μακεδονίας προς τα ανατολικά υπό τον Βρυέννιο.47

Στα χρόνια 1056-57 ο Τούρκος αρχηγός Σαμούχ εμφανίστηκε με 3.000 Τούρκους στη Μεγάλη Αρμενία, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια.48 Ενόψει του αυξανόμενου αριθμού των Τούρκων που συγκεντρώνονταν στα ανατολικά σύνορα της Αρμενίας, η στρατιωτική αριστοκρατία της Ανατολίας ξεκίνησε εξέγερση, που σηματοδοτεί σημείο καμπής στην επιτάχυνση των τουρκικών επιδρομών στη χερσόνησο. Ο Ισαάκιος Κομνηνός, υποστηριζόμενος από τους στρατηγούς της Ανατολίας, συγκέντρωσε την πλειοψηφία των θεματικών, μισθοφορικών και αρμενικών στρατευμάτων της Ανατολίας και βάδισε μαζί τους προς τον Βόσπορο.49 Εκείνες από τις δυνάμεις της Ανατολίας που δεν είχαν ακολουθήσει την εξέγερση, τα στρατεύματα των θεμάτων Ανατολικών και Χαρσιανού, ενώθηκαν με τα δυτικά στρατιωτικά σώματα, τα πιστά στην κυβέρνηση. Οι δύο στρατοί, ανατολικός και δυτικός, συναντήθηκαν σε αιματηρή μάχη λίγο έξω από την πόλη της Νικαίας και παρόλο που οι στρατηγοί της Ανατολίας κέρδισαν τη νίκη, η αυτοκρατορία υπέστη πραγματικά ήττα, γιατί οι στρατιώτες της Ανατολής και της Δύσης είχαν εγκλωβιστεί σε αμοιβαία καταστροφικό αγώνα και ο αριθμός των νεκρών ήταν μεγάλος.50 Ένας χρονικογράφος δηλώνει ότι εκείνη την ημέρα ο Ισαάκιος Κομνηνός βύθισε ολόκληρο το ελληνικό έθνος σε πένθος51 και ένας άλλος παρατηρεί ότι η εξέγερση του Ισαάκιου έφερε κακοτυχία στην Αρμενία.52 Και οι δύο είχαν δίκιο, γιατί όχι μόνο η σφαγή εξάντλησε περαιτέρω τους ήδη εξαντλημένους στρατούς,53 αλλά και τα σύνορα αφέθηκαν χωρίς φύλαξη. Αυτή η μάχη, το 1057, σηματοδότησε την αποχώρηση των παραδοσιακών βυζαντινών στρατών από τη σκηνή της Ανατολίας. Στις 3 Οκτωβρίου 1057, μόλις ένα μήνα μετά την είσοδο του Ισαάκιου στην Κωνσταντινούπολη, τουρκικός στρατός υπό τον εμίρη Ντινάρ, βρίσκοντας την ανατολή ανυπεράσπιστη, πλησίασε την Κάμαχα όπου απλώθηκε. Μια φάλαγγα βάδισε εναντίον της Κολώνειας, της πατρίδας του Κατακαλώνα Κεκαυμένου, ο οποίος είχε μόλις συγκεντρώσει τους στρατούς αυτής της περιοχής για τον εμφύλιο πόλεμο και είχε αφήσει την επαρχία του ανυπεράσπιστη. Η δεύτερη φάλαγγα πολιόρκησε τη Μελιτηνή, ένα από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα των ανατολικών περιοχών της Ανατολίας.54 Η Μελιτηνή και ο πληθυσμός της από πλούσιους Σύρους, Αρμένιους και Έλληνες εμπόρους υπέστη τη μοίρα του Άρτζε, καθώς μεγάλοι αριθμοί κατοίκων είτε σκοτώθηκαν είτε υποδουλώθηκαν, και η λεία που πήραν οι Τούρκοι —σε χρυσό, ασήμι και άλλα λάφυρα— ήταν τεράστια.55

Στα δώδεκα χρόνια μεταξύ του θανάτου του Ισαάκιου Κομνηνού και της μάχης του Μαντζικέρτ, η εσωτερική κρίση της αυτοκρατορίας επιδεινώθηκε περαιτέρω και οι Τούρκοι των φυλών συνέχιζαν να γεμίζουν τις παραμεθόριες περιοχές. Έτσι η οικονομική, διοικητική και στρατιωτική κατάρρευση των επαρχιών της Ανατολίας χαρακτήριζε αυτήν την περίοδο διάρκειας λίγο μεγαλύτερης από μια δεκαετία. Ο φόβος των γραφειοκρατών για τους στρατούς και οι οικονομικές δυσκολίες του κράτους προκαλούσαν την τελική εξαφάνιση των τοπικά στρατολογούμενων στρατιωτών ως αποτελεσματικών στρατιωτικών μονάδων. Οι εθνοτικές ομάδες της βυζαντινής Ανατολίας —Έλληνες, Σύριοι και Αρμένιοι— διαφωνούσαν οργισμένα μεταξύ τους, καθώς ξεκινούσαν αυτονομιστικά κινήματα μεταξύ των Αρμενίων και ξεσπούσαν ανοιχτοί πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων, Αρμενίων και Συρίων, και Ελλήνων και Συρίων. Σε μια τέτοια κατάσταση οι μονάδες μισθοφόρων άρχιζαν να αγνοούν τις εντολές της κυβέρνησης και να ενεργούν ως ελεύθεροι παράγοντες. Εκείνη ακριβώς την εποχή της στρατιωτικής, διοικητικής και δημοσιονομικής αναρχίας άρχιζαν οι Τούρκοι να εισβάλλουν στην Ανατολία σχεδόν χωρίς παρεμπόδιση και ξεκινούσαν τη συστηματική λεηλασία των αστικών εστιών του Ελληνισμού της Ανατολίας.

Για αυτή τη δωδεκαετή περίοδο έχουμε μια μαρτυρία από πρώτο χέρι για τη στρατιωτική επιδείνωση των βυζαντινών στρατών, τον ιστορικό Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο οποίος υπηρετούσε ως αξιωματούχος στους στρατούς κατά τη διάρκεια πολλών εκστρατειών της Ανατολίας και ο οποίος ήταν παρών στη μάχη του Μαντζικέρτ.56 Η αποσυναρμολόγηση και η αποθάρρυνση του στρατού, που βρίσκονταν σε εξέλιξη από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’, ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό περί το τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι’ (1067). Η προσωρινή μεσοβασιλεία των στρατηγών υπό τον Ισαάκιο Α’ δεν κράτησε αρκετό καιρό για να επιφέρει σημαντική αλλαγή σε αυτήν την αποστρατιωτικοποίηση, και όταν ο Κωνσταντίνος Ι’ ανέβηκε στον θρόνο το 1059, η κυβέρνηση βρισκόταν και πάλι πλήρως στα χέρια των γραφειοκρατών. Το αντιστρατιωτικό τους συναίσθημα έθετε το παράδειγμα για την κοινωνία της εποχής.

Οι ίδιοι οι στρατιώτες εγκατέλειπαν τα όπλα και τη στρατιωτική τους υπηρεσία και γίνονταν υποστηρικτές και λάτρεις νομικών προβλημάτων και ερωτήσεων.57

Οι στρατιωτικοί κατάλογοι δεν συντηρούνταν πια πλήρως, οι πιο γενναίοι και πιο ικανοί στρατιώτες αποσύρονταν εντελώς από την υπηρεσία λόγω δαπανών και φόβου των στρατηγών. Ακόμη και ο Ψελλός, ο αρχιγραφειοκράτης, αισθανόταν αναγκασμένος να διαμαρτυρηθεί με την ακρότητα των περικοπών του αυτοκράτορα στον στρατιωτικό προϋπολογισμό.58 Με την εμφάνιση στην Ανατολία του Τούρκου αρχηγού Σαμούχ και του Χορασάν Σαλάρ και των επιδρομέων τους Τούρκων, ο Κωνσταντίνος Θ’ υποχρεώθηκε τελικά να στείλει στρατό για να σταματήσει τις καταστροφές τους. Όμως, σχολιάζει ο Ατταλειάτης, αυτός ο στρατός δεν ήταν ικανοποιητικός,

επειδή [ήταν] άοπλος και αδιάφορος ως αποτέλεσμα της στέρησης των εφοδίων του. Με άλλα λόγια, ήταν το χειρότερο τμήμα [του στρατού], γιατί οι καλύτεροι στρατιώτες απομακρύνονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία λόγω του μεγαλύτερου βαθμού και μισθού. Αυτό που συνέβαινε ήταν αξιοκατάκριτο, γιατί τίποτε το γενναίο ή σύμφωνο με την προηγούμενη ρωμαϊκή μεγαλοπρέπεια και δύναμη δεν επιτυγχανόταν [από τον στρατό].59

ὅτι δὲ ψιλὸν καὶ ἀπρόθυμον τῇ τοῦ ὀψωνιασμοῦ ὑστερήσει, εἰπεῖν δὲ καὶ τὸ κάκιστον μέρος, ὡς τῶν κρειττόνων ἀπελαυνομένων τῆς στρατείας διὰ τὸ μείζονος τυγχάνειν βαθμοῦ τε καὶ ὀψωνιασμοῦ, καταγνώσεως οὐκ ἀπῆν τὸ γενόμενον, μηδενὸς γενναίου κατορθουμένου, καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς ποτὲ μεγαλοπρεπείας καὶ ἰσχύος ἀνάλογον.

Ο ίδιος αυτοκράτορας παρέδωσε ουσιαστικά την Άνι στους Τούρκους, επειδή ο Αρμένιος Παγκράτιος υποσχέθηκε να την υπερασπιστεί χωρίς να ξοδέψει χρήματα σε στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό άφησε την Άνι χωρίς στρατιωτικούς υπερασπιστές και προκάλεσε την πτώση της στους Τούρκους.60 Λίγο μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα το 1067 και κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας της Ευδοκίας, η κατάσταση των στρατών είχε γίνει χαοτική. Σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα κουρελιασμένα υπολείμματα των στρατιωτικών δυνάμεων απλώς αποσύρονταν στην ασφάλεια των τειχών και αρνιούνταν να βγουν έξω και να αντιταχθούν στους Τούρκους.

Οι Τούρκοι που επέδραμαν και πάλι στην ανατολή προχώρησαν εναντίον των ρωμαϊκών στρατών που στρατοπέδευαν στη Μεσοποταμία, αλλά ιδιαίτερα εναντίον εκείνων που βρίσκονταν γύρω από τη Μελιτηνή. Αυτοί, επειδή είχαν έλλειψη του μισθού τους και στερούνταν τις προμήθειες που συνήθως τους παρείχαν, βρίσκονταν σε άθλια και στερημένη κατάσταση.61

Λόγω αυτής της κατάστασης αρνήθηκαν να βγουν εναντίον των εισβολέων, με αποτέλεσμα να αλώσουν οι Τούρκοι την πόλη της Καισάρειας.

Όταν, στα νοτιοανατολικά, συνδυασμένες δυνάμεις Τούρκων και Αράβων εισέβαλαν στις περιοχές γύρω από την Αντιόχεια, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης προσπάθησε να συγκεντρώσει στρατό, αλλά και πάλι η αθλιότητα της διοίκησης παρέλυε αυτές τις προσπάθειες. Καθώς πληρώθηκε μέρος μόνο του μισθού, οι στρατιώτες το πήραν και στη συνέχεια διασκορπίστηκαν στα σπίτια τους, αφήνοντας τις εχθρικές δυνάμεις ελεύθερες να λεηλατούν την περιφέρεια της πόλης. Έτσι αυτή τη φορά έγινε προσπάθεια να στρατολογηθούν μερικοί ανειδίκευτοι νέοι.

Αλλά ήσαν χωρίς στρατιωτική εμπειρία και χωρίς άλογα, και λίγο-πολύ χωρίς πανοπλία, γυμνοί και ούτε καν [εφοδιασμένοι] με καθημερινό ψωμί.62

Έχοντας ανατρέψει προσωρινά τους γραφειοκράτες, ο στρατηγός Ρωμανός Διογένης εύρισκε τους στρατούς σε ακόμη πιο απαίσια κατάσταση. Ο Κεδρηνός, σε σελίδες γεμάτες με τη μελαγχολία του Gibbon, περιγράφει τη συγκέντρωση των στρατών από τον Ρωμανό για την πρώτη μεγάλη εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων το 1068:

Ο αυτοκράτορας, που ηγείτο στρατού όχι τέτοιου που ταίριαζε στον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αλλά τέτοιου που έδιναν οι καιροί, από Μακεδόνες και Βούλγαρους και Καππαδόκες και Ούζους και τους άλλους ξένους που έτυχε να βρίσκονται κοντά, καθώς και από Φράγκους και Βαράγγιους, ξεκίνησε βιαστικά. Συγκεντρώθηκαν όλοι με αυτοκρατορική εντολή στη Φρυγία, δηλαδή στο θέμα Ανατολικών. Εκεί μπορούσε να δει κανείς το απίστευτο, [δηλαδή] τους διάσημους υπερασπιστές των Ρωμαίων που είχαν υποδουλώσει όλη την Ανατολή και τη Δύση [τώρα] να αποτελούνται από λίγους άνδρες και αυτούς λυγισμένους από τη φτώχεια και τις κακουχίες και στερημένους την πανοπλία τους. Αντί για σπαθιά και άλλα στρατιωτικά όπλα, για να πούμε αυτό που λέει η Αγία Γραφή, έφεραν δόρατα κυνηγιού και δρεπάνια [και αυτό] όχι κατά τη διάρκεια περιόδου ειρήνης, ενώ δεν είχαν πολεμικό ιππικό και άλλον εξοπλισμό. Καθώς κανένας αυτοκράτορας δεν είχε μπει στο πεδίο της μάχης για πολλά χρόνια, ήσαν γι’ αυτόν τον λόγο απρόσφοροι και άχρηστοι, ενώ ο μισθός τους και το συνηθισμένο σιτηρέσιο είχαν αφαιρεθεί. Ήσαν δειλοί και απόλεμοι και φαινόταν ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κάτι γενναίο. Τα ίδια τα λάβαρα μιλούσαν σιωπηλά, έχοντας άθλια εμφάνιση, σαν να είχαν μαυρίσει από πυκνό καπνό, και έχοντας λίγους και φτωχούς να τα ακολουθούν. Βλέποντας αυτά τα πράγματα οι παρόντες, ήσαν γεμάτοι απελπισία καθώς συλλογίζονταν πόσο χαμηλά είχαν πέσει οι στρατοί των Ρωμαίων, και πάλι με ποιον τρόπο, με ποια χρήματα και σε πόσον καιρό θα επανέρχονταν στην προηγούμενή τους κατάσταση. Γιατί οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι ήσαν χωρίς άλογο και χωρίς πανοπλία, ενώ οι νεοσύλλεκτοι ήσαν χωρίς στρατιωτική εμπειρία και ασυνήθιστοι στους στρατιωτικούς αγώνες, ενώ ο εχθρός ήταν πολύ τολμηρός στον πόλεμο, επίμονος, έμπειρος και κατάλληλος.63

Ὁ δὲ βασιλεὺς στρατὸν ἐπαγόμενος –οὐχ οἷον εἰκὸς ἦν τὸν βασιλέα Ρωμαίων, ἀλλ’ οἷον παρεῖχεν ὁ καιρὸς– ἔκ τε Μακεδόνων καὶ Βουλγάρων καὶ Καππαδοκῶν καὶ Οὔζων καὶ τῶν ἄλλως παρατυχόντων ἐθνικῶν, πρὸς δὲ καὶ Φράγκων καὶ Βαράγγων, τῆς ὁδοῦ σπουδαίως ἐφήψατο. Συνήχθησαν δὲ οἱ πάντες κελεύσματι βασιλικῷ ἐν τῇ Φρυγίᾳ, ἤτοι τῷ θέματι τῶν Ἀνατολικῶν. Ἔνθα καὶ ἦν ἰδεῖν τι παράδοξον, τοὺς διαβοήτους προμάχους τῶν Ρωμαίων, τῶν πᾶσαν τὴν ἑσπέραν καὶ τὴν ἀνατολὴν καταδουλωσαμένων, καὶ τὴν αὐτῶν στρατιὰν ἐξ ὀλίγων συγκειμένην ἀνδρῶν καὶ τούτων συγκεκυφότων τῇ πενίᾳ καὶ κακουχίᾳ καὶ πανοπλίας ἐστερημένων, ἀντὶ μαχαιρῶν καὶ ἄλλων ὀργάνων πολεμικῶν, τὸ τῆς Γραφῆς ἐρεῖν, ζιβύνας καὶ δρέπανα οὐκ ἐν καιρῷ εἰρήνης ἐπαγομένους, ἵππου τε πολεμικῆς καὶ τῆς ἄλλης παρασκευῆς ἐνδεῶς ἔχοντας, ἅτε μὴ στρατευσαμένου βασιλέως ἐκ πολλοῦ, καὶ διὰ τοῦτο ὡς ἀχρήστων καὶ ἀσυντελῶν καὶ τὸν ὀψωνιασμὸν αὐτῶν παρεικότος καὶ τὸ ἀνέκαθεν σιτηρέσιον. Δειλοὶ γὰρ καὶ ἀνάλκιδες καὶ πρὸς οὐδὲν γενναῖον χρησιμεύοντες κατεφαίνοντο, ὡς καὶ αὐτὰς τὰς σημαίας τοῦτο σιωπηρῶς ἀποφθέγγεσθαι πιναρὰς ὁρωμένας ὥσπερ ἀπὸ λιγνύος ἐζοφωμένας καπνοῦ, καὶ ὀπαδοὺς ἐχούσας εὐαριθμήτους καὶ πενιχρούς. ταῦτα τοῖς παροῦσιν ὁρώμενα πολλὴν ἀθυμίαν προσῆγον καὶ ἐνεποίουν, ἀναλογιζομένοις ἐξ οἵων ποῖ κατηντήκασι τὰ Ρωμαίων στρατόπεδα καὶ αὖθις τίνα τρόπον κἀκ ποίων χρημάτων καὶ διὰ πόσου τοῦ χρόνου εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐπανελεύσονται, τῶν μὲν γηραιοτέρων καὶ πεπειραμένων ἀφίππων ὄντων καὶ ψιλῶν, τῆς δὲ νεαλοῦς στρατιᾶς ἀπειροπολέμου καθεστηκυίας καὶ τῶν πολεμικῶν οὐκ ἐθάδος ἀγώνων, καὶ αὖθις τὸ τῶν ἀντιτεταγμένων φιλοκινδυνότατον καὶ ἐν πολέμοις ἐπίμονον καὶ ἔμπειρον καὶ ἐπιτήδειον.

Αυτός είναι ο στρατιωτικός εξοπλισμός που κληρονόμησε ο Ρωμανός, ύστερα από ένα τέταρτο αιώνα γραφειοκρατικών πολιτικών. Οι συνθήκες των στρατών ήσαν προφανείς στους Βυζαντινούς σύγχρονους παρατηρητές, ενώ η μεγάλη κατωτερότητά τους όσον αφορά τον εξοπλισμό, την εμπειρία και το ηθικό, απέναντι στα τουρκικά στρατεύματα, καταγραφόταν σαφώς. Όμως ο Ρωμανός έκανε ό τι καλύτερο μπορούσε με το φτωχό υλικό που είχε στη διάθεσή του. Συγκέντρωσε νέους από όλες τις περιοχές και πόλεις,64 αλλά καθώς ήσαν εντελώς άπειροι, τους ανάμιξε με όσους βετεράνους ήσαν διαθέσιμοι, ιδιαίτερα από τα βαλκανικά τάγματα. Αν και αυτός ο δραστήριος αυτοκράτορας ήταν ικανός στρατιώτης, οι στρατοί του δεν αντιστοιχούσαν στο τεράστιο έργο που είχαν μπροστά τους, ενώ η νευρικότητα και η δειλία τους απέναντι στον Τούρκο εχθρό είχαν πια γίνει σχεδόν βαθιά ριζωμένο χαρακτηριστικό.

Οι μισθοφόροι, στους οποίους οι Βυζαντινοί αναγκάζονταν να στηρίζονται, άρχιζαν να αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι η νομιμοφροσύνη τους εξαρτιόταν άμεσα από και ήταν ανάλογη με τη δύναμη των κεντρικών και επαρχιακών κυβερνήσεων και την αμοιβή τους. Όταν η κεντρική και επαρχιακή διοίκηση γινόταν αδύναμη αυτήν την περίοδο, και καθώς η κυβέρνηση δεν είχε πια επαρκή κονδύλια για να ανταποκρίνεται στους όρους της μίσθωσης, οι μισθοφόροι εμφανίζονταν ως ανεξάρτητοι παράγοντες. Αυτή η δωδεκαετής περίοδος υπήρξε λοιπόν μάρτυρας της εντατικοποίησης της απείθαρχης συμπεριφοράς του ξένου στρατού. Ο μουσουλμάνος στρατιωτικός ηγέτης, ο Αμερτίκης, ο οποίος είχε υπηρετήσει το Βυζάντιο, λιποτάκτησε στους Τούρκους επειδή είχε παρακρατηθεί η αμοιβή του και στη συνέχεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στις επιδρομές στην Ανατολία και γύρω από την Αντιόχεια.65 Οι Αρμένιοι στρατιώτες είχαν παλαιά παράδοση αστάθειας,66 και όταν οι Τούρκοι εμφανίστηκαν μπροστά στη Σεβάστεια το 1059, οι Αρμένιοι ηγεμόνες και οι στρατιώτες τους εγκατέλειψαν την πόλη στην τύχη της.67 Μια δεκαετία αργότερα (1068), ενώ ο στρατός του Ρωμανού Διογένη βρισκόταν μπροστά από τη συριακή Ιεράπολη, το αρμενικό πεζικό προκάλεσε μεγάλη κρίση απειλώντας να επαναστατήσει.68 Η εξέγερση του Φράγκου ηγέτη Κρίσπιν το 1069 ήταν μείζονος σημασίας. Έχοντας θεωρήσει την ανταμοιβή του από τον αυτοκράτορα ως μη ικανοποιητική, επέστρεψε στο θέμα της Αρμενίας και εκεί ξεσήκωσε τους Λατίνους σε εξέγερση. Λεηλατήθηκαν οι φοροσυλλέκτες και η γη και όταν ο Σαμουήλ Αλουσιανός (ο στρατηγός των πέντε δυτικών ταγμάτων που ήσαν στρατοπεδευμένα στην περιοχή) μπήκε στο πεδίο της μάχης, ο Κρίσπιν τον νίκησε και προκάλεσε σοβαρές απώλειες σε αυτές τις δυτικές δυνάμεις. Καθώς όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που ο Ρωμανός ξεκινούσε τη δεύτερη τουρκική εκστρατεία του, φαινόταν ότι ολόκληρη η στρατιωτική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων έπρεπε να αναπροσανατολιστεί, για να σταματήσει την αγριότητα των Φράγκων, που λεηλατούσαν τις ίδιες επαρχίες που είχαν προσληφθεί για να υπερασπίζονται. Ο Κρίσπιν τελικά υπέβαλε την υποταγή του, αλλά στο τέλος χρειάστηκε να φυλακιστεί. Ως αντίποινα, οι Λατίνοι προχώρησαν στη συνέχεια να καταστρέψουν τις περιοχές της βυζαντινής Μεσοποταμίας, την ίδια στιγμή που ο αυτοκράτορας αναγκαζόταν να προχωρήσει στην Καισάρεια για να αντιμετωπίσει σοβαρή τουρκική επιδρομή.69

Την παραμονή της ίδιας της μάχης του Μαντζικέρτ, όταν ο αυτοκράτορας είχε στρατοπεδεύσει στην Κρυαπηγή, οι μισθοφόροι ασχολούνταν με την καταστροφή των περιχώρων. Καθώς ο Ρωμανός προσπαθούσε να σταματήσει τις λεηλασίες τους, οι Γερμανοί επιτέθηκαν με βία στον αυτοκράτορα και χρειάστηκε να συγκεντρωθεί ο υπόλοιπος στρατός για να καταστείλει τους Γερμανούς.70 Η μυωπία των γραφειοκρατών που προσλάμβαναν τόσο μεγάλο αριθμό μισθοφόρων σε βάρος των ντόπιων στρατιωτών εκδηλωνόταν δραματικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και η έλλειψη νομιμοφροσύνης τους εμπόδιζε σοβαρά την άμυνα της Ανατολίας απέναντι στους Τούρκους και συνέβαλλε στο χάος και την αναστάτωση της επαρχιακής διοίκησης.

Με αυτήν την παράλυση της επαρχιακής κυβερνητικής δομής, οι εχθροπραξίες των τριών βασικών εθνοτικών ομάδων στην ανατολική βυζαντινή Ανατολία έμπαιναν σε πλήρη δράση. Υπήρξαν τεταμένες στιγμές στις σχέσεις Ελλήνων, Συρίων και Αρμενίων στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα, αλλά εκείνη την εποχή η βυζαντινή εξουσία ήταν αποτελεσματική σε αυτές τις ανατολικές επαρχίες και επικρατούσε όψη τάξης και κανονικότητας. Η αναστάτωση της επαρχιακής διοίκησης στη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι’, και οι λανθασμένες θρησκευτικές πολιτικές του τελευταίου, απελευθέρωσαν το φάντασμα των εθνικών και θρησκευτικών συγκρούσεων από την Αντιόχεια μέχρι τη Σεβάστεια και την Καισάρεια. Το κράτος, με πολιτική που υπενθύμιζε τα γεγονότα του 6ου και 7ου αιώνα, προσπαθούσε να επιβάλει εκκλησιαστική ένωση και το Χαλκηδόνιο δόγμα τόσο στους Σύριους όσο και στους Αρμένιους. Το 1063 όλοι όσοι δεν δέχονταν το Χαλκηδόνιο δόγμα στη Μελιτηνή θα διώχνονταν από την πόλη και ένα χρόνο αργότερα συνελήφθη ο Σύριος πατριάρχης και οι κορυφαίοι Σύριοι κληρικοί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατηγορούμενος για τη διάδοση των δικών τους θρησκευτικών δογμάτων και επειδή αρνήθηκε να δεχτεί τη Χαλκηδόνα, ο Σύριος εκκλησιαστικός ηγέτης (ο μητροπολίτης Μελιτηνής) εξορίστηκε στη Μακεδονία. Οι Αρμένιοι αντιμετώπισαν παρόμοια αυτοκρατορική πίεση σε αυτό το θέμα, καθώς ο Αρμένιος καθολικός και πολλοί από τους επισκόπους του κλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κρατούνταν ως οιονεί αιχμάλωτοι (1060-63). Δύο χρόνια αργότερα (1065) διατάχτηκαν και πάλι να εμφανιστούν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτή τη φορά κλήθηκαν επίσης οι Μπαγκρατίντ και Αρτζρούνι ηγεμόνες. Οι Αρμένιοι, όπως και οι Σύριοι, αρνήθηκαν να υποχωρήσουν στις θρησκευτικές συζητήσεις που ακολούθησαν, αλλά σε αντίθεση με τους Σύριους έλαβαν άδεια να επιστρέψουν στις περιοχές τους στην Ανατολία. Όταν ο Γκαγκίκ, ο Μπαγκρατίντ ηγεμόνας, επέστρεψε στα εδάφη του στην επαρχία της Καππαδοκίας, υποκίνησε αυτό που ισοδυναμούσε με ανοιχτό πόλεμο εναντίον των Ελλήνων στην περιοχή του. Το γεγονός ότι αυτές οι περιοχές της Ανατολίας ρίχτηκαν σε κατάσταση εθνοτικού πολέμου φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ορισμένα περιστασιακά γεγονότα. Η οργή των Αρμενίων ήταν τέτοια, παρατηρεί ο Ματθαίος, που ο Γκαγκίκ σκόπευε να λιποτακτήσει στους Τούρκους, αλλά τελικά σκοτώθηκε από τους Έλληνες στον Ταύρο πριν το κάνει.71 Ο Ρωμανός είχε σοβαρό πρόβλημα με τους Αρμένιους και θεωρούσε τις περιοχές στις οποίες είχαν εγκατασταθεί ως ουδέτερη ζώνη που δεν ήταν ασφαλής για τους στρατούς του. Κατά τη διάρκεια της ανατολικής του εκστρατείας του 1069 ο Ρωμανός υποχρεώθηκε να σταματήσει για να δεχτεί τους περιπλανώμενους λιποτάκτες από τον στρατό του, ώστε να μην χαθούν στα χέρια των Αρμενίων στις περιοχές της Κελτζηνής.72 Όταν έκανε την εμφάνισή του στη Σεβάστεια, οι Έλληνες κάτοικοι του παραπονέθηκαν, ότι όταν η Σεβάστεια είχε αλωθεί από τους Τούρκους (1059), οι Αρμένιοι ήσαν πιο βίαιοι και ανελέητοι απέναντι στους Έλληνες απ’ όσο οι ίδιοι οι Τούρκοι! Έτσι ο Ρωμανός διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στη Σεβάστεια, βυζαντινή πόλη, και στη συνέχεια ορκίστηκε ότι θα κατέστρεφε την αρμενική πίστη.73 Εκτός από την ένταση μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων και μεταξύ Ελλήνων και Συρίων, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Συρίων και Αρμενίων στην περιοχή γύρω από τη Μελιτηνή, όπου οι Αρμένιοι επέδραμαν στα συριακά μοναστήρια και περιπλανιούνταν στην ύπαιθρο επιτιθέμενοι στον συριακό πληθυσμό. Σκέφτονταν ακόμη και να πάρουν το περίφημο συριακό μοναστήρι του Μπαρ Μαρ Σάουμα.74 Η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων στις ανατολικές επαρχίες της Ανατολίας, και η προσπάθεια του Κωνσταντίνου να επιβάλει το Χαλκηδόνιο δόγμα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήσαν μεταξύ των παραγόντων που οδήγησαν στη διάλυση της βυζαντινής εξουσίας σε αυτές τις κρίσιμες περιοχές.

Σε αυτό το πλαίσιο στρατών φαντασμάτων, αφηνιασμένων μισθοφόρων και εθνοτικού πολέμου στις επαρχίες, οι Τούρκοι εισβολείς έκαναν την εμφάνισή τους με μεγαλύτερη συχνότητα, αριθμούς και αποτελεσματικότητα. Ο παραμεθόριος πόλεμος των Τούρκων ελεγχόταν χαλαρά από τον σουλτάνο, ο οποίος για τον σκοπό αυτό είχε αναθέσει τη διοίκηση των ανατολικών συνόρων στον Γιακούτι Μπεγκ.75 Οι τουρκικές ομάδες αυξήθηκαν σημαντικά σε αριθμό όταν οι Τουρκμένοι του αντάρτη Ιμπραήμ Ινάλ μετατέθηκαν δυτικά από τους Σελτζούκους, και πάλι το 1063 όταν ο Κουτλουμούς με 50.000 Τουρκμένους εξεγέρθηκε εναντίον του Αλπ Αρσλάν στη Ράϋ. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Κουτλουμούς, οι γιοι του συγχωρέθηκαν και στάλθηκαν να πολεμήσουν στα σύνορα της Ανατολίας.76 Τα ονόματα των επιδρομέων αρχηγών αρχίζουν τώρα να εμφανίζονται σε μεγαλύτερους αριθμούς στις πηγές. Ο Σαμούχ στις περιοχές της Σεβάστειας και αλλού.77 Ο Χορασάν Σαλάρ στις περιοχές Τελκούμ, Νίσιβις και Σεβέβερεκ.78 Ο Αμερτίκης γύρω από τη νότια Ανατολία και την Κοίλη Συρία.79 Ίσως όμως ο πιο δραστήριος από αυτούς ήταν ο εμίρης Αφσίνιος (Αφσίν) που εγκαταστάθηκε στο όρος Άμανος το 1066-6780 και πραγματοποιούσε επιδρομές από την Αντιόχεια81 και τη Μελιτηνή82 μέχρι τόσο δυτικά όσο στις Χωνές.83 Ο εμίρης Κουμούς Τεκίν επιχειρούσε στις περιοχές Τελκούμ και Έδεσσας,84 ενώ ο Ερισγκέν (Gedrigdj)-Χρυσόσκουλος έκανε επιδρομές στη βόρεια Ανατολία πριν λιποτακτήσει στον αυτοκράτορα.85 Εκτός από τις πανταχού παρούσες ομάδες στα σύνορα, οι σουλτάνοι έκαναν οι ίδιοι περιστασιακές εμφανίσεις εκεί, ενισχύοντας τις τουρκικές δυνάμεις.

Όταν ο Κωνσταντίνος Θ’ Δούκας ανέβηκε στον θρόνο (1059), οι τουρκικές επιδρομές είχαν προηγουμένως καταστρέψει την Αρμενία, τις βυζαντινές επαρχίες Ιβηρίας και Μεσοποταμίας, τις περιοχές γύρω από την Κολώνεια, τη Μελιτηνή και τη Χαλδία, ενώ τώρα επρόκειτο να απειλήσουν τις πιο κεντρικές περιοχές της Ανατολίας. Τουλάχιστον οκτώ μεγάλα αστικά κέντρα θα υφίσταντο λεηλασίες από τους Τούρκους, ενώ άλλα θα βίωναν δύσκολες πολιορκίες τα επόμενα χρόνια. Η πρώτη από τις σημαντικές πόλεις που λεηλατήθηκαν ήταν η συγκριτικά μεγάλη και πλούσια πόλη της Σεβάστειας, ο τόπος του διάσημου ιερού των Σαράντα Μαρτύρων. Το 1059 ο εμίρης Σαμούχ και άλλοι εμίρηδες εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στην ατείχιστη πόλη, αλλά αρχικά δίστασαν να επιτεθούν, παίρνοντας λανθασμένα τους θόλους των πολλών εκκλησιών για αντίσκηνα του αμυντικού στρατού. Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η πόλη ήταν ανυπεράσπιστη και έτσι έσφαξαν ανελέητα μεγάλο αριθμό κατοίκων. Οι Τούρκοι παρέμειναν στη Σεβάστεια για οκτώ ημέρες μετατρέποντάς την σε στάχτη και παίρνοντας μεγάλη λεία και πολλούς αιχμαλώτους.86 Ο ίδιος ο σουλτάνος μπήκε στο πεδίο της μάχης το 1064 με μεγάλο στρατό και εμφανίστηκε στην Αρμενία:

Υπερήφανος για την επιτυχία του ο σουλτάνος, αυτός ο δράκος της Περσίας, εκείνη τη χρονιά όρμησε πάνω στην Αρμενία. Όργανο θεϊκής εκδίκησης, η οργή του απλώθηκε πάνω στο ανατολικό έθνος, το οποίο ανάγκασε να πιει το δηλητήριο της κακίας του. Η φωτιά του θανάτου τύλιξε με τις φλόγες της τους πιστούς του Χριστού. Η γη πλημμύρισε με αίμα, και το σπαθί και η δουλεία άπλωσαν την καταστροφή τους εδώ.87

Η πιο σημαντική βυζαντινή πόλη της Αρμενίας, η Άνι, καταλήφθηκε και πολλοί από τους κατοίκους σφάχτηκαν ή οδηγήθηκαν στη δουλεία.88

Λόγω της εξασθενημένης αντίστασης στο τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου, οι Τούρκοι είχαν γίνει ακόμη πιο τολμηροί και έτσι άρχιζαν να εισχωρούν με τις επιδρομές τους πιο πέρα προς τα δυτικά, όπου οι μεγαλύτερες πόλεις, που είχαν γλιτώσει τις δυσκολίες της πολιορκίας για αιώνες, βρίσκονταν τώρα ανυπεράσπιστες. Τα αστικά κέντρα στην κεντρική και δυτική Ανατολία βρίσκονταν σε περίεργη κατάσταση, γιατί αν και προστατεύονταν από τους εισβολείς από τη μεγαλύτερη απόσταση, δεν είχαν ούτε τις δυνάμεις προστασίας που είχαν οι παραμεθόριες πόλεις. Με τη διάλυση του μεγαλύτερου μέρους των θεματικών στρατών, οι πιο δυτικές επαρχίες είχαν λίγη άμυνα. Οι μισθοφόροι και άλλα διαθέσιμα στρατεύματα διατηρούνταν στα ανατολικά σύνορα, όπου συχνά άφηναν τους Τούρκους να περνούν ανεμπόδιστα, ελπίζοντας να τους επιτεθούν στα ορεινά περάσματα όταν επέστρεφαν από την Ανατολία σε αταξία και φορτωμένοι με λεία. Έτσι, όταν οι Τούρκοι ξεπερνούσαν την άμυνα των συνόρων, άλωναν το εσωτερικό σχεδόν ελεύθερα. Οι Τούρκοι έφτασαν στη σημαντική πόλη της Καππαδοκίας Καισάρεια, αφού τους άφησαν να περάσουν οι απείθαρχοι στρατιώτες που φρουρούσαν τη Μελιτηνή. Λεηλάτησαν, κατέστρεψαν και έκαψαν την πόλη, ξεχωρίζοντας το περίφημο ιερό του Αγίου Βασιλείου. Αυτό το λεηλάτησαν, παίρνοντας μαζί τους όλα τα ιερά αντικείμενα της εκκλησίας, ενώ προσπάθησαν να εισέλθουν στην κατασκευή που στέγαζε τα λείψανα του αγίου. Η εκκλησία βεβηλώθηκε και οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν.89 Τον επόμενο χρόνο οι Τουρκμένοι έγιναν τολμηρότεροι, τολμώντας να επιτεθούν, να λεηλατήσουν και να πάρουν αιχμαλώτους τους κατοίκους της Νεοκαισάρειας, παρόλο που ο Ρωμανός στρατοπέδευε στο ανατολικό θέμα Λυκανδού. Η ικανότητα του εχθρού να αλώσει μια τόσο σημαντική πόλη της Ανατολίας δείχνει όχι μόνο πόσο εντελώς είχε καταρρεύσει το σύστημα τοπικής άμυνας, αλλά και τον ουσιαστικά διαφορετικό τύπο στρατιωτικής διαδικασίας που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί και οι εχθροί τους. Οι πολυάριθμες τουρκικές ομάδες μπορούσαν να χτυπούν ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος, αλλά ο Βυζαντινός στρατός βρισκόταν συνήθως σε ένα ή δύο μέρη κάθε δεδομένη στιγμή.90 Την ίδια χρονιά, ενώ ο Ρωμανός πολιορκούσε τη συριακή πόλη της Ιεράπολης, οι τουρκικές ομάδες επιτέθηκαν πιο μέσα στην Ανατολία και για δεύτερη φορά στη μακρά ιστορία του ιερού πολέμου χριστιανών-μουσουλμάνων η διάσημη πόλη του Αμορίου αλώθηκε από μουσουλμανικό στρατό και οι πολίτες της σφαγιάστηκαν.91 Εφεξής οι εισβολείς αγνοούσαν περιφρονητικά τον αυτοκράτορα και τους στρατούς του στην Ανατολία. Το 1069, ενώ ο Ρωμανός βρισκόταν στην περιοχή της Κελτζηνής, οι Τούρκοι πέρασαν από την Καππαδοκία λεηλατώντας την καθ’ οδόν και συνέχισαν δυτικά, στην κατεύθυνση του Ικονίου, με τον αυτοκράτορα να λαμβάνει νέα για αυτό μόνο όταν είχε φτάσει στη Σεβάστεια. Έτσι ξεκίνησε σε προσπάθεια να προλάβει τους επιτιθέμενους, αλλά όταν έφτασε στην Ηρακλέους Κωμόπολι, πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη αλώσει την πόλη.92

Ένα χρόνο αργότερα ήταν η σειρά των Χωνών, της αφιερωμένης στον Αρχάγγελο Μιχαήλ πόλης. Το 1070 ο Ρωμανός είχε αναγκαστεί να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη για να παρακολουθεί τους γραφειοκράτες και την οικογένεια Δούκα, οπότε οι στρατοί στάλθηκαν υπό την ηγεσία του Μανουήλ Κομνηνού. Καθώς η Ιεράπολη στη Συρία βρισκόταν υπό αυστηρή πολιορκία, ο Κομνηνός αναγκάστηκε να διαιρέσει τον στρατό του και να στείλει μεγάλο του μέρος σε επικουρία της πολιορκούμενης πόλης. Ο ίδιος στρατοπέδευσε με τον υπόλοιπο στρατό στη Σεβάστεια, όπου ηττήθηκε και συνελήφθη από τον Τούρκο εμίρη Χρυσόσκουλο. Δεν είχε ακόμη λάβει ο αυτοκράτορας αυτήν την είδηση στην Κωνσταντινούπολη και του αναφέρθηκε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή: η πόλη Χωναί είχε λεηλατηθεί άγρια από τους Τούρκους. Το φημισμένο ιερό του Αρχαγγέλου είχε βεβηλωθεί και μετατραπεί σε στάβλο για τα τουρκικά άλογα και οι επιδρομείς «είχαν γεμίσει την περιοχή με φόνο». Οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν συνηθίσει να διαφεύγουν στα σπήλαια, όπου ο ποταμός πήγαινε υπόγεια κοντά στο ιερό, πνίγηκαν όλοι όταν ο ποταμός πλημμύρισε ξαφνικά. Η άλωση των Χωνών, και ιδιαίτερα ο πνιγμός των φυγάδων στα υπόγεια σπήλαια θεωρήθηκε από τη βυζαντινή κοινωνία ως ένδειξη της οργής του Θεού. Ο Κεδρηνός αναφέρει ότι στο παρελθόν οι Έλληνες είχαν ερμηνεύσει τις καταστροφές και τις επιδρομές των Τούρκων στην Ιβηρία, τη Μεσοποταμία μέχρι τη Λυκανδό και τη Μελιτηνή ως σημάδι του θυμού του Θεού με τους Αρμένιους και Σύριους αιρετικούς που κατοικούσαν σε αυτήν την περιοχή. Όταν όμως οι καταστροφές εξαπλώθηκαν στις κατοικούμενες από Έλληνες περιοχές, αποφάσισαν ότι στο εξής ήταν απαραίτητο «όχι μόνο να έχουν τη σωστή πίστη, αλλά να ζουν με την πίστη».93

Μαντζικέρτ (1071)

Ατυχήματα, κακοί οιωνοί και άσχημα θεάματα κάλυπταν την αρχή της τελικής εκστρατείας του Ρωμανού (1071) εναντίον των Τούρκων, καθώς οι στρατοί του ταξίδευαν προς το ανατολικό μέτωπο. Ένα γκρίζο περιστέρι κατέβηκε στο πλοίο του Ρωμανού και ήρθε στο χέρι του αυτοκράτορα, καθώς το αυτοκρατορικό σκάφος διέσχιζε τον Βόσπορο προς την Ασία, σημάδι που ερμηνεύτηκε από μερικούς ότι προμήνυε καλά, αλλά που έγινε αισθητό από πολλούς άλλους ως προειδοποίηση για τα κακά που θα έρχονταν.94 Μόλις στήθηκε το αυτοκρατορικό περίπτερο στην Ελενόπολη, αντί της Νεωκώμης, οι στρατιώτες παρατήρησαν ότι στον βαθμό που ο τόπος ονομαζόταν Ελεεινόπολη (άθλια πόλη) από τους χωριάτες, αυτό ήταν σίγουρα κακότυχο.95 Μάλιστα, αφού υψώθηκε η αυτοκρατορική σκηνή, το κεντρικό κοντάρι που τη στήριζε έφυγε και η σκηνή κατέρρευσε,96 γεγονός πολύ προφανές στις επιπτώσεις του για να περάσει απαρατήρητο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας φαίνεται ότι δεν είχε ενοχληθεί από τέτοια σημάδια δεισιδαιμονίας και προχώρησε στον σημαντικό στρατιωτικό σταθμό του Δορυλαίου97 και στο θέμα Ανατολικών για να συγκεντρώσει τα στρατεύματα της Ανατολίας. Εδώ και πάλι, η ερχόμενη ατυχία του αυτοκράτορα φάνηκε να ανακοινώνεται, γιατί η δομή που χτίστηκε για να στεγάσει τον Ρωμανό και την ακολουθία του έπιασε φωτιά, και τα επίλεκτα άλογα, πανοπλίες, χαλινάρια και άρματά του καταστράφηκαν από τις φλόγες. Αν και σώθηκαν μερικά από τα ζώα, άλλα φαίνονταν να τρέχουν άγρια μέσα στο στρατόπεδο, ζωντανές λαμπάδες.98 Στη συνέχεια ο Ρωμανός διέσχισε τον ποταμό Σαγγάριο στη Γέφυρα του Ζόμπη με την ελπίδα να συγκεντρώσει τους στρατολογημένους της Ανατολίας. Αλλά καθώς αυτοί είχαν διασκορπιστεί στις βουνοκορφές, τα σπήλαια και σε άλλα καταφύγια (λόγω των τουρκικών επιδρομών), ο Ρωμανός πήρε λίγους από αυτούς. Η εκστρατεία διέσχισε τον Άλυ, τελικά έφτασε στον στρατιωτικό σταθμό της Κρυαπηγής και εδώ ήταν που οι Γερμανοί μισθοφόροι επιτέθηκαν στον Ρωμανό. Ο επόμενος σταθμός, η Σεβάστεια, δεν έφερε ανάπαυλα στον Ρωμανό, γιατί οι Έλληνες της πόλης διαμαρτύρονταν εναντίον των Αρμενίων γειτόνων τους. Στον δρόμο από τη Σεβάστεια προς την Κολώνεια ο Ρωμανός και τα στρατεύματά του αντιμετώπισαν το θέαμα των πτωμάτων του στρατού του Μανουήλ Κομνηνού [αδελφού του Αλεξίου Α΄], που τους είχαν μεταχειριστεί τόσο σκληρά οι Τούρκοι το 1070, και αυτό ειδικότερα ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός. Φτάνοντας στο Ερζερούμ, δόθηκε στον στρατό σιτηρέσιο για δύο μήνες, καθώς «επρόκειτο να βαδίσουν σε ακατοίκητη γη που είχε καταπατηθεί από τους ξένους».99 Η πορεία προς το ανατολικό μέτωπο πρέπει να είχε αρκετά αποθαρρυντική επίδραση στους στρατιώτες, γιατί είχαν δει πολλά τρομακτικά σημάδια. Οι μισθοφόροι είχαν επαναστατήσει, οι Έλληνες είχαν διαμαρτυρηθεί για την αρμενική σκληρότητα, ενώ λίγο πριν φτάσουν στα σύνορα είχαν δει τα πτώματα των πρώην συντρόφων τους, θέαμα που ήταν νοσηρά υπαινικτικό.

Οι στρατοί συνέχιζαν την πορεία τους προς τις βορειοδυτικές ακτές και την περιοχή της λίμνης Βαν, σκοπεύοντας να πάρουν το Μαντζικέρτ [Μαλαζγκίρτ] και το Χλιάτ [Αχλάτ]. Η απόφαση να χωρίσουν τους στρατούς την παραμονή της μοιραίας μάχης οφειλόταν, ίσως, στην έκθεση πληροφοριών του Λέοντα Διαβατηνού, ο οποίος έγραφε ότι μόλις ο Αλπ Αρσλάν έλαβε νέα για τη βυζαντινή προέλαση, διέκοψε την πορεία του προς τη Δαμασκό και αποσύρθηκε προς τα ανατολικά με τόση βιασύνη, που ο στρατός του σχεδόν διαλύθηκε και τα ζώα πνίγηκαν περνώντας τον Ευφράτη. Ο σουλτάνος δεν ενδιαφερόταν να επιτεθεί στα βυζαντινά σύνορα, αλλά τον απασχολούσαν τα σχέδιά του εναντίον των Φατιμιδών, και γι’ αυτό τον λόγο η προέλαση του Ρωμανού τον είχε αιφνιδιάσει.100

Διαιρώντας τις δυνάμεις του, ο Ρωμανός ήθελε να υποτάξει το Μαντζικέρτ (που είχε καταληφθεί από τον σουλτάνο τον προηγούμενο χρόνο) και στη συνέχεια να επανενώσει τις δυνάμεις του μπροστά από το Χλιάτ. Καθώς το σώμα των Τούρκων και Δελυμαίων υπερασπιστών στο Μαντζικέρτ ήταν αμελητέο, ο Ρωμανός αποδυνάμωσε περαιτέρω τον στρατό του στέλνοντας την πλειοψηφία του, και τα καλύτερα στρατεύματα, στο Χλιάτ υπό την ηγεσία του Ιωσήφ Ταρχανειώτη.101 Το Μαντζικέρτ έπεσε σχεδόν χωρίς αντίσταση.102 Η στρατηγική του αυτοκράτορα, η οποία προέβλεπε τη διάσπαση του στρατού και η οποία τον είχε αφήσει με το πιο αδύνατο τμήμα, φαινόταν δικαιολογημένη με βάση τις αναφορές της υπηρεσίας πληροφοριών του. Όμως ο Διαβατηνός δεν τον ενημέρωσε για τις μεταγενέστερες εξελίξεις, γιατί καθ’ οδόν προς τα ανατολικά ο Αλπ Αρσλάν παρέλαβε τους φυγάδες από το Μαντζικέρτ, οι οποίοι του ζήτησαν να έρθει να τους βοηθήσει. Κάποια στιγμή πριν από την τελική εκστρατεία του Ρωμανού, ο Τούρκος εμίρης Αφσίνιος είχε επιτεθεί στην κεντρική Ανατολία με τόση ευκολία, που ανέφερε στον σουλτάνο ότι η Μικρά Ασία ήταν ανυπεράσπιστη.103 Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο σουλτάνος βιαστικά, αλλά ήσυχα, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και βάδιζε προς το Μαντζικέρτ. Αφού κατέλαβε το Μαντζικέρτ, ο Ρωμανός αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του έξω από την πόλη και σχεδίαζε να πορευτεί στο Χλιάτ την επόμενη μέρα, για να ενωθεί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού. Τότε ήταν που η εμπροσθοφυλακή του στρατού του σουλτάνου έπεσε πάνω σε βυζαντινές δυνάμεις που συγκέντρωναν τροφή στην περιοχή του Μαντζικέρτ. Μέχρι τότε ο αυτοκράτορας δεν είχε καταλάβει ότι ο σουλτάνος ήταν παρών, και πίστευε ότι ήταν απλώς μια δύναμη επιδρομής των Τούρκων κάτω από κάποιον εμίρη. Ο αυτοκράτορας έστειλε τον Νικηφόρο Βρυέννιο να τους αντιμετωπίσει, αλλά καθώς εκείνος σύντομα πιεζόταν σκληρά από την τουρκική δύναμη, έστειλε επείγον μήνυμα για ενισχύσεις. Ο Ρωμανός, που ακόμη δεν γνώριζε την πραγματική φύση της κατάστασης, πρώτα κατηγόρησε τον Βρυέννιο για δειλία, αλλά τελικά έστειλε άλλη δύναμη υπό τον Βασιλάκιο για να τον βοηθήσει. Ο Βασιλάκιος και τα στρατεύματά του επιτέθηκαν στους Τούρκους, τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, αλλά στην καταδίωξη που ακολούθησε, ο Βασιλάκιος συνελήφθη κοντά στις φρουρές του εχθρού. Ο Βρυέννιος, αν και σοβαρά τραυματισμένος, επέστρεψε στο πλευρό του αυτοκράτορα.104 Με την είδηση της σύλληψης του Βασιλάκιου, οι Βυζαντινοί άρχισαν να φοβούνται, και αυτή η αγωνία και ο φόβος του άγνωστου εξαπλωνόταν σε όλο το στρατόπεδο από τον ήχο και το θέαμα των πολλών επιστρεφόντων στρατιωτών που είχαν τραυματιστεί από τουρκικά βέλη. Ο Ρωμανός συγκέντρωσε αμέσως τη δύναμή του και έσπευσε να αναζητήσει τον εχθρό, αλλά καθώς είχαν αποσυρθεί πριν από την επίθεση του Βασιλάκιου, δεν φαίνονταν πουθενά, οπότε ο αυτοκράτορας επέστρεψε στο στρατόπεδο.105

Εκείνο το βράδυ, ενώ οι Ούζοι μισθοφόροι βρίσκονταν έξω από το στρατόπεδο αγοράζοντας αγαθά από τους εμπόρους, οι Τούρκοι τους επιτέθηκαν ιππεύοντας γύρω από το στρατόπεδο και ρίχνοντάς τους βέλη πάνω από άλογα. Οι μισθοφόροι έσπευσαν πίσω στο περιφραγμένο στρατόπεδο με τέτοια αταξία, που εκείνοι που βρίσκονταν μέσα φοβήθηκαν ότι θα έμπαιναν και οι Τούρκοι ταυτόχρονα στο στρατόπεδο και τότε όλοι θα χάνονταν. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, και οι διώκτες δεν ξεχωρίζονταν από τους διωκόμενους, ενώ ο Ατταλειάτης σχολιάζει ότι για τους Βυζαντινούς οι Τούρκοι και οι Ούζοι έμοιαζαν. Οι Τούρκοι, πιθανώς για τον ίδιο λόγο, δεν προσπάθησαν να εισέλθουν αλλά παρέμειναν μπροστά από το στρατόπεδο ολόκληρη τη νύχτα, κάνοντας θόρυβο και ρίχνοντας τα βέλη τους. Ο Ατταλειάτης απεικονίζει με γραφικό τρόπο την άυπνη νύχτα που πέρασαν οι τρομαγμένοι στρατιώτες στο στρατόπεδο. Την επόμενη μέρα ένα μέρος των Ούζων μισθοφόρων, υπό τον αρχηγό τους Τάμις, λιποτάκτησε στους Τούρκους. Αυτό αύξησε τον φόβο των Βυζαντινών στρατηγών και υπονόμευσε περαιτέρω το ηθικό των στρατιωτών, γιατί τώρα φοβούνταν ότι θα λιποτακτούσαν και οι υπόλοιποι Ούζοι.106 Οι Βυζαντινοί πέτυχαν μια προσωρινή επιτυχία, όταν οι τοξότες τους βγήκαν έξω και έδιωξαν τις τουρκικές δυνάμεις μακριά από το στρατόπεδο με μεγάλες απώλειες για τις τελευταίες. Ο ίδιος ο Ρωμανός ήθελε να έρθει σε άμεση επαφή με τις τουρκικές δυνάμεις και έτσι να καθορίσει το αποτέλεσμα χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Δίσταζε όμως, καθώς η πλειοψηφία των δυνάμεών του υποτίθεται ότι ήταν ακόμη στρατοπεδευμένη μπροστά από το Χλιάτ. Παρόλο που έστειλε αγγελιοφόρους για να τους καλέσει, ο αυτοκράτορας ένιωθε ότι ίσως να μην έρχονταν εγκαίρως, γι’ αυτό αποφάσισε να βγει εναντίον των Τούρκων την επόμενη μέρα. Του ήταν άγνωστο ότι ο Ταρχανειώτης και ο Ρουσέλ, μαζί με τους Φράγκους, Ούζους και Βυζαντινούς στρατιώτες, είχαν διασκορπιστεί όταν έμαθαν την άφιξη του σουλτάνου και, χωρίς να φροντίσουν να ενημερώσουν τον αυτοκράτορα, είχαν τραπεί σε φυγή από τις περιοχές της βυζαντινής Μεσοποταμίας προς την Ανατολία.107

Απροσδόκητα έφτασε πρεσβεία από τον σουλτάνο, που έφερνε προτάσεις για ειρήνη. Δεδομένου ότι ο Ρωμανός δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί την προσφορά, έθεσε αυστηρούς όρους στο άνοιγμα τέτοιων συζητήσεων. Πριν εξετάσει την πρόταση, ενημέρωσε τους απεσταλμένους, ο σουλτάνος έπρεπε να αποσυρθεί από το τωρινό του στρατόπεδο και να αφήσει τον Ρωμανό να το καταλάβει. Αιτιολογώντας ότι ο σουλτάνος φοβόταν και ότι οι δυνάμεις του ήσαν αδύναμες, οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα ενίσχυαν τον αυτοκράτορα στην αποφασιστικότητά του και τον συμβούλευαν να απορρίψει την προσφορά ειρήνης του σουλτάνου. Ο σουλτάνος απλώς καθυστερούσε για να κερδίσει χρόνο, υποστήριζαν οι σύμβουλοι, και μόλις ενισχύονταν οι δυνάμεις του, θα επέστρεφε και θα επιτίθετο στην αυτοκρατορία, και σε αυτό οι σύμβουλοι κατάφεραν να πείσουν τον Ρωμανό. Υπήρχαν κι άλλοι παράγοντες που πρέπει να βοήθησαν να τον πείσουν. Οι στρατιωτικές δραστηριότητες ήσαν εξαιρετικά δαπανηρές και δεν ήταν πιθανό ότι ο αυτοκράτορας θα κατάφερνε να συγκεντρώσει κι άλλη τέτοια δύναμη στο εγγύς μέλλον. Τότε ήταν δύσκολο να πιάσει τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της τετραετούς βασιλείας του, γιατί βρίσκονταν πάντοτε σε κίνηση, χωρισμένοι σε μικρά τμήματα που χτυπούσαν γρήγορα. Τώρα είχε μπροστά του τον ίδιο τον σουλτάνο. Υπήρχαν και άλλα ζητήματα που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Ο Ψελλός και οι Δούκα συνωμοτούσαν συνεχώς εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη και κατά το προηγούμενο έτος δεν είχε μπορέσει να φύγει από την Κωνσταντινούπολη λόγω αυτού του γεγονότος. Έτσι ο Ρωμανός έκανε εκείνο που του φαινόταν λογική επιλογή: να επιβάλει λύση στο ζήτημα με τον εχθρό της αυτοκρατορίας τώρα. Παρόμοια ευκαιρία δεν θα παρουσιαζόταν ποτέ ξανά.

Την ημέρα της μάχης ο Ρωμανός παρέταξε όλα τα στρατεύματά του, χωρίς να αφήσει κανέναν να φρουρεί το στρατόπεδο. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, όπως προαναφέρθηκε, είχε σταλεί να κυκλώσει το Χλιάτ, και έτσι ο αυτοκράτορας χρειαζόταν στη γραμμή μάχης καθέναν που μπορούσε να συγκεντρώσει. Ο Βρυέννιος ήταν διοικητής της αριστερής πτέρυγας, ο Ρωμανός στο κέντρο, ο Αλυάττης στη δεξιά πτέρυγα, και ο Ανδρόνικος Δούκας τοποθετήθηκε στην οπισθοφυλακή με μεγάλο σώμα ἑταίρων και ἀρχόντων.108 Όταν ο αυτοκράτορας επιτέθηκε, οι δυνάμεις του σουλτάνου έδωσαν χώρο και υποχώρησαν και ο αυτοκράτορας τους καταδίωκε μέχρι το απόγευμα.109 Ο Ρωμανός σταμάτησε την καταδίωξη αποφασίζοντας να επιστρέψει στο στρατόπεδο (που τώρα το κύκλωναν φρουροί), για να μην επιστρέψουν οι Τούρκοι τη νύχτα και επιτεθούν σε αυτό, όπως είχαν κάνει προηγουμένως. Έτσι ο Ρωμανός διέταξε τον στρατό να αποσυρθεί από την καταδίωξη και να επιστρέψει στο στρατόπεδο. Το αυτοκρατορικό λάβαρο στράφηκε από την κατεύθυνση του εχθρού προς το στρατόπεδο και οι στρατιώτες κοντά στον αυτοκράτορα προφανώς έκαναν την κίνηση σωστά.110 Όσοι όμως ήσαν μακριά, βλέποντας την αντιστροφή του αυτοκρατορικού λαβάρου, πίστευαν ότι ο αυτοκράτορας είχε ηττηθεί. Πιο συγκεκριμένα ο Ανδρόνικος Δούκας σκόπιμα διέδωσε την ψευδή φήμη ότι ο αυτοκράτορας είχε ηττηθεί και απέσυρε βιαστικά τους άνδρες του από το πεδίο, φέρνοντάς τους στο στρατόπεδο. Οι βυζαντινές πηγές δηλώνουν κατηγορηματικά ότι ο Δούκας εκτελούσε προμελετημένη συνωμοσία, γιατί αυτός και η οικογένειά του περίμεναν μια ευκαιρία να ξεκάνουν τον μισητό τους εχθρό.111

Πρέπει κανείς να θυμηθεί σε αυτό το σημείο, ότι πριν από την εκστρατεία του το 1071 ο Ρωμανός είχε συλλάβει και εξορίσει τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, πατέρα του Ανδρόνικου. Ολόκληρο το επεισόδιο αντηχεί αόριστα αλλά αναμφίβολα στη μεταγενέστερη περιγραφή του Μιχαήλ Συρίου, ο οποίος επισημαίνει ότι ο Ρωμανός και οι ευγενείς του βρίσκονταν σε αντίθεση και στη συνέχεια ότι οι περισσότεροι από τους ευγενείς τον εγκατέλειψαν στη μάχη.112 Αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με τις περιγραφές του Ατταλειάτη και του Βρυέννιου, ο δεύτερος από τους οποίους μας λέει ότι οι άρχοντες ή ευγενείς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Δούκα. Με δεδομένη την ήδη νευρική κατάσταση των στρατιωτών, η αναρχία στους στρατούς ξεκίνησε λοιπόν με τις δραστηριότητες του Ανδρόνικου Δούκα, εξαπλώθηκε γρήγορα και ο αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να τη σταματήσει. Οι Τούρκοι στα υψώματα, γνωρίζοντας τώρα πια αυτήν την εκπληκτική εξέλιξη, ενημέρωσαν τον σουλτάνο και έτσι βγήκαν να επιτεθούν στον αυτοκράτορα, που είχε εγκαταλειφθεί στο πεδίο από μεγάλο μέρος του στρατού. Ο Ρωμανός και οι γύρω του υπερασπίζονταν τους εαυτούς τους τολμηρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά καθώς οι άνδρες τρέπονταν σε φυγή προς το στρατόπεδο, οι φήμες άρχισαν να εξαπλώνονται στους αποθαρρυμένους άνδρες. Σύμφωνα με ορισμένους, ο αυτοκράτορας είχε νικήσει τους Τούρκους, αλλά σύμφωνα με άλλους είχε σκοτωθεί. Η τρομοκράτηση ολοκληρώθηκε τελικά με τη σταδιακή λιποταξία των Καππαδοκών και την εμφάνιση των αυτοκρατορικών ιππέων στο στρατόπεδο.113 Τώρα πια οι Τούρκοι ιππείς επιτίθεντο στα στρατεύματα που τρέπονταν σε φυγή, σκοτώνοντας, συλλαμβάνοντας και ποδοπατώντας τους, ενώ ο Ρωμανός πολεμούσε, μέχρι που τραυματίστηκε στο χέρι και το άλογό του βλήθηκε από κάτω του.114

Για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η υπέρτατη ατίμωση είχε συμβεί: το σεβάσμιο και ζωντανό πρόσωπο του Βασιλέως Ρωμαίων είχε πέσει στα χέρια βαρβάρων.115 Επανεξετάζοντας τις λεπτομέρειες αυτής της πολύ σημαντικής μάχης, εντυπωσιάζεται κανείς από διάφορους παράγοντες οι οποίοι, κατά το 1071, είχαν ήδη σημαντική ιστορία στην εξέλιξη της αυτοκρατορίας κατά τον 11ο αιώνα. Η προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα ήταν καθαρά και απλώς μια από τις πιο δραματικές και με συνέπειες πράξεις στη μακρά και πικρή διαμάχη μεταξύ γραφειοκρατών και στρατιωτικών.116 Δυστυχώς για την αυτοκρατορία, δεν θα ήταν η τελική πράξη αυτού του δράματος, και ο αγώνας μεταξύ διαχειριστών και στρατιωτών θα είχε τρομερές συνέπειες στη δεκαετία που θα ακολουθούσε. Η λιποταξία των Ούζων μισθοφόρων υπό τον Ταμίς στους Τούρκους είναι και πάλι μια άλλη πράξη από το ίδιο δράμα, δηλαδή της αποστράτευσης των τοπικών στρατών και της χρήσης μισθωτών αλλοδαπών, πολιτική που χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους γραφειοκράτες ως αντίδοτο στην εξουσία των στρατηγών.117 Οι Φράγκοι του Ρουσέλ και οι Ούζοι που στάλθηκαν στο Χλιάτ τράπηκαν απλώς σε φυγή μαθαίνοντας την προσέγγιση του σουλτάνου, ενώ οι Γερμανοί είχαν επιτεθεί στον Ρωμανό στην Κρυαπηγή. Όλα αυτά περιπλέκονταν από την εχθρότητα Ελλήνων και Αρμενίων, που είχε τόσο δυσοίωνα προβλεφθεί όταν ο Ρωμανός είχε σταματήσει στη Σεβάστεια στον δρόμο του προς το Μαντζικέρτ. Ο Μιχαήλ Σύριος αναφέρει ότι οι Αρμένιοι στρατιώτες, λόγω θρησκευτικών διώξεων, ήσαν οι πρώτοι που εγκατέλειπαν και ότι όλοι τράπηκαν σε φυγή από το πεδίο της μάχης.118

Η μεγάλη νίκη του Αλπ Αρσλάν το 1071 οφειλόταν λοιπόν σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις εσωτερικές εξελίξεις στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που είχαν συγχωνευτεί για να δημιουργήσουν την κατάσταση που επικρατούσε στις βυζαντινές τάξεις το 1071.

Αρχική τουρκική κατάκτηση και κατοχή της Ανατολίας (1071-81)

Ο Αλπ Αρσλάν προφανώς δεν ενδιαφερόταν να εκμεταλλευτεί άμεσα τη μεγάλη του νίκη στο Μαντζικέρτ. Αντίθετα, οι φυλές Τουρκμένων ήσαν εκείνες που αποτελείωσαν τη στρατιωτική νίκη, συρρέοντας στην Ανατολία κυριολεκτικά χωρίς αντίσταση. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι επιχείρησαν να ιδρύσουν κράτος όταν πρωτοήρθαν. Αντίθετα, ήρθαν για επιδρομές και λεηλασίες στις απέραντες εκτάσεις της Ανατολίας, διαρρηγνύοντας έτσι το λίγο που είχε απομείνει από τον βυζαντινό διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Είναι αλήθεια ότι η ήττα των βυζαντινών στρατών το 1071 είχε ανοίξει την Ανατολία στους Τούρκους,119 αλλά η εμφάνισή τους, και τελικά η εγκατάστασή τους, διευκολύνθηκαν πολύ και επιταχύνθηκαν από τη συνέχιση εκείνων των ίδιων παραγόντων, που στο Μαντζικέρτ είχαν φέρει το Βυζάντιο στην κόψη. Η διαμάχη μεταξύ στρατηγών και γραφειοκρατών όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά η ίδια η εμφάνιση των Τούρκων στην Ανατολία φαινόταν να προσδίδει κάποιον ενθουσιασμό στον αγώνα, καθώς κάθε πλευρά προσπαθούσε να ξεπεράσει την άλλη στην αγορά τουρκικής στρατιωτικής βοήθειας, σε αναζήτηση εξουσίας. Αυτό δείχνει παραστατικά πόσο οι στενοί και εγωιστικοί πολιτικοί υπολογισμοί υπερτερούσαν όλων των άλλων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του τουρκικού κινδύνου. Τώρα πια η αληθινή φύση της τουρκικής απειλής ήταν εμφανής σε όλους, τόσο στους γραφειοκράτες όσο και στους στρατηγούς, αλλά η επιθυμία για το αυτοκρατορικό στέμμα ήταν πανίσχυρη.

Οι μισθοφόροι, δημιουργώντας ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες, προσπαθούσαν να ιδρύσουν μια νέα Νορμανδία στη βόρεια Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του χάους που τύλιξε την Ανατολία μετά το Μαντζικέρτ. Πιο νότια οι Αρμένιοι ηγεμόνες και τυχοδιώκτες, ασφαλείς στα ορεινά οχυρά τους στην απόκρημνη περιοχή του Ταύρου, είχαν επιτέλους καλή ευκαιρία να αποτινάξουν τη μισητή βυζαντινή εξουσία και να εκφράσουν τις δικές τους αυτονομιστικές επιθυμίες. Τέλος, μέσα από όλο αυτό το χάος και την αναταραχή, οι Σελτζούκοι ηγεμόνες ίδρυσαν ένα νέο κράτος στη Νίκαια, στο βορειοδυτικό άκρο της χερσονήσου. Ταυτόχρονα άλλες μουσουλμανικές δυναστείες εμφανίζονταν στα πολιτικά συντρίμμια στα τέλη του αιώνα στη βορειοανατολική Ανατολία. Το Μαντζικέρτ είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μιας συγκριτικά σταθερής πολιτικής ενότητας στην Ανατολία και την αντικατέστησε με ένα σχετικά ασταθές σύστημα μικρότερων διαπληκτιζομένων κρατών, που θα κρατούσαν την Ανατολία σε λίγο-πολύ σταθερή κατάσταση πολέμου και αναταραχής, η οποία θα διαρκούσε μέχρι την τελική οθωμανική επανένωση και πολιτική κατάκτηση της μεγάλης χερσονήσου. Με λίγα λόγια, αμέσως μετά το Μαντζικέρτ η βυζαντινή διοικητική αρχή κατέρρεε στη Μικρά Ασία και στο κενό προσπαθούσαν να ιδρύσουν κράτη οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι και οι Νορμανδοί.

Ο Αλπ Αρσλάν, εν γνώσει του ή όχι, συνέβαλε στην τουρκική διείσδυση στο Ρουμ, όταν απελευθέρωσε τον Ρωμανό Διογένη μετά την ήττα και σύλληψη του τελευταίου. Η αιχμαλωσία του Ρωμανού επέτρεψε στον καίσαρα Ιωάννη Δούκα να αρπάξει τον έλεγχο της κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη και να προωθήσει στον θρόνο τον ανιψιό του, τον Μιχαήλ Ζ’. Με την άφιξη των ειδήσεων για την απελευθέρωση του Ρωμανού, η οικογένεια Δούκα στην πρωτεύουσα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα και το αποτέλεσμα ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος στην Ανατολία, ο οποίος περιλάμβανε ό, τι είχε απομείνει από τους βυζαντινούς στρατούς. Ο Ρωμανός προσπάθησε μάταια, πρώτα στη Δοκεία, μετά στην Καππαδοκία, και τέλος στα Άδανα, να αλλάξει την κακή του μοίρα, αλλά χωρίς επιτυχία. Στο τέλος ηττήθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος από τον ίδιο άνθρωπο που τον είχε προδώσει στο Μαντζικέρτ, τον Ανδρόνικο Δούκα.120 Η περιγραφή της βάναυσης τύφλωσής του στο ίδιο το έδαφος της Ανατολίας, το οποίο είχε αγωνιστεί τόσο γενναία, αλλά μάταια, για να προστατεύσει, είναι κατάλληλο φινάλε για αυτήν την πράξη, με την πολιτική κατάρρευση του Μεσαιωνικού Ελληνισμού να περιμένει στο φουαγιέ. Συνεπώς οι διασπασμένοι βυζαντινοί στρατοί χρησιμοποιούνταν για να πολεμούν ο ένας τον άλλο, τη στιγμή που τα σύνορα ήσαν εντελώς ανοιχτά για τις τουρκικές φυλές. Ακόμη πιο μοιραίο ήταν το προηγούμενο του Ρωμανού να απευθυνθεί στους Τούρκους για βοήθεια στον εμφύλιο πόλεμο,121 σχέδιο που επρόκειτο να καθιερωθεί σταθερά στην εσωτερική διαμάχη της επόμενης κρίσιμης δεκαετίας.

Οι γραφειοκράτες, αρχικά υπό την ηγεσία του καίσαρα Ιωάννη και στη συνέχεια υπό τον περίφημο ευνούχο Νικηφορίτζη, κατάφεραν να ελέγξουν την κυβέρνηση για έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Ρωμανού. Αλλά όταν το 1077 ήρθε η στρατιωτική αντίδραση, ήταν βίαιη και κινητοποίησε και πάλι σε αυτοκτονικό πόλεμο ό, τι είχε απομείνει από τους στρατούς στη Δύση και την Ανατολή. Εκείνη την εποχή δύο στρατηγοί, ο Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης εξεγέρθηκαν στα Βαλκάνια και την Ανατολία αντίστοιχα. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ως ανταμοιβή για την εκ μέρους του καταστολή της βουλγαρικής εξέγερσης στα Σκόπια που είχε ξεσπάσει προηγουμένως, επρόκειτο να δολοφονηθεί από ανθρώπους του Νικηφορίτζη. Επειδή ο αδελφός του και ο Βασιλάκιος υποτιμούνταν επίσης από τους γραφειοκράτες στην πρωτεύουσα, εξεγέρθηκαν και αυτοί, ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Βρυέννιο και οδήγησαν τους δυτικούς στρατούς στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέγερσης στη δύση, οι Πατζινάκοι, μη βρίσκοντας στρατούς μπροστά τους, επιτέθηκαν χωρίς αντίσταση στα ίδια τα τείχη της Αδριανούπολης. Ταυτόχρονα ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, υποστηριζόμενος από τους μεγιστάνες της Ανατολίας Καβάσιλα, Συνναδηνό, Γουδέλη, Στραβορωμανό, Παλαιολόγο και Μελισσηνό, επωφελήθηκε από την επαρχιακή δυσαρέσκεια για την αδιαφορία και την αδυναμία της κυβέρνησης να σταματήσει τους Τούρκους και έτσι ύψωσε το λάβαρο της εξέγερσης στην ανατολή.122 Είναι σημαντικό ότι μέχρι να φτάσει στη Νίκαια ο Βοτανειάτης, δεν είχε μπορέσει να μαζέψει περισσότερους από 300 άνδρες για να πάρει με αυτούς την Κωνσταντινούπολη. Βλέπει και πάλι κανείς πόσο πλήρης ήταν η κατάρρευση που είχε υποστεί το στρατιωτικό σύστημα των επαρχιών.123 Όταν τα νέα της εξέγερσης έφτασαν στην αυλή, ο Μιχαήλ Ζ’ προσέλαβε αμέσως τις υπηρεσίες του Σουλεϊμάν για να σταματήσει την προέλαση του επαναστάτη, αναγκάζοντας έτσι τον Βοτανειάτη να εγκαταλείψει τους κανονικούς δρόμους και να ταξιδεύει τη νύχτα για να αποφεύγει τους Τούρκους διώκτες του. Ακόμη κι έτσι, οι Τούρκοι τον έφτασαν πριν μπορέσει να φτάσει στη Νίκαια. Ευτυχώς για τον Βοτανειάτη, ο Τούρκος αποστάτης Χρυσόσκουλος, που ήταν μαζί του, παρενέβη στον Σουλεϊμάν και κατάφερε να τον δωροδοκήσει για να εγκαταλείψει τον αυτοκράτορα και να υποστηρίξει τον Βοτανειάτη. Έτσι ο Σουλεϊμάν άλλαξε πλευρά και συνόδευσε τον εξεγερμένο στις ακτές του Βοσπόρου,124 όπου πιθανότατα έβλεπε για πρώτη φορά την πόλη που προοριζόταν να γίνει το κέντρο της τουρκικής δύναμης τέσσερις σχεδόν αιώνες αργότερα. Καθώς ο Βοτανειάτης είχε έλλειψη στρατιωτών, ακόμη και μετά την συμπερίληψη των στρατιωτών της Νικαίας στις στρατιές του, είχε ενσωματώσει τους Τούρκους του Σουλεϊμάν στις δυνάμεις του. Στη συνέχεια πολλοί από τους Τούρκους τοποθετήθηκαν ως φρουροί για να κρατήσουν τις διάφορες πόλεις από τις οποίες πέρασε ο Βοτανειάτης: τη Νίκαια, τη Χαλκηδόνα, τις Πύλες, τη Χρυσούπολη, την Πραίνετο, τη Νικομήδεια, τις Ρουφινιανές και την Κύζικο.125

Η αστική διαμάχη στην αυτοκρατορία δεν σταμάτησε με την άνοδο του Βοτανειάτη στον θρόνο, διότι έπρεπε ακόμη να αντιμετωπίσει την εξέγερση του Βρυέννιου στα δυτικά. Ο Αλέξιος Κομνηνός στάλθηκε να αντιμετωπίσει τον Βρυέννιο, αλλά καθώς είχε δραματική έλλειψη στρατιωτών, αναγκάστηκε τελικά να βασιστεί σε 2.000 Τούρκους ιππείς που διατέθηκαν από τον Σουλεϊμάν και τον Μανσούρ, που τότε βρίσκονταν ακόμη στη Νίκαια.126 Μόλις σταμάτησε η εξέγερση του Βρυέννιου, ξέσπασε άλλη, εκείνη του Βασιλάκιου.127 Όταν ο Αλέξιος επαναστάτησε (1081) οι κουρελιασμένοι στρατοί της Ανατολής και της Δύσης συγκεντρώθηκαν, βάδισαν προς τον Βόσπορο, και οι επαρχίες αφέθηκαν και πάλι απροστάτευτες. Ο Αλέξιος Κομνηνός, επικεφαλής των δυτικών στρατών, κατάφερε να απομακρύνει τον Βοτανειάτη από τον θρόνο, αλλά όχι πριν η εξέγερση του γαμπρού του Αλεξίου, του Νικηφόρου Μελισσηνού, περιπλέξει το χάος, το οποίο τώρα ήταν πολύ αχαλίνωτο, στην Ανατολία. Καθώς οι Τούρκοι ήσαν στρατιωτικά οι κύριοι, αναζήτησε και απέκτησε τη συμμαχία τους, ανοίγοντας σε αυτούς μεγάλους αριθμούς πόλεων της δυτικής Ανατολίας. Αυτές οι πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους στον Μελισσηνό όταν εμφανίστηκε ως αυτοκράτορας, και μετά τις παρέδωσε στους Τούρκους συμμάχους του.128

Στην ταχεία αποσύνθεση που ακολούθησε τη μάχη του Μαντζικέρτ και κατά τη διάρκεια του επακόλουθου εμφυλίου πολέμου, τα αυτονομιστικά πολιτικά κινήματα άρχιζαν να αποκρυσταλλώνονται στη Μικρά Ασία. Η πιο θεαματική από αυτές τις απόπειρες να ιδρυθεί κράτος στο έδαφος της Ανατολίας ήταν εκείνη του ηγέτη μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ,129 που βρήκε στη χερσόνησο συνθήκες ώριμες για την προσπάθειά του να ιδρύσει μια νέα Νορμανδία στα νότια κλίματα. Από όλους τους μισθοφόρους στη βυζαντινή υπηρεσία, οι απόγονοι των Σκανδιναβών είχαν το πιο ανεπτυγμένο πολιτικό ένστικτο, με παραδόσεις που πήγαιναν 200 χρόνια πίσω και εκτείνονταν στη Ρωσία, τη Σικελία και την Αγγλία. Ενώ η τουρκική πλημμύρα χυνόταν σε ολόκληρη την Ανατολία, ο Μιχαήλ Ζ’ αναγκάστηκε να στείλει τον Ισαάκιο Κομνηνό με στρατό, σε προσπάθεια να σταματήσει τις καταστροφές τους (1073), αλλά καθ’ οδόν είχε την ευκαιρία να τιμωρήσει έναν από τους Νορμανδούς για κακομεταχείριση ντόπιου κατοίκου. Ο Ρουσέλ χρησιμοποίησε αυτό το περιστατικό ως πρόσχημα για να επαναστατήσει, παίρνοντας τους 400 Νορμανδούς του και βαδίζοντας προς τα βόρεια, προς τα κτήματά του στο θέμα Αρμενιακών. Στην πραγματικότητα η τιμωρία του στρατιώτη του ήταν μόνο μια δικαιολογία, γιατί ο Ρουσέλ σχεδίαζε αναμφίβολα την εξέγερσή του για κάποιο χρονικό διάστημα. Άρχισε να πολιορκεί, να λεηλατεί και να υποτάσσει τις πόλεις και κωμοπόλεις των περιοχών της Γαλατίας και της Λυκαονίας, αναγκάζοντάς τις να του πληρώνουν φόρο υποτέλειας. 130 Σύντομα κατέστη σαφές στην Κωνσταντινούπολη ότι δεν ήταν συνηθισμένη εξέγερση μισθοφόρων, ενώ ο αυτοκράτορας με τους συμβούλους του φοβούνταν ότι, δεδομένης της κατάστασης αυτοκρατορικής ανικανότητας στην επαρχία, ο Ρουσέλ θα κατόρθωνε να δημιουργήσει νέο κράτος. Ο καίσαρας Ιωάννης και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης στάλθηκαν με στρατιωτικές δυνάμεις να καταστείλουν τον Ρουσέλ, πριν μπορέσει να εδραιώσει τη θέση του, αλλά στη μάχη που δόθηκε στον ποταμό Σαγγάριο, ο Ρουσέλ και οι Φράγκοι του ήσαν νικηφόροι. Ο βυζαντινός στρατός υπέστη συντριπτική ήττα και ο καίσαρας συνελήφθη αιχμάλωτος.131

Δεν φαινόταν να υπάρχει τρόπος να σταματήσουν τον Ρουσέλ ύστερα από αυτή τη νίκη. Οι Φράγκοι, μαθαίνοντας για την εξέγερσή του, συγκεντρώθηκαν κάτω από τα λάβαρά του, σε αριθμό 2.700 έως 3.000.132 Ο Ρουσέλ, επωφελούμενος από τη νίκη του επί του καίσαρα, υπέταξε στην εξουσία του όλες τις πόλεις στην περιοχή του ποταμού Σαγγάριου και πορεύτηκε μέσα από τη Βιθυνία προς τον Βόσπορο, όπου έκαψε τη Χρυσούπολη. Η εξέγερση πήρε ακόμη πιο σοβαρούς τόνους, καθώς ο Ρουσέλ προχώρησε να ανακηρύξει αυτοκράτορα τον καίσαρα Ιωάννη, ελπίζοντας έτσι να αποκτήσει την υποταγή του εναπομένοντος βυζαντινού στρατού στην Ανατολία και επίσης να εισπράττει τους φόρους από τις πόλεις.133 Ανυπεράσπιστος μπροστά στη νικηφόρα προέλαση του Ρουσέλ, ο Μιχαήλ Ζ’ στράφηκε στις υπηρεσίες του εμίρη Αρτούκ, που είχε εμφανιστεί στις περιοχές του βιθυνικού φρουρίου Μεταβολή με μεγάλο σώμα Τούρκων. Ο Ρουσέλ ηττήθηκε και τόσο αυτός όσο και ο καίσαρας συνελήφθησαν και κρατούνταν για λύτρα. Αλλά και πάλι ο Ρουσέλ δραπέτευσε από τις αυτοκρατορικές αρχές, έχοντας εξαγοραστεί από τους Τούρκους με πληρωμή λύτρων από τη σύζυγό του, πριν μπορέσουν οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι να φτάσουν στο τουρκικό στρατόπεδο.134 Παρ’ όλα αυτά, η αυλή είχε κινηθεί βιαστικά για να ελευθερώσει τον καίσαρα με πληρωμή λύτρων, από τον φόβο ότι οι Τούρκοι θα τον χρησιμοποιούσαν όπως είχε προγραμματίσει να κάνει ο Ρουσέλ, και έτσι να εισέρχονται στις πόλεις και να μαζεύουν χρήματα.135 Έχοντας αποκηρύξει το μεγαλοπρεπές σχέδιο του, ο Ρουσέλ αποσύρθηκε στο Αρμενιακών, όπου έδιωξε τους Τούρκους και επιτιθέμενος στην Αμάσεια, τη Νεοκαισάρεια και άλλες πόλεις, ανάγκαζε τα αστικά κέντρα να πληρώνουν σε αυτόν τους φόρους τους. Εδώ έλπιζε να ιδρύσει ένα μικρότερο κράτος.

Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης δεν πλησίαζε στη λύση του νορμανδικού διλήμματος κι έτσι έστειλε τον Νικηφόρο Παλαιολόγο στον Καύκασο, να συγκεντρώσει νέο στρατό μισθοφόρων. Επιστρέφοντας στον Πόντο με δύναμη 6.000 Αλανών, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να πληρώσει τους μισθούς τους κι έτσι οι περισσότεροι Αλανοί απλώς τον εγκατέλειψαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ο Ρουσέλ νίκησε εύκολα και διέλυσε αυτούς τους λίγους που είχαν μείνει. Η απόγνωση της κυβέρνησης με αυτή την κατάσταση αντικατοπτρίζεται στην τελική νίκη που πέτυχε απέναντι στον Ρουσέλ (1074). Σε μια τελευταία προσπάθεια, η κυβέρνηση έστειλε τον μελλοντικό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στην Αμάσεια για να αντιμετωπίσει τον επαναστάτη και έφτασε εκεί χωρίς στρατιώτες ή χρήματα! Χάρη στην πονηριά, την ενεργητικότητά του και, κυρίως, στην τουρκική βοήθεια, κατάφερε να αγοράσει τον εχθρό του από τους Τούρκους δωροδοκώντας τους τελευταίους για να προδώσουν τον Ρουσέλ. Αν και ο Αλέξιος έφερε και πάλι τις πόλεις υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, το κατόρθωσε μόνο επειδή είχε προσφύγει σε έναν Τούρκο εμίρη στην περιοχή, στην περίπτωση αυτή σε κάποιον Τουτάχ.136

Η εξέγερση του Ρουσέλ δείχνει πόσο αναξιόπιστος μπορεί να είναι ένας στρατός που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη νομιμοφροσύνη μισθοφόρων. Λόγω της δικής της στρατιωτικής αδυναμίας, η κυβέρνηση έπρεπε να βασίζεται πρώτα σε Αλανούς στρατιώτες και τελικά στους Τούρκους. Όμως τόσο η κυβέρνηση όσο και ο στασιαστής δεν δίσταζαν να ερωτοτροπούν με τους Τούρκους εμίρηδες, ενθαρρύνοντάς τους έτσι, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες της Κωνσταντινούπολης και επιταχύνοντας την τουρκική διείσδυση στην Ανατολία και την καταστροφή των πόλεων. Ο Βρυέννιος δηλώνει ότι από όλες τις αναταραχές, εξεγέρσεις και επαναστάσεις που έγιναν στην Ανατολία μετά την απομάκρυνση του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’, εκείνη του Ρουσέλ ήταν η αιτία του μεγαλύτερου από όλα τα κακά για την αυτοκρατορία.137 Ο Βρυέννιος πιθανότατα υπερβάλλει καθόλου ή ελάχιστα στη δική του αποτίμηση της σημασίας αυτού του γεγονότος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόσκληση μεγάλων τουρκικών δυνάμεων μέχρι τη Βιθυνία, και όταν ο Αλέξιος επέστρεψε από την Αμάσεια με τον αιχμάλωτό του Ρουσέλ, αναγκάστηκε να πάρει πλοίο στην Ηράκλεια για να φτάσει στην πρωτεύουσα, γιατί οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι με Τούρκους.138

Λιγότερο θεαματικά, αλλά με πιο ανθεκτικό αποτέλεσμα, ήσαν τα αυτονομιστικά κινήματα των Αρμενίων ηγεμόνων στις περιοχές της Μεσοποταμίας, του Ταύρου και της Κιλικίας.139 Το βίαιο μίσος των Αρμενίων για τους Έλληνες, που αποκαλύπτεται τόσο έντονα στις βιτριολικές σελίδες του Ματθαίου της Έδεσσας, βρήκε την ικανοποίησή του στα χρόνια αμέσως μετά το Μαντζικέρτ. Οι πολυάριθμοι Αρμένιοι αρχηγοί και τυχοδιώκτες, εκμεταλλευόμενοι την κατάρρευση της βυζαντινής εξουσίας (στην οποία κατάρρευση είχαν ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο),140 άρχισαν να αυτοπροβάλλονται ως ανεξάρτητοι πολιτικοί παράγοντες. Υποβοηθήθηκαν από την ορεινή τοπογραφία της νοτιοανατολικής Ανατολίας καθώς επίσης από την παρουσία εκεί μεγάλου αρμενικού πληθυσμού. Ο εθνοτικός χαρακτήρας αυτών των περιοχών είχε αρχίσει να αλλάζει με τη βυζαντινή ανακατάκτηση του 10ου αιώνα, όταν οι Αρμένιοι αποίκισαν την Κιλικία. Αυτός ο αποικισμός ενισχύθηκε περαιτέρω με τη μεταφύτευση των Αρμενίων τον 11ο αιώνα, και τέλος με τη φυγή των Αρμενίων προς την Κιλικία για ασφάλεια από τις τουρκικές επιδρομές. Στην Καππαδοκία ο Άντομ και ο Αμπούκαλ του Βασπουράκαν και ο Γκαγκίκ της Άνι ήσαν πια απαλλαγμένοι από κάθε βυζαντινή εξουσία. Ο Γκαγκίκ συνέχιζε τον ανοιχτό πόλεμο εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της Καππαδοκίας, σκοτώνοντας τον Έλληνα μητροπολίτη Καισαρείας, λεηλατώντας τα πλούσια κτήματά του, διατάζοντας τους στρατιώτες του να βιάζουν τις συζύγους της ελληνικής αριστοκρατίας, με αποτέλεσμα να βρει τελικά τον θάνατο από τους Έλληνες γαιοκτήμονες μεγιστάνες.141

Ανεξάρτητοι Αρμένιοι ηγεμόνες υπήρχαν στην Ταρσό, το Λαμπρόν [Ναμρούν], το Μουνταρεσούν, το Αντριούν και αλλού. Ήταν όμως ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, Αρμένιος από γέννηση και Έλληνας από θρησκευτικό δεσμό, εκείνος που συνένωσε αυτές τις φυγόκεντρες δυνάμεις για να ιδρύσει εκτεταμένο κράτος στον Ταύρο, την Κιλικία και τη Μεσοποταμία. Ο Φιλάρετος Βραχάμιος κατείχε σημαντικό αξίωμα υπό τον Ρωμανό Δ’, αλλά στο χάος που ακολούθησε το Μαντζικέρτ, ξεκίνησε να γίνει ανεξάρτητος στα βουνά του Ταύρου.142 Αρνούμενος να αναγνωρίσει την εξουσία του Μιχαήλ Ζ’, άρχισε να καταλαμβάνει πολλές από τις βυζαντινές πόλεις και φρούρια που είχαν απομονωθεί και αποκοπεί από την πρωτεύουσα ως αποτέλεσμα των τουρκικών εισβολών.143 Βάση του στρατού του ήταν ένα σώμα 8.000 Φράγκων και διάφορων Αρμενίων και Τούρκων που υπηρετούσαν κάτω από αυτόν.144 Το πρωταρχικό του κίνητρο ήταν να δημιουργήσει κράτος με οποιοδήποτε κόστος και σε αυτό δεν δίστασε να καλέσει για βοήθεια Τούρκους εμίρηδες εναντίον απείθαρχων Αρμενίων ηγεμόνων145 ή ακόμη και να αποστατήσει στο Ισλάμ.146 Παρά το γεγονός ότι τόσο οι Αρμένιοι όσο και οι Έλληνες μισούσαν βίαια τον Φιλάρετο,147 κατάφερε να εγκατασταθεί για αρκετά χρόνια σε αυτές τις στρατηγικές περιοχές της Ανατολίας. Η επικράτειά του κατέληξε τελικά να περιλαμβάνει τις περιοχές μεταξύ Ρωμανoπόλεως (Πάλου), Χάρπερτ (Χαρπούτ) και Μελιτηνής στη Μεσοποταμία στο βορρά, Μοψουεστίας, Αναζάρβου και Ταρσού στην Κιλικία στον νότο και Αντιόχειας στα ανατολικά. Λίγο μετά την εκ μέρους του κατάληψη της Αντιόχειας, ο Βοτανειάτης συνήψε συνθήκη με τον Φιλάρετο, με την οποία ο τελευταίος αναγνώριζε την κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης, αλλά σε αντάλλαγμα του δινόταν επίσημα η ευθύνη για τα απομεινάρια των βυζαντινών δυνάμεων στα νοτιοανατολικά και λάμβανε τον τίτλο του κουροπαλάτη. Αυτό σήμαινε στην πραγματικότητα ότι αναγνωριζόταν η πραγματική του ανεξαρτησία και ότι του φέρονταν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το Βυζάντιο αντιμετώπιζε τους ηγεμόνες της Αρμενίας και της Γεωργίας. Ήταν ανεξάρτητος και έκανε ό τι ήθελε.148 Οι Νορμανδοί του Ρουσέλ δεν κατόρθωσαν να ιδρύσουν κράτος επειδή ήσαν λίγοι σε αριθμό, αλλά ο Φιλάρετος και οι Αρμένιοι ηγεμόνες είχαν στη βάση του πολιτικού τους σεπαρατισμού ένα ολόκληρο έθνος, εγκατεστημένο με ασφάλεια στα βραχώδη υψώματα του Ταύρου. Έτσι οι Αρμένιοι ολοκλήρωσαν τη διάσπαση της βυζαντινής εξουσίας στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία.

Οι Τούρκοι δεν φαίνεται να εκμεταλλεύτηκαν άμεσα το Μαντζικέρτ για να καταλάβουν τη Μικρά Ασία ή να επιδράμουν σε εκτεταμένη κλίμακα. Αυτό αποδεικνύεται σαφώς από την πορεία των γεγονότων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Δούκα και Ρωμανού Δ’. Στις αφηγήσεις των συγχρόνων, ιδιαίτερα σε εκείνη του Ατταλειάτη (που βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Ανατολία), η βυζαντινή εξουσία εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται στην Τραπεζούντα, το Μαντζικέρτ, το Ερζερούμ, την Ιβηρία, την Κολώνεια, την Αμάσεια, το Μελισσοπέτριον, τη Δοκεία, το Τυροποιόν, την Ποδανδό, τον Ταύρο, την Κιλικία, τα Άδανα και το Κοτύαιον. Αυτή η γεωγραφική περιοχή είναι σημαντική, εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη Μεσόγειο και από την Αρμενία μέχρι τη Βιθυνία.149 Αλλά θα ήταν η τελευταία φορά που βυζαντινοί στρατοί και αξιωματούχοι θα μπορούσαν να διασχίζουν τα περάσματα του Ταύρου, να συγκεντρώνουν στρατιώτες στην Ιβηρία και την Καππαδοκία και να βαδίζουν όλη τη διαδρομή από την Κιλικία μέχρι το Κοτύαιον στα δυτικά ανεμπόδιστοι και χωρίς να συνοδεύονται από Τουρκμένους.

Μετά την ήττα του Ρωμανού και ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της συνθήκης μεταξύ αυτοκράτορα και σουλτάνου, ο Αλπ Αρσλάν βρήκε την ευκαιρία να στείλει τις φυλές στη Μικρά Ασία σε μεγάλη κλίμακα και τελικά να καταλάβει κωμοπόλεις και πόλεις. Στο εξής οι Τουρκμένοι θα μετέφεραν τις επιδρομές τους σε κάθε σχεδόν γωνία της απέραντης χερσονήσου.150 Η τελευταία προσπάθεια να ανακόψουν τις εισβολές τους στην Ανατολία αντιμετωπίζοντάς τους στα ανατολικά έγινε στις αρχές της βασιλείας του αδύναμου Μιχαήλ Ζ’, όταν ο Ισαάκιος Κομνηνός στάλθηκε στην Καισάρεια για να σταματήσει την άλωση των πόλεων και των χωριών στην Καππαδοκία. Με την αποστασία του Ρουσέλ και των Νορμανδών ο Ισαάκιος ηττήθηκε και συνελήφθη από τους Τούρκους κοντά στην Καισάρεια. Την επιτυχία των νικητών ακολούθησε ο διασκορπισμός τους για λεηλασία. Ο Αλέξιος με δυσκολία απέφυγε τη σύλληψη από αυτούς, καθώς διέφυγε μέσω του όρους Δίδυμον προς την πόλη της Γαβαδονίας στην Καππαδοκία.151 Ο Αλέξιος, επιθυμώντας να ελευθερώσει τον αδελφό του με πληρωμή λύτρων, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, πήρε τα χρήματα των λύτρων και επέστρεψε στην Άγκυρα. Κατά την επιστροφή του στην Άγκυρα αργά το βράδυ, βρήκε τις πύλες κλειδωμένες, γιατί οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν νικήσει και συλλάβει τον αδελφό του Ισαάκιο, ήσαν στρατοπεδευμένοι εκεί γύρω, παρακολουθώντας την πόλη από κοντά. Λίγο αργότερα αυτή η συγκεκριμένη ομάδα έφυγε από τη Μικρά Ασία, αλλά τώρα έρχονταν και άλλοι Τούρκοι, γιατί η ήττα του Ισαάκιου είχε αφήσει τα σύνορα ανυπεράσπιστα και εκείνοι άρχιζαν να παίρνουν τον έλεγχο πολλών από τις βασικές αρτηριακές διαδρομές που εκτείνονταν σε όλη την Ανατολία.152 Έτσι, όταν ο Ισαάκιος και ο Αλέξιος ξεκίνησαν από την Άγκυρα για την Κωνσταντινούπολη μέσω της κυρίας οδού που περνούσε από τη Νικομήδεια, αιφνιδιάστηκαν στον δρόμο από 200 Τούρκους στη Δέκτη.153 Αυτή η κατάληψη των δρόμων και των περασμάτων από τους Τούρκους, βαθιά μέσα στην Ανατολία, ήταν χαρακτηριστική της πρώτης φάσης της εκ μέρους τους κατάληψης της χερσονήσου ύστερα από το Μαντζικέρτ. Πόλεις όπως η Άγκυρα και η Γαβαδονία είχαν παρακαμφθεί, καθώς προστατεύονταν από τείχη. Με αυτόν τον τρόπο πολλές από τις πόλεις σε αυτήν την πρώιμη περίοδο παρέμεναν στα χέρια των Βυζαντινών, αλλά υφίσταντο απομόνωση καθώς οι Τούρκοι συνέρρεαν γύρω τους καταλαμβάνοντας την ύπαιθρο, αποκόπτοντας τη μια από την άλλη και από την Κωνσταντινούπολη και τους εκπροσώπους της.

Τα γεγονότα της εξέγερσης του Ρουσέλ έφεραν τους Τούρκους στις βόρειες περιοχές του Αρμενιακών και του Πόντου καθώς και στη Βιθυνία. Λόγω της νίκης του Ρουσέλ επί του καίσαρα και της εμφάνισής του στη Χρυσούπολη, ο Μιχαήλ εξασφάλισε τη βοήθεια μεγάλου τουρκικού στρατού υπό τον Αρτούκ, ο οποίος τύχαινε εκείνη την εποχή να επιτίθεται στις ανατολικές περιοχές. Αυτός ο στρατός154 αιφνιδίασε τον Ρουσέλ στη Μεταβολή, τον νίκησε και τον συνέλαβε, και αφού εισέπραξε χρήματα λύτρων, επέστρεψε στην ανατολική Ανατολία. Φαίνεται όμως ότι πολλοί από αυτούς τους Τούρκους έμειναν πίσω για επιδρομές και άλλοι ότι κατέλαβαν διάφορες περιοχές τις οποίες δεν αναφέρουν οι πηγές. Ο Ατταλειάτης αναφέρει ότι «οι Τούρκοι είχαν διασκορπιστεί σε όλα τα θέματα των Ρωμαίων».155 Όταν ο Ρουσέλ επέστρεψε στο θέμα Αρμενιακών, το βρήκε γεμάτο Τούρκους και προχώρησε για να τους απομακρύνει.156 Ο Μιχαήλ Ζ’ προσκάλεσε άλλον τουρκικό στρατό υπό τον αρχηγό Τουτάχ157 και η εξέγερση του Ρουσέλ τερματίστηκε. Οι πόλεις του Πόντου τέθηκαν ξανά υπό βυζαντινή εξουσία.158 Αν και αυτές οι πόλεις ήσαν και πάλι υπό ελληνικό έλεγχο, η ύπαιθρος και οι δρόμοι δεν ήσαν πια ασφαλείς. Ο βαθμός στον οποίο οι Τούρκοι είχαν διεισδύσει μπορεί να εξακριβωθεί από την αφήγηση των εμπειριών του Αλέξιου, όταν επέστρεψε από την Αμάσεια στην Κωνσταντινούπολη με τον Ρουσέλ αιχμάλωτό του. Καθ’ οδόν σταμάτησε στην Κασταμώνα για να δει τα προγονικά του κτήματα, αλλά τα βρήκε ερημωμένα και μόλις διέφυγε τη σύλληψη από τους Τούρκους που λεηλατούσαν την περιοχή. Φτάνοντας στο λιμάνι της Ηράκλειας στη Μαύρη Θάλασσα, οι Τούρκοι του επιτέθηκαν ξανά. Κατά συνέπεια ο Αλέξιος ήθελε να παραμείνει στην Ηράκλεια και να οργανώσει άμυνα εναντίον αυτών των επιδρομέων, αλλά έφτασε αυτοκρατορικό πλοίο διατάζοντάς τον να προχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη δια θαλάσσης, καθώς οι δρόμοι της Ανατολίας προς τα δυτικά μαστίζονταν από Τούρκους.159

Σε αυτήν την καταστροφική βασιλεία του Μιχαήλ Ζ’ η Χρυσούπολη, απέναντι από το στενό και την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, έγινε φωλιά Τούρκων επιδρομέων.160 Οι Τουρκμένοι είχαν φτάσει επίσης στη θάλασσα στα δυτικά και βόρεια κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ’. Περί το 1076 είχαν απλώσει τις λεηλασίες τους στο Αιγαίο γύρω από το όρος Λάτρος,161 ενώ η Τραπεζούς κατελήφθη προσωρινά από τους Τούρκους κάποια στιγμή μεταξύ 1071 και 1075.162 Έτσι εξαπλώνονταν στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μικράς Ασίας κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Ζ’, αλλά χωρίς να παίρνουν, προφανώς, πολλά από τα αστικά κέντρα.163 Η πραγματική αρπαγή των πόλεων της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας έγινε κρίσιμη κατά τα τελευταία χρόνια του Μιχαήλ Ζ’ και κατά τη σύντομη βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη.164 Όταν ο Βοτανειάτης εξεγέρθηκε μαζί με τους μεγιστάνες του Ανατολικών, η Μικρά Ασία τυλιγόταν στις φλόγες και οι Τούρκοι ήσαν παντού.165 Ο Βοτανειάτης κατάφερε να φτάσει στον στρατιωτικό σταθμό του Κοτυαίου με όχι περισσότερους από 300 στρατιώτες,166 αλλά οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος προς τη Νίκαια και την Κωνσταντινούπολη φαινόταν αδύνατη, καθώς οι Τούρκοι είχαν συρρεύσει σε αυτές τις περιοχές σε σημαντικούς αριθμούς.167 Έτσι ο στασιαστής αναγκάστηκε να αποφύγει τον κύριο δρόμο και να ταξιδεύει τη νύχτα, για να αποφεύγει την επαφή με τους Τούρκους του Σουλεϊμάν και του Μανσούρ.168 Παρά τις προφυλάξεις αυτές, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Βοτανειάτη πριν φτάσει στη Νίκαια, αλλά ευτυχώς κατάφερε να πλειοδοτήσει του Μιχαήλ Ζ’ σε υπηρεσίες προς τους Τούρκους και μόνο τότε άνοιξε η δίοδος προς την Κωνσταντινούπολη.169 Έχοντας καταλάβει μεγάλο μέρος της αγροτικής περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, οι Τούρκοι του Σουλεϊμάν προφανώς έκαναν την πρώτη σημαντική είσοδό τους στα αστικά κέντρα ως φρουρές του Βοτανειάτη. Μεταξύ των πόλεων που φρουρούσε έτσι ο Βοτανειάτης ήσαν οι Πύλες, η Πραίνετος, η Νικομήδεια, οι Ρουφινιανές, η Κύζικος, η Νίκαια, η Χαλκηδών και η Χρυσούπολη.170 Αν όμως οι Τούρκοι δεν είχαν εισαχθεί οριστικά σε όλες αυτές τις πόλεις εκείνη την εποχή, σίγουρα η βασιλεία του νέου αυτοκράτορα ήταν το αποφασιστικό βήμα για να τις καταλάβουν. Η εξουσία του Νικηφόρου Βοτανειάτη σήμανε το τέλος της βυζαντινής Μικράς Ασίας ως μελλοντικού μείζονος πεδίου στρατολογήσεων για τους στρατούς και ως κύριας πηγής φορολογικών εσόδων. Στην πραγματικότητα, περί το τέλος της βασιλείας του, η Μικρά Ασία βρισκόταν με μερικές εξαιρέσεις σε ξένα χέρια.171

Μέχρι το 1079 οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο Μελανούδιον στη δυτική ακτή, ενώ η πτώση του Στροβίλου ήταν επικείμενη,172 καθώς το μεγαλύτερο μέρος της Ιωνίας είχε καταληφθεί.173 Η εξέγερση του Νικηφόρου Μελισσηνού παρέδωσε τελικά σε τουρκικά χέρια τις περισσότερες πόλεις της κεντρικής και δυτικής Ανατολίας. Ο στασιαστής κάλεσε τους τουρκικούς στρατούς και τους ηγέτες τους, οι οποίοι τώρα πια γνώριζαν καλά τις περιπλοκές των Βυζαντινών πολιτικών συγκρούσεων, και με την υποστήριξή τους απέκτησε την υποταγή των πόλεων. Άφησε τους Τούρκους ως εκπροσώπους του για να φρουρούν αυτές τις πόλεις, κι έτσι με την αποτυχία της εξέγερσής του πολλές από τις πόλεις της Μικράς Ασίας, της Φρυγίας και της Γαλατίας βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων.174

Βυζαντινή αντεπίθεση (1081-1143)

Ο Αλέξιος Κομνηνός ανέβηκε στον θρόνο σε μια εποχή (1081) όπου φαινόταν ότι ολόκληρη η βυζαντινή Ανατολία είχε χαθεί για πάντα,175 αν και στην πραγματικότητα η τουρκική κατάκτηση φαίνεται ότι είχε παρακάμψει αριθμό σημείων. Υπήρχαν ακόμη Βυζαντινοί αξιωματούχοι στην Ηράκλεια του Ευξείνου Πόντου, σε τμήματα της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας, στο Χώμα, στην Τραπεζούντα, και σε άλλες μη προσδιοριζόμενες176 περιοχές. Υπήρχαν επίσης οι Αρμένιοι στην περιοχή του Ταύρου και Αντιταύρου οι οποίοι, αν και στην πραγματικότητα ανεξάρτητοι, συχνά παρουσιάζονταν ως αξιωματούχοι του αυτοκράτορα. Αν στους συγχρόνους του η κατάσταση φαινόταν εντελώς απελπιστική στις αρχές της βασιλείας του Αλέξιου, ωστόσο η εμφάνιση του Αλέξιου σηματοδοτεί σημαντικό σημείο καμπής στις βυζαντινές υποθέσεις της Ανατολίας. Τα πράγματα θα βελτιώνονταν, αλλά θα αυτό θα γινόταν μόνο ύστερα από περαιτέρω αντιξοότητες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο αυτοκράτορας κατά τα πρώτα του χρόνια ήταν στη Δύση, όπου ο φιλόδοξος Νορμανδός τυχοδιώκτης Ρομπέρ Ζισκάρ σχεδίαζε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Υπήρχαν, επιπλέον, οι επιδρομές των Πατζινάκων στα Βαλκάνια. Λόγω της απειλής των Νορμανδών, ο Αλέξιος αναγκάστηκε να καλέσει τις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις από τις περιοχές της Ηράκλειας, της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας, τού Χώματος και από άλλες περιοχές στα ανατολικά που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κατοχή των Ελλήνων, πράξη που επέτρεψε στους Τούρκους να προελάσουν σε αυτές τις περιοχές. Πιο κοντά στην πρωτεύουσα, στις περιοχές της Βιθυνίας και της Θυνίας, όπου ο Αλέξιος διεξήγαγε περιορισμένο πόλεμο με τον Σουλεϊμάν της Νικαίας σε προσπάθεια να απομακρύνει τους Τούρκους από τα περίχωρα της Νικομήδειας, αναγκάστηκε να συνάψει συνθήκη που έθετε τα σύνορα στον ποταμό Δράκοντα.177 Όμως, καθώς το Βυζάντιο δεν ήταν σε θέση να επιβάλει τη συνθήκη, οι Τούρκοι την παραβίαζαν, προωθώντας τις επιδρομές τους προς την Προποντίδα και τον Βόσπορο.178 Στη βόρεια Ανατολία ο εμίρης Καρατεκίν κατέλαβε την Σινώπη και τις γειτονικές πόλεις.179 Λίγα χρόνια αργότερα η Άννα Κομνηνή σχολιάζει με υπερβολικό τρόπο, ότι τα όρια της αυτοκρατορίας στα ανατολικά και δυτικά ήσαν η Αδριανούπολη και ο Βόσπορος αντίστοιχα.180 Το 1085 ο Σουλεϊμάν κατέλαβε τη σημαντική ανατολική πόλη της Αντιόχειας.

Όμως εκείνο το έτος συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα που επέτρεψαν στον Αλέξιο να ξεκινήσει περιορισμένη επίθεση στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, για να απωθήσει τους Τούρκους από την Προποντίδα και τον Βόσπορο, όπου απειλούσαν την ίδια τη ζωή της αυτοκρατορίας. Το 1085 ο Ζισκάρ πέθανε, ανακουφίζοντας τον Αλέξιο από οποιαδήποτε άμεση πίεση στα δυτικά. Η ίδια χρονιά σηματοδότησε τον θάνατο του Σουλεϊμάν στις ανατολικές του εκστρατείες, πράγμα που επέτρεψε στους εμίρηδες, τους οποίους είχε αφήσει υπεύθυνους για τα εδάφη του, να καθιερωθούν ως ανεξάρτητοι αρχηγοί. Μάλιστα ο θάνατος του Σουλεϊμάν φαίνεται να σηματοδοτεί τον πολλαπλασιασμό αυτών των ανεξάρτητων εμίρηδων στην Ανατολία, ιδιαίτερα στις δυτικότερες περιοχές.181 Ο Αμπούλ Κασίμ αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος στη Νίκαια. Ο αδελφός του είχε τον έλεγχο της Καππαδοκίας.182 Κατά συνέπεια είναι πιθανό το σουλτανάτο της Νικαίας να διατηρούσε κάποιου είδους γενικό έλεγχο επί των περιοχών που εκτείνονταν από τη Νίκαια μέχρι το Ικόνιο και ανατολικά μέχρι την Καππαδοκία. Όμως στη δυτική παράκτια ζώνη εμφανίστηκε μεγάλος αριθμός εμίρηδων, σημαντικότερος από τους οποίους ήταν ο Τζάχας (υποβοηθούμενος από τον αδελφό του, τον Γαλαβάτζη-Γιάλαβατς), που ίδρυσε ναυτική ηγεμονία, η οποία στο απόγειό της περιλάμβανε τη Σμύρνη, τις Κλαζομενές, τη Φώκαια, τη Σάμο, τη Μυτιλήνη, και τη Χίο, και του οποίου οι φιλοδοξίες περιλάμβαναν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.183 Οι εμίρηδες Ταγγριπερμής και Μαράκης εξουσίαζαν την Έφεσο και τις γειτονικές πόλεις,184ενώ στα βόρεια, κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας, ήσαν ο Ελχάνης (στην Απολλωνιάδα και την Κύζικο), ο Σκαλιάριος και άλλοι.185 Η άλλη μεγάλη τουρκική πολιτική δύναμη στην Ανατολία, εκτός από το σουλτανάτο της Νικαίας, ήταν η δυναστεία των Ντανισμέντ. Ο Μαλίκ Ντανισμέντ, ως ηγέτης του Ιερού Πολέμου στη βόρεια Ανατολία, κατάφερε να δημιουργήσει μια επικράτεια, που απειλούσε να αφανίσει τον οίκο του Κουτλουμούς. Έφτασε να περιλαμβάνει τη Σίβας (Σεβάστεια), τις περιοχές των ποταμών Κιζίλ Ιρμάκ (Άλυ), Γεσίλ Ιρμάκ (Ίρι) και Κελκίτ Σου (Λύκου), την Αμάσεια, τα Κόμανα, την Τοκάτ, τη Νικσάρ, το Τσανκίρι, την Άγκυρα και τη Μαλάτυα (Μελιτηνή).186 Πιο δυτικά, ο Χαρατικής (Καρατεκίν) κατέκτησε και κρατούσε για σύντομη περίοδο τη Σινώπη και τις γειτονικές πόλεις, αλλά μέχρι το 1085 αυτές είχαν επανέλθει στον Βυζαντινό αυτοκράτορα.187Τις περιοχές της Αρμενίας, πιο προσιτές στους στρατούς του Μαλίκ Σαχ, κυβερνούσε ένας από τους αξιωματούχους του, ο εμίρης Ισμαήλ.188 Κάποιος Μπαλντούχ είχε εδραιωθεί ως εμίρης στα Σαμόσατα.189 Ο Άλπ Ιλέκ κατέλαβε προσωρινά την Έδεσσα.190 Ο Σουκμάν, ο γιος του Αρτούχ, εμφανίστηκε επίσης στις περιοχές της Έδεσσας.191 Και ο Μπαλάς κυβερνούσε το Σουρούτζ στην ίδια γενική περιοχή.192Άλλοι εμίρηδες υπό την άμεση εξουσία των σουλτάνων στην Περσία εμφανίζονταν συχνά στην Ανατολία, σε προσπάθεια να φέρουν τους απείθαρχους εμίρηδες υπό τον έλεγχο των μεγάλων σουλτάνων.193

Για την επόμενη δεκαετία, μέχρι την εμφάνιση των σταυροφόρων, ο Αλέξιος κατάφερε να σημειώσει αργή αλλά σαφή πρόοδο στην Ανατολία. Λίγο μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν, ο αυτοκράτορας ξαναπήρε τη Σινώπη και τις γειτονικές παράκτιες περιοχές δωροδοκώντας έναν αξιωματούχο του σουλτάνου.194 Πιο κοντά στην πρωτεύουσα, κατέστρεψε (1092) τον ναύσταθμο που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι στην Κίο,195 έχτισε την Κιβωτό για να ελέγχει τις περιοχές του Κόλπου της Νικομήδειας,196 και ξαναπήρε τις σημαντικές περιοχές της Κυζίκου, του Ποιμανηνού και της Απολλωνιάδας.197 Πιο νότια, βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις άρχιζαν να μειώνουν τον ισχυρό Τζάχας.198 Απαλλαγμένος τώρα από τους Νορμανδούς και στρέφοντας τον ένα Τούρκο εμίρη εναντίον του άλλου, ο Αλέξιος ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει το τουρκικό πρόβλημα με πιο αποφασιστικό τρόπο, όταν έφτασαν νέα ότι λατινικοί στρατοί ξεκινούσαν για την Ανατολή.199 Κατά μία έννοια, ο συγχρονισμός των Σταυροφοριών ταίριαζε με τα τουρκικά σχέδια του Αλέξιου, γιατί αν τα λατινικά στρατεύματα μπορούσαν να ελεγχθούν, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στα σχέδιά του να ανακτήσει τις ανατολικές επαρχίες. Οι ιππότες της Πρώτης Σταυροφορίας ήσαν εκείνοι που οδήγησαν τους Σελτζούκους της Ανατολίας στην πρώτη τους μεγάλη υποχώρηση και επέτρεψαν στον Αλέξιο να ανακτήσει τη δυτική Ανατολία και να την επαναφέρει στην αυτοκρατορία. Το 1097 οι Τούρκοι ηττούνταν σε όλο το μήκος της Ανατολίας, εξαναγκαζόμενοι να αποσυρθούν από τη Νίκαια, το Δορύλαιον, την Αντιόχεια της Πισιδίας, το Ικόνιο, την Ηράκλεια, τις περιοχές της Καισάρειας, την Πλαστέντζα (Κόμανα), το Μαράς, την Ταρσό, τα Άδανα και τη Μοψουεστία (Μάμιστρα).200 Η Σταυροφορία του 1101 έφερε και πάλι στους Βυζαντινούς την κατοχή της σημαντικής πόλης της Άγκυρας και ενός τμήματος του ανατολικού υψιπέδου στα βόρεια.201 Στις πιο ανατολικές περιοχές του Ταύρου και του Αντιταύρου, η εμφάνιση των σταυροφόρων οδήγησε σε περαιτέρω αποδυνάμωση της τουρκικής εξουσίας, αλλά σε αυτές τις περιοχές αυτό λειτούργησε λιγότερο προς όφελος των Βυζαντινών και περισσότερο προς όφελος των Αρμενίων και των Λατίνων. Εκμεταλλευόμενος την εκδίωξη των Τούρκων από τη βορειοδυτική Ανατολία, ο Αλέξιος έστειλε κοινές ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις να απελευθερώσουν τη δυτική ακτή. Η Σμύρνη παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, μετά το οποίο οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Έφεσο. Οι βυζαντινές δυνάμεις προωθούνταν στην παρακείμενη ενδοχώρα και στο δυτικό άκρο του υψιπέδου, διώχνοντας τους Τούρκους από τις Σάρδεις, τη Φιλαδέλφεια, τη Λαοδίκεια, τη Λάμπη και το Πολύβοτον. Έτσι, όταν ο Αλέξιος ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1098 για να ενωθεί με τους σταυροφόρους στην Αντιόχεια, μπόρεσε να προχωρήσει μέχρι το Φιλομήλιον με σχετική ευκολία.202 Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι βυζαντινές χερσαίες και ναυτικές εκστρατείες ανέκτησαν τελικά τη νότια ακτή της Ανατολίας από τους Τούρκους και τους σταυροφόρους, με την ήττα του Βοημούνδου στην Ευρώπη να αποτελεί το κρίσιμο γεγονός σε αυτή τη φάση της βυζαντινής ανακατάκτησης. Στη συνθήκη του 1108 ο Αλέξιος έλαβε το θέμα Ποδανδού, την Ταρσό, τα Άδανα, τη Μοψουεστία (Μάμιστρα), την Ανάζαρβο και όλες τις πόλεις μεταξύ των ποταμών Κύδνου και Έρμου.203 Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, ο Αλέξιος μπόρεσε να σημειώσει σημαντική πρόοδο στις προσπάθειές του να επανεπιβάλει τη βυζαντινή εξουσία στη Μικρά Ασία. Οι επαρχίες Ανατολίας της αυτοκρατορίας περιλάμβαναν το 1118 την επαρχία Τραπεζούντας, όλα τα εδάφη στα δυτικά μιας γραμμής που διερχόταν από τη Σινώπη, τη Γάγγρα, την Άγκυρα, το Αμόριον και το Φιλομήλιον, καθώς και ολόκληρη τη νότια ακτογραμμή μέχρι το δουκάτο της Αντιόχειας.204

Είναι προφανές ότι ύστερα από μισό αιώνα αδιάλειπτου πολέμου και αναστάτωσης, οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει να κατακτήσουν ολόκληρη τη χερσόνησο της Ανατολίας. Αντίθετα, είχαν εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού υψιπέδου και των ανατολικών επαρχιών που οδηγούσαν στις περιοχές του [Ιρανικού] Αζερμπαϊτζάν και του Ευφράτη. Η βυζαντινή ανακατάκτηση είχε καταφέρει να απομακρύνει τους Τούρκους από όλες τις παράκτιες περιοχές και από το κρίσιμο δυτικό άκρο του ίδιου του υψιπέδου. Όμως αυτός ο μισός αιώνας είχε υπάρξει μάρτυρας ενός πολέμου, η ένταση του οποίου δεν είχε καταγραφεί στο παρελθόν στα χρονικά της χερσονήσου. Οι τουρκικές εισβολές είχαν θέσει τέρμα στον ενοποιημένο πολιτικό έλεγχο στην Ανατολία και συνεπώς τέλος σε σχετικά σταθερές πολιτικές συνθήκες. Αυτές οι εισβολές είχαν ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό ανεξάρτητων πολιτικών αρχών στο έδαφος της Ανατολίας, παράγοντα πρωταρχικής σημασίας για τον εκτουρκισμό και τον εξισλαμισμό της Ανατολίας, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Τα γεγονότα του επόμενου αιώνα συνέβαλαν στον καθορισμό της κατάρρευσης του Βυζαντίου στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και της διάβρωσης της πολιτικής βάσης του Ελληνισμού σε μεγάλα τμήματα της χερσονήσου, γιατί στον 12ο αιώνα τμήματα της Ανατολίας συνέχιζαν να αποτελούν τη χαοτική σκηνή ακατάπαυστου και συχνά άγριου πολέμου. Στα δυτικά της ορεινής άκρης του υψιπέδου της Ανατολίας οι Βυζαντινοί, οι Σελτζούκοι και οι Τουρκμένοι διεξήγαγαν αδυσώπητο και σκληρόν αγώνα κατά μήκος μιας γραμμής που εκτεινόταν από τον Σαγγάριο και το Δορύλαιον μέχρι το Κοτύαιον, Χώμα, Φιλομήλιον, Σωζόπολι και από τη Λαοδίκεια μέχρι την Αττάλεια. Σε μια σύγκρουση που δεν τηρούσε σκληρά και σταθερά σύνορα, οι Έλληνες έκαναν επιδρομές μέχρι το Ικόνιο, οι Τούρκοι και οι Τουρκμένοι μέχρι την ακτή του Αιγαίου. Στη βόρεια Μικρά Ασία, οι Έλληνες, οι Τούρκοι, οι Σελτζούκοι και οι Ντανισμέντ πολεμούσαν κατά μήκος ενός παρόμοια ρευστού συνόρου, μιας μεθορίου που περιστρεφόταν γύρω από τις πόλεις Κλαυδιούπολις, Δάδυβρα, Κασταμών, Γάγγρα, Παύρα, Αμάσεια, Κόμανα και Οινόη. Στην ανατολική Ανατολία (μια περιοχή που αν και έξω από το ελληνικό τμήμα της χερσονήσου, παρόλα αυτά θα ήταν η σκηνή γεγονότων που επηρέαζαν τη βυζαντινή θέση), Γεωργιανοί, Σαλτούκ του Ερζερούμ, Μενγκουτζέκ του Ερζιντζάν-Κολώνειας-Τεφρικής, Αρτούκ, Ντανισμέντ, Σαντάντ, Ζανγκ, σταυροφόροι, Αγιουβίδες, Τουρκμένοι, Αρμένιοι και Βυζαντινοί εξασφάλιζαν τις ίδιες συνθήκες: ότι στην περιοχή θα επικρατούσε σημαντική αναταραχή, αναστάτωση και ερήμωση. Στη νότια Ανατολία, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Λατίνοι, Κούρδοι και Άραβες έκαναν τις στρατιωτικές τους εμφανίσεις με υπνωτίζουσα μονοτονία.205

Τέτοιες ασταθείς συνθήκες ενθάρρυναν έντονες δυναστικές και αστικές διαμάχες, στο μέτρο που οποιοσδήποτε δυνητικός επαναστάτης μπορούσε συνήθως να βασίζεται στην υποστήριξη ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη της Ανατολίας. Η εξέγερση και η δυναστική διαμάχη έπλητταν Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους το ίδιο. Βυζαντινοί ηγεμόνες, Σελτζούκοι σουλτάνοι, Ντανισμέντ και Αρμένιοι γίνονταν συνηθισμένο θέαμα στις διάφορες αυλές της Ανατολίας, όπου περνούσαν τον χρόνο τους σχεδιάζοντας την ανατροπή των συγγενών τους με τη βοήθεια των δυνάμεων του εχθρού.

Αυτός ο πολλαπλασιασμός ανεξάρτητης πολιτικής εξουσίας και δυναστικής διαμάχης ευνοούσε αρχικά τα βυζαντινά σχέδια για την προώθηση της ανάκτησης της Ανατολίας, επιτρέποντας στους αυτοκράτορες να εκμεταλλεύονται την αντιπαλότητα των γιων του σουλτάνου Μασούντ και τη σύγκρουση μεταξύ Ντανισμέντ και Σελτζούκων. Ο Ιωάννης Κομνηνός (1118-43), λόγω της σχετικής αδυναμίας του σουλτάνου του Ικονίου, ήταν ελεύθερος να επικεντρώνει τις προσπάθειές του στους Ντανισμέντ στον βορρά και εναντίον των Κιλικίων Αρμενίων στον νότο. Το 1119, το 1120-21 και ξανά το 1124 ανέλαβε επιχειρήσεις στη δυτική Μικρά Ασία εναντίον των Τουρκμένων, οι οποίοι, παραβιάζοντας τη συνθήκη μεταξύ Αλέξιου Α’ και Τούρκων, είχαν καταλάβει τη Λαοδίκεια, τη Σωζόπολη, τους Ιερακορυφίτες και άλλες περιοχές κοντά στην Αττάλεια. Κατάφερε να διώξει τους Τουρκμένους από αυτές τις πόλεις και να στρατολογήσει αριθμό από αυτούς στους δικούς του στρατούς.206 Αλλά οι πιο σημαντικές εκστρατείες του ήσαν εκείνες που εξαπέλυσε εναντίον των Ντανισμέντ στον βορρά, σε εποχή που οι σχέσεις μεταξύ των Ντανισμέντ και του σουλτάνου της Κόνυα (Ικονίου) ήσαν εχθρικές. Σειρά εκστρατειών μεταξύ 1130 και 1135 επέτρεψε στον Ιωάννη Β’ να ανακτήσει τη Γάγγρα, την Κασταμώνα και αριθμό άλλων πόλεων και να υποτάξει διάφορους εμίρηδες.207 Κατά τη διάρκεια των ετών 1137 και 1138 ασχολήθηκε με την αποκατάσταση της τάξης στην Κιλικία, όπου ο Αρμένιος Λέων είχε πάρει πολλές πόλεις από τα χέρια των Ελλήνων. Εδώ πέτυχε τον στόχο του με συγκριτική ευκολία, καθώς η Μοψουεστία, η Ταρσός, τα Άδανα και η Ανάζαρβος αναγνώρισαν ξανά τη βυζαντινή εξουσία.208 Την εποχή της εκστρατείας του εναντίον της Νεοκαισάρειας το 1139-40, τα ελληνικά όπλα είχαν και πάλι καταστεί φόβητρο σε όλη την Ανατολία. Ο φόβος των μουσουλμάνων ηγεμόνων ήταν τέτοιος, που

όταν ο αυτοκράτορας άρχισε να επιτίθεται στη Νεοκαισάρεια, η οργή των Τούρκων εναντίον των χριστιανών αυξήθηκε σε όλα τα εδάφη που κατείχαν. Όποιον ανέφερε το όνομα του αυτοκράτορα, ακόμη και κατά λάθος, τον σκότωναν και έπαιρναν τα παιδιά του και το σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί έχασαν τη ζωή τους στη Μελιτηνή και σε άλλα εδάφη, μέχρι που ο αυτοκράτορας αναχώρησε ξαφνικά.209

Η εκστρατεία εναντίον της Νεοκαισάρειας απέτυχε, αλλά ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της επιχειρηθείσας βυζαντινής ανακατάκτησης της Μικράς Ασίας. Όμως αυτή η αποτυχία σύντομα αντισταθμίστηκε εν μέρει από τον θάνατο του Ντανισμέντ ηγεμόνα Μαλίκ Μουχάμαντ το 1142. Με τον θάνατό του η κληρονομιά των Ντανισμέντ χωρίστηκε σε τρία αμοιβαία εχθρικά και πολεμικά κράτη: του Γιαγιμπασάν που κυβερνούσε στη Σεβάστεια, του Δουλ-Νουν στην Καισάρεια, και του Άιν αλ-Ντάβλα στο Αλμπιστάν και τη Μελιτηνή. Αυτό ανακούφιζε τους Βυζαντινούς από την πίεση του ισχυρότερου τουρκικού κράτους στην Ανατολία, αλλά η αποσύνθεση της κυριαρχίας των Ντανισμέντ σύντομα θα αναστάτωνε την ισορροπία δυνάμεων υπέρ των Σελτζούκων του Ικονίου.210 Στην τελευταία του εκστρατεία στην Ανατολία (1142-43), αντικείμενο της οποίας ήταν η Αντιόχεια, ο Ιωάννης σταμάτησε καθ’ οδόν για να διώξει τους Τουρκμένους που πολιορκούσαν τη Σωζόπολη και για να κάνει την εμφάνισή του σε άλλες φρυγικές πόλεις, σε προσπάθεια ενίσχυσης της βυζαντινής εξουσίας στην περιοχή. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών της λίμνης Πουσγούση [λίμνη Μπεϋσεχίρ] που αναγνώριζαν τον σουλτάνο και που είχαν εγκαθιδρύσει ικανοποιητικό modus vivendi με τους Τούρκους αρνήθηκαν να υποδεχτούν τον αυτοκράτορα και ο Ιωάννης αναγκάστηκε να πάρει τα νησιά με τη βία.211

Βυζαντινή υποχώρηση (1143-1204)

Με τη διαίρεση της επικράτειας των Ντανισμέντ, το σουλτανάτο του Ικονίου αναδείχθηκε σταδιακά ως η μεγαλύτερη δύναμη στη Μικρά Ασία. Αυτή η υπεροχή του οίκου του Κουτλουμούς συνοδεύτηκε από αντίστοιχη παρακμή στις τύχες του Βυζαντίου στην Ανατολία. Η τελική αποτυχία των προσπαθειών των Βυζαντινών να ανακτήσουν την Ανατολία και η καθιέρωση των Σελτζούκων ως κυρίαρχης δύναμης στην Ανατολία συνέπεσε με τις βασιλείες του Μανουήλ Κομνηνού (1143-80) και του Κίλιτζ Β’ Αρσλάν (1155-92).212 Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας των δύο ανδρών δεν ήταν καθόλου εμφανές ότι αυτή θα ήταν η τελική έκβαση, γιατί με τον θάνατο του Μασούντ και την άνοδο του Κίλιτζ Αρσλάν στον θρόνο υπήρχε δυναστική διαμάχη, την οποία περιέπλεκε η παρέμβαση του Ντανισμέντ Γιαγιμπασάν.213 Ο Μανουήλ, έχοντας κληρονομήσει την κατάσταση στην Ανατολία από τον πατέρα του Ιωάννη, βρισκόταν σε πολύ πιο ισχυρή θέση, κατάσταση που αντικατοπτρίζεται στον επιτυχημένο χαρακτήρα των εκστρατειών και των πολιτικών του Μανουήλ, μέχρι την απόσπαση της προσοχής του και την απορρόφησή του σε ευρωπαϊκές υποθέσεις. Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα από την αρχική επιτυχία του να διώξει τους Τουρκμένους από τις περιοχές της Μελαγγείας και να ανοικοδομήσει τις οχυρώσεις με σκοπό να καταστούν ασφαλή από τις επιδρομές τους τα σύνορα της Βιθυνίας.214 Πολύ πιο θεαματική ήταν η εκστρατεία του 1146 όταν, ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατάληψης της πόλης Πρακάνα στην Κιλικία και των τουρκικών επιδρομών στο θέμα Θρακησίων, ο Μανουήλ αποφάσισε να επιτεθεί στο ίδιο το Ικόνιο. Νίκησε τις δυνάμεις του σουλτάνου διαδοχικά στο Ακροϊνόν, στον Καλογραίας Βουνό και στο Φιλομήλιον. Ο Μανουήλ έκαψε την τελευταία πόλη και απελευθέρωσε τους Έλληνες που κρατούνταν εκεί αιχμάλωτοι επί χρόνια. Στη συνέχεια οι αυτοκρατορικοί στρατοί βάδισαν προς την ίδια την πρωτεύουσα των Σελτζούκων, όπου βεβήλωσαν τα μουσουλμανικά κοιμητήρια έξω από τα τείχη. Όμως η άφιξη μουσουλμανικών ενισχύσεων από τους Ντανισμέντ ανάγκασε τον Μανουήλ να άρει την πολιορκία και να αποσυρθεί στο Χώμα μέσω του δρόμου κατά μήκος της λίμνης Πουσγούση [λίμνη Μπέϋσεχιρ]. Καθώς το Χώμα θεωρούνταν ότι βρισκόταν αρκετά μέσα από τα βυζαντινά σύνορα, ο Μανουήλ εξεπλάγη από την απροειδοποίητη παρουσία των σκηνών των Τουρκμένων κάποιου Ράμα. Τους κυνήγησαν και ο Μανουήλ έφτασε στη Βιθυνία, εγκατέστησε τους Έλληνες από το Φιλομήλιον και έχτισε το φρούριο των Πυλών. Όταν πλησίαζε η Δεύτερη Σταυροφορία, ο Μανουήλ και ο Μασούντ συνήψαν συνθήκη (1147) με την οποία η Πρακάνα και άλλα μέρη επέστρεφαν στους Βυζαντινούς.215

Οι σταυροφόροι βρήκαν την Ανατολία δύσκολο έδαφος, παρά την πρόσφατη κατάκτηση της Μελαγγείας από τον Μανουήλ. Παρόλο που ο Κόνραντ και οι Γερμανοί μπόρεσαν να προχωρήσουν μέχρι τη Μελάγγεια χωρίς περιστατικό από τους Τούρκους, ηττήθηκαν στον Βαθύ από τον Τούρκο αρχηγό Μαμπλάνη και τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στη Νίκαια. Ο Λουδοβίκος Ζ’ οδήγησε τους Γάλλους από πιο δυτική διαδρομή προς την Αττάλεια και έτσι απέφυγε αυτές τις πιο επικίνδυνες περιοχές. Όμως, καθώς έμπαιναν στην κοιλάδα του Μαιάνδρου και προχωρούσαν προς τη Λαοδίκεια, παρενοχλήθηκαν σοβαρά από τους Τούρκους, ενώ η ίδια η Αττάλεια είχε εχθρικούς Τουρκμένους στα περίχωρα.216

Σε άλλη περιοχή, ο Αρμένιος Τόρος είχε αρχίσει να εισέρχεται στις πόλεις που κατείχαν οι Βυζαντινοί στην Κιλικία, έχοντας πετύχει στην Ταρσό και τη Μοψουεστία το 1152. Ο Μασούντ, με την προτροπή του Μανουήλ, εισέβαλε στην Κιλικία και επιτέθηκε στον Τόρος το 1153 και ξανά το 1154 αλλά νικήθηκε, ενώ με τον θάνατο του Μασούντ το 1155, ο Τόρος ελευθερώθηκε από εκείνη την κατεύθυνση. Ο διάδοχος του Μασούντ, ο Κίλιτζ Αρσλάν, προχώρησε μέχρι να πάρει τις πόλεις Πούνουρα και Σίβυλα από τους Βυζαντινούς το 1157,217 αλλά με την ειρήνη μεταξύ Μανουήλ και Κίλιτζ Αρσλάν το 1158, ο αυτοκράτορας στράφηκε προς την Κιλικία για να διευθετήσει τους λογαριασμούς του με τον Τόρος. Η ανατολική πορεία του αυτοκράτορα εκείνη τη χρονιά υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένη. Καθ’ οδόν νίκησε τους Τουρκμένους στη Μικρή Φρυγία, και φτάνοντας στην Κιλικία κατέλαβε τις πόλεις Κίστραμον, Ανάζαρβο, Λογγινιάδα, Ταρσό και Τίλι. 218

Παρά τη συνθήκη του 1158, από το 1159 μέχρι το 1161 ο Μανουήλ βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Τουρκμένων στη δυτική Μικρά Ασία. Κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Κιλικία και τη Συρία ο στρατός του Μανουήλ είχε δεχτεί επίθεση από τους Τουρκμένους στην περιοχή του Δορυλαίου και είναι αναμφίβολο αν αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο εμφανίστηκε στις κοιλάδες των ποταμών Τέμβρις και Βαθύς κοντά στο Κοτύαιον το 1159, διώχνοντας μεγάλους αριθμούς νομάδων με τα ζώα τους.219 Το 1160-61 ξεκινώντας από τη Φιλαδέλφεια λεηλάτησε τις περιοχές Σαράπατα Μύλωνος, περιοχές που θεωρούνταν επικράτεια του εμίρη Σολυμά. Αλλά η εκστρατεία του πρέπει να υπήρξε αναποτελεσματική, γιατί όταν αποσύρθηκε, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή του αποσυρόμενου στρατού, κατέλαβαν την πόλη του Φιλητά και σκότωσαν και υποδούλωσαν μεγάλο αριθμό κατοίκων της Λαοδίκειας.220 Στα τέλη του 1161, αφού υπέστη ήττα από άλλον βυζαντινό στρατό, ο Κίλιτζ Αρσλάν συνήψε και πάλι ειρηνευτική συνθήκη με τον Μανουήλ. Στον βαθμό που οι Βυζαντινοί υποστήριζαν ενεργά τις μηχανορραφίες των εχθρών του και καθώς ο Κίλιτζ Αρσλάν είχε υποστεί ήττα από τον Γιαγιμπασάν το 1160 και αναγκαστεί να εγκαταλείψει το Αλμπιστάν, ο σουλτάνος δεν αισθανόταν ιδιαίτερα ασφαλής με τη νέα βυζαντινή συνθήκη του 1161. Γι’ αυτόν τον λόγο έκανε το 1162 το περίφημο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον υποδέχθηκε πλούσια ο Μανουήλ και εδώ κατάφερε να τερματίσει τις βυζαντινές διπλωματικές μηχανορραφίες.221 Αυτή η χρονολογία σηματοδοτεί το σημείο καμπής στην άνοδο της τύχης του Κίλιτζ Αρσλάν και την αντιστροφή της επιτυχίας των Βυζαντινών στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, γιατί ο Μανουήλ, έχοντας ψευδή αίσθηση ασφάλειας, άρχισε να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις δυτικές υποθέσεις, με επακόλουθη παραμέληση του τουρκικού προβλήματος. Ο Κίλιτζ Αρσλάν έμεινε ελεύθερος να ασχοληθεί με τον αδελφό του Σαχινσάχ και με τους Ντανισμέντ. Ο θάνατος του τελευταίου ικανού Ντανισμέντ, του Γιαγιμπασάν, το 1164, διευκόλυνε περαιτέρω το έργο του και ενθάρρυνε τον σουλτάνο να κατακτήσει τις περιοχές Αλμπιστάν, Ντάρεντε, Γκεντούκ και τον ποταμό Τόχμα το 1165. Τέσσερα χρόνια αργότερα πήρε την Καισάρεια, τη Τζαμανδό, την Άγκυρα και τη Γάγγρα.222 Χάρη στις μηχανορραφίες του Νουρ αλ-Ντιν οι Ντανισμέντ σώθηκαν προσωρινά, αλλά με τον θάνατο του τελευταίου το 1174, ο Κίλιτζ Αρσλάν απελευθερώθηκε από τον τελευταίο ισχυρό αντίπαλό του στα ανατολικά. Ένα χρόνο αργότερα, το 1175, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα εδάφη των Ντανισμέντ, όπως η Σεβάστεια, η Νεοκαισάρεια, η Δοκεία και τα Κόμανα, έπεσαν στον Κίλιτζ Αρσλάν,223 ο οποίος κατέλαβε και τη Μελιτηνή δύο χρόνια αργότερα. Όλα αυτά, φυσικά, σήμαιναν τρομερή αύξηση της δύναμης των Σελτζούκων και λογική αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στην Ανατολία.

Οι πηγές δεν λένε πολλά για τα γεγονότα στα τουρκο-βυζαντινά σύνορα κατά την περίοδο αυτή μεταξύ 1162 και 1174. Αναφέρεται η εμφάνιση των Τούρκων νομάδων στις πόλεις της φρυγικής Πεντάπολης σε αναζήτηση βοσκοτόπων για τα ζώα τους, αλλά προφανώς ο αυτοκράτορας τους έδιωξε.224 Την ίδια περίοδο οι Τούρκοι άλωσαν τη Λαοδίκεια και πήραν μαζί τους πολλούς από τους κατοίκους και τα ζώα.225 Η πιο σημαντική ενέργεια του αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια αυτού του διαλείμματος ήταν η οχύρωση των περιφερειών Περγάμου, Αδραμυττίου και Χλιαρών, προκειμένου να κρατηθούν έξω οι Τούρκοι επιδρομείς και να προστατευτούν τα χωριά και οι αγροτικοί πληθυσμοί.226 Όμως ο Μανουήλ, όταν απαγκιστρώθηκε από τα μεγαλοπρεπή δυτικά του σχέδια, σύντομα συνειδητοποίησε ότι η πολιτική εικόνα στην Ανατολία είχε αλλάξει σημαντικά και έτσι αποφάσισε να κάνει σαφή προσπάθεια για τη συγκράτηση του Κίλιτζ Αρσλάν. Ο τελευταίος, καθυστερώντας για κάποιο διάστημα, ενημέρωσε τον Μανουήλ ότι θα του παρέδιδε αριθμό πόλεων, αν ο αυτοκράτορας έστελνε στρατό για να τις καταλάβει. Ο σουλτάνος όμως απασχόλησε αυτούς τους στρατιώτες για εντελώς διαφορετικό σκοπό, χρησιμοποιώντας τους για να υποτάξει πόλεις που είχαν προηγουμένως αντισταθεί σε αυτόν. Ταυτόχρονα η πόλη της Αμάσειας, που παλαιότερα την κατείχε ο Σαχινσάχ και προφανώς ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει την εξουσία του αυτοκράτορα, αναγκάστηκε να δεχτεί τη φρουρά του Κίλιτζ Αρσλάν.227 Ο Μανουήλ είχε προηγουμένως αποφασίσει να απομακρύνει τους Τουρκμένους από τις περιοχές του Δορυλαίου, λόγω των συνεχών επιδρομών τους και της καταστροφής βυζαντινών εδαφών. Το Δορύλαιον ήταν κατά τον 10ο και 11ο αιώνα ένα από τα σημαντικότερα και πιο ακμάζοντα αστικά κέντρα της Ανατολίας, αλλά οι Τουρκμένοι το είχαν ισοπεδώσει και είχαν προκαλέσει την εγκατάλειψη και ερήμωσή του. Όταν ο Μανουήλ εμφανίστηκε στην περιοχή, έδιωξε τους νομάδες και ξανάχτισε τις οχυρώσεις και την πόλη το 1175-76. Πιο πέρα προς τα νότια ξανάχτισε το φρούριο Χώμα-Σουβλαίον.228

Το 1176 ο Μανουήλ αποφάσισε να θέσει τέρμα στην εξουσία του σουλτανάτου παίρνοντας το Ικόνιο και συλλαμβάνοντας τον σουλτάνο, και για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, ιδιαίτερα Λατίνων και Ούζων από τις περιοχές του Δούναβη. Έστειλε μια δύναμη υπό τον ανιψιό του Ανδρόνικο Βατάτζη να πάρει τη Νεοκαισάρεια και ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήρε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού προς τον νότο. Προχώρησε στο Ικόνιο μέσω Φρυγίας και Λαοδικείας, σταματώντας στις Χωνές για να επισκεφθεί την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και στη συνέχεια προχώρησε στη Λάμπη και τις Κελαινές-Απάμεια όπου πηγάζει ο ποταμός Μαίανδρος. Από εκεί προχώρησε στο πρόσφατα ανακαινισμένο φρούριο Χώμα-Σουβλαίον και τελικά στο εγκαταλειμμένο φρούριο του Μυριοκέφαλου. Η πρόοδος του αυτοκράτορα ήταν μεθοδική αλλά πολύ αργή, καθώς υπήρχε μεγάλη ομάδα άοπλων ανδρών απασχολούμενων με τον τεράστιο συρμό αποσκευών. Η βραδύτητα είχε επιβληθεί από την εμφάνιση των Τουρκμένων, «πολυάριθμων όπως οι ακρίδες»,229 που καταλάβαιναν ότι ο αυτοκράτορας είχε έρθει για να τους διώξει από τους τόπους κατοικίας τους. Οι νομάδες παρενοχλούσαν τον στρατό σε ομάδες των 5.000 έως 10.000, ενώ την παραμονή της μάχης περίπου 50.000 από αυτούς λεηλάτησαν το στρατόπεδο του αυτοκράτορα.230 Ο σουλτάνος είχε κάνει σημαντικές προετοιμασίες για τη σύγκρουση, προσλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Τούρκων από τις περιοχές της Μεσοποταμίας και από τις περιοχές πιο πέρα στα ανατολικά.231 Καθώς ο βυζαντινός στρατός είχε προχωρήσει, ο σουλτάνος είχε υποχωρήσει και καψαλίσει τη γη, καίγοντας τα χωριά και τις χλοώδεις πεδιάδες και καταστρέφοντας οτιδήποτε μπορούσε να είναι χρήσιμο για τον προελαύνοντα βυζαντινό στρατό. Όλα τα πηγάδια, οι δεξαμενές και οι πηγές ήσαν μολυσμένα με τα πτώματα νεκρών γαϊδάρων και σκύλων, έτσι ώστε ακόμη και πριν να γίνει η μάχη, να έχει εξαπλωθεί δυσεντερία σε ολόκληρο τον αυτοκρατορικό στρατό.232

Παρά το γεγονός ότι ο σουλτάνος φαινόταν να βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς, έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα ζητώντας ειρήνη. Ο Μανουήλ, αγνοώντας τις δυσκολίες του στρατού και τις έντονες αντιρρήσεις των πιο έμπειρων στρατηγών του, απέρριψε τις προσφορές ειρήνης. Μετά την άρνηση του αυτοκράτορα, ο σουλτάνος κατέλαβε το πέρασμα του Τζιβρίτζη, στο οποίο επρόκειτο να εισέλθουν οι Έλληνες καθώς έφευγαν από το Μυριοκέφαλον. Η μάχη που ακολούθησε στο δύσκολο ορεινό πέρασμα υπήρξε καταστροφή, σχεδόν του μεγέθους του Μαντζικέρτ. Παγιδευμένος και περιτριγυρισμένος από τους Τούρκους στα στενά, ο βυζαντινός στρατός υπέστη τρομερή σφαγή. Μια άγρια αμμοθύελλα έκρυβε τόσο τα γεγονότα, που Έλληνες και Τούρκοι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον φίλο από τον εχθρό, με αποτέλεσμα να σκοτώνουν αδιάκριτα. Μέχρι το βράδυ, με την υποχώρηση της θύελλας, έγινε προφανές ότι οι Τούρκοι είχαν το πάνω χέρι. Τα βυζαντινά στρατεύματα αποθαρρύνθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της νύχτας από τους Τούρκους που έρχονταν κοντά στο στρατόπεδο και καλούσαν τους χριστιανούς Τούρκους να εγκαταλείψουν τον αυτοκράτορα, πριν ήταν πολύ αργά.233 Η κατάσταση του στρατού ήταν τέτοια, που ο Μανουήλ σκεφτόταν σοβαρά τη μυστική φυγή και την εγκατάλειψη όλων των στρατευμάτων του στο έλεος του εχθρού. Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Κίλιτζ Αρσλάν ζήτησε διακοπή της μάχης, στέλνοντας έναν από τους αξιωματούχους του, τον Γαβρά, να προσφέρει όρους ειρήνης στον αυτοκράτορα. Οι κυριότερες απαιτήσεις ήταν να καταστραφούν οι νεόκτιστες οχυρώσεις του Δoρυλαίου και του Χώματος-Σουβλαίου.234 Σίγουρα η συμπεριφορά του σουλτάνου είναι ασυμβίβαστη με τη φύση της νίκης του, αλλά ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει δύο γεγονότα, που ίσως είχαν σχέση με την απόφαση να προσφερθούν όροι στον αυτοκράτορα. Αναφέρει ότι οι σύμβουλοι του σουλτάνου πληρώνονταν από τον αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης και ότι εκείνοι έπεισαν τον σουλτάνο να προτείνει όρους ειρήνης.235 Μετά τη σύναψη της συνθήκης, όταν οι Έλληνες άρχιζαν να αποσύρονται, έβλεπαν τις στρατιές των σκοτωμένων, και παρόλο που οι Τούρκοι είχαν κερδίσει τη νίκη, ήταν προφανές ότι οι αριθμοί εκείνων που είχαν πέσει ήσαν μεγάλοι και από τις δύο πλευρές. Καθώς οι στρατιώτες του αυτοκράτορα αποσύρονταν, έβλεπαν ότι είχε αφαιρεθεί το δέρμα από τα κεφάλια των σκοτωμένων και ότι από πολλά από τα θύματα είχαν κοπεί τα γεννητικά όργανα. Οι Τούρκοι το είχαν κάνει αυτό, ώστε να μην είναι δυνατό να διακρίνονται τα χριστιανικά από τα μουσουλμανικά πτώματα και έτσι να επισκιάζονται οι βαριές απώλειες των Τούρκων.236 Τελικά, παρά την καταστροφική φύση της βυζαντινής ήττας, πολλά τμήματα του στρατού και οι διοικητές τους κατάφεραν να ξανασυγκεντρωθούν γύρω από τον αυτοκράτορα. Ίσως ένας συνδυασμός αυτών των λόγων, καθώς και άλλων, ήταν εκείνος που οδήγησε τον σουλτάνο να προσφέρει ειρήνη, ενέργεια για την οποία μετάνιωσε μετά. Όταν ο Μανουήλ υποχωρούσε, οι Τουρκμένοι άρχιζαν να παρενοχλούν τον στρατό του και να επιτίθενται στην ύπαιθρο σε μικρές ομάδες, παίρνοντας λεία και σφάζοντας τους περιπλανώμενους λιποτάκτες και τους τραυματίες. Ο αυτοκράτορας διαμαρτυρήθηκε για την παραβίαση της συνθήκης, αλλά ο Κίλιτζ Αρσλάν απάντησε ότι οι Τουρκμένοι ήσαν ανεξάρτητοι από αυτόν και ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να τους ελέγξει. Οι ηττημένοι δεν μπορούσαν να χαλαρώσουν την επαγρύπνησή τους, μέχρι που έφτασαν στις Χωνές, με ασφάλεια εντός της βυζαντινής επικράτειας.237

Αυτή η μάχη ήταν το μοναδικό πιο σημαντικό γεγονός που συνέβη στο έδαφος της Ανατολίας από το Μαντζικέρτ (1071), και σήμαινε το τέλος των βυζαντινών σχεδίων για την ανακατάκτηση της Μικράς Ασίας. Η αυτοκρατορία υπέστη οξεία ήττα και σοβαρές απώλειες στην πολεμική της δύναμη, τη στιγμή που βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Τα γεγονότα του 1176 πρέπει επίσης να είχαν μεγάλη αποθαρρυντική επίδραση όχι μόνο στον αυτοκράτορα αλλά, πιο σημαντικό, στους Έλληνες κατοίκους των περιοχών της Ανατολίας, τις οποίες εξακολουθούσε να κατέχει η αυτοκρατορία. Η τελευταία ελπίδα για την απομάκρυνση της τουρκικής εξουσίας είχε γίνει καπνός. Το γεγονός ότι αυτή η στρατιωτική δράση του 1176 είχε πραγματοποιηθεί τόσες εκατοντάδες μίλια δυτικά του Μαντζικέρτ αποτελούσε σαφή απόδειξη της μεγάλης ανάπτυξης της τουρκικής δύναμης στη Μικρά Ασία. Λόγω της απασχόλησης του Μανουήλ με τη Δύση, που συνοδευόταν από την παραμέληση των τουρκικών υποθέσεων, ο Κίλιτζ Αρσλάν είχε το χρόνο και την ευκαιρία να απομακρύνει τους αντιπάλους του και να εδραιώσει το βασίλειό του. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η συμβολή των φυλών Τουρκμένων σε αυτή τη νίκη το 1176, φαίνεται ασφαλές να υποθέσουμε ότι η παρουσία μεγάλων αριθμών νομάδων στην παραμεθόρια περιοχή χρησίμευσε για να απορροφηθεί το σοκ της βυζαντινής επίθεσης και να εξαντληθούν οι χριστιανικοί στρατοί πριν από την επαφή τους με τις δυνάμεις του σουλτάνου.

Τα υπόλοιπα τρία χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ (1177-80) είδαν μια εντατικοποίηση των τουρκικών επιδρομών σε βυζαντινό έδαφος κατά μήκος των συνόρων από τη βόρεια Βιθυνία μέχρι τις περιοχές του Μαιάνδρου. Καθώς ο Μανουήλ αρνιόταν να καταστρέψει τις οχυρώσεις του Δορυλαίου, ο σουλτάνος έστειλε τον Αταμπέγκ με στρατό 24.000 ανδρών για να επιτεθεί στα χριστιανικά εδάφη. Οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ξαφνικά στην κοιλάδα του Μαιάνδρου και άλωσαν τις Τράλλεις, την Αντιόχεια Φρυγίας, τα Λούμα, τον Πεντάχειρα, καθώς και άλλες πόλεις. Βρίσκοντας λίγη αντίσταση, οι εισβολείς στράφηκαν στις παράκτιες περιοχές, τις οποίες λεηλάτησαν επίσης. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν εγκαίρως για να επιτεθούν στους Τούρκους καθώς διέσχιζαν τον Μαίανδρο και τον Λειμμόχειρα και κατέστρεψαν τους περισσότερους.238 Σε δύο άλλες περιπτώσεις ο ίδιος ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε με τον στρατό σε ανεπιτυχείς προσπάθειες να διώξει τους Τουρκμένους από τις περιοχές Πανασίου, Λακερίου και Χάρακα (μεταξύ Λάμπης και Γραός Γάλακτος). 239 Στη βόρεια Βιθυνία, ο αυτοκράτορας έσωσε την πόλη της Κλαυδιουπόλεως, πολιορκούμενη και υποφέρουσα από λιμό, από σχεδόν σίγουρη κατάληψη από τους Τουρκμένους.240 Αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά δείχνουν ότι οι νομαδικοί άνθρωποι των φυλών στα σύνορα είχαν επωφεληθεί από τη μάχη του Μυριοκέφαλου για να ωθήσουν τις κινήσεις και τις λεηλασίες τους βαθύτερα στο βυζαντινό έδαφος. Ο ίδιος ο σουλτάνος, απαλλαγμένος από τη βυζαντινή απειλή, στράφηκε προς τα ανατολικά, πήρε το 1177 τη Μελιτηνή, το τελευταίο σημαντικό ίχνος της κληρονομιάς των Ντανισμέντ, και λίγο αργότερα κατέστρεψε τα τείχη του Καϊσούμ, μεταφέροντας τους κατοίκους του στην αιχμαλωσία.241

Το ένα τέταρτο αιώνα που μεσολαβεί μεταξύ του θανάτου του Μανουήλ το 1180 και της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους το 1204, υπήρξε μάρτυρας μιας ταχείας αποσύνθεσης της κεντρικής αρχής στις υπόλοιπες επαρχίες της Ανατολίας και αντίστοιχα μεγαλύτερης δραστηριότητας των τουρκικών φυλών. Καθώς η αυτοκρατορία τραβιόταν αναπόσπαστα στη ρουφήχτρα των βαλκανικών και ιταλικών υποθέσεων, ο έλεγχος των περιοχών της Ανατολίας ξεγλιστρούσε από τα χέρια των αυτοκρατόρων. Εξεγέρσεις ξεφύτρωναν σε όλο το πλάτος και μήκος της εν λόγω περιοχής, και υποστηρίζονταν αρκετά συχνά από Τουρκμένους στρατιώτες που έρχονταν για λεηλασίες. Λόγω της τουρκικής υποστήριξης που έπαιρναν οι αντάρτες και επειδή μπορούσαν εύκολα να αναζητούν καταφύγιο στο έδαφος του εχθρού, η αδύναμη κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να προστατεύσει τους υπηκόους της στην περιοχή από αυτά τα επαναστατικά στοιχεία. Οι συχνότερες αλλαγές στον θρόνο επέτρεπαν επίσης στους σουλτάνους να εκμεταλλεύονται αυτές τις κρίσιμες στιγμές, για να επιτεθούν και να κατακτήσουν κομμάτια των συνόρων.

Μετά τον θάνατο του Μανουήλ (1180), οι στρατοί του Κίλιτζ Αρσλάν κατέλαβαν τη Σωζόπολη, καταστρέφοντας και υποτάσσοντας τα γύρω χωριά. Στον βορρά αλώθηκε το Κοτύαιον και στην άλλη άκρο η Αττάλεια υποβαλλόταν σε μακρά επίπονη πολιορκία.242 Όταν το 1182 ο Ανδρόνικος Κομνηνός ξεκίνησε από την Οινόη στον Εύξεινο Πόντο για να διεκδικήσει τον θρόνο στην Κωνσταντινούπολη, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Παφλαγονίας, της Νικαίας και του θέματος Θρακησίων αποσύρθηκαν από τα σύνορα και χρησιμοποιήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο. Το κέντρο της αντίστασης στον Ανδρόνικο ήταν η πόλη της Φιλαδέλφειας υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κομνηνού Βατάτζη. Μέχρι την ήττα του τελευταίου, οι πόλεις της βυζαντινής Ασίας είχαν παγιδευτεί σε εμφύλιο πόλεμο, που αποδείχθηκε τόσο καταστροφικός όσο και οι καταστροφές του εχθρού.243 Ύστερα από την άνοδο του Ανδρόνικου στον θρόνο και ως αποτέλεσμα των μέτρων του εναντίον της αριστοκρατίας, ξέσπασε και πάλι εξέγερση στη Μικρά Ασία (1184) με επίκεντρο τις πόλεις Λοπάδιον, Νίκαια και Προύσα. Οι εξεγερμένοι έδωσαν αποφασιστική πάλη, καλώντας τους Τούρκους να τους βοηθήσουν, με αποτέλεσμα, μετά την ήττα τους, να υποβάλει ο Ανδρόνικος τις πόλεις σε άγρια αντίποινα.244 Η ανυπακοή των επαρχιακών αξιωματούχων έπαιρνε ανησυχητική στροφή το ίδιο έτος, όταν ο Ισαάκιος, ο κυβερνήτης της Ταρσού, εξεγειρόταν και εγκαθίστατο ανεξάρτητος στην Κύπρο.245

Το χάος στις βυζαντινές περιοχές της Μικράς Ασίας αυξανόταν σημαντικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ισαάκιου Β’ Άγγελου (1185-95). Με την αλλαγή στη διαδοχή, και καθώς οι στρατιώτες μεγάλου μέρους του θέματος Θρακησίων είχαν περάσει στην Ευρώπη, ο Κίλιτζ Αρσλάν έστειλε τον εμίρη Σάμε να εισβάλει στο έδαφος της αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, μπήκαν στις περιοχές του Κελβιανού και πήραν φεύγοντας μεγάλο αριθμό κατοίκων και ζώων.246 Λίγα χρόνια αργότερα (1188-89), ο Θεόδωρος Μαγκαφάς της Φιλαδέλφειας εξεγέρθηκε και ξεσήκωσε μαζί του τις πόλεις της Λυδίας,247 ενώ παρόλο που δύο εκστρατείες κατόρθωσαν τελικά να καταστείλουν την εξέγερση, ο Μαγκαφάς μπόρεσε να αποδράσει στην αυλή του Γκιγιαζεντίν Καϋχοσρόϋ Α’. Ο τελευταίος αρνήθηκε να εφοδιάσει τον αντάρτη με στρατό, αλλά του έδωσε την άδεια να στρατολογήσει οπαδούς από εκείνους τους τολμηρούς Τούρκους (Τουρκμένους χωρίς αμφιβολία) που ενδιαφέρονταν για λεία και επιδρομές. Έχοντας έτσι συγκεντρώσει αρκετά μεγάλη δύναμη, ο Έλληνας στασιαστής επέστρεψε στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας, καταστρέφοντας τους αγροτικούς πληθυσμούς και τα ζώα τους. Η Λαοδίκεια και οι περιοχές της Καρίας λεηλατήθηκαν ομοίως, ενώ στις Χωνές τα αλώνια με τη συγκομιδή της εποχής παραδόθηκαν στις φλόγες, όπως και η υπέροχη εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Από εκεί υποχώρησε στο Ικόνιο, πόλη από την οποία ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε τελικά να αγοράσει τον αντάρτη.248 Ένα νέο στοιχείο σύγχυσης εμφανίστηκε με την πορεία των Γερμανών σταυροφόρων υπό τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα. Η Φιλαδέλφεια έγινε σκηνή σύγκρουσης μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων, ενώ οι Γερμανοί, όταν βρίσκονταν σε τουρκική επικράτεια, έπρεπε να πολεμούν τους Τουρκμένους των παραμεθόριων περιοχών και τελικά τις δυνάμεις του σουλτάνου. Το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών που αντιμετώπισε ο Μπαρμπαρόσσα κατά τη διάρκεια της πορείας του από Λαοδίκεια-Ικόνιο προς Λάρανδα και Κιλικία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις φυλές Τουρκμένων.249

Η ήττα των Τούρκων από τους σταυροφόρους και η διαίρεση των εδαφών του σουλτάνου μεταξύ των έντεκα κληρονόμων του λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του το 1192 επέτρεψαν στον Ισαάκιο Άγγελο να αναλάβει κάποιες μετριοπαθείς ενέργειες εναντίον του εχθρού. Μπόρεσε να τους διώξει από τμήματα της βορειοδυτικής Ανατολίας και στη συνέχεια έχτισε το φρούριο του Αγγελόκαστρου για να αποτρέπει περαιτέρω εισχωρήσεις φυλών. Στον νότο τα μοναστηριακά έγγραφα καταγράφουν ότι ο αυτοκράτορας αποκατέστησε κάποια τάξη και ευημερία στα μοναστηριακά ιδρύματα στο όρος Λάτρος στο θέμα των Μυλάσων και στο Μελανούδιον ύστερα από την καταστροφή τους από τους Τούρκους.250 Αν οι νίκες του Μπαρμπαρόσσα και οι διαμάχες των διαδόχων του Κίλιτζ Αρσλάν έδιναν στους Έλληνες μια προσωρινή ανάπαυλα από τις τουρκικές επιδρομές, δεν υπήρχε παύση στις εξεγέρσεις των φιλόδοξων. Την ίδια χρονιά που πέθανε ο Κίλιτζ Αρσλάν ξέσπασαν εξεγέρσεις στις περιοχές του ποταμού Μαιάνδρου, στην Παφλαγονία και στη Βιθυνία. Η πιο εντυπωσιακή από αυτές τις εξεγέρσεις ήταν εκείνη του Ψευδοαλέξιου, που έλαβε επιστολή από τον σουλτάνο του Ικονίου η οποία του επέτρεπε, μαζί με έναν Λατίνο από την πολίχνη Άρμαλα του Μαιάνδρου, να συγκεντρώσει 8.000 Τουρκμένους από τις φυλές υπό τον Αρσάνη. Αυτοί οι νομάδες, συνηθισμένοι σε επιδρομές στα εδάφη των χριστιανών, προχώρησαν σε επιδρομή σχεδόν σε όλο το μήκος του Μαιάνδρου αφού πρώτα άλωσαν τις περιοχές των Χωνών και ολοκλήρωσαν την καταστροφή της μεγάλης εκκλησίας της συντρίβοντας τα ψηφιδωτά και τον βωμό. Ορισμένες από τις πόλεις της κοιλάδας του Μαιάνδρου παραδόθηκαν στους εισβολείς, αλλά άλλες αντιστάθηκαν και έτσι καταστράφηκαν, ενώ εξαιτίας της καταστροφής των συγκομιδών και των αλωνιών ο Ψευδοαλέξιος ονομάστηκε καυσαλώνης. Η εξέγερση τερματίστηκε με τον θάνατο του αντάρτη από έναν ιερέα στην πόλη Πίσσα.251

Η εξέγερση ενός δεύτερου Ψευδοαλέξιου έριξε τις περιοχές της Παφλαγονίας σε αναταραχή, ενώ εκείνη του Βασίλειου Χορτάτζη στην Ταρσία κοντά στη Νικομήδεια βύθισε και πάλι τη Βιθυνία στο χάος. Υπήρχαν πολλοί άλλοι στασιαστές που έκαναν τότε την εμφάνισή τους, αλλά οι χρονικογράφοι, κουρασμένοι από την απαρίθμηση τέτοιων γεγονότων, τους προσπερνούν με πολύ λίγες λέξεις.252 Η τουρκική προέλαση πρέπει να ήταν αρκετά έντονη, αν πιστέψουμε μια επιστολή που έστειλε ο Κίλιτζ Αρσλάν στον Μιχαήλ Σύριο. Σύμφωνα με το περιεχόμενό της, ο σουλτάνος είχε πάρει εβδομηνταδύο τόπους από τους Έλληνες από την αρχή της βασιλείας του Ισαάκιου (1185).253

Αυτό το σχέδιο εξεγέρσεων, επιδρομών Τουρκμένων και επιδρομών από τους σουλτάνους επικράτησε για την επόμενη δεκαετία. Ένας τρίτος Ψευδοαλέξιος εμφανίστηκε στο πλευρό του εμίρη της Άγκυρας και στη συνέχεια προχώρησε να υποτάξει τα φρούρια στις περιοχές βόρεια εκείνης της πόλης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διεξήγαγε δίμηνη εκστρατεία, και καθώς δεν μπορούσε να συλλάβει τον στασιαστή, έκαιγε και κατέστρεφε εκείνα τα φρούρια που συνέχιζαν να βοηθούν τον Ψευδοαλέξιο.254 Ο εμίρης της Άγκυρας, που επωφελήθηκε από τη συγχυσμένη κατάσταση, πολιόρκησε την πόλη της Δάδυβρας για τέσσερις μήνες και τελικά την ανάγκασε να παραδοθεί το 1196. Με τους όρους της παράδοσης, οι Έλληνες κάτοικοι υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν την πόλη και αντικαταστάθηκαν από μουσουλμάνους αποίκους.255

Ένα χρόνο αργότερα οι σχέσεις μεταξύ Ικονίου και Κωνσταντινούπολης έγιναν τόσο άσχημες που ο Καϋχοσρόϋ εισέβαλε στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου, λεηλάτησε πολλές από τις πόλεις και πήρε αιχμάλωτο ολόκληρο τον πληθυσμό της Καρίας και του Ταντάλου (5.000 συνολικά). Θα είχε πάρει επίσης την Αντιόχεια της Φρυγίας, καθώς της επιτέθηκε τη νύχτα. Συνέβη όμως ένας πρόκριτος της πόλης να γιορτάζει τον γάμο της κόρης του και οι θόρυβοι από τα κύμβαλα, τα τύμπανα και το τραγούδι έκαναν τέτοια φασαρία, που ο σουλτάνος τη θεώρησε πολεμική μουσική του αμυνόμενου στρατού και έτσι αποσύρθηκε στο Φιλομήλιον όπου επανεγκατέστησε τους 5.000 Έλληνες αιχμαλώτους.256 Ο αυτοκράτορας έστειλε στρατό υπό τον Ανδρόνικο Δούκα για να επιτεθεί στους Τούρκους, κι εκείνος κατάφερε να πέσει πάνω στους Τουρκμένους του Αρσάνη και τα κοπάδια τους, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Ταυτόχρονα ο αυτοκράτορας είχε πάει στη Νίκαια και την Προύσα για να τις προστατεύσει από τους Τουρκμένους της περιοχής Βαθύς.257 Εμπορικές δυσκολίες οδήγησαν και πάλι σε διακοπή των σχέσεων με τον σουλτάνο (Ρουχ αλ-Ντιν) το 1201, που ήταν ο λόγος για τον οποίο ο σουλτάνος εξαπέλυσε νέες επιθέσεις στο βυζαντινό έδαφος. Εκμεταλλευόμενος αυτή την κατάσταση των πραγμάτων, κάποιος Μιχαήλ, φορολογικός αξιωματούχος στην περιοχή των Μυλάσων, εξεγέρθηκε και παρόλο που ηττήθηκε, ακολούθησε το καθιερωμένο πρότυπο αναζήτησης καταφύγιου στον σουλτάνο, που βρισκόταν τώρα σε πόλεμο με τους Έλληνες. Ο Τούρκος ηγεμόνας του έδωσε τουρκικό στρατό, πράγμα που επέτρεψε στον επαναστάτη να λεηλατήσει τις περιοχές του Μαιάνδρου.258

Η τελική κατάρρευση της βυζαντινής εξουσίας στη δυτική Ανατολία φαινόταν επικείμενη. Στα εικοσιπέντε χρόνια που είχαν περάσει από τον θάνατο του Μανουήλ, είχε απειληθεί σοβαρά η αποτελεσματική κεντρική εξουσία στη Μικρά Ασία. Η μεγάλη εσωτερική αποδυνάμωση του κράτους και τα διαδοχικά πλήγματα που δεχόταν από τους Λατίνους και τους βαλκανικούς λαούς καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την ανακοπή της σταδιακής διείσδυσης των Τούρκων προς τα δυτικά, ενώ αυτή την προέλαση των νομάδων προς τα σύνορα υποβοηθούσαν σε μεγάλο βαθμό οι Βυζαντινοί στασιαστές που ξεφύτρωναν στη δυτική Ανατολία. Αυτό που απέμενε από τις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις καταναλωνόταν σε εμφύλιες συγκρούσεις, όπου οι στασιαστές συχνά προσέφευγαν στους σουλτάνους και τους Τουρκμένους αρχηγούς για βοήθεια, και αυτοί οι τελευταίοι βοηθούσαν πολύ ευχαρίστως, σε μια διαδικασία που μόνο οφέλη θα τους έφερνε. Η βυζαντινή πολιτική κυριαρχία σε αυτές τις περιοχές της Ανατολίας φαινόταν καταδικασμένη σε εξαφάνιση. Είτε οι Τουρκμένοι και ο σουλτάνος θα κατέκλυζαν όλη την Ανατολία, ή κάποιος επαναστάτης θα κατάφερνε να δημιουργήσει ένα κατακερματισμένο κράτος, όπως είχε κάνει ο Ισαάκιος Κομνηνός στην Κύπρο.

Πολιτική σταθερότητα και πόλωση: Νίκαια και Ικόνιο

Το έτος 1204 φαίνεται να σηματοδοτεί το επόμενο βήμα στη διάλυση της βυζαντινής εξουσίας στις ανατολικές επαρχίες, γιατί εκείνη τη χρονιά ιδρύθηκε σειρά νέων ηγεμονιών σε ό, τι απέμενε από την επικράτεια της βυζαντινής Ανατολίας. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ο Λατίνος αυτοκράτορας παρέλαβε, με τους όρους της Διαίρεσης Ρωμανίας (Partitio Romaniae), τη βυζαντινή Μικρά Ασία.259 Εδώ απένειμε φέουδα: στον αδελφό του Ερρίκο στο Αδραμύττιον, στον Πέτρο Πράτζη (Peter de Bracieux) εδάφη «προς το Ικόνιο», στον Λουδοβίκο της Μπλουά το δουκάτο της Νικαίας και στον Στέφανο του Περς το δουκάτο της Φιλαδέλφειας.260 Καθώς ο Θεόδωρος Λάσκαρις είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ελληνικές δυνάμεις γύρω του στη Μικρά Ασία, οι Λατίνοι αναγκάζονταν να προωθούν τις διεκδικήσεις τους στο έδαφος της Ανατολίας με στρατιωτική δύναμη. Ακολουθώντας το φυγοκεντρικό πρότυπο των τελευταίων δεκαετιών του 12ου αιώνα, τρεις Έλληνες αριστοκράτες καθιερώθηκαν ως ανεξάρτητοι άρχοντες στις κοιλάδες των ποταμών της δυτικής Μικράς Ασίας. Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς κατάφερε να αναλάβει τον έλεγχο του σημαντικού αστικού κέντρου της Φιλαδέλφειας, ενώ ο πεθερός του σουλτάνου, ο Μανουήλ Μαυροζώμης, κατάφερε να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Μαιάνδρου με τη βοήθεια τουρκικών στρατευμάτων, και ο τρίτος, ο Σάββας Ασιδηνός, απέσπασε μικρή ηγεμονία στις περιοχές Σαμψών [αρχαίας Πριήνης]-Μιλήτου.261 Στον νότο οι Τούρκοι διείσδυαν στις περιφέρειες Λυκίας και Παμφυλίας, ενώ στην Κιλικία η βυζαντινή εξουσία είχε εξαφανιστεί με την εμφάνιση των Αρμενίων ηγεμόνων Ρούπεν Γ’ (1175-87) και Λέοντος Β’ (πεθ. 1219), υπό τους οποίους η Κιλίκια Αρμενία πέτυχε την ανεξαρτησία της.262 Ιδιαίτερα σημαντική για τη μοίρα του βυζαντινού πολιτισμού στη Μικρά Ασία ήταν η κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνό το 1204 και η ίδρυση του κράτους της Τραπεζούντας.263 Όμως, σε αντίθεση με τις δυσοίωνες εξελίξεις του 1204, οι ελληνικές τύχες στη δυτική Μικρά Ασία θα βελτιώνονταν σημαντικά.

Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας η Ελληνική Ανατολία είχε εμπλακεί σε πόλεμο μεταξύ Λατίνων, σουλτάνων και μισής περίπου δωδεκάδας Ελλήνων υποψηφίων. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις πιεζόταν σκληρά για να διατηρηθεί εναντίον όλων αυτών ταυτόχρονα των εχθρών, αλλά λόγω των βουλγαρικών επιθέσεων και της ήττας των Λατίνων στη Θράκη, οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους στη Μικρά Ασία. Έτσι ο Λάσκαρις μπόρεσε να ανακόψει την πρόοδο των Κομνηνών στον βορρά και να θέσει τέρμα στην ανεξαρτησία των Ελλήνων αρχόντων στις κοιλάδες των ποταμών. Το 1211 νίκησε και σκότωσε τον σουλτάνο Γκιγιάθ αλ-Ντιν στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, και έτσι σταμάτησε την περαιτέρω αποσύνθεση του βυζαντινού πολιτικού ελέγχου στην Ανατολία. Τρία χρόνια αργότερα (1214) ο Θεόδωρος συνήψε τη συνθήκη του Νυμφαίου, η οποία εγκαθίδρυε ανακωχή μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συνθήκης, οι Λατίνοι θα κρατούσαν τη βορειοδυτική Μυσία, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών Κυμινάς και Αχυραούς, ενώ ο Θεόδωρος θα έπαιρνε τα εδάφη νότια της κοιλάδας του Καΐκου και ανατολικά του Λοπαδίου. Αυτό περιλάμβανε το Νεόκαστρον (Χλιαρά, Πέργαμος, Αδραμύττιον), αλλά ο Κάλαμος θα αφηνόταν ακατοίκητος ως παραμεθόρια περιοχή.264 Οι Κομνηνοί της Τραπεζούντας έχασαν τα εδάφη τους δυτικά της Σινώπης από το νέο κράτος στη Νίκαια, ενώ έντεκα χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Βατάτζης μείωσε περαιτέρω τα λατινικά εδάφη στη Βιθυνία και τελικά οι Λατίνοι διώχτηκαν από τη Μικρά Ασία. Το όριο μεταξύ Ικονίου (Κόνυα) και Νικαίας παρέμενε αρκετά σταθερό μεταξύ του 1211 και της μεταφοράς της πρωτεύουσας από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη. Η μεθόριος ξεκινούσε από σημείο δυτικά της Σινώπης και διέγραφε τόξο που άφηνε την Κασταμώνα, το Κοτύαιον και τη Λαοδίκεια στους Σελτζούκους και συνέχιζε προς τον κόλπο της Μάκρης (Φετιγιέ), απέναντι από τη Ρόδο, στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία.265

Η λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε αναμφίβολα υπεύθυνη για την παρατεταμένη ζωή της βυζαντινής εξουσίας στη Μικρά Ασία, καθώς ανάγκαζε τους Έλληνες να εστιάζουν τις ενέργειές τους και τους αριθμούς τους στη Νίκαια. Η αποσύνθεση των θαλάσσιων επαρχιών είχε ήδη ξεκινήσει περί τα τέλη του 12ου αιώνα, και είναι πολύ πιθανό ότι η τουρκική κατάκτηση των παράκτιων περιοχών θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί έναν αιώνα νωρίτερα από ό, τι στην πραγματικότητα, αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα που συνόδευαν την Τέταρτη Σταυροφορία. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις τους στην Ανατολία οι Βυζαντινοί σταμάτησαν την τουρκική διείσδυση, όταν εκείνη είχε κερδίσει την Αττάλεια (1207) στον νότο και τη Σινώπη (1214) στον βορρά.

Το κράτος της Νικαίας φρουρούσε τα σύνορά του με ζήλο, αναδιοργανώνοντας τις αμυντικές του δυνάμεις. Καθώς οι Σελτζούκοι και οι Έλληνες ήσαν αμφότεροι απασχολημένοι με άλλους εχθρούς, η ιστορία των σχέσεων μεταξύ Κόνυα και Νικαίας είναι σχετικά ήσυχη. Οι Σελτζούκοι ενδιαφέρονταν για γεγονότα στις βόρειες, νότιες και ανατολικές περιοχές της Ανατολίας. Οι Νικαείς ενδιαφέρονταν για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Με την παύση του ενεργού πολέμου μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων για μισόν αιώνα, τα σύνορα παρέμεναν συγκριτικά σταθερά και η Ανατολία άρχιζε ξανά να βιώνει τις ευλογίες της ειρήνης. Οι Λασκαρίδες έκαναν πολλά για να αναβιώσουν την οικονομική ευημερία των δυτικότερων επαρχιών, οι μοναστηριακοί και άλλοι εκκλησιαστικοί θεσμοί άνθιζαν και πάλι και οι πόλεις ξαναχτίζονταν και οχυρώνονταν.266 Το σουλτανάτο του Ικονίου περνούσε από ακόμη πιο ζωντανή ανάπτυξη και επέκταση κατά τη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα. Πιο σημαντικά ήσαν η κατάκτηση λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο (Σινώπη, Αττάλεια, Αλάϊγια [Αλάνυα]), η επιβολή επί των Σαλτούκ και Μενγκουτζέκ στα βορειοανατολικά και η σταθεροποίηση των συνόρων στον Ταύρο και στα ανατολικά. Η ενοποίηση αυτών των περιοχών υπό το Ικόνιο, η απόκτηση για πρώτη φορά θαλάσσιων λιμένων και η σχετική εσωτερική ειρήνη και σταθερότητα επέτρεψαν στην οικονομική ζωή στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολίας να ανθίσει για πρώτη φορά από τον 11ο αιώνα. Εντυπωσιακή μαρτυρία για αυτήν την εξέλιξη αποτελεί ο μεγάλος αριθμός καραβανσεράι και χανιών που χτίστηκαν κατά τον 13ο αιώνα. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί έμποροι επισκέπτονταν τη Μικρά Ασία σε αυξανόμενους αριθμούς, ενώ οι ιταλικές εμπορικές πόλεις υπέγραφαν συνθήκες με το Ικόνιο και τη Νίκαια. Η τέχνη των Σελτζούκων βίωνε επίσης το βραχύβιο αλλά εκπληκτικό της έργο.267

Απόσυρση των Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη και παρακμή του Ικονίου. Ίδρυση των εμιράτων και εμφάνιση των Οθωμανών

Οι συνθήκες που ήσαν υπεύθυνες για την ευημερία και τη συγκριτική σταθερότητα της ζωής στην Ανατολία δεν υπήρξαν αρκετά μακροχρόνιες. Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο Ικόνιο και η συνεχιζόμενη διαμονή της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Νίκαια ήσαν υπεύθυνοι για την φαινομενικά ήρεμη κατάσταση, αλλά το 1261 και οι δύο αυτές συνθήκες είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Για μία ακόμη φορά μεγάλο μέρος της Ανατολίας έπεσε σταδιακά σε αναταραχή και στη συνέχεια σε αναρχία. Μέσα στην επικράτεια των Σελτζούκων οι Ουτζ Τουρκμένοι, συγκεντρωμένοι κατά μήκος των συνόρων προς Κιλικία, Τραπεζούντα και δύση, ήσαν εκείνοι που κατέστρεφαν τον συγκεντρωτισμό εξουσίας στην Κόνυα (Ικόνιο) και οι οποίοι, κατά τον 12ο και στις αρχές του 13ου αιώνα, δεν ήσαν ιδιαίτερα δεκτικοί στον έλεγχο των σουλτάνων. Είχαν ζήσει σχεδόν ανεξάρτητη ύπαρξη και, όταν δεν ασχολούνταν με επιδρομές στους χριστιανούς, εμπλέκονταν περιστασιακά στη δυναστική διαμάχη του κυβερνώντος οίκου των Σελτζούκων. Αυτοί οι νομάδες ή ημινομάδες αυξήθηκαν σημαντικά σε αριθμό με την άφιξη νέων τουρκικών φυλών, που τρέπονταν σε φυγή λόγω της κατάκτησης της Υπερωξιανής και του Χορασάν από τους Μογγόλους. Η πίεση από τους νέους εισβολείς από το Αλτάι ήταν τέτοια, που ο ίδιος ο σάχης της Χωρασμίας (Χβαραζμσάχ), ο Τζαλαλαντίν Μανκομπίρτι, προσπάθησε να διαφύγει στη Μικρά Ασία με τους οπαδούς του. Παρόλο που ηττήθηκε στη μάχη του Γιασιτσυμέν το 1230 από τους Σελτζούκους και τους Αγιουβίδες, η ομάδα του και άλλοι Τουρκμένοι συνέχισαν να συρρέουν στην Ανατολία. 268

Με δεδομένες τις μεγάλες διαφορές στις κοινωνικές και οικονομικές συνήθειες, καθώς και στις θρησκευτικές απόψεις των Τουρκμένων της Ανατολίας και της μουσουλμανικής καθιστικής κοινωνίας της Ανατολίας, δεν προκαλεί υπερβολική έκπληξη η πορεία των γεγονότων στα μέσα του 13ου αιώνα. Χωρίς στενή επαφή με την Κόνυα (Ικόνιο), η εχθρότητα των Τουρκμένων γαλβανιζόταν από το θρησκευτικό κήρυγμα ετερόδοξων ιερωμένων που συνέρρεαν στην Ανατολία εκείνη την εποχή. Η τριβή μεταξύ καθιστικής και νομαδικής κοινωνίας εξελίχθηκε για πρώτη φορά σε κρίση στην εκρηκτική εξέγερση του Μπαμπά Ισάκ περί το 1239-40. Αυτός και οι οπαδοί του, μέσω του κηρύγματός τους στους Τουρκμένους των περιοχών μεταξύ Αμάσειας και ανατολικού Ταύρου, εξαπέλυσαν εξέγερση εναντίον της εξουσίας των Σελτζούκων, η οποία πήρε σημαντικές διαστάσεις πριν από την καταστολή της από στρατούς με σημαντικό αριθμό χριστιανών μισθοφόρων. Οι νομάδες δεν είχαν αφομοιωθεί επαρκώς στο σύστημα των Σελτζούκων και στο δεύτερο μισό του αιώνα θα διαιρούσαν και θα κατέστρεφαν το κράτος των Σελτζούκων.269 Πολύ εξασθενημένοι από αυτήν την εντυπωσιακή εξέγερση των Τουρκμένων, οι Σελτζούκοι συντρίφτηκαν λίγο αργότερα από τους Μογγόλους στη μάχη του Κιοσέ Νταγ (1243), και στο εξής το σουλτανάτο της Ανατολίας θα γινόταν κράτος υποτελές στους Μογγόλους.270 Αν και ακολούθησε περίοδος κυμαινόμενης σταθερότητας μέχρι το 1275 ως αποτέλεσμα της εμφάνισης ικανών Σελτζούκων διαχειριστών, μόνο με δυσκολία υποτάχθηκαν οι Τουρκμένοι του Ταύρου και της Δυτικής Ανατολίας.271Στρατοί Σελτζούκων-Μογγόλων αναγκάστηκαν να καταστείλουν αναταραχές Τουρκμένων στις περιοχές της Λάρανδας και στα δυτικά στην πεδιάδα του Νταλαμάν Τσάϋ το 1261-62. Το επόμενο μεγάλο ξέσπασμα εξέγερσης Τουρκμένων έλαβε χώρα στο πλαίσιο της παρέμβασης των Μαμελούκων. Ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϋμπάρς, ενθαρρυμένος από τη νίκη του επί των Μογγόλων στο Άιν Τζαλούτ το 1260 και παρακινούμενος από ορισμένους Τούρκους μπέηδες της Ανατολίας, εισέβαλε στην ανατολική Ανατολία και νίκησε τους Μογγόλους στο Καϋσερί (Καισάρεια) το 1277. Καθώς η θέση του περβάνε δεν ήταν ξεκάθαρη, βρισκόταν βέβαια σε κίνδυνο στα μάτια των Μογγόλων, και όταν ο Μπαϋμπάρς αποσύρθηκε από την Ανατολία, οι Μογγόλοι εκτέλεσαν τον περβάνε.272 Προηγουμένως (1276) οι Τούρκοι του Ταύρου είχαν εξεγερθεί και υπό την ηγεσία των Καραμάν επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Ικόνιο, όπου ανέβασαν κάποιον Τζίμρι στον θρόνο. Οι Τουρκμένοι των δυτικών συνόρων φαίνεται επίσης ότι ήσαν ενεργά ανυπάκουοι απέναντι στο Ικόνιο. Αν και η εξέγερση των Τουρκμένων απέτυχε και οι δυνάμεις των Σελτζούκων-Μογγόλων επανεπέβαλαν τελικά την εξουσία επί των πόλεων του υψιπέδου, η ανεξαρτησία των Τουρκμένων αποτελούσε πια τετελεσμένο γεγονός. Οι Μογγόλοι ανέλαβαν τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, επιβάλλοντας τους δικούς τους φορολογικούς θεσμούς πάνω σε εκείνους των Σελτζούκων. Αλλά αν συνέχιζαν να κατέχουν σταθερά τη Μικρά Ασία, οι δυτικές περιοχές ήταν πολύ πιο δύσκολο να ελεγχθούν και στην πραγματικότητα άρχιζαν να ξεγλιστρούν από τα χέρια των σουλτάνων στο Ικόνιο. Ακόμη και στην κεντρική Ανατολία ο αγώνας των Ιλχανιδών και των Μαμελούκων την έκανε παραμεθόρια περιοχή με σημαντικές πολιτικές διακυμάνσεις και στρατιωτική αντιπαράθεση.

Ο συνδυασμένος αντίκτυπος εξεγέρσεων των Τουρκμένων και κατάκτησης των Μογγόλων είχε καταστρέψει την πολιτική ενότητα του κράτους των Σελτζούκων και είχε απομακρύνει την πιθανότητα μιας πιο ειρηνικής ανάπτυξης της χώρας σε κοινωνικά και οικονομικά θέματα. Η εδαφική αποσύνθεση του κράτους επιταχύνθηκε περαιτέρω από τον εκφυλισμό της μογγολικής κυριαρχίας στην Ανατολία κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα μεγάλα εμπορικά κινήματα σε όλη την Ανατολία διακόπηκαν εν μέρει και, στο εξής, τα καραβάνια έτειναν να αγγίζουν τα απώτατα ανατολικά άκρα της Ανατολίας. Η εισβολή των Μογγόλων μετά το 1277 χαρακτηρίστηκε από την περαιτέρω εγκατάσταση μογγολικών και ανατολικών τουρκικών φυλών με τους στρατιωτικούς αρχηγούς τους στην ανατολική Ανατολία.273

Στη δυτική Μικρά Ασία η βυζαντινή εξουσία κατέρρευσε κατά τον μισό αιώνα μετά την ανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Νίκαια στον Βόσπορο οδήγησε στην παραμέληση εκείνου που είχε απομείνει από τις κτήσεις της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία. Η ομιλία του πρωτασηκρῆτι Σεναχηρείμ του Κακού, όταν έλαβε την είδηση ότι η Κωνσταντινούπολη είχε ανακτηθεί, ήταν προφητική: «Ας μην ελπίζει κανείς για καλό, αφού οι Έλληνες κατοικούν ξανά στην Πόλη».274Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης αναζωπύρωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τη σταυροφορική θέρμη των Λατίνων και στο εξής οι Έλληνες ηγεμόνες αναγκάζονταν να αμύνονται, διπλωματικά και στρατιωτικά, εναντίον της αντεπίθεσης των Λατίνων. Το επακόλουθο της ανακατάκτησης της Κωνσταντινούπολης ήταν η ανάκτηση των κατά το παρελθόν εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη κι έτσι οι αυτοκράτορες ενεπλάκησαν στην πολιτική και τις συγκρούσεις των Σλάβων ηγεμόνων, των Ελλήνων δεσποτών και των Λατίνων πριγκήπων. Η κατοχή της Κωνσταντινούπολης έφερε επίσης την αυτοκρατορία στο επίκεντρο των εμπορικών πυρών Ενετών-Γενουατών. Το ανθρώπινο δυναμικό και τα οικονομικά του κράτους δεν αντιστοιχούσαν στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα που είχε επιβάλει η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Έτσι τα λόγια του Σεναχηρείμ ήσαν δυσοίωνα προφητικά, αν και για τους συγχρόνους του δεν είχαν νόημα.

Η απομάκρυνση από τη Νίκαια συνέπεσε με την περίοδο της παρακμής των Σελτζούκων και με την αναβίωση των επιθέσεων των Ουτζ Τουρκμένων. Το 1261 και 1262 οι Τουρκμένοι είχαν προσωρινά ηττηθεί από στρατούς Σελτζούκων-Μογγόλων και είναι πολύ πιθανό ότι έχοντας απορριφθεί από την Κόνυα (Ικόνιο), ίσως είχαν αρχίσει να διεισδύουν στις βυζαντινές περιοχές στα δυτικά. Η απόσυρση της κυβέρνησης και σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη ήταν αναμφίβολα αρκετή από μόνη της για να ολοκληρώσει την απαραίτητη εξουδετέρωση της βυζαντινής αντίστασης στη Μικρά Ασία. Λόγω των ενεργειών και των μέτρων της νέας Παλαιολόγειας δυναστείας, προέκυψε απόλυτη αποξένωση από την Κωνσταντινούπολη μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στη Βιθυνία και αλλού. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος είχε σφετεριστεί το αυτοκρατορικό στέμμα από τον νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρι και τον είχε τυφλώσει. Η δυναστεία του Λάσκαρι, με τα οικονομικά και πολιτικά της επιτεύγματα, με την ευσέβεια και τη φιλανθρωπία της, είχε γοητεύσει τους χριστιανούς του κράτους της Νικαίας και η αδίστακτη μεταχείριση του Ιωάννη Δ’ προκάλεσε έντονη αντίδραση, που κορυφώθηκε με εξέγερση η οποία χρειάστηκε να κατασταλεί με σκληρότητα. Προωθώντας τη δυναστική και οικονομική του πολιτική ο Μιχαήλ κατάργησε τις φορολογικές ασυλίες των ακριτών και επιτέθηκε στα προνόμια των μεγάλων γαιοκτημόνων. Αυτά τα στοιχεία είτε απομακρύνθηκαν από τους στρατούς ή αλλιώς, αποξενώθηκαν, λιποτάκτησαν στους Τούρκους, ενώ άλλοι επαναπροσλήφθηκαν στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση επέβαλε βαρύ φόρο στους κατοίκους και εγκατέστησε αδίστακτους μισθοφόρους, που αντιμετώπιζαν τους κατοίκους ως εχθρούς. Τα μέτρα του Μιχαήλ H’ κατέστησαν τη δυναστεία του μη δημοφιλή στη βυζαντινή Ανατολία, και αυτή η έλλειψη δημοφιλίας εκδηλωνόταν τόσο με θρησκευτικές αντιπαραθέσεις όσο και με εξεγέρσεις. Στον αγώνα ανάμεσα στους Ιωσηφίτες και τους Αρσενίτες, και στη διαμάχη για την εκκλησιαστική ένωση της Λυών με τους Λατίνους, ο πληθυσμός της Μικράς Ασίας πήρε σε μεγάλο βαθμό το μέρος της αντικυβερνητικής παράταξης. Η εξέγερση του Αλέξιου Φιλανθρωπινού το 1296 έλαβε επίσης κάποια υποστήριξη από τους κατοίκους της Ανατολίας. Οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη ήσαν πάντοτε επιφυλακτικοί για την παρουσία ενός επιτυχημένου ή δημοφιλούς στρατηγού στην Ανατολία, όπως ο Φιλανθρωπινός, και δεν ήσαν ποτέ ικανοποιημένοι να τον αφήσουν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.275

Η διάλυση της τοπικής στρατιωτικής άμυνας και η αποξένωση του λαού με τις επακόλουθες εξεγέρσεις και πράξεις ανυπακοής έφεραν την αναρχία και ληστεία σε πολλά μέρη των επαρχιών της Ανατολίας. Επέτρεψαν επίσης στους Τουρκμένους να αυξήσουν την έκταση των επιδρομών τους. Περί το τέλος της βασιλείας του Μιχαήλ (1282), είκοσι μόνο χρόνια μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη, η βυζαντινή Ανατολία ήταν στρατιωτικά ανυπεράσπιστη και οικονομικά κατεστραμμένη.276

Οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν περιστασιακά να σταματήσουν ή να διώξουν τους Τούρκους επιδρομείς που άρχιζαν να εγκαθίστανται σε βυζαντινά εδάφη, αλλά κάθε στρατιωτική αποστολή αποτύγχανε για τον ένα ή τον άλλο λόγο να επιτύχει τον στόχο της. Ο στρατός, ο οποίος πέτυχε εκτεταμένη επανεπιβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε τμήματα της Καρίας το 1269, ανακλήθηκε σύντομα για υπηρεσία στην Ευρώπη και έτσι οι Τούρκοι ξαναμπήκαν. Εννέα χρόνια αργότερα (1278) Βυζαντινοί στρατηγοί προσπάθησαν να απομακρύνουν τους εισβολείς από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, αλλά η πρόοδος των τελευταίων ήταν τέτοια, που η Αντιόχεια και η Καρία χάθηκαν ανεπανόρθωτα. Η εκστρατεία του Μιχαήλ ήταν επιτυχής στην αποβολή των Τούρκων πέρα από τον Σαγγάριο, αλλά ήταν προσωρινή και η γη ήταν ήδη έρημη και σε ερείπια. Οι προσπάθειες του Αλέξιου Φιλανθρωπινού στην κοιλάδα του Μαιάνδρου για την αναχαίτιση της εισροής των νομάδων ήταν τόσο επιτυχημένες, που προκάλεσαν τον φθόνο και την καχυποψία της κεντρικής αρχής. Αποτέλεσμα ήταν η εξέγερσή του, υποστηριζόμενη από Έλληνες και Τούρκους, και η περιβολή της πορφύρας. Λίγο μετά την ήττα του Φιλανθρωπινού, ο Ανδρόνικος Β΄ πέρασε στη Μικρά Ασία, αλλά ένας τρομακτικός σεισμός τερμάτισε την εκστρατεία πριν έρθει αυτή σε επαφή με τους Τούρκους.277 Κατά συνέπεια, με την κατάρρευση των κρατών της Νικαίας και των Σελτζούκων, προέκυψε σημαντικός αριθμός μπεηλικιών ή εμιράτων, που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για την κατάκτηση των εδαφών του σουλτάνου και του αυτοκράτορα. Κατά την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, μισόν αιώνα μετά την μετακίνηση του αυτοκράτορα από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη, οι Τουρκμένοι είχαν πάρει σχεδόν τα πάντα μπροστά τους, σε μια γραμμή που εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Αιγαίο. H Τραχεία, η Σταδία και ο Στρόβιλος στις ακτές της Καρίας είχαν ήδη περάσει στους Τούρκους από το 1269. Η Καρία και η Αντιόχεια Μαιάνδρου έπεσαν το 1278. Το 1282 έπεσαν οι Τράλλεις και η Νύσσα. Κατά την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα διάφοροι Τούρκοι εμίρηδες έφτασαν στη θάλασσα, καθώς η Πέργαμος έπεσε το 1302. Η Έφεσος, τα Θύραια και το Πυργί κατελήφθησαν το 1304 παρά την προσωρινή ανακούφιση από την εμφάνιση των Καταλανών στην Ανατολία.278 Οι κύριες πόλεις της Βιθυνίας αντιστάθηκαν για άλλες δύο δεκαετίες: Προύσα (1326), Νίκαια (1331), Νικομήδεια (1337). Από τύχη οι Τουρκμένοι είχαν μπει και μέσα σε μισόν αιώνα είχε εξαφανιστεί η βυζαντινή εξουσία.279

Η Ανατολία χωριζόταν και πάλι σε πολλές ανεξάρτητες ηγεμονίες. Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων μεταξύ της κατάρρευσης της ισορροπίας Σελτζούκων-Νικαίας και της τελικής οθωμανικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας, δημιουργήθηκαν πάνω από είκοσι ηγεμονίες. Περίπου οι μισές από αυτές σχηματίστηκαν πριν από το τέλος του 13ου αιώνα. Μερικές από αυτές, όπως το εμιράτο του Ντενιζλί (περ. 1261-1278), το μπεηλίκι του Εσρέφ στο Μπέγκσεχιρ (δεύτερο μισό του 13ου αιώνα-1325), το μπεηλίκι του Σαχίμπ στο Καραχισάρ μεταξύ Κιουτάχειας και Άκσεχιρ και το μπεηλίκι του Περβάνε στη Σινώπη ήσαν συγκριτικά βραχύβιες.280 Τα υπόλοιπα μπεηλίκια που είχαν εμφανιστεί πριν από το τέλος του 13ου αιώνα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Εκείνο των Καραμάν στην περιοχή του Ταύρου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να σχηματίζεται στα μέσα του 13ου αιώνα και μετά το 1277 ήταν στην πραγματικότητα ανεξάρτητο.281 Οι Τζερμιγιάν, που είχαν το κέντρο τους στην Κιουτάχεια, ίσως ήσαν ανεξάρτητοι μέχρι το 1277.282 Πιο πέρα στα δυτικά, στις περιοχές του Αδραμυττίου και του Μπαλίκεσιρ [Παλαιοκάστρου], οι απόγονοι των Ντανισμέντ ίδρυσαν το εμιράτο του Καρασού στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα. Οι Τζαντάρ, έχοντας λάβει την Κασταμώνα ως φέουδο από τους Ιλχάνους το 1292, την έκαναν πυρήνα εκτεταμένου κράτους το 1307. Οι Οθωμανοί, αν πραγματικά υπήρχαν πριν από το τέλος του αιώνα, βρίσκονταν στα σύνορα της Βιθυνίας.283 Τον 14ο αιώνα εμφανίστηκαν πολλά νέα εμιράτα. Στα τέλη του αιώνα η δυναστεία των Χαμίντ εδραιώθηκε στις περιοχές Εγκιρντίρ [Ακρωτηρίου], Ουλούμπορλου, Γιάλβατς και Αντάλυα. Λίγο αργότερα οι κτήσεις της οικογένειας χωρίστηκαν σε δύο ανεξάρτητα μπεηλίκια, ένα που περιείχε την πιο βόρεια περιοχή και άλλο που περιείχε την Αντάλυα και τα περίχωρά της.284 Ο Αϊντίνογλου Μουχάμαντ Μπεγκ, αξιωματούχος των Τζερμιγιάν, ίδρυσε ανεξάρτητη δυναστεία στις δυτικές παραποτάμιες περιοχές γύρω από τη Σμύρνη και την Έφεσο (Αγιασολούκ) στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα. Αυτή η ηγεμονία έγινε τόσο ισχυρή, που παρέμβαινε ενεργά στις ευρωπαϊκές υποθέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.285 Ο ιδρυτής του Σαρουχάν (τέλη 13ου ή αρχές 14ου αιώνα), ο Σαρουχάν Μπεγκ, ήταν όπως ο Αϊντίνογλου αρχικά εμίρης των Τζερμιγιάν. Προχώρησε στην ίδρυση ανεξάρτητου κράτους και δυναστείας και κατέληξε να κυβερνά τη Μαγνησία επί του Έρμου μαζί με τη Μενεμένη, το Γκόρντες, το Ντεμιρτζή, το Νίφ και το Τουργουτλού.286

Στην ανατολική Ανατολία υπήρχε νήμα συνέχειας στην εξουσία των Ιλχανιδών, αλλά μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, η μογγολική διακυβέρνηση είχε παραχωρήσει τη θέση της στην εξουσία φυλετικών συνομοσπονδιών Τουρκμένων. Όταν ο Μογγόλος κυβερνήτης Τιμουρτάς έφυγε στην Αίγυπτο το 1327, αντικαταστάθηκε από τον Γιγιάθ αλ-Ντιν Ερέτνα (Ουϊγούρο από καταγωγή) ο οποίος κατάφερε να λάβει επίσημο διορισμό από τον Ιλχάν Ἀμπου Σαΐντ. Εκμεταλλευόμενος τη δυναστική σύγκρουση των Ιλχανιδών καθιερώθηκε τελικά ως ανεξάρτητος ηγεμόνας σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ανατολίας, που συμπεριλάμβανε τις Σίβας, Καϋσερί, Νίγκντε, Ακσαράι, Άγκυρα, Ντέβελι Καραχισάρ, Ντάρεντε, Αμάσυα, Τοκάτ, Μερζιφόν, Σαμσούν και Σάρκι Καραχισάρ. Η εξουσία της δυναστείας του έγινε τόσο αδύναμη τη δεκαετία του 1360, που οι κυβερνήτες του είχαν σφετεριστεί τον έλεγχο των κύριων πόλεων και το 1365-66 οι μπέηδες εξεγέρθηκαν. Το 1381-82 ο Μπουρχάν αλ-Ντιν ανακήρυξε τον εαυτό του σουλτάνο των εδαφών του Ερέτνα, αλλά ο ίδιος ηττήθηκε και εκτελέστηκε από τους Ακ-κογιουνλού το 1398, με τα ενδιάμεσα δεκαοκτώ χρόνια να είναι γεμάτα με την αναρχία και διαμάχη των εξεγειρόμενων, Οθωμανών, Καραμάν, Μαμελούκων και Ακ-κογιουνλού.287 Άλλα ισχυρά κράτη Τουρκμένων εμφανίστηκαν στην ανατολή κατά τον 14ο αιώνα. Η άνοδος των Ακ-κογιουνλού (14ος αιώνας έως 1502), των Καρα-κογιουνλού, Ντουλκαντίρ (1337-1522) και Ραμαζάν ήταν ενδεικτική της πυκνότητας της διείσδυσης Τουρκμένων στις ανατολικές επαρχίες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.288

Καταστρέφοντας τη δομή των Βυζαντινών και Σελτζούκων της Ανατολίας, οι Τουρκμένοι ενίσχυαν περαιτέρω τον πολιτικά κατακερματισμένο χαρακτήρα αυτής της περιοχής και έφερναν το φάντασμα των φυλετικών επιδρομών και τον αδιάκοπο πόλεμο μικρών κρατών, βάζοντας πάνω στον πληθυσμό της Ανατολίας το βαρύ φορτίο της υποστήριξης πολλών κυβερνήσεων και στρατών.

Όμως, καθώς η περίοδος αυτών των κατακτήσεων υποχωρούσε στο ιστορικό παρελθόν, οι πρωτεύουσες των πολλών εμιράτων χρησίμευαν ως διοικητικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα που σταδιακά αποκαθιστούσαν ποικίλους βαθμούς σταθερότητας και ευημερίας, διαδικασία σαφώς αισθητή περί την τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 14ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, ο βαθμός ανάκαμψης δεν φαίνεται να ήταν ομοιόμορφος ή να έχει επιτύχει την ευημερία της προηγούμενης εποχής σταθερότητας κατά τον 13ο αιώνα, διότι η ίδια η ύπαρξη τόσων πολλών ηγεμονιών σε συνεχή κατάσταση πολέμου απέκλειε ένα τέτοιο επίτευγμα. Μέχρι τα μέσα του αιώνα οι Οθωμανοί όχι μόνο είχαν εδραιώσει τη θέση τους στη Βιθυνία, αλλά είχαν απορροφήσει σημαντικά το γειτονικό εμιράτο του Καρασού στα νοτιοδυτικά σύνορα των οθωμανικών εδαφών. Αν και η πρωταρχική ώθηση της επέκτασης μετέφερε για αρκετές δεκαετίες στη συνέχεια τον οίκο του Οσμάν στην Ευρώπη, οι σουλτάνοι ενδιαφέρονταν ενεργά για την πολιτική της Ανατολίας κατά τις βασιλείες τόσο του Ορχάν όσο και του Μουράτ Α’. Όταν ένας αριθμός από τους εμίρηδες της Ανατολίας, κυρίως ο Μπουρχάν αλ-Ντιν και οι ηγεμόνες του Τζερμιγιάν και του Καραμάν, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν με εδαφική επιθετικότητα την οθωμανική εμπλοκή στην Ευρώπη (1389), ο Βαγιαζήτ Α΄ βάδισε γρήγορα προς τα ανατολικά για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του. Η εμφάνισή του στην Ανατολία λίγο μετά τη μάχη του Κόσοβο Πόλιε (Κοσσυφοπεδίου) σηματοδοτεί το επόμενο σημαντικό στάδιο στην πολιτική ανάπτυξη της Ανατολίας και δείχνει πόσο πολύ είχαν ξεπεράσει οι Οθωμανοί τα άλλα κράτη της Ανατολίας. Στην πρώτη του εκστρατεία στην Ανατολία (1389-90), ο Βαγιαζήτ υπέταξε την τελευταία ανεξάρτητη ελληνική πόλη στη Δυτική Μικρά Ασία, τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ), και προσάρτησε τις ηγεμονίες των Αϊντίν, Σαρουχάν, Μεντεσέ, Χαμίντ και Τζερμιγιάν. Μια συμμαχία των Καραμάν, Μπουρχάν αλ-Ντιν και Τζαντάρ σταμάτησε προσωρινά την περαιτέρω επέκταση του Βαγιαζήτ στην κεντρική και ανατολική Ανατολία, αλλά το 1397, αφού νίκησε τους δυτικούς σταυροφόρους στη Νικόπολη, νίκησε τον Καραμάνογλου στο Ακτσάι, τον εκτέλεσε και προσάρτησε τα εδάφη του με την πόλη της Κόνυα. Ένα χρόνο αργότερα οι νικηφόροι στρατοί του Βαγιαζήτ καταλάμβαναν τις περιοχές της Τζανίκ, την επικράτεια του Μπουρχάν αλ-Ντιν και τις πόλεις Αλμπιστάν, Μαλάτυα, Μπεχίσνα, Κάχτα και Ντιβριγί.289

Φαινόταν ότι η Ανατολία, τώρα σε μεγάλο βαθμό (αν και όχι εντελώς) στην κατοχή ενός ηγεμόνα, θα απολάμβανε τελικά ειρήνη. Αλλά αυτό δεν θα συνέβαινε ακόμη, επειδή η επέκταση του Βαγιαζήτ ήταν πολύ ραγδαία και τα θεμέλια της αυτοκρατορίας δεν είχαν τεθεί σταθερά. Στην ανατολή ο τελευταίος μεγάλος παγκόσμιος κατακτητής, ο Τιμούρ, είχε στρέψει τα μάτια του προς τα δυτικά, και όταν οι Τούρκοι εμίρηδες, που είχαν τόσο πρόσφατα εκθρονιστεί από τον Βαγιαζήτ, έψαχναν για πιθανή υποστήριξη, τη βρήκαν φυσικά στην αυλή του Τιμούρ. Οι σχέσεις των δύο ηγεμόνων επιδεινώθηκαν προοδευτικά καθώς ο Τιμούρ κατέλαβε και άλωσε τη Σίβας το 1400, ενώ δύο χρόνια αργότερα, στη μάχη του Τσουμπούκ-οβασί κοντά στην Άγκυρα, σκόρπισε τις στρατιές του Βαγιαζήτ και σακάτεψε τους Οθωμανούς τόσο πολύ, που στους συγχρόνους φαινόταν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταστραφεί για πάντα.290 Το αποτέλεσμα της εκστρατείας του Τιμούρ στην Ανατολία ήταν ότι αναστάτωσε τις πολιτικές συνθήκες της Ανατολίας για άλλο μισόν αιώνα, καθώς επέστρεψε πολλά από τα τουρκικά εμιράτα στους πρώην ηγεμόνες τους και προώθησε τη διχόνοια και τη διαμάχη στα εδάφη των γιων του Βαγιαζήτ. Μετά τη μάχη της Άγκυρας, ο Τιμούρ πρόσθεσε την προσωπική του πινελιά στην καταστροφή, παραμένοντας στην Ανατολία για μεγάλο χρονικό διάστημα και στέλνοντας αποσπάσματα του στρατού του να υποτάξουν και να λεηλατήσουν τις περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας.291

Η επανεπιβολή οθωμανικής εξουσίας στη χερσόνησο μετά το ολοκαύτωμα του Τιμούρ θα εκτεινόταν σε ολόκληρο τον 15ο αιώνα, αν και τελικά εγκαθιδρύθηκε στις περισσότερες περιοχές μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μωάμεθ Β’ (1481). Ο Μωάμεθ Α’ έθεσε τα θεμέλια για την ανάκαμψη από τη βάση του στην Αμάσεια, καθώς έβγαλε τον αδελφό του Ίσα από την Προύσα και ένωσε τις ευρωπαϊκές κτήσεις με εκείνες της δυτικής Μικράς Ασίας. Προσάρτησε μερικά από τα εμιράτα, όπως το Σαρουχάν, ενώ άλλα τα υπέβαλε σε καθεστώς υποτέλειας. Το έργο του στην Ανατολία περιέπλεξε περαιτέρω το κοινωνικοθρησκευτικό κίνημα του Μπαντρ αλ-Ντιν (Μπεντρεντίν) της Σαμάβνα, του οποίου οι οπαδοί έριξαν τις περιοχές του Αϋντίν σε κατάσταση πολιτικού και θρησκευτικού αναβρασμού το 1416.292 Ο διάδοχός του, ο Μουράτ Β’, επέκτεινε τις οθωμανικές κτήσεις στον νότο και την ανατολή με την προσάρτηση του Τεκεϊλί το 1424 και πιο σημαντικά με τη χώρα του Τζερμιγιάν, την οποία παραχώρησε ο Γιακούμπ Τσελεμπή το 1428-29.293 Ο Μωάμεθ Β’ κατέκτησε την παράκτια περιοχή της Ανατολίας στη Μαύρη Θάλασσα το 1460-61, παίρνοντας την Άμαστρι από τους Γενουάτες, τη Σινώπη από τον οίκο των Ισφεντιγιάρ και οδηγώντας σε τέλος την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.294 Η σειρά των Καραμάν ήρθε στη συνέχεια, όταν από το 1465 έως το 1468 ο Μωάμεθ κατέλαβε το Ικόνιο και τα εδάφη τους, αν και η δυναστεία συνέχιζε να είναι παράγοντας στις υποθέσεις της Ανατολίας μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μωάμεθ. Ο Ουζούν Χασάν, ηγέτης της φυλετικής συνομοσπονδίας των Ακ-κογιουνλού, έχοντας επιτρέψει στον εαυτό του να απομονωθεί πολιτικά από τον Μωάμεθ Β’, τελικά υπέστη αποφασιστική ήττα στο Οτλούκμπελι το 1473.295 Η βασιλεία του Μωάμεθ Β’ ήταν το αποφασιστικό στάδιο στην πολιτική επανένωση της Ανατολίας υπό την εξουσία ενός ενιαίου κράτους. Ωστόσο οι δυναστείες Τουρκμένων των Ακ-κογιουνλού (1502), Ντουλ-Καντρ (1522) και Ραμαζάν (1517) επιβίωναν στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα.296

Συμπεράσματα

Η λεπτομερής ανάλυση της βυζαντινής εσωτερικής ιστορίας πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071) και η αφήγηση των κρίσιμων πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων στην Ανατολία για τέσσερις αιώνες, φαίνεται ότι υποδεικνύουν δύο προτάσεις:

1. Η βυζαντινή ήττα από τους Τούρκους το 1071 και η επακόλουθη διείσδυση των φυλών Τουρκμένων την επόμενη δεκαετία υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα μισού αιώνα βίαιων εσωτερικών διαταραχών.

2. Η τουρκική κατάκτηση, εγκατάσταση και πολιτική ενοποίηση της Ανατολίας υπήρξε μακρά διαδικασία, η τελική ολοκλήρωση της οποίας πραγματοποιήθηκε τετρακόσια χρόνια μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ.

<-1. Η βυζαντινή Μικρά Ασία την παραμονή της τουρκικής κατάκτησης 3. Η έναρξη του μετασχηματισμού->
error: Content is protected !!
Scroll to Top