Σημειώσεις Κεφαλαίου 3

Σημειώσεις Κεφαλαίου 3

[←1]

Βλέπε το σχόλιο του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στην προσφώνησή του προς τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό, P.G., CXXXV, 944: Ὤ πολεμικῶν ἐκείνων σεισμῶν, οἵ τοὺς θεμελίους τῶν Ῥωμαϊκῶν πόλεων ἦν ὅτε ὑπονομεύσαντες ἀνεῤῥήγνυον.

[←2]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169: καὶ πάντων τῶν οἰκημάτων καὶ τῶν χωρίων καὶ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐν ὅλοις τοῖς τῆς Ἀνατολῆς μέρεσιν ὑπ’ αὐτῶν ἐρημωθέντων καὶ τέλεον κατατροπωθέντων καὶ εἰς τὸ μηδὲν ἀποκαταστάντων. Άννα Κομνηνή, III, 229: Ἠφανίζοντο μὲν πόλεις, ἐλῄζοντο δὲ χῶραι καὶ πᾶσα ἡ Ῥωμαίων γῆ Χριστιανῶν αἵμασιν ἐμιαίνετο.

[←3]

Για λεπτομέρειες βλέπε κεφάλαιο 2.

[←4]

Άννα Κομνηνή, ΙΙ, 23: ἡ τῶν κατὰ θάλατταν διακειμένων πόλεών τε καὶ χωρῶν λεηλασία καὶ παντελὴς ἐρείπωσις. Στο ίδιο, 142, αναφέρεται σε όλη αυτή την καταστροφή από τη Σμύρνη μέχρι την Αττάλεια: …τὸ κατὰ τὴν παραλίαν τῆς Σμύρνης καὶ μέχρις αὐτῆς Ἀτταλείας οἱ βάρβαροι τελείως ἠρίπωσαν.

[←5]

Άννα Κομνηνή, I, 136. Ακόμη και πριν την άνοδο του Αλεξίου στον θρόνο, Ατταλειάτης, 269: … τῶν Τούρκων τὴν άπὸ θαλάσσης μέχρι Νικαίας νεμομένων περίχωρον.

[←6]

Άννα Κομνηνή, II, 63.

[←7]

Οι οπαδοί του Πέτρου του Ερημίτη συνέβαλαν επίσης καταστρέφοντας την περιοχή μέχρι τη Νικομήδεια. Άννα Κομνηνή, II, 210.

[←8]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 159-169, 187 κ.ε., 193, αναφέρει την προέλαση ενός άλλου τουρκικού στρατού εναντίον της Νίκαιας.

[←9]

Νικήτας Χωνιάτης, 657-658.

[←10]

Αυτό αναφέρεται ειδικά για τις περιοχές Πιθηκάς και Μελάγγεια κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ. Νικήτας Χωνιάτης, 71. Ο Κίνναμος, 36, παρατηρεί ότι η Βιθυνία ήταν πολύ προσιτή στους Τούρκους.

[←11]

Νικήτας Χωνιάτης, 363-375. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 337-340. Τα αντίποινα του Ανδρόνικου εναντίον των πόλεων ήσαν άγρια.

[←12]

O Νικήτας Χωνιάτης, 796, αναφέρει ότι ο Ερρίκος ἔκειρε τὰς πόλεις καὶ διετίθει κακῶς.

[←13]

Άννα Κομνηνή, II, 79, 165-166.

[←14]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 159-169, 187-188.

[←15]

Νικήτας Χωνιάτης 195: … τὴν ἔρημον … τὴν πρώην ἀοίκητον.

[←16]

Άννα Κομνηνή, II, 110. III, 143.

[←17]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 144-145.

[←18]

Στο ίδιο, 154-155.

[←19]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 144-145, 157. Κίνναμος, 39-40. Νικήτας Χωνιάτης, 481.

[←20]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190.

[←21]

Νικήτας Χωνιάτης, 71.

[←22]

Όταν επέστρεφε από τη μάχη εναντίον του σουλτάνου, ο Μανουήλ προχώρησε προς τις πηγές του Μαιάνδρου, θεωρὠντας ότι εκεί βρισκόταν με ασφάλεια εκτός τουρκικού εδάφους. Αλλά εκεί έφτασε σε μεγάλη κατασκήνωση Τουρκμένων με τις σκηνές τους. Αυτοί οι Τουρκμένοι, που βρίσκονταν κάτω από κάποιον Ράμα, συνήθιζαν να λεηλατούν τη γειτονική γη των Ελλήνων. Κίνναμος, 60: καὶ ὡς κατ’ ἔθος τὸ αὐτῶν τοὺς ἐκ γειτόνων Ῥωμαίων ἤδη καὶ νῦν ληστεύσαντες λαφύρων πλησάμενοι ἥκουσι.

[←23]

Νικήτας Χωνιάτης, 250-252.

[←24]

Στο ίδιο, 550-55. Κατέληξε να αποκαλείται καυσαλώνης. Αυτοί οι Τουρκμένοι συνήθιζαν να λεηλατούν ελληνικά εδάφη: … οἵ ληστεύειν τὰ Ῥωμαίων εἰώθησαν.

[←25]

Στο ίδιο, 655.

[←26]

Στο ίδιο, 700-701.

[←27]

Στο ίδιο, 827.

[←28]

Gesta Francorum, σελ. 54-55. Ο Αλέξιος έκαιγε τουρκικούς οικισμούς όπου τους συναντούσε, για να προστατεύσει τα εδάφη του από τις επιδρομές των Τουρκμένων, Γουλιέλμος Τύρου, VI, xii. Ο Αλέξιος έκαψε τα χωριά Βούρτζη εξαιτίας των Τούρκων και στη συνέχεια απομάκρυνε όλους τους Έλληνες, Άννα Κομνηνή, III, 200-203. Tudebodus, R.H.C., O.C., III, 29.

[←29]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190. Νικήτας Χωνιάτης, 71-72. Κίνναμος, 179.

[←30]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190-191, 208. Νικήτας Χωνιάτης, 50, 689.

[←31]

Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxvi.

[←32]

Miklosich et Müller, VI, 17, 19, 84, 87; IV, 323-329, όπου υπονοείται ότι η καταστροφή του Λάτρου στο τέλος του 11ου επαναλήφθηκε και πάλι τον 12ο αιώνα.

[←33]

Κίνναμος, 59-60. Νικήτας Χωνιάτης, 551.

[←34]

Άννα Κομνηνή, III, 23.

[←35]

Στο ίδιο.

[←36]

Στο ίδιο, 142: …λογιζόμενος αὖθις ὅπως τὰ κατὰ τὴν παραλίαν τῆς Σμύρνης καὶ μέχρις αὐτῆς Ἀτταλείας οἱ βάρβαροι τελείως ἠρίπωσαν. Αναφέρεται ιδιαιτέρως ότι αυτή η καταστροφή περιλάμβανε και τις πόλεις: ἐν δεινῷ ἐποιεῖτο εἰ μὴ καὶ τὰς πόλεις αὖθις ἐς τὴν προτέραν ἐπαναγάγοι κατάστασιν καὶ τὸν πρῴην ἀποδοίη κόσμον καὶ τοὺς ἁπανταχῆ σκεδασθέντας ἐποίκους αὐταῖς ἐπανασώσοιτο.

[←37]

Odo de Deuil, σελ. 86-89: Quam cum tota esset iuris Graecorum, hanc ex magna parte Turci possident, Ι llis expulsis, aliam destruxerunt. Σελ. 106-107: Ibi multas urbes destructas invenimus…. Οι περιγραφές της Τρίτης Σταυροφορίας μαρτυρούν επίσης κατεστραμμένες πόλεις.

[←38]

Άννα Κομνηνή, I, 69. II, 79-80. III, 165-166.

[←39]

Στο ίδιο, II, 79-80. III, 165.

[←40]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 143, 165.

[←41]

Κίνναμος, 38: ἔνθα βασιλεῖ Ἰωάννῃ φρούριόν τι ἐκ καινῆς ἀνῳκοδομήθη.

[←42]

Νικήτας Χωνιάτης, 374-375.

[←43]

Άννα Κομνηνή, II, 80-81. III, 165.

[←44]

Στο ίδιο, II, 165. III, 166.

[←45]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 14.3.

[←46]

Νικήτας Χωνιάτης, 194-195. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 268.

[←47]

Odo de Deuil, σελ. 107. Προσθέτει ότι οι Έλληνες κατοικούσαν μόνο στις οχυρωμένες πόλεις, αναφορά αναμφίβολα στις πόλεις που είχαν οχυρώσει ο Μανουήλ και οι προκάτοχοί του.

[←48]

Άννα Κομνηνή, III, 144-145, 155, 166. Τις εκστρατείες του Χασάν το 1109-11, του Μαλίκ Σαχ το 1111 και των Τούρκων από την Περσία το 1113.

[←49]

Νικήτας Χωνιάτης, 194-195. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 268: αἱ περὶ αὐτὰς χῶραι ἀοίκητοί τε ἦσαν τὸ πρίν.

[←50]

W. Ramsay, The Historical Geography of Asia Minor (Λονδίνο, 1890), σελ. 130.

[←51]

Historia Peregrinorum, επιμ. A. Chroust, Monumenta Germaniae Historica, S.R.G., nova series V (Βερολίνο, 1928), σελ. 154.

[←52]

Άννα Κομνηνή, II, 110. III, 25. Ο Τζάχας την παρέδωσε ειρηνικά, αλλά όταν ένας Σύριος σκότωσε τον Βυζαντινό ναύαρχο, λέγεται ότι οι ναυτικοί σκότωσαν 10.000 κατοίκους.

[←53]

Στο ίδιο, III, 145. Οι Σάρδεις, που προηγουμένως είχαν βρεθεί σε τουρκικά χέρια, θα ήσαν επίσης εκτεθειμένες. Στο ίδιο, 27.

[←54]

Στο ίδιο, 144-145, 157. Κίνναμος, 39-40. Νικήτας Χωνιάτης, 480-481.

[←55]

Odo de Deuil, σελ. 106-107. Ο ηγούμενος Δανιήλ, ο οποίος επισκέφθηκε την Έφεσο το 1106-07, αναφέρει ότι η Έφεσος βρισκόταν πάνω σε βουνό, τέσσερα βέρστια από τη θάλασσα, P.P.T.S., IV, 5-6. Ο Al-Idrisi, II, 303, σχολιάζει ότι βρισκόταν σε ερείπια. Η εκκλησία βρισκόταν σε τόσο ερειπωμένη μορφή τον 12ο αιώνα, που ψηφίδες από την ψηφιδωτή διακόσμηση έπεφταν στο κεφάλι του μητροπολίτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, R. Browning, “The Speeches and Letters of Georgios Tornikes Metropolitan of Ephesos (Xllth Century)”, Actes du XII’ Congres international d’etudes byzantines (Βελιγράδι, 1964), II, 424.

[←56]

Άννα Κομνηνή, III, 27, 144, 154-157.

[←57]

Νικήτας Χωνιάτης, 340, 521-522. Ansbert, σελ. 73.

[←58]

Νικήτας Χωνιάτης, 251: τὰς Μαιανδρικὰς ἐπιὼν πόλεις ἐδῄου οἰκτρῶς, ἐσβολὰς ἀκηρύκτους καὶ ἐφόδους ἀπροόπτους τιθέμενος, παρεστήσατο δὲ καὶ τὰς Τράλλεις … ὁδῷ δὲ προϊὼν καὶ τὰς παραθαλαττιδίους ἐλυμήνατο χώρας.

[←59]

Miklosich et Müller, VI, 16-19, 24, 30, 61-63, 87.

[←60]

Ad Strovilo civitatem pulcherimam, sed a Turcis omnino devastatam, στο W. Tomaschek, Zur historischen Topographie von Kleinasien im Mittelalter, Sitz. der kaiser. Akad. der Wiss. in Wien, Phil.-Hist. Kl., CXXIV (1891), 39. Saewulf, P.P.T.S., IV, 29.

[←61]

Τα έγγραφα στο Miklosich et Müller, VI, 17-19, 24-25, 61, 84, 87, IV, 323-325, 329, δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την τύχη των μοναστηριακών κοινοτήτων. Αυτό που συνέβαινε εδώ επαναλαμβανόταν αναμφίβολα σε πολλά άλλα μέρη της Ανατολίας, όπως φαίνεται στο Ντανισμέντναμε. Ο Άγιος Χριστόδουλος αναφέρει ότι μόνο τα χρυσόβουλλα χωρίς πολύτιμες διακοσμήσεις γλίτωσαν από την άλωση. Όλα τα άλλα τα πήραν οι Τούρκοι. Στις διάφορες περιγραφές της μετακομιδής του Αγίου Νικολάου, καταγράφεται ότι τα Μύρα είχαν καταστραφεί από τους Τούρκους, R.H.C., H.O., V1, xlvi. Αν και ορισμένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα, αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της αφήγησης φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία της Άννας Κομνηνής για την καταστροφή αυτών των περιοχών. Τα Μύρα και τα Πάταρα εμφανίζονται ως κατεστραμμένες πόλεις τον 14ο αιώνα, βλέπε πιο κάτω.

[←62]

Άννα Κομνηνή, III, 142. Ο Al-Idrisi, II, 134, αναφέρεται σε αυτἠν ως «Καμένη», και σχολιάζει ότι είναι χτισμένη μακριά από τον παλαιό τόπο, αλλά αυτό πιθανώς αναφέρεται στη Σίδη. Βλέπε A. M. Mansel, Die Ruinen von Side (Βερολίνο, 1963). Mansel, “Side”, P.W., Supplementband, X (1965), 879-918.

[←63]

Νικήτας Χωνιάτης, 17-19, 50. Κίνναμος, 7, 22. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190-191, 208.

[←64]

Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxvi.

[←65]

Νικήτας Χωνιάτης, 340.

[←66]

Odo de Deuil, σελ. 88-89.

[←67]

Άννα Κομνηνή, II, 72.

[←68]

Στο ίδιο, II, 74. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 203.

[←69]

Άννα Κομνηνή, II, 210. Ατταλειάτης, 267-268. Την εποχή του Μιχαήλ Ζ’ αυτή η περιοχή είχε γίνει … ἔρημος καὶ ἀοίκητος καὶ ἄβατος … Gesta Francorum, σελ. 6-9.

[←70]

Άννα Κομνηνή, III, 164.

[←71]

Νικήτας Χωνιάτης, 363-371, 658.

[←72]

Στο ίδιο, 257-259.

[←73]

Στο ίδιο, 71. Κίνναμος, 36, 38.

[←74]

Ευθύμιος Μαλάκης, επιμ. C. Bones, «Εὐθυμίου τοῦ Μαλάκη μητροπολίτου Νέων Πατρῶν (Ὑπάτης), δύο ἐγκωμιαστικοί λόγοι, νῦν τὸ πρῶτον ἐκδιδόμενοι, εἰς τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Α’ Κομνηνόν (1143/80)», Θεολογία, XIX (1941-48), 529 (αναφερόμενο εφεξής ως Ευθύμιος Μαλάκης-Bones).

[←75]

Νικήτας Χωνιάτης, 228. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 283.

[←76]

Κίνναμος, 294-295.

[←77]

Νικήτας Χωνιάτης, 228.

[←78]

Στο ίδιο, 689.

[←79]

Στο ίδιο, 340: καὶ τὸ Κοτυάειον ἐξεπόρθησε.

[←80]

Στο ίδιο, 689.

[←81]

Σκυλίτζης, II, 678.

[←82]

Άννα Κομνηνή, III, 199-201. Θεόδωρος Πρόδρομος, P.G., CXXXIII, 1382.

[←83]

Άννα Κομνηνή, III, 27, 199-201, 203. Νικήτας Χωνιάτης, 71-72, 540. Κίνναμος, 41-42. Salimbene, σελ. 11.

[←84]

Νικήτας Χωνιάτης, 231.

[←85]

Κίνναμος, 6-7. Νικήτας Χωνιάτης, 18. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190-191.

[←86]

Κίνναμος, 22.

[←87]

Νικήτας Χωνιάτης, 340: … τὴν τε Σωζόπολιν πολέμου νόμῳ κατέσχε καὶ τὰς πέριξ κωμοπόλεις ληϊσάμενος ὑφ᾿ ἑαυτὸν ἐποιήσατο.

[←88]

Ο Μανουήλ είχε προηγουμένως διώξει τους Τουρκμένους από την περιοχή, αλλά πρέπει να επέστρεψαν αμέσως μετά, Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 253.

[←89]

Νικήτας Χωνιάτης, 229. Κίνναμος, 298.

[←90]

Άννα Κομνηνή, III, 27. Νικήτας Χωνιάτης, 231. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 296.

[←91]

O Μιχαήλ Ακομινάτος, Μιχαὴλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τὰ σωζόμενα, επιμ. Σ. Λάμπρος (Αθήναι, 1879), I, 52-53 (εφεξής αναφερόμενο ως Μιχαήλ Ακομινάτος-Λάμπρος), μιλάει περήφανα για την πατρίδα του, τις Χωνές, ως ἥ τε πόλις αὐτοῖς μόνη σχεδόν τι μεμένηκε τοῖς Πέρσαις ἀνάλωτος.

[←92]

Ατταλειάτης, 140-141. Κεδρηνός, II, 686-687.

[←93]

Άννα Κομνηνή, III, 27.

[←94]

Κίνναμος, 5-6. Νικήτας Χωνιάτης, 17-18. Θεόδωρος Πρόδρομος, P.G., CXXXIII, 1382. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190-191.

[←95]

Νικήτας Χωνιάτης, 163: … τὴν κατὰ Φρυγίαν ἐκπορθεῖ Λαοδίκειαν, οὐκέτι οὖσαν συνοικουμένην ὡς νῦν ἑώραται.

[←96]

Στο ίδιο, 523.

[←97]

Στο ίδιο, 552-553. Οι Χωναί φαίνεται ότι είχαν παραμείνει ζωτικής σημασίας οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο, ως αποτέλεσμα της φημισμένης εκκλησίας και των εμπορικών της εκθέσεων, Μιχαήλ Ακομινάτος-Λάμπρος, I 56-57.

[←98]

Ansbert, σελ. 74-75. Historia Peregrinorum, σελ. 154: … a Turcis dirutam…

[←99]

Νικήτας Χωνιάτης, 655.

[←100]

Στο ίδιο, 523.

[←101]

Στο ίδιο, 251.

[←102]

Ατταλειάτης, 93-94. Κεδρηνός, II, 661.

[←103]

Ατταλειάτης, 135-137. Σκυλίτζης, II, 683-684.

[←104]

Ατταλειάτης, 184. Βρυέννιος, 58-60. Ο Αλέξιος Κομνηνός χρειάστηκε να μείνει στα βουνά για να τους αποφύγει.

[←105]

Μιχαήλ Σύριος, III, 173.

[←106]

Baldricus, R.H.C., H.O., IV, 39: venerunt quoque ad Caesaream Cappadociae quae ad solum diruta erat: ruinae tamen utcumque subsistentes quanta fuerit ilia Caesarea testabantur.

[←107]

Μπαρ Εβραίος, I, 258: «Ύστερα αυτός ο Μαλίκ Μοχάμαντ αποκατέστησε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, η οποία είχε καταστραφεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, και κατοικούσε εκεί». Μιχαήλ Σύριος, III, 237: Il se mit 4 restaurer la ville de Cesarie, en Cappadoce, qui etait ruinie depuis longtemps. Il en retrancha une partie; et il y batit des Edifices avec les pierres de marbre qu’on arrachait des temples superbes. Il y habitait constamment. Η πόλη ενσωματώθηκε τελικά στην επικράτεια των Σελτζούκων από τον Κίλιτζ Β ‘Αρσλάν το 1169. Μιχαήλ Σύριος, III, 332. Νικήτας Χωνιάτης, 159.

[←108]

Μιχαήλ Σύριος, III, 400-402. Ο χρονογράφος παρατηρεί ότι δεν είναι σε θέση να καταγράψει όλες τις σφαγές που έγιναν αυτά τα οκτώ χρόνια. Μπαρ Εβραίος, I, 321-322.

[←109]

De Jerphanion, Cappadoce, III, 395-400. N. και M. Thierry, Nouvelles èglises rupestres de Cappadoce (Παρίσι, 1963), σελ. 220-222.

[←110]

AI-Harawi, μεταφρ. J. Sourdel-Thomine, Guide des lieux de pelerinage (Δαμασκός, 1957), σελ. 135.

[←111]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 344.

[←112]

Μιχαήλ Σύριος, III, 173. Άννα Κομνηνή, III, 40-41.

[←113]

Γουλιέλμος Τύρου, XI, xxiii. Μπαρ Εβραίος, I, 247.

[←114]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 320-321.

[←115]

Μιχαήλ Σύριος, III, 290, τότε που πάρθηκαν οι θησαυροί της εκκλησίας.

[←116]

Ο Sawirus ibn al-Mukaffa , II, iii, 320, μιλά για αναταραχές, αιχμαλωσία και δολοφονίες το 1077, μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους.

[←117]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 302: «Από το Τελ Μπασίρ μέχρι το Καϊσούμ υποδούλωσε άνδρες και γυναίκες, έσφαξε χωρίς οίκτο και έκαψε και έψησε βρέφη σε μεγάλο αριθμό με απαράμιλλη βαρβαρότητα. Αφού διέσχισε τον Ευφράτη με σημαντικές δυνάμεις, εξόντωσε τον πληθυσμό μεγάλου αριθμού χωριών. Ιερείς και μοναχοί χάθηκαν από σίδερο και φωτιά».

[←118]

Μιχαήλ Σύριος, III, 245-246.

[←119]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 320-321.

[←120]

Γρηγόριος ο Ιερέας, σελ. 324-325.

[←121]

Μιχαήλ Σύριος, III, 388.

[←122]

Της επιτέθηκε ο Γκουμουστεκίν το 1066. Μπαρ Εβραίος, I, 217. Ο εμίρης Χουσράου (Χοσρόης) εισέβαλε στην περιοχή μεταξύ 1081 και 1083, Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 185. Ο Μπουζάν κατέλαβε την πόλη ύστερα από μακρά πολιορκία, την οποία συνόδευε λιμός το 1087-88. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 198. Λίγο αργότερα την πήρε ο Τουτούχ, ο οποίος την επέστρεψε στον Τόρος. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 208.

Το 1095-96 ο Σουκμάν των Αρτούκ και ο Μπαλντούχ των Σαμοσάτων πολιόρκησαν την πόλη για εξηνταπέντε ημέρες, Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 210-211. Με την έλευση της Πρώτης Σταυροφορίας οι κάτοικοι κάλεσαν τον Βαλδουΐνο να τους ανακουφίσει από τη σταθερή τουρκική πίεση, Γουλιέλμος Τύρου, IV, ii.

[←123]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 264.

[←124]

Γουλιέλμος Τύρου, XI, vii.

[←125]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 279, 283-284.

[←126]

Μπαρ Εβραίος, I, 268-269: «Οι Τούρκοι μπήκαν με γυμνά σπαθιά, που έπιναν το αίμα γέρων και νέων, δυνατών ανδρών και γυναικών, ιερέων και διακονών, μοναχών και ασκητών, καλογραιών και παρθένων, παιδιών τρυφερής ηλικίας, γαμπρών και νυφών. Ω, τι πικρή ιστορία!» Μιχαήλ Σύριος, III, 260-266. Chabot, “Un episode”, σελ. 169-179

[←127]

Μιχαήλ Σύριος, III, 272. 30.000 σκοτώθηκαν, 16.000 υποδουλώθηκαν και μόνο 1.000 διέφυγαν. Μπαρ Εβραίος, I, 273. Αγ. Ναρσής, R.H.C., D.A., I, 238, 245-246. Γουλιέλμος Τύρου, XVI, v. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 326.

[←128]

Μιχαήλ Σύριος, III, 272. Αν και η Έδεσσα επανακατοικήθηκε από το δεύτερο μισό του αιώνα, σημαντικό μέρος της πόλης παρέμενε σε ερείπια. Στο ίδιο, 397-399, δίνει κατάλογο δεκαεπτά εκκλησιών που βρίσκονταν σε ερειπωμένη κατάσταση την εποχή του. Προσθέτει ότι δεν υπήρχαν ιερείς στην πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Al-Harawi μεταφρ. Sourdel- Thomine, σελ. 143, ένας σύγχρονος που επισκέφτηκε την Έδεσσα, σχολιάζει ότι περιείχε παλιά ερείπια.

[←129]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 265-266.

[←130]

Μιχαήλ Σύριος, III, 339-340.

[←131]

Στο ίδιο, 205-306, το έκανε για να τιμωρήσει τους Αρμένιους που πραγματοποιούσαν εισβολές στα εδάφη του. Το 1062-63 στις περιοχές Νίσιβις και Σεβέβερεκ είχε επιτεθεί ο Χορασάν Σαλάρ. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 115-118.

[←132]

Μιχαήλ Σύριος, III, 244, 247. Μπαρ Εβραίος, I, 265. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 313. Οι Αρμένιοι ηγεμόνες του Σεβέβερεκ είχαν αλλαξοπιστήσει στο Ισλάμ για να διατηρήσουν τα εδάφη τους.

[←133]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 107-108. Μπαρ Εβραίος, I, 212-213. Μιχαήλ Σύριος, III, 165. Μεγάλος αριθμός κατοίκων της σκοτώθηκε ή υποδουλώθηκε. Μια πηγή δείχνει ότι στη συνέχεια 15.000 περίπου αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν με πληρωμή λύτρων και επέστρεψαν στην πόλη, Μιχαήλ Σύριος, III, 146.

[←134]

Κεδρηνός, II, 660. Ατταλειάτης, 93, 107. Η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα να επιβάλει την εκκλησιαστική ένωση στους Μονοφυσίτες της Μελιτηνής το 1063, καθώς και το γεγονός ότι οι Αρμένιοι πραγματοποιούσαν εισβολές στα συριακά μοναστήρια και επιτίθεντο στους συριακούς πληθυσμούς της υπαίθρου, πρόσθεταν στην αναταραχή, Μιχαήλ Σύριος, III, 161-164, 166-168. Μπαρ Εβραίος, I, 217. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 95-96, 152-154.

[←135]

Μπαρ Εβραίος, I, 236. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 230. Το 1096-97 ο Κίλιτζ Α’ Αρσλάν την πολιορκούσε, όταν η άφιξη των σταυροφόρων στην Ανατολία τον ανάγκασε να άρει την πολιορκία. Μιχαήλ Σύριος, III, 187. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 212-215. Ο Ντανισμέντ ερήμωνε την ύπαιθρο, καταστρέφοντας τις καλλιέργειες, το 1099.

[←136]

Μπαρ Εβραίος, I, 239. Μιχαήλ Σύριος, III, 192.

[←137]

Μιχαήλ Σύριος, III, 194.

[←138]

Στο ίδιο, 205.

[←139]

Οι κάτοικοι υπέφεραν από τρία πράγματα: (1) Το σπαθί έξω από το τείχος, που σκότωνε εκείνους που προσπαθούσαν να διαφύγουν. (2) Τον λιμό. (3) Τον ηγεμόνα, ο οποίος βασάνιζε τους κατοίκους για να πάρει το χρυσάφι τους. Μιχαήλ Σύριος, III, 219. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 315.

[←140]

Μιχαήλ Σύριος, III, 248. Μπαρ Εβραίος, I, 266.

[←141]

Μιχαήλ Σύριος, III, 249. Μπαρ Εβραίος, I, 266. «Εκείνη την εποχή κάθε χριστιανό που ανέφερε το όνομα του βασιλιά των Ελλήνων ή των Φράγκων, ακόμη και ακούσια, τον σκότωναν οι Τούρκοι. Και εξαιτίας αυτού χάθηκαν πολλοί άνθρωποι της Μελιτηνής».

[←142]

Μιχαήλ Σύριος, III, 254. Μπαρ Εβραίος, I, 267.

[←143]

Μιχαήλ Σύριος, III, 290-291.

[←144]

Μιχαήλ Σύριος, III, 304-305. Μπαρ Εβραίος, I, 279.

[←145]

Μιχαήλ Σύριος, III, 336-337,

[←146]

Στο ίδιο, 346. Μπαρ Εβραίος, I, 296.

[←147]

Μιχαήλ Σύριος, III, 373. Μπαρ Εβραίος, I, 308. Αυτό αποδεικνύεται από τη μαρτυρία του Μιχαήλ Σύριου, ο οποίος παρατηρεί ότι όταν ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν ήρθε στη Μελιτηνή, ήταν ευγενικός με τον Μιχαήλ, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη «σε ολόκληρο τον κόσμο».

[←148]

Μιχαήλ Σύριος, III, 173. Μπαρ Εβραίος, I, 229. Sawirus ibn al-Mukaffa’, III, iii, 320.

[←149]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 111-113, 166-167. Κι αυτή, όπως και η Μελιτηνή, είχε πιαστεί τότε στη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων.

[←150]

Μιχαήλ Σύριος, III, 173. Tο Ντανισμέντναμε, I, 198-200, αναφέρει ότι ο Ντανισμέντ χρειάστηκε να ξαναχτίσει την πόλη.

[←151]

Μπαρ Εβραίος, I, 267.

[←152]

Νικήτας Χωνιάτης, 159. Μπαρ Εβραίος, I, 303. Ο Μιχαήλ Σύριος, III, 357, λέει 1175, αλλά ίσως αυτό αναφέρεται σε πιθανή δεύτερη κατάληψη από τον Κίλιτζ Β’ Αρσλάν, γιατί o Abu’l-Feda, R.H.C., H.O., I, 43, λέει ότι το 1172-73 ο Νουρ αλ-Ντιν ανάγκασε τον Κίλιτζ Αρσλάν να επιστρέψει τη Σεβάστεια στον Ντουλ-Νουν, αλλά ότι μετά τον θάνατο του τελευταίου ο Κίλιτζ Αρσλάν ξαναπήρε τη Σεβάστεια.

[←153]

Κεδρηνός, II, 577-578. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 83-84. Ατταλειάτης, 148.

[←154]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 182-183, 204.

[←155]

Ατταλειάτης, 79-82. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 121-124. Κεδρηνός, II, 653-654. Την ξαναπήραν από τους μουσουλμάνους οι Γεωργιανοί το 1124-25 και το 1161, Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 313-314. Ibn al-Athir, R.H.C., H.O., I, 522.

[←156]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 208. Abu’l-Feda, R.H.C., H.O., I, 5.

[←157]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 239.

[←158]

Ατταλειάτης, 148.

[←159]

Μιχαήλ Σύριος, III, 72. Ατταλειάτης, 199. Τα ελληνικά οχυρά και οι πόλεις βρισκόταν σε κατάσταση τρόμου και ο Μιχαήλ Ζ’ συγκέντρωσε ανθρώπους από τον Πόντο και τους μετέφερε πέρα από τη θάλασσα. Danishmendname-Melikoff, I, 112.

[←160]

Βρυέννιος, 86-95.

[←161]

Άννα Κομνηνή, I, 18. Μιχαήλ Σύριος, III, 175. Η Ηράκλεια, και πιθανώς η Σινώπη και η Τραπεζούς, ήσαν εξαιρέσεις, αν και οι δύο τελευταίες καταλήφθηκαν από τους Τούρκους για μικρό χρονικό διάστημα.

[←162]

Άννα Κομνηνή, II, 64, 151.

[←163]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 29-30.

[←164]

Στο ίδιο, II, 64, 66, 151.

[←165]

Στο Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., I, 59.

[←166]

Υπήρξε μερική ανάκαμψη τον 12ο αιώνα, αλλά η πόλη δεν ανέκτησε την παλαιά της ευημερία μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα. Al-Idrisi, II, 393. Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., I, 65.

[←167]

Van den Vorst, “Saint Phocas”, A.B., XXX (1911), 289: ἤδη γάρ σοι κἀνταῦθα πανήγυρις τῶν μεγάλων … καὶ ὁ νεὼς δὲ οὗτος ἠρείπωται πρὶν ταῖς ἐν γειτόνων βαρβάρων ἀθέων ἐπιθέσεσιν ὡς γενέσθαι κοινῶν. Ο Αλέξιος Μέγας Κόμνηνος αποκατέστησε την εκκλησία και την πανήγυρη.

[←168]

Al-Idrisi, II, 392, ο οποίος επίσης παρατηρεί ότι οι κάτοικοί της ζούσαν νομαδική ζωή.

[←169]

Κίνναμος, 176. Άννα Κομνηνή, II, 64. Η Βόνα ήταν σημείο εκκίνησης για πόλεμο με τους μουσουλμάνους και φαίνεται ότι απολάμβανε κάποιας ευημερίας τον 12ο αιώνα. Al-Idrisi, II, 393. Τον 12ο αιώνα οι Τούρκοι επέδραμαν συχνά στην ακτή (κάποια στιγμή κάποιος Κασσιανός παρέδωσε πολλά από τα οχυρά του Πόντου στον Ντανισμέντ [Μιχαήλ Σύριος, III, 227]), και ο Μιχαήλ Σύριος, III, 232, παρατηρεί ότι ο Ιωάννης Κομνηνός έσφαξε τους περισσότερους Τούρκους στην παράκτια περιοχή (δεν είναι ακριβώς σαφές ποια παράκτια περιοχή εννοείται). Το 1139 ο Μαλίκ Μουχάμαντ λεηλάτησε περιοχές του Κασσιανού στον Πόντο και έβγαλε τον πληθυσμό, που τον πούλησε στη σκλαβιά, Μιχαήλ Σύριος, III, 248. Μπαρ Εβραίος, I, 266.

[←170]

Νικήτας Χωνιάτης, 689. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 427.

[←171]

Honigmann, Ostgrenze, σελ. 181, 184. Κεδρηνός, II, 606.

[←172]

Κεδρηνός, II, 684-685. Ατταλειάτης, 105.

[←173]

Βρυέννιος, 88, 93.

[←174]

Danishmendname-Melikoff, I, 71-72, 108-112, 251-258, 277-280, 315. Άννα Κομνηνή, III, 29-30, 76.

[←175]

Άννα Κομνηνή, III, 37. Ο Albert of Achen, R.H.C., H.O., IV, 564, λέει για τις περιοχές της Γάγγρας: «τα σπαρτά και όλες οι καλλιέργειες ερημωμένες» (segetes et omnia sata regionis depopulantes). Danishmendname-Melikoff, I, 96.

[←176]

Βλέπε Chalandon, Les Comnènes, II, 46-47, 77-91. Νικήτας Χωνιάτης, 25-26, 29, 45-48. Κίνναμος, 13, 15, 21. Θεόδωρος Πρόδρομος, P.G., CXXXIII, 1373-1383. Μιχαήλ Σύριος, III. 249, 234. Ο Μαλίκ Γαζή σφαγίασε τους Έλληνες της Κασταμώνος. E. Kurtz, “Unedierte Texte aus der Zeit des Kaisers Johannes Komnenos”, XVI Byzantinische Zeitschrift (1907), 75-83.

[←177]

Νικήτας Χωνιάτης, 626.

[←178]

Στο ίδιο, 553.

[←179]

Άννα Κομνηνή, III, 45-46, 58: πόλις γὰρ πρότερον οὖσα ἐρυμνοτάτη τὸ Κούρικον ἐν ὑστέροις ἔφθασεν ἐριπωθῆναι χρόνοις.

[←180]

Runciman, A History of the Crusades, (Καίμπριτζ, 1952), II, passim.

[←181]

Οι περιγραφές στα Μιχαήλ Σύριος, III, 244, και Μπαρ Εβραίος, I, 264, είναι αντιφατικές σε ορισμένες λεπτομέρειες.

[←182]

Κίνναμος, 38.

[←183]

Μπαρ Εβραίος, I, 310, 321, 328. Οι Abu’l Feda, R.H.C., H.O., I, 49, και Ibn al-Athir, R.H.C., H.O., I, 644 λένε 1180-81. Sempad, R.H.C., H.O., I, 628-629.

[←184]

Αυτό βγαίνει ξεκάθαρα σε ορισμένες από τις λατινικές περιγραφές, όπως για παράδειγμα, στον Salimbene, σελ. 12, ο οποίος σχολιάζει: «οι οποίοι δεν ελέγχονται από τους σουλτάνους» (qui non sunt de potestate soldani).

[←185]

Βρυέννιος, 64. Οι κάτοικοι φοβούνταν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης στον Αλέξιο Κομνηνό λόγω της εγγύτητας των τουρκικών στρατοπέδων.

[←186]

Al-Idrisi, II, 312. Wittek, “Zur Geschichte Angoras im Mittelalter”, Festschrift G. Jacob (Λειψία, 1932), σελ. 341. Η παλαιότερη διασωζόμενη μουσουλμανική επιγραφή στην Άγκυρα είναι εκείνη του μιμπάρ του λεγόμενου τζαμιού του Άλα αλ-Ντιν, 1197. Αυτό θα φαινόταν να υποδηλώνει σχετικά αργή και καθυστερημένη ανάπτυξη.

[←187]

Άννα Κομνηνή, III, 200-204. Ο Αλέξιος Κομνηνός επέδραμε στα χωριά και οι χριστιανοί κάτοικοι ακολούθησαν οικειοθελώς τον στρατό τους πίσω στο βυζαντινό έδαφος. Ο σουλτάνος είχε προηγουμένως καψει τις περιοχές πριν από τη βυζαντινή προέλαση. Βλέπε επίσης Γουλιέλμος Τύρου, VI, xii. Ελληνικές δυνάμεις επέδραμαν και πάλι στην περιοχή της Κόνυα υπό τον Ιωάννη Κομνηνό. Νικήτας Χωνιάτης, 42. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 203. Το 1155 ο Μανουήλ στρατοπέδευσε μπροστά στην Κόνυα, καταστρέφοντας τα προάστια και βεβηλώνοντας το μουσουλμανικό νεκροταφείο, όπου ο στρατός του σκότωσε 7.000 μουσουλμάνους. Κίνναμος, 45. Histoire des Seljoukides d’Asie Mineure par un anonyme, μεταφρ. F. Uzluk (Άγκυρα, 1952), σελ. 24-25. Ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα έκαψε επίσης την πόλη κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας. Νικήτας Χωνιάτης, 542.

[←188]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 22-23.

[←189]

Uzluk, Histoire des Seljoukides, σελ. 25. Το Geographical Part of the Nuzhat-al-Qulub composed by Hamd-allah Mustawfi of Qazwin in 740 (1340), μεταφρ. G. Le Strange (Λονδίνο, 1919), σελ. 96, αναφέρει ότι ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν την ξανάχτισε το 1171 (εφεξής αναφερόμενο ως Qazwini-Le Strange). The Ta’rikh-i-guzida or “Select History” of Hamdullah Mustawfi-i-Qazwini, E. G. Browne (Λέιντεν-Λονδίνο, 1913), σελ. 108.

[←190]

Άννα Κομνηνή., ΙΙΙ, 229. Η καταστροφική φύση της κατάκτησης επαναλαμβάνεται στις περισσότερες πηγές. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169: Ἐπὶ τούτου τοῦ βασιλέως ὁ σύμπας σχεδὸν κόσμος κατά γε γῆν καὶ θάλασσαν ὑπὸ τῶν ἀθέων βαρβάρων κατασχεθεὶς ἅπας ἠφανίσθη, καὶ ἔρημος οἰκητόρων κατέστη, πάντων χριστιανῶν ὑπ’ αὐτῶν ἀναιρεθέντων, καὶ πάντων τῶν οἰκημάτων καὶ τῶν χωρίων καὶ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐν ὅλοις τοῖς τῆς Ἀνατολῆς μέρεσιν ὑπ’ αὐτῶν ἐρημωθέντων καὶ τέλεον κατατροπωθέντων καὶ εἰς τὸ μηδὲν ἀποκαταστάντων. Fulcher of Chartres, R.H.C., Η.Ο., ΙΙΙ, 336:

«Τη Ρωμανία, της οποίας η γη είναι η καλύτερη, πολύ πλούσια σε όλα τα καλά, τη βρίσκουμε πολύ κατεστραμμένη και ερημωμένη από τους Τούρκους»

(Nam Romaniam, quae terra est optima et valde fertilis bonorum omnium, invenimus nimis a Turcis vastatam et depopulatam).

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181-183. Odo de Deuil, σελ. 86-88.

[←191]

Ήδη τον 12ο αιώνα οι ελληνικές πηγές φαίνεται να αναφέρονται σε πολύ λίγες αγροτικές περιοχές με τα τουρκικά τους ονόματα, Wittek, “Von der byzantinischen zur turkischen Toponymie”, Byzantion, X (1935), 53, για συζήτηση αυτών των ονομάτων. Νικήτας Χωνιάτης, 689. Μακράν όμως, το μεγαλύτερο μέρος των χρονολογήσιμων τουρκικών τοπωνυμικών στοιχείων εμφανίζεται αργότερα. Μια λεπτομερής μελέτη για τα ύστερα βυζαντινά και πρώιμα τουρκικά τοπωνύμια παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα για τους ερευνητές της ιστορίας της Ανατολίας.

[←192]

Sawirus Ibnal-Mukaffa’, II, iii, 305. Μπαρ Εβραίος, I, 273. Ο Γουλιέλμος Τύρου, XI, vii, μεταφρ. Babock and Krey, καταγράφει τα ακόλουθα για το έτος 1108: «Αυτοί [οι Τούρκοι] κατέλαβαν ορισμένα φρούρια εξ εφόδου, έκαψαν χωριά και συνέλαβαν αγρότες και άλλους που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών. Κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές έξω από το κύκλωμα των περιτειχισμένων πόλεων. Κατά συνέπεια σταμάτησε η καλλιέργεια των χωραφιών και τα τρόφιμα άρχισαν να απουσιάζουν εντελώς».

[←193]

Βλέπε τις παρατηρήσεις πιο πάνω για την κατάσταση διαρκούς πολιορκίας που ήταν η τύχη της Έδεσσας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εβδομηντα πέντε ετών. Η πόλη πολιορκήθηκε επανειλημμένα, οι αγροτικές περιοχές και ο πληθυσμός της αντιμετωπίζονταν σχεδόν χωρίς διακοπή με το σπαθί, τη φωτιά και την αιχμαλωσία. Ο Μπουζάν πολιόρκησε την πόλη το 1087-88. Ο Σούκμαν των Αρτούκ το 1095-96. Ο εμίρης Χουσράου το 1083. Ο Κίλιτζ Α’ Αρσλάν το 1106-07. Το 1108 οι Τούρκοι έκαψαν τα χωριά. Τουρκικοί στρατοί επέδραμαν στην περιοχή, μέχρι που η πόλη τελικά αλώθηκε και καταστράφηκε.

[←194]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 268: αἱ εἰς τὴν Ἀσίαν πόλεις, τὰ Χλίαρα, τὸ Πέργαμόν τε, καὶ Ἀτραμύτιον κακῶς ἔπασχον ὑπὸ τῶν Περσῶν αἱ γὰρ περὶ αὐτὰς χῶραι ἀοίκητοί τε ἦσαν τὸ πρίν, καὶ ἐκ τοῦ κατὰ κώμην οἰκεῖσθαι, εὶς προνομὴν τοῖς πολεμίοις προέκειντο. καὶ αὐτὸς τοίνυν, κατωχύρωσε τείχεσι, καὶ τὰς πλησίον δὲ πεδιάδας φρουρίοις συνώκισεν οὕτω δὲ πλήθουσιν οἰκητόρων καὶ τοῖς κατὰ τὸν βιον πλουτοῦσι χρηστοῖς. Νικήτας Χωνιάτης, 195, ο Μανουήλ μετέτρεψε την ακατοίκητο περιοχή σε κατοικημένη: … εἰς οἰκήσιμον τὴν πρώην ἀοίκητον. Η περίοδος των Κομνηνών και των Λασκαριδών φαίνεται να υπήρξε μάρτυρας της επέκτασης των εργασιών οχύρωσης όχι μόνο στα αστικά κέντρα αλλά και στις αγροτικές περιοχές. Έτσι τις πόλεις και την ύπαιθρο υπερασπιζόταν μια συντονισμένη ομάδα οχυρών και τειχών. Για αυτό βλέπε την πρωτοποριακή μελέτη του W. Müller-Wiener, “Mittelalterliche Befestigungen im südlichen Jonien”, Istanbuler Mitteilungen, XI (1961), 5-122.

[←195]

Νικήτας Χωνιάτης, 163: οὐκέτι οὖσαν συνοικουμένην ὡς νῦν ἑώραται, οὐδ᾿ εὐερκέσι φραγνυμένην τείχεσι, κατὰ δὲ κώμας ἐκκεχυμένην περὶ τὰς ὑπωρείας τῶν ἐκεῖσε βουνῶν. Στο ίδιο, 17. Ο Ιωάννης Κομνηνός ύψωσε τείχος γύρω από την πόλη, αφού την ξαναπήρε από τους Τούρκους.

[←196]

Η ικανότητα και των τριών πόλεων να επιβιώσουν από την τουρκική κατάκτηση για τόσον καιρό οφείλεται κυρίως στις ισχυρές οχυρώσεις και τις στρατηγικές τους θέσεις. Κίνναμος, 6: Σωζόπολις αὕτη πόλις μέν ἐστι τῷν ἐν Ἀσίᾳ πάλαι ἐπισήμων, ἐφ’ ὑψηλοῦ δέ τινος καὶ ἀποκρήμνου ἱδρυμένη χωρίου τῷ μὲν ἄλλῳ ταύτης μέρει πανταχόθεν ἄβατος γίνεται, μίαν δέ τινα κομιδῇ στενωτάτην παρέχεται εἴσοδον, ἐφ’ ἥν οὔτε μηχανὴν ἄν τις ἑλκῦσαι δυνήσεται οὔτε τι τῶν εἰς τειχομαχίαν εὐτρεπίσασθαι· καί ἀνθρώποις γὰρ ὅτι μὴ κατ’ ὀλίγους πορευομένοις μόλις ἐπὶ τὴν πόλιν εἰσηγητὰ γίνεται. Ο Ibn Bibi-Duda, σελ. 36, παρατηρεί ότι η Ισπάρτα (Βάρις) ήταν μια από τις ισχυρότερα οχυρωμένες πόλεις της περιοχής.

[←197]

Ατταλειάτης, 148. Κεδρηνός, II, 577. Ζωναράς, III, 638-639.

[←198]

Brosset, Georgie, I, 330, 331, 346, 348. Επίσης Μ. V. Tseretheli, “Das Leben des Koenigs der Koenige Dawith (Dawith II, 1089-1125)”, B.K. (1957), σελ. 45-73. Ρ.M. Tarchnichvili, “La decouverte d’une inscription giorgienne de l’an 1066”, Β.K. (1957), σελ. 86-88. Σχετικά με την αταξία και την καταστροφή που συνόδευσε την κατάληψη του Αζερμπαϊτζάν από τους Σελτζούκους, βλέπε R. Huseynov, “La conquete de l’Azerbaidjan par les Seldjoucides”, B.K. (1965), σελ. 99-108.

[←199]

Άννα Κομνηνή, III, 37. Βρυέννιος, 92-93. Danishmendname-Melikoff, I, 96. Albert of Achen, R.H.C., H.O., IV, 564.

[←200]

Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxvi.

[←201]

Ατταλειάτης, 211, 267-268.

[←202]

Miklosich et Müller, VI, 62, 84, 87, 88.

[←203]

Άννα Κομνηνή, III, 142.

[←204]

Ατταλειάτης, 211, 267.

[←205]

Άννα Κομνηνή, III, 29, 201, 203. Ζωναράς, III, 757. Γουλιέλμος Τύρου, VI, xii. Η Άννα δίνει λεπτομερή περιγραφή αυτής της μαζικής μεταφύτευσης απροστάτευτων Ελλήνων. Έβαζαν τους πρόσφυγες στο κέντρο των στρατιωτικών σωμάτων, όπου θα προστατεύονταν από τουρκικές επιθέσεις. Η προέλαση σταματούσε κάθε φορά που συνέβαινε γέννηση, σοβαρή ασθένεια ή θάνατος.

[←206]

Μιχαήλ Σύριος, III, 72. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας μετέφερε άτομα από τον Πόντο «πέρα από τη θάλασσα». Albert of Achen, R.H.C., H.O., IV, 564. Βρυέννιος, 93. Όλα αυτά αναφέρονται σε μερικές και όχι σε ολικές αποσύρσεις. Το Danishmendname-Melikoff, II, 178, περιγράφει τέτοιες φυγές πληθυσμών από χωριά και ανυπεράσπιστες περιοχές προς βουνά και περιτειχισμένες πόλεις:

Όμως στη χώρα του Ρουμ είχε διαδοθεί η είδηση ότι ο Μελίκ Ντανισμέντ είχε νικήσει ξανά τον Νέστορα και τον Σατάτ. Ακούγοντας αυτό, σε όλη τη χώρα του Ρουμ, όπου υπήρχαν απόκρημνα μέρη, οι άπιστοι κατέφευγαν εκεί. Όσοι ζούσαν στα χωριά, κατέφευγαν στην ύπαιθρο, ενώ άλλοι κατέφευγαν στα κάστρα. Το σύνολο των απίστων διασκορπίστηκε.

Andan Rum içine avaz duşmişdikim Melik Danismend Neştorile Sattati gerü şikmiş deyü bu haber kim Rum içine düşdi kanda kim şarb yerler varise, Kafirler anda kaçdilar. Andan kim köylerde tururdi, anlardahi yabana ve kimisi dahi kal’elere kaçdilardi. Temamet Kafirler perakende olmislardi

[←207]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 182.

[←208]

Για αυτό, βλέπε τις συνετές παρατηρήσεις του J. Laurent, “Des Grecs aux Croisés”, Byzantion, I (1924), 442-445.

[←209]

Άννα Κομνηνή, III, 27.

[←210]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 27, 29.

[←211]

Gesta Francorum, σελ. 54-57.

[←212]

Γουλιέλμος Τύρου, III, xix. Οι Τούρκοι σχημάτιζαν μόνο τις φρουρές.

[←213]

Γουλιέλμος Τύρου, IV, i, V, xi. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 209, 211. Gesta Francorum, σελ. 60-65.

[←214]

Άννα Κομνηνή, III, 211-212.

[←215]

Βλέπε, για παράδειγμα, την περιγραφή του lbn al-Qalanisi, Damas de 1065 à 1154, μεταφρ. R. Le Tourneau (Δαμασκός, 1952), σελ. 4, ο οποίος περιγράφει την κατάληψη της Δαμασκού από τον Ατσίζ το 1076. Επίσης Μπαρ Εβραίος, I, 225-226. Brosset, Georgie, I, 330-331.

[←216]

Danishmendname-Melikoff, I, 284 και passim, καθώς και το Kitab-i Dede Korkut, το Desturname του Umur Pasha, και το Battalname για απεικονίσεις αυτής της ψυχολογίας. Ο Άραβας ταξιδιώτης al-Harawi, ο οποίος επισκέφτηκε την Ανατολία κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, μας άφησε μια περιγραφή, που καταδεικνύει με σαφήνεια τη σημασία αυτής της νοοτροπίας γαζή. Ο Al-Harawi, μεταφρ. Sourdel-Thomine, σελ. 131, αναφέρει το σημαντικό ιερό και τον τάφο του al-Battal στα βυζαντινοτουρκικά σύνορα στη βορειοδυτική Ανατολία, καθώς και το ιερό των μουσουλμάνων επιδρομέων που έπεσαν στο Αμόριο τον 9ο αιώνα. Οι γαζήδες ονόμασαν ένα ποτάμι από τον ήρωά τους Αλ Μπατάλ στη δυτική Ανατολία.

[←217]

Βλέπε πιο πάνω.

[←218]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169. Ατταλειάτης, 183, 198.

[←219]

Μερικοί μελετητές που έχουν βασίσει αυτόν τον ισχυρισμό μιας ειρηνικής τουρκικής κατάκτησης στον Ματθαίο Εδέσσης, έχουν σημειώσει μόνο τα εδάφια όπου επαινεί αυτούς τους ανθρώπινους ηγέτες. Αποτυγχάνουν να κάνουν διάκριση μεταξύ των ηγετών και των τουρκικών φυλών, όπως έκανε ο Ματθαίος.

[←220]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 204.

[←221]

Στο ίδιο, σελ. 239.

[←222]

Άννα Κομνηνή, III, 29.

[←223]

Στο ίδιο, 199-189. Με την άφιξη ειδήσεων για την επιδρομή των Τούρκων στις περιοχές του όρους Λεντιανών και την πεδιάδα της Κοτοιραικίας, ο Αλέξιος έσπευσε για επικουρία της περιοχής, αλλά έφτασε πολύ αργά. Όταν έφτασε, βρήκε την περιοχή σπαρμένη με σώματα, μερικά από τα οποία ανέπνεαν ακόμη.

[←224]

Στο ίδιο, 189. Στη δυτική Ανατολία, οι στρατοί του Αλεξίου έσφαζαν τους Τούρκους επιδρομείς και τις οικογένειές τους κάθε φορά που παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Βλέπε επίσης Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 264-265. Brosset, Georgie, I, 359-360.

[←225]

Οι πηγές δίνουν επαρκή ένδειξη, ότι η συνεχής διαδικασία κατάκτησης σε μεγάλα μέρη της Ανατολίας είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένους θανάτους. Άννα Κομνηνή, III, 165-166: τοιοῦτον γὰρ τὸ βάρβαρον ἅπαν ἕτοιμον πρὸς σφαγὰς καὶ πολέμους. Επίσης Άννα Κομνηνή, III, 188-189, 229. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181, 204, 208, 239, 265, 274, 302. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169. Μιχαήλ Σύριος, III, 249, 401-402. Μπαρ Εβραίος, I, 321. Κίνναμος, 198.

[←226]

Ατταλειάτης, 211-212.

[←227]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181-182. Το 1108-09 Τούρκοι εισβολείς υποδούλωσαν και σφαγίασαν τους αγρότες γύρω από τον Χισν Μανσούρ. Στο ίδιο, σελ. 265. Το 1092-93 υπήρξε τόσο καταστροφική επιδημία, που δεν υπήρχαν αρκετοί ιερείς για να θάψουν τους νεκρούς. Στο ίδιο, σελ. 202. Brosset, Georgie, I, 348.

[←228]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 191-192.

[←229]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 198.

[←230]

Γουλιέλμος Τύρου, XI, vii.

[←231]

Στο ίδιο, xxii.

[←232]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 302. Ο Μιχαήλ Σύριος, III, 246, μιλά για την Έδεσσα το 1449 (περ. 1137) ως εξής: «…όταν η Έδεσσα ήταν σαν φυλακή, λόγω των Τούρκων που την περιέβαλλαν σε μεγάλους αριθμούς, και δεν άφηναν εύκολα τους κατοίκους της να μπαίνουν ή να βγαίνουν» (… quand Edesse etait comme dans une prison, à cause des Turcs qui l’entouraient en grande nombre, et ne laissaient pas facilement ses habitants entrer ou sortir).

[←233]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 265.

[←234]

Στο ίδιο, σελ. 315. Μιχαήλ Σύριος, III, 219-220. Πριν καταλάβει ο το Κίλιτζ Β΄ Αρσλάν τη Μελιτηνή, η πόλη βρισκόταν σε τέτοιο λιμό, που ο περισσότερος χριστιανικός πληθυσμός την εγκατέλειψε.

[←235]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 320.

[←236]

Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxvi, μεταφρ. Babock και Krey. Οι σταυροφόροι της Δεύτερης Σταυροφορίας συνάντησαν εδώ έλλειψη τροφίμων. X. de Planhol, De la plaine pamphylienne aux lacs pisidiens. Nomadisme et vie paysanne (Παρίσι, 1958), σελ. 87.

[←237]

Fulcher of Chartres, R.H.C., H.O., III, 336. Ansbert, σελ. 73, 79. De Planhol, Nomadisme, σελ. 87.

[←238]

Άννα Κομνηνή, III, 200. Μπαρ Εβραίος, I, 306. Μιχαήλ Σύριος, III, 371. Gesta Francorum, σελ. 54-55. Tudebodus, R.H.C., H.O., III, 29. Άννα Κομνηνή, III, 37. Albert of Achen, R.H.C., H.O., IV, 564.

[←239]

Βλέπε Qabus Nama, μεταφρ. R. Levy, A Mirror for Princes (Νέα Υόρκη, 1951), σελ. 99-108, για τον χαρακτήρα σκλάβων διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής.

[←240]

Βλέπε πιο πάνω.

[←241]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181-182, 204, 265. Ατταλειάτης, 198. Άννα Κομνηνή, III, 166. Miklosich et Müller, VI, 61.

[←242]

Άννα Κομνηνή, III, 229.

[←243]

Gesta Francorum, σελ. 55.

[←244]

Γουλιέλμος Τύρου, IV, iv.

[←245]

Η σύλληψη χριστιανών για τα σκλαβοπάζαρα φαίνεται να ήταν αρκετά εκτεταμένη τον 11ο και 12ο αιώνα. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181, 204, 265, 274, 302. Άννα Κομνηνή, III, 165-166, 229. Γουλιέλμος Τύρου, XI, vii. Ατταλειάτης, 198. Μπαρ Εβραίος, I, 266. Όταν έπεσε η Έδεσσα, υποδουλώθηκαν 16.000. Μπαρ Εβραίος, I, 268-273. Μιχαήλ Σύριος, III, 260 κ.ε. Οι Τούρκοι του Νουρ αλ-Ντιν, τους οποίους έφερε στην Κιλικία ο Μλεχ ο Αρμένιος, πήραν 16.000 χριστιανούς και τους πούλησαν στο Χαλέπι. Μιχαήλ Σύριος, III, 331. Το 1176 μεγάλη επιδρομή Τουρκμένων στις ελληνικές επαρχίες της Δυτικής Μικράς Ασίας υποδούλωσε Έλληνες κατά χιλιάδες. Ο Μιχαήλ Σύριος (III, 369), τοποθετεί υπερβολικά τον αριθμό των υποδουλωμένων στις 100.000, και προσθέτει ότι πωλήθηκαν σε αγορές σκλάβων τόσο μακριά όσο στην Περσία. Στις επιδρομές Τουρκμένων του 1185 και των επόμενων ετών 26.000 κάτοικοι των περιοχών της Καππαδοκίας, της Αρμενίας και της Μεσοποταμίας οδηγήθηκαν στις αγορές σκλάβων. Μιχαήλ Σύριος, III, 401-402. Μπαρ Εβραίος, I, 321. Αυτές οι λίγες πηγές φαίνεται να δείχνουν ότι το δουλεμπόριο ήταν ανθηρό. Μάλιστα η Μικρά Ασία εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντική πηγή σκλάβων για τον ισλαμικό κόσμο μέχρι τον 14ο αιώνα. Βλέπε Vryonis, “Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes”, Der Islam, XLI (1965), 224-252. Ο Bertrandon de la Brocquière, Le voyage d’outremer, επιμ. Ch. Schefer (Παρίσι, 1892), σελ. 135 (εφεξής Brocquière-Schefer), περιγράφει το οθωμανικό σκλαβοπάζαρο στη Μπούρσα. Η έκταση και η συνέχειά του κατά την οθωμανική περίοδο προκύπτουν από την περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα του Bartholomaeus Georgieuiz, The Offspring of the House of Ottomanno and Offices Pertaining to the Greate Turkes, etc., μεταφρ. H. Goughe (Λονδίνο, 1570;) (εφεξής Bartholomaeus Georgeuiz-Goughe), στο δοκίμιο, «Η θλιβερή ταλαιπωρία τόσο των αιχμαλώτων χριστιανών, όσο και εκείνων που ζουν κάτω από τον πολύ οδυνηρό ζυγό της υποτέλειας» (The Lamentable Affliction, as well of the captive Christians, as of them which live under the most grevous youke of tribute). Ο δουλέμπορος ακολουθούσε τους στρατούς, παίρνοντας συχνά μέχρι και 500 σκλάβους αλυσοδεμένους. Σχολιάζει επίσης τις δραστηριότητες των ντόπιων χριστιανών που βοηθούσαν τους σκλάβους να δραπετεύσουν. H. Kopstein, Zur Sklaverei im ausgehenden Byzanz (Βερολίνο, 1966), σελ. 91-94.

[←246]

Άννα Κομνηνή, III, 205: ἦσαν γὰρ καί τινες ἐν αὐτοῖς μιξοβάρβαροι ἑλληνίζοντες.

[←247]

Στο ίδιο, 207. Τέτοιοι ήσαν πιθανώς και οι στρατιώτες του Τζάχας, που παρακαλούσαν τον Κύριο (στα ελληνικά) να τους σώσει από τους Έλληνες πολιορκητές τους στη Χίο το 1090, στο ίδιο, II, 111.

[←248]

Danishmendname-Melikoff, I, 129. Βλέπε επίσης, I, 318, 361, για άλλα παραδείγματα. E. Rossi, II Kitab-i-Dede Qorqut (Βατικανό, 1952), σελ. 32-33, 181 κ.ε.

[←249]

Άννα Κομνηνή, II, 65-66.

[←250]

Ράλλης και Ποτλής, I, 271-272. II, 475.

[←251]

Στο ίδιο, II, 498. Για την εκ μέρους τους υιοθέτηση του χριστιανικού βαπτίσματος βλέπε κεφάλαιο 7, σημ. 165.

[←252]

Danishmendname-Melikoff, I, 128-131.

[←253]

Στο ίδιο, 223, 273-274, 370-371, 396, 426-427.

[←254]

Στο ίδιο, 367-368, 396, 428.

[←255]

Στο ίδιο, 257, 270, 280, 204-205, 275, 380. Σε ένα περιστατικό, Ι, 384, 5.000 αποδέχονται το Ισλάμ, 5.000 θανατώνονται.

[←256]

Danishmendname-Melikoff, I, 278.

[←257]

Στο ίδιο, 284, 380.

[←258]

Στο ίδιο, 380.

[←259]

Στο ίδιο, 381. Έπρεπε να τους επαναφέρουν στην πίστη με επίδειξη όπλων καθώς και με θαύματα, στο ίδιο, 316, 428-429.

[←260]

Στο ίδιο, 414-415.

[←261]

Στο ίδιο, 421. Σύμφωνα με τον ποιητή, η πόλη Γάγγρα-Μανκουρίγια (Mankuriya) υπέστη ελαφρώς διαφορετική μοίρα. Οι κατακτημένοι είχαν επιλογή. Μερικοί έγιναν μουσουλμάνοι, ενώ εκείνοι που προτιμούσαν να παραμείνουν χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να το κάνουν. Έπρεπε να ζουν έξω από τα τείχη και να πληρώνουν το χαράτσι, στο ίδιο, 367.

[←262]

Raymund of Aguilers, R.H.C., H.O., III, 250-251, 288:

«Αλλά οι ξεσηκωμένοι, με απόφαση του Θεού, Σαρακηνοί και Τούρκοι, σε τέτοια καταπιεστική δουλεία υπέβαλαν τους Σύριους για τετρακόσια και περισσότερα χρόνια, ώστε πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα και τη χριστιανική πίστη»

(Sed insurgentibus, per Dei judicium, Sarracenis atque Turcis, in tanta oppressione servitutis isti Suriani fuerunt per quadrigentos et eo amplius annos, ut multi eorum compellerentur patriam et Christianam deserere legem).

Βλέπε επίσης το πάρσιμο παιδιών από τις περιοχές μεταξύ Δορυλαίου και Κόνυα, και πιο ανατολικά από τον εμίρη Μπαλάκ.

[←263]

Danishmendname-Melikoff, I, 128, 286-287, 367, 380. Μιχαήλ Σύριος, III, 173. Οι προσήλυτοι φαίνεται ότι είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις κατακτήσεις του Μαλίκ Ντανισμέντ. Ο Γουλιέλμος Τύρου, I, ix, παρατηρεί ότι οι Τούρκοι σκόπευαν να ξεριζώσουν τον Χριστιανισμό της Ανατολίας. Αυτό είναι σίγουρα υπερβολή, αλλά είναι μία από εκείνες τις υπερβολές που βασίζονται σε πυρήνα της αλήθειας.

[←264]

Μπαρ Εβραίος, I, 265. Μιχαήλ Σύριος, III, 247. Προφανώς υπήρχε σημαντικό αρμενικό στοιχείο που βοήθησε στην τουρκική κατάκτηση, όπως επιβεβαιώνεται από τον Ματθαίο Εδέσσης καθώς επίσης και από τα αρμενικά ονόματα στο Ντανισμέντναμε. Πολλοί από αυτούς τους Αρμένιους μετατράπηκαν στο Ισλάμ. Βλέπε επίσης Brosset, Georgie, I, 331, για Γεωργιανούς.

[←265]

Ράλλης και Ποτλής, III, 27-28.

[←266]

Στο ίδιο, IV, 247.

[←267]

Οι σουλτάνοι στην Περσία ενδιαφέρονταν για την εγκαθίδρυση του Ισλάμ σε αυτές τις περιοχές, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο σουλτάνος έστειλε πενήντα μιμπάρ (άμβωνες) στην Ανατολία μετά την κατάκτησή της, al-Bondari, Recueil de textes relatifs a l’histoire des Seldjoucides, επιμ. T. Houtsma, (Λέιντεν, 1889), II, 55. Οι Βυζαντινοί συμμετείχαν επίσης στον θρησκευτικό ανταγωνισμό, επιδιώκοντας να μετατρέψουν στον χριστιανισμό τους Τούρκους, ιδιαίτερα τους αρχηγούς τους, και να τους φέρουν υπό βυζαντινό έλεγχο και επιρροή. Η Άννα Κομνηνή, ΙΙ, 81, σχολιάζει ότι ο Αλέξιος ήθελε να μετατρέψει όλους τους μουσουλμάνους στην Ανατολία. Ο Ελχάνης, ο Σκαλιάριος και άλλοι εμίρηδες της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβαν βάπτισμα και έγιναν χριστιανοί. Ο Τουρκο-Γεωργιανός Τσιαούς μετατράπηκε, όπως σε προηγούμενη περίοδο και ο εμίρης Χρυσόσκουλος.

[←268]

Για το συνολικό ζήτημα, Cahen, “Les tribus turques d’Asie Occidentale pendant la Periode seljukide”, W.Z.K.M., LI (1948-52), 178, 182-186.

[←269]

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κατά τα άλλα χρήσιμη μονογραφία του Γινάντζ (Yinanc), Felhi, σελ. 161-185. Χρησιμοποιώντας το Σιγιασάτναμε του Νιζάμ αλ-Μουλκ, το οποίο αναφέρει ότι στρατός 400.000 ιππέων πληρωνόταν από τον Μαλίκ Σαχ, ο Yinanc εκτιμά ότι 150.000 από αυτόν τον στρατό βρίσκονταν στην Ανατολία. Στη συνέχεια, θεωρώντας μια μέση οικογένεια τεσσάρων για καθέναν από αυτούς τους ιππείς, φτάνει στις 550-600.000. Στη συνέχεια προσθέτει άλλες 500.000 για εκείνους που έρχονταν για να ασκήσουν τη γεωργία και την κτηνοτροφία, φτάνοντας σε σύνολο 1.000.000 ως τον αριθμό των Τούρκων και Μουσουλμάνων αποίκων που ήρθαν κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου σταδίου. Προχωράει ζωγραφίζοντας την εικόνα ενός παλαιότερου στρώματος τουρκικού πληθυσμού στην Ανατολία, που υπήρχε ως γλωσσική και πολιτιστική μονάδα για αιώνες πριν από το 1071. Σύμφωνα με τον Yinanc, αυτοί οι προηγούμενοι «Τούρκοι» κάτοικοι ήσαν:

1. Μια ομάδα Βουλγάρων, που εισήχθησαν στις περιοχές Τσορούχ, Ευφράτη και Τραπεζούντας το 530 από τον Ιουστίνο Α’.

2. Άβαροι που εγκαταστάθηκαν στην ανατολική Ανατολία από τον Ιουστίνο Β’ το 577.

3. Άβαροι που στάλθηκαν από τον Ηράκλειο στα σύνορα το 620.

4. Βούλγαροι που εγκαταστάθηκαν στο Τοχούμ και το Γκαϊχάν για να πολεμήσουν τους Άραβες το 755.

5. Χαζάροι και Φεργανίδες Τούρκοι στην ακολουθία του Έλληνα διοικητή, που προήδρευε της ανταλλαγής αιχμαλώτων στην Ταρσό το 946, και οι οποίοι υποτίθεται ότι εγκαταστάθηκαν στην Καππαδοκία.

6. Βούλγαροι στρατιώτες υπό τον Βάρδα το 947.

7. Πατζινάκοι στρατιώτες που οδηγήθηκαν στην Ανατολία το 1048 για να πολεμήσουν τους Σελτζούκους.

8. Πατζινάκοι στον στρατό του Ρωμανού Δ’ στο Μαντζικέρτ.

Δυστυχώς, ο Γινάντζ (Yinanc) έχει αθροίσει μερικά γεγονότα που εκτείνονται σε έξι αιώνες, και ακόμη και αν οι περιπτώσεις της υποτιθέμενης «τουρκικής» εγκατάστασης ήσαν ακριβείς, δεν θα είχαν προκαλέσει καμία σημαντική αλλαγή στην εθνογραφία της Ανατολίας. Μάλιστα αυτή η υποτιθέμενη τουρκική διείσδυση στην Ανατολία είναι πλάσμα της φαντασίας μιας σχολής ιστοριογραφίας που ξεπήδησε στην Κεμαλική Τουρκία και έπρεπε να αγωνιστεί με ένα ισχυρό εθνικιστικό συναίσθημα. Οι Βούλγαροι που εγκαταστάθηκαν από τον Ιουστίνο στην περιοχή του Ευφράτη δεν είχαν σημαντικό μέγεθος και αναμφίβολα σύντομα αφομοιώθηκαν. Ο Yinanc αναφέρεται σε μια εγκατάσταση Αβάρων στην ανατολική Ανατολία από τον Ιουστίνο Β’ το 577, και το κάνει βασιζόμενος στην αυθεντία του Μουράλτ (I, 235). Όμως αυτό το τμήμα στον Muralt αναφέρεται απλώς σε μια εκστρατεία του αυτοκράτορα με στρατιώτες από τα Βαλκάνια, χωρίς να γίνεται λόγος για εγκατάστασή τους στην Ανατολία (Θεοφάνης, Ι, 246-247). Σε αντίθεση και πάλι με τον ισχυρισμό του Yinanc, ο Muralt (I, 275) δεν αναφέρει καμία εγκατάσταση Αβάρων στα ανατολικά σύνορα. Όσο για τους Βούλγαρους που εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία από τον Κωνσταντίνο Ε’ τον 8ο αιώνα, αυτοί είτε είχαν εκσλαβιστεί, είτε προχωρούσαν γρήγορα στον δρόμο τους να γίνουν Σλάβοι, και στη συνέχεια, όταν βρέθηκαν στην Ανατολία, όλα τα στοιχεία δείχνουν τον ραγδαίο εξελληνισμό τους (Vryonis, “St. Ioannicius”, σελ. 245-248). Όσο για τους Χαζάρους και Φεργανίδες που εμφανίστηκαν στην Ταρσό με τον Βυζαντινό διοικητή το 946 να προΐσταται της ανταλλαγής αιχμαλώτων, σίγουρα δεν εγκαταστάθηκαν στην Καππαδοκία όπως ισχυρίζεται ο Yinanc και ήσαν λίγοι σε αριθμό. Αποτελούσαν μέρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη και στρατολογούνταν στο εξωτερικό (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 576). Τα βουλγαρικά στρατεύματα του Βάρδα το 947 στρατολογήθηκαν από τα Βαλκάνια, και ως εκ τούτου ήσν σλαβόφωνα και όχι τουρκόφωνα. Όσο για τους Πατζινάκους που στάλθηκαν στην Ανατολία από τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, αυτοί έμειναν μόνο για λίγες ημέρες και μετά επέστρεψαν στα Βαλκάνια (Κεδρηνός, II, 587). (Ακόμα κι αν είχαν μείνει στην Ανατολία, δεν θα είχαν αφήσει κανένα αποτύπωμα στην εθνογραφία της Ανατολίας, καθώς ήσαν μόνο 15.000 σε αριθμό). Έτσι η άποψη ότι η ύπαρξη ενός σημαντικού τούρκικου εθνοτικού μπλοκ στην Ανατολία πριν από το 1071 βοήθησε στο άνοιγμα του δρόμου για μια ομαλή τουρκική κατοχή είναι λανθασμένη. Δεν υπάρχουν στοιχεία για αυτήν σε ιστορικές πηγές. Το βιβλίο του Yinanc αμαυρώνεται επίσης από ορισμένες άλλες παραπλανητικές φυλετικές θεωρίες σχετικά με την ύπαρξη φυλών Χετταίων και Θρακών στην Ανατολία του 11ου αιώνα.

[←270]

Για αυτά τα στοιχεία στους στρατούς: Ατταλειάτης, 190. Άννα Κομνηνή, II, 68, 74. III, 18, 144, 159. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 264, 269. Μιχαήλ Σύριος, III, 173. Οι υπερβολικοί αριθμοί του Yazidjioğlu, Histoire des Seldjoucides d’Asie Mineure d’après Ibn Bibi. Texte turc publié d’après les mss. de Leide et de Paris, M. Houtsma, στο Recueil de textes relatifs à l’histoire des Seldjoucides (Λέιντεν, 1902) III, 2 (αναφερόμενο εφεξής ως Yazidjioğlu), δεν είναι καθόλου αξιόπιστοι, καθώς ο συγγραφέας έγραφε τέσσερις αιώνες μετά τα γεγονότα. Έτσι, σε αντίθεση με το Yinanc, Fethi, σελ. 174-175, οι αριθμοί των στρατών δεν προϋποθέτουν μεγάλη εγκατάσταση.

[←271]

Γουλιέλμος Τύρου, III, xix, IV, i, V, xi. Gesta Francorum, σελ. 54-55, 58-59, 60-61, 64-65. Όταν η Σμύρνη έπεσε στον Κωνσταντίνο Δούκα, υπήρχαν εκεί μόνο 2.000 Τούρκοι. Άννα Κομνηνή, III, 26. Το Τυριαίον, αν και σε περιοχή πολέμου και μέσα σε τουρκικά εδάφη, δεν είχε τουρκική φρουρά ή διοικητή. Η Λαοδίκεια, όταν ανακατακτήθηκε από τον Ιωάννη Β’ στην αρχή της βασιλείας του, είχε μόνο 800 Τούρκους και αυτό θεωρούνταν μεγάλος αριθμός Τούρκων, Κίνναμος, 6.

[←272]

Γουλιέλμος Τύρου, III, xix, IV, i, V, xi.

[←273]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 199, 205-206, 209-210. Ο ίδιος ο Ντανισμέντ ήταν πιθανώς Αρμένιος. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 256.

[←274]

Άννα Κομνηνή, III, 205, II, 66.

[←275]

Όπως αντικατοπτρίζεται στο Ντανισμέντναμε.

[←276]

Raymund of Aguilers, R.H.C., H.O., III, 250-251. Tudebodus, R.H.C., H.O., III, 29. Gesta Francorum, 55. Γουλιέλμος Τύρου, IV, iv.

[←277]

Ο. Turan, “Les souverains seldjoukides et leurs sujets non-musulmans”, S.I., I (1953), 76 (αναφερόμενο εφεξής ως Turan, “Sujets non-musulmans”).

[←278]

The Book of Ser Marco Polo the Venetian concerning the Kingdoms and Marvels of the East, μεταφρ. και επιμ. H. Yule, 3η εκδ. (Νέα Υόρκη, 1903) I, 43 (αναφερόμενο εφεξής ως Marco Polo-Yule). Είναι ενδιαφέρον ότι ο Marco Polo συνδέει όχι μόνο τη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας με τις πόλεις, αλλά και τη βιομηχανία χαλιού με τους Έλληνες και τους Αρμένιους χριστιανούς. A. C. Moule and P. Pelliot, Marco Polo, the Description of the World (Λονδίνο, 1938), I, 95 (αναφερόμενο εφεξής ως Marco Polo, Moule-Pelliot).

[←279]

Στο C. Dawson, The Mongol Mission (Νέα Υόρκη, 1955), σελ. 219. William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 330.

[←280]

Marino Sanuto, επιμ. G. Hopf στο Chroniques Graeco-Romanes inédils ou peu connues (Βερολίνο, 1873), σελ. 143:

«Στη Μικρά Ασία, η οποία είναι η μεγαλύτερη χώρα, που δεν είναι η Ισπανία στην οποία είπαμε ότι υπάρχουν τέσσερα βασίλεια, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος υπόκειται στους Τούρκους, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ακολουθούν το ελληνικό τελετουργικό και είναι οι περισσότεροι Έλληνες»

(In l’Asia Minor, e ch’e maggior paese, che non e la Spagna della qual abbiamo detto esser quatro Regni, la qual per la maggior parte e sottoposta a Turchi, per il piu li Popoli seguono il Ritto Greco e sono per il piu Greci).

Ιbn Battuta-Gibb, II, 415: «Ονομάζεται από τους Ρουμ επειδή παλιότερα ήταν η χώρα τους και από αυτήν προέρχονταν οι αρχαίοι Ρουμ και οι Γιουνάνι [Έλληνες]. Αργότερα κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους, αλλά σε αυτήν υπάρχουν ακόμη πολλοί χριστιανοί υπό την προστασία των μουσουλμάνων, με τους τελευταίους να είναι Τουρκμένοι».

[←281]

Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ του Ακσαράι, μεταφρ. Μ. N. Gençosman, στο Selçuki devletleri tarihi (Άγκυρα, 1943), II, 230 (αναφερόμενο εφεξής ως Aksaray-Gençosman). Ο Καρίμ αλ-Ντιν ήταν αξιωματούχος της οικονομικής διοίκησης των Σελτζούκων και έτσι η δήλωσή του αξίζει την προσοχή. Έμμεση αναφορά στη φορολόγηση των ντίμμι γίνεται στο Ibn Bibi-Duda, σελ. 104, όπου ο σουλτάνος κάνει δώρο 100.000 ντιράμ και 5.000 δηνάρια από το χαράτσι που πλήρωναν οι Χριστιανοί και οι Αρμένιοι. Στον Battuta-Gibb, II, 425, οι χριστιανοί της Λαοδίκειας-Ντενιζλί πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο. Eflaki, Les saints des derviches tourneurs, μεταφρ. C. Huart (Παρίσι, 1918-1922), II, 235 (αναφερόμενο εφεξής ως Eflaki-Huart), ο εμίρης Τατζ αλ-Ντιν Μοτάζ έστειλε 7.000 ντιράμ σουλτάνι, από τη συνεισφορά του Ακσαράι στους μουσουλμάνους ηγέτες.

[←282]

Μιχαήλ Σύριος, III, 206. Όλους εκείνους που επέστρεψαν στο Γκάργκαρ τους υποδούλωσε, ενώ επέστρεψε για να κάψει τα χωριά, τις ελιές και τα αμπέλια.

[←283]

Μιχαήλ Σύριος, III, 245. Μπαρ Εβραίος, I, 264.

[←284]

Μιχαήλ Σύριος, III, 246.

[←285]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 344.

[←286]

Μιχαήλ Σύριος, III, 346. Μπαρ Εβραίος, I, 296.

[←287]

Μιχαήλ Σύριος, III, 388.

[←288]

Μεγάλοι αριθμοί αιχμαλώτων πάρθηκαν από τη Λαοδίκεια, το Κελβιανόν και την Καρία, αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά για επανεγκατάστασή τους σε τουρκικά εδάφη. Νικήτας Χωνιάτης, 163, 481, 523. Κίνναμος, 198.

[←289]

Νικήτας Χωνιάτης, 655-657. Το Φιλομήλιον και τα περίχωρα είχαν μειωθεί πολύ σε πληθυσμό, ως αποτέλεσμα ενός αιώνα πολέμου. Η πόλη κάηκε τόσο από τον Μανουήλ Κομνηνό όσο και από τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα και μεγάλος αριθμός Ελλήνων είχε εγκαταλείψει την περιοχή για ασφάλεια σε βυζαντινό έδαφος. Άννα Κομνηνή, III, 29, 200-203, 213-214. Ζωναράς, III, 757. Κίνναμος, 41-42, 63.

[←290]

Νικήτας Χωνιάτης, 624. Qazwini-Le Strange, σελ. 95-97. Ibn Bibi-Duda, σελ. 62, Μπαρ Εβραίος, I, 258. Μιχαήλ Σύριος, III, 237. Danishmendname-Melikoff, I, 197-199, 200, 202.

[←291]

O Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 70-95, δίνει ένα σκίτσο της ζωής και της οργάνωσης των τουρκμενικών φυλών. Για λεπτομερή περιγραφή και ανάλυση του τουρκμενικού νομαδισμού στη Μικρά Ασία, βλέπε πιο κάτω.

[←292]

Άννα Κομνηνή, XV, 4. Επίσης Στο ίδιο, III, 29: Πτοηθεὶς δὲ μὴ ἐπικαταλαμβανόντων αὐτὸν ἤδη Τουρκικῶν ἀμυθήτων λαῶν οἱ ἔποικοι τῶν μερῶν Φιλομηλίου παρανάλωμα βαρβαρικῆς γένωνται μαχαίρας … καὶ παραυτίκα διεκηρυκεύετο καὶ ὅτι ἕκαστος ἢ ἑκάστη προεξελθέτω τῆς τούτων ἐλεύσεως, τὰ σώματα αὐτὰ καὶ τὰ χρήματα ὁπόσα φέρειν δύνανται διασῴζοντες. εἵλοντο μὲν οὖν εὐθὺς ἅπαντες συνέψεσθαι τῷ βασιλεῖ, οὐκ ἄνδρες μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐταὶ γυναῖκες … Ζωναράς, III, 757. Οι κάτοικοι της Καταφυγίας επέστρεψαν με τον Αλέξιο.

[←293]

Άννα Κομνηνή, III, 203-204. The Alexiad of the Princess Anna Comnena, μεταφρ. E. A. S. Dawes (Λονδίνο, 1928) (αναφερόμενο εφεξής ως Άννα Κομνηνή-Dawes), σελ. 401.

[←294]

Άννα Κομνηνή, III, 213-214. Άννα Κομνηνή-Dawes, σελ. 408.

[←295]

Άννα Κομνηνή, III, 199-220.

[←296]

Στο ίδιο, 169, 188-189.

[←297]

Νικήτας Χωνιάτης, 17-18, 44, 50. Στρατολόγησε πολλούς Τουρκμένους για τους δικούς του στρατούς. Ο Κίνναμος, 9, περιγράφει έτσι τον νομαδικό τρόπο ζωής τους: οὔπω γὰρ γεηπονικοῖς ἐνησκημένοι ἔργοις γαλακτός τε ἀπερρόφουν καὶ κρεῶν ἐσιτοῦντο, κατὰ τοὺς Σκύθας, ἀεὶ σποράδες τε ἀνὰ τὸ πεδίον ἐσκηνημένοι ταύτῃ τοῖς βουλομένοις αὐτοῖς ἐγχειρεῖν προχειρότατοι ἐγίνοντο.

[←298]

Νικήτας Χωνιάτης, 71. Κίνναμος, 39-40, 36.

[←299]

Νικήτας Χωνιάτης, 194-195. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 268.

[←300]

Κίνναμος, 81-84. Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxii.

[←301]

Κίνναμος, 190-191.

[←302]

Στο ίδιο, 191: τὴν περιοικίδα τε πᾶσαν καταδραμὼν μυρίαν ἐκεῖθεν ἀνδρῶν καὶ ζώων ἄλλων ἤλασε πληθύν.

[←303]

Νικήτας Χωνιάτης, 227-228. Κίνναμος, 295-296. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 283. Ευθύμιος Μαλάκης-Bones, σελ. 526 κ.ε.

[←304]

Κίνναμος, 59: Ἐπεὶ δὲ περί τινα χῶρον ἐγένετο οὗ δὴ Μαίανδρος τὴν ἐκβολὴν ποιεῖται. Στο ίδιο, 298, παρατηρεί ότι ο Μαίανδρος πηγάζει στο Χώμα-Σούβλαιον: φρούριόν τι περὶ πρώτας που τοῦ Μαιάνδρου ἱδρυμένον ἐκβολὰς (Σούβλαιον ὄνομα αὐτῷ)…

[←305]

Στο ίδιο, 59.

[←306]

Στο ίδιο: σκηνὰς μὲν ἐνταῦθα ἠθροῖσθαι πολλὰς ἤκουσε.

[←307]

Στο ίδιο, 59-60: τούς τε οὖν Πέρσας οἵτινες εἶεν αὐτίκα συνεῖδεν ἐκ τῆς σφετέρας αὐτοὺς ὀνομάσας φυλῆς, Ῥαμάν τινα γεννεάρχην αὐτοῖς καταλέγων εἶναι, καὶ ὡς κατ’ ἔθος τὸ αὐτῶν τοὺς ἐκ γειτόνων Ῥωμαίων ἤδη καὶ νῦν ληστεύσαντες λαφύρων πλησάμενοι ἥκουσι.

[←308]

Ευθύμιος Μαλάκης-Bones, 546. Κίνναμος, 298.

[←309]

Νικήτας Χωνιάτης, 162: ἐνίοτε δὲ τοὺς ὡς πώεα πλατέα διεκκεχυμένους τοῖς Ῥωμαϊκοῖς σχοινίσμασι Τούρκους ἀναστέλλων τοῖς περὶ τὴν Πεντάπολιν ἐπιτίθεται.

[←310]

Στο ίδιο, 162-163. Κίνναμος, 196-198.

[←311]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 254.

[←312]

Νικήτας Χωνιάτης, 254-255. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 296.

[←313]

Odo de Deuil, σελ. 109-111.

[←314]

Γουλιέλμος Τύρου, XVI, xxvi. Odo de Deuil, σελ. 109-113.

[←315]

Νικήτας Χωνιάτης, 466, 480-481.

[←316]

Στο ίδιο, 549-553. Ο Ψευδοαλέξιος απέκτησε 8.000 Τουρκμένους (ποιμνίταις καὶ βουκολίοις) από τον εμίρη Αρσάνη. Στο ίδιο, 657-658. Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς στρατολόγησε επίσης στρατό από Τουρκμένους, με τον οποίο κατέστρεψε τις περιοχές Χωναί, Λαοδίκεια και Καρία. Νικήτας Χωνιάτης, 523. Οι πόλεις του Μαιάνδρου ερημώθηκαν επίσης με τον ίδιο τρόπο από τον φοροσυλλέκτη Μιχαήλ και τον Μαυροζώμη, με τη βοήθεια τουρκικών στρατών. Στο ίδιο, 700-701, 827, 842-843. Στασιαστές στη Βιθυνία κάλεσαν τουρκικά στρατεύματα εναντίον του Ανδρόνικου Κομνηνού.

[←317]

Κίνναμος, 59-60.

[←318]

Στο ίδιο, 295.

[←319]

Νικήτας Χωνιάτης, 551.

[←320]

Ibn el-Athiri chronicon quod perfectissimum inscribitur, επιμ. C. J. Tornberg (Ούψαλα 1853), XII, 113 (αναφερόμενο εφεξής ως Ibn al-Athir, Tornberg).

[←321]

Μιχαήλ Σύριος, III, 371.

[←322]

Historia Peregrinorum, σελ. 155: «Από αυτά τα αναρίθμητα πλήθη…» (Horum innumera multitudine…). Gesta Federici, 86: «Που μάζεψαν τον μεγαλύτερο και άπειρο στρατό» (Qui maximum et infinitum exercitum congregaverant). Gesta Federici, σελ. 87: «Και έρχονται με πολύ μεγάλο στρατό» (Et in maximo exercitu veniunt…).

[←323]

Ο Salimbene, σελ. 11, μιλά για μεγάλο «στρατό» Τούρκων μετά την αναχώρηση των σταυροφόρων από τη Φιλαδέλφεια: «Αφού συγκέντρωσαν άπειρο και αμέτρητο στρατό, πάνω από εκατό χιλιάδες, επιτίθεντο εναντίον του χριστιανικού στρατού, μέρα και νύχτα, επί τέσσερις εβδομάδες» (infinitum et innumerabilem exercitum, plusquam centum milia, congregantes, exercitum Christianum die noctuque per IIII or ebdomadas impugnarunt). 30.000 Τούρκοι περίμεναν τους σταυροφόρους στο Μυριοκέφαλον. Ansbert, σελ. 77.

[←324]

Regel, II, 195, 261. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 253-254, 283, 296. Νικήτας Χωνιάτης, 227-228, 254-255. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, P.G., CXXXV, 938, 940. Κίνναμος, 59-60, 191, 295.

[←325]

Historia Peregrinorum, σελ. 155:

«Είναι έθιμο των ανθρώπων αυτής της χώρας, που ονομάζονται άγριοι Τούρκοι ή μπεντεουίνι, να μην έχουν σπίτια και να ζούν ανά πάσα στιγμή στις σκηνές, μεταφερόμενοι από βοσκότοπο σε βοσκότοπο μαζί με τα κοπάδια και τα γελάδια»

(Est autem consuetudo incolarum illius terre qui silvestres Turci sive Bedewini dicuntur, carere domibus et omni tempore degendo in tabernaculis de pascuis ad pascua se transferre cum gregibus et armentis).

Και σελ. 156:

«Αυτό το έθνος, έθνος άγριο, βρωμερό και απείθαρχο, που δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο. Είναι πειρατές, που συνηθίζουν να καταστρέφουν τα εδάφη των γειτονικών πόλεων, ενώ και ο σουλτάνος τους δεν φοβάται πια τόσους συχνούς πολέμους και ληστείες»

(gens ista, gens odiosa silvestris indomita et effrena nullius est subdita ditioni; hii sunt predones qui soliti devastare terras finitimas ipsum eciam soldanum inquietare non verentur bellis frequentibus et rapinis).

Gesta Federici, σελ. 86:

«Περιφέρονται οι Τούρκοι, που καμμία κυβέρνηση και σε κανέναν τόπο δεν μπορεί να τους περιορίσει, ζώντας όμως στην ύπαιθρο»

(Sunt enim agrestes Turchi, qui nullo detinentur imperio et nulla loca possident, sed morantur in agris).

Και σελ. 87:

«Δεν έχουν πόλεις, αλλά μένουν στο χωράφι. Έχουν όμως έναν επικεφαλής, που προΐσταται πάνω τους, έχουν ζώα, καρπούς και πολεμούν με σπαθιά, μπαστούνια και πέτρες»

(Non habent civitates, sed morantur in agris; habent etiam caput unum, qui illos precedit, habent animalia, fructus et pugnant cum arcubus, lignis et lapidibus).

Επίσης σελ. 95:

«Που είναι άνθρωποι της υπαίθρου και χωρίς νόμο και λογική»

(qui sunt homines agrestes et sine lege et ratione).

Βλέπε Βrosset, Georgie, I, passim, ιδιαίτερα σελ. 358-359, για τα έθιμά τους.

[←326]

Νικήτας Χωνιάτης, 340.

[←327]

Ramsay, The Cities and Bishoprics of Phrygia (Οξφόρδη, 1897), II, 373.

[←328]

Regel, II, 259: οὐ μόνον δ’ οὕτω κακῶς διέθεντο καὶ ἠρήμωσαν ὁπόσα τούτοις ὅμορα καὶ ἀγχίθυρα. Historia Peregrinorum, σελ. 156.

[←329]

Για αυτό το τελευταίο βλέπε de Planhol, Nomadisme, σελ. 102-103. Ramsay, Phrygia, I, 301, στο γιατί η διαδικασία δεν ήταν τόσο αποδιοργανωτική για τους βυζαντινούς πληθυσμούς της Πισιδίας.

[←330]

Ο Μπαρ Εβραίος, I, 360, σημειώνει: «…Ουτζ, μεγάλη χώρα των Τουρκομάνων που βρισκόταν στα σύνορα των Ελλήνων».

[←331]

Για αυτό βλέπε A. Bombaci, Storia della letteratura turca (Μιλάνο, 1956), σελ. 209-225, 309-311.

[←332]

Al-Harawi, σελ. 131.

[←333]

Στο ίδιο, σελ. 133, αναφέρει επίσης ένα τζαμί του al-Battal στην Καϋσερί.

[←334]

Gesta Federici, σελ. 95. Όμως η στενή σχέση σουλτανάτου και φυλών αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ο Ψευδοαλέξιος χρειάστηκε να αποκτήσει μενσούρ (πιστοποιητικό) από τον σουλτάνο για να στρατολογήσει στρατιώτες από τις φυλές. Νικήτας Χωνιάτης, 551.

[←335]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 321. Μιχαήλ Πανάρετος, επιμ. O. Λαμψίδης, Μιχαήλ τοῦ Παναρέτου περὶ τῶν μεγάλων Κομνηνῶν, Α.Π., XXII (1958), 68, 78-79 (αναφερόμενο εφεξής ως Πανάρετος-Λαμψίδης). Sümer, “Cepni”, EI2.

[←336]

C. Cahen, “Selgukides, Turcomans et Allemands au temps de la troisieme croisade”, W.Z.K.M., LVI (1860), 21-31. Μπαρ Εβραίος, I, 330, για τη συμμετοχή τους στη δυναστική σύγκρουση των Σελτζούκων στις περιοχές της Σεβάστειας. Για τους Ağacheri, Sümer, “Ağaç-Eriler”, Belleten, XXVI, (1962), 521-528. Ο Aksaray-Gençosman, σελ. 335, φαίνεται να αναφέρεται στους Ağacheri. Ο Ibn Bibi-Duda, σελ. 270, μιλώντας για τις εισβολές τους το 1254, λέει ότι οι Αγατσέρι προέρχονταν από τη στέπα και το δάσος γύρω από το Μαράς. Εδώ περιπλανούνταν στους κύριους δρόμους, κατέστρεφαν καραβάνια και λεηλατούσαν τις περιοχές του Ρουμ, της Συρίας και της Αρμενίας. Βλέπε επίσης σχετικά με τις κινήσεις στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, O. Turan, Selçuklular Tarihi ve Türk-Islâm Medeniyeti (Άγκυρα, 1965), σελ. 188-190.

[←337]

Οι προσπάθειες των Αρμενίων ηγεμόνων στα τέλη του 12ου αιώνα να σταματήσουν τη διείσδυση των Τουρκμένων είναι παράλληλες με τις προσπάθειες των Κομνηνών στα δυτικά. Οι νομάδες εμφανίζονται στη νοτιοανατολική Ανατολία αναζητώντας βοσκοτόπια και λεία. Ibn al-Athir, R H.C., H.O., I, 644-645. Μπαρ Εβραίος, I, 310, 321, 328. Bahram of Edessa, R.H.C., D.A., I, 510-511. Constable Sempad, R.H.C., D.A., I, 628-629. Οι στρατοί του Μπαρμπαρόσα παρενοχλήθηκαν από τους Τουρκμένους όταν οι πρώτοι πλησίαζαν τις περιοχές του Ταύρου, έχοντας φύγει από την Κόνυα. Gesta Federici, σελ. 95:

«Που είναι άνθρωποι της υπαίθρου και χωρίς νόμο και λογική. Και μας επιτίθενται έντονα με πέτρες και ξύλα, νύχτα και μέρα, άνδρες και γυναίκες, και σκοτώσαμε πολλούς από αυτούς, και μας κυνηγούσαν μέχρι που φτάσαμε στην Αρμενία»

(qui sunt homines agrestes et sine lege et ratione. Et isti fortiter nos impugnant et cum lignis et lapidibus et nocte et die, et viri et mulieres, et multos de illis occidimus, et persequuntur nos, usque dum venimus in Armeniam).

Ibn al-Athir, R.H.C., H.O., ΙΙ1, 23-24.

[←338]

Η εκκλησία των Χωνών καταστράφηκε δύο ακόμη φορές στο τελευταίο μισό του 12ου αιώνα, όταν τα τουρκικά στρατεύματα των στασιαστών Θεόδωρου Μαγκαφά και Ψευδοαλέξιου κατέστρεψαν τα ψηφιδωτά, τον βωμό και μετά την εκκλησία. Νικήτας Χωνιάτης, 523-524, 552-553.

[←339]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169: …καὶ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν τῶν ἐν ὅλοις τοῖς τῆς Ἀνατολῆς μέρεσιν ὑπ’ αὐτῶν ἐρημωθέντων καὶ τέλεον κατατροπωθέντων καὶ εἰς τὸ μηδὲν ἀποκαταστάντων. Ο Regel, II, 259, αναφέρεται στην εκτεταμένη καταστροφή εκκλησιών στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα: …καὶ σταθμοὺς ἱεροὺς ἐκκενώσαντες ἠρημώκασιν…

[←340]

Danishmendname-Melikoff, I, 270, II, 84: Benem Melik Danismend-i Gazi. … Benem yikan kelise vu burgazi.

[←341]

Van den Vorst, “Saint Phocas”, XXX, 289: … καὶ ὁ νεὼς οὗτος ἠρείπωται πρὶν ταῖς ἐνγειτόνων βαρβάρων ἀθέων ἐπιθέσεσιν ὡς γενέσθαι κοινόν.

[←342]

Miklosich et Müller, VI, 24-25, 62, 84, 87, IV, 323-324, 329.

[←343]

Odo de Deuil, σελ. 107.

[←344]

De Jerphanion, Cappadoce, II2 400. Τα μοναστήρια των ανατολικών χριστιανών γενικά υπέστησαν παρακμή ως αποτέλεσμα των εισβολών των Σελτζούκων του 11ου αιώνα. D. Sourdel, “Dayr”, EI2.

[←345]

Γουλιέλμος Τύρου, VI, xxiii. Αυτό επιβεβαιώνεται για τις συριακές εκκλησίες, Raymund of Aguilers, R.H.C., H.O., III, 288:

«Σε τέτοια κακία είχαν εξοργιστεί τα πάθη αυτών των ανθρώπων, που εκκλησίες Θεού κατέστρεφαν και δικά του ιερά, ενώ κατέστρεφαν εικόνες, και όσες δεν προλάβαιναν να αποτελειώσουν, τους έβγαζαν τα μάτια και τους έριχναν βέλη. Όμως όλοι οι βωμοί τρυπήθηκαν από κάτω. Επίσης τις μεγάλες εκκλησίες τις έκαναν τζαμιά»

(Quippe in tantum malitiam exarserant illa hominum genera, ut ecclesias Dei everterent et sanctorum ejus, vel imagines delerent, et quas non poterant delere per moram, oculos eorum eruebant, et sagittabant; altaria vero omnia suffodiebant. In ecclesiis autem magnis, mahumarias faciebant).

Οι παρατηρήσεις του Ricoldo de Monte Crucis, “Lettres de Monte-Croce sur la prise d’Acre (1291)”, επιμ. Rohricht στο Archives de L’ Orient Latin, II (1884), 273, δείχνουν ότι η κατάσταση ήταν η ίδια στα τέλη του 13ου αιώνα:

«Μήπως δεν βρήκαμε σε ολόκληρη την Τουρκία και την Περσίδα και μέχρι τη Βαγδάτη όλες τις εκκλησίες των χριστιανών γκρεμισμένες ή να έχουν γίνει στάβλοι ή τζαμιά Σαρακηνών; Και όταν δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την εκκλησία ή να την κάνουν στάβλο, έχτιζαν τζαμί δίπλα στην εκκλησία και μιναρέ με ψηλό πύργο, ώστε πάνω από τα κεφάλια των χριστιανών να κηρύσσουν τον νόμο, μάλιστα την απιστία του Μωάμεθ»

(Nonne in tota Turchia et Percide et usque ad Baldactum invenimus omnes ecclesias christianorum diruptas aut stabulatas aut mescitas factas Sarracenorum? Et ubi non potueruent ecclesiam destruere vel stabulare, statim iuxta ecclesiam edificaverunt meschitam et menaram cum turri alta, ut super caput christianorum clament legem, ymmo perfidiam Machometi).

Για περαιτέρω αναφορά στην τουρκική καταστροφή ελληνικών εικόνων και θρησκευτικών ομοιωμάτων, βλέπε I. Sevcenko, “Alexius Macrembolites and his ‘Dialogue between the Rich and the Poor'”, Z.R.V.I., VI (1960), 196.

[←346]

Gesta Francorum, σελ. 54-55. Tudebodus, R.H.C., H.O., III, 29.

[←347]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 302.

[←348]

Στο ίδιο, σελ. 321.

[←349]

Μιχαήλ Σύριος, III, 237.

[←350]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 310.

[←351]

Για τη θρησκευτική δίωξη Συρίων χριστιανών και τον αναγκαστικό προσηλυτισμό βλέπε σημ. 261. Για την προτιμώμενη κοινωνική θέση των Αρμενίων απέναντι σε άλλους μη μουσουλμάνους, Χαλκοκονδύλης, 123-124: Ἀρμενίους δὲ μόνους τῶν ἄλλων ἐθνῶν διαφερομένων σφίσιν ἐς τὴν θρησκείαν οὐκ ἀνδραποδίζεσθαι, ὡς Ἀρμενίων τινί προειρηκότι τὸ (γὰρ) κλέος αὐτοῦ ἐς τὴν οἰκουμένην ἐσόμενον. διὰ τοῦτο μὴ ἐπιτρέπειν ἀνδραποδίζεσθαι Ἀρμενίους.

[←352]

Μιχαήλ Σύριος, III, 248, 286. Μπαρ Εβραίος, I, 266.

[←353]

Μιχαήλ Σύριος, III, 290-291.

[←354]

Στο ίδιο, 286.

[←355]

Στο ίδιο, 390 κ.ε. Προηγουμένως, το 1175, όταν ο Μουχάμαντ είχε καταλάβει την εξουσία, ήθελε να ανταμείψει το μοναστήρι για την υποστήριξή του, απαλλάσοντάς το πλήρως από τον φόρο υποτέλειας. Αλλά οι μοναχοί φοβούνταν τόσο το μίσος των μουσουλμάνων, που επέμεναν να πληρώνουν 300 δηνάρια ετησίως. Το ίδιο συνέβη και με το μοναστήρι του Μαρ Ντομίτιους (στο ίδιο, 363-364). Πιο ανατολικά από τη Μελιτηνή, οι χριστιανοί υπέφεραν από τη μουσουλμανική αντίδραση στις Σταυροφορίες. Το 1152 ένας Αρμένιος έχτισε μια περίτεχνη εκκλησία στο Χισν Ζιάντ και ερέθισε τόσο τον εμίρη Καρά Αρσλάν, που ο τελευταίος έβαλε να καταστρέψουν την εκκλησία και να σταυρώσουν τον ιερέα. Στη συνέχεια ο εμίρης εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την ανέγερση νέων εκκλησιών ή την επισκευή παλαιών σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσοποταμίας (στο ίδιο, 307-308). Όταν ο Νουρ αλ-Ντιν του Χαλεπιού πήρε τη Νίσιβι το 1172, διέταξε την καταστροφή όλων των νέων κατασκευών σε εκκλησίες και μοναστήρια. Λεηλάτησε το θησαυροφυλάκιο της Νεστοριανής εκκλησίας του Μαρ Τζακόμπ και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη της με περίπου 1.000 τόμους. Λέγεται ότι έκανε το ίδιο πράγμα αλλού (στο ίδιο, 339-340). Το 1174 λεηλάτησαν την εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων στο Μαρντίν (στο ίδιο, 352) και έκλεισαν τις εκκλησίες και την πατριαρχική κατοικία των Ιακωβιτών στην Άμιδα. Μερικές από τις εκκλησίες καταστράφηκαν εντελώς και άλλες χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες για το βαμβάκι του ηγεμόνα (στο ίδιο, 354-355). Ο Νουρ αλ-Ντιν του Μαρντίν χρησιμοποίησε τις πέτρες και τις στήλες των εκκλησιών για να εξωραΐσει τη δική του κατοικία (στο ίδιο, 396).

[←356]

Στο ίδιο, 397-398. Ήσαν οι ακόλουθες: Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής, Μεγάλη Εκκλησία, Άγιοι Απόστολοι, Άγιος Θωμάς, Άγιος Μιχαήλ, Άγιος Κοσμάς (εκκλησία του μεντίλ της Έδεσσας), Άγιος Γεώργιος, Σωτήρας, τρεις εκκλησίες αφιερωμένες στη Μητέρα του Θεού, δύο εκκλησίες των Σαράντα Μαρτύρων, των Ομολογητών (Γκουρία, Σεμούνα, Χαμπίμπ), Άγιος Στέφανος, Άγιος Θεόδωρος κ.λπ.

[←357]

Στο ίδιο, 173. Ο Ricoldo μιλά για τη μεγάλης κλίμακας μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά, βλέπε πιο πάνω σημ. 345.

[←358]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 313.

[←359]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 68.

[←360]

Ο Aksaray-Gençosman, 168-169, επισημαίνει ότι σε αυτά τα μέρη όπου διαβάζονταν προηγουμένως τα Ευαγγέλια, τώρα κάποιος διάβαζε το Κοράνι, ενώ η μουσουλμανική πρόσκληση για προσευχή αντικαθιστούσε τις καμπάνες της εκκλησίας.

[←361]

Le Destan d’Umur Pacha, επιμ. και μεταφρ. I. Melikoff-Sayar (Παρίσι, 1954), σελ. 47 (αναφερόμενο εφεξής ως Destan d’Umur). Βλέπε σημ. 341 πιο πάνω. Η διαδικασία συνεχιζόταν τον 14ο αιώνα, Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 39, 63-64, 69, 85, 215-217. Ashikpashazade-Ali, σελ. 18, 38, 42, 56, 154. F. Giese, Die altosmanischen anonymen Chroniken (Λειψία, 1925), σελ. 21 (αναφερόμενο εφεξής ως Anonymous-Giese). Στις αρχές της κατάκτησης οι Οθωμανοί μετέτρεψαν τις εκκλησίες της Νίκαιας, της Νικομήδειας, των Πηγών (Μπιγά), της Άμαστρης (Άμασρα).

[←362]

Νικήτας Χωνιάτης, 626.

[←363]

Βλέπε τις επιστολές του Ματθαίου Εφέσου, Treu, Matthaios Metropolit von Ephesos. Ueber sein Leben und seine Schriften (Πότσνταμ, 1901) (αναφερόμενο εφεξής ως Ματθαίος Εφέσου, Treu), σελ. 56.

[←364]

Μιχαήλ Σύριος, III, 354-355. Οι μοναχοί του Μπαρ Μαρ Σάουμα φαίνεται ότι υφίσταντο καταπιεστική φορολογία καθ’ όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα μέχρι την κατάκτηση της Μελιτηνής από τον Κίλιτζ Β’ Αρσλάν, στο ίδιο, passim.

[←365]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 201.

[←366]

Στο ίδιο, σελ. 204. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ματθαίος, σελ. 207, αναφέρει τον θάνατό του.

[←367]

Μιχαήλ Σύριος, III, 188. Τα αρμενικά μοναστήρια της ανατολικής Ανατολίας άρχισαν να αναβιώνουν μόνο στα τέλη του 12ου αιώνα. F. Macler, “Les couvents armeniens”, Revue de l’histoire des religions, LXXIII (1916), 303.

[←368]

Ράλλης και Ποτλής, II, 388, ο κανόνας περιγράφει λεπτομερώς αυτήν την κατάσταση: Ἐπειδή κατὰ διαφόρους καιροὺς βαρβαρικαὶ γεγόνασι ἔφοδοι, καὶ πλεῖσται πόλεις ἐντεῦθεν ὑποχείριοι τοῖς ἀνόμοις κατέστησαν ὡς ἐντεῦθεν μὴ δυνηθῆναι τὸν τῆς τοιαύτης πόλεως πρόεδρον, μετὰ τὴν ἐπ’ αὐτῷ χειροτονίαν, τὸν οἰκεῖον θρόνον καταλαβεῖν, καὶ ἐν αὐτῷ ἱερατικῇ καταστάσει ἐνιδρυθῆναι, καὶ οὕτω κατὰ τὸ κρατῆσαν ἔθος τὰς χειροτονίας, καὶ πάντα, ἅ τῷ ἐπισκόπῳ ἀνήκει, πράττειν τε καὶ μεταχειρίζεσθαι ἡμεῖς τὸ τιμιον, καὶ σεβάσμιον τῇ ἱερωσύνῃ φυλάττοντες, καὶ μηδαμῶς πρὸς λύμην τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαίων τὴν ἐθνικὴν ἐπήρειαν ἐνεργεῖσθαι βουλόμενοι, τοῖς οὕτω χειροτονηθεῖσι, καὶ διὰ τὴν προκειμένην αἲτίαν ἐν τοῖς ἑαυτῶν μὴ ἐγκαταστᾶσι θρόνοις, τὸ ἀποκριμάτιστον τηρεῖσθαι συνεωράκαμεν, ὥστε καὶ χειροτονίας κληρικῶν διαφόρων κανονικῶς ποιεῖν, καὶ τῇ τῆς προεδρίας αὐθεντίᾳ κατὰ τὸν ἴδιον ὅρον κεχρῆσθαι, καὶ βεβαίαν, καὶ νενομισμένην εἶναι πᾶσαν ὑπ’ αὐτῶν προϊοῦσαν διοίκησιν.

Η φυγή και η απέλαση του κλήρου της Ανατολίας επιβεβαιώνεται από τα πρόσφατα δημοσιευμένα έγγραφα στο J. Darrouzes, Documents inedits d’ecclesiologie byzantine (Παρίσι, 1966), σελ. 40-41, 46-47, 226 (αναφέρονται οι κληρικοί της Αντιόχειας Πισιδίας και της Άγκυρας). Καθώς οι κληρικοί δεν μπορούν να φτάσουν στις θέσεις τους, έχουν πάει στην Κωνσταντινούπολη. Καὶ τίς ἄν εἴη νῦν ἄλλη Σιὼν τῶν πόλεων παρὰ ταύτην ἐν ᾗ συντρέχουσιν ἐκ πασῶν πόλεων καὶ χωρῶν καὶ ἐθνῶν καὶ διὰ τὴν τῶν πολεμίων ἔξωθεν ἔφοδον καὶ ἕτερα πολλὰ διὰ τὸ κράτος οἵ τε καταλειφθέντες ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ οἱ ἀδικούμενοι; P.G., CXLVI, 1196-1197, κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού ο Νικηφόρος, μητροπολίτης Γάγγρας, δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία του (σχολάζων) λόγω των Τούρκων και έτσι του δόθηκε η μητροπολιτική έδρα της Άμαστρης. Ομοίως ο ιεράρχης Λεοντοπόλεως στη Μικρά Ασία έπρεπε να αναλάβει την εκκλησία της Αρκαδιοπόλεως στην Ευρώπη.

[←369]

Ράλλης και Ποτλής, II, 390. Ο Ζωναράς, Στο ίδιο, 344-345, παρατηρεί ότι οι κληρικοί εγκαταλείπουν τις εκκλησίες λόγω βαρβαρικών εισβολών, σκληρών φόρων και λιμού: Τινές κληρικοί, διὰ βαρβάρων ἐφόδους, ἤ φορολόγων ἀπανθρωπίας, ἤ λιμὸν ἴσως τῇ χώρᾳ αὐτῶν ἐπισυμβάντα, ἤ καὶ δι’ ἑτέρας αἰτίας μεταναστεύοντες, εἰς χώρας ἄλλας ἀπίασι. Αυτό αποτελεί πιθανώς εξήγηση του κανόνα 28 της συνόδου του Τρούλλου παρά σχόλιο για τον 12ο αιώνα.

[←370]

Στο ίδιο, 390-391. Zepos, J.G.R., I, 325-326. Βλέπε Ράλλης και Ποτλής, II, 322-323, για τα ἐκκλησιαστικά ἀρχοντίκια. Τα ὀφφίκια γενικά αναφέρονται στα διάφορα διοικητικά γραφεία υπό τον επίσκοπο, δηλαδή οἰκονόμος, σακκελίων, σκευοφύλαξ, χαρτοφύλαξ, σακκέλου κ.λπ. Το ἀδελφᾶτον υποδηλώνει ένα χρηματικό ποσό που ένας ξένος δικαιούται να λάβει από ένα μοναστήρι. Περιγράφει επίσης ένα δώρο που γινόταν σε μοναστήρι για να στηρίξει έναν μοναχό. Τα ἀρχοντίκια αναφέρονται στις πεντάδες των αξιωματούχων που βοηθούσαν στη διοίκηση του Πατριαρχείου, H-G. Beck, Kirche und theologische Literatur, 98-120, 137.

[←371]

Ευθύμιος Τορνίκης-Papadopoulos-Kerameus, σελ. 182-183.

[←372]

Ο Βαλσαμών, στο Ράλλης και Ποτλής, III, 156, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι σουλτάνοι του 12ου αιώνα επέτρεπαν περιστασιακά σε ορισμένους από τους μητροπολίτες και επισκόπους να έρθουν στην Ανατολία στις εκκλησίες τους.

[←373]

Ράλλης και Ποτλής, III, 156. Έτσι ορίζεται αλλού, στο ίδιο, II, 147: ὅταν τις σχολάζων, δηλονότι μὴ ἔχων παροικίαν, ὡς ὑπὸ ἐθνῶν κατεχομένην.

[←374]

Στο ίδιο, II, 390-391, III, 245-246. Αν ένας επίσκοπος δεν μπορεί να πάει σε επισκοπή, επειδή η κενή επισκοπή κατέχεται από τους αλλοδαπούς, η χειροτονία του θα καθυστερήσει. Ράλλης και Ποτλής, II, 275: εἰ δέ, φασί, διά τινα περίστασιν ἀπαραίτητον κωλύεται ἡ τοῦ ἐπισκόπου προχείρισις, (τυχόν γὰρ ἡ χηρεύουσα πόλις ἐπισκόπου ὑπὸ ἐθνῶν ἑάλω, καὶ οὔκ ἐστι ρᾷον ἀπελθεῖν ἐκεῖσέ τινα), πάντως ὑπερτεθείη καὶ ἡ χειροτονία.

[←375]

Στο ίδιο, I, 149-153, II, 157.

[←376]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 274-275.

[←377]

Στο ίδιο, II, 157, ΙΙΙ, 245-246. Zepos, J.G.R., I, 361.

[←378]

Grumel, Regestes, I, iii, passim.

[←379]

Ράλλης και Ποτλής, III, 486. Αυτό το κείμενο απεικονίζει με μεγάλη σαφήνεια την πρόταση ότι τον 12ο αιώνα οι κληρικοί δεν μπορούσαν να αναλάβουν τις θέσεις τους σε εκκλησίες εντός των περιοχών των μουσουλμάνων. Η Αντιόχεια Πισιδίας βρισκόταν για τα καλά εντός των ορίων του τουρκικού ελέγχου, αλλά η Σωζόπολις βρισκόταν στα βυζαντινά χέρια (αν και ήταν κοντά στα τουρκικά σύνορα). Επίσης η Οινόη βρισκόταν στα βυζαντινά χέρια, ενώ πέρα από τα σύνορα η Νεοκαισάρεια βρισκόταν στα χέρια του εχθρού. Ο Βαλσαμών αναφέρει ότι πολλοί άλλοι κληρικοί αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν τις εκκλησίες σε πόλεις που κρατούσαν οι Τούρκοι και να αναλαμβάνουν διαμονή πέρα από τα σύνορα, σε επισκοπές στη βυζαντινή επικράτεια.

[←380]

Στο ίδιο, V, 394.

[←381]

Στο ίδιο, 428-429.

[←382]

Στο ίδιο, II, 23-25. Αν ένας επίσκοπος εκλεγόταν σε επισκοπή αλλά δεν μπορούσε να πάει εκεί, επειδή η κατοχή των ξένων τον εμπόδιζε να το κάνει, η χειροτονία του έπρεπε να καθυστερήσει. Έτσι ο Ευστάθιος, που εξελέγη στην εκκλησία των Μύρων, αλλά δεν μπορούσε να πάει εκεί λόγω της τουρκικής κατοχής, δεν χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μύρων. Προφανώς ο θρόνος της Θεσσαλονίκης έμενε κενός και έτσι μετατέθηκε εκεί.

[←383]

Στο ίδιο, I, 57. Ο Βαλσαμών σχολιάζει το κεφάλαιο 20 του Νομοκανόνος του Φωτίου σχετικά με αυτές τις περιοχές. Το κεφάλαιο 20 του Νομοκανόνος γράφει: Ὁ Ἐλενόποντος δύο ἔχει μητροπολίτας, ὡς ἡ κη’. νεαρά· καὶ ἡ Παφλαγονία διαφόρους, ὡς ἡ κθ’. νεαρά· καὶ ἡ Φρυγία Καπατιανή, καὶ ἡ β’. Καππαδοκία. Οὔτε δὲ δύο πόλεων δύναταί τις εἶναι ἐπίσκοπος, έξῄρηται ό Τομέως, αὐτὸς γὰρ καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν Σκυθίας προνοεῖ· καὶ ἡ Λεοντόπολις Ἰσαυρίας ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπόν ἐστι Ἰσαυροπόλεως, ὡς βιβ. α’, τοῦ κώδικος τίτ. γ’, διατ. λε’. οὔτε δὲ ἡγούμενος γίνεται δύο μοναστηρίων, ὡς διάτ. λθ’. τοῦ αὐτοῦ τίτλου. Το σχόλιο του Βαλσαμώνος είναι πολύ σημαντικό: Ἡ κη’. νεαρὰ κεῖται εἰς βιβλίον τῶν βασιλικῶν Ϛ’, τίτ. ιβ’. κεφ. α’, ἥτις ἐνταῦθα οὐκ ἐτέθη παρ’ ἡμῶν διὰ τὸ μεγάλως ἀλλοιωθῆναι τὴν τῶν ἐν ταύτῃ δηλουμένων χωρῶν κατάστασιν ὑπὸ τῶν ἀθέων βαρβάρων, καὶ διὰ τοῦτο ἀπρακτῆσαι τὰ τῆς νεαρᾶς. Καὶ ἡ κθ’. νεαρὰ ἐγράφη εἰς βιβλίον τῶν βασιλικῶν Ϛ’, τίτ. ιγ’. κεφ. α’, ἐνταῦθα δὲ οὐκ ἐτέθη διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν.

[←384]

Στο ίδιο, II, 46: πολλαὶ πόλεις διὰ τὴν τῶν ἐθνῶν ἐπιδρομὴν ἀνεπισκόπητοι…

[←385]

Στο ίδιο, 172.

[←386]

Στο ίδιο, 324.

[←387]

Zepos, J.G.R., I, 326. Ράλλης και Ποτλής, II, 390-391.

[←388]

Grumel, Regestes, I, iii, 156. “Lion metropolite d’Amasee (XII siècle)”, Etudes Byzantines, III (1945), 168. Για το κείμενο του οποίου επιμελήθηκε o αιδεσιμώτατος Αθηναγόρας, Ὀρθοδοξία, V (1930), 543-545, βλέπε τις παρατηρήσεις του Grumel. Υπάρχει κάποια δυσκολία ως προς το αν ο Μιχαήλ πήγε ποτέ στην Άγκυρα:

«Επειδή ο εν λόγω ιεράρχης ούτε είχε ενθρονιστεί από τη μητρόπολη της Άγκυρας, ούτε υπήρχε στα γραφεία ανακήρυξη του ονόματός του, αφού κανένας Χριστιανός λέγεται ότι δεν υπήρχε εκεί»

(Car le dit prelat ni n’a été intronisé dans la metropole d’Ancyre, ni n’y a eu dans les offices proclamation de son nom, puisque aucun chrétien, dit-on, ne s’y trouve).

[←389]

Η χρονολογική απόδοση είναι αυτή του Grumel, Regestes, Ι, iii, 168.

[←390]

Οι Ράλλης και Ποτλής, III, 223, σχολιάζουν ότι επίσκοποι δεν πρέπει να διορίζονται όταν οι περιστάσεις δεν το δικαιολογούν, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ανεπαρκές εισόδημα, επειδή … οὐκ ἔσται πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ τὸ πεζῆ βαδίζειν ἀρχιερέα διὰ πενίαν καὶ στερεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων. Και σχολιάζουν συγκεκριμένα ότι αυτό ισχύει για τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας.

[←391]

Σε αντίθεση με τις εκκλησίες εντός τουρκικών περιοχών, οι εκκλησίες στη βυζαντινή επικράτεια ξαναχτίζονταν και οι μοναστηριακές κοινότητες ανθούσαν κατά τη διάρκεια του12ου και του 13ου αιώνα. Miklosich et Müller, I and II, passim. Παχυμέρης, II, 642-650, για την εξαθλίωση της εκκλησίας. Για φορολογικές ασυλίες που δίνονταν από τη βυζαντινή κυβέρνηση σε κληρικούς και μοναστήρια, Zepos, J.G.R., I, 366, 427. Εξαιτίας αυτού ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός έδωσε γη και προνόμια στην εκκλησία, Svoronos, “Les privileges de l’église a l’époque des Comnènes : un rescrit inédit de Manuel Ier Comnène”, Travaux et Memoires, I (Παρίσι, 1965), 325-392.

[←392]

Zepos, J.G.R., I, 325, 326.

[←393]

Ράλλης και Ποτλής, ΙΙΙ, 246.

[←394]

Στο ίδιο, 246: ὡς μηδὲ ἀπαγορεύων τὴν εἰς ταύτας ἀποκατάστασιν τῶν χριστιανῶν.

[←395]

Euthymius Tornices-Papadopoulos-Kerameus, σελ. 182-183. Αυτό πρέπει ίσως να χρονολογηθεί μεταξύ 1162 (χρονολογία παραμονής του Κίλιτζ Αρσλάν στην Κωνσταντινούπολη) και 1176 (μάχη Μυριοκεφάλου).

[←396]

Zepos, J.G.R., I, 351-352.

[←397]

Το ίδιο συναίσθημα εκφράζεται στην πιο άφθονη βιβλιογραφία του 14ου αιώνα.

[←398]

Κανών 57 της συνόδου της Λαοδίκειας, Ράλλης και Ποτλής, III, 222: Ὅτι οὐ δεῖ ἐν ταῖς κώμαις καὶ ἐν ταῖς χώραις καθίστασθαι ἐπισκόπους, ἀλλὰ περιοδευτάς. Κανών 6 της συνόδου της Σαρδικής, στο ίδιο, ΙΙΙ, 243: μὴ ἐξεῖναι δὲ ἁπλῶς καθιστᾶν ἐπίσκοπον ἐν κώμῃ τινί ἤ βραχείᾳ πόλει, ᾗ τινι καὶ εἷς μόνος πρεσβύτερος ἐπαρκεῖ· οὐκ ἀναγκαῖον γὰρ ἐπισκόπους ἐκεῖσε καθίστασθαι, ἵνα μὴ κατευτελίζηται τὸ τοῦ ἐπισκόπου ὄνομα καὶ ἡ αὐθεντία.

[←399]

Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι το κύριο και μοναδικό κριτήριο για τη σύσταση επισκοπής και για τη διατήρησή της. Ράλλης και Ποτλής, III, 246: εἶπόν τινες, μὴ ὀφείλειν τοῦτο γενέσθαι εἰς εὐτελεῖς πάντη κώμας ἤ πόλεις, διὰ τὸ προψηφίζεσθαι εἰς ταύτας ἀρχιερεῖς ὅταν ἦσαν ὑπὸ λαοῦ εὐθυνούμεναι, ἀλλὰ τὴν αἰτίαν τῆς προβλήσεως τοῦ ἀρχιερέως εἶναι τὸ πολυάνθρωπον τῆς χώρας, οὐχὶ τὸ παλαιὸν προνόμιον.

[←400]

Ράλλης και Ποτλής, III, 223. Για τους περιοδευτές, H-G. Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 103 κ.ε.

[←401]

Ράλλης και Ποτλής, III, 246-247. Ο Ducange παραθέτει τη Σούδα για να ορίσει τα σολέμνια: ἡ παρὰ βασιλέως ἀναφαίρετος δωρεὰ διδομένη ταῖς ἐκκλησίαις.

[←402]

Yinanc, Fethi, σελ. 174.

[←403]

Στο ίδιο, σελ. 162-164.

[←404]

Ramsay, Phrygia, I, 301.

[←405]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 188, 190, 396, 201, 204, 207, 256.

[←406]

Άννα Κομνηνή, II, 110, 69. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 195. Gesta Francorum, σελ. 102-103. Αποτελεί έντονο θέμα στο Ντανισμέντναμε.

[←407]

Η ίδια η ισλαμική κοινωνία είχε σημαντική αντιπάθεια για τους Τουρκμένους και ο Νίζαμ αλ Μουλκ αφιέρωσε ένα σύντομο κεφάλαιο σε αυτό το θέμα στο βιβλίο του για την κυβέρνηση. The Book of Government or Rules for Kings, μεταφρ. H. Darke (Λονδίνο, 1960), σελ. 105: «Αν και έχει προκύψει κάποια αποστροφή για τους Τουρκμένους και αυτοί είναι πάρα πολλοί, παρ’ όλα αυτά έχουν μακροχρόνια διεκδίκηση για τη δυναστεία, επειδή κατά την έναρξή της υπηρέτησαν καλά και υπέφεραν πολλά, ενώ συνδέονται επίσης με δεσμούς συγγένειας. Επομένως θεωρείται αρμόζον χίλιοι περίπου από τους γιους τους να προσλαμβάνονται και να συντηρούνται με τον ίδιο τρόπο ως ακόλουθοι του παλατιού. Όταν βρίσκονται σε συνεχή απασχόληση, θα μάθουν τη χρήση όπλων και θα εκπαιδευτούν στην υπηρεσία. Ύστερα θα εγκατασταθούν σε έναν τόπο μαζί με άλλους ανθρώπους και θα υπηρετούν ως ακόλουθοι με αυξανόμενη αφοσίωση, ενώ θα εξαφανιστεί και η αντιπάθεια που είναι γενικά αισθητή γι’ αυτούς λόγω της φύσης τους». A. Lambton, Landlord and Peasant in Persia; A Story of Land Tenure and Land Revenues Administration (Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 1953), σελ. 56. Βλέπε V. Barthold, Turkestan down to the Mongol Invasion (Λονδίνο, 1928), σελ. 309-310, για σχολιασμό των παραπάνω καθώς επίσης και για τις δυσκολίες που προκαλούσαν οι Τουρκμένοι στην καθιστική ισλαμική κοινωνία. Επίσης Qabus Nama, μεταφρ. Levy, σελ. 103: «Χωρίς αμφιβολία, αυτό που είναι καλό στους Τούρκους είναι παρόν σε υπερθετικό βαθμό, αλλά το ίδιο ισχύει και για εκείνο που είναι άσχημο με αυτούς. Τα γενικά τους μειονεκτήματα είναι ότι είναι αδιάκριτοι, αδαείς, καυχησιάρηδες, ταραχώδεις, ανικανοποίητοι και χωρίς αίσθηση δικαιοσύνης. Χωρίς καμία δικαιολογία θα δημιουργήσουν προβλήματα και θα αρθρώσουν άσχημη γλώσσα, ενώ τη νύχτα τους λείπει το θάρρος. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι είναι γενναίοι, απαλλαγμένοι από προσποίηση, ανοιχτοί στην εχθρότητα και ένθερμοι σε κάθε έργο που τους ανατίθεται. Για το [εγχώριο] κατεστημένο δεν υπάρχει καλύτερη φυλή». Επίσης Hudud al-Alam-Minorsky, σελ. 100. Η μουσουλμανική αστική κοινωνία της Ανατολίας εξέφραζε συχνά δυσαρέσκεια και αποστροφή για τους Τουρκμένους νομάδες. G. Cahen στο von Gruenbaum, Unity and Variety in Muslim Civilization (Σικάγο-Λονδίνο, 1955), σελ. 330, για τη χρήση της λέξης «Τούρκος» για τον βάρβαρο και αφόρητο παραμεθόσιο πληθυσμό των Τουρκμένων. Ο Aksaray-Gençosman, σελ. 342, λέει για αυτούς ότι είναι «αιμοδιψείς, σκύλοι, πεινασμένοι για λεία, αλλά ότι τρέπονται αμέσως σε φυγή με την εμφάνιση ενός ισχυρού εχθρού». Ibn Bibi-Duda, σελ. 308. Togan, Umumi Turk tarihine giris (Ισταμπούλ, 1946), σελ. 205.

[←408]

Γουλιέλμος Τύρου, III, xix, IV, i, V, xi. J. Laurent, “Des Grecs aux Croisés”, Byzantion, I (1924), 443.

[←409]

Γουλιέλμος Τύρου, IV, iv. Gesta Francorum, σελ. 54-55.

[←410]

Ο Γουλιέλμος Τύρου, VI, xxiii, μεταφρ. E. A. Babcock και A. C. Krey, I, 296, παρατηρεί για την κατάσταση των εκκλησιών στην Αντιόχεια όταν μπήκαν οι σταυροφόροι: «Η ιερόσυλη φυλή των Τούρκων είχε βεβηλώσει τους σεβάσμιους τόπους. Είχαν διώξει τους λειτουργούς της θείας λατρείας και χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για βέβηλους σκοπούς. Μερικά από τα ιερά οικοδομήματα χρησιμοποιούνταν ως στάβλοι για άλογα και άλλα υποζύγια, καθώς και σε άλλες ασχολίες ακατάλληλες για ιερά. … Οι εικόνες των σεβαστών αγίων είχαν σβηστεί από τους ίδιους τους τοίχους — σύμβολα που παρείχαν τη θέση βιβλίων και ανάγνωσης στους ταπεινούς προσκυνητές του Θεού και προκαλούσαν ευλάβεια στο μυαλό των απλών ανθρώπων, τόσο αξιέπαινων για την αφοσιωμένη ευσέβειά τους. … Πάνω τους οι Τούρκοι είχαν βγάλει την οργή τους, σαν να επρόκειτο για ζωντανά πρόσωπα. Είχαν βγάλει τα μάτια, είχαν κόψει τις μύτες και είχαν λερώσει τις εικόνες με λάσπη και βρωμιά. Είχαν ρίξει κάτω τους βωμούς και είχαν μολύνει το ιερό του Θεού με τις ασεβείς πράξεις τους». Για την καταστροφή εκκλησιών βλέπε επίσης, Miklosich et Müller, VI, 87. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 169. Βλέπε πιο πάνω σημ. 338-361.

[←411]

Danishmendname-Melikoff, passim. Ibn Bibi-Duda, σελ. 68.

[←412]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 190.

[←413]

Στο ίδιο, σελ. 290.

[←414]

Μιχαήλ Σύριος, III, 194.

[←415]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 201. Το ίδιο συνέβη στη Γεωργία, Brosset, Georgie, I, 348-349.

[←416]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 204, 207. Μιχαήλ Σύριος, III, 188.

[←417]

Zepos, J.G.R., I, σελ. 325-326: ἅτε τῶν μὲν ἐν αἷς ἐπεψηφίσθησαν ἐκκλησιῶν πάντη τυγχανουσῶν ἀπόρων καὶ ἀπροσβάτων αὐτοῖς παντελῶς … τῶν ψηφισθεισῶν αὐτοῖς ἐκκλησιῶν ὡς εἴρηται ἀβάτων οὐσῶν τούτοις ὡς ὑπὸ τῶν ἐχθίστων κατεχομένων ἐχθρῶν. Dölger, Regesten, II, αριθ. 1172.

[←418]

Οι θρησκευτικές δυσκολίες μεταξύ Βυζαντινών και Αρμενίων είχαν ως αποτέλεσμα καταστάσεις που κατά καιρούς ήσαν ατυχείς για αυτές τις εκκλησίες στην ανατολική Ανατολία. Όμως οι συνθήκες δεν ήσαν τόσο καταπιεστικές όσο έγιναν στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των τουρκικών εισβολών και καταλήψεων. Αντίθετα, η συριακή μοναστηριακή ζωή άνθιζε στη βυζαντινή Ανατολία, Μιχαήλ Σύριος, III, 124 κ.ε., 135, 145 κ.ε.

[←419]

Gesta Francorum, σελ. 56-57.

[←420]

Στο ίδιο, σελ. 58-59.

[←421]

Στο ίδιο, σελ. 60-61.

[←422]

Στο ίδιο, σελ. 62-65. Γουλιέλμος Τύρου, IV, i. Είναι όμως αλήθεια ότι οι χριστιανοί της Ανατολίας υπέφεραν επίσης περιστασιακά από τους σταυροφόρους, όπως μαρτυρά η σφαγή Ελλήνων από τους σταυροφόρους το 1101 στη βόρεια Ανατολία. Άννα Κομνηνή, III, 19-22.

[←423]

Γουλιέλμος Τύρου, V, xi. Άννα Κομνηνή, III, 19-22.

[←424]

Γουλιέλμος Τύρου, V, xxii-xxiii.

[←425]

Gesta Francorum, σελ. 86-87, 156-159.

[←426]

Άννα Κομνηνή, II, 68. Ένας Έλληνας κάτοικος των περιοχών της Νίκαιας ήρθε να ειδοποιήσει τον Τατίκιο για την προσέγγιση του στρατού του Μπουρζούκ.

[←427]

Στο ίδιο, ΙΙΙ, 29.

[←428]

Στο ίδιο, 203: Συνείποντο δὲ τούτοις αὐθαιρέτως καὶ οἱ αὐτόχθονες τῶν τοιούτων χωρῶν Ῥωμαῖοι φεύγοντες τὰς τῶν βαρβάρων χεῖρας, γυναῖκές τε ὁμοῦ μετὰ τῶν νεογνῶν καὶ ἄνδρες αὐτοὶ καὶ παῖδες.

[←429]

Μιχαήλ Σύριος, III, 249.

[←430]

Η απιστία των χριστιανών και νεοπροσύλητων μουσουλμάνων αποτελεί πολύ συχνό θέμα στο Ντανισμέντναμε. Βλέπε επίσης τον χλευασμό των Τούρκων στις ελληνικές πόλεις για την προσέγγιση των σταυροφόρων. Διέδιδαν τις ψευδείς πληροφορίες ότι είχαν καταστρέψει τον χριστιανικό στρατό και ότι, επομένως, οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν να ξαναδούν χριστιανικούς στρατούς μπροστά στα τείχη τους, Gesta Francorum, σελ 55. Βλέπε Spuler, Die Mongolen in Iran, 2η εκδ. (Βερολίνο, 1955), σελ. 204-224, για αυτό το μίσος μουσουλμάνων-χριστιανών στην Ανατολία κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ Μαμελούκων και Μογγόλων.

[←431]

Μιχαήλ Σύριος, III, 165-166.

[←432]

M.A.M.A., IV, 57-58.

[←433]

Ατταλειάτης, 148. Σκυλίτζης, II, 691.

[←434]

Ατταλειάτης, 153.

[←435]

Άννα Κομνηνή, II, 71, 205-206. Glycatzi-Ahrweiler, “Les fortresses construites en Asie Mineure face a l’invasion seldjucide”, Akten des XI. intemationalen Byzantinisten-kongresses München 1958 (Μόναχο, 1960), σελ. 182-189.

[←436]

Άννα Κομνηνή, IIΙ, 142-143.

[←437]

Στο ίδιο, 45-46.

[←438]

Νικήτας Χωνιάτης, 17. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 190.

[←439]

Νικήτας Χωνιάτης, 28. Κίνναμος, 38.

[←440]

Νικήτας Χωνιάτης, 44.

[←441]

Regel, I, 127. Κίνναμος, 36: … πλείους ἀνοικισαμένου πόλεις. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, P.G., CXXXV, 994: ἀλλὰ νῦν ἡμῖν ἐπ’ ἀσφαλοῦς αἱ πόλεις ἵδρυνται, ὅσαι μὲν κατέπεσον, ἀναστᾶσαι εἰς ἀριθμόν· ὅσαι δὲ φόβον εἶχον τοῦ πεσεῖν, ἐρεισθεῖσαι καὶ καταστᾶσαι εἰς ἀσφαλές· μυρίαι δὲ καὶ ἐκ καινῆς πυργωθεῖσαι, ὅπου καίριον.

[←442]

Νικήτας Χωνιάτης, 71. Κίνναμος, 36, 38, 63. Οι Πύλες ήσαν ακόμη ισχυρή οχύρωση τον 13ο αιώνα. Nicholas Mesarites-Heisenberg, II, 39.

[←443]

Νικήτας Χωνιάτης, 268.

[←444]

Στο ίδιο, 194-195.

[←445]

Στο ίδιο, 227-229. Κίνναμος, 294-295, 297-298.

[←446]

Regel, II, 261.

[←447]

Άννα Κομνηνή, III, 29, 199-204. Ζωναράς, 757. Κίνναμος, 21, 63.

[←448]

Νικήτας Χωνιάτης, 23. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 193.

[←449]

Νικήτας Χωνιάτης, 795-796.

[←450]

Ansbert, σελ. 72. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 431. Είναι αδύνατο να πούμε με βεβαιότητα αν αυτοί οι δύο οικισμοί ήσαν αποτέλεσμα του επανεποικισμού των Κομνηνών, αλλά φαίνεται πολύ πιθανό.

[←451]

Παχυμέρης, II, 209.

[←452]

Για αυτές τις πρόνοιες, Ostrogorsky, Pour l’histoire de la feodalite byzantine (Βρυξέλλες, 1954), σελ. 40-41. Glykatzi-Ahrweiler, “La politique agraire des empereurs de Nicée”, Byzantion, XXVIII (1958), 51-66. “Note additionnelle sur la politique agraire des empereurs de Nicée”, Byzantion, XXVIII (1958), 135-136. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 37.

[←453]

Νικήτας Χωνιάτης, 194-195.

[←454]

Miklosich et Müller, IV, 323-325, 329. Παχυμέρης, I, 310-311: ἄλλη γὰρ Παλαιστίνη ὁ χῶρος ὁ περὶ Μαίανδρον ἦν, οὐ βοσκημάτων καὶ μόνον ἀγέλας αὐξῆσαι καὶ ποίμνια, οὐδ’ ἀνδρῶν φορὰν ἐνεγκεῖν ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ μοναχῶν οὐρανοπολιτῶν ἐπιγείων συστῆσαι πληθύας ἄριστος, παρὰ τοσοῦτον ἐπ’ ἄλλοις τὰ πρωτεῖα φέρων πρὸς Παλαιστίνην παρ’ ὅσον ἑνὶ καὶ μεγίστῳ ἡττᾶτο, τῷ τὰς διατριβὰς ἐκεῖσε γενέσθαι τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ.

[←455]

Νικήτας Χωνιάτης, 701. Όταν ο Μιχαήλ, ο φοροσυλλέκτης των Μυλάσσων, εξεγέρθηκε με στρατό Τούρκων στρατιωτών, τὰς Μαιανδρικὰς πόλεις πολυτρόπως ἐσίνετο, χείρων τῶν ἀλλοφύλων καὶ νηλεέστερος ἀνδροφόνος δεικνύμενος. Επίσης στο ίδιο, 549-553.

[←456]

Στο ίδιο, 657.

[←457]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 506-507. Παχυμέρης, I, 134. Οχύρωσε την Τρίπολη και την εφοδίασε με σιτηρά και όπλα, Παχυμέρης, II, 433. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, N. Festa, Theodori Ducae Lascaris epistulae (Φλωρεντία, 1898), σελ. 107-108 (αναφερόμενο εφεξής ως Theodore Lascaris-Festa), μιλά για την ανοικοδόμηση των τειχών της Περγάμου στην εποχή του: τὰς νῦν ἀνοικοδομάς … ἀνεγείρονται δὲ καὶ τείχη χαλκῶν οὐρανῶν ποικίλην οἰκοδομὴν ἔχοντα. ποταμὸς δὲ μἐσον διἐρχεται ἀψίδεσι προμηκεστέροις καταγεφυρούμενος.

Α. Heisenberg, “Kaiser Johannes Batatzes der Barmherzige. Eine mittelgriechische Legende”, B.Z., XIV (1905), 160-233. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις αναφέρει την παρουσία κυλινδρικών πύργων σε κάθε πλευρά του μεγάλου θεάτρου. Βλέπε περαιτέρω για την ανοικοδόμηση του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρι, Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 24: πλείστας δ’ ἀνώρθωσε πόλεις καλλίσταις οἰκοδομαῖς καὶ πολλοῖς ἀναλώμασιν.

Festa, “A propos d’une biographie de St. Jean le Misericordieux”, V.V., XIII (1906), 1-35. Ευθύμιος Μαλάκης – Papadopoulos-Kerameus, σελ. 106 κ.ε. Όταν οι Τράλλεις ανοικοδομήθηκαν το 1280 από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, βρέθηκε επιγραφή κατά τη διάρκεια των εργασιών, που έδειχνε ότι είχαν ξαναχτιστεί σε προηγούμενη περίπτωση, πιθανώς κατά την περίοδο των Λασκαριδών ή των Κομνηνών, Παχυμέρης, I, 469-470. Αν και οι πηγές είναι αποσπασματικές, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πόλεις όπως η Νίκαια, η Νικομήδεια, η Προύσα, κ.λπ., όλες εξωραΐστηκαν. Για την ανοικοδόμηση των τειχών της Σμύρνης βλέπε τις εξαμετρικές επιγραφές. Gregoire, Recueil des inscriptions grecques chretiennes d’Asie Mineure (Παρίσι, 1922), σελ. 22-23.

[←458]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 508-509. Το νόμισμά του ήταν επίσης καλό.

[←459]

Αυτή είναι η κατάσταση που περιγράφει ο Νικήτας Χωνιάτης για τις αγροτικές περιοχές Αδραμύττιον, Πέργαμος, Χλιαρά.

[←460]

MüΙΙer-Wiener, “Mittelalterliche Befestigungen im siidlichen Jonien”, I.M., XI (1861), 29-36.

[←461]

Στο ίδιο, σελ. 46-65.

[←462]

Στο ίδιο, σελ. 67-77, 99 κ.ε. Βλέπε επίσης τη μελέτη του, “Die Stadtbefestigungen von Izmir, Sigacik und Qandarll”, I.M., XII (1962), 59-114.

[←463]

Danishmendname-Melikoff, I, 198-202.

[←464]

Μιχαήλ Σύριος, III, 237. Μπαρ Εβραίος, I, 258.

[←465]

Uzunçarşılı, Tokat, Niksar, Zile, Turhal, Pazar, Amasya vilayet kaza ve nahiye merkezlerindeki kitabeleri (Ισταμπούλ, 1927), σελ. 59 κ.ε.

[←466]

M. Ghalib, Ankara (Ισταμπούλ, 1928), σελ. 4. Wittek, “Zur Geschichte Angoras im Mittelalter”, Festschrift Georg Jacob, σελ. 329-354.

[←467]

Histoire des Seljoukides d’Asie Mineure par un anonyme, μεταφρ. F. Uzluk (Άγκυρα, 1952), σελ. 25. Ο Qazwini-Le Strange, σελ. 96, λέει το 1171.

[←468]

Νικήτας Χωνιάτης, 626.

[←469]

Ibn Bidi-Duda, σελ. 110-111. Qazwini-Le Strange, σελ. 97.

[←470]

Ο Al-Harawi, μεταφρ. Sourdel-Thomine, σελ. 131-134, 143, σημειώνει την παρουσία μουσουλμανικών θρησκευτικών κτιρίων στο Αμόριον, Σεγίντ Γαζή, Κόνυα, Καϋσερί, Ντιβριγί και Έδεσσα. Για τον αποικισμό βλέπε πιο πάνω.

[←471]

Qazwini-Le Strange, σελ. 95-98. Ο Ἀλα αλ-Ντιν ξανάχτισε το Ερζιντζάν, την Αμάσυα, τμήματα της Κόνυα. Ibn Bib-Duda, σελ. 64-68, 106-109, 146-147, για τα τείχη της Σινώπης, το παλάτι του σουλτάνου στο Κουμπανταμπάντ,την Αλάγια. Aksaray-Gençosman, σελ. 155, 167-169, για τα τείχη της Σινώπης, το σεράι στο Γκάργκαρουμ. K. Erdmann, Das anatolische Karavansaray des 13. Jahrhunderts, τομ. I-II (Βερολίνο, 1961). Erdmann, “Zur türkischen Baukunst seldschukischer und osmanischer Zeit”, I.M., VIII (1958), 1-39. Erdmann, “Seraybauten des dreizehnten und vierzehnten Jahrhunderts in Anatolien”, Ars Orientalis, III (1959), 77-94. E. Akurgal, C. Mango, R. Ettinghausen, Treasures of Turkey (Γενεύη, 1966), σελ. 133-171. Μ. K. Ozergin, “Anadolu’da kervansaraylari”, Tarih Dergisi, XV (1965), 141-170. Turan, “Selçuk kervansarayları”, Belleten, X (1946), 471-496. Z. Oral, “Kubad âbâd çinileri”, Belleten, XVII (1953), 209-222. K. Otto-Dorn and M. Önder, “Bericht über die Grabung in Kobadabad (Oktober 1965)”, Archäologischer Anzeiger, Heft 2 (1966), σελ. 170-183. S. Lloyd and D. Rice, Alanya (Alaiyya) (Λονδίνο, 1958). Σχετικά με τον αποικισμό αγροτικών πληθυσμών τον 12ο αιώνα, βλέπε πιο πάνω σε αυτό το κεφάλαιο. Αυτή η πολιτική συνεχίστηκε τον 13ο αιώνα, βλέπε για παράδειγμα, Ibn Bibi-Duda, σελ. 179-180. Ο Ἀλα αλ-Ντιν έδωσε σπόρους και γελάδια στην περιοχή του Χλιάτ και έτσι οι αγρότες επέστρεψαν στη γη. Βλέπε επίσης K. Otto-Dorn, “Islamische Denkmäler Kilikiens”, Jahrbuch für Kleinasiatische Forschung, II (1952), 113-126. S. Ogel, Anadolu SelcuklularVnin tas tezyinati (Άγκυρα, 1966). Turan, “Selçuklular Zamanında Sivas Şehri”, Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi, IX (1951), 447-457.

[←472]

De Jerphanion, Cappadoce, II2, 396-397.

[←473]

Ο Νικήτας Χωνιάτης, 653-654, μιλά για αντικείμενα που έστειλε ο σουλτάνος της Αιγύπτου στην Κωνσταντινούπολη μέσω Κόνυα. Ο Ιωάννης Τζέτζης σχολιάζει την παρουσία Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη. Vryonis, “Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century”, D.O.P., XVII (1963), 291.

[←474]

Μιχαήλ Ακομινάτος-Λάμπρος, I, 56: Ἕλκει γὰρ, οὐ μέγα εἰπεῖν, τὰς περιοικίδας ἁπάσας πόλεις, ἀλλ’ ἔτι γε δὴ καὶ τοὺς ἐξ ὑπερορίων Λυδούς τε καὶ Ἴωνας καὶ Κάρας καὶ Παμφύλους καὶ Λυκίους, πρὸς δὲ καὶ βαρβάρους Ἰκονιεῖς ἕνεκά γε τοῦ ἀποδοῦναι καὶ πρίασθαι. Εμπορικές σχέσεις υπήρχαν επίσης μεταξύ των Ελλήνων των νησιών στη λίμνη Πουσγούση και του Ικονίου. Νικήτας Χωνιάτης, 50: οἳ καὶ διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων τοῖς Ἰκονιεῦσι Τούρκοις ἐπιμιγνύμενοι οὐ μόνον τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλίαν ἐντεῦθεν ἐκράτυναν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν ἐν πλείοσι προσεσχήκασιν.

[←475]

Υπάρχουν επίσης στοιχεία για βιοτεχνία κεραμικής και αντίστοιχο ζωηρό εμπόριο. Nicholas Mesarites, Heisenberg, II, 44: σκεύη ὀστράκινα οἰνηρὰ καὶ ὕλην ἐκ φορυτοῦ… Ο Ashikpashazade-Ali, σελ. 11-12, σημειώνει ότι χριστιανοί της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας κατασκεύαζαν και πωλούσαν όμορφα κεραμικά στις αρχές του 14ου αιώνα. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 32. Neshri-Köymen, I, 89.

[←476]

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 507. Τα έσοδα του κεντρικού ταμείου ήσαν άφθονα ως αποτέλεσμα της κατάστασης της γεωργίας και του διεθνούς εμπορίου και όχι ως αποτέλεσμα οικονομικής καταπίεσης, Παχυμέρης, I, 68: τὸν μὲν γὰρ ἐκ γεωπονίας συνῆγον, τὸν δ’ ἐξ ἀλλοδαπῆς συνέλεγον. Παχυμέρης, I, 70, όταν αρρώστησε, ο Βατάτζης διέταξε να δοθούν 36 νομίσματα καθαρού χρυσού σε κάθε φτωχό.

[←477]

Papadopoulos-Kerameus, Trebizond, σελ. 65. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 42-43, αυτή η εξάρτηση από σιτηρά της Νίκαιας προκαλούσε τη ροή τουρκικών μετρητών στη δυτική Μικρά Ασία. Σ. Λάμπρος, Βησσαρίωνος ἐγκώμιον εἰς Τραπεζοῦντα νῦν τὸ πρῶτον ἐκδιδόμενον κατὰ τὸν Μαρκιανὸν κώδικα (Αθῆναι, 1916), σελ. 20, 45 (αναφερόμενο εφεξής ως Βησσαρίων-Λάμπρος).

[←478]

Βλέπε τον χάρτη στο K. Erdmann, Das anatolische Karavansaray des 13. Jahrhunderts, I (Βερολίνο, 1961).

[←479]

Στο ίδιο, passim.

[←480]

Νικήτας Χωνιάτης, 653-654. Αυτό δείχνει περαιτέρω ότι το εμπόριο άρχιζ να αναβιώνει στα τέλη του 12ου αιώνα.

[←481]

Μπαρ Εβραίος, I, 454. Αυτά ήταν ασημένια και όχι χρυσά, βλέπε πιο κάτω.

[←482]

Γενικά βλέπε Abel, “L’etranger dans l’lslam classique”, Recueils de la Societe Jean Bodin, IX (1958), 331-351. Turan, “Subjets non-musulmans”, και A. Fattal, Le statut legal des non-musulmans en pays d’Islam (Βηρυτός, 1958). A. Παπαδάκη, «Οἱ περιηγηταὶ καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὸν 14ον καὶ 15ον αἰῶνα μ. χ.», Ἀφιέρωμα εἰς Κ. I. Ἄμαντον (Ἀθῆναι, 1940), σελ. 381-392. Ένα στοιχείο συνέχειας της βυζαντινής παράδοσης σε ορισμένα θέματα υπονοείται στα ακόλουθα γεγονότα. Οι Έλληνες που μεταφυτεύτηκαν από τον Τάνταλο και την Καρία στη Φιλομήλιον (Άκσεχιρ) έπρεπε τελικά να πληρώνουν φόρο στο κεντρικό ταμείο που δεν έπρεπε να είναι περισσότερος από τον φόρο που πλήρωναν προηγουμένως στο ταμείο της Κωνσταντινούπολης, Νικήτας Χωνιάτης, 657: φόρον, οὐχ ὑπερβαίνοντα τὸν ὅρον, ὡς εἴθισται παρὰ Ῥωμαίοις.

[←483]

Turan, “Celâleddin Karatay, Vakıfları ve Vakfiyeleri”, Belleten, XII (1948), 67 (αναφερόμενο εφεξής ως Turan, “Karatay”).

[←484]

Στο ίδιο, “Sujets non-musulmans”, σελ. 92-95, έχει συγκεντρώσει με κατάλληλο τρόπο τις αναφορές σε αυτό το θέμα.

[←485]

Aksaray-Gençosman, σελ. 354-355. Ήταν το 1212 που ο σουλτάνος του Ρουμ είχε γράψει στον αλ-Αράμπι (ο οποίος, αφού πέρασε από την Κόνυα, είχε πάει στη Βαγδάτη), για να τον ρωτήσει πώς έπρεπε να μεταχειριστεί τους πολλούς χριστιανούς του υπηκόους. Η σκληρή συμβουλή που έδωσε ο αλ-Αράμπι ισοδυναμούσε με βαριά καταπίεση. Το κείμενο υπάρχει στο Ibn’Arabi, Futuhat, IV, 710. Ο M. Asin Palacios, El Islam cristianizado. Estudio del “Sufism” a traver de las obras de Abenarabi de Murcia (Μαδρίτη, 1931), σελ. 93-94, παρέχει ισπανική μετάφραση.

[←486]

lbn Battuta-Gibb, II, 425. Λέει ότι οι Ελληνίδες γυναίκες φορούσαν τεράστια τουρμπάνια. Αλλά το τουρμπάνι δεν ήταν ιδιαίτερα τουρκικό, αφού το φορούσαν νωρίτερα στο Βυζάντιο. Βλέπε για αυτό τις παραστάσεις στις τοιχογραφίες των σπηλαίων-εκκλησιών της Καππαδοκίας, De Jerphanion, Cappadoce, passim.

[←487]

Turan, “Sujets non-musulmans”, σελ. 95. J. Schiltberger, Reisen des Johannes Schiltberger aus München in Europa, Asia und Afrika von 1394 bis 1427, επιμ. K. F. Neumann, mit Zusätzen von Fallmereyer und Hammer-Purgstall (Μόναχο, 1859), σελ. 131 (αναφερόμενο εφεξής ως Schiltberger-Neumann). The Bondage and Travels of J. Schiltberger, a Native of Bavaria, in Europe, Asia and Africa 1396-1427, The Hakluyt Society (Λονδίνο, 1879), 74 (αναφερόμενο εφεξής ως Schiltberger-Hakluyt).

[←488]

Γουλιέλμος Τύρου, III, xix.

[←489]

Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 199, 205-206, 209-210. Ibn Bibi-Duda, passim. Το μοναστήρι του Μπαρ Μαρ Σάουμα είχε το 1273 πενήντα ένοπλους μοναχούς για προστασία απέναντι στους ληστές, Μπαρ Εβραίος, I, 450. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 58.

[←490]

Turan, “Sujets non-musulmans”, σελ. 92.

[←491]

Μιχαήλ Σύριος, III, 342. Turan, “Sujets non-musulmans”, σελ. 93.

[←492]

Μιχαήλ Σύριος, III, 307-308.

[←493]

Αυτήν την περίοδο, περί το 1135, ο εμίρης της Καισάρειας εξέδωσε διάταγμα για την καταστροφή των εκκλησιών (Μιχαήλ Σύριος, III, 310). Όταν ο Νουρ αλ-Ντιν πήρε τη Νίσιβι (στο ίδιο, σελ. 339-340), διέταξε την καταστροφή όλων των νέων κατασκευών σε εκκλησίες και μοναστήρια. Λεηλάτησε το θησαυροφυλάκιο της Νεστοριανής εκκλησίας του Μαρ Τζακόμπ καταστρέφοντας τη βιβλιοθήκη του με 1.000 τόμους, ενώ λέγεται ότι έχει πάρει παρόμοια μέτρα αλλού. Έστελνε τους πράκτορές του να καταστρέφουν όλες τις κατασκευές που γίνονταν κατά τις βασιλείες του πατέρα και του αδελφού του, και το έκαναν αυτό εκτός από τις περιπτώσεις όπου οι χριστιανοί μπορούσαν να σώσουν τις εκκλησίες πληρώνοντας δωροδοκίες. Αυτό το περιστατικό δείχνει την αταξία και την έλλειψη ομοιομορφίας στην εφαρμογή των κανονισμών. Σε προσπάθεια να ευχαριστήσει τους μουσουλμάνους υπηκόους του, έγραψε στον χαλίφη προτείνοντας να καταστραφούν όλοι όσοι αρνούνταν να μετατραπούν, αλλά ο χαλίφης αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του (στο ίδιο, σελ. 343-344). Αν και η εκκλησία του Μαρ Τομάς στο Μαρντίν μετατράπηκε σε τζαμί, επιτράπηκε στους χριστιανούς της Μελιτηνής να ξαναχτίσουν εκκλησία (στο ίδιο, σελ. 347, 348). Το 1147 κλείστηκαν οι εκκλησίες της Άμιδας και η πατριαρχική κατοικία. Μερικές από τις εκκλησίες καταστράφηκαν εντελώς, άλλες χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες (στο ίδιο, σελ. 354-355). Δεκαεπτά εκκλησίες βρισκονταν ακόμη σε κατεστραμμένη κατάσταση το 1186 στην Έδεσσα (στο ίδιο, σελ. 397-398). Υπάρχει ένα περιστατικό, όπου ένας Σελτζούκος αξιωματούχος επιχείρησε να σταματήσει αρμενική θρησκευτική γιορτή στο Ερζιντζάν τον 13ο αιώνα, η οποία περιλάμβανε την ύψωση σταυρών και το χτύπημα των καμπανών των εκκλησιών. Όμως ο Μογγόλος απεσταλμένος του Ουλάγου σταμάτησε την παρέμβαση, Turan, “Sujets non-musulmans”, σελ. 94.

[←494]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 418, 460.

[←495]

Νικήτας Χωνιάτης, 626. Σε ορισμένους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στα περίχωρα της πόλης, αλλά έξω από τα τείχη.

[←496]

Ο επιζών πληθυσμός απομακρύνθηκε και μεταφυτεύτηκε αλλού. Φαίνεται ότι οι χριστιανοί είχαν αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό από την επανιδρυμένη πόλη της Αλάγια τον 13ο αιώνα και ενδεχομένως από το Ακσαράι το 1155, Turan, “Kilic Arslan”, I.A.

[←497]

De Jerphanion, Cappadoce, II2, 400. Οι σποραδικές αναφορές στην παρουσία των μητροπολιτών της Κόνυα στην εκκλησία τους δείχνουν το ίδιο πράγμα. Παχυμέρης, I, 26. Papadopoulos-Kerameus, Α.Ι.Σ., I, 464-466. Αναφορά επίσης στον μητροπολίτη Μελιτηνής το 1226-1227. Papadopoulos-Kerameus, Α.Ι.Σ., IV, 114-118. Ο ιεράρχης της Πισιδίας βοήθησε τον Ιζ αλ Ντιν να δραπετεύσει σε ελληνικά εδάφη. Παχυμέρης, I, 131.

[←498]

Νικήτας Χωνιάτης, 689-690.

[←499]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 37-38.

[←500]

Στο ίδιο, σελ. 108, 330.

[←501]

Στο ίδιο, σελ. 204, δίνει το όνομά της ως Μπαρντουλίγια. Ο William of Rubricq-Wyngaert, σελ. 330, την αναφέρει ως παλλακίδα και δίνει το όνομα του γιου της ως Πακαστέρ (πιθανώς Ιζ αλ-Ντιν). Για τους Έλληνες θείους του, τους Κιρ Κεντίντ και Κιρ Χαγί, Ibn Bidi-Duda, σελ. 265, 284. Aksaray-Gençosman, 136. Παχυμέρης, I, 131, περιγράφει τη μητέρα του με τα ακόλουθα λόγια: … γηραιᾷ μητρί, Χριστιανῇ εἰς τὰ μάλιστα οὔσῃ.

[←502]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 204, 278. William of Rubricq-Wyngaert, σελ. 330. Ο Μπαρ Εβραίος, I, 403, λέει ότι μετατράπηκε στο Ισλάμ.

[←503]

William of Rubricq-Wyngaert, σελ. 330. Ο Ibn Bibi-Duda, σελ. 204, φαίνεται πιθανό να το αντικρούει, αλλά το κείμενο είναι ασαφές.

[←504]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 313. Γκουζαλία ή Ροζαλία.

[←505]

Για παράδειγμα ο Ορχάν συνήψε γαμήλια συμμαχία για τον γιο του με την κόρη του βυζαντινού αυτοκράτορα. Νικηφόρος Γρηγοράς, III, 504. Σχετικά με τις γαμήλιες συμμαχίες μεταξύ των Κομνηνών της Τραπεζούντας και των Τούρκων ηγεμόνων της βόρειας Ανατολίας, βλέπε Πανάρετος-Λαμψίδης, σελ. 70, 72, 74. Rossi, II “Kitab-i Dede Qorqut” racconti epico-cavallereschi dei Turchi Oguz tradotti e annotati con “facsimile” del ms. vat. turco 102 (Βατικανό, 1952), σελ. 32. Bombaci, Storia, σελ. 222. I. Melikoff, “Georgiens, Turcomans et Trebizonde: Notes sur le ‘Livre de Dede Korkut'”, B.K., XVII-XVIII (1964), 21-22.

[←506]

Aksaray-Gençosman, σελ. 167-168.

[←507]

Νικήτας Χωνιάτης, 48-49, 72.

[←508]

Μπαρ Εβραίος, I, 447, 450.

[←509]

Βλέπε πιο πάνω και κεφάλαιο 7.

[←510]

Νικηφόρος Γρηγοράς, III, 509: ἔνθα δὴ πάντες συνῄεσαν Βιθυνοί, ὅσοι τε τῶν βαρβάρων καὶ ὁμοφύλων αὐτῷ, καὶ ὅσοι μιξοβάρβαροι, καὶ πρός γε ὅσους τῶν ὁμοφύλων ὄντας ἡμῖν… Οι μικτοί γάμοι μεταξύ χριστιανών και Τούρκων ήταν πολύ διαδεδομένο φαινόμενο τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στα Βαλκάνια, γεγονός για το οποίο έχουμε σημαντική μαρτυρία. Ο μουσουλμάνος συγγραφέας Abu’l-Fida, R.H.C., H.O., I, 180, εξεπλάγη όταν έμαθε ότι μουσουλμάνες γυναίκες παντρεύονταν χριστιανούς άνδρες στην πόλη της Μελιτηνής κατά τις αρχές του 14ου αιώνα. Ο Ashikpashazade-Ali, σελ. 41-42, σχολιάζει περαιτέρω αυτούς τους μικτούς γάμους στη Βιθυνία του 14ου αιώνα. Όταν ο Ορχάν πήρε τη Νίκαια, έδωσε τις Ελληνίδες χήρες στους Τούρκους στρατιώτες, που τις πήραν ως συζύγους. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 68. Ο Καταλανός χρονικογράφος Ραμόν Μουντανέρ, Chronique du tres magnifique seigneur Ramon Muntaner, μεταφρ. J. A. C. Buchon, στο Chroniques étrangères relatives aux expéditions françaises pendant le XIIIe siècle (Παρίσι, 1841), σελ. 418 (αναφερόμενο εφεξής ως Muntaner-Buchon) σχολιάζει ένα φαινόμενο που δεν ήταν άγνωστο στους επόμενους αιώνες. Αν ένας Τούρκος επιθυμεί να πάρει ως σύζυγο χριστιανή γυναίκα, ακόμη και αν είναι της πιο αξιοσημείωτης οικογένειας της πόλης, οι συγγενείς της πρέπει να την δώσουν στον Τούρκο. Όταν γεννιέται αρσενικό παιδί από αυτήν την ένωση, πρέπει να μεγαλώνει ως μουσουλμάνος και να περιτέμνεται. Αν είναι κόρη, τότε μπορεί τελικά να επιλέξει μεταξύ των δύο θρησκειών. Για λεπτομερή περίπτωση παράλληλης κατάστασης στη Μακεδονία στα τέλη του 16ου αιώνα, βλέπε Ι. Βασδραβέλλης, Ἱστορικὰ Ἀρχεῖα Μακεδονίας, Β’ Ἀρχεῖον Βεροίας-Ναούσης, 1598-1886 (Θεσσαλονίκη, 1954), σελ. 2-3. Όταν ο Εβλίγια Τσελεμπή επισκέφθηκε την Ταμπρίζ τον 17ο αιώνα, οι μουσουλμάνοι ηγέτες της έκαναν ενδιαφέρουσα επίπληξη στους Τούρκους: «Παίρνεις τα κορίτσια των απίστων ως γυναίκες, επειδή λες ότι ο άνδρας φυτεύει τον σπόρο, και ας πούμε ότι αυτό είναι πολύ καλό. Αλλά δίνεις και τις δικές σου κόρες σε μουσουλμάνους, που ήσαν πρώτα άπιστοι και ύστερα αλλαξοπίστησαν. Τώρα αν αυτός ο νέος μουσουλμάνος ξαναπέσει συο προηγούμενο λάθος του, τι γίνεται τότε με τα παιδιά, τα οποία, αν και η μητέρα τους είναι αληθινή απόγονος του Προφήτη, μπορεί να γίνουν αποστάτες και να πετάξουν στη γη των απίστων;» Evliya Efendi, Narrative of Travels in Europe, Asia, and Africa, in the Seventeenth Century (Λονδίνο, 1850), II, 140-141. Tη μικτή εθνική προέλευση πολλών Τούρκων του 14ου αιώνα παρατηρούσε ο περιηγητής Λούντολφ, Ludolphus de Sudheim, De itinere terre sancte, επιμ. G. A. Neumann, Archives de l’Orient Latin, τομ. II (1884), Documents, σελ. 375-376 (αναφερόμενο εφεξής ως Ludolph of Suchem-Neumann):

«Για τον τρόπο των Τούρκων. Οι Τούρκοι είναι επίσης άνθρωποι δυνατοί στα όπλα και οι καλύτεροι τοξότες, των οποίων γη είναι η Μικρά Ασία, την οποία είχαν πάρει κάποτε σε μάχη από τους Έλληνες. Και υπάρχουν χριστιανοί στον νόμο του Μωάμεθ, που προέρχονται από μικτούς γάμους. Δίνουν τις κόρες τους σε χριστιανούς και δέχονται κόρες χριστιανών ως γυναίκες, αλλά αν γεννηθεί αγόρι, ακολουθεί τον νόμο του πατέρα και αν γεννηθεί κορίτσι, ακολουθεί τον νόμο της μητέρας».

De ritu Turcorum. Turci eciam sunt homines fortes in armis et optimi sagittarii, quorum terra est Minor Asya, quam olim Grecis proelio abstulerunt. Et sunt christiani ad legem Magumeti se habentes ex parte. Isti bene dant filiam christiano et accipiunt mulieres de christianis, sed si filius nascitur, sequitur legem patris et si filia nascitur, sequitur legem matris.

Αυτοί οι μικτοί γάμοι παρήγαγαν απογόνους τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική κοινωνία, που φαίνεται ότι αποτελούσαν ειδικές κατηγορίες. Ο V. Menage, “Some Notes on the Devshrime”, B.S.O.A.S., XXIX (1966), 64-78, έχει δείξει ότι αυτή η τάξη των μιγάδων έπαιρνε το όνομα ιγκντίς στη Μικρά Ασία. Στη βυζαντινή κοινωνία ορίζονταν διαφορετικά. Raymund of Aguilers, R.H.C., H.O., III, 246:

«Λένε μάλιστα για τους Τουρκόπουλους, ότι ή έχουν μεγαλώσει με τους Τούρκους ή κατάγονται από Τούρκο πατέρα ή χριστιανή μητέρα».

Turcopoli enim dicuntur, qui vel nutriti apud Turcos, vel de matre christiana patre Turco procreantur.

Οι μιξοβάρβαροι που μεγάλωναν σε χριστιανικά εδάφη ανατρέφονταν ως καλοί Βυζαντινοί. Μεταξύ των πιο εντυπωσιακών παραδειγμάτων αυτών των «μιγάδων» στη μουσουλμανική πλευρά ήταν ο Μπαντρ αλ-Ντιν της Σιμάβνα και ο Μπαλίμ Σουλτάν. Ο πρώτος είχε Ελληνίδα μητέρα, παντρεύτηκε χριστιανή σκλάβα στην Αίγυπτο και ο γιος του παντρεύτηκε Αρμενο-Ελληνίδα χριστιανή γυναίκα. Ο Μπαλίμ Σουλτάν, ο δεύτερος ιδρυτής του τάγματος των Μπεκτασήδων, είχε επίσης Ελληνίδα μητέρα. Βλέπε κεφάλαιο 5.

[←511]

Αυτό διευκρινίζεται λεπτομερώς στην περίπτωση του Γεωργιανού-Βυζαντινού στρατιώτη μεγιστάνα Γρηγόριου Πακουριανού. Αρχικά τα κτήματά του βρίσκονταν στην ανατολική Ανατολία, στις περιοχές Άνι, Τάις και Τσουρμερή. Αλλά με τις εισβολές των Σελτζούκων, φαίνεται ότι άφησε την ανατολή και πήρε εκτεταμένα εδάφη στα θέματα Φιλιπποπόλεως, Σερρών, Βολερού και Θεσσαλονίκης. L. Petit, “Typikon de Gregoire Pacourianos pour le monastere de Petritzos (Backovo) en Bulgarie”, V.V., τομ. XI (1904), suppl. I, σελ. 54-56. Οι Κομνηνοί εγκατέλειψαν τα οικογενειακά τους κτήματα στην Κασταμώνα. Βρυέννιος, 93. Η οικογένεια Βούρτζη εγκατέλειψε τις εκτάσεις της στη Λαπτοκώμη κοντά στην Κέδρεα. Άννα Κομνηνή, III, 200-202. Η παρουσία πολλών από αυτούς τους αριστοκράτες στην Κωνσταντινούπολη, τη δυτική Ανατολία και την Ευρώπη δείχνει ότι μεγάλος αριθμός αριστοκρατών διέφευγε.

[←512]

Αναφορές σε τέτοιες οικογένειες υπάρχουν διάσπαρτες σε διάφορες πηγές. Υπάρχει αναφορά στην οικογένεια Ξηρού στην Κόνυα του 13ου αιώνα. Papadopoulos-Kerameus, Α.Ι.Σ., Ι, 464-466. Σήμερα υπάρχει η σαρκοφάγος (με χρονολογία 1301) κάποιου Αβραάμ γιού του Νικόλαου στο μουσείο της Κόνυα. N. Bees, Die Inschriftenauf zeichnung des Kodex Sinaiticus Graecus 508 (976) und die Maria Spiläοtissa Klosterkirche bei SΙΙΙe (Lykaonien). Mit Exkursen zur Geschichte der Seldschukiden-Türken (Βερολίνο, 1922), σελ. 77-78. Αυτό το φαινόμενο προβάλλεται ιδιαίτερα στο Ντανισμέντναμε, όπου μεγάλος αριθμός αριστοκρατών που παίρνουν το μέρος των Τούρκων φέρουν αρμενικά ονόματα. Αρμένιοι αριστοκράτες εμφανίζονται στην τουρκική υπηρεσία και αλλού. Ο Πατρίκιος Μεχίταρ ήταν στα στρατεύματα του σουλτάνου το 1095-96. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 210. Ο Φιλάρετος έγινε μουσουλμάνος για να σώσει τα εδάφη του τον 11ο αιώνα. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 195-196. Ο Μπογκουσάγκ, ο Αρμένιος ηγέτης του Σεβέβερεκ, αποστάτησε και έτσι η οικογένειά του διατήρησε τον έλεγχο του Σεβέρεκεκ τον 12ο αιώνα. Μπαρ Εβραίος, I. 265. Μιχαήλ Σύριος, III, 247. Ο κυβερνήτης της Σινώπης μετά την κατάκτησή της από τους Σελτζούκους ήταν ο Αρμένιος Ετούμ. Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap. imp., σελ. 117-118. Το ίδιο συνέβη στη Γεωργία. Brosset, Georgie, I, 331. Ο Γεωργιανός ηγεμόνας Αγσαρθάν αποστάτησε, προσχώρησε στους Τούρκους και του δόθηκαν εδάφη.

[←513]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 107-108. Υπάρχει αναφορά σε χωριό Κιρ Φαρίντ στο βακούφιο του Καρατάϋ. Turan, “Karatay”, σελ. 142.

[←514]

Μιχαήλ Σύριος, III, 227.

[←515]

Το ίδιο φαινόμενο, με το οποίο οι Τούρκοι αναζητούσαν καταφύγιο στους αυτοκράτορες, είναι επίσης διακριτό. Ο Γκιγιάθ αλ-Ντιν Α’ Καϋχουσρόϋ είχε διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη για μια περίοδο. Ακροπολίτης, I, 14. Aksaray-Gençosman, σελ. 128. Ibn Bibi-Duda, σελ. 37-38, 43, 330-331. Ο Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 454, αναφέρει ότι βαφτίστηκε και υιοθετήθηκε από τον Αλέξιο! Ο Ιζ αλ-Ντιν διέφυγε στους Έλληνες δύο φορές. Παχυμέρης, I, 131-132, 174, 237-238. Ακροπολίτης, I, 143-144. Aksaray-Gençosman, σελ. 136-137, 145, 158-159, 162-164. Για την τύχη της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη, βλέπε Παχυμέρης, ΙΙ, 610-613. Υπήρχε σταθερό ρεύμα Τούρκων προς την Κωνσταντινούπολη από τον 11ο αιώνα. Βλέπε πιο κάτω κεφάλαιο 6.

[←516]

Τέτοιοι ήσαν: Ο Ισαάκιος Κομνηνός, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κόμνηνού: Νικήτας Χωνιάτης, 42-43, 48-49, 72. Μπαρ Εβραίος, I, 255. Μιχαήλ Σύριος, III, 230-231. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος: Ακροπολίτης, I, 134. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 527. Ο Θεόδωρος Κότυς: Παχυμέρης, I, 485. Ο Ανδρόνικος Κομνηνός: Νικήτας Χωνιάτης, 185, 294. Κίνναμος, 251. Ο Ανδρόνικος Νέστογγος τον 13ο αιώνα: Ακροπολίτης, I, 37. Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 470. Οι Μανουήλ και Αλέξιος Βατάτζης: Νικήτας Χωνιάτης, 341-342. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος: Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 454-457. Ακροπολίτης, I, 14. Στασιαστές προσέφευγαν σε τουρκική βοήθεια τον 11ο και 12ο αιώνα, όπως ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ο Θεόδωρος Μαγκαφάς, οι δύο Ψευδοαλέξιοι, ο Μαυροζώμης κ.λπ.

[←517]

Ο αυτοκράτορας είχε αναγκάσει τον ανιψιό του να δώσει το άλογό του σε Λατίνο. Νικήτας Χωνιάτης, 48-49.

[←518]

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ είδε τη χήρα του όταν πολιορκούσε την Κόνυα. Στο ίδιο, σελ. 72.

[←519]

Βλέπε για αυτό Papadopoulos-Kerameus, «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν Τραπεζοῦντος», V.V., ΧΙΙ (1906), 132-137. Ζωναράς, III, 739.

[←520]

Κίνναμος, 56: ἦν δέ τις ἐν τῇ βαρβάρων στρατιᾷ εἰς Ῥωμαίους μὲν ἀναφέρων τὸ γένος, ἐν δὲ Πέρσαις καὶ τραφεὶς καὶ αὐξηθεὶς τύχῃ τινὶ σατραπείαν κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ παρ’ αὐτοῖς διεῖπε· Γαβρᾶς αὐτῷ ἐπίκλησις ἦν.

[←521]

Νικήτας Χωνιάτης, 245: ὁ δέ γε σουλτὰνος πέμπει πρὸς βασιλέα Γαβρᾶν τὰ πρῶτα παρ’ αὐτῷ τετιμημένον τὰ μέγιστα. 246: Χαιρέτησε τον Μανουήλ με τον τουρκικό τρόπο: Γαβρᾶς βαθεῖαν καὶ βαρβαρικὴν ἀπονέμει τιμὴν καὶ προσκύνησιν.

[←522]

Imad ed-din el-katib el-isfahani, Conquete de la Syrie et de la Palestine de Saleh ed-Din, επιμ. C. de Landberg (Λέιντεν, 1888), σελ. 451. Για την ιστορία της τουρκικής υπηρεσίας της οικογένειας, Cahen, “Une famille byzantine au service des Seldjuqides d’Asie Mineure”, στο Polychronion. Festschrift Franz Dölger zum 75. Geburtstag, επιμ. P. Wirth (Χαϊδελβέργη, 1966), σελ. 145-149.

[←523]

Μπαρ Εβραίος, I, 330. Το πλήρες όνομα του Γαβρά δείχνει ότι ήταν μουσουλμάνος, αλλά η προσβολή του πτώματός του σε χριστιανική ημέρα γιορτής θα μπορούσε να ληφθεί ως ένδειξη ότι η μετατροπή του ήταν πρόσφατη ή αλλιώς ότι τα παιδιά αποστατών προκαλούσαν κάποιο μίσος στα μάτια των μουσουλμάνων. Σε αυτό το σημείο, βλέπε επίσης τη μομφή που εκσφενδονίστηκε εναντίον του Ζαχίρ αλ-Ντάουλα, του Γεωργιανού αποστάτη, από τον ιμπν Μυζάφφαρ αλ-Ντιν, την παραμονή της μάχης του Kιοσἐ Νταγ. Ibn Bibi-Duda, σελ. 226-227.

[←524]

Η ίδια ρύθμιση συνέβη κατά την οθωμανική κατάκτηση. E. Frances, “La feodalite byzantine et la conquete turque”, Studia et acta orientalia, IV (1962), 69-90.

[←525]

Ο Κίνναμος, 56, αναφέρεται σε σατραπεία, πιθανώς εμιράτο.

[←526]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 117-120.

[←527]

Στο ίδιο, σελ. 38.

[←528]

A. Temir, Kırşehir emiri Caca Oğlu Nur el-Din’in 1272 tarihli Arapça-Moğolca vakfiyesi (Άγκυρα, 1959), σελ. 123 (αναφερόμενο εφεξής ως Temir, Cacaoğlu). Turan, “Karatay”, σελ. III.

[←529]

Turan, “Şemseddin Altun-Aba, Vakfiyesi ve Hayatı”, Belleten XI (1947), 227 (αναφερόμενο εφεξής ως Turan, “Semseddin”).

[←530]

Στο ίδιο, σελ. 227.

[←531]

Στο ίδιο, σελ. 233. Υπάρχει επίσης αναφορά στην ιδιοκτησία άλλου Έλληνα.

[←532]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 36. Σύμφωνα με την Duda, αυτό είναι το όνομα της βυζαντινής οικογένειας Τορνίκη.

[←533]

Στο ίδιο, σελ. 107-108. Ο τίτλος Kir είναι ο ελληνικός κυρ, αλλά ο Farid προτείνει είτε τον αρμενικό Βαρτάν είτε τη βυζαντινή του μορφή Βάρδας.

[←534]

Μπαρ Εβραίος, I, 330.

[←535]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 284. Επιφανείς Έλληνες εντάσσονταν φυσικά στην οθωμανική αυλή τον 14ο και 15ο αιώνα. Τέτοιοι ήσαν οι Μαυροζώμης, Μιχαήλ Κιοσέ, Μάρκος, κ.λπ. Αρνάκης, Oἱ πρῶτοι Ὀθωμανοί (Aθήναι, 1947), σελ. 89.

[←536]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 67. Tο Τετρευαγγέλιον στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, MS Gr. 1.5, υπογράφεται από τον Ιωάννη Μελιτηνειώτη, πρωτονοτάριο Καισαρείας. Ο τίτλος πρωτονοτάριος είναι ένα ακόμη κομμάτι αποδεικτικό στοιχείο της επιβίωσης βυζαντινών θεσμών στα εδάφη των Σελτζούκων.

[←537]

Ελληνικό έγγραφο από το εμιράτο του Αϊδινίου δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την E. A. Zachariadou, «Μία ἑλληνόγλωσση συνθήκη τοῦ Χηδὴρ Ἀϊδίνογλου», Β.Ζ., LV. (1962), 254-265. Για τους Έλληνες γραφείς του Μωάμεθ Β’ και των πρώτων Οθωμανών, βλέπε Σ. Λάμπρος, «Ἡ Ἑλληνική ὡς ἐπίσημος γλῶσσα τῶν Σουλτάνων», Ν.Ε., V (1908), 39-78. A Bombaci, “Nuovi Firmani greci di Maometi II”, Β.Ζ., XLVII (1954), 298-319. Χαλκοκονδύλης, 501. Inalcik, “Ottoman Methods of Conquest”, S.I., II (1954), 111. Τα ελληνικά ήσαν μεταξύ των γλωσσών που χρησιμοποιούνταν στην οθωμανική διοίκηση τον 16ο αιώνα, Bartholomaeus Georgieuiz, Marshe, υπό τον τίτλο “Iaziti“: «Οι Iaziti είναι γραφείς στις αυλές των Τούρκων ηγεμόνων, αλλά χρησιμοποιούν άλλες γλώσσες και γράμματα. Γιατί στην Τουρκία μιλάνε και γράφουν με τη δική τους γλώσσα και γράμματα. Στην Ελλάδα και την Ιταλία με τη γλώσσα και τα γράμματα των Ελλήνων. Αλλά στην Παννονία και τη Μολδαβία συνηθίζουν να γράφουν στη γλώσσα και τα γράμματα των Ρασκίων [Σέρβων]».

[←538]

Λάμπρος, «Ἡ Ἑλληνική», passim. Τα έγγραφα είναι εξ ολοκλήρου στα ελληνικά εκτός από τη λέξη σουλτάνος, που είναι χαραγμένη στα αραβικά στην αρχή των εγγράφων. Για ένα σχόλιο σχετικά με αυτά βλέπε επίσης Turan, Türkiye Selçukluları hakkında resmi vesikalar (Άγκυρα, 1958) σελ. 109-114.

[←539]

Λάμπρος, «Ἡ Ἑλληνική», σελ. 48.

[←540]

Runciman, A History of the Crusades (Καίμπριτζ, 1952), II, 356-357.

[←541]

Μπαρ Εβραίος, I, 334. Ο ίδιος συγγραφέας (σελ. 427), αναφέρει την παρουσία διακεκριμένων Ελλήνων «δικηγόρων» στη Μελιτηνή κατά τον 13ο αιώνα. Έλληνες (καθώς και Αρμένιοι και Εβραίοι) ιδιώτες φοροσυλλέκτες προβάλλουν εμφανώς στα οθωμανικά έγγραφα του 15ου αιώνα. N. Beldiceanu, Les actes des premiers sultans dans les manuscrits turcs de la Bibliotheque Nationale a Paris (Παρίσι, 1960), σελ. 113, 146. R. Anhegger, H. Inalcik, Kanunname-i Sultani Ber Muceb-i Örf-i Osmani II. Mehmed ve II. Bayezid Devirlerine Ait Yasakname ve Kanunnameler (Άγκυρα, 1956), σελ. 73-74. M. Gökbilgin, XV.-XVI. asirlarda Edirne ve Pasa livasi: Vakiflar, mulkler, mukataalar (Ισταμπούλ, 1952), passim. Έλληνες ιδιώτες φοροσυλλέκτες αναφέρονται σαο περάσματα του Ταύρου στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα, Brocquière-Schefer, σελ. 104.

[←542]

Ο Παχυμέρης, I, 129-130, 454, δίνει την ιστορία τους. Αρχικά ήσαν μουσικοί από τη Ρόδο, που πήγαν στην αυλή του σουλτάνου. Εδώ φαίνεται να λειτούργησαν ως αυλικοί μουσικοί για λίγο, αλλά από αυτή τη θέση ανυψώθηκαν σε μεγάλη προβολή ως σύμβουλοι του σουλτάνου. Με τις μογγολικές δυσκολίες του Ιζ αλ-Ντιν, οι δύο μουσικοί επέστρεψαν σε ελληνικά εδάφη και υπηρέτησαν υπό τον αυτοκράτορα. Ο ένας έγινε παρακοιμώμενος και ο άλλος μέγας ἑταιρειάρχης. Στο ίδιο, σελ. 129: οἱ Βασιλικοὶ δ’ οὗτοι ἦσαν, ἄνδρες ἐκ Ῥόδου μὲν ἀνέκαθεν ὄντες, ἐκ θυμελικῆς δ’ ἐπιτηδεύσεως τῷ σουλτὰν προσῳκειωμένοι, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καί, ὡς εὖ ἥκοντες τοῦ φρονεῖν, τὰ πρῶτα φέροντες ἐν ἐκείνῳ, βρύοντες δὲ καὶ χρυσῷ πολλῷ, ὅσος ἦν ἐν ἐκπώμασιν καὶ ὅσος κατειργασμένος εἰς χαλυφικὸν νόμισμα. Στο ίδιο, σελ. 454, δηλώνει ότι είχαν επίσης μάθει να διαβάζουν αραβικά γράμματα.

[←543]

Ο Ibn Bibi-Duda, σελ. 97, 329, μιλά για Έλληνες, Φράγκους και Ρώσους αξιωματικούς.

[←544]

Στο ίδιο, σελ. 140.

[←545]

Στο ίδιο, σελ. 123. Ήταν μέλος της οικογένειας Ferdahla που τελικά έθεσε τέρμα στην εξέγερση των Μπαμπάι. Στο ίδιο, σελ. 219.

[←546]

Στο ίδιο, σελ. 223.

[←547]

Ακροπολίτης, I, 137.

[←548]

Μπαρ Εβραίος, I, 400, 402. Ibn Bibi-Duda, σελ. 333-334. Ο Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 199, 205-206, 209, αναφέρει Αρμένιους στους στρατούς του Μπουζάν, του Τουτούχ και στην τουρκική φρουρά της Έδεσσας στα τέλη του 11ου αιώνα. Gesta Francorum, σελ. 102-103, Αρμένιοι βρίσκονταν στους στρατούς που αντιτίθεντο στην Πρώτη Σταυροφορία.

[←549]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 227.

[←550]

Ακροπολίτης, I, 143-145. Σε αντάλλαγμα για αυτή τη βοήθεια, επέστρεψε τη Λαοδίκεια στον αυτοκράτορα. Ο Aksaray-Gençosman, σελ. 145, παρατηρεί ότι ο Ιζ αλ-Ντιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εξασφάλισε 3.000 “Firenk” στρατιώτες. Είναι όμως ένοχος για πολλά λάθη. Πρώτα απ’ όλα, αναζήτησε καταφύγιο στις Σάρδεις, στην επικράτεια των Λασκαριδών, και όχι στην Κωνσταντινούπολη. Δεύτερον, ο Aksaray φαίνεται να εφαρμόζει τον όρο «Φράγκος» τόσο σε Έλληνες όσο και σε Λατίνους. Έτσι, αναφέρεται στον Μαυροζώμη ως Φράγκο και στο βασίλειο της Νικαίας ως γη των Φράγκων, σελ. 128-129.

[←551]

Παχυμέρης, I, 19-20.

[←552]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 58: ἐπεὶ γὰρ ἦσαν ὑπ’ αὐτῷ πάλαι δεδουλωμένοι Ῥωμαίων συχνοὶ, τούτους εἰς μοῖραν καταλέξας στρατοῦ… Έχουν ήδη αναφερθεί οι Γραικο-Τούρκοι στους στρατούς των σουλτάνων, βλέπε πιο πάνω. Το κλασικό παράδειγμα Ελλήνων στρατιωτών που μετατράπηκαν στο Ισλάμ είναι αυτό του Μιχαήλ Κιοσέ. Ashikpashazade-Ali, σελ. 11-16, 23-29. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 31-37, 46-53. Το Ντανισμέντναμε είναι γεμάτο από τέτοια παραδείγματα. Στην Καλλίπολη (Inalcik, “Gelibolu”, EI2), οι τάξεις των κωπηλατών, τοξοτών και ναυπηγών περιλάμβαναν πολλούς Έλληνες τον 15ο αιώνα, αλλά περί το 1519 ήσαν όλοι μουσουλμάνοι. Είτε αυτοί οι Έλληνες απομακρύνθηκαν, είτε μάλλον μετατράπηκαν. Για τους Έλληνες μαρτόλος (martolos) στα οθωμανικά στρατεύματα μετά την κατάκτηση της Τραπεζούντας τον 15ο αιώνα, βλέπε Gökbilgin, “XVI. Yüzyıl Başlarında Trabzon Livası ve Doğu Karadeniz bolgesi”, Belleten, XXVI (1962), 293-338.

[←553]

Marco Polo, Yule, I, 43. Marco Polo, Moule-Pelliot, I, 95.

[←554]

Νικήτας Χωνιάτης, 653-654.

[←555]

Στο ίδιο, σελ. 50.

[←556]

Μιχαήλ Ακομινάτος, Λάμπρος, I, 56.

[←557]

Μπαρ Εβραίος, I, 454. Ο πλουσιότερος κάτοικος της Ντιβριγί (Τεφρικής) τον 13ο αιώνα ήταν χριστιανός. Aksaray-Gençosman, σελ. 318. Υπάρχουν κάποια αρχιτεκτονικά στοιχεία για τη δραστηριότητα των Σύρων και Αρμενίων εμπόρων στο Χεκίμ Χαν, χτισμένα με δαπάνες ενός από τους Σύριους κατοίκους της Μελιτηνής το 1219. Erdmann, Karavansaray, I, 63-67. Έχει επιγραφές στα αραβικά, συριακά και αρμενικά.

[←558]

Erdmann, Karavansaray, I, 199. H. Edhem, Qayseri şehri (Ισταμπούλ, 1915), σελ. 105. Ferit-Mesut, Selçuk veziri Sahip Ata ile oğullari (Ισταμπούλ, 1934), σελ. 82 κ.ε. Uzunçarşılı, Sivas şehri (Ισταμπούλ, 1928), σελ. 117. R.C.E.A., XII, 164-165. Η επιγραφή περιλαμβάνει στα αραβικά το ελληνικό όνομα Καλοϊάνης. Ο A Gabriel, Monuments turcs d’Anatolie (Παρίσι, 1934), αναγνωρίζει το όνομα Καλοϊάνης, αλλά στη συνέχεια διστάζει ως προς την εθνική καταγωγή αυτού του αρχιτέκτονα.

[←559]

Ο Ι. H. Konyali, Nasreddin Hocanin Sehri Aksehir (Ισταμπούλ, 1945), σελ. 549, υπονοεί ότι ο Θυριανός ήταν ο χαράκτης της επιγραφής και όχι ο αρχιτέκτονας. Αλλά το αραβικό κείμενο έχει τη λέξη που είναι η συνήθης που χρησιμοποιείται για να δείξει τον αρχιτέκτονα που κατασκεύασε ένα κτίριο. Αν ήταν ο χαράκτης της επιγραφής, θα περίμενε κανείς άλλη λέξη.

Αυτό το χωριό είχε ακόμη χριστιανούς κατοίκους τον 15ο αιώνα. Στο ίδιο, σελ. 540 κ.ε. Βρισκόταν στην περιοχή που επανεποικίστηκε από τον σουλτάνο με Έλληνες αποίκους στα τέλη του 12ου αιώνα.

[←560]

Ο Mayer, Islamic Architects and Their Works (Γενεύη 1956), σελ. 119, λέει ότι η αρχική επιγραφή γράφει «Syqstus», αλλά ο Wittek πρότεινε Sefastus-Sebastus. Έτσι ο Mayer έχει υιοθετήσει τη γραφή Sebastus. Ωστόσο, το RCEA, X, 116, γράφει Siqetus Καισαρείας. Ismail, Hakki Afyon Karahisar kitabeleri (Ισταμπούλ, 1929), σελ. 211, σημ. 3. Bees, Inschriften- aufzeichnung des todex sinaiticus Graecus, σελ. 53-54, για την ελληνική επιγραφή που μνημονεύει την ανοικοδόμηση των τειχών της Σινώπης το 1215 από τους Τούρκους. Χριστιανοί αρχιτέκτονες από την Έδεσσα έχτισαν ορισμένες πύλες στα τείχη του Καΐρου το 1087-1091, Mayer, Architects, σελ. 133.

[←561]

Eflaki-Huart, II, 2.

[←562]

E. Gross, Das Vilayet-name des Haggi Bektash. Ein türkisches Derwischevangelium (Λειψία, 1927), σελ. 151-152. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο αναχρονισμού σε αυτήν την περιγραφή. Όμως ακόμη κι έτσι, η παρουσία στην ιστορία ενός εξέχοντος Έλληνα αρχιτέκτονα στην υπηρεσία των Τούρκων είναι σημαντική. Λέγεται ότι έχει χτίσει τον τουρμπέ του Χατζή Μπεκτάς. Βλέπε κεφάλαιο 5 για αναφορές σε χριστιανούς αρχιτέκτονες στη λογοτεχνία των δερβίσηδων.

[←563]

R.C.E.A., XII, 22-24. Ο Mayer, Architects, σελ. 77, δίνει πλήρη βιβλιογραφία για αυτή τη φυσιογνωμία. Αν και αρμενικής καταγωγής, το όνομα Ιμπν Αμπντουλλάχ δείχνει ότι είχε μετατραπεί στο Ισλάμ. Βλέπε Mayer, Architects, 69, για έναν άλλο Αρμένιο αρχιτέκτονα στα τέλη του 12ου αιώνα. Για άλλους αρχιτέκτονες με το όνομα Ιμπν Αμπντουλλάχ, Erdmann, Karavansaray, I, 73-74. Mayer, Architects, σελ. 55, 56, 64, 73, 126, 132. Το θέμα ως προς τις πιθανότητες βυζαντινής επιρροής στην οθωμανική και σελτζουκική αρχιτεκτονική έχει συζητηθεί από διάφορους συγγραφείς. Gabriel, “Bursa’da Murad I camii ve osmanll mimarisinin menşei meselesi”, V.D., II (1942), 37-43 (επισυνάπτεται γαλλική μετάφραση στις σελ. 49-57). Une capitale turque Brousse, τομ. I (Μπούρσα, 1958). Monuments turcs d’Anatolie, τομ. I-II (Παρίσι, 1931, 1934). Erdmann, “Zur türkischen Baukunst seldschukischer und osmanischer Ζeit”, I.Μ., VIII (1958), 6-7, σημειώνει ότι οι Σελτζούκοι του Ρουμ απομακρύνθηκαν από πολλές από τις παλαιότερες παραδοσιακές, μουσουλμανικές αρχιτεκτονικές μορφές. Δημιούργησαν νέους τύπους μεντρεσέδων, ιμαρέτ, καραβανσεράι, σεράι και τζαμιών. Αυτό οφειλόταν, λέει, στο γεγονός ότι εγκαταστάθηκαν σε μη μουσουλμανική περιοχή, όπου έρχονταν σε σχέσεις με το Βυζάντιο, ζούσαν σε συμβιωτική σχέση με τους χριστιανούς τους υπηκόους, έρχονταν σε επαφή με διαφορετική τέχνη κ.λπ. Τονίζει ότι η αυλή του Άλα αλ-Ντιν Α’ Καϋκουμπάντ είχε πολλές ομοιότητες με την αυλή του Φρειδερίκου Β’ στο Παλέρμο. Taeschner, “Beiträge zur frühosmanischen Epigraphik und Archeologie”, Der Islam, XX (1932), 117. H. Wilde, Brusa eine Entwickelungsstadte turkischer Architektur in Kleinasien unter den ersten Osmanen (Βερολίνο, 1909). Για συγκεκριμένα παραδείγματα βυζαντινών αρχιτεκτονικών επιρροών: J. M. Rogers, “The Çifte Minare Medrese at Erzerum and the Gok Medrese at Sivas. A Contribution to the History of Style in the Seljuk Architecture of Thirteenth Century Turkey”, A.St., XV (1965), 76. “Annual Report”, A.St., XV (1965), 12, για τη βυζαντινή κυκλική αψίδα, την τοιχοποιία και κατασκευές στην Ιζνίκ και τη Μπούρσα. D. Kuban, Anadolu-Turk mimarisinin kaynak ve sorutilan (Ισταμπούλ, 1965).

[←564]

Eflaki-Huart, II, 275-276.

[←565]

Στο ίδιο, 208. Για τους χριστιανούς κτίστες στην Ανατολία του 19ου αιώνα, W. Ramsay, The Cities and Bishoprics of Phrygia (Οξφόρδη, 1895), I, 302. Κανένας δεν έχει ακόμη αναλάβει συστηματική μελέτη των σημαδιών που χάραζαν οι κτίστες πέτρας στα κτίρια των Σελτζούκων. Πολλά από αυτά τα σημάδια είναι πανομοιότυπα με ελληνικά γράμματα και πιθανώς υποδηλώνουν ότι Έλληνες κτίστες πέτρας ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί σε κατασκευαστικές εργασίες, μαζί με μουσουλμάνους κτίστες. Τέτοια φαίνεται να είναι τα ακόλουθα: ΜΠΔΕΑΝΚΧ ΙΒΥΖΛΧΟ, Erdmann, Karavansaray, I, passim. Gabriel, Monuments, passim. Ο R. Nour, “Tamga ou tag, marque au fer chaud sur les chevaux à Sinope”, J.Α., CCXII (1928), 148-151, σημειώνει ότι ορισμένα από αυτά τα σημάδια κτιστών μοιάζουν με μαρκαρίσματα (πυροσφραγίδες) αλόγων και προτείνει ότι τα μαρκαρίσματα αλόγων είναι σε ορισμένες περιπτώσεις από την Κεντρική Ασία, σε άλλες περιπτώσεις από τον χριστιανικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Είναι εντυπωσιακά παρόμοια με τη βυζαντινή στενογραφία σε ορισμένες περιπτώσεις, E. Granstrem, “O nekotoroykh oformleniia vizantiiskikh rukopisei”, Trudy dvedzati piatogo meždunarodnogo kongresa vostokovedov (Μόσχα, 1960), σελ. 526.

[←566]

Eflaki-Huart, I, 333-334, II, 69. R. Ettinghausen, Turkish Miniatures (Νέα Υόρκη, 1965), σελ. 8-9, για τις βυζαντινές σχέσεις στις μινιατούρες του MS Bibliothèque Nationale Persan 174, που φτιάχτηκαν στο Ακσαράι το 1271 και αφιερώθηκαν στον Σελτζούκο σουλτάνο. Επίσης E. Blochet, Les enluminures des manuscrits orientaux de la Bibliotheque Nationale (Παρίσι, 1926), εικ. 18, 19. Musulman Painting XIIth-XVIIth Century (Λονδίνο, 1929), εικ. Xxxiv, εικ. lv και lvi από το χειρόγραφο της ιστορίας του Ρασίντ αλ-Ντιν έχουν αγγέλους φτιαγμένους με τον βυζαντινό τρόπο. Ο Μπαρ Εβραίος αναφέρει έναν Έλληνα ζωγράφο που πήγε στην Ταμπρίζ για να διακοσμήσει το παρεκκλήσι μιας βυζαντινής πριγκίπισσας, η οποία είχε παντρευτεί τον τοπικό μουσουλμάνο άρχοντα. Στη συνέχεια ο Μπαρ Εβραίος προσέλαβε τον Έλληνα ζωγράφο για να διακοσμήσει συριακές εκκλησίες. Ο F. Babinger, “Mehmed’s II. Heiratmit Sitt-Chatun (1449)”, Der Islam, XXIX (1950), 230-231 και εικόνα 7, αναπαράγει ένα πορτρέτο της Σιτ Χατούν (συζύγου του Μωάμεθ Β’) φτιαγμένο από Έλληνα ζωγράφο. Είναι σε ελληνικό χειρόγραφο της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου που πιθανότατα έστειλε ο Μαλίκ Αρσλάν Ντουλ-Ράντρογλου (1454-1465) στον κουνιάδο του Μωάμεθ Β’. Το χειρόγραφο, το οποίο περιείχε αρχικά και μια εικόνα του Μαλίκ Αρσλάν, είναι το Cod. Marc. Gr. 516. Ο Τιμούρ, ως αποτέλεσμα των εκστρατειών του στην Ανατολία, μετέφερε πολυάριθμους Έλληνες, Αρμενίους και Τούρκους αργυροχόους, κτίστες και οπλουργούς από την Ανατολία στη Σαμαρκάνδη, Gonzales de Clavijo, μεταφρ. Le Strange, Embassy to Tamerlane 1403-1406 (Λονδίνο, 1928), σελ. 288 (αναφερόμενο εφεξής ως De Clavijo-Le Strange). Η ζωτικότητα και επιρροή της βυζαντινής ζωγραφικής κατά τον 12ο και 13ο αιώνα είναι ίσως καλύτερα κατανοητή ως φαινόμενο που διείσδυσε τόσο στην Ευρώπη όσο και σε μέρη της Εγγύς Ανατολής. Για αυτήν την καλλιτεχνική διείσδυση του Βυζαντίου βλέπε: R. Ettinghausen, Arab Painting (Λονδίνο, 1962), σελ. 59-80. K. Weitzmann, “Various Aspects of Byzantine Influence on the Latin Countries from the Sixth to the Twelfth Centuries”, D.O.P., XX (1966), 1-24. “Icon Painting in the Crusader Kingdom”, D.O.P., XX (1966), 49-83. E. Kitzinger, “The Byzantine Contribution to Western Art of the Twelfth and Thirteenth Centuries”, D.O.P., XX (1966), 25-47.

[←567]

Ορισμένες καραμανλήδικες εικόνες, με τουρκικές επιγραφές στο ελληνικό αλφάβητο, ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Για τη συνέχεια της ζωγραφικής στις εκκλησίες-σπήλαια της Καππαδοκίας, De Jerphanion, Cappadoce, passim.

[←568]

Τέτοιος ήταν ο Ταρωνίτης στη βασιλεία του Ορχάν Α΄, Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 18, 89, και πιθανώς ο Βασίλειος που τρύπησε ένα επικίνδυνο πυώδες εξάνθημα στον λαιμό του σουλτάνου ‘Αλα αλ-Ντιν Α’ Καϋκουμπάντ, Ibn Bibi-Duda, σελ. 128.

[←569]

Ο Χάσνον της Έδεσσας θεράπευε διάφορους Σελτζούκους εμίρηδες. Μπαρ Εβραίος, I, 391-392. Ο μαθητής του Ἰσα έφυγε από τη Μελιτηνή για την Κιλικία, στο ίδιο, 409-410. Όταν ένας άλλος Σύριος, ο Ραμπόν Συμεών, έγινε ο γιατρός του Ουλάγου, η κατάσταση των χριστιανών της Συρίας βελτιώθηκε σημαντικά, στο ίδιο, 437. Ο Ιbn Battuta-Gibb, II, 443, αναφέρει την παρουσία ενός Εβραίου γιατρού στην αυλή του σουλτάνου του Μπίργκι.

[←570]

Marco Polo, Yule, I, 43. Επίσης παρατιθέμενο στο F. Sarre and H. Trenkwald, Altorientalische Teppiche (Βιέννη-Λειψία, 1928), II, 17, σημ. 17:

«Τα άλλα έθνη (στην Τουρκομανία) είναι Αρμένιοι και Έλληνες που μένουν στις πόλεις και τα κάστρα και ζουν από το εμπόριο και τις τέχνες και εδώ φτιάχνουν πολλούς τάπητες, από τους πιο όμορφους στον κόσμο»

(l’altre genti (in Turchomania) sono Armeni e Greci que stanno nelle citta e castelli e vivono dei mercantie e arte, e quivi si lavorano tapedi oltimi de li piu belli del mondo).

Φαίνεται ότι οι χριστιανοί, μαζί με τους Τουρκμένους, δραστηριοποιούνταν στη διάσημη βιομηχανία χαλιών της Ανατολίας του 13ου αιώνα. Η παράδοση της κατασκευής χαλιών στην ελληνική και αρμενική Ανατολία ήταν γνωστή στον προ-τουρκικό μουσουλμανικό κόσμο, βλέπε Ettinghausen, “Kali”, ΕΙ1 συμπλήρωμα. Ελληνικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και αρμένικα χαλιά ήσαν γνωστά και σε μεγάλη εκτίμηση στην τουρκική κεντρική Ασία κατά τον 10ο αιώνα, Ibn Fadlan-Togan, σελ. 64. Manandian, Gorodakh, σελ. 228-229.

[←571]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 425. Για την αρχαία κλωστοϋφαντουργία και τις συντεχνίες της Λαοδίκειας, Broughton, Asia Minor, σελ. 819-820. Ashikpashazade-Ali, σελ. 56, κατά τη διάρκεια των τελετών για τον εορτασμό της γαμήλιας συμμαχίας μεταξύ Οθωμανών και Τζερμιγιάν στάλθηκαν λινά από το Ντενιζλί (Λαοδίκεια) και ρούχα από τη Φιλαδέλφεια. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 87.

[←572]

Μπαρ Εβραίος, I, 408, οι Αρμένιοι του Ερζιντζάν ήσαν διάσημοι για τα υφάσματα που έφτιαχναν. Για τους χριστιανούς εργάτες υφασμάτων και εμπόρους μεταξιού της Έδεσσας του 12ου αιώνα, Chabot, “Un episode”, σελ. 173-174.

[←573]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 43, Ο Βατάτζης τόνωσε την τοπική κλωστοϋφαντουργία απαγορεύοντας τις εισαγωγές λατινικών υφασμάτων. Victoria and Albert Museum, Brief Guide to the Turkish Woven Fabrics (Λονδίνο, 1950), για τον ρόλο των χριστιανών υφαντών. Η παράδοση παρέμενε ζωντανή μεταξύ των χριστιανών της Ανατολίας στη σύγχρονη εποχή. Βλέπε για αυτό τα υπογεγραμμένα και χρονολογημένα κομμάτια που εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, καθώς και το Karamanli MS T671-1919 στο Victoria and Albert Museum, ένα εγχειρίδιο στα καραμανλήδικα για τους εργαζόμενους στα χρυσοκέντητα. M. Schneider, Die romischen und byzantinischen Denkmaler von Iznik-Nicaea (Βερολίνο, 1943), σελ. 5. Οι Τούρκοι στην Ανατολία εκδήλωναν ξεκάθαρο γούστο για βυζαντινά πολυτελή υφάσματα από την αρχή (Ατταλειάτης, 277). Οι εμίρηδες του Κουτλουμούς λάμβαναν βυζαντινά υφάσματα από τον Νικηφόρο Βοτανειάτη. Κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου, ο εμίρης της Άγκυρας απαίτησε, ως μέρος των όρων της συνθήκης με τον Αλέξιο, 40 μεταξωτά ενδύματα από εκείνα που φτιάχνονταν στα θηβαϊκά εργαστήρια για τον ίδιο τον αυτοκράτορα: …σηρικοῖς τεσσαράκοντα νήμασιν, ἅπερ ἐκ Θηβῶν ἑπταπύλων βασιλεῖ κεχορήγηται, Νικήτας Χωνιάτης, 608-609. Το χρυσό και μεταξωτό ύφασμα του σουλτάνου Καϋκουμπάντ Α’ στη Λυών είναι φτιαγμένο σε τροποποιημένο βυζαντινό στυλ, βλέπε Van Falke, Kunstgeschichte der Seidenweberei (Βερολίνο, 1922), I, σχήμα 162. Inalcik, “Hariri”, EI2.

[←574]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 437.

[←575]

Vryonis, “The Question of the Byzantine Mines”, Speculum, XXXVII (1962), 10. R. M. Dawkins, Modern Greek in Asia Minor (Καίμπριτζ, 1916), σελ. 6, 8.

[←576]

Mayer, Isalamic Metalworkers and their Works (Γενεύη, 1959), σελ. 16, λέγεται ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έμαθε την τέχνη του χρυσοχόου στην Τραπεζούντα από τον Έλληνα χρυσοχόο Κωνσταντίνο. Evliya Chelebi-von Hammer, II, 48.

[←577]

Inalcik, “Gelibolu”, EI2. Μπαρ Εβραίος, I, 450, για τους Έλληνες ναυτικούς της Αρμενικής Κιλικίας. Βλέπε κεφάλαιο 7 για περισσότερες λεπτομέρειες.

[←578]

Temir, Cacaoglu, σελ. 108, 109, 125. Ιbn Battuta-Gibb, II, 456, αναφέρει ότι οι χριστιανοί του Καϊνούκ παρήγαγαν σαφράν.

[←579]

Burchard of Sion, A Description of the Holy Land, P.P.T.S. XII (Λονδίνο, 1896), 101 (αναφερόμενο εφεξής ως Burchard of Sion, P.P.T.S.).

[←580]

Babinger, Mahomet, σελ. 399. Βλέπε επίσης τις παρατηρήσεις του de Planhol, Nomadisme, σελ. 120 και του περιηγητή του 16ου αιώνα Hans Dernschwam.

[←581]

Eflaki Huart, I, 286, II, 67. Ο Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 56, λέει ότι ήσαν παρόντες σε μεγάλο αριθμό μεταξύ των Τούρκων και των Εβραίων της Εφέσου. Ο Ibn Battuta-Gibb, II, 425-426, σχολιάζει ότι χρησιμοποιούσαν Ελληνίδες κοπέλες-σκλάβες στην πορνεία στη Λαοδίκεια: «Αγοράζουν όμορφες Ελληνίδες σκλάβες και τις βγάζουν στην πορνεία, και κάθε κορίτσι πρέπει να πληρώνει συγκεκριμένη οφειλή στο αφεντικό της. Άκουσα ότι λέγεται εκεί, ότι τα κορίτσια πηγαίνουν στα λουτρά μαζί με τους άνδρες και όποιος επιθυμεί να επιδοθεί σε αισχρότητα το κάνει στα λουτρά και κανένας δεν προσπαθεί να τον σταματήσει. Μου είπαν ότι ο ίδιος ο καδής στην πόλη κατέχει κορίτσια-σκλάβες [που απασχολούνται] με αυτόν τον τρόπο». Για άλλες αποδείξεις της ανηθικότητας των Τούρκων καδήδων, Anonymous-Giese, σελ. 35-36. Αιχμάλωτους που πήραν από τον ελληνικό στρατό της Τραπεζούντας το 1214, τους έβαλαν να δουλέψουν στο Zaradhane, Ibn Bibi-Duda, σελ. 65. Uzunçarşılı, Osmanlı devleti teşkilatına medhal (Ισταμπούλ, 1941), σελ. 89 (αναφερόμενο εφεξής ως Uzunçarşılı Medhal) για το Zaradhane.

[←582]

Για την ανάπτυξη κυβέρνησης σκλάβων και στρατών σκλάβων στον ισλαμικό κόσμο, Uzunçarşılı, Medhal. B. Papoulia, Ursprung und Wesen der “Knabenlese” im osmanischen Reich (Μόναχο, 1963), και δική μου ανασκόπηση στο Balkan Studies, V (1964), 145-153.

[←583]

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γκούλαμ των Σελτζούκων προέρχονταν αποκλειστικά από αυτές τις ομάδες, αν και στην Οθωμανική εποχή οι ντεβσιρμέ παίρνονταν αρχικά μόνο από χριστιανούς.

[←584]

Gesta Francorum, σελ. 54-55. Tudebodus, R.C.H., H.O., III, 29: «Να υπομείνετε και τα παιδιά των χριστιανών θα αντέξουν μαζί σας…» (Adjuc quoque et Christianorum filios secum tolerabant…). Ο Tudebodus, σελ. 26, αναφέρει “Angulani” στους στρατούς των Τούρκων που αντιτίθεντο στους σταυροφόρους στη δυτική Μικρά Ασία.

[←585]

Γουλιέλμος Τύρου, IV, iv.

[←586]

Raymund of Aguilers, R.H.C., H.O., III, 250-251:

«Καθώς οι Τούρκοι κρατούσαν για δεκατέσσερα χρόνια την Αντιόχεια, λόγω έλλειψης δικών τους ανθρώπων εκτούρκιζαν Αρμένιους και Έλληνες νέους και τους έδιναν δικές τους γυναίκες»

(Quoniam Turci ante annos quatuordecim Antiochiae obtinuerant, atque Armenios juvenes et Graecos quasi pro penuria domesticorum turcaverant, et uxores eis dederant).

Βλέπε επίσης Turcare στον Ducange, όπου παραθέτει ξανά από τον Raymund:

«Κάποιος από τους εκτουρκισμένους που βρίσκονταν στην πόλη, μέσω του Βοημούνδου διέταξε τους επικεφαλής μας κλπ.»

(Quidam de Turcatis, qui erat in civitate, per Boimundum principibus mandavit nostris etc.).

Raymund, σελ. 288:

«Αν κάποιοι, με τη χάρη του Θεού, περιφρονούσαν, αναγκάζονταν να παραδώσουν τα όμορφα μικρά τους, να περιτμηθούν ή να εκτουρκιστούν»

(Si qui autem, per gratiam Dei, contempsissent, cogebantur tradere pulchros parvulos suos ad circumcidendum vel ad Turcandum).

[←587]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 60.

[←588]

Στο ίδιο, σελ. 63. Ύστερα από την πτώση της Αντάλυα, ο σουλτάνος πήρε μαζί του τις οικογένειες των χριστιανών ως αιχμαλώτους.

[←589]

Στο ίδιο, σελ. 238.

[←590]

Στο ίδιο, σελ. 176-178.

[←591]

Στο ίδιο, σελ. 139.

[←592]

Στο ίδιο, σελ. 220. Ύστερα από την καταστολή της εξέγερσης των Μπαμπάι, οι γυναίκες, τα παιδιά και τα υπάρχοντα των εξεγερμένων μοιράστηκαν στους στρατιώτες, αφού πρώτα κρατήθηκε το ένα πέμπτο για το κρατικό ταμείο. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι Τουρκμένοι συμπεριλαμβάνονταν επίσης στις τάξεις των γκούλαμ. Στο ίδιο, σελ. 46, ο σουλτάνος διεκδίκησε το ένα πέμπτο των λαφύρων που πάρθηκαν μετά την κατάκτηση της Αντάλυα το 1207.

[←593]

Στο ίδιο, σελ. 320. Οι μπεγκ των συνόρων έστελναν σκλάβους ως δώρα στον σουλτάνο. Επίσης στο ίδιο, σελ. 114, 121.

[←594]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 139. Οι Turan, “L’Islamisation dans la Turquie du moyen age”, S.I., X (1959), 147-150 (αναφερόμενο εφεξής ως Turan, “Islamisation”). Türkiye Selçukluları Hakkında Vesikalar (Άγκυρα, 1958), σελ. 178 και Uzunçarşılı, Medhal, σελ. 115-116, έχουν υποστηρίξει ότι υπήρχε ακόμη και μια μορφή φόρου υποτέλειας σε παιδιά στην Ανατολία των Σελτζούκων, που ήταν παράλληλος με τον οθωμανικό ντεβσιρμέ και ότι αυτοί οι ιγκντίς σχημάτιζαν ειδικό σώμα. Όμως ο V. Menage, “Some Notes on the Devshirme”, B.S.O.A.S., XXIX (1966), 65, αποδεικνύει ότι θεωρούσαν τους ιγκλίς ως γιους των γκούλαμ. Αυτοί οι ιγκλίς, ως απόγονοι μικτών γάμων, δεν ήσαν διαφορετικοί από τους Τουρκόπουλους και τους μιξοβαρβάρους των βυζαντινών πηγών.

[←595]

Taeschner, Al-‘Umari’s Bericht über Anatolien in seinem Werke Masālik al-abşār fi mamālik al-amşār (Λειψία, 1929), σελ. 44 (αναφερόμενο εφεξής ως al-Umari Taeschner). Abul-Fida, Géographie d’Aboulfeda, μεταφρ. S. Guyard (Παρίσι, 1840), σελ. 379-381.

[←596]

Uzunçarşılı, Medhal, σελ. 442. Ibn Bibi-Duda, 59.

[←597]

Miklosich et Müller, III, 291. Ιωάννης Κανανός, P.O., CLVI, 73, για την περιτομή παιδιών. Vryonis, “Isidore Glabas and the Turkish devshirme”, Speculum, XXXI (1956), 441-442. Για ένα ενδιαφέρον κείμενο που καταδεικνύει τον φόβο του ντεβσιρμέ, B. Papoulia, “Die Vita des Heiligen Philotheos vom Athos”, S.F., XXII (1963), 259-280.

[←598]

Γ. Ζώρας, «Ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ βασιλεία Μωάμεθ Β’ τοῦ κατακτητοῦ», Ε.Ε.Β.Σ., XXII (1952), 276.

[←599]

Babinger, Mahomet, σελ. 164, Δούκας, σελ. 334.

[←600]

Βλέπε τα οθωμανικά έγγραφα στο Uzunçarşılı, Osmanlı Devleti Teşkilatında Kapukulu Ocakları (Άγκυρα, 1943), I, 20, 95-96, 102, 104, 106, 107, 115, 126, 127, 320, 438. Vryonis, “Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes”, Der Islam, XLI (1965), 224-252. Menage, “Devshirme”, El2. “Sidelights on the Devshirme from Idris and Sa’ddudin”, B.S.O.A.S., XVIII (1956), 181-183. Inalcik, “Ghulam”, EI2. A. Βακαλόπουλος, «Προβλήματα τῆς ἱστορίας τοῦ παιδομαζώματος», Ἑλληνικά, XIII (1954), 274-293. Wittek, “Devshirme and Shari’a”, B.S.O.A.S., XVII (1955), 271-278. J. Palmer, “The Origin of the Janissaries”, Bulletin of the John Rylands Library, XXXV (1953), 448-481. Papoulia, Knabenlese passim.

[←601]

Vryonis, “Gulams”, passim.

[←602]

Papoulia, “Vita”, 274: Οἴμοι! πόσοι ἐκ τοῦ ἡμετέρου γένους ἐγένοντο τέκνα τοῦ ἀντιχρίστου. Ο Σαντ αλ-Ντιν, γράφοντας στα τέλη του 16ου αιώνα, επισημαίνει ότι το ντεβσιρμέ είχε φέρει 200.000 άνδρες στο Ισλάμ, «για να μην μιλήσουμε για τους σκλάβους που έφεραν από το νταρ-αλ-χαρμπ, των οποίων τον αριθμό κανένας δεν γνωρίζει». Menage, “Sidelights on the devshirme”, σελ. 183.

[←603]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 180.

[←604]

Uzunçarşılı, Medhal, σελ. 93.

[←605]

Ζώρας,

«Ἅλωσις», σελ. 276.

[←606]

Babinger, Mahomet, σελ. 164. Δούκας, σελ. 334.

[←607]

Η βιβλιογραφία για τη σταδιοδρομία του, καθώς και για τη σταδιοδρομία των δύο αδελφών του, Καμάλ αλ-Ντιν Ρουμτάς ιμπν Αμπντουλλάχ και Σαΰφ αλ-Ντιν Καρασουνκούρ, είναι εκτεταμένη. Ibn Bibi-Duda, σελ. 103, 128, 197, 239, 269, 337, 341. Aksaray-Gençosman, σελ. 133. Eflaki-Huart, I, 94-95, 192, 199, 208, 209, II, 38, 203, 204. Μπαρ Εβραίος, I, 413, 422. Turan, “Karatay”, σελ. 17-172. Erdmann, Karavansaray, I, 117-125.

[←608]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 311-313, 345.

[←609]

Στο ίδιο, 229, 239-244, 336-338. Συνέθεσε ένα λογοτεχνικό κομμάτι που είχε ως αντικείμενο την άρπα και το κρασί.

[←610]

Βλέπε κεφάλαιο 2.

[←611]

Αρνάκης, Ὀθωμανοί, passim. “Byzantium’s Anatolian Provinces during the Reign of Michael Paleologus”, Actes du XII congres international d’etudes byzantines (Βελιγράδι, 1964), II, 37-44.

[←612]

Aksaray-Gençosman, σελ. 175-176. Βλέπε Cahen, “Mongols”, για σαφή περιγραφή της διαδικασίας. Δηλώνει ότι η τουρκμενική περιφέρεια στράφηκε εναντίον της κεντρικής Ανατολίας και την κατέστρεψε.

[←613]

Αυτό ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό την περίοδο των δύο αδελφών, των Ιζ αλ-Ντιν Β’ Καϋκαούς και Ρουχ αλ-Ντιν Κίλιτζ Αρσλάν Δ’, Aksaray-Gençosman, σελ. 135, 145. Ibn Bibi-Duda, σελ. 264-268, 257, 276-278.

[←614]

Αυτές περιελάμβαναν, κατά τη βασιλεία του Ιζ αλ-Ντιν Β ‘Καϋκαούς, τις εξεγέρσεις του Σαράφ αλ-Ντιν Ερζιντζάνι γύρω από τη Νικσάρ (Ibn Bibi-Duda, σελ. 248-250), των μπεγκ Ζαΰν αλ-Χατζ και Μπουσνούζ στη νότια Ανατολία (Aksaray-Gençosman, σελ. 159-160). Ύστερα από αυτήν την τελευταία εξέγερση σημειώθηκαν ταραχές στη βόρεια Ανατολία, από το Τσανκίρι και την Κασταμώνα μέχρι την Αμάσυα (Aksaray-Gençosman, σελ. 162). Η εξέγερση των γιων του Χατίρ το 1276 στη Νίγκντε προκάλεσε σημαντική αναρχία (Ibn Bibi-Duda, σελ. 300-301). Για άλλες εξεγέρσεις, Τούρκων και Μογγόλων, Aksaray-Gençosman, σελ. 291-293, 298, 300, 309, 328.

[←615]

Ο Togan, Giris, σελ. 225-226, περιγράφει την εγκατάσταση ομάδων Μογγόλων στις περιοχές των Κόνυα, Καραμάν, Ντιγιάρμπακιρ, Αμάσυα, Τσορούχ, Νικσάρ, Τοκάτ, Άγκυρας, Καϋσερί. Cahen, “Turks in Iran and Asia Minor before Mongol”, Crusades, II, 690-691. Cahen, “Mongols”, σελ. 729. Σε ορισμένες από τις φυλές Τουρκμένων στην Ανατολία του 13ου αιώνα, Sümer, “Ağaç-eriler”, Belleten, XXVI (1962), 521-528. “Cepni”, EI2. Ibn Bibi-Duda, σελ. 172, 333, 181-184, 201-202, 211-212, για τους Χωράσμιους. Aksaray-Gençosman, σελ. 280-281, για Μογγόλους.

[←616]

Cahen, “Notes pour l’histoire des Turcomans d’Asie Mineure au XIIIe siècle”, J.Α., CCXXXIX (1951), 335-354.

[←617]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 308. Aksaray-Gençosman, σελ. 197, 194, για τα σχόλια ενός σύγχρονου ότι η Ανατολία ήταν γεμάτη επαναστάτες.

[←618]

Aksaray-Gençosman, σελ. 223-224.

[←619]

Στο ίδιο, σελ. 246-248.

[←620]

Τους έφερνε από τις Ταμπρίζ, Χαμαντάν, Ιράκ, Ισφαχάν, Χασκάν, Χορασάν, Κερτς, Ελάν, Μεράντ, Ναχτσιβάν, Τιφλίδα.

[←621]

Aksaray-Gençosman, σελ. 227-230. Κάποιοι ήσαν τόσο ανίδεοι, σχολιάζει ο Aksaray, που παρόλο ότι τα μεγαλύτερα έσοδα ήταν ο κεφαλικός φόρος τζιζιέ (djizye), δεν ήξεραν τι σήμαινε η λέξη.

[←622]

Στο ίδιο, σελ. 206, 252-257, 271-277, 293-297, 318-319, 328, 335-336, 340.

[←623]

Στο ίδιο, σελ. 273.

[←624]

Στο ίδιο, σελ. 275, ήταν τόσο έξαλλος, που σκεφτόταν να λεηλατήσει τις καλλιέργειες.

[←625]

Στο ίδιο, σελ. 276, παρατηρεί ότι για να βελτιώσει τη δική του ενδυμασία, έγδυσε χιλιάδες.

[←626]

Στο ίδιο, σελ. 276, οι επιπτώσεις αυτού του αποσπάσματος είναι σημαντικές για την τύχη της εκκλησιαστικής περιουσίας των χριστιανών. Τείνει να επιβεβαιώνει τις ελληνικές πηγές, βλέπε κεφάλαιο 4. F. Köprülü, “L’institution du Vakouf: Sa nature juridique et son évolution historique”, V.D., τομ. II (1942), partie française, σελ. 27, 30, για την παρακμή των βακουφίων ιδρυμάτων των Σελτζούκων κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Μογγόλων.

[←627]

Aksaray-Gençosman, σελ. 291.

[←628]

Στο ίδιο, σελ. 318-319, η περιουσία τόσο των μουσουλμάνων όσο και των χριστιανών κατασχέθηκε. Τον πλουσιότερο άνθρωπο στη Ντιβριγί (Τεφρική), έναν χριστιανό, τον ξυλοκόπησαν με μπαστούνι και απείλησαν να τον κάψουν, σε προσπάθεια να αποκτήσουν τον πλούτο του. Η οικονομική παρακμή αντικατοπτρίζεται στο γεωγραφικό έργο του Hamd-Allah Mustawfi του Kazwin (1340), βλέπε πιο κάτω.

[←629]

Cahen, “Mongols”, σελ. 720-731.

[←630]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 211.

[←631]

Στο ίδιο, σελ. 270. M. Mellink, “Archaeology in Asia Minor: Addenda”, American Journal of Archaeology, LXX (1966), 280, για αρχαιολογικά στοιχεία που υποδηλώνουν καταστροφή στην περιοχή Σαμοσάτων περί τα μέσα του 13ου αιώνα.

[←632]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 308.

[←633]

Μπαρ Εβραίος, I, 427. Για να δείξει αυτή την αρπακτικότητα, στο ίδιο, σελ. 426, αναφέρει ότι από ένα χωριό κοντά στο Χισν Μανσούρ οι Τούρκοι πήραν 7.000 ταύρους, αγελάδες, γαϊδούρια, 45.000 πρόβατα και κατσίκες.

[←634]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 267.

[←635]

Μπαρ Εβραίος, I, 450. Eflaki-Huart, II, 380.

[←636]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 308-310. Ένα χριστιανικό καραβάνι, αναχωρώντας από την Κιλικία, δέχτηκε επίθεση και καταστράφηκε από τριακόσιους έφιππους Τουρκμένους κοντά στην Ηράκλεια, Μπαρ Εβραίος, I, 454. Ο Eflaki-Huart, II, 10, αναφέρει ένα περιστατικό, όπου ένας έμπορος που ληστεύτηκε πρόσφατα από τους Τουρκμένους των συνόρων αντιμετωπίζει τον Μουχάμαντ, τον ηγέτη τους, παρουσία του Τζαλαλαντίν Ρουμί. Βλέπε επίσης τη ληστεία σε βάρος του Μιχαήλ Παλαιολόγου, ο οποίος, διαφεύγοντας από τη Νίκαια προς τον σουλτάνο, έπεσε στα χέρια των Τουρκμένων.

Θεόδωρος Σκουταριώτης-Σάθας, 527. Οι σταυροφόροι που τους συνάντησαν μεταξύ Λαοδίκειας και Κόνυα τους ανέφεραν ως «πειρατές» (predones).

[←637]

Aksaray-Gençosman, σελ. 211.

[←638]

Στο ίδιο, σελ. 332.

[←639]

Στο ίδιο, σελ. 336.

[←640]

Στο ίδιο, σελ. 298.

[←641]

Στο ίδιο, σελ. 298.

[←642]

Στο ίδιο, σελ. 283-284. Για την εισαγωγή χαρτονομισμάτων, K. Jahn, “Das iranische Papiergeld”, Archiv Orientalni, X (1938), 308-340. Spuler, Die Mongolen, σελ. 301-302.

[←643]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 427-428, 448.

[←644]

Αυτή η κατάσταση της Ανατολίας στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα αντικατοπτρίζεται επίσης στις συνοδικές πράξεις της ελληνικής εκκλησίας, βλέπε κεφάλαιο 4. Με αυτήν την περίοδο τελειώνει η σύντομη αναβίωση των ελληνικών σπηλαίων-εκκλησιών της Καππαδοκίας, De Jerphanion, Cappadoce, II, 400. Ο M. Akdağ, “Osmanlı İmparatorluğu’nun Kuruluş ve İnkişaf Devri’nde Türkiye’nin İktisadi Vaziyeti”, Belleten, XIII (1949), 570, ερμηνεύει τις χαμηλές τιμές ως ένδειξη της έλλειψης χρήματος και οικονομικής κρίσης.

[←645]

Αυτά ήσαν ασημένια, και όχι χρυσά, δηνάρια. Για αυτό το σημείο και τη φθίνουσα αξία τους, W. Barthold and W. Hinz, “Die persische Inschrift an der Mauer der Manucehr-Moschee zu Ani”, Z.D.M.G., CI (1951), 251-253.

[←646]

Kazwini-Le Strange, σελ. 95.

[←647]

Στο ίδιο, σελ. 100.

[←648]

Στο ίδιο, σελ. 94. Επίσης Hinz, “Das Rechnungswesen orientalischer Reichsfinanzamter im Mittelalter”, Der Islam, XXIX (1950), 131-134.

[←649]

Για τα κείμενα, μεταφράσεις και σχόλια για αυτές τις σημαντικές επιγραφές, Hinz, “Steuerinschriften aus dem mittelalterlichen vorderen Orient”, Belleten, XIII (1949), 745-769 (αναφερόμενο εφεξής ως Hinz-Steuerinschriften). Barthold and Hinz, “Inschrift”, σελ. 241-269. Η μελέτη του Togan, “Moğollar Devrinde Anadolu’nun İktisadi Vaziyeti”, Türk Hukuk ve İktisat Tarih Mecmuası, I (1931), 1-42, πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τα συμπεράσματα του Hinz. Βλέπε επίσης, Togan, “Reşideddin’in Mektuplarında Anadolu’nun İktisadi ve Medeni Hayatına Ait Kayıtlar”, İktisat Fakültesi Mecmuası, XV (1953), 33-50. Για το ιστορικό των φορολογικών πρακτικών των Μογγόλων, Spuler, Die Mongolen, σελ. 297-326, ιδιαίτερα σελ. 302 για την υποτίμηση του ασημένιου νομίσματος στην Ανατολία.

[←650]

Hinz, “Steuerinschriften”, σελ. 755-756. Οι επιγραφές αναφέρουν δεκαπέντε φόρους που επιβάλλονταν παράνομα: σουμάρε-ι κομπτζούρ, χαζρ-ι γκάλλε, σαχνἐγκι, ταμπκούρ, ματράχ-ι σαμπούν, φόρους επί του σπόρου λιναριού, μοχέρ, αλατιού, μαγειρικών σκευών, πέτρας οικοδομής, προβάτων, καλάν, ναμάρι, ταρχ, τρναγκίρ.

[←651]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 138.

[←652]

Ο Αμπουλφέντα παραθέτει τον Άραβα συγγραφέα του 13ου αιώνα Ιμπν Σαΐντ, ότι τον 13ο αιώνα υπήρχαν 200.000 Τουρκμένοι με τις σκηνές τους στις περιοχές της Λαοδίκειας. Turan, Selçuklular Tarihi ve Türk-Islâm Medeniyeti (Άγκυρα, 1965), σελ. 215. Είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθεί αυτός ο υπερβολικός αριθμός, αλλά το ότι οι άνθρωποι των φυλών είχαν εγκατασταθεί εκεί σε μεγάλους αριθμούς επιβεβαιώνεται περαιτέρω στις επιστολές του Πλανούδη, Maximi Planudis epistulae, επιμ. M. Treu (Άμστερνταμ, 1960), passim (αναφερόμενο εφεξής ως Planudes-Treu).

[←653]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 214.

[←654]

Για τις λεπτομέρειες βλέπε Wittek, Mentesche, passim. Lemerle, Aydin, passim. Arnakis, Ὀθωμανοί, passim. Ahrweiler, “Smyrne”, passim. Για τις καταστροφικές πτυχές των οθωμανικών κατακτήσεων, D. Angelov, “Certains aspects de la conquete des peuples balkaniques par les Turcs”, B.S. XVII (1956), 220-275.

[←655]

Παχυμέρης, I, 219-220, 468-469. II, 210-212, 589.

[←656]

Στο ίδιο, I, 219-220.

[←657]

Στο ίδιο, II, 210-212. Για αυτό το σύντομο αλλά υπέροχο επεισόδιο βλέπε τις επιστολές του Μάξιμου Πλανούδη, Planudes-Treu, σελ. 74-75, 96-99, 120, 125-129, 135-141, 144, 150-155, 163, 166, 169, 174-178.

[←658]

Παχυμέρης, I, 219-220, 310-311.

[←659]

Στο ίδιο, 468-469: τὰ γὰρ κατὰ Μαίανδρον καὶ Καρίαν καὶ Ἀντιόχειαν ἤδη καὶ τετελευτήκει, τὰ δὲ τούτων καὶ ἔτι ἐνδοτέρω δεινῶς ἐξησθένει καὶ τοῦ ἰατρεύσοντος ἔχρῃζον, καὶ ἡλίσκοντο μὲν τὰ κατὰ Κάϋστρον καὶ Πριήνην, ἡλίσκοντο δ’ ἤδη καὶ τὰ κατὰ Μίλητον, καὶ Μαγεδὼν καὶ τὰ πρόσχωρα κατὰ πολλὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν ἐξηφανίζοντο.

[←660]

Στο ίδιο, 469: … εἶδε καὶ πόλιν μεγίστην, τὰς Τράλλεις … καί οἱ λογισμὸς ἐπῄει ἀνεγείρειν πεσοῦσαν καὶ τοὺς ἐξῳκηκότας ἐκεῖθεν σὺν ἄλλοις πλείστοις οἰκίζειν.

[←661]

Στο ίδιο, 470.

[←662]

Στο ίδιο, 470: εἵμαρτο γὰρ κἀντεῦθεν καὶ μυριοστύας ὅλας ὀλέσθαι τῶν ἐκεῖ κατοικησόντων. Στο ίδιο, 473-474: καὶ τὴν πρὶν ἐν χρησμοῖς κειμένην περιφανέσι καί γ’ ἐλπίσιν ἀπῃωρημένην χρησταῖς εἰς χοῦν καταβάλλουσι, καὶ πλῆθος ἐκεῖνο πᾶν, οὐ ῥᾳδίως ἀριθμητόν, ἔργον μαχαίρας ποιοῦνται. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 142. Εκείνοι που παραδόθηκαν δεν ήσαν λιγότεροι από 20.000. Τους πήραν μαζί τους και πέρασαν τόσο σκληρά, που χαίρονταν για εκείνους που είχαν σκοτωθεί, καθώς είχαν αποφύγει τις ταλαιπωρίες της υποδούλωσης.

[←663]

Παχυμέρης, I, 474.

[←664]

Στο ίδιο, II, 433-436.

[←665]

Στο ίδιο, 589: λιμῷ πολυημέρῳ τοὺς ἐκεῖ παραστησαμένου.

[←666]

Στο ίδιο: μετῳκίζοντο δὲ καὶ οἱ πλείους τῶν πολιτῶν ἐπὶ τὸ τῶν Θυραίων φρούριον, δέει τοῦ μή τι πα θεῖν ἐκ δόλου τοὺς Περσάρχας ἄχαρι ἐπιθεμένων ἐκείνων, ἢν καιρὸς διδοίη. ἄλλους δὲ πλείστους ἔργον μαχαίρας ἐποίουν ἀνοικτὶ σφάττοντες.

[←667]

Papadopoulos-Kerameus, «Μαγνησία ἡ ὑπὸ Σιπύλῳ καὶ αἱ Μητροπόλεις Ἐφέσου καὶ Σμύρνης», Δ.Ι.Ε.Ε., II (1885), 653: Δύο δὲ οὐσῶν καὶ τῆς μιᾶς ἀφανισθείσης παντελῶς.

[←668]

Παχυμέρης, I, 311, II, 210: τῶν γοῦν ἀκρῶν κακουμένων, ὡς μὴ μόνον τῶν κατὰ Μαίανδρον καὶ τὰ τῷ ζυγῷ ἐκείνῳ προσήκοντα ἀλλ’ ἤδη καὶ τῶν ἐντὸς ἐξαφανιζομένων ἐξ ἐπιδρομῶν συχνῶν τῶν Περσῶν.

[←669]

Στο ίδιο, II, 314-319, 421, 442, μιλά για τη σφαγή κατοίκων. Στο ίδιο, 430-405, οι κάτοικοι των Σάρδεων αναγκάστηκαν να χωρίσουν την πόλη με τους Τούρκους. Οι δύο ομάδες ζούσαν σε ξεχωριστά τμήματα της πόλης, χωρισμένα από τείχη. Τελικά οι Έλληνες κάλεσαν βυζαντινά στρατεύματα, με τη βοήθεια των οποίων εκδίωξαν τους Τούρκους.

[←670]

Στο ίδιο, I, 311: ὅσα τε ἐν Μαρυανδηνοῖς τε καὶ Μόσυσι … ἐπὶ τοσοῦτον ἠφάνιστο ὥστε καὶ Μαρυανδηνοῦ θρηνητῆρος χρῄζειν ἀξίως τἀκεῖ θρηνήσοντος.

[←671]

Στο ίδιο, II, 338.

[←672]

Στο ίδιο, 413, 414: καὶ τότε οἱ μὲν ὑποστάντες ἐσφάττοντο, γύναια δὲ καὶ παιδάρια πλῆθος μυρίον πρὸς τὸ φρούριον φεύγον τα ἄγρα ἦν ἑτοίμη τοῖς προκαταλαβοῦσι … ἔπειτα πῦρ ἐναύσαντες οἱ ἐχθροὶ τὰ ἐκεῖ κάλλη εἰς τέλος ἠμάθυναν.

[←673]

Στο ίδιο, 415, 437-438.

[←674]

Στο ίδιο, 444-445: ἐντεῦθεν ἐκ πολλῆς ἀδείας οἱ Πέρσαι περικαθίσαντες ἐνδείᾳ ὕδατος αἱροῦσι τὸ φρούριον, καὶ τοὺς μὲν ὀλίγων ἀποδράντων ἔργον μαχαίρας ποιοῦσι, τὰ δ’ ἐκεῖσε σκυλεύσαντες πῦρ ἐνιᾶσι καὶ τὸ πᾶν ἀφανίζουσι.

[←675]

Στο ίδιο, I, 221-223.

[←676]

Στο ίδιο, 311-312.

[←677]

Στο ίδιο, 311.

[←678]

Στο ίδιο, II, 335-337, 597, 637. Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 133 κ.ε.

[←679]

Παχυμέρης, II, 413. I. Σακελλίων, «Συνοδικαὶ διαγνώσεις τῆς ΙΔ’ ἑκατονταετηρίδος», Δ.Ι.Ε.Ε.Ε., ΙΙΙ (1889), 413-424.

[←680]

Παχυμέρης, II, 402: καὶ διὰ τοῦτο τῶν μὲν φονευομένων τῶν δ’ ἀπανισταμένων, τῶν μὲν εἰς πόλεις καὶ φρούρια τῶν δ’ εἰς νήσους, ἄλλων δὲ καὶ εἰς τὰ κατ’ ἀντιπεραίαν ἀσφαλῆ, ὅπου ἂν καὶ σωθεῖεν, βλεπόντων καὶ ὁρμώντων, τῶν δ’ ἐντὸς καὶ λίαν ἐνδεῶς ἐχόντων τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν τῶν ἐξωτερικῶν ἐξαπώλειαν. Για τη μεταφορά στρατιωτικών σωμάτων στην Ευρώπη, στο ίδιο, 407-408. Για τη φυγή πληθυσμού στα νησιά, E. Ζαχαριάδου, «Συμβολή στήν ἱστορία τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου (μέ ἀφορμή τά πατμιακά φιρμάνια τῶν ἐτῶν 1454-1522», Σύμμεικτα, Βασιλικόν Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, I (1966), 192-193.

[←681]

Παχυμέρης, I, 310-311. Η επίπτωση είναι ότι οι περιοχές Νεόκαστρον, Άβαλα, Κάυστρος, Μαγεδών και Καρία επηρεάστηκαν επίσης από αυτήν την ερήμωση. Halkin, “Manuscrits galesiotes”, Scriptorium, τομ. XV, μερ. 2 (1961), σελ. 221-227, για την άλωση των βιβλιοθηκών στις αρχές του 14ου αιώνα.

[←682]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 142.

[←683]

Παχυμέρης, I, 311, 468.

[←684]

Στο ίδιο, II, 314: καὶ ὁ λαὸς ὁ μὲν κατεσφάττετο ὁ δ’ ἀπανίστατο φθάνων, καὶ οἱ μὲν πρὸς νήσους τὰς ἐγγιζούσας οἱ δὲ πρὸς τὴν δύσιν διαπεραιούμενοι διεσώζοντο.

[←685]

Στο ίδιο, 318-319: καὶ τὸ πρᾶγμα ποταμῶν ἔδοξεν ῥεῦμα. Οι γονείς του Αγίου Φιλοθέου έφυγαν από την Ελάτεια απέναντι από τη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἀγαρηνῶν… Papoulia, “Die Vita des Heiligen Philotheos von Athos”, S.F., XXII (1963) 274.

[←686]

Παχυμέρης, II, 441-442: οὐδεὶς οὖν ἐν χώραις ὑπελείπετο, ἀλλ’ ὀλίγοι μὲν ταῖς πόλεσι παρεβύοντο, καὶ οὗτοι ἐκ τοῦ παρείκοντος, οἱ πλείους δὲ σοφώτερόν τι ποιοῦντες οἱ μὲν εἰς νήσους οἱ δ’ εἰς ἀντιπεραίαν ὥρμων, καὶ τὰ αὐτῶν μακρόθεν ἑώρων, προσπελάζειν οὐ τολμῶντες οὐδ’ ἐς βραχύ. οἱ δὲ τολμῶντες διὰ τὴν ἀνάγκην τῆς ἀπορίας αὐτόθεν πάσχοντες τὰ δεινὰ κατεμάνθανον, καὶ προμηθεῖς τοῦ ζῆν ἐποίουν τοὺς ἄλλους αὐτοὶ πίπτοντες· οὐ γὰρ ὡς πολεμίους σφᾶς οἱ Πέρσαι, ἀλλ’ ὡς κλῶπας ὧν αὐτοὶ διὰ σπάθης ἐκτήσαντο, ἀνὰ χεῖρας πεσόντας ἐτιμωροῦντο καὶ ἀνηλεῶς ἔσφαττον.

Για άλλες αναφορές στη φυγή του πληθυσμού από τη Μικρά Ασία στα νησιά και την Ευρώπη, καθώς και στη μετεγκατάσταση στρατιωτικών σωμάτων της Ανατολίας στη Μακεδονία, βλέπε τα ακόλουθα: Ahrweiler, “Smyrne”, σελ. 28. Dölger, Aus den Schatzkammern des Heiligen Berges (Μόναχο, 1948), I, 57-58, και Lemerle, Actes de Kutlumus (Παρίσι, 1945), σελ. 89-91, για τα εδάφη των στρατιωτών από τις Κλαζομενές που επανεγκαταστάθηκαν γύρω από τις Σέρρες. Επίσης Παχυμέρης, II, 407-408: … στρατιώτας βασιλικῶν ἀλλαγίων, οἳ δὴ καὶ ἀντολίηθεν ἀποικισθέντες ἐξ ὑπογύου διὰ τὴν καταδρομὴν τῶν Περσῶν αὐταῖς γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἤλυον κατὰ δύσιν.

Για την ερήμωση της γης: Παχυμέρης, I, 401, II, 314. William of Adam, R.H.C., D.A., II, 537: Sunt eciam castra circumquaque pulcerrima et fortia, cum fossatis magnis et turribus, sed omni habitatore carentia.

[←687]

Παχυμέρης, II, 390: καὶ τὸ Περσικὸν πολλαχόθεν ἐπεισβαλόντες τοὺς μὲν ἔργον καθιστᾶσι μαχαίρας, ὅσοι δέ γε καὶ ἴσχυσαν ἐκφυγεῖν, τῷ τῆς Κυζίκου ἐπιτειχισμῷ ἄρτι τότε συστάντι παρὰ τοῦ ἐν αὐτῇ προέδρου Νίφωνος, ἀνδρὸς δραστηρίου καὶ γνώσεως ἐπηβόλου καὶ οὐ μᾶλλον πνευματικοῖς ἢ κοσμικοῖς τρίβωνος πράγμασι, φέροντες ἑαυτοὺς καὶ γυναῖκας καὶ τέκνα καὶ ζῶα καὶ ὕπαρξιν ἐγκατέκλεισαν. 415: καὶ Πηγαὶ παραθαλασσία πόλις τῶν δυσχερῶν ἐπειράθη. τῶν γὰρ ἔξω πάντων συγκλεισθέντων ἐντός, ὅσοι καὶ τὸ ξίφος ἔφυγον. Οι κάτοικοι της Ίδης και του Σκαμάνδρου διέφυγαν στην Άσσο. Στο ίδιο, 438: ὡς δὲ πᾶσαν τὴν ἐκεῖ χώραν προκαταλαβόντων τὴν Ἴδην Περσῶν ἐρημοῦσθαι τῶν οἰκητόρων ξυνέβαινε.

[←688]

Στο ίδιο, 438: καὶ κενὸν ἐντεῦθεν τὸ φρούριον καταλέλειπτο.

[←689]

Στο ίδιο, 443-445.

[←690]

Στο ίδιο, I, 311: σὺν οἷς καὶ ἔτι τὰ ἔνδον μέχρι Σαγγάρεως, ἐπὶ τοσοῦτον ἠφάνιστο… Στο ίδιο, 313: … τὰς τῶν χωρῶν πέραν τοῦ Σαγγάρεως ἐρημώσεις.

[←691]

Στο ίδιο, II, 335.

[←692]

Στο ίδιο, 412: πεπλήθει δὲ τῶν ἀγρομένων ἡ πόλις, καὶ ἐστενοχωρεῖτο τοῖς παν ταχοῦ κειμένοις εἰκῇ τε καὶ ὑπαιθρίοις, πνοῇ ζῆν καὶ μόνῃ πι στευομένοις· λιμὸς γὰρ ἐντεῦθεν καί γε λοιμὸς τοὺς ἀθλίους διεμεριζέτην. O Muntaner-Buchon, σελ. 420, αναφέρει ότι οι πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη περιπλανούνταν στους δρόμους, άποροι και λιμοκτονώντας. Από αυτούς τους Έλληνες, οι Αλμουγκαβάρες έδωσαν φαγητό σε 2.000, με αποτέλεσμα αυτή η ομάδα να ακολουθεί τους Αλμουγκαβάρες σε όλη την πόλη. Papadopoulos-Kerameus, Zhitiia dvukh’ vselensikikh’ patriarkhov’ XIV v. Svv. Ahanasiia I i Isidora I (Αγ. Πετρούπολη, 1905), σελ. 33-34, ο πατριάρχης μοίρασε προσωπικά ο ίδιος σιτάρι και κρασί στους άπορους πρόσφυγες.

[←693]

Παχυμέρης, II, 415: ἐντίκτει νόσον λοιμώδη τὸ συνεπτύχθαι λιμῷ καὶ κακοπαθείαις. ἔτι δὲ καὶ τῇ νόσῳ ἐς ἑκατοστύας ἔπιπτον.

[←694]

Στο ίδιο, 232.

[←695]

Ibn Battuta Gibb, II, 415: «Ο λόγος που ονομάζεται Ρουμ είναι επειδή παλαιότερα ήταν η γη τους και από εκείνην προέρχονταν οι αρχαίοι Ρουμ (Ρωμαίοι) και οι Γιουνάνι (Έλληνες). Αργότερα κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους, αλλά σε αυτήν υπάρχουν ακόμη πολλοί χριστιανοί υπό την προστασία των μουσουλμάνων, με τους τελευταίους να είναι Τουρκμένοι». Marino Sanudo Torsello, Istoria del regno di Romania, επιμ. C. Hopf στο Chroniques Greco-Romanes inedites ou peu connues (Βερολίνο, 1873), σελ. 14a:

«Στη Μικρά Ασία, η οποία είναι μεγαλύτερη χώρα από την Ισπανία, στην οποία έχουμε πει ότι υπάρχουν τέσσερα βασίλεια, η οποία ως επί το πλείστον υπόκειται στους Τούρκους, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ακολουθούν το ελληνικό τελετουργικό και είναι οι περισσότεροι Έλληνες. Η Αρμενία, που παλαιότερα ονομαζόταν Κιλικία, κατοικείται επίσης από Έλληνες. Στη Μεσοποταμία υπάρχει μεγάλος αριθμός Ελλήνων και παλαιά ήσαν πολύ περισσότεροι, την εποχή του περάσματος του Πέτρου του Ερημίτη και του Γοδεφρείδου ντι Μπουγιόν, του οποίου ο αδελφός Βαλδουΐνος ήταν κόμης στη Μεσοποταμία και ονομαζόταν κόμης ντε Ρόας»

(In l’Asia Minor, e ch’è maggior Paese, che non à la Spagna, della qual abbiamo detto esser quarto Regni, la qual per la maggior parte à sottoposta a Turchi, per il piu li Popoli seguono il Ritto Greco e sono per il piu Greci. Anco l’Armenia, che si chiamava anticamente Cilicia, è abitata da Greci. In la Mesopotamia è gran quantita di Greci e solevano esser molto piu al tempo del passaggio di Piero Eremita e Goffredo di Buglione, il cui fratello Balduino fu Conte in Mesopotamia, e si chiamva Conte de Roas).

[←696]

Μπαρ Εβραίος, I, 401.

[←697]

Στο ίδιο, 406. Ibn Bibi-Duda, σελ. 223-224.

[←698]

Μπαρ Εβραίος, I, 406-409. Ibn Bibi-Duda, σελ. 230-231.

[←699]

Μπαρ Εβραίος, I, 409, επίσης 419-420, 426. Οι Τουρκμένοι όχι μόνο πήραν όλα τα ζώα από την αγροτική περιοχή του Χισν Μανσούρ, αλλά και άλωσαν τα χριστιανικά μοναστήρια των Μαντίκ, Μασιγιέ και Μαρ Ντιμάτ.

[←700]

Aksaray-Gençosman, σελ. 136.

[←701]

Μπαρ Εβραίος, I, 426.

[←702]

Ο Canard, “Cilicia”, EI2, απαριθμεί καταστροφικές επιδρομές Μαμελούκων στην Κιλικία για τα έτη 1266, 1275, 1283, 1297, 1303, 1315, 1320, 1322, 1335, 1337, κλπ. Ο Brocquière (Brocquière-Schefer, passim), ο οποίος ταξίδεψε στην Κιλικία κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, περιγράφει μια περιοχή που δεν έχει ακόμη ανακάμψει από τις λεηλασίες των Μαμελούκων και των Τουρκμένων. Οι Τουρκμένοι νομάδες έχουν εγκατασταθεί στη γη και οι χριστιανοί έχουν υποχωρήσει στα φρούρια, στα βουνά και στα νησιά. Η παρακμή του γενουάτικου εμπορίου στην Κιλικία χρονολογείται από τον ύστερο 13ο αιώνα, C. Desimoni, “Actes passés en 1271, 1274 et 1279 a l’Asias (Petite Armenie)”, Archives de l’orient latin, I (1881), 435.

[←703]

Μπαρ Εβραίος, I, 456, 452-453. 60.000 σκοτώθηκαν και πολλοί υποδουλώθηκαν. Οι επιδρομές των Τουρκμένων και των Μαμελούκων συνεχίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα, στο ίδιο, 460, 465.

[←704]

Aksaray-Gençosman, σελ. 208. Μογγολικοί στρατοί λεηλατούσαν τις περιοχές της Κόνυα, του Ερμανάκ και της Λάρανδας. Aksaray-Gençosman, σελ. 209.

[←705]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 312-316.

[←706]

Πανάρετος-Λαμψίδης, σελ. 63, 64, 66, 68, 74, 77. Η πανούκλα, που φαίνεται ότι επισκεπτόταν τακτικά τους κατοίκους, καταγράφεται στα έτη 1341, 1348, 1362, 1382. Τα μοναστηριακά έγγραφα, αν και πολύ αποσπασματικά, φωτίζουν τη διαδικασία με την οποία οι επιδρομές και εισβολές Τουρκμένων, με την υποδούλωση, οδηγούσαν στη σταδιακή ερήμωση συγκεκριμένων περιοχών, T. Uspensky and V. Benesevic, Vazelonskie Akty (Λένινγκραντ, 1927), σελ. 7, 17, 39, 40, 57-58, 76, 78. Για περαιτέρω ενδείξεις της ερήμωσης που επέφεραν οι Τούρκοι, Βησσαρίων-Λάμπρος, σελ. 35, 40.

[←707]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 437.

[←708]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 445. Ludolph of Suchem-Neumann, 332. F. Deycks, Ludolphi rectoris ecclesiae parochialis in Suchem de itinere terrae sanctae liber (Στουτγκάρδη, 1851), σελ. 24-25 (αναφερόμενο εφεξής ως Ludolph of Suchem-Deycks).

[←709]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 448, 453.

[←710]

Μανουήλ Παλαιολόγος, Lettres de l’empereur Manuel Paleologue επιμ. E. Legrand (Άμστερνταμ, 1962), σελ. 22 (εφεξής αναφερόμενο ως Μανουήλ Παλαιολόγος-Legrand): Τὸ δὲ πεδίον ἐν ᾧ νῦν ἐσμεν εἶχε μέν τινα προσηγορίαν πάντως, ὅτε εὐτύχει ὑπὸ Ῥωμαίων πατούμενόν τε και δεσποζόμενον· νῦν δὲ ζητοῦντι ταύτην μαθεῖν, λύκου πτερά, ὅ φασιν, ἀτεχνῶς μοι συμβαίνει ζητεῖν, τῇ τοῦ διδάξοντος ἐρημίᾳ. Πόλεις δὲ ἰδεῖν μέν ἐστιν ἐνταῦθα πολλάς, οὔκουν δ’, οἷς μάλιστα κοσμοῦνται πόλεις καὶ ὧν χωρὶς οὐκ ἄν κυρίως καλοῖντο πόλεις, περιεχούσας ἀνθρώπους. Αἱ δὲ πλείους καὶ κεῖνται θέαμα τούτοις ἐλεεινόν. Στο ίδιο, σελ. 23: Ἀκούεις τὴν Πομπηίου, τὴν καλὴν καὶ θαυμαστὴν καὶ μεγάλην, μᾶλλον δὲ τήν ποτε τοιαύτην οὖσαν (νῦν γὰρ μόγις που λείψανα ταύτης φαίνεται).

[←711]

Ludolph of Suchem-Deycks, σελ. 26-27. Ludolph of Suchem-Stewart, σελ. 33. Arnold von Harff, Die pilgerfahrt des ritters Arnold von Harff von Cöln durch Italien, Syrien, Aegypten, Arabien, Aethiopien, Nubien, Palästina, die Türkei, Frankreich und Spanien, wie er sie in den jahren 1496 bis 1499 vollendet, beschrieben und durch zeichnungen erläutert hat, επιμ. E. von Groote (Κολωνία, 1860), σελ. 202 (αναφερόμενο εφεξής ως Arnold von Harff-Groote):

«Επίσης από την Κώρυκο στη Λάρανδα είναι τρεις ημέρες ταξίδι, ερειπωμένη πόλη»

(Item van Kukro zo Laranta iii daichreyss, eyn zo brochen stat).

The Pilgrimage of Arnold von Harff Knight from Cologne, through Italy, Syria, Egypt, Arabia, Ethiopia, Nubia, Palestine, Turkey, France and Spain, which he accomplished in the years 1496 to 1499, μεταφρ. M. Letts (Λονδίνο, 1946), σελ. 237 (αναφερόμενο εφεξής ως von Harff-Letts). Βλέπε επίσης Kazwini-Le Strange, σελ. 96-98, για την παρακμή των Ερμενάκ, Μπαϊμπούρτ, Αβνίκ, Αμπασκίρ, Κιρ και Μπακίχ.

[←712]

Έχουμε έναν αυτόπτη μάρτυρα ως προς την επίδραση αυτών των συνθηκών στις χριστιανικές εκκλησίες στην Ανατολία μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, Ricoldus de Monte Crucis, “Lettres de Monte-Croce sur la prise d’Acre (1291)”, επιμ. R. Rohricht στο Archives de L’Orient Latin, II (1884), 273 (αναφερόμενο εφεξής ως Ricoldus de Monte Crucis, Rohricht):

«Γνωρίζετε καλά ότι ήμουν εκεί, στην πόλη Σεβάστεια της Τουρκίας, όταν στα νέα της οδυνηρής κατάληψης της Τρίπολης έδεσαν έναν σταυρό με την εικόνα του Εσταυρωμένου στην ουρά ενός αλόγου και τον έσυραν μέσα στη λάσπη σε ολόκληρη την πόλη, ξεκινώντας από τον τόπο των μοναχών και των χριστιανών. Ήταν Κυριακή [1 Μαΐου 1289], προς πολύ μεγάλη αηδία των χριστιανών και του Χριστού. … Μήπως δεν βρήκαμε σε ολόκληρη την Τουρκία και την Περσίδα και μέχρι τη Βαγδάτη όλες τις εκκλησίες των χριστιανών γκρεμισμένες ή να έχουν γίνει στάβλοι ή τζαμιά Σαρακηνών; Και όταν δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την εκκλησία ή να την κάνουν στάβλο, έχτιζαν τζαμί δίπλα στην εκκλησία και μιναρέ με ψηλό πύργο, ώστε πάνω από τα κεφάλια των χριστιανών να κηρύσσουν την αρχή, μάλιστα την απιστία του Μωάμεθ»

(Certe, credo, quod nosti, quod presens eram in Sebaste, civitate Turchie, quando postquam receperunt nova de dolorosa captione Tripolitana, ligaverunt crucem cum ymagine crucifixi ad caudam equi et traxerunt per totam civitatem per cenum, incipientes a loco fratrum et christianorum et hoc in die dominica ad maiorem contumeliam christianorum et Christi. Nonne in tota Turchia et Percide et usque ad Baldactum invenimus omnes ecclesias christianorum diruptas aut stabulatas aut mescitas factas Sarracenorum? Et ubi non potueruent ecclesiam destruere vel stabulare, statim iuxta ecclesiam edificaverunt meschitam et menaram cum turri alta, ut super caput christianorum clament legem, ymmo perfidiam Machometi).

[←713]

M. Akdag, Celali isyanlan (1550-1603) (Άγκυρα, 1962). C. Orhonlu, Osmanlı İmparatorluğunda. Aşiretleri İskıin Teşebbüsü (1691-1696) (Ισταμπούλ, 1963).

[←714]

Ο A. von Gabain, “Steppe und Stadt im Leben der altesten Turken”, Der Islam, XXIX (1950), 30-62, επισημαίνει την εχθρότητα των εγκατεστημένων και νομάδων Τούρκων στην Κεντρική Ασία. Ο W. Konig, Die Achal-Teke Zur Wirtschaft und Gesellschaft einer Turkmenen-Gruppe im XIX. Jahrhundert (Βερολίνο, 1962), μελετά τους Τεκέ, που ανήκαν στους Σαλόρ, μια από τις εικοσιτέσσερις φυλές που αναφέρει ο Κασγκάρι (Kashgari). Ένας κλάδος των Τεκέ ήρθε στη Μικρά Ασία κατά την περίοδο των κατακτήσεων. Οι Τεκέ που μελετά ο Konig καταλάμβαναν την όαση Αχάλ-Τεκίν της Κεντρικής Ασίας τον 18ο και 19ο αιώνα. Για γενικές εκτιμήσεις των νομάδων στον ισλαμικό κόσμο, H. von Wissmann, “Bauer, Nomade und Stadt im islamischen Orient”, στο Die Welt des Islam und die Gegenwart, επιμ. R. Paret (Στουτγκάρδη, 1961), σελ. 22-63. Barkan, “Les deportations comme methode de peuplement et de colonisation dans l’empire ottoman”, Revue de la faculte des sciences economiques de l’Universite d’Istanbul, II (1949-50), 81, δίνει μια λίστα με τα ονόματα τόπων της Ανατολίας που προέρχονται από «αγόρια» Τουρκμένους και που δείχνουν ότι και τα εικοσιτέσσερα «αγόρια» των Τούρκων Ογούζ συμμετείχαν στον εποικισμό της Ανατολίας. Βλέπε επίσης de Planhol, “Geography, Politics and Nomadism in Anatolia”, International Social Journal, XI (1959), 525-531.

Καγί 36 Τσαρικλί 20 Εγιμούρ 106 Γιουρεγκίρ
Μπαγιάτ 40 Μπεγντιλί 10 Αλαγιουντλού 25 Μπετσενέκ
Γιαζίρ 44 Καρκίν 34 Ιγντίς 17 Ντουγέρ
Γιαμπέρ 15 Μπαγιντίρ 29 Μπουγντούζ 6 Αλκαέβλι
Ντοντούργα 13 Τσαβουλντούρ 51 Γίβα 35 Καραέβλι
Αβσάρ 54 Σακίρ 28 Τσέπνι

[←715]

Theodore Metochites, Miscellanea philosophica et historica, επιμ. C. G. MüΙΙer και T. Kiessling (Λειψία, 1821), σελ. 725 κ.ε. (αναφερόμενο εφεξής ως Metochites-Miscellanea). Αυτό φαίνεται στην ονοματολογία τους. Στο Danishmendname-Melikoff, II, 22, αυτοί είναι γκιοκτσούντσι (gokçünçi) και σε μεταγενέστερα τουρκικά γιουρούκ (yürük), γκιότσεμπε (göçebe). Στα ελληνικά είναι νομάδες και στα λατινικά μπεντεουίνι (bedewini). Ο Barkan, “Deportations”, passim, συζητά την κινητικότητά τους ως παράγοντα των οθωμανικών πολιτικών αποικισμού στα Βαλκάνια.

[←716]

Ludolph of Suchem-Deycks, σελ. 29. Ludolph of Suchem-Steward, σελ. 37.

[←717]

Travels of Joseph Barbaro, στο Works issued by the Hakluyt Society (Λονδίνο, 1873), σελ. 16 (αναφερόμενο εφεξής ως Barbaro-Hakluyt). De Clavijo-Le Strange, σελ. 233-234.

[←718]

Τα ακόλουθα στοιχεία αναφέρονται σε πηγές της εποχής: 5.000 επιδρομείς στον Ταύρο το 1187 (Bar Habraeus, I, 328). 12.000 επιδρομείς το 1107-1108 (Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 264). 6.000 επιδρομείς το 1108-1109 (Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 265). 2.000 επιδρομείς στο Δορύλαιον το 1175 (Κίνναμος, 295). 8.000 επιδρομείς του Ψευδοαλέξιου στη δυτική Ανατολία (Νικήτας Χωνιάτης, 551). 3.000 ιππείς and 2.000 πεζοί σκοτωμένοι από Καταλανούς ατην Αρτάκη το 1303 (Muntaner-Buchon, 419). 8.000 ιππείς των Τσίντι στην Ελάσσονα Αρμενία. (Narrative of the Most Noble Vincento d’Allessandri, Ambassador to the King of Persia for the Most ΙΙΙustrious Republic of Venice, Hakluyt Society (Λονδίνο, 1873), σελ. 228 (αναφερόμενο εφεξής ως Alessandri- Hakluyt).

[←719]

Μιχαήλ Σύριος, III, 371.

[←720]

Salimbene, 11. Βρίσκονταν όλοι κάτω από έναν αρχηγό.

[←721]

Turan, Selçuklular Tarihi ve Türk-Islâm Medeniyeti (Άγκυρα, 1965), σελ. 215. Αυτή η συσσώρευση Τουρκμένων στο χείλος του υψιπέδου ήταν εκείνη που είχε ως αποτέλεσμα την τελική τουρκική κατάκτηση της δυτικής Μικράς Ασίας, όταν οι βυζαντινές άμυνες διαλύθηκαν από μέσα. Τα στοιχεία που αναπαράγει ο αλ-Ουμάρι είναι ενδεικτικά αυτών των μεγάλων αριθμών, αλλά οι στρατοί των εμιράτων κατά το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα ήσαν ήδη οι στρατοί των καθιστικών ηγεμόνων και έτσι οι δυνάμεις τους δεν αποτελούνταν πια αποκλειστικά από ανθρώπους φυλών.

[←722]

Brocquière-Schefer, σελ. 82, 118. Σε ένα σημείο ο Brocquière έρχεται σε αντίφαση λέγοντας ότι ο αριθμός των γυναικών ήταν 100.000!

[←723]

Brocquière-Schefer, σελ. 93. De Clavijo Le Strange, σελ. 320. Οι Καραμανίδες συγκέντρωναν δύναμη 20.000 τον 13ο αιώνα. Aksaray-Gençosman, σελ. 159-160.

[←724]

De Clavijo-Le Strange, σελ. 134, 173-174. Όταν ο de Clavijo ταξίδευε στην περιοχή της Σαμαρκάνδης, είδε πυραμίδες από τα κρανία τους. Καθώς οι Ακ-κογιουνλού είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν στην Ανατολία, ο Τιμούρ έβαλε να τους σφάξουν και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τα κρανία τους με στρώματα τούβλου ενδιάμεσα, για την ανέγερση αυτών των πυραμίδων.

[←725]

Για τους αριθμούς νομάδων στα πρώιμα οθωμανικά αντζrkan, “Essai sur les données statistiques des registres de recensement dans l’empire ottoman aux XVe et XVIe siècles”, JESHO, I (1957), πίνακας αριθ. 5 στη σελ. 30. Η επαρχία Αναντολού περιλάμβανε την Ανατολία δυτικά μιας γραμμής, που εκτεινόταν από τη Σινώπη προς την Αλάγια και είχε τα ακόλουθα φορολογητέα νοικοκυριά. (Η στήλη Α αντιπροσωπεύει την περίοσο 1520-35, η στήλη Β την περίοδο 1570-80):

Καθιστικοί μουσουλμάνοι Νομάδες Χριστιανοί Εβραίοι Σύνολο
Α Β Α Β Α Β Α Β Α Β
388.397 535.495 77.268 116.219 8.511 20.264 271 534 474.447 672.512

Τα φορολογητέα νομαδικά νοικοκυριά ήσαν 16,29% του συνόλου το 1520-35 και 17,28% του συνόλου το 1570-80. Για με την αναλογία στα Βαλκάνια κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, Βarkan, “Deportations”, σελ. 129-131.

Καθιστικοί μουσουλμάνοι Νομάδες Χριστιανοί Εβραίοι Σύνολο
156.565 37.435 832.707 4.134 περ. 1.031.799

Τα φορολογητέα νομαδικά νοικοκυριά ήσαν περίπου το 19,3% του μουσουλμανικού πληθυσμού και περίπου το 3,6% του συνολικού πληθυσμού των Βαλκανίων.

[←726]

Planudes-Treu, σελ. 175. Muntaner-Buchon, σελ. 419. Historia Peregrinorum, σελ. 355. Gesta Federici, σελ. 87, 95. Brosset, Georgie, I, 358-359, για τη Γεωργία. Πανάρετος-Λαμψίδης, σελ. 78-79. Ibn Bibi-Duda, σελ. 219-220. Προφανώς υπήρχαν πολλές περιπτώσεις όπου οι Τουρκμένοι έκαναν επιδρομές χωρίς να συνοδεύονται από τις οικογένειες και τα κοπάδια τους. Ο Planudes-Treu, σελ. 166-167, δηλώνει ότι τους άφηναν σε βυζαντινό φρούριο που είχαν καταλάβει πρόσφατα. Οι Τούρκοι και οι Τουρκόπουλοι άφηναν τις οικογένειές τους στη φροντίδα των Καταλανών. Muntaner-Buchon, σελ. 454. Ο Muntaner-Buchon, σελ. 449, παρατηρεί ότι οι Αλανοί κινούνται και πολεμούν όπως οι Τατάροι, δηλαδή με όλα τα υπάρχοντα και τις οικογένειές τους, και δεν ζουν σε πόλεις. Οι πρώτοι Άραβες πολεμούσαν και κινούνταν με παρόμοιο τρόπο, Ibn Khaldun, The Muqaddimah. An Introduction to History, μεταφρ. F. Rosenthal (Λονδίνο, 1958) II, 67 (αναφερόμενο εφεξής ως Ibn Khaldun): «Όταν αυτοί [οι Άραβες βεδουΐνοι της περιόδου Ουμαγιάντ] πήγαιναν σε επιδρομές ή πήγαιναν σε πόλεμο, ταξίδευαν με όλες τις καμήλες τους, τα νομαδικά νοικοκυριά τους [χιλάλ], και τις εξαρτώμενες από αυτούς γυναίκες και παιδιά, όπως συμβαίνει ακόμη και τώρα με τους Άραβες [βεδουΐνους]. Οι στρατοί τους λοιπόν αποτελούνταν από πολλά νομαδικά νοικοκυριά και η απόσταση μεταξύ των στρατοπέδων ήταν μεγάλη. … Γι’ αυτό ο Αμπντ αλ-Μαλίκ χρειαζόταν οδηγούς για να κρατούν τους ανθρώπους μαζί και να τους κάνουν να τον ακολουθούν».

[←727]

Barbaro-Hakluyt, σελ. 66-67.

[←728]

Στο ίδιο, σελ. 64-68. A Short Narrative of the Life and Acts of the King Ussun Cassano by Giovan Maria Angiolello, Hakluyt Society (Λονδίνο, 1873), 94 (αναφερόμενο εφεξής ως Angiolello-Hakluyt), είναι ξαναδουλεμένη και νεότερη έκδοση αυτού του συγγραφέα.

[←729]

De Clavijo-Le Strange, σελ. 191, 196. Η ίδια τακτοποιημένη διάταξη συνόδευε τη συνέλευση των φυλών σε πιο ειρηνικές περιστάσεις, όπως στην προετοιμασία για μια γιορτή εορτασμού που είδε ο de Clavijo: «Εδώ στην πεδιάδα ο Τιμούρ είχε πρόσφατα προστάξει να στηθούν σκηνές για τη διαμονή του, στις οποίες θα έρχονταν και οι σύζυγοί του, επειδή είχε διατάξει τη συγκέντρωση της μεγάλης Ορδής, η οποία μέχρι τώρα βρισκόταν έξω, στο στρατόπεδο, στους βοσκοτόπους πέρα από τους οπωρώνες γύρω από την πόλη. Θα ερχόταν τώρα ολόκληρη η Ορδή, όπου κάθε φάρα θα έπαιρνε την καθορισμένη θέση της. Τώρα τους βλέπαμε εδώ, να στήνουν τις σκηνές τους, με τις γυναίκες τους να τους συνοδεύουν. Αυτό είχε γίνει για να μπορέσουν όλοι [αυτοί οι Τσαγκατάι] να συμμετάσχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις που λάμβαναν χώρα για τον εορτασμό κάποιων βασιλικών γάμων που επρόκειτο τώρα να ανακοινωθούν. Σύμφωνα με το έθιμό τους, από τη στιγμή που το στρατόπεδο της υψηλότητάς του είχε έτσι στηθεί, όλοι αυτοί οι άνθρωποι της Ορδής ήξεραν πού ακριβώς ήταν η θέση κάθε φυλής. Από τον μεγαλύτερο μέχρι τον πιο ταπεινό, κάθε άνθρωπος ήξερε τη θέση που του είχε παραχωρηθεί και την καταλάμβανε χωρίς σύγχυση, με πολύ μεθοδικό τρόπο. Έτσι στη διάρκεια των επόμενων τριών ή τεσσάρων ημερών, είδαμε είκοσι περίπου χιλιάδες σκηνές, στημένες σε κανονικούς δρόμους, να περικυκλώνουν το βασιλικό στρατόπεδο, ενώ έρχονταν καθημερινά περισσότερες φυλές από τις πιο μακρυνές περιοχές. Παντού μέσα στην Ορδή, που ήταν έτσι στρατοπεδευμένη, βλέπαμε τους χασάπηδες και τους μάγειρες που περνούσαν πάνω-κάτω, πουλώντας τα ψητά και βραστά κρέατά τους. Άλλοι προσέφεραν κριθάρι και φρούτα, ενώ οι αρτοποιοί, με τους φούρνους αναμμένους, ζύμωναν τη ζύμη κι έφτιαχναν ψωμί προς πώληση. Έτσι κάθε δεξιότητα και τέχνη που χρειαζόταν για τον εφοδιασμό, βρισκόταν διασκορπισμένη σε όλο το στρατόπεδο, ενώ κάθε επάγγελμα βρισκόταν στον δρόμο που είχε προσδιοριστεί γι’ αυτό στη μεγάλη Ορδή. Ακόμη περισσότερο, βρισκόταν πλήρως προετοιμασμένο. Γιατί υπήρχαν λουτρά και υπεύθυνοι λουτρών στο στρατόπεδο, οι οποίοι, στήνοντας τις σκηνές τους, είχαν φτιάξει συνεχόμενες ξύλινες καμπίνες, καθεμιά με το σιδερένιο λουτρό της, που τροφοδοτείται με ζεστό νερό, το οποίο θερμαίνεται στα καζάνια, τα οποία, μαζί με όλα τα έπιπλα που χρειάζονται για τη δουλειά τους, τα έχουν εκεί. Έτσι λοιπόν όλα ήσαν δεόντως τακτοποιημένα και κάθε άνθρωπος ήξερε εκ των προτέρων τη θέση στην οποία έπρεπε να πάει». Στο ίδιο, σελ. 233-234.

Στο ίδιο, σελ. 290, αναφέρει επίσης ότι όταν αναχωρούσε για την εκστρατεία εναντίον του Βαγιαζήτ, σχεδίαζε να μείνει μακρυά από τη Σαμαρκάνδη για επτά χρόνια, με αποτέλεσμα να ανακοινωθεί, ότι όλοι όσοι επιθυμούσαν, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους μαζί τους στον πόλεμο. Για μια περιγραφή του μογγολικού στρατού, The History of the World-Conqueror by ‘Ala-ad-Din Ata-Malik Juvaini, μεταφρ. Από το κείμενο του Mirza Muhammad Qazvini από J. A. Boyle (Μάντσεστερ, 1958), I, 29-32 (αναφερόμενο εφεξής ως Juvaini-Boyle). Βλέπε επίσης Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 79, για περαιτέρω περιγραφή του στρατού του Τιμούρ, και σελ. 88, για τους φυλετικούς θεσμούς όπως το κουρουλτάι.

[←730]

Chronique de la principaute française d’Achaie, επιμ. J. A. C. Buchon (Παρίσι, 1841), σελ. 24 (αναφερόμενο εφεξής ως Chronique d’Achaie-Buchon). Ποικίλες απόψεις για τα άλογα των Τουρκμένων και τους τοξότες υπάρχουν στα ακόλουθα: Marco Polo-Yule, I, 43. Brocquière-Schefer, σελ. 83, passim. Για την επίδραση του τουρκικού ιππικού και τοξοτών στους Έλληνες της Τραπεζούντας, De Clavijo-Le Strange, σελ. 115, που αναφέρει ότι οι Έλληνες του Πόντου χρησιμοποιούσαν τους τουρκικούς κοντούς αναβολείς και επίσης τουρκικά όπλα. Ο Brocquière, μεταφρ. T. Wright στο Early Travels in Palestine (Λονδίνο, 1847), σελ. 339 (αναφερόμενο εφεξής ως Brocquière-Wright), περιγράφει μια τουρκική στρατιωτική άσκηση που υιοθετούσαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης: «Μπροστά από την Αγία Σοφία υπάρχει μια μεγάλη και όμορφη πλατεία, περιτριγυρισμένη με τείχη σαν παλάτι, όπου γίνονταν αγώνες στην αρχαιότητα [ο ιππόδρομος]. Είδα τον αδελφό του αυτοκράτορα, τον δεσπότη του Μοριά, να ασκείται εκεί, μαζί με ομάδα άλλων ιππέων. Καθένας είχε ένα τόξο, και κάλπαζαν κατά μήκος της περίφραξης, ρίχνοντας τα καπέλα τους μπροστά τους, τα οποία τόξευαν όταν περνούσαν. Και αυτός που με το βέλος του τρυπούσε το καπέλο του ή βρισκόταν πλησιέστερα σε αυτό, θεωρούνταν ο πιο έμπειρος. Είχαν υιοθετήσει αυτή την άσκηση από τους Τούρκους, και ήταν μια στην οποία προσπαθούσαν να γίνουν ειδικοί». Για την τουρκική πρακτική του μαρκαρίσματος των αλόγων, Riza Nur, “Tamga”. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι ανεξάρτητες στρατιωτικές εξελίξεις μεταξύ των Ελλήνων επηρέαζαν τα όπλα και την τακτική των Τούρκων. Σώματα τοξοβόλων, τζαγγράτορες, είχαν αναπτυχθεί σε όλη τη βυζαντινή Ανατολία από τον 12ο αιώνα. Σχετικά με την πιθανή φραγκική προέλευση της τζάγγρας και το πέρασμά της στους Τούρκους μέσω των Ελλήνων, βλέπε πιο κάτω το κεφάλαιο 7. Gökbilgin, Rumeli’de Yürükler, Tatarlar ve Evlad-ı Fatihan (Ισταμπούλ, 195), σελ. 31, για τα όπλα των Γιουρούκ τον 15ο και 16ο αιώνα.

[←731]

Βλέπε πιο πάνω, κεφάλαιο 2. A Narrative of Travels in Persia by Caterino Zeno, Hakluyt Society (Λονδίνο, 1873), σελ. 22 (αναφερόμενο εφεξής ως Zeno-Hakluyt), για παράδειγμα αυτών των καταστροφών.

[←732]

Brocquière-Schefer, σελ. 82, 118.

[←733]

Zeno-Hakluyt, σελ. 59. Ludolph of Suchem-Stewart, σελ. 37. Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 297, αναφέρει την ενεργή συμμετοχή των συζύγων των στρατιωτών σε μία από τις εκστρατείες του Τιμούρ.

[←734]

F. Iz, “Dede Korkut”, EI2. Ο γεωγράφος al-Marwazi του 12ου αιώνα συσχετίζει τις Αμαζόνες με τις Τουρκμένες γυναίκες-στρατιώτες. Minorsky, Sharaf al-Zaman Tahir Marwazi on China, the Turks and Arabs (Λονδίνο, 1942), σελ. 38, 122 (αναφερόμενο εφεξής ως al-Marwazi- Minorksy).

[←735]

Turan, Selcuklular tarihi, σελ. 188.

[←736]

Brocquière-Wright, σελ. 316,

[←737]

Για αυτήν την πρωταρχική νομιμοφροσύνη στους μπεγκ τους, παρά στον σουλτάνο, Brocquière-Schefer, σελ. 92. Gesta Federici, σελ. 87. Τόσο ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός όσο και ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα διαμαρτυρήθηκαν στον Κίλιτζ Β’ Αρσλάν ότι οι Τουρκμένοι δεν τηρούσαν τις συνθήκες που είχαν συνάψει τα αντίστοιχα κράτη με την Κόνυα. Ο Σελτζούκος σουλτάνος απάντησε ότι ήταν ανίσχυρος να ελέγξει τους νομάδες. Από την άλλη πλευρά, όταν ο Έλληνας στασιαστής Ψευδοαλέξιος ήθελε να μαζέψει Τουρκμένους στρατιώτες, έπρεπε να πάρει μουσούριον, ή μενσούρ, από τον σουλτάνο για να το κάνει. Νικήτας Χωνιάτης, 551.

[←738]

Η ίδρυση των εμιράτων μετέτρεψε τους μπεγκ των φυλών σε καθιστικούς μονάρχες και έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία εγκατάστασης σε συγκεκριμένο τόπο (sedentarization) μέρους των φυλών.

[←739]

Brocquière-Wright, σελ. 313.

[←740]

Ο Barbaro-Hakluyt, σελ. 19-20, περιγράφει το εμπόριο των Τατάρων βοσκών στη Νότια Ρωσία. Μια συναλλαγή αφορούσε την πώληση 4.000 αλόγων σε Πέρσες. Το άτομο που συνναλάχθηκε με τον βοσκό διάλεξε αυτά που ήθελε από το κοπάδι και ο ιδιοκτήτης έφερε κάθε άλογο με ένα όργανο που χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα στην Κεντρική Ασία. Ήταν ένα μακρύ ραβδί με ένα κολλάρο πάνω του, το οποίο ο Τάταρος γλιστρούσε πάνω από το κεφάλι του αλόγου. Για άλλες αναφορές στα ζώα τους, Schiltberger-Hakluyt, σελ. 19, 123. Schiltberger-Neumann, σελ. 70. Ludolph of Suchem-Stewart, σελ. 30. Brosset, Georgie, I, 358-359. Ο Ibn Fadlan-Togan, σελ. 23-24, δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της ποιμενικής οικονομίας των Ογούζ και της ένταξής της στην εμπορική ζωή της Κεντρικής Ασίας τον 10ο αιώνα. Τα μεγάλα καραβάνια που περνούσαν από την περιοχή προς την Κίνα (το καραβάνι του Ibn Fadlan αποτελούνταν από 3.000 άλογα και 5.000 άνδρες!) μίσθωναν άλογα, ακόμη δανείζονταν και χρήματα, από τους νομάδες Ογούζ, και ύστερα, στο ταξίδι επιστροφής, επέστρεφαν τα ζώα και τα χρήματα. Οι Oγούζ με τη σειρά τους στεγάζονταν από τους παραλήπτες αυτών των αλόγων και χρημάτων, όταν οι πρώτοι πήγαιναν στην πόλη των τελευταίων [Γκουργκάν] για δουλειές.

[←741]

Ο Κίνναμος, 9, αναφέρεται σε νομάδες στη δυτική Μικρά Ασία, οι οποίοι τον 12ο αιώνα δεν ασκούσαν καθόλου γεωργία. Επίσης Marco Polo-Moule και Pelliot, I, 95. Η γεωργική οικονομία φαίνεται ότι είχε διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομική οργάνωση τόσο των Τατάρων στη λεκάνη της Τάνα όσο και των Τσαγκατάι στο Ιράν. Σύμφωνα με το Barbaro-Hakluyt, σελ. 21-22, όλοι εκείνοι από την ορδή της Τάνα που ήθελαν να σπείρουν, έκαναν τις προετοιμασίες τους τον Φεβρουάριο και τον επόμενο μήνα έπαιρναν τα κάρα, τα γελάδια και τους σπόρους τους και ταξίδευαν σε απόσταση δύο ημερών από το κύριο στρατόπεδο της ορδής. Αφού έσπερναν, επέστρεφαν στην ορδή και δεν επέστρεφαν στα χωράφια τους μέχρι τη συγκομιδή. Καθώς η γη ήταν πολύ πλούσια σε αυτές τις περιοχές, οι Τάταροι είχαν καλές σοδιές. Ο τρόπος καλλιέργειας των Τσαγκατάι είναι μάλιστα πολύ ενδιαφέρων, De Clavijo-Le Strange, σελ. 190: «Αυτοί οι Τσαγκατάι, των οποίων ήμασταν έτσι φιλοξενούμενοι, είναι νομάδες που ζουν σε σκηνές και παράγκες, γιατί πραγματικά δεν διαθέτουν άλλες πιο μόνιμες κατοικίες, ζώντας τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα στην ύπαιθρο. Το καλοκαίρι περνούν στις πεδιάδες δίπλα στον ποταμό, όπου σπέρνουν τις καλλιέργειες τους από καλαμπόκι και βαμβάκι και απλώνουν τις κρεβάτες για τα πεπόνια. Κατά τη γνώμη μου τα πεπόνια τους είναι τα καλύτερα και μεγαλύτερα που μπορούν να βρεθούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Καλλιεργούν επίσης κεχρί, ένα σιτηρό που αποτελεί το βασικό τους τρόφιμο και το οποίο τρώνε βρασμένο σε ξινόγαλα».

[←742]

Χρειάζεται να ρίξει κανείς μόνο μια ματιά στη συμπεριφορά των Τουρκμένων μισθοφόρων που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες στασιαστές στα τέλη του 12ου αιώνα στην Ανατολία ή ο Καντακουζηνός στα Βαλκάνια κατά τον 14ο αιώνα.

[←743]

Μπαρ Εβραίος, I, 321.

[←744]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 142.

[←745]

Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 56.

[←746]

Al-Umari-Taeschner, σελ. 44. Abul-Fida, Géographie d’Aboulfeda (Παρίσι, 1940), σελ. 379, 381. Ο Ιbn Battuta-Gibb, II, 444, 445, 446, 449, απέκτησε αριθμό νεαρών Ελλήνων σκλάβων όταν ταξίδευε στη δυτική Ανατολία. Για άλλες αναφορές σε αυτήν την οικονομία «δουλείας» σε διαφορετικές περιόδους και τόπους, Brosset, Georgie, I, 346, 348. Sharaf al-Din Yazdi, II, 282. Ο Planudes-Treu, σελ. 137, αναφέρεται στην ανταλλαγή αιχμαλώτων και σκλάβων από Τούρκους και Έλληνες. Η Άννα Κομνηνή, ΙΙΙ, 203, σχολιάζει ότι ο Αλέξιος Α’ ελευθέρωσε όλους τους Έλληνες αιχμαλώτους που κρατούσαν οι Τούρκοι κοντά στο Ικόνιο. Βλέπε Brocquière-Schefer, σελ. 135, για το σκλαβοπάζαρο της Μπούρσα.

[←747]

Βλέπε κεφάλαια 2 και 3 πιο πάνω. W. Eberhard, “Nomads and Farmers in southeastern Turkey, Problems of Settlement”, Oriens, VI (1953), 33, 40-41, για τον ρόλο των ληστειών στον ποιμενικό νομαδισμό και για την ύπαρξή τους κατά τη μεταγενέστερη οθωμανική περίοδο.

[←748]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 308-309.

[←749]

De Clavijo-Le Strange, σελ. 137, 210-211.

[←750]

Brocquière-Schefer, σελ. 93. Barbaro-Hakluyt, σελ. 19. Οι Τάταροι της Τάνα κυνηγούσαν με ένα γεράκι που κρατούσαν σε χέρι με γάντι, χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο δεκανίκι για να στηρίζουν αυτό το χέρι. Έβαλλαν εναντίον σμηνών χηνών με βέλος χωρίς φτερό, που στριφογυρίζει και τα σπάει όλα στην πορεία της πτήσης του. G. Dawson, The Mongol Mission. Narratives and Letters of the Franciscan Missionaries in Mongolia and China in the Thirteenth and Fourteenth Century (Νέα Υόρκη, 1955), σελ. 100-101: «Όταν θέλουν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, μαζεύονται σε μεγάλο πλήθος και κυκλώνουν την περιοχή στην οποία ξέρουν ότι βρίσκονται τα ζώα, και σταδιακά συγκλίνουν, μέχρι να κλείσουν ανάμεσά τους τα ζώα σε κύκλο και μετά να τα χτυπήσουν με τα βέλη τους». William of Rubricq-Wyngaert, σελ. 181. Για αυτό το είδος κυνηγιού ως «πολεμική άσκηση» μεταξύ των Σελτζούκων και των Οθωμανών σουλτάνων, Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 82-83.

[←751]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 308.

[←752]

Cahen, “Le commerce anatolien au debut du XIIIe siècle”, Melanges d’histoire du moyen age dedies a la memoire de Louis Halphen (Παρίσι, 1951), σελ. 91-101. Οι στρατοί των Τατάρων και των Τσαγκατάι είχαν προφανώς μεγαλύτερη ανάπτυξη και εξειδίκευση από αυτή την άποψη, γιατί τεχνίτες και έμποροι ήσαν παρόντες σε αριθμούς σε αυτές τις ορδές. Όμως οι πολύ εξειδικευμένες τέχνες, όπως εκείνη των κατασκευαστών πανοπλιών από το Μπες Κιόι, δεν ασκούνταν από τους ίδιους τους νομάδες αλλά από καθιστικά στοιχεία που ζούσαν σε ξεχωριστά χωριά, Barbaro-Hakluyt, σελ. 18, 66-67. Για ενδιαφέροντα σχόλια σχετικά με τις οικονομικές συνήθειες των νομάδων Τούρκων στη Λυκία του 19ου αιώνα και για εικόνες των εργαλείων τους, βλέπε E. Petersen, F. von Luschan, Reisen in Lykien Milyas und Kibyratis (Βιέννη, 1889), II, 218-220.

[←753]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 97-98. Schiltberger-Neumann, σελ. 70. Schiltberger-Hakluyt, σελ. 19, 123, οι Τουρκμένοι των Αδάνων (όχι της Αττάλειας) πλήρωσαν 10.000 καμήλες στον Βαγιαζήτ Α’. De Clavijo-Le Strange, σελ. 181, οι Κούρδοι Αλαβί νομάδες (400 σκηνές) πλήρωναν στον Τιμούρ 3.000 καμήλες ετησίως.

[←754]

Για το kobcur βλέπε τη βιβλιογραφία στις σημ. 649-650.

[←755]

Brosset, I, 359.

[←756]

Βλέπε πιο πάνω. Η ζωτικότητα αυτής της χριστιανικής βιοτεχνίας χαλιών φαίνεται να υπονοείται στο Ibn Fadlan-Togan, σελ. 64. Το βασιλικό περίπτερο του βασιλιά των Βουλγάρων του Βόλγα δεν ήταν στρωμένο με τουρκμενικά χαλιά, αλλά με αρμενικούς τάπητες και βυζαντινά υφάσματα τον 10ο αιώνα.

[←757]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 428, στις αρχές του 14ου αιώνα, οι κάτοικοι του Ταβάς είχαν αναγκαστεί να διατηρούν τη νύχτα τα ζώα τους μέσα από τα τείχη της πόλης, ως αποτέλεσμα της κατάληψης της υπαίθρου από τους Τουρκμένους και λόγω της ληστρικότητάς τους.

[←758]

Ακόμη και εδώ, μια αλλαγή στα γεωργικά σχέδια που απαιτούσε χειμερινή καλλιέργεια αγροτικής γης στις πεδιάδες, σήμαινε ότι οι Τουρκμένοι δεν ήσαν ελεύθεροι να σταθμεύουν εκεί τα κοπάδια τους τον χειμώνα. Για συγκεκριμένα παραδείγματα αυτού, Eberhard, “Nomads and Farmers”, σελ. 37-38, 41. Στην πεδιάδα Τσουκουροβά, την ύστερη οθωμανική εποχή, οι Αρμένιοι και άλλοι εγκατεστημένοι λαοί βρίσκονταν σε σχέση νομάδων-καθιστικών με τους Τουρκμένους της ομάδας Αϋντινλί. Οι τελευταίοι πήγαιναν με τα κοπάδια του στους θερινούς βοσκότοπους στο οροπέδιο της Καϋσερί και κατέβαιναν από τα ορεινά περάσματα του Ταύρου τον Οκτώβριο στην πεδιάδα Τσουκουροβά γύρω από το Κοζάν (Σις), για να διαχειμάσουν εκεί. Εδώ, καθώς η συγκομιδή είχε γίνει και τα δένδρα έχαναν τα φύλλα τους, ο εγκατεστημένος πληθυσμός ήταν πρόθυμος να επιτρέψει στους Τουρκμένους να βοσκήσουν τα κοπάδια τους στα χωράφια. Θεωρητικά έτσι θα λίπαιναν τα χωράφια, αν και πρέπει να θυμόμαστε ότι οι νομάδες πολύ συχνά μαζεύουν την κοπριά για να τη χρησιμοποιήσουν ως χειμερινό καύσιμο και έτσι πολύ συχνά, ακόμη και εδώ, η νομαδική οικονομία ερχόταν σε αντίθεση με εκείνη των αγροτών. Όμως ο Eberhard προτείνει, ότι αυτό το σχέδιο δεν ήταν πια βιώσιμο με την εισαγωγή των χειμερινών καλλιεργειών. Για παράδειγμα, η εισαγωγή εκτεταμένης καλλιέργειας ρυζιού και βαμβακιού σήμαινε ότι έπρεπε να φυτευτεί χειμερινό σιτάρι και έτσι η γη των αγροτών δεν θα ήταν πια διαθέσιμη στα κοπάδια των νομάδων.

Ο J. R. Sterrett, “The Wolfe Expedition to Asia Minor”, Papers of the American School of Classical Studies at Athens, III (Βοστώνη, 1888), 280, περιγράφει ένα περιστατικό που παρακολούθησε στη νότια Ανατολία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και απεικονίζει το γεγονός ότι ακόμη και στη σύγχρονη Ανατολία τα οικονομικά συμφέροντα των ποιμενικών νομάδων και των καθιστικών αγροτών συχνά συγκρούονταν: «Η πεδιάδα του Ιλάν Οβάσι ήταν γεμάτη με τις σκηνές των Γιουρούκων νομάδων από την πεδιάδα της Παμφυλίας και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν όλα τα χωράφια, προς έντονη αηδία των σκληρά εργαζόμενων εγκατεστημένων χωρικών».

[←759]

Βλέπε πιο πάνω την ενότητα για τον επαναποικισμό.

[←760]

Οι περιγραφές των Ibn Fadlan-Togan, σελ. 20, 36, και al-Marwazi-Minorsky, σελ. 29 κ.ε., είναι ιδιαίτερα σημαντικές για μια εικόνα αυτής της ποικιλίας μεταξύ των τουρκο-μογγολικών λαών στην Κεντρική Ασία. Αναφέρουν λατρείες φυλετικών τοτέμ (φίδι, ψάρι, γερανός), καθώς και λατρεία φαλλού.

[←761]

Οι Τατάροι του Κιουλ Χαν, εγκατεστημένοι γύρω από τον Ερζιντζάν, διατηρούσαν τα είδωλά τους μετά την μετατροπή τους στο Ισλάμ, Vilayetname-Gross, σελ. 71-73. Σύμφωνα με τον E. Esin, Turkish Miniature Painting (Τόκιο, 1960), σελ. 5, μια εικόνα του Βούδα ανασκάφηκε στο Αφιόν Καραχισάρ, αλλά δεν δίνει άλλες λεπτομέρειες. Ο Ricoldus de Monte Crucis στο Peregrinatores medii aevi quatuor, J. C. M. Laurent (Λειψία, 1873), σελ. 117 (εφεξής Ricoldus-Laurent), δίνει μια περιγραφή της θρησκείας των Μογγόλων που εγκαταστάθηκαν στην ανατολική Ανατολία κατά τα τέλη του 13ου αιώνα:

«Και πρέπει να γνωρίζετε ότι οι Τάταροι λατρεύουν περισσότερο από όλους τους άλλους ανθρώπους στον κόσμο τα μπόξιτας, δηλαδή κάποια είδωλα ιερέων. Και υπάρχουν Ινδοί άνθρωποι, πολύ σοφοί και καλά συγκροτημένοι και με ήπια ηθική. Συνήθως κατέχουν μαγικές τέχνες, βασίζονται στη συμβουλή και τη βοήθεια των δαιμόνων, επιδεικνύουν πολλά μαγικά κόλπα και προβλέπουν κάποιο είδος μέλλοντος. Ένας ανώτερος από αυτούς λέγεται ότι πέταξε, αλλά με βάση δεύτερη αλήθεια, βρέθηκε ότι δεν πέταξε, αλλά περπάτησε κοντά στο έδαφος και δεν το άγγιξε. Και όταν φάνηκε να κάθεται, δεν στηριζόταν σε τίποτε στερεό. Μερικοί από αυτούς λένε ότι υπάρχουν τριακόσιοι εξηνταπέντε θεοί. Άλλοι λένε ότι υπάρχουν εκατό τουμέν θεών. Ένα τουμέν, με τη σειρά του, είναι ίσο με δέκα χιλιάδες. Όλοι όμως συμφωνούν ότι υπάρχει ένας κύριος θεός»

(Et sciendum, quod Tartari quosdam homines super omnes de mundo honorant: boxitas, scilicet quosdam pontifices ydolorum. Et sunt indiani homines, valde sapientes et bene ordinati et valde graues in moribus. Hii communiter sciunt artes magicas, et innituntur consilio et auxilio demonum, et ostendunt multa prestigia, et predicunt quedam futura. Nam et unus maior inter eos dicebatur volare, sed secundam veritatem repertum est, quod non volauit, sed ambulabat, iuxta terram et earn non tangebat, et quando videbatur sedere, nulla re solida sustenabatur. Aliqui eorum dicunt esse trecentos sexaginta quinque deos. Aliqui dicunt esse centum comanos deorum. Est autem cumanus decern milia. Omnes tamen concordant, quod deus principalis est unus).

Βλέπε τις παρατηρήσεις του Ugo Monneret de VΙΙΙard, II libro della peregrinazione nelle parti d’Oriente di Frate Ricoldo da Montecroce (Ρώμη, 1948), σελ. 47-54. William of Rubruque-Dawson, σελ. 95-96: «Πάνω από το κεφάλι του κυρίου υπάρχει πάνοτε ένα είδωλο, σαν κούκλα ή μικρή εικόνα από τσόχα, το οποίο αποκαλούν αδελφό του κυρίου, και ένα παρόμοιο πάνω από το κεφάλι της κυρίας, το οποίο αποκαλούν αδελφό της κυρίας. Είναι στερεωμένα στον τοίχο. Πιο ψηλά, μεταξύ αυτών των δύο, υπάρχει ένα λεπτό μικρό που είναι, όπως συνέβαινε, ο φύλακας ολόκληρου του σπιτιού. Η κυρία του σπιτιού τοποθετεί στη δεξιά της πλευρά, στα πόδια του καναπέ, σε εξέχουσα θέση, μια προβιά κατσίκας γεμισμένη με μαλλί ή άλλο υλικό και δίπλα της μια μικρή εικόνα στραμμένη προς τους συνοδούς της και τις γυναίκες. Από την είσοδο της πλευράς των γυναικών υπάρχει κι άλλο ένα είδωλο με μαστό αγελάδας για τις γυναίκες που αρμέγουν αγελάδες, γιατί αυτή είναι η δουλειά των γυναικών. Στην άλλη πλευρά της πόρτας, προς τους άνδρες, υπάρχει άλλη εικόνα με μαστό φοράδας, για τους άνδρες που αρμέγουν τις φοράδες. Όταν μαζεύονται για ποτό, πρώτα ραντίζουν με το ποτό το είδωλο πάνω από το κεφάλι του κυρίου, και στη συνέχεια όλα τα άλλα είδωλα με τη σειρά. Ύστερα από αυτό ένας συνοδός βγαίνει από το σπίτι με ένα φλιτζάνι και μερικά ποτά. Ραντίζει τρεις φορές προς νότο, γονατίζοντας κάθε φορά. Αυτό είναι προς τιμήν της φωτιάς. Ύστερα προς την ανατολή προς τιμήν του αέρα και μετά προς τη δύση προς τιμήν του νερού. Το χύνουν στα βόρεια για τους νεκρούς. Όταν ο κύριος κρατάει το φλιτζάνι του στο χέρι του και πρόκειται να πιει, πριν το κάνει, χύνει πρώτα λίγο στη γη, ως μερίδιό της. Αν πίνει ενώ κάθεται πάνω σε άλογο, πριν πιεί, χύνει λίγο πάνω στον λαιμό ή τη χαίτη του αλόγου». William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 174-175. Ο Barbaro-Hakluyt, σελ. 8-9, αναφέρεται επίσης στα είδωλα των Μογγόλων (από κουρέλι ή ξύλο, τα οποία κουβαλούσαν μαζί τους στα κάρα τους) πριν από τη μετατροπή τους στο Ισλάμ.

[←762]

Ο William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 205-208. William of Rubriq-Dawson, σελ. 182-186, δίνει μια περιγραφή του ρόλου αυτών των «τσαμ» στην αυλή των Μογγόλων. Ήσαν υπεύθυνοι για τα είδωλα που διατηρούνταν στα άρματα, έλεγαν το μέλλον και συμβούλευαν τους Μογγόλους ηγέτες πότε να κηρύξουν πόλεμο, να δώσουν μάχες και ούτω καθεξής. Για τον μπαμπά-σαμάν βλέπε πιο κάτω, κεφάλαιο 5, σημ. 40. Ο ντεντέ ή μπαμπά των Ταχτατζή, τον οποίο περιγράφει ο Lsuchan, Reisen, II, 199, πρέπει να ήταν απόγονος αυτής της παράδοσης.

[←763]

Barbaro-Hakluyt, σελ. 48-49. Όταν το 1471 ο Ενετός πρεσβευτής στην αυλή του Ουζούν Χασάν ταξίδευε μέσα από τη νοτιοανατολική Ανατολία (Κιλικία) προς το Μαρντίν, υπήρχε μια παρέα τέτοιων δερβίσηδων, που εκτελούσαν τους θρησκευτικούς χορούς και τις τελετές τους σε κάθε σταθμό και κατάλυμα του δρομολογίου. Φτάνοντας στο Μαρντίν, ένας Καλαντάρ (Carandola) ήρθε και κήρυξε στον Μπάρμπαρο. Ήταν εντελώς ξυρισμένος, ντυμένος με δέρμα κατσίκας και ούτω καθεξής. Πολύ συχνά αυτοί οι περιπλανώμενοι δερβίσηδες ίδρυαν χωριά κοντά στους Τουρκμένους, απ’ όπου το θρησκευτικό τους κήρυγμα και η επιρροή τους εξαπλωνόταν γρήγορα μεταξύ των φυλών. Τέτοια ήταν η ιστορία της εξάπλωσης της θρησκευτικής προπαγάνδας του Μπαμπά Ισάκ από το χωριό που ίδρυσε κοντά στην Αμάσεια. Ibn Bibi-Duda, σελ. 216-218. Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 139-140, επισκέφτηκε ένα τέτοιο χωριό δερβίσηδων στην ανατολική Ανατολία: «Την Κυριακή φτάσαμε σε μέρος που ονομάζεται Ντελιλάρκεντ, όνομα που σήμαινε «Χωριό των Τρελλών», γιατί εκείνοι που κατοικούν σε αυτό το μέρος είναι όλοι ερημίτες του μουσουλμανικού θρησκεύματος [όντας δερβίσηδες] που εδώ ονομάζονται κασίς [ή ιερείς]. Οι μουσουλμάνοι χωρικοί από όλη την περιοχή έρχονται εδώ σε προσκύνημα, για να επισκεφθούν αυτούς τους ιερούς άνδρες και πράγματι, όσοι είναι άρρωστοι, ξαναβρίσκουν την υγεία τους. Αυτοί οι δερβίσηδες έχουν έναν αρχηγό, στον οποίο όλοι δείχνουν μεγάλο σεβασμό, γιατί τον θεωρούν άγιο. Όταν ο Τιμούρ περνούσε πρόσφατα από αυτόν τον τόπο, παραμένοντας εδώ ανέλαβε κατάλυμα ζώντας με αυτόν τον επικεφαλής δερβίση. Όλοι οι μουσουλμάνοι της γύρω χώρας δίνουν άφθονη ελεημοσύνη σε αυτούς τους ευσεβείς ανθρώπους, ενώ αυτός ο αρχηγός τους είναι ο άρχοντας του χωριού, όντας επίσης ο κύριος εκείνων που αγκαλιάζουν τη θρησκευτική ζωή. Ο κοινός λαός εδώ θεωρεί όλους αυτούς ως αγίους. Αυτοί οι δερβίσηδες ξυρίζουν τις γενειάδες και τα κεφάλια τους και κυκλοφορούν σχεδόν γυμνοί. Περνούν από τον δρόμο, με κρύο και με ζέστη, τρώγοντας καθώς βαδίζουν, ενώ τα μόνα ρούχα που φορούν είναι κουρέλια από σχισμένα υφάσματα που βρίσκουν. Καθώς περπατούν νύχτα και μέρα με τα τύμπανα τους, ψάλλουν ύμνους. Πάνω από την πύλη του ερημητηρίου τους υπάρχει λάβαρο από μαύρες μάλλινες φούντες, με στολίδι σχήματος φεγγαριού από πάνω. Κάτω από το λάβαρο αυτό είναι τοποθετημένα σε μια σειρά κέρατα από ελάφια, κατσίκες και κριάρια. Επίσης, όταν περπατούν στους δρόμους, συνηθίζουν να μεταφέρουν μαζί τους αυτά τα κέρατα ως τρόπαια. Όλα τα σπίτια των δερβίσηδων έχουν τοποθετημένα πάνω τους αυτά τα κέρατα ως σημάδια». Βλέπε von der Osten, Discoveries in Anatolia 1930-31, The Oriental Institute of the University of Chicago, Oriental Institute Communications, XIV (1933), 97-98, για παράδειγμα της επιβίωσης αυτού του τύπου αγροτικού θρησκευτικού ιερού στην Ανατολία του 20ού αιώνα στην Ιπσιλί.

[←764]

Αυτή η αλληλοδιείσδυση και ο μετασχηματισμός της φιλοπόλεμης νοοτροπίας των φυλών από τον ισλαμικό μυστικισμό επιδεικνύεται λογοτεχνικά στα τουρκικά έπη Ντανισμέντναμε, Κιτάμπ-ι Ντεντέ Κορκούτ και Μπαττάλναμε, όπου οι Τούρκοι ποιητές ενσωματώνουν πολλά από τα θέματα των παλαιότερων παραδόσεων Γαζήδων-Ακριτών, όπως για παράδειγμα στο Ντανισμέντναμε όπου ο Μαλίκ Ντανισμέντ αποδεικνύεται απόγονος του Άραβα ήρωα Σεγίντ Μπαττάλ. Βλέπε Danishmendname-Mehkoff, I, 41 κ.ε.. Rossi, Dede Qorqut, σελ. 25-27, 31 κ.ε., 65-66, 74-75. Το είδος της επικής ποίησης άνθισε κατά τη διάρκεια αυτής της ηρωικής εποχής των φυλών στην Ανατολία. Ο Brocquière-Schefer, σελ. 97, αναφέρεται στην αγάπη που είχαν οι Τούρκοι για την απαγγελία αυτής της ποίησης από τον οζάν [βάρδο]. Το τάγμα δερβίσηδων Καζαρούνι έπαιξε προφανώς σημαντικό ρόλο στο ξεσήκωμα των φυλών στην Ανατολία σε τζιχάντ, Danishmendname-Melikoff, I, 140, 343, 344 για τους 10.000 μουσουλμἀνους ερημίτες.

[←765]

Ricoldo-Laurent, σελ. 114. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας αυτών των προ-ισλαμικών πρακτικών επέζησε σε ταφικά έθιμα. Το άλογο του πολεμιστή συνδεόταν στενά με την ταφή του θανόντος ανθρώπου της φυλής, Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 86-87. William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 186-187. Ο William of Rubriq-Dawson, σελ. 73, αναφέρει ότι οι Κουμάνοι τον 13ο αιώνα κρεμούσαν δεκαέξι αλογοουρές στον τάφο του νεκρού. Ο Ibn Fadlan-Togan, σελ. 27, 138-140, σημειώνει ότι στόλιζαν τον νεκρό με το τόξο του, θυσίαζαν άλογα στον τάφο και τα έτρωγαν και ότι ένα άλογο το έθαβαν μαζί του, έτσι ώστε στον επόμενο κόσμο να έχει άλογο να ιππεύει και φοράδα να του δίνει γάλα. Η επιβίωση της ανθρώπινης θυσίας στη λατρεία των νεκρών πιστοποιείται μεταξύ των Οθωμανών Τούρκων από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός αναφέρει τον 14ο αιώνα μια εκδοχή αυτής της πρακτικής, όπου οι σκοτωμένοι Τούρκοι πολεμιστές είναι θαμμένοι με εκείνους τους εχθρούς τους οποίους έχουν σκοτώσει. Αν δεν μπορούσε να βρεθεί κανένας, αγοράζονταν χριστιανοί σκλάβοι και θυσιάζονταν στον τάφο, με την πεποίθηση ότι θα ήσαν υπηρέτες του νεκρού πολεμιστή στον επόμενο κόσμο, Ιωάννης Καντακουζηνός, P.G., CLIV, 545. Βλέπε επίσης κεφάλαιο 6. Ο Μουράτ Β’ αγόρασε 600 Έλληνες σκλάβους στην Πελοπόννησο και τους θυσίασε στον αποθανόντα πατέρα του. Χαλκοκονδύλης, σελ. 348: μετὰ δὲ ὠνησάμενος ἀνδράποδα ἐς ἑξακόσια θυσίαν ἀνῆγε τῷ ἑαυτοῦ πατρί, ἐξιλεούμενος τῷ φόνῳ τῶν ἀνδρῶν τούτων.

Αυτό το έθιμο φαίνεται ότι είχε επιζήσει τον 16ο αιώνα. Bartholomaeus Georgieuiz-Goughe, στο κεφάλαιο με τίτλο «Αυτό που έχει ανατεθεί να γίνεται από τις Διαθήκες των Τούρκων, από τους άνδρες καθώς και από τις γυναίκες»: «Αλλά οι γυναίκες δίνουν χρήματα σε στρατιώτες, για να σκοτώσουν ορισμένο αριθμό χριστιανών. Υπολογίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα ωφεληθεί πολύ η υγεία των ψυχών τους». Ibn Fadlan-Togan, σελ. 24-25, 236-237. Στην Κεντρική Ασία οι Τούρκοι σκότωναν εκείνους κοντά στους οποίους είχε πεθάνει ο σύντροφός τους. Schiltberger-Neumann, σελ. 130. Για ανθρώπινες θυσίες μεταξύ Τούρκων και Μογγόλων της Κεντρικής Ασίας, J.-P. Roux, La mort chez les peuples altaques anciens et médiévaux (Παρίσι, 1963), σελ. 62, 107-108, 111, 117-118, 121, 123, 169-172. M. Eliade, Le chamanisme et les téchniques archaiques de l’extase (Παρίσι, 1951), passim. A. Inan, Tarihte ve bugün şamanizm. Materyallari ve araştirmalar (Άγκυρα, 1954), σελ. 176-200. Η ταρρίχευση των νεκρών, άλλη σαμανιστική πρακτική από την Κεντρική Ασία, πιστοποιείται στην Ανατολία του 13ου αιώνα, Turan, “Semseddin”, σελ. 208-211.

[←766]

Danishmendname-Melikoff, I, 206. L. Krader, Social Organization of the Mongol-Turkic Pastoral Nomads (Χάγη, 1963), σελ. 22-23 και passim. Ο John of Pian de Carpini-Wyngaert, σελ. 50, σημειώνει την ύπαρξη πολυγαμίας μεταξύ των Μογγόλων του 13ου αιώνα. Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 85.

[←767]

Ibn Fadlan-Togan, σελ. 22, 128-129.

[←768]

Στο ίδιο, σελ. 22, 129-131. William of Rubriq-Dawson, σελ. 104: «Όσο για τους γάμους τους, πρέπει να γνωρίζετε ότι κανείς εκεί δεν έχει γυναίκα, εκτός αν την αγοράσει, πράγμα που σημαίνει ότι μερικές φορές τα κορίτσια είναι αρκετά μεγάλα πριν παντρευτούν, γιατί οι γονείς τους τα κρατούν πάντοτε μέχρι να τα πουλήσουν. Τηρούν τον πρώτο και δεύτερο βαθμό συγγενείας αίματος, αλλά δεν τηρούν άλλους βαθμούς συγγένειας. Μπορούν να έχουν δύο αδελφές ταυτόχρονα ή τη μία μετά την άλλη. Καμία χήρα ανάμεσά τους δεν παντρεύεται, και ο λόγος είναι ότι πιστεύουν ότι όλοι εκείνοι που τους υπηρετούν σε αυτήν τη ζωή, θα τους υπηρετούν στην επόμενη, και έτσι πιστεύουν ότι μια χήρα επιστρέφει πάντοτε μετά τον θάνατο στον πρώτο της σύζυγο. Αυτό δημιουργεί ένα επαίσχυντο έθιμο ανάμεσά τους, σύμφωνα με το οποίο ο γιος μερικές φορές παίρνει ως συζύγους όλες τις συζύγους του πατέρα του, εκτός από τη μητέρα του. Γιατί το «ορντά» ενός πατέρα και μιας μητέρας πέφτει πάντοτε στον μικρότερο γιο και έτσι ο ίδιος πρέπει να φροντίζει όλες τις συζύγους του πατέρα του, που έρχονται σε αυτόν ως αποτελέσματα του πατέρα του. Και τότε, αν το επιθυμεί, τις χρησιμοποιεί ως συζύγους, γιατί δεν θεωρεί ότι θα υποστεί βλάβη αν επιστρέψουν στον πατέρα του μετά θάνατον». William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 184-185. Το έθιμο του γάμου με το οποίο ο γιος παίρνει τις συζύγους του πατέρα (εξαιρείται η μητέρα του) αποτελεί επέκταση της σαμανιστικής πεποίθησης του ότι ο άνδρας θα εξυπηρετηθεί στην επόμενη ζωή από εκείνους που τον έχουν υπηρετήσει σε αυτήν τη ζωή. Ο Ibn Fadlan-Togan, σελ. 21, 25, 127-128, παρατηρεί για τις Ογούζ γυναίκες ότι, παρά το γεγονός ότι δεν καλύπτονται με πέπλα ούτε κρύβουν τη «ντροπή» τους, είναι ενάρετες. Ίσως αυτό οφειλόταν στην ποινή για περιπτώσεις μοιχείας, ποινή η οποία, όπως και στις περιπτώσεις ομοφυλοφιλίας, ήταν άγρια.

[←769]

Βλέπε τις πινακίδες στους Petersen και von Luschan, Reisen, τομ. I, II.

[←770]

John of Pian de Carpini-Wyngaert, σελ. 35.

[←771]

William of Rubriq-Dawson, σελ. 94: «Κάνουν αυτά τα σπίτια τόσο μεγάλα, που μερικές φορές απέχουν τριάντα πόδια. Γιατί εγώ ο ίδιος μέτρησα κάποτε το πλάτος μεταξύ των τροχών ενός κάρου και ήταν είκοσι πόδια, ενώ όταν το σπίτι βρισκόταν πάνω στο κάρο, εξείχε τουλάχιστον πέντε πόδια πέρα από τους τροχούς σε κάθε πλευρά. Έχω μετρήσει σε ένα κάρο εικοσιδύο βόδια να τραβούν ένα σπίτι, έντεκα στη σειρά σε όλο το πλάτος του κάρου και άλλα έντεκα μπροστά τους. Ο άξονας του κάρου ήταν τόσο μεγάλος, όσο το κατάρτι ενός πλοίου και ένας άντρας στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού πάνω στο κάρο, οδηγώντας τα βόδια». William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 172-173.

[←772]

Brocquière-Schefer, σελ. 89. Για τις ανακτορικές, πολυτελείς σκηνές του Τιμούρ και των ευγενών του βλέπε τη λεπτομερή περιγραφή του De Clavijo-Le Strange, σελ. 237-242.

[←773]

Ricoldus de Monte Crucis-Laurent, σελ. 114:

«Όταν περάσαμε την Αρμενία, μπήκαμε στην Τουρκία και βρήκαμε τους Τουρκομάνους, βάναυσους άνδρες, που είναι μουσουλμάνοι και κατοικούν κάτω από το έδαφος, σαν τυφλοπόντικες»

(Armeniam autem transeuntes intrauimus in Turchiam, et inuenimus Thurchimanos, homines bestiales, qui sunt Sarraceni et habitant communiter sub terra ad modum talparum).

Ο Al-Marwazi-Minorsky, σελ. 32, σημειώνει την ίδια πρακτική μεταξύ των Κιμάκ. Περιγράφει επίσης, σελ. 33, μια περίπτωση φορητών αμυντικών τειχών μεταξύ των τουρκικών φυλών Τούλας και Λουρ: «Είναι έθιμο τους, όταν προχωρούν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, να κουβαλάει κάθε ιππέας μαζί του είκοσι ξυλόκαρφα μήκους δύο πήχεων. Όταν φτάνουν εκεί που θα στρατοπεδεύσουν, μπήγουν όλοι τα ξυλόκαρφά τους στο έδαφος που περιβάλλει την τοποθεσία, και εφαρμόζουν τις ασπίδες τους πάνω τους: με αυτόν τον τρόπο, σε λιγότερο από μία ώρα, κατασκευάζεται γύρω από το στρατόπεδο ένα τείχος που δεν μπορεί να τρυπηθεί».

[←774]

Ο Ibn Bibi-Duda, σελ. 311, περιγράφει τους Καραμάνιδες Τούρκους ως ντυμένους με κόκκινα καπέλα, μαύρα κιλίμια και τσαρούκα (παπούτσια). Ibn Fadlan-Togan, σελ. 16, για βαριά ρούχα που φορούσαν στη στέππα. William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 179-183. John of Pian de Carpini-Wyngaert, σελ. 33-34. Ιbn Battuta-Gibb, II, passim. Άννα Κομνηνή, III, 143 για το μαύρο ως χρώμα πένθους. Ibn Fadlan-Togan, σελ. 21. Zeno-Hakluyt, σελ. 13. Brocquière-Schefer, σελ. 83. Von Luschan, Reisen, II, passim, για το ζήτημα του πέπλου των γυναικών.

[←775]

Brocquière-Schefer, σελ. 89. Κίνναμος, 9. Ludolph of Suchem-Stewart, σελ. 30. De Clavijo-Le Strange, σελ. 122, 223-224. Για τα είδωλα και τη λατρεία της παραγωγής γάλακτος, William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 174-175.

[←776]

William of Rubriq-Wyngaert, σελ. 175. Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 190-191, παρατηρεί ότι το βρασμένο κεχρί σε ξινή κρέμα ήταν είδος πρώτης ανάγκης των Τσαγκατάι. Η διατροφή αυτών των τελευταίων περιελάμβανε όχι μόνο κρέας, γάλα και ξινή κρέμα, αλλά ρύζι, πεπόνια και κεχρί, όπου τα τελευταία τρία τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι το καλοκαίρι.

[←777]

Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 122, περιγράφει ένα πιάτο φτιαγμένο από πηκτή κρέμα, αυγά και μέλι σε γαβάθες με γάλα, που έτρωγαν στην ανατολική Ανατολία. De Clavijo-Le Strange, σελ. 190-191 και Brocquière-Schefer, σελ. 89, για σταφύλια. Είναι ενδιαφέρον ότι όποτε επιθυμούσαν κρασί, οι ταξιδιώτες επισκέπτονταν πάντοτε σπίτια ή πανδοχεία Ελλήνων. Επίσης η σταθερή δίαιτα με κρέας που έπρεπε να καταναλώνουν οι ταξιδιώτες στην τουρκμενική επικράτεια αποτελούσε αιτία δυσαρέσκειας για αυτούς τους ταξιδιώτες. Ανακουφίζονταν μόνο σε πόλεις και χωριά, όπου η κουζίνα δεν ήταν εκείνη των νομάδων.

[←778]

Brocquière-Wright, σελ. 315. Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 121-122, σημείωνε την ίδια μέθοδο παρασκευής ψωμιού μεταξύ των Τούρκων που είχαν εγκατασταθεί στα χωριά της ανατολικής Ανατολίας περί τον 15ο αιώνα: «Το ψωμί τους σε αυτά τα χωριά ήταν μάλιστα πολύ κακής ποιότητας και φτιαχνόταν με περίεργο τρόπο. Παίρνουν λίγο αλεύρι, το ζυμώνουν και φτιάχνουν τηγανίτες. Στη συνέχεια παίρνουν ένα τηγάνι, το βάζουν στη φωτιά και όταν κάψει, ρίχνουν το λεπτό φύλλο ζύμης μέσα σε αυτό, το οποίο βγάζουν μόλις ζεσταθεί και ψηθεί. Αυτό ήταν το μόνο ψωμί με το οποίο μας εφοδίαζαν σε αυτά τα χωριά». Για τις ελληνικές λέξεις-δάνεια στα τουρκικά, που έχουν σχέση με το ψήσιμο, τους φούρνους και το ψωμί, βλέπε το κεφάλαιο 7 πιο κάτω. Αυτή η νομαδική μέθοδος παρασκευής «ψωμιού» περιγράφεται ακόμη και τον 18ο αιώνα από τον Γάλλο περιηγητή Lucas, Voyage du Sieur Paul Lucas fait par ordre du roi dans la Grece, I’Asie Mineure, La Macedoine et l’Afrique (Άμστερνταμ, 1714), I, 257:

«Κουβαλούν μερικούς σάκους αλεύρι στα άλογά τους και όταν θέλουν να ψήσουν ψωμί, αραιώνουν λίγο αλεύρι στο νερό. Έτσι φτιάχνεται η ζύμη τους, που την ισιώνουν πολύ λεπτή, σχεδόν σαν νόμισμα των δεκαπέντε σόλιδων. Έπειτα κάνουν μια τρύπα στη γη, ανάβουν εκεί φωτιά, βάζουν πάνω της μια στρογγυλή σιδερένια πλάκα πάχους ενός θώρακα. Τέλος, όταν ζεσταθεί αυτή η πλάκα, απλώνουν πάνω της τη ζύμη τους, η οποία ψήνεται ή μάλλον στεγνώνει εκεί»

(ils portent sur leurs chevaux quelques sacs de farine lorsq’ils veulent faire du pain, ils en delaïent un peu dans de l’eau. Leur pâte faite ainsi, ils l’applatissent fort mince, à peu près comme une pièce de quinze sols: ensuite ils font un trou dans la terre, y allument du feu, mettent dessus une plaque de fer ronde, de l’épaisseur d’une cuirasse; & enfin lorsque cette plaque est échaufée, ils y étendent leur pâte, qui y cuit ou plûtôt s’y sèche).

[←779]

Brocquière-Wright, σελ. 308. Παραλλαγές αυτού του «τραπεζομάντηλου» παρατηρούνται μεταξύ των περισσότερων τουρκο-μογγολικών λαών της μεσαιωνικής περιόδου. Ο De Clavijo-Le Strange, σελ. 121, το περιγράφει στην ανατολική Ανατολία: «Στη συνέχεια θα έβγαζαν ένα δερμάτινο χαλάκι ως τραπεζομάντηλο, όπως είναι σε εμάς το στρογγυλό δέρμα [από την Κόρδοβα] που ονομάζουμε γουανταμασίρ. Σε εκείνους είναι γνωστό ως σοφρά και πάνω του βάζουν το ψωμί». Το χρησιμοποιούσαν επίσης οι Τσαγκατάι του Τιμούρ. De Clavijo-Le Strange, σελ. 223-224. Ο William of Rubriq-Dawson, σελ. 98, αναφέρεται στο captargac των Μογγόλων, «δηλαδή, μια τετράγωνη σακούλα την οποία μεταφέρουν, για να βάζουν όλα αυτά τα πράγματα: σε αυτήν διατηρούν επίσης κόκκαλα, όταν δεν έχουν το χρόνο να τα ξεκοκκαλίσουν, έτσι ώστε αργότερα να μπορούν να τα ροκανίζουν και να μη σπαταλούν φαγητό». Ο Bartholomaeus Georgieuiz-Marshe, το περιγράφει όπως το χρησιμοποιούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα: «Η μορφή των τουρκικών τραπεζιών και πώς κάθονται να φάνε. Το τραπέζι τους, που ονομάζεται “τσοφρά”, είναι φτιαγμένο από δέρμα: απλώνεται στο έδαφος και διπλώνει σαν πορτοφόλι».

[←780]

Brocquière-Wright, σελ. 314, Βλέπε De Clavijo-Le Strange, σελ. 124, για περιγραφή διατροφικών συνηθειών.

[←781]

Τέτοια είναι τα συμπεράσματα του von Luschan, Reisen, II, 198-226, βάσει της εξέτασης και της κρανιακής μέτρησης των εγκατεστημένων χριστιανών και μουσουλμάνων αφενός και των νομάδων αφετέρου. Ωστόσο οι κίνδυνοι της εξάρτησης μόνο από ανθρωπομετρικές εκτιμήσεις αποδεικνύονται άφθονα από τα συμπεράσματα του von Luschan στην περίπτωση της καταγωγής των Ταχτατζή. Με βάση τις κρανιακές μετρήσεις τους καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι απόγονοι ενός προ-ελληνικού, προ-τουρκικού σημιτικού πληθυσμού (σχετιζόμενου με τους Φοίνικες). Όμως οι θρησκευτικές τους πρακτικές, οι μπαμπά τους και η ζωή τους σε σκηνές αποτελούν όλα στοιχεία τυρκμενικήςκαταγωγής όπως επίσης και η μερική επιβίωση μεταξύ τους σαφώς διακριτών κεντρικών ασιατικών τύπων προσώπου (βλέπε ιδιαίτερα τις πλάκες). Παρ’ όλα αυτά η μελέτη του Von Luschan είναι ενδιαφέρουσα και πολύτιμη, και έχει επαναληφθεί, χωρίς τις συναρπαστικές πλάκες, στο “Die Tachtadschy und andere Ueberreste der alten Bevölkerung Lykiens”, Archiv für Anthropologie, XIX (1891), 31-53. Δεν είμαι ικανός να εισέλθω στις πολυπλοκότητες της φυσικής ανθρωπολογίας ούτε να προσπαθήσω να αξιολογήσω τους συγκεκριμένους παράγοντες, εκτός από το εθνοτικό μείγμα, που επηρεάζουν την αλλαγή στις κρανιακές και άλλες φυσικές αναλογίες. Έχει δοθεί σημαντική προσοχή και προσπάθεια στην ανθρωπομετρία των αρχαίων κατοίκων της Ανατολίας από τους Τούρκους μελετητές S. A. Kansu και M. S. Senyurek. Ωστόσο για την υπό εξέταση περίοδο υπάρχει πολύ λίγο διαθέσιμο υλικό. S. A. Kansu, “Selçuk Türkleri hakkında Antropolojik ilk bir tetkik ve neticeleri”, İkinci Türk Tarih Kongresi (Ισταμπούλ, 1943), σελ. 440-456. E. F. Schmidt, Anatolia through the Ages. Oriental Institute Communications, αρ. 11 (Σικάγο, 1931), σελ. 148. Ο A. Inan δημοσίευσε μελέτη με βάση την εξέταση 64.000 σύγχρονων Τούρκων, L’Anatolie, le pays de la ‘race’ turque. Recherches sur les caractères anthropologiques des populations de la Turquie (Γενεύη 1939). K. Güngür, Cenubi Anadolu türklerinin etno-anthropolojik tetkiki (Άγκυρα, 1941).

[←782]

Ατταλειάτης, 156-157. Οι Βυζαντινοί μισθοφόροι Ούζοι, από τα Βαλκάνια, έμοιαζαν τόσο πολύ με τους Σελτζούκους Τούρκους, που οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους μεν από τους δε. Ο Νικήτας Χωνιάτης, 247, σχολιάζει ότι οι Τούρκοι στη μάχη του Μυριοκέφαλου αφαίρεσαν το δέρμα του προσώπου των πεσόντων και από τις δύο πλευρές, ώστε οι Έλληνες να μη μάθουν πόσοι Τούρκοι είχαν σκοτωθεί. Αυτό και πάλι αποτελεί ρητή μαρτυρία για το γεγονός ότι οι τύποι προσώπου Ελλήνων και Τούρκων σε αυτήν την πρώιμη περίοδο (σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους χρόνους) ήσαν έντονα διακριτοί.

[←783]

Brocquière-Wright, σελ. 346. John of Pian de Carpini-Dawson, σελ. 6-7: «Στην εμφάνιση, οι Τάταροι είναι αρκετά διαφορετικοί από όλους τους άλλους ανθρώπους, γιατί είναι ευρύτεροι από άλλους ανθρώπους ανάμεσα στα μάτια και στα μάγουλα. Τα μάγουλά τους εξέχουν επίσης αρκετά πάνω από τα σαγόνια τους. Έχουν επίπεδη και μικρή μύτη, τα μάτια τους είναι μικρά και τα βλέφαρά τους υψωμένα μέχρι τα φρύδια. Ως επί το πλείστον, αλλά με μερικές εξαιρέσεις, είναι λεπτοί πάνω από τη μέση. Σχεδόν όλοι έχουν μεσαίο ύψος. Σχεδόν κανένας από αυτούς δεν διατηρεί γενειάδα, αν και μερικοί έχουν λίγα μαλλιά στο πάνω χείλος και το πηγούνι και αυτά δεν τα κόβουν. Στην κορυφή του κεφαλιού είναι κουρεμένοι όπως οι κληρικοί και κατά γενικό κανόνα όλοι ξυρίζονται από το ένα αυτί μέχρι το άλλο σε πλάτος τριών δακτύλων και αυτό το ξύρισμα ενώνεται με το προαναφερθέν κούρεμα. Πάνω από το μέτωπο επίσης ξυρίζονται όλοι σε πλάτος δύο δακτύλων, αλλά τα μαλλιά μεταξύ αυτού του ξυρίσματος και του κουρέματος τα αφήνουν να αναπτυχθούν μέχρι να φτάσουν στα φρύδια τους και, κόβοντας περισσότερα από κάθε πλευρά του μετώπου παρά στη μέση, κάνουν τα μαλλιά στη μέση μακριά. Τα υπόλοιπα μαλλιά τους τα αφήνουν να μεγαλώνουν σαν γυναίκες και το κάνουν δύο πλεξούδες τις οποίες δένουν, μία πίσω από κάθε αυτί. Έχουν επίσης μικρά πόδια». John Pian de Carpini-Wyngaert, σελ. 32-33. Για μια παραλλαγή αυτής της κουρευτικής ρύθμισης μεταξύ των Γιουρούκ της Ανατολίας στα τέλη του 19ου αιώνα, βλέπε Εικ. 97 και Πλ. XXXVII στο von Luschan, Reisen, II. Καθώς η ομορφιά είναι θέμα υποκειμενικής αξιολόγησης, δεν εκπλήσσεται κανείς βλέποντας ποικίλες αντιδράσεις σε αυτόν τον φυσικό τύπο. Για τον Brocquière-Wright, σελ. 315-316, οι Τουρκμένοι ήσαν όμορφοι. Για τον de Clavijo-Le Strange, σελ. 196, οι Τσαγκατάι ήσαν άσχημοι. Βλέπε επίσης το Qabus Name-Levy, σελ. 103, του οποίου ο συγγραφέας λέει ότι οι Τούρκοι είχαν εμφάνιση προσώπου η οποία, αν και όχι ελκυστική σε κάθε μεμονωμένο χαρακτηριστικό, ήταν ωστόσο όμορφη στο σύνολό της. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το επίθετο κυνοκέφαλοι για να τους περιγράψουν. Παχυμέρης, Ι, 134. Μινιατούρες σε αραβικά εικονογραφημένα χειρόγραφα του 13ου αιώνα δείχνουν ότι οι καλλιτέχνες γνώριζαν έντονα τον διαφορετικό τύπο προσώπου της νέας τουρκο-μογγολικής άρχουσας τάξης. R. Ettinghausen, Arab Painting (Skira, 1962), σελ. 163.

[←784]

Brocquière-Schefer, σελ. 97. Ricoldus de Monte Crucis-Laurent, σελ. 114.

[←785]

Μιχαήλ Σύριος, III, 170-171.

[←786]

Μιχαήλ Σύριος, III, 170-171. Brosset, Georgie, I, 346. Brocquière-Schefer, σελ. 93-94, passim. Κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Μικρά Ασία, οι αρχηγοί των φυλών των Τσαγκατάι του Τιμούρ ορκίστηκαν ότι δεν θα άφηναν όρθιο ούτε φυτό ή θάμνο. Sharaf al-Din Yazdi, II, 243-244. Για τους συγχρόνους τους, μουσουλμάνους και χριστιανούς, οι άγριοι Τουρκμένοι θεωρούνταν το όργανο με το οποίο ο Θεός τιμωρούσε τους αμαρτωλούς χριστιανούς ή μουσουλμάνους. Ο Eflaki-Huart, II, 208-209, αναφέρει μια συνομιλία του Τζαλαλαντίν Ρουμί, στην οποία οι δημιουργικές ιδιότητες των εγκατεστημένων (καθιστικών) Ελλήνων Χριστιανών αντιπαραβάλλονται με εκείνες των καταστροφικών Τουρκμένων:

«Υπάρχει μια πολύ γνωστή ιστορία, ότι μια μέρα ο σεΐχης Σαλάχ-εντ-ντιν, για να χτίσει (τους τοίχους) του κήπου του, προσέλαβε Τούρκους εργάτες. “Αφέντη (δηλαδή Κύριε) Σαλάχ-εντ-ντιν”, είπε ο Δάσκαλος, “για αυτήν την κατασκευή, είναι απαραίτητο να πάρουμε Έλληνες εργάτες. Αντίθετα, για κατεδάφιση χρειάζονται Τούρκοι εργάτες, γιατί η κατασκευή του κόσμου είναι ιδιαίτερη για τους Έλληνες, ενὠ η κατεδάφιση αυτού του κόσμου προορίζεται για τους Τούρκους. Ο Θεός, όταν δημιούργησε το σύμπαν, πρώτα απ’ όλα δημιούργησε τους ανέμελους άπιστους. Τους έδωσε μεγάλη διάρκεια ζωής και αξιοσημείωτη δύναμη, έτσι ώστε, όπως οι μισθωμένοι εργάτες, να προσπαθούν, χωρίς να το γνωρίζουν, να χτίσουν τον επίγειο κόσμο. Ύψωσαν πολυάριθμες πόλεις, φρούρια στις κορυφές των βουνών, τοποθεσίες στα ύψη των λόφων, με τέτοιο τρόπο, που ύστερα από αιώνες αυτές οι κατασκευές χρησιμεύουν ως πρότυπα για τους ανθρώπους των τελευταίων χρόνων. Τώρα η θεία πρόνοια έχει τακτοποιήσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε σιγά-σιγά αυτές οι κατασκευές γίνονται ερείπια. Στη συνέχεια δημιούργησε τον λαό των Τούρκων, για να γκρεμίζουν, χωρίς σεβασμό ή οίκτο, όλες τις κατασκευές που έβλεπαν. Το έκαναν και το κάνουν ακόμη. Θα το κάνουν από μέρα σε μέρα μέχρι την ανάσταση. Τελικά η καταστροφή της πόλης του Ικονίου θα πραγματοποιηθεί από το χέρι των άδικων και αδίστακτων Τούρκων”. Το γεγονός είναι ότι τα πράγματα συνέβησαν όπως τα είπε».

C’est une histoire bien connue qu’un jour le chéikh Çalah-ed-din, pour batir (les murs de) son jardin, avait loué à gages des ouvriers turcs. ‘Efendi (c’est a dire Seigneur) Çalah-ed-din, dit le Maitre, pour cette construction, ce sont des ouvriers grecs qu’il faut prendre; pour la démolition, au contraire, les ouvriers turcs sont necessaires; car la construction du monde est speciale aux Grecs, et la demolition de ce meme monde est reservée aux Turcs. Dieu, quand il a créé l’univers, a tout d’abord cree les infideles insouciants; il leur a donne une longue vie et une force considerable, de’maniere que, a la facon des ouvriers a gages, ils s’efforcent, sans le savoir, de construire le monde terrestre; ils ont élevé de nombreuses vΙΙΙes, fortresses sur les sommets des montagnes, localités sur les hauteurs des collines, de manière qu’après des siècles écoulés, ces constructions servent de modèles aux hommes des derniers temps; or, la prédestination divine a dispose les choses de telle sorte que petit a petit ces constructions deviennent des ruines; il a alors créé le peuple des Turcs pour démolir, sans respect ni pitié, toutes les constructions qu’ils voyaient; ils l’ont fait et le font encore; ils le feront de jour en jour jusqu’à la résurrection. Finalement, la destruction de la vΙΙΙe de Qonya aura lieu par la main des Turcs injustes et impitoyables.’ Le fact est que cela arriva comme il l’avait dit.

Η σύνδεση των Τούρκων με την καταστροφή και με τα γεγονότα που ανακοινώνουν το τέλος του κόσμου είναι γνωστά θέματα στην ισλαμική λογοτεχνία. Maqdisi, Livre de création, επιμ. και μεταφρ. Huart, II, 154. Eflaki-Huart, II, 418-419. Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 89.

[←787]

Brosset, Georgie, I, 346-348.

[←788]

Schiltberger-Neumann, σελ. 65. Schiltberger-Hakluyt, σελ. 14. De Clavijo-Le Strange, σελ. 181.

[←789]

Brosset, Georgie, I, 358-359. Hayton, R.H.C., D.A., II, 133. Μιχαήλ Σύριος, R.H.C., D.A., I, 321. De Clavijo-Le Strange, σελ. 108. Ιbn Battuta-Gibb, II, 417. Oriental Institute Communications, αριθ. 14, 52-54. Ο Al-Marwazi-Minorksy, σελ. 33, σημειώνει αυτόν τον τελευταίο τύπο μετακίνησης μεταξύ ορισμένων Τούρκων της Κεντρικής Ασίας, που πηγαίνουν σε ερήμους το καλοκαίρι και στις πόλεις το χειμώνα. Gordlevki, Izbrannye Soch., I, 74, για την αντιπάθεια των Τουρκμένων για την πόλη.

[←790]

Για την αναλογία καθιστικών προς νομάδες βλέπε σημ. 725 πιο πάνω. Για την εγκατάσταση των νομάδων σε συγκεκριμένο τόπο (sedentarization), θέμα που χρειάζεται ακόμη πολλή έρευνα, βλέπε τα εξής: Ο Eberhard, “Nomads”, σελ. 32-49, ερευνά την κυβερνητική πολιτική της εγκατάστασης των νομάδων τον 19ο αιώνα. Ο C. Orhonlu, Osmanli imparatorlugunda aşiretleri iskân teşebbüsü: 1691-1696 (Ισταμπούλ, 1963), περιγράφει τη διαδικασία με την οποία η οθωμανική κυβέρνηση επαναποίκισε τα εγκαταλειμμένα χωριά στις περιοχές Μπελίχ Ριβ, Έδεσσα, Μενμπίτζ, Χαμά, Χουμούς, Άδανα, Ισκεντερούν στα ανατολικά, τις περιοχές Σουνγκουρλού και Γιοζγκάτ ανατολικά της Άγκυρας, και τις περιοχές γύρω από το Σαντικλί, την Ισπάρτα και το Μπόρλου δυτικά της Κόνυα. Βλέπε επίσης W. Ruben, “Anadolu’nun yerleşme tarihi ile ilgili görüşler. Koçhisar’in Tuz Gölü batısındaki step köylerinde 1946 Eylülünde yapılan bir araştırma gezisinin sonuçları”, Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi, V (1947), 353-391. Ο B. Boran, “Toplumsal yapi arastirmalan”, Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi, Felsefe Enstitüsü Sosyoloji Serisi, αρ. 3 (Άγκυρα, 1945), μελετά χωριά που προέκυψαν από πρόσφατη εγκατάσταση φυλών. Για την εγκατάσταση των τουρκμενικών φυλών στα Βαλκάνια ως μέρος της οθωμανικής πολιτικής, Ashikpashazade-Ali, σελ. 84, 111-112. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 108, 155. Gökbilgin, “Rumeli’nin İskanında ve Türkleşmesinde Yürükler”, III, Türk Tarih Kurumu Kongresi, 1943 (Άγκυρα, 1948), σελ. 107-116. Rumeli’de Yürükler, Tatarlar ve Evlad-ı Fatihan (Ισταμπούλ, 1957).

Ενδιαφέροντα για την ακόμη άγραφη ιστορία των φυλών στην Οθωμανική Ανατολία είναι τα εξής: Wittek, “Osmanlı İmparatorluğunda Türk Aşiretlerinin Rolü”, İstanbul Üniversitesi Edebiyat Fakültesi Tarih Dergisi, XIII (1963), 257-268 (μεταφρ. από Mélanges Georges Smets), Les éditions de la librairie encyclopédique (Βρυξέλλες, 1952). A. Refik, Anadolu’da Türk Aşiretleri (966-1200) (Ισταμπούλ, 1930). F. Demirtaş, “Osmanlı Devrinde Anadolu’da Kayilar”, Belleten, XII (1948), 575-615 (Για τις ομάδες Καγί σε περιοχές της Κόνυα, της Άγκυρας και του Μεντεσέ τον 15ο και 16ο αιώνα). “Bozulus hakkmda”, Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi, VII (1949), 29-60 (περιγράφει φυλετικές ομάδες και τη ζωή τους τον 16ο αιώνα). “Osmanlı devrinde Anadolu’da Kayılar”, Belleten, XII (1948), 575-615. “Anadolu’da Oğuz Boyları”, Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi, VII (1949), 321-385, Sümer, “Yıva Oğuz Boyuna Dair”, T.M., IX (1951), 156-168. “Ağaçeriler”, Belleten, XXVI (1962), 521-528. “XVI. asırda Anadolu, Suriye, Irak’ta Yaşayan Türk Aşiretlerine Umumi Bir Bakış”, İktisat Fakültesi Mecmuası, XI (1952), 509-522. “Anadolu’da Yaşayan Bazı Üçoklu Oğuz Boylarına Mensup Teşekküller”, İktisat Fakültesi Mecmuası, XI (1949-50), 437-508. Ali Zira (Yalgin), Cenupta Türkmen Oymakları, 4 τομ. (Ισταμπούλ, 1931-37). A. A. Candar, “Kayının bölüntleri”, Hakimiyeti milΙiye (Άγκυρα, 1934), αρ. 4473 (για την εγκατάσταση των Καγί από το Καρς μέχρι το Τσανάκκαλε και από την Ούρφα μέχρι τη Μανίσα). M. Koyman, Konya (1963), αρ. 2, σελ. 121-123, για φυλές γύρω από την Κόνυα. Koprülü, “Oğuz Etnolojisine Dair Tarihî Notlar”, T.M., I (1925), 185-211.

Πιο πρόσφατα εμφανίστηκε σημαντική και πιο περιεκτική βιβλιογραφία. Sümer, Oğuzlar (Türkmenler). Tarihleri-boy Teşkilatı Destanları (Άγκυρα, 1967). de Planhol, “Nomadism”, 525-531. D. E. Eremeev, “Proizhoždenie Iuriukov i Turkmen Turtsii i osnovniie etapy ikh istorii. Etničeskie protsessy i sostav naseleniia ν stranakh perednei Azii”, Trudy Inst. Etnogr., LXXXIII (Μόσχα-Λένινγκραντ, 1963), 24-70. W. D. Hütteroth, “Bergnomaden und Yaylabauern im mittleren kurdischen Taurus”, Marburger geogr. Schriften, XI (1959). A. D. Novičev, “Turetskie kočevniki ν XV-XVIII vv.”, XXV Meždunar. Kongr. Vostokoved., Doklady Delegatsii SSSR (Μόσχα, 1960), σελ. 1-11. “Les nomades turcs du XVe au XVIIIe siècle”, Trudy dvedisati piatogo meždunarodnogo kongressa vostokovedov (Μόσχα, 1963), II, 413-420. Istoriia Turtsii I. Epokha feodalizma (XI-XVIII v.) (Λένινγκραντ, 1963). S. E. Tolybekov, “O patriarchal ‘no-feodal’ nykh otnošeniiakh u kočevnykh narodov”, Voprosy Istorii, I (1955), 75-83. Hutteroth, Landliche Siedlungen im sudlichen Inneranatolien in den letzten vierhundert Jahren (Γκέτινγκεν, 1968).

[←791]

Turkiye’de meskun yerler kilavuzu, τομ. I-II (Άγκυρα, 1946). Köylerimiz. Köy kanun tatbik olunan ve olunmayan köy isimlerini alfabe sirasile gösterin (Ισταμπούλ, 1933). Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 73. I. R. Işitman, “Köy adlar üzerinde bir inceleme”, Türk dili Belleten, σειρ. 3. αρ. 1/3 (Άγκυρα, 1945), σελ. 51-52. Nihal (Ahmed Naci), “Anadoluda Türklere ait yer isimleri”, T.M., II (1928), 243-259. De Planhol, “Nomadism”, passim.

Για τον 11ο μέχρι τον 15ο πέμπτο αιώνα οι πηγές (Ashikpashazade, Anonymous Giese, Muntaner, Πλανούδης, Mahmud του Aksaray, Μπαρ Εβραίος, al-Athir, Νικήτας Χωνιάτης, Βιλαγιέτναμε του Χατζή Μπεκτάς, Brocquière, Μιχαήλ Σύριος, Πανάρετος, Ibn Bibi, de Clavijo, Barbaro), καταγράφουν συγκεκριμένα εγκαταστάσεις Τουρκμένων στα ακόλουθα μέρη: Μεταξύ Γκιούλ Χισάρ-Ντενιζλί και Ντενιζλί-Ταβάς, στις περιοχές Σαμσούν, Μεντεσέ, Μαγνησία Σιπύλου, Καραχισάρ, Χώμα-Σούβλαιον, Πεντάπολις, Καραχισάρ, Αρτάκη, Μενεμέν, Μαίανδρος, Ουτζ σύνορα της δύσης, Κιουτάχεια, Λακέριον-Πανάσιον, Δορύλαιον, Λάμπη-Γραός Γάλα, Μπούρσα, Σαρουχάν, Τσόρουμ-Άγκυρα, Σίβας-Καϋσερί, Ταό Κλαρέτι, Γεωργία, νότια σύνορα Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Ερζιντζάν, Αμάσεια, Λάρανδα, Νίγδη, Κουφρουσούντ, Μαράς, Αντιόχεια, κόλπος Αγιάς, Μίσσε, Άδανα-Ταρσός, Ερεγλί, Παμφυλία, Πισιδία. Μεταξύ των φυλών και τσυνομοσπονδιών που αναφέρουν είναι οι Αγατσέρι, Τσέπνι, Ακ-κογιουνλού, Καρά-κογιουνλού, Καρά Αγάτς, Αντ (;), Σεμούντ (;), Τσαγκατάι, Χβαράζμ, Κιπτσάκ, Καραμάν, Ντουλ-κάντρογλου, Ραμαζάνογλου, Κοϊνάρι, Τσαπανλή (Τσέπνι;), Κιζίλ Κοτζαογουλλαρί. Βλέπε επίσης τον κατάλογο του Καραγιαζιτζίογλου (Karayazidjioghlu) που αναπαράγεται και συζητιέται στο Gordlevski, Izbrannye Soch., I, 80-82.

[←792]

Brosset, Georgie, I, 346. Ακροπολίτης, I, 136. Μιχαήλ Σύριος, III, 158-159. Μπαρ Εβραίος, I, 212-213. Ricoldus de Monte Crucis-Laurent, σελ. 114. Ιbn Battuta-Gibb, II, 424, 427-428, 448. Aksaray-Gençosman, σελ. 211. Ashikpashazade-Ali, σελ. 111-112. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 155. Ibn Bibi-Duda, σελ. 270. De Planhol, Nomadism, σελ. 115-118, και passim, για τη σοβαρή παρενόχληση από τους νομάδες της ζωής του χωριού στην περιφέρεια της Παμφυλίας και της Πισιδίας κατά την οθωμανική περίοδο και για τη σταδιακή εξαφάνιση καθιστικών εγκαταστάσεων σε πολλές περιοχές, οι οποίες κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήσαν πυκνά κατοικημένες.

[←793]

Ibn Bibi-Duda, σελ. 313, 345. Βλέπε τις παρατηρήσεις του Brocquière-Schefer, σελ. 100-101, για τα τουρκικά βόρεια της Αντιόχειας (Antakya) και στις περιοχές της Κιλικίας. O Arnold von Harff-von Groote, σελ. 201, αναφέρει ότι ακόμη και οι Αρμένιοι χριστιανοί στην εποχή του ήσαν τουρκόφωνοι, διατηρώντας τη χρήση των αρμενικών μόνο για τις θρησκευτικές τους λειτουργίες: Item deser Armeniani spraichen gemeynlich sarrascheynische spraich. dan in yeren gotlichen ampten bruychen sy eyne eygen spraiche… Arnold von Harff-Letts, σελ. 235.

[←794]

A. Bombaci, Storia, σελ. 264-314. M. Mansuroğlu, “The Rise and Development of Written Turkish of Anatolia”, Οriens, VII (1954), 250-264. “Anadolu metinleri (XIII. asir: 1. Seyyad Hamza, 2. Dehani, 3., Ibtidaname)”, T.M., VII-VIII (1940-42), 95-104. Sultan Veled’in Türkçe Manzumeleri (Ισταμπούλ, 1958). Taeschner, Der anatolische Dichter Nasiri (1300) und seine Futuvvet Name (Λειψία, 1944). A. Gölpınarlı, Yunus Emre hayati (Ισταμπούλ, 1936). Gölpınarlı, Yunus Emre ve tasavvuf (Ισταμπούλ, 1961). E. Rossi, Dedi Qorqut. Danishmendname-Melikoff, I.

[←795]

Regel, II, 261. Ansbert, σελ. 155-156. Gesta Federici, σελ. 86-87.

[←796]

Ricoldus de Monte Crucis-Laurent, σελ. 114:

«Και τους βρήκαμε σταθερoύς και άξιους στην πίστη, αλλά αυτοί οι Έλληνες φοβούνταν τόσο τους Τουρκομάνους, που δεν τολμούσε κανένας να βγει από τις πόλεις ή από τα κάστρα τους, εκτός αν είχε μαζί του άλογο με χαλινάρια, τα οποία κρατούν. Λένε ότι ο Τουρκομάνος θα τον σκοτώσει αμέσως, εκτός αν το άλογο είναι καπιστρωμένο. Κι έτσι όταν βγαίνουν στο δάσος ή για να φυτέψουν ή για άλλη τέτοια εργασία, καθένας κουβαλάει τα δικά του χαλινάρια, τα οποία κρατούν»

(Inuenimus autem firmiter per fide dignos, quod Greci illi ita timent Thurcimannos, quod non audent exire de ciuitatibus nec de castris eorum, nisi portent secum capistrum paratum, quo ligentur. Dicunt enim, quod Thurcimannus statim eum occidit, nisi inueniat ei capistrum paratum. Et ideo quando exeunt ad seminandum vel ad siluam vel ad huiusmodi opus, unusquisque portat suum capistrum, quo ligetur).

Βλέπει κανείς και αλλού την ίδια υποχώρηση του αγροτικού πληθυσμού μπροστά στους Τουρκμένους, Ιbn Battuta-Gibb, II, 428. Νικήτας Χωνιάτης, 194-195. Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 181-182 και passim.

[←797]

Παχυμέρης, I, 134. Regel, II, 258-259. Θεόδωρος Πρόδρομος, P.G., CXXXIII, 1380. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, P.G., CXXXV, 941. Euthymius Tornices-Papadopoulos-Kerameus, σελ. 182-183.

[←798]

Eflaki-Huart, II, 208-209, 418-419. Aksaray-Gençosman, σελ. 159-160, 197. Ibn Bibi-Duda, σελ. 308, 317.

[←799]

Planudes-Treu, σελ. 97, 136, 141, 150-152, 163, 166, 174-176, 178. Brosset, Georgie, I, 358-366, 370, 374. Ashikpashazade-Ali, σελ. 111-112. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 155. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε το προηγούμενο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, P.G., CXXXV, 938.

[←800]

Brosset, Georgie, I, 346, 381. Ρ. M. Tarchnichvili, “Inscription”, σελ. 86-88. M. Tseretheli, “Das Leben des Königs der Könige Davith (Davith II 1089-1125)”, B.K., αρ. 26-27 (1957), σελ. 45-73.

[←801]

Δημήτριος Κυδώνης, P.G., CLIV, 964-968. Ανατυπ. στο A. Βακαλόπουλος, Πηγές τῆς ἱστορίας τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ (Θεσσαλονίκη, 1965), σελ. 91-93. L. Petit, Χ. Α. Siderides, Μ. Jugie, Oeuvres completes de Gennade Scholarios (Παρίσι, 1928), I, 178-179 (αναφερόμενο εφεξής ως Scholarius-Oeuvres). Ο Σχολάριος αναφέρει ότι πολλά βυζαντινά χωριά και πόλεις στην Ασία και την Ευρώπη αλώθηκαν και ότι απλά ερείπια έδειχναν πια ότι υπήρχαν κάποτε, ενώ ακόμη και τα ονόματά τους εξαφανίστηκαν. Όλα αυτά είναι η τιμωρία στην οποία ο Θεός καταδίκασε τους χριστιανούς επειδή απλώς παρατηρούσαν και δεν ζούσαν τη χριστιανοσύνη τους: ἤ πόθεν ἄλλοθεν οἴεσθαι χριστιανοῖς τὰς τηλικαύτας ἐπελθεῖν συμφοράς, καὶ πόλεις ἐν Ἀσίᾳ τε καὶ Εὐρώπῃ τῇ πρὸς ἡμῖν ὑπὲρ τρισχιλίας καὶ κώμας ἀναριθμήτους ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν πορθηθείσας τὰ ἔσχατα πεπονθέναι καὶ τῶν μὲν μηδὲ τοὔνομα μένειν λοιπόν, τὰς δὲ μηδὲν ἐρειπίῳ διενηνοχέναι λειψάνοις μόνοις γνωριζομένας. Επίσης Αλέξιος Μακρεμβολίτης στο I. Sevcenko, “Alexios Makrembolites and his ‘Dialogue between the Rich and the Poor'”, Z.R.V.I., VI (1960), 195:

Πριν από αυτά και μετά από αυτά, δεν έχουμε παραδοθεί στους γιους της Άγαρ ως πρόβατα για σφαγή; Μήπως δεν έχουν εισβάλει σε ολόκληρη τη γη μας και την έχουν καταστρέψει; Δεν κατοικούν στις περίφημες και τιμημένες πόλεις μας, δεν αντιμετωπίζουν ως σκλάβους τους κατοίκους τους, εκλεπτυσμένους και προστατευμένους από τη δυστυχία στο παρελθόν; Δεν έχουμε διασκορπιστεί σε όλη τη γη ως αιχμάλωτοι; Ύστερα από αναρίθμητες σφαγές, η έκτασή της δεν είναι ελεεινά σπαρμένη με τα κόκκαλά μας;

Οὐ πρὸ τούτων καὶ µετὰ τούτων τοῖς ἐκ τῆς Ἄγαρ ὡς πρόβατα σφαγῆς παρεδόθηµεν; οὐ πᾶσαν τὴν χώραν ἡµῶν κατέδραµον οὗτοι καὶ ἐξερήµωσαν; οὐ τὰς πόλεις ἡµῶν κατοικοῦσι τὰς περιφανεῖς καὶ τιµίας, τοὺς ἐποίκους αὐτῶν τοὺς τρυφεροὺς καὶ κακῶν ἀπαθεῖς ὡς ἀνδράποδα χρώµενοι; οὐκ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν αἰχµάλωτοι ἀπερρίφηµεν; οὐ τὰ ὀστᾶ ἡµῶν ἐκ τῶν ἀπείρων σφαγῶν ἐλεεινῶς εἰς τὸν γῦρον αὐτῆς κατεσπάρησαν;

error: Content is protected !!
Scroll to Top