Σημειώσεις Κεφαλαίου 7
- [←1]
-
Gelzer, Notitiae Episcopatum, σελ. 630-631. Το πλήρες απόσπασμα υπάρχει πιο πάνω, στο κεφάλαιο 6.
- [←2]
-
Στο ίδιο, σελ. 549-559.
- [←3]
-
Για τη σημασία και τον περιορισμό των πρώτων οθωμανικών φορολογικών στοιχείων ως δεικτών πληθυσμού, O. L. Barkan, “Essai”, σελ. 9-36, το οποίο επαναλαμβάνει τα ευρήματα των προηγούμενων έργων του σχετικά με το θέμα: “Τarihi demografi araştırmaları ve osmanlı tarihi”, T.M., X (1951-53), 1-26 (εφεξής αναφερόμενο ως Barkan, “Arastirmalari”). “Türkiye’de İmparatorluk Devirlerinin Nüfus ve Arazi Tahrirleri ve Hakana Mahsus İstatistik Defterleri”, İktisat Fakültesi Mecmuası, III (1940), 1-19. “Quelques observations sur l’organisation economique et sociale des vΙΙΙes ottomans des XVIe et XVIIe siècles”, Recueils de la societe Jean Bodin, VII (1955). 289-311.
- [←4]
-
Barkan, “Essai”, πίνακας 1.
- [←5]
-
Αυτή η μετανάστευση φυλών στην Ανατολία συνεχίστηκε τον 16ο αιώνα, όπως φαίνεται να υποδηλώνεται από τα στατιστικά στοιχεία στο ίδιο, πίνακας 5. Τα φορολογητέα νοικοκυριά της επαρχίας Ανατολίας το 1520-35 (A) και το 1570 (B) δείχνουν σημαντική αύξηση των νομάδων:
1520-30 1570-80 72.268 116.219 Είναι πιθανό αυτή η αύξηση να οφείλεται όχι μόνο στην άφιξη νέων φυλετικών ομάδων, ή σε πιο αποτελεσματικά φορολογικά μητρώα, αλλά και σε μια γενική και φυσική αύξηση του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ενδείξεις για μεταφύτευση Ελλήνων και Αρμενίων από την Ανατολία στα Βαλκάνια, G. D. Galabov and H. W. Duda, Die Protokollbücher des Kadiamtes Sofia (Μόναχο, 1960), σελ. 144, ένα φιρμάνι έτους 1618-19 διορθώνει τον φόρο djizye Ελλήνων και Αρμενίων από την Ανατολία που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σόφιας.
- [←6]
-
Στο ίδιο, πίνακες 4 και 7. Υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις στους πίνακες, όπως για παράδειγμα στον πληθυσμό της Άγκυρας. Όμως, για τα σωστά στοιχεία, βλέπε την τουρκική εκδοχή αυτού του έργου, “Arastlrmalari”, πίνακας 4. Αυτή η συντριπτική μουσουλμανική αναλογία σε πολλές από τις πόλεις της Ανατολίας προτείνεται επίσης από τα σχόλια του Εβλίγια Τσελεμπή σχετικά με τον αριθμό των μουσουλμανικών και χριστιανικών συνοικιών στις πόλεις που επισκέφτηκε. Βλέπε πιο κάτω για τις αιτίες που οδήγησαν στην επιβίωση μεγαλύτερης αναλογίας ελληνόφωνων στον Πόντο.
- [←7]
-
Αναπαραγωγή στο Taeschner, “Anadolu”, EI, που το έχει πάρει από τη μνημειώδη συλλογή του V. Cuinet, Turquie d’Asie. Geographie administrative. Statistique descriptive et raisonnee de l’Asie Mineure, τομ. I-IV (Παρίσι, 1890-95).
- [←8]
-
Οι 9.676.714 μουσουλμάνοι περιλαμβάνουν όχι μόνο Τούρκους, αλλά και αρκετά μεγάλη κουρδική μειονότητα και μικρότερες ομάδες Αράβων και Τσερκέζων.
- [←9]
-
Ramsay, Geography, σελ. 25-26. Cuinet, Turquie, passim. Β. Σφυρόερας, «Μεταναστεύσεις καὶ ἐποικισμοί Κυκλαδιτῶν εἰς Σμύρνην κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν», Μ.Χ., Χ (1963), 164-199.
- [←10]
-
Ο Barkan, “Essai”, πίνακας 5, δείχνει σημαντική αύξηση των χριστιανικών νοικοκυριών στην επαρχία Αναντολού (δυτική Μικρά Ασία) από 8.511 το 1520-30 σε 20.264 το 1570-80. Και πάλι πρέπει να σημειωθεί ότι ίσως αυτή η άνοδος οφείλεται σε ποικιλία παραγόντων και όχι σε μία αιτία.
- [←11]
-
Βλέπε πιο κάτω για πιο λεπτομερή συζήτηση για την προέλευση των χριστιανών Καραμανλήδων.
- [←12]
-
Αν και δεν υπάρχει οριστική καταγραφή των μεταγενέστερων ελληνικών μεταναστεύσεων και εγκαταστάσεων, μπορεί κανείς να συμβουλευτεί επωφελώς τα άρθρα στα ακόλουθα ελληνικά περιοδικά: Ξενοφάνης, Ἀρχεῖον Πόντου, Μικρασιατικὰ Χρονικά, Ποντιακὴ Ἑστία.
- [←13]
-
Η καλύτερη έρευνα για αυτή τη δεύτερη κατηγορία ελληνόφωνων «Βυζαντινών» είναι το αξιοσημείωτο έργο του R. M. Dawkins, Modern Greek in Asia Minor (Καίμπριτζ, 1916). “Modern Greek in Asia Minor”, Journal of Hellenic Studies, XXX (1910), 109-132, 267-291. “Notes on the Study of Modern Greek of Pontus”, Byzantion, VI (1931), 389-400. Η εργασία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, “Ἡ ἐκκλησία Τραπεζοῦντος”, Ἀρχεῖον Πόντου, τομ. IV-V (1936), είναι μνημειώδης. Η ελληνική γλώσσα και η ιστορία του Πόντου έχουν προσελκύσει σημαντική προσοχή. Ο H. Kiepert, “Die Verbreitung der griechischen Sprache im pontischen Kustengebirge”, Zeitschrift der Gesellschaft für Erdkunde, XXV (1890), 317-333. Ξενοφάνης, III (1906), 470-481, απαριθμεί 102 από αυτά τα ελληνόφωνα χωριά. Π. Τριανταφυλλίδης, Ἡ ἐν Πόντῳ ἑλληνικὴ φυλή, ἤτοι τὰ Ποντιακά (Αθῆναι, 1866), δίνει, μεταξύ άλλων σημαντικών στοιχείων, μια ιστορία των ελληνόφωνων πόλεων και χωριὠν και τον κατά προσέγγιση αριθμό των Ελλήνων. Παπαμιχαλόπουλος, Περιήγησις εἰς τὸν Πόντον (Αθῆναι, 1903). Η συλλογική προσπάθεια των F. Cumont, J. Anderson, H. Gregoire, Studia Pontica, τομ. I-III (1903-10), είναι επίσης πολύτιμη. Άλλες φιλολογικές μελέτες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: G. N. Hatzidakis, “Analogien Bildungen im pontischen Dialect”, Indogermanische Forschungen, XXXI (1912-13), 245-250. D. E. Oeconomides, Lautlehre des Pontischen (Λειψία, 1908). Hatzidakis, «Περὶ τῆς Ποντικῆς διαλέκτου καὶ ἰδίᾳ περὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἀναλογικῶν σχηματισμῶν», στο δικό του Φιλολογικαὶ Ἔρευναι (Αθήναι, 1911), 1-35. Α. Α. Παπαδόπουλος, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἔρευναν τῆς ποντικῆς διαλέκτου», Ἀθηνᾶ, XLV (1934), 15 κ.ε. Πιο αναλυτικές μελέτες για πόλεις και χωριά στην περιοχή του Πόντου περιλαμβάνουν: Ν. E. Λαμπαδάριος, «Περὶ Ἀμισοῦ καὶ περὶ τοῦ Πόντου ἐν γένει», Ξενοφάνης, I (1896), 172-190, 218-240, 264-272, ο οποίος συζητά, μεταξύ άλλων, τους λόγους της μακροβιότητας των Ελλήνων στον Πόντο. Ανώνυμος, «Περὶ Σάντας», Ξενοφάνης, V (1908), 363-364. «Περὶ Κοτυώρων (Ὀρδοῦ)», Ξενοφάνης, II (1905), 561-565. «Ἡ Κρώμνα», Ξενοφάνης, V (1908), 341-348. Κ. Σπυράντης, «Περὶ τῆς παρὰ τὴν Τραπεζοῦντα κειμένης κωμοπόλεως Σάντας», Ξενοφάνης, I (1897), 446-453. «Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Περιστερεώτας», Ξενοφάνης, III (1906), 568-569. Για την παρακμή του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού της Κερασούντας ως αποτέλεσμα περιοδικών επιδρομών και καταστροφών, Κ. Παυλίδης, «Ὀλίγα τινὰ περὶ τῆς πόλεως Κερασοῦντος», Ξενοφάνης, IV (1906), 10-28. Η Κερασούς ήταν έδρα Έλληνα μητροπολίτη μέχρι το 1703, οπότε εγκαταλείφθηκε η μητροπολιτική έδρα Κερασούντος και η εκκλησία τέθηκε υπό τον μητροπολίτη Τραπεζούντος. Στις αρχές του 20ού αιώνα, με πληθυσμό 14.000, λέγεται ότι είχε περίπου 1.200 ελληνικές, 1.000 τουρκικές και 300 αρμενικές οικογένειες.
- [←14]
-
Ταυτιζόμενο από τον Ramsay, Geography, σελ. 57, 267, με την Κολώνεια. Dawkins, Greek, σελ. 9-10. Cumont, Pontica, I, 794. Ο Τριανταφυλλίδης, Ποντιακά, σελ. 117-119, απαριθμεί τα χωριά Αναστός, Καμισλί στις περιοχές του Αλή Γιαρά με 35 σπίτια. Στην περιοχή Νικόπολης: Πάλτζανα 50 σπίτια, Καρακεβεζήτ 30, Φέιλερε, Έσολα και Γαλατζούχ 50, (Ισπαχάν-μελεσί 40 και Χαχάβλα 30, ήσαν τα μόνα δύο χωριά που ήσαν τουρκόφωνα, ενώ το Αλισέρ είχε τόσο ελληνόφωνους όσο και τουρκόφωνους χριστιανούς), Καγιάντιπι 8, Εσκί Κιόι και Κέλτζανα 30, Κατωχώρ 35, Λίτζασα και Ασαρτσούκ 130, Κοϊνούκ 45, Αγατζίκ 40, Κέιλικα 70, Χατζή Κιόι 50, Αλούτζε και Αγούντερε 25, Εσκίτζε 30, Σουπάχ 60, Κοκ Κιόι 20. Στην περιοχή Κολώνειας (Κογιουλχισάρ) υπήρχαν 4 χωριά; Μουζελί και Αμελί 30, Χασάνταμι και Χαϊζούλ 40. Στην επόμενη σελίδα, ο Τριανταφυλλίδης παραθέτει τα χωριά σε Χαλδία, Νεοκαισάρεια, Ερζερούμ, Καρς και Παϊπέρτ. Βλέπε επίσης Σ. Ζουμπουλίδης, «Ἡ Ἐπαρχία Κολωνίας», Ξενοφάνης, VII (1910), 273 κ.ε.
- [←15]
-
Dawkins, Greek, σελ. 10-30. Βλέπε I. Σ. Αρχέλαος, Ἡ Σινασσός (Αθῆναι, 1899). I. Σαραντίδης, Σινασσός (Αθῆναι, 1899). A. M. Λεβίδης, Aἱ ἐν μονολίθοις μοναὶ τῆς Καππαδοκίας καὶ Λυκαονίας (Κωνσταντινούπολις, 1899). Β. Α. Μουστακίδης, «Καππαδοκικά», Παρνασσός, XV (1892), 368-379, 445-458, 600-615. Σ. Κρινόπουλος, Τὰ Φερτέκαινα ἀπὸ ἐθνολογικῆς καὶ φιλολογικῆς ἄποψιν ἐξεταζόμενα (Αθῆναι, 1899). Σ. Φαρασόπουλος, Σύλατα, κτλ (Αθῆναι, 1895). Ν. Σ. Ρίζος, Καππαδοκικά, ἤτοι κτλ (Κωνσταντινούπολις, 1865). De Lagarde, Neugriechisches aus Kleinasien, Abh. der kön. Gesell. der Wiss. zu Göttingen, XXXIII (Γκέττινγκεν, 1886). Κύριλλος (πατριάρχης 1813-18 ως Κύριλλος ΣΤ’), Ἱστορικὴ περιγραφὴ τοῦ ἐν Βιένῃ προεκδοθέντος χωρογραφικοῦ πίνακος τῆς μεγάλης ἀρχισατραπίας Ἰκονίου (1815). Σ. Χωλόπουλος, «Ἱστορία Ζήλης ἤ Σύλατας», Ξενοφάνης II (1905), 322 κ.ε. Σ. Βασιλειάδου, «Συλλογή λέξεων λαϊκῶν ἐν Ζήλῃ Ἰκονίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», Ξενοφάνης, I (1896), 190, 285, 382, 430, 479, συνεχιζόμενο από Σ. Χωλόπουλος σε Ξενοφάνης IV (1907), 469-480. Π. Καρολίδης, Γλωσσάριον συγκριτικὸν Ἑλληνοκαππαδοκικῶν λέξεων ἤτοι ἡ ἐν Καππαδοκίᾳ λαλουμένη Ἑλληνικὴ διάλεκτος καὶ τὰ ἐν αὐτῇ σωζόμενα ἴχνη τῆς ἀρχαίας Καππαδοκικῆς γλώσσης (Σμύρνη, 1885). Ν. Λεβίδης, «Περὶ τῶν ὀνομασιῶν κωμῶν, πόλεων καὶ κωμοπόλεων τῆς Καππαδοκίας», Ξενοφάνης, V (1908), 182-188. Ανώνυμος, «Τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τὸ ἐπάγγελμα, ἡ ἐνδυμασία τῶν ἐν ἀποκέντροις Καισαρείας Καππαδοκίας οἰκούντων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», Ξενοφάνης, I (1897), 365-382. Σ. Παντελεημονίδης, «Περὶ τῶν Κελλιβάρων (Κέλβερι)», Ξενοφάνης, I (1904), 511-513. Ι. Μπαλαμπάνης, «Ἡ καμπάνα τοῦ χωρίου μου», Παρνασσός, XI (1888), 316-334, για το Αραβάνιον. Σ. Χωλόπουλος, «Μονογραφικὴ ἱστορία Ζήλης ἤ Σύλατας», Ξενοφάνης, II (1905), 92-96, 205-210, 284-288, 322-327, 342-344. Ο. Μακρόας, «Ἡ Μαλακόπη», Ξενοφάνης, IV (1907), 408-431. Κ. Φελέκης, «Τοπογραφία μεταλλείου Βουλγὰρ τῆς ἐπαρχίας Χαλδίας», Ξενοφάνης, IV (1907), 344-351.
- [←16]
-
Οι εκτιμώμενοι πληθυσμοί αυτών των χωριών συλλέγονται στο Dawkins, Greek, σελ. 10 κ.ε.
- [←17]
-
Στο ίδιο, σελ. 30-35, και πάλι για τον πληθυσμό. Gregoire, “Rapport sur un voyage d’exploration dans le Pont et en Cappadoce”, Bulletin de Correspondance Hellenique, XXXIII (1909), 142 κ.ε. για τη διάλεκτο των Φαράσων. N. Π. Ανδριώτης, Τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν Φαράσων (Αθῆναι, 1948). Β. Φάβης, «Συντακτικαὶ παρατηρήσεις εἰς τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα Φαράσων», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XVIII (1948), 173-191.
- [←18]
-
Dawkins, Greek, σελ. 35-38. Tο «βυζαντινό» γενεαλογικό των ελληνόφωνων των περιοχών Προύσας και Νικομήδειας συζητείται στο Ι. Κ. Χαριτωνίδης, «Περὶ τῆς Λιβισιανῆς διαλέκτου» (Τραπεζούς, 1911). Μ.Ι.Μουσαίος, Βατταρισμοί, ἤτοι λεξιλόγιον τῆς Λειβησιανῆς διαλέκτου (Αθήναι, 1880), γραμμένο από ντόπιο διευθυντή σχολείου με σκοπό τη «διόρθωση» βαρβαρισμών των ντόπιων ελληνικών. I. Κουκουλές, «Τὰ Νέα Μύλασα», Ξενοφάνης, III (1906), 448-459. «Τὰ Μύλασα», Ξενοφάνης, II (1905), 234-240, 456-464. Ανώνυμος (Εἷς Λύκιος), «Περὶ Λυκίας καὶ Λυκίων. Περὶ Μάκρης καὶ Λειβισίου», Ξενοφάνης, I (1904), 86-93.
- [←19]
-
Αυτή η θεωρία προωθήθηκε ήδη από το 1896 από το Ν. E. Λαμπαδάριος, «Ἀμισοῦ», σελ. 236-237.
- [←20]
-
Σ. B. Ζερβουδάκης, «Διανοητικὴ ἀναγέννησις ἐν Καισαρίᾳ τῆς Καππαδοκίας», Ξενοφάνης, I (1904), 74-85, σχετικά με την ίδρυση του γυμνασίου στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Ζεντζίντερε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Επίσης, «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐκπαιδεύσεως ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ», Ξενοφάνης, II (1905), 120-124, 181-187, 211-216, 304-310, 345-351, 421-424, 465-472.
- [←21]
-
Υλικό για τις τουρκοφώνες κοινότητες της Μικράς Ασίας είναι ευρέως διασκορπισμένο σε βιβλιογραφία περιοδικών που δεν είναι εύκολα προσβάσιμη. Η βιβλιογραφία που ακολουθεί δεν προσποιείται πληρότητα, αλλά θα χρησιμεύσει ως οδηγός. Για τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Βιθυνίας, Γ. Παχτίκος, «Ἐντυπώσεις», Ξενοφάνης, III (1905), 134-141, 150-163, 212-225. Για το υψίπεδο της κεντρικής Ανατολίας, I. P., «Ἡ ἐπαρχία Ἀγκύρας», Ξενοφάνης, IV (1907), 157-161. Μ. Μ. Mωυσείδης, «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθυπατικῆς Γαλατίας. Μονογραφία περὶ Ἀγκύρας», Ξενοφάνης, II (1905), 158-172, 241-253, 270-279, 294-304, 369-379, 4Ι4-420, 433-437. Για το Καρς και τον Καύκασο, Ε. Μουρατχανίδης, «Οἱ ἐν Κάρς Ἕλληνες», Ξενοφάνης, V (1908), 364-365.
Οι περιγραφές διαφόρων Ελλήνων της Ανατολίας και Ευρωπαίων περιηγητών μαρτυρούν την επικράτηση της τουρκικής γλώσσας σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων Ορθόδοξων Χριστιανών. A. A. Γαβριηλίδης, «Περὶ τῆς ἐπαρχίας Νεοκαισαρίας ἰδίᾳ δὲ τῆς Θεοδωρουπόλεως (Σαφρανπόλεως) καὶ τοῦ Παρθενίου», Ξενοφάνης, I (1904), οι Ορθόδοξοι χριστιανοί (3.000) της Κασταμώνος, Τόσια (Δοκείας), Γάγγρας (1.000), Tουτ (500), Κάρατα (Κράτειας, Γκέρεντε) (200), Τζάι Τζούνα (250) ἠσαν σε μεγάλο βαθμό τουρκόφωνοι. Π. Παυλίδης, «Ἡ ἐπαρχία Νεοκαισαρείας», Ξενοφάνης, IV (1906), 94-96, 125-136, για κοινότητες τουρκόφωνων Ορθόδοξων στη βόρεια Μικρά Ασία. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, πριν από την ίδρυση των ελληνικών σχολείων στην Ισπάρτα, οι Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί (περίπου 1.000 οικογένειες) μιλούσαν τουρκικά, Γ. Σακκάρης, «Ἡ Σπάρτη τῆς Πισιδίας», Ξενοφάνης, I (1897), 356-362. «Πισιδικά», Ξενοφάνης, V (1908), 348-351. Κ. Ιατρίδης, «Ἤθη καὶ ἔθιμα ἐν Ἀνατολῇ, παιδιαὶ ἐν Βουρδουρίῳ τῆς Πισιδίας», Ξενοφάνης, IV (1906), 68-79, 362-374, 503-510, 433-464. De Planhol, Nomadisme, passim. Οι 1.600 οικογένειες Ορθόδοξων Χριστιανών στο Νέβσεχιρ ήσαν τουρκόφωνες και οι 600 οικογένειες του Ιντζέ Σου είχαν ως μητρική τους γλώσσα την τουρκικἠ, A. Ιωαννίδης, «Ὁδοιπορικαὶ σημειώσεις», Ξενοφάνης, I (1897), 323-324. Υπήρχαν όμως και ελληνόφωνοι και στα δύο μέρη, Ξενοφάνης, ΙΙ (1905), 230-233. Πιθανώς υπήρχαν πολλές περιπτώσεις διγλωσσίας, ιδιαἰτερα μετά την αναβίωση των σχολείων. Οι Ορθόδοξοι κάτοικοι (περίπου 1.000 σε αριθμό) του νησιού Νις στη λίμνη δίπλα στο Εγιρντίρ ήσαν εξ ολοκλήρου τουρκόφωνοι στα τέλη του 19ου αιώνα, F. Sarre, Reise in Kleinasien (Βερολίνο, 1896), σελ. 149-150. Ομοίως τουρκόφωνοι σε μεγάλο βαθμό ήσαν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι των πόλεων Χωναί, Ντενιζλί, Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ), Ζαφράνμπολου, Άμασρα και Καισάρεια, R. Chandler, Travels in Asia Minor and Greece (Οξφόρδη, 1825), I, 277, 299, 311-312. A. D. Mordtmann, Anatolien, επιμ. F. Babinger (Αννόβερο, 1925), σελ. 95, 255, 492. Ο B. A. Μουστακίδης, «Καππαδοκικά», σελ. 455, παρατήρησε ότι ταξιδεύοντας από Νικομήδεια μέσω Άγκυρα προς Καϋσερί, συνήθως συναντούσε κανείς τουρκόφωνους και όχι ελληνόφωνους χριστιανούς. Οι 900 Ορθόδοξες οικογένειες της Κιουτάχειας το 1905 ήσαν τουρκόφωνες, Χ. Συμεωνίδης, «Tὸ Κοτύαιον», Ξενοφάνης, III (1905), 121, 123. Για τους τουρκόφωνους Ορθόδοξους στη Βιθυνία, Γ. Ιωσηφίδης, «Περί τινων πόλεων καὶ κωμῶν τῆς Βιθυνίας», Ξενοφάνης, II (1905), 509-513 (1906), 236-237, IV (1907), 535-544, V (1902), 206-209, VII (1910), 15-19. M. Μωϋσείδης, «Βιθυνιακαὶ σελίδες», Ξενοφάνης, III (1906), 421-422. Για την περιοχή της Φιλαδέλφειας (Αλάσεχιρ), Γ. Ιωσηφίδης, «Περί τινων πόλεων καὶ κωμῶν τῆς ἐπαρχίας Φιλαδελφείας», Ξενοφάνης, III (1906), 424. Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς στην Κιλικία, M. Γεωργιάδης, «Περὶ τῆς Κιλικίας καθόλου καὶ Ἀδάνων», Ξενοφάνης, I (1896), 273-281. «Περὶ τοῦ νομοῦ Ἀδάνων», Ξενοφάνης, IV (1907), 496-499. Βλέπε τις παρατηρήσεις στο Γουλιέλμος Τύρου, III, 19. Μπαρ Εβραίος, I, 280, 449-450. Μιχαήλ Σύριος, III, 319. Ο Αρμένιος Τόρος έσφαξε 10.000 από αυτούς τους Έλληνες. Wilbrandus de Oldenborg, Peregrinatio, επιμ. J. C. M. Laurent στο Peregrinatores medii aevi quatuor (Λειψία, 1873), σελ. 174. Nerses of Lampron, R.H.C., D.A., I, 596. Για την Αττάλεια, «Ἡ πυρκαϊὰ τῆς Ἀτταλείας», Ξενοφάνης, I (1904), 566-567. «Περιγραφὴ τῆς πόλεως Ἀτταλείας», Ξενοφάνης, V (1908), 244-259.
- [←22]
-
Taeschner, “Anadolu”, ΕΙ2.
- [←23]
-
J. Eckmann, “Einige gerundiale Konstruktionen im Karamanischen”, Jean Deny Armağanı (Άγκυρα, 1958), 77. Για περαιτέρω βιβλιογραφία, G. Jaeschke, “Die Türkisch-Orthodoxe Kirche”, Der Islam, XXXIX (1964), 95-129.
- [←24]
-
Jaeschke, “Kirche”, σελ. 96-98. Ο Hamdullah Subhi ισχυρίζεται ότι έμαθε πολλές τέτοιες παλιές τουρκικές λέξεις από τις τουρκόφωνες Ορθόδοξες γυναίκες της Αττάλειας το 1923. Ο Cami Baykurt, που πρότεινε για πρώτη φορά την τουρκική καταγωγή των Καραμανλήδων, Osmanlı ülkesinde Hıristiyan Türkler, 2η εκδ. (Ισταμπούλ, 1932), ήταν διοργανωτής του Τουρκικού Συνδέσμου για την υπεράσπιση της Σμύρνης ενάντια στις ελληνικές διεκδικήσεις.
- [←25]
-
Σ. Λάμπρος, «Ὑπόμνημα περὶ τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ ἐκκλησιῶν κατὰ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα», Ν.Ε., VII (1910), 366:
«Πρέπει να σημειωθεί, ότι σε πολλά μέρη της Τουρκίας υπάρχουν κληρικοί, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι, που φορούν ρούχα απίστων και έχουν τη δική τους γλώσσα και δεν μπορούν καθόλου να μιλήσουν στα ελληνικά, ούτε να ψάλουν στη λειτουργία το ευαγγέλιο και τις επιστολές. Επίσης πολλοί άνθρωποι κάνουν προσευχές στην τουρκική γλώσσα»
(Notandum est, quod in multis partibus Turcie reperiuntur clerici, episcopi et arciepiscopi, qui portant vestimenta infidelium et locuntur linguam ipsorum et nihil aliud sciunt in grece proferre nisi missam cantare et evangelium et epistolas. Alias autem orationes multi dicunt in linguam Turcorum).
Για τη λειτουργία μεταξύ των Καραμανλήδων, βλέπε τώρα το ενδιαφέρον άρθρο του R. Clogg, “The Publication and Distribution of Karamanli Texts by the British and Foreign Bible Society before 1850”, The Journal of Ecclesiastical History, XIX (1968), 57-81.
- [←26]
-
Σ. Α. Χουδαβερδόγλου-Θεοδότου, «Ἡ τουρκόφωνος ἑλληνικὴ φιλολογία 1453-1924», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, VII (1930), 299-300. Μεταξύ των εκδοχών του κειμένου, είναι εκείνη που δημοσιεύτηκε στην P.G., CLX, 333-352. Κατά μία έννοια, αυτή δεν ανήκει στο μεταγενέστερο φαινόμενο της λογοτεχνίας των Καραμανλήδων.
- [←27]
-
Babinger, Mahomet II le conquerant et son temps 1432-1481 (Παρίσι, 1954), σελ. 401.
- [←28]
-
Hans Dernschwam, Tagebuch einer Reise nach Konstantinopel und Kleinasien (1553/55), επιμ. F. Babinger (Μόναχο-Λειψία, 1923), σελ. 52:
«Σε μικρή απόσταση από το μακρινό κάστρο, το λεγόμενο Γεντίκουλε, σε έρημη περιοχή της πόλης, υπάρχει χριστιανικός λαός, τους οποίους ονομάζουν Καραμάνος, από τη γη της Καραμανίας, που βρίσκεται στην Περσία, είναι χριστιανοί και έχουν την πίστη των Ελλήνων. Κάνουν τη λειτουργία στα ελληνικά, αν και δεν καταλαβαίνουν την ελληνική γλώσσα. Μιλούν τουρκικά. Δεν ξέρω αν χρησιμοποιούσαν την τουρκική γλώσσα και παλαιότερα. Ο σουλτάνος Σελήμ, ο πατέρας του σημερινού Τούρκου αυτοκράτορα, πρέπει να έφερε αυτούς τους ανθρώπους στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από τον πόλεμο που έκανε σε εκείνες τις περιοχές. Φαίνεται ότι είναι δυναμικός και πολυάριθμος πληθυσμός. Οι γυναίκες φορούν μακριά, μυτερά, λευκά και χρωματιστά καπέλα, όπως η σκούφια του πάπα, και σκεπάζονται με λεπτό, διαφανές πανί μέχρι το στήθος, όταν βγαίνουν»
(Nicht weit von abstander burg, so Giedicula genant, an einem oeden orth der stadt, wont ein cristen volkh, nent man Caramanos, aus dem landt Caramania, an Persia gelegen, seind cristen, haben den krichischen glauben. Und ire mes haltten sy auff krikisch und vorstehen doch nicht krikisch. Ir sprach ist turkisch. Nit weiss ich, ab sy anfenglisch turkische sprach gehapt haben. Des jeczigen turkischen kaysers vatter Slinua sol dis volkh her gen Constantinapol gefurt haben, als er die selbigen lender bekriegt. Scheint ein gros stark volkh sein. Die Weyber haben lange, spiczige, weysse und auch von farben huthe auff, also ungerarlich gestaltt wie ein bapstkron. Und wan sy ausgehen, so decken sy ein dunn durchsichtigs thuch daruber bis uber die bruste).
- [←29]
-
Evliya Chelebi, Seyahatnamesi, Anadolu, Suriye, Hicaz (1671-1673) (Ισταμπούλ, 1935), IX, 288.
- [←30]
-
Γ. Σακκαρής, «Ἡ Σπάρτη τῆς Πισιδίας», Ξενοφάνης, I (1897), 362. Ο Σ. Β. Ζερβουδάκης, «Διανοητική ἀναγέννησις ἐν Καισαρίᾳ τῆς Καππαδοκίας», Ξενοφάνης, I (1904), 74-85, περιγράφει την ίδρυση και λειτουργία του γυμνασίου στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Ζεντζίντερε της Καππαδοκίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Βλέπε επίσης τις γενικές παρατηρήσεις του Dawkins, Greek, passim.
- [←31]
-
Για τις συγκεχυμένες λεπτομέρειες και τα κίνητρα, Jaeschke, “Kirche”, σελ. 95-129. H. J. Psomaides, “The Ecumenical Patriarchate under the Turkish Republic: The First Ten Years”, Balkan Studies, II, (1961), 50 κ.ε. The Eastern Question: The Last Phrase, a Study in Greek-Turkish Diplomacy (Θεσσαλονίκη, 1968), σελ. 91-92 και passim. T. Ergene, Istiklal harbinde Turk Ortodokslan (Ισταμπούλ, 1951), είναι, σύμφωνα με τον Ψωμιάδη, το έργο του ίδιου του Παπά Εφτίμ.
- [←32]
-
Για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα τους βλέπε τα ακόλουθα έργα: Ο Jaeschke, “Kirche”, σελ. 99-101 παρέχει ένα σύντομο αλλά περιεκτικό διάγραμμα αυτής της λογοτεχνίας με χρήσιμη βιβλιογραφία. Χουδαβερδόγλου-Θεοδότου, «Τουρκόφωνος», σελ. 306-307. Το S. Salaville και E. Dalleggio, Karamanlidika 1584-1830, τομ. I (Αθήναι, 1958), είναι ο πρώτος τόμος ενός περιεκτικού περιγραφικού καταλόγου έντυπης καραμανλήδικης λογοτεχνίας. Βλέπε την κριτική του Eyice, Belleten, XXVI (1962), 369-374. F. Halkin, “Accolouthies greco-turques a l’usage des grecs turcophones d’Asie Mineure”, στο Memorial Louis Petit (Βουκουρέστι, 1948), σελ. 194-202. E. Φωτιαδης, «Τουρκόφωνα ἑλληνικὰ βιβλία», Ἑλληνικά, IV (1931), 493-495. Το G. Arbanitakes, Les reliques d’un monde disparu (Αθήναι, 1930), είναι ένας κατάλογος καραμανλήδικων χειρογράφων που μπορείτε να βρείτε στην Αθήνα. Eckmann, “Die karamanische Literatur”, στο Philologiae Turcicae Fundamenta (Βισμπάντεν, 1964), II, 819-834. Huart, “Notice sur trois ouvrages en turc d’Anqara imprimés en caractères grecs”, J.Α., 9η σειρά, XVI (1900), 459-477. G. Hazai, “Über den osmanisch-türkischen Abschnitt des dreisprachigen Sprachführers von Saloniki”, Ural-altaische Jahrbücher, XXXIII (1961), 66-72.
- [←33]
-
Τα επιχειρήματα του Cami επαναλήφθηκαν σε σειρά άρθρων του Izzet Ulvi, τα οποία εμφανίστηκαν στο περιοδικό Hakimiyet-i MiΙΙiye, με τον τίτλο “Anadolu’da Hiristiyan Türkler”. Για μεταφρασμένα αποσπάσματα, Jaeschke, “Kriche”, σελ. 110-111.
- [←34]
-
Jaschke, “Kirche”, σελ. 96, σημ. 93.
- [←35]
-
Στο ίδιο, σελ. 110-111, ο Izzet Ulvi έδωσε μια εναλλακτική εξήγηση. Αυτοί οι Καραμανλήδες ήσαν απόγονοι των αυτοχθόνων «Τουρανών» κατοίκων της Ανατολίας, που είχαν ζήσει στη χερσόνησο τουλάχιστον 4.000 χρόνια πιο πριν. Κάτω από τη βυζαντινή εξουσία, λέει, υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό αλλά διατήρησαν τη γλώσσα τους. Ο Cami Baykurt ανέπτυξε την άποψή του εκτεταμένα στο Osmanlı ülkesinde Ηıristiyan Τürkler, 2η εκδ. (Ισταμπούλ, 1932).
- [←36]
-
Evliya Chelebi, IX, 288: …ve dördü Urum keferesi mahallesidir Amma keferesi asla urumca bilmezler Batıl Türk lisanı üzre kelimat iderler.
- [←37]
-
Στο ίδιο, σελ. 297: Amma kadim eyyamdan beru Urum keferesi bir mahalledir Cümle üç yüz haracdır Amma asla Urum lisanı bilmiyüb batıl Türk lisanı bilürler.
- [←38]
-
Έχουμε επιβεβαίωση της ελληνικής καταγωγής αυτών των Καραμανλήδων από Έλληνα περιηγητή στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο Ιάκωβος Μηλοΐτης από το νησί της Πάτμου των Δωδεκανήσων, συνέταξε το 1588 μια περιγραφή των ταξιδιών του σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, και έτσι μας άφησε μερικές πολύτιμες σημειώσεις για τη νότια και δυτική Ανατολία. Αναφέρει συγκεκριμένα τρεις τουρκόφωνες χριστιανικές κοινότητες, στην Ισπάρτα, την Αττάλεια και την Κούλα. Σ. Παπαγεωργίου, «Ὁδοιπορικὸν Ἰακώβου Μηλοΐτη», Παρνασσός (1882), 35:
Καὶ εἰς τὴν χώρα τὴν Ἀτάλια ἔστι πολλοὶ χριστιανοὶ Ἕλληνες, ἀλλὰ οὐ γινώσκουσι γλῶσσα ἑλλινικήν· μόνον τούρκικη γλώσσα· καὶ ὑπάρχουσι καλοὶ χριστιανοὶ καὶ γραμματισμένοι, γράμματα ἑλληνικά, τυπογραφία ἐκ τῆς Βενετήας. Καὶ ἐκ τῆς Ἀτάλιας ἔσω τῆς στερεᾶς δύο καὶ ἥμισυ ἡμέρας εἰς χῶρα ὀνομάζεται Σπαρτά· καὶ εἰς τὰ Σπαρτὰ πολλοὶ χριστιανοὶ Ἕλληνες· οὐ γινώσκουσι γλῶσσα ἑλληνική.
Η Ισπάρτα είχε ακόμη πολλούς χριστιανούς όταν την επισκέφτηκε ο Lucas στις αρχές του 18ου αιώνα. Voyage du Sieur Paul Lucas, fait par ordre du roi dans la Grece, l’Asie Mineure, la Macedoine el I’Afrique (Άμστερνταμ, 1714), I, 247-248 (εφεξής αναφερόμενο ως Lucas, 1714). σελ. 636:
… είς Κοῦλα. Πολλοὶ χριστιανοὶ Ἕλληνες· οὒ γινώσκουν γλῶσσα ἑλληνική· πάντες τεχνίτες, ποιοῦσι ταπέδικα.
Ο Μηλοΐτης, όπως ο Εβλίγια, θεωρούσε αυτούς τους χριστιανούς ελληνικής καταγωγής, γιατί τους αναφέρει όχι μόνο ως χριστιανούς αλλά και ως Έλληνες (η χρήση της λέξης Έλληνες είναι πολύ ενδιαφέρουσα). Έτσι η μαρτυρία της ελληνικής και της τουρκικής πηγής επιβεβαιώνουν η μία την άλλη και θεωρούν και οι δύο αυτούς τους τουρκόφωνους χριστιανούς ως Έλληνες (Ρουμ, Έλληνες). Από τον 17ο αιώνα δεν υπήρχαν Εβραίοι ή Αρμένιοι στη Μούγλα, μόνο Τούρκοι και Έλληνες. Evliya Chelebi, IX, 202.
- [←39]
-
Ο συνάδελφός μου καθηγητής Janos Eckmann με πληροφόρησε ευγενικά ότι ακόμη και σήμερα τα τουρκικά των Καραμανλήδων διαφέρουν από εκείνα του συνηθισμένου Τούρκου ομιλητή. Για ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά, Eckmann, “Einige gerundiale konstruktionen im karamanischen”, Jean Deny Armağanı (Άγκυρα, 1958), σελ. 77-83. “Anadolu Karamanlı Ağızlarına Ait Araştırmalar I. Phonetica”. Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi, VIII (Άγκυρα, 1950), 165-200. J. Deny, “Le gerondif en-(y)işin, d’après les écrits du moine Ioanni Hierotheos en turc des Grecs-orthodoxes turcophones d’Anatolie”, K.C.A., III (1941), 119-128.
- [←40]
-
Αυτό επαναλαμβάνεται στην άχρηστη μελέτη του L. Vrooman, “The Pre-Ottoman Conquest of Asia Minor”, Muslim World, XXI (1941), 249-256. Ο Yinanc, Fethi, passim, κάνει παρόμοιες δηλώσεις, όλες βασισμένες σε εσφαλμένες και παρεξηγημένες πηγές, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από άλλα δευτερεύοντα έργα.
- [←41]
-
Bλέπε κεφάλαιο 6.
- [←42]
-
Ibn Bibi-Duda, σελ. 313, 345.
- [←43]
-
Dawkins, Greek, σελ. 11. Ρίζος, Καππαδοκικά (Κωνσταντινούπολις, 1856). Αρχέλαος, Σινασσός, σελ. 126. Καρολίδης, Γλωσσάριον, σελ. 37. Μουστακίδης, Καππαδοκικά, σελ. 455-456.
- [←44]
-
Βαλαβάνης, Μικρασιατικά (Αθήναι, 1891), σελ. 134-139.
- [←45]
-
Dawkins, Greek, σελ. 38. K. Buresch στο Wochenschrift für Philologie, IX (1892), 1387.
- [←46]
-
Σακκάρης, «Ἡ Σπάρτη τῆς Πισιδίας», Ξενοφάνης, I (1897), 362.
- [←47]
-
Τριανταφυλλίδης, Ποντιακά, σελ. 142-143. Dawkins, “Notes on the Study of the Modern Greek of Pontus”, Byzantion, VI (1931), 396.
- [←48]
-
Dawkins, Greek, σελ. 13-18. Μουστακίδης, Καππαδοκικά, σελ. 455-457.
- [←49]
-
Dawkins, Greek, σελ. 17-18.
- [←50]
-
Στο ίδιο, σελ. 30-34.
- [←51]
-
Στο ίδιο, σελ. 36. C. Niebuhr, Reisebeschreibung (1837), III, 126 κ.ε.
- [←52]
-
Γ. Πασχαλίδης, «Ἀνακοίνωσις περὶ πόλεών τινων τῆς Βιθυνίας», Ξενοφάνης, I (1896), 284.
- [←53]
-
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων δίνει μια παράλληλη περιγραφή της νίκης των ελληνικών έναντι των γλωσσών της Ανατολίας, βλέπε κεφάλαιο 1.
- [←54]
-
Ίσως το πρώτο παράδειγμα είναι αυτό στο Νικήτας Χωνιάτης, 50, στο οποίο οι Έλληνες χριστιανοί των νησιών στις λίμνες άρχισαν να συνδέονται στενά με τους γειτονικούς Τούρκους: ᾢκουν μέν οὖν ταύτας τηνικάδε καιροῦ Χριστιανῶν ἐσμοί, οἵ καὶ διὰ λέμβων καὶ ἀκατίων τοῖς Ἰκονιεῦσι Τούρκοις ἐπιμιγνύμενοι οὐ μόνον τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλίαν ἐντεῦθεν ἐκράτυναν ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν ἐν πλείοσι προσεσχήκασιν. ἀμέλει καὶ ὡς ὁμοροῦσι αὐτοῖς προστιθέμενοι Ῥωμαίους ὡς ἐχθροὺς ὑπεβλέποντο· οὕτω χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος γένους καὶ θρησκείας ἐστὶν ἰσχυρότερον.
- [←55]
-
Von Harff, von Groote, σελ. 201, και σημ. 793, κεφάλαιο 3 πιο πάνω.
- [←56]
-
G. N. Sola, “Spigolature di Codici Greci Siciliani”, Archivio Storico per la Sicilia orientali, XXV (1929), 408-412. G. Schirò, «Ή βυζαντινή λογοτεχνία τής Σικελίας καί τής κάτω Ιταλίας», Ἑλληνικά, XVII (1962), 182. Για την κατάσταση των ελληνικών κοινοτήτων τον 14ο αιώνα, J. Gay, “Notes sur la conservation du rite grec dans la Calabre et dans la terre d’Otrante au XIVe siècle; listes de monasteres basiliens (d’apres les archives du Vatican)”, Byzantinische Zeitschrift, IV (1895), 59-66. G. Rohlfs, Neue Beiträge zur Kenntnis der unteritalienischen Graezität, Bay. Akad. d. Hiss. Phil.-Hist. Kl. Sitz. (1962). G. Morosi. “L’elemento Greco nei dialetti dell’ Italia meridionale”, Archivio Glottologico Italiano, XII, (1890-92), 76-96. A. GuΙΙΙou, “La Lucanie byzantine”, Byzantion, XXXV (1965), 119-149. “Inchiesta sulla popolazione greca della Sicilia e della Calabria nel Medio Evo”, Rivista Storica Italiana, LXXV (1963), 53-68. M.-H. Laurent and J. GuΙΙΙou, Le ‘Liber Visitationis’ d’Athanase Chalkeopoulos (1457-1458) (Βατικανό, 1960).
- [←57]
-
Ρ. Hitti, History of the Arabs (Νέα Υόρκη, 1951), σελ. 515, 530, 545, 551. E. Levi-Provencal and L. P. Harvey, “Aljamia”, EI2. G. Levi Della Vida, “I Mozarabi tra Occidente e Islam”, L’Occidente e l’lslam nell’alto medioevo (Σπολέτο, 1965), II, 667-695, με καλή βιβλιογραφία. Levi-Provencal, Histoire de l’Espagne musulmane, (Παρίσι, 1950-53), I, 233, III, 214-226, 233-240. F. J. Simonet, Historia de los Mozarabes de Espana (Μαδρίτη, 1897-1903). A. G. Palencia, Los Mozarabes de Toledo en los siglos XII y XIII (Μαδρίτη, 1926-30). I. de la Cagigas, Los Mozarabes (Μαδρίτη, 1947-48). H. Peres, “Les elements ethniques de l’Espagne musulmane et la langue arabe, au V-XI siècle”, στο Études d’Orientalisme dédiées à la mémoire de Lévi-Provençal (Παρίσι, 1962), II, 717-731, ιδιαίτερα 725 για τον εξισλαμισμό και εξαραβισμὀ των χριστιανών.
- [←58]
-
Έλληνες της Ανατολίας με τουρκικά ονόματα εμφανίζονται ήδη από τον 13ο αιώνα. Ο Thierry, Nouvelles Eglises, σελ. 202-206, δημοσίευσε αφιερωτικές επιγραφές από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όχι πολύ μακριά από το Γκελβέρι, που περιλάμβανε το όνομα Γεώργιος Γιαγκ(ούπης). Τουρκικά ονόματα, τίτλοι και διπλά ελληνοτουρκικά ονόματα χρησιμοποιούνταν στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντος. Τα δύο αδέλφια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου είχαν ελληνικά και τουρκικά ονόματα, ενώ υπήρχε ακόμη και μερικός εκτουρκισμός των αυλικών τίτλων. Πανάρετος-Λαμψίδης, σελ. 64-66, 72, 75-76. Έλληνες Χριστιανοί με τουρκικά ή τουρκο-ελληνικά ονόματα εμφανίζονται επίσης στα έγγραφα της Μονής Βαζελώνος, T. Uspenski and V. Benesevie, Vazelonskie Akty (Λένινγκραντ, 1927), σελ. 10, 17. Η διάδοση των τουρκικών ονομάτων μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών τόσο της Ανατολίας όσο και των Βαλκανίων ήταν εκτεταμένη. Βλέπε το ακόλουθο για αναφορές σε αυτούς σε τουρκικά έγγραφα: M. Koman, “Anadolu Hıristiyanlarında Islam ve Türk Adları”, Konya, III, 180-183; Konyali, Aksehir, σελ. 540 κ.ε.
- [←59]
-
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, III, 555, αναφέρει ότι ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη του 14ου αιώνα, οι Έλληνες νέοι υιοθετούσαν «περσική» και λατινική ενδυμασία. Η υιοθέτηση μουσουλμανικών ενδυμάτων, εθίμων και τίτλων (καθώς και εκείνων των Λατίνων) ήταν προφανώς ισχυρή μεταξύ των Αρμενίων της ανατολικής Ανατολίας και της Κιλικίας τον 12ο αιώνα, Nerses of Lampron, R.H.C., D.A., I, 597 κ.ε. De Clavijo-Le Strange, σελ. 115, για τουρκική επιρροή στο ιππικό και τα όπλα της Τραπεζούντας. Για την υιοθέτηση διαγωνισμών τοξοβολίας τουρκικού στυλ στην Κωνσταντινούπολη βλέπε τον περιηγητή, Brocquière-Schefer, σελ. 158.
- [←60]
-
Μπαρ Εβραίος, I, 306. Μανουήλ Παλαιολόγος, P.G., CLVI, 121-122. A. J. Arberry, Discourses of Rumi (Λονδίνο, 1961), σελ. 108-109. Danishmendname-Melikoff, I, 212, 315, II, 26, 129.
- [←61]
-
Άννα Κομνηνή, II, 111-112. III, 205. Gesta Francorum, σελ. 101, 107. Οι προσήλυτοι Έλληνες σε μέρη του Πόντου συνέχιζαν να μιλούν ελληνικά, όπως και οι προσήλυτοι της Κρήτης.
- [←62]
-
Βλέπε κεφάλαιο 3, σημ. 536-538. Για την εκεί βιβλιογραφία μπορεί κανείς να συμβουλευτεί περαιτέρω τα εξής: Λάμπρος, «Ἑλληνικά δημόσια γράμματα τοῦ Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β’», Ν.Ε., V (1908), 155-189. «Ὄρκος τῶν Μουσουλμάνων πρὸς Χριστιανούς», Ν.Ε., XV (1921), 363-366. Α. Bombaci, “II liber graecus, un cartolario veneziano comprendente inediti documenti ottomani in greco (1481-1504)”, Westöstliche Abhandlungen (Βισμπάντεν, 1954), σελ. 301-302. Ιωάννης Καντακουζηνός, P.G., CLIV: βαρβάρους ὄντας, καὶ τῆς τῶν Ἑλλήνων σοφίας, οὐ μὴν γὰρ γλώττης ἀμοίρους σχεδόν …
- [←63]
-
Bees, Die inschriftenaufzeichnung des kodex sinaiticus graecus 508 (976) und die Maria-Spiläotissa-klosterkirche bei Sille (Lykaonien), mit exkursen zur geschichte der Seldschukiden-Türken (Βερολίνο, 1922), passim. Thierry, Eglises nouvelles, passim. De Jerphanion, Cappadoce, passim. Για καραμανλήδικες επιγραφές το πρόσφατο άρθρο της Ε. Χατζιδάκι είναι πολύ ενδιαφέρον, «Χριστιανικὲς ἐπιγραφὲς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Πόντου», Μ.Χ., VIII (1959), 1-48.
- [←64]
-
Για το φαινόμενο των ελληνικών στίχων, γραμμένων με αραβική γραφή, G. Meyer, “Die griechischen Verse im Rababnama”, Byzantinische Zeitschrift, IV (1895), 401-411. “Divan-i Sultan Veled’den”, Konya, VI, 376-378. P. Burguiere και R. Mantran, “Quelques vers grecs du XIIIe siècle en caractères arabes”, Byzantion, XXII (1952), 63-80.
- [←65]
-
Αυτό το ζήτημα θα εξεταστεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια σε σχέση με τα τουρκικά πολιτιστικά δάνεια από τους Έλληνες χριστιανούς στην Ανατολία. Η πιο σημαντική συνεισφορά είναι αυτή του A. Tietze, “Griechische Lehnwörter im anatolischen Türkisch”, Oriens, VIII (1955), 204-257 (εφεξής αναφερόμενο ως Tietze, Anat. Türkisch.). Σε αυτή τη μελέτη, ο Tietze ήταν ο πρώτος που απομόνωσε τις λέξεις-δάνεια στις προφορικές διαλέκτους της Ανατολίας (σε αντίθεση με τις λέξεις-δάνεια στη λόγια γλώσσα). Βάσισε τη μελέτη του στο λεξικογραφικό υλικό που συλλέχθηκε στην Ανατολία από τη Γλωσσολογική Εταιρεία από την προφορική γλώσσα, το οποίο προφανώς απέκλειε αναγνωρίσιμες ελληνικές λέξεις. Ως εκ τούτου, η μελέτη του Tietze αντιπροσωπεύει εκείνες τις λέξεις που είχαν απορροφηθεί και εκτουρκιστεί στην εμφάνιση. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη μελέτη της βυζαντινής πολιτιστικής επιρροής στην τουρκική Ανατολία. Οι 303 λέξεις που συνέλεξε εδώ ο Tietze αποκλείουν, ωστόσο, λέξεις-δάνεια που υπήρχαν επίσης στη λόγια γλώσσα, καθώς και ορισμένες άλλες κατηγορίες. Για τους ναυτικούς όρους που δανείστηκαν οι Τούρκοι από τα ελληνικά, H. and R. Kahane and A. Tietze, The Lingua Franca in the Levant (Ούρμπανα, 1958) (εφεξής αναφερόμενο ως Kahane and Tietze, Lingua Franca). Άλλα έργα περιλαμβάνουν το Tietze, “Griechische Lehnwörter im anatolischen Türkisch”, Actes du Xe Congrès International d’Études Byzantines (Ισταμπούλ, 1957), σελ. 295-296 (εφεξής αναφερόμενο ως Tietze, “Griech. Lehnworter”), από τις 32.000 λέξεις στο Τουρκικό Διαλεκτικό Λεξικό, ο Tietze βρήκε περίπου 1.000 που είχαν περάσει στα τουρκικά μέσω ελληνικών. Επίσης το δικό του “Einige weitere greichische Lehnworter”, Nemeth Armagni (Άγκυρα, 1962), σελ. 373-388 (εφεξής αναφερόμενο ως “Einige weitere”). E. Μπόγκας, «Τὰ εἰς τὴν τουρκικήν, περσικὴν καὶ ἀραβικὴν δάνεια τῆς Ἑλληνικῆς», Ἀθηνᾶ, LV (1950, 67-113. Ν. Ανδριώτης, «Οἱ ἀμοιβαῖες γλωσσικὲς ἐπιδράσεις Ἑλλήνων καὶ Τούρκων», Μορφές IV (1950), 55 κ.ε. Α. Α. Παπαδόπουλος, «Τὰ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς δάνεια τῆς Τουρκικῆς», Ἀθηνᾶ, XLIV (1933), 3-27. Meyer, Türkische Studien, I. Die griechischen und romanischen Bestandtheile im Wortschatzedes Osmanische-Turkiscken, Sitz. derkon. Akad. der Wiss., Phil.-Hist. CI., CXXVIII (Βιέννη, 1893) (εφεξής αναφερόμενο ως Meyer, Türk. Studien).
- [←66]
-
Von Grunebaum, “Die islamische Stadt”, Saeculum, VI (1955), 138-139. Γενικά, Vryonis, “Byzantium and Islam, Seventh-Seventeenth Century”, East European Quarterly, II (1968), 205-240.
- [←67]
-
Von Grunebaum, “Stadt”, σελ. 139, 144. G. Marais, “Considerations sur les villes musulmanes et notamment sur le role du Mohtasib”, Recueils de la Societe Jean Bodin, VI1 (1954), 260-261.
- [←68]
-
Vryonis, “Byzantine Circus Factions and Islamic Futuwwa Organizations (Neaniai, Fityan, Ahdath)”, Byzantinische Zeitschrift, LVIII (1965), 46-59.
- [←69]
-
A. Grohmann, Einführung und Chrestomathie zur arabischen Papyruskunde (Πράγα, 1954). “Griechische und Iateinische Verwaltungstermini im arabischen Aegypten”, Chronique d’Egypt, αριθ. 13-14 (1932), σελ. 275-284.
- [←70]
-
Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, D.O.P., XII (1958), 223-233.
- [←71]
-
J. Walker, A Catalogue of the Arab-Byzantine and Post-Reform Umaiyad Coins (Λονδίνο, 1956). G. Miles, “A Byzantine Bronze Weight in the Name of Bisr b. Marwan”, Arabica, IX (1962), 113-118. A Byzantine Weight Validated by al-Walid (Νέα Υόρκη, 1939).
- [←72]
-
Köprülü, “Vakif muessesesinin hukuki mahiyeti ve tarihi tekamulu”, V.D., II (1942), 1-36.
- [←73]
-
Abel, “Polémiqué damascenienne”, σελ. 61-85.
- [←74]
-
Κατά τον Dozy, Dictionnaire detaΙΙΙe des noms des vetements chez les Arabes (Άμστερνταμ, 1845), σελ. 327 κ.ε., ο «φερετζέ» προέρχεται από τη «φορεσιά». Βλέπε επίσης Προκόπιος, Υπέρ πολέμων, II, 8. 35, για το πέπλο των γυναικών στην Αντιόχεια του 6ου αιώνα. Για τη συνέχεια της κουζίνας, Κουκουλές, Βίος, V, 1-205.
- [←75]
-
F. Rosenthal, Das Fortleben der Antike im Islam (Ζυρίχη, 1965). Von Grunebaum, “Parallelism, Convergence, and Influence in the Relations of Arab and Byzantine Philosophy, Literature, and Piety”, D.O.P., XVIII (1964), 91-111. “Islam and Hellenism”, στο Islam. Essays in the Nature and Growth of a Cultural Tradition (Μενάσα, 1955), 159-167. “Greek Form Elements in the Arabian Nights”, Journal of the American Oriental Society, LXII (1942), 286-292. M. Meyerhoff, Von Alexandrien nach Baghdad, Sitz. der Preus. Akad. der Wiss., Phil.-hist. Kl. (1930).
- [←76]
-
Aksaray-Gençosman, σελ. 154. Αυτή η διαδικασία αντικατοπτρίζεται σαφώς στον επαναπατρισμό (Rückwanderung) ορισμένων ελληνικών και λατινικών όρων στα περσικά και αραβικά, μετά στα τουρκικά και τελικά πίσω στα ελληνικά. Meyer, Türk. Studien, passim. A. Maidhoff, “Rückwanderer aus den islamitischen Sprachen im Neugriechischen (Smyrna und Umgebung)”, Glotta. Zeitschrift für griechische und lateinische Sprache X, (1920), 1-21.
- [←77]
-
O Köprülü έπαιρνε ουσιαστικά αρνητική θέση για το ζήτημα των βυζαντινών επιρροών: “Bizans müesseselerinin Osmanlı müesseselerine teʼsiri hakkında bāzı mülāhazalar”, Türk Hukuk ve iktisat Tarihi Mecmuası, I (1931), 165-313 (εφεξής αναφερόμενο ως Köprülü, “Bizans”). Alcune osservazioni intorno all’influenza delle istituzioni bizantine sulle istituzioni ottomane (Ρὠμη, 1953). “Les institutions byzantines ont-elles joué un role dans la formation des institutions ottomanes ?”, Resumes des communications presentees au Congres de Varsovie, 1933 (Βαρσοβία, 1933), Ι, 297-302. Για σχολιασμό αυτής της άποψης, Taeschner, “Eine neue Türkische Publikation zur Wirtschaftsgeschichte”, Orientalistische Literaturzeitung, XXXVI (1933), 485-486. Επίσης Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 101-107. Babinger, “Byzantinisch-osmanische Grenz-studien”, Byzantinische Zeitschrift, XXX (1929-30), 414-415. Η εργασία του Uzunarsili, Osmanli devleti teskilatma medhal (Ισταμπούλ, 1941), είναι ιδιαίτερα χρήσιμο έργο για τα παραδοσιακά ισλαμικά στοιχεία των Οθωμανικών θεσμών. Η μελέτη μου, “The Byzantine Legacy and Ottoman Forms”, θα εμφανιστεί σύντομα στο D.O.P., XXIII.
- [←78]
-
Taeschner, “Publikation”, σελ. 486-487.
- [←79]
-
Για Έλληνες, Αρμένιους και Γεωργιανούς ευγενείς που πέρασαν στην πλευρά των Τούρκων: Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 195, 199, 205-206, 209-210; Danishmendname-Melikoff, I, 126, 128-129. Brosset, Georgie, I, 331. Μπαρ Εβραίος, I, 130, 265. Μιχαήλ Σύριος III, 247. Νικήτας Χωνιάτης, 48-49, 72, 245-246. Κίνναμος, 56. Ibn Bibi-Duda σελ. 38-41, 117-120, 330-331. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 31, 32, 46-48, 67-69. Ashikpashazade-Ali, σελ. 11-12, 23-24, 43-44.
Για την Οθωμανική περίοδο: Μ. T. Gökbilgin, XV-XVI. asirlarda Edirne ve Paşa Livâsi : vakiflar-mülkler-mukataalar (Ισταμπούλ, 1952), σελ. 89, 93, 106-107, 151-152. R. Anhegger και H. Inalcik, Ḳānūnnāme-i Sulṭānī ber Mūceb-i ʿÖrf-i ʿOsmānī. II. Mehmed ve II. Bayezid Devirlerine Ait Yasakname ve Kanunnameler (Άγκυρα, 1956), σελ. 73-74. Babinger, “Beiträge zur Geschichte des Malqoc-oglu’s”, σελ. 355-369, και “Eine Verfügung des Paläologen Chass Murad-Pasa”, σελ. 344-354, ανατυπ. και τα δύο στο Aufsätze und Abhandlungen zur Geschichte Südosteuropas und der Levante, τομ. I (Μόναχο, 1962).
Βλέπε επίσης το κεφάλαιο 3 πιο πάνω για περισσότερες λεπτομέρειες. Έτσι, ένας αριθμός τίτλων ενσωματώθηκε στα τουρκικά: effendi, despina, patrik, kira, archon, knez, voyvod, tekfur κ.λπ.
- [←80]
-
Για περισσότερες λεπτομέρειες και πηγές σχετικά με εκείνα που ακολουθούν βλέπε κεφάλαιο 3.
- [←81]
-
Vryonis, “Byzantine Legacy”, D.O.P., XXIII. Το κεφάλαιο του Bartholomaeus Georgieuiz-Goughe με τίτλο “Of the Unmerciful Tribute Exacted at the Christian Handes”. Βακαλόπουλος, Ἱστορία, I, 163-164. Uzunçarşılı, Osmanlı Devleti Teşkilatında Kapukulu Ocakları (Άγκυρα, 1943), I, 19. L. Hadrovics, Le peuple serbe et son eglise sous la domination turque (Παρίσι, 1947), σελ. 48-50.
- [←82]
-
Παχυμέρης, I, 131-132.
- [←83]
-
Νικήτας Χωνιάτης, 608-609. Ατταλειάτης, 277.
- [←84]
-
Von Falke, Kunstgeschichte der Seidenweberei, I, Fig. 162. Ο Inalcik, “Harir”, EI2, αναπαράγει το μετάξι της Λυών. Victoria and Albert Museum, Brief Guide to Turkish woven Fabrics (Λονδίνο, 1950), σελ. 1-3. Οι τίτλοι effendi και despina εμφανίζονται ήδη από τον 13ο και 14ο αιώνα, Eflaki-Huart, II, 430. Tietze, “Anat. Türkisch.”, σελ. 224. Meyer, Türk. Studien, σελ. 37, 44. Ιbn Battuta-Gibb, II, 463. Ο Dilger, Untersuchungen zur Geschichte des osmanischen Hofzeremoniells im 15. und 16. Jahrhundert (Μόναχο, 1967), επικεντρώνεται σε εκείνες τις πτυχές της οθωμανικής τελετής που έχουν συγκεκριμένα ισλαμικό υπόβαθρο.
- [←85]
-
Ibn Bibi-Duda, σελ. 97, 219-220, 223, 227-230, 333-334.
- [←86]
-
Ματθαίος Εδέσσης, σελ. 199, 205-206, 209-210. Ήσαν ακόμη ενεργοί στον οθωμανικό αγώνα εναντίον του Τιμούρ τον 14ο αιώνα. Ο Τιμούρ στρατολογούσε Αρμένιους της Καππαδοκίας, Δούκας, σελ. 62.
- [←87]
-
Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 58. Αυτοί οι στρατιώτες δεν έπρεπε μόνο να φορούν ελληνικές στολές, αλλά και να εξοπλίζονται με τον ελληνικό τρόπο.
- [←88]
-
Anhegger, “Martoloslar hakkında”, T.M., VII-VIII (1940-42), 282-320. M. Vasič, “Die Martolozen im osmanischen Reich”, Zeitschrift für Balkanologie, II (1964), 172-189. Βλέπε την αντιμετώπιση για την κάπως μεταγενέστερη περίοδο: Inalcik, “Stefan Duşan’dan Osmanlı İmparatorluğu’na: XV. Asırda Rumeli’de Hıristiyan Sipahiler ve Menşeleri”, στο Fatih devri tizerinde tetkikler ve vesikalar (Άγκυρα, 1954), 13 137-209 (εφεξής αναφερόμενο ως Inalcik, “Stefan Dusan’dan”). “Timariotes chretiens en Albanie au XVe siècle”, Mitteilungen des osterreichischen Staatsarchivs, IV (1952), 118-138. Hicri 835 Tarihli Suret-i Defter-i Sancak-ı Arvanid (Άγκυρα, 1954). Cvetkova, “Novye dannye ο khirstianakh-spakhiia na balkanskom poluostrove ν period turetskova gospodstvo”, Vizantiiskii Vremennik, XIII (1958), 184-197.
- [←89]
-
Inalcik, “Dusan’dan”, σελ. 141-142. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 31-37, 46, 48 κ.ε., 52 κ.ε. Ashikpashazade-Ali, σελ. 11 κ.ε., 24 κ.ε.
- [←90]
-
Inalcik, “Dusan’dan”, passim. Ostrogorsky, Pour la feodalite byzantine (Βρυξέλλες, 1954,) σελ. 257.
- [←91]
-
Inalcik, “Dusan’dan”, passim.
- [←92]
-
B. Cvetkova, “Influence exercée par certaines institutions de Byzance et des pays balkaniques du Moyen Age sur le système féodal ottoman”, Byzantino-Bulgarica, I (1962), 237-257 (εφεξής αναφερόμενο ως Cvetkova, “Influence”).
- [←93]
-
W. Hinz, Irans Aufstieg zum Nationalstaat im fünfzehnten Jahrhundert (Βερολίνο-Λειψία, 1936), σελ. 107.
- [←94]
-
Κατά τον Deny, “Timar”, EΙ1, το timar προέρχεται από τη βυζαντινή πρόνοια, όπως και για τον Αρνάκης, Ὀθωμανοί σελ. 103-104. Κατά τους Gordlevski, Izbrannye Soch., σελ. 101-103 και Köprülü, “Bizans”, σελ. 219-240, το timar προέρχεται από την ίκτα (Iqta) των Σελτζούκων, με βάση το τουρκικό κείμενο του Γιαζιτζίογλου (Yazidjioglu Ali) του 15ου αιώνα και όχι το περσικό κείμενο του Ibn Bibi του 13ου αιώνα. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμά τους δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό, γιατί εκεί που ο Ιμπν Μπίμπι χρησιμοποιεί το iqta, ο Γιαζιντζιόγλου χρησιμοποίησε αναχρονιστικά τον όρο «timar» που ίσχυε τον 15ο αιώνα. Επιπλέον, τα περσικά κείμενα των Ghahar Maqala, Nerchaky και Ibn Bibi στα οποία αναφέρθηκε ο Köprülü στη σημείωση στη σελ. 239 δεν χρησιμοποιούν το «timar» ως τεχνικό όρο για να ορίσουν μια iqta. Ο συνάδελφός μου καθηγητής Amin Banani, ο οποίος εξέτασε ευγενικά τα περσικά κείμενα, με ενημερώνει ότι, αντίθετα με τον ισχυρισμό του Köprülü, η λέξη «timar» σε αυτά τα κείμενα έχει τη γενική έννοια της «έρευνας, φροντίδας». O Uzunçarşılı, Osmanlı Devleti Teşkilatına Medhal (Ισταμπούλ, 1941), σελ. 123-124, επίσης καταλήγει στο συμπέρασμα, βάσει μελέτης των κειμένων, ότι οι Σελτζούκοι του Ρουμ χρησιμοποιούσαν τον όρο iqta, αλλά όχι τον όρο «timar», για να ορίσουν ένα φέουδο. V. Ρ. Mutafčieva, “Sur le caractere du timar ottoman”, Acta Orientalia, IX (1959), 55-61. Cvetkova, “Influence”, σελ. 243. Για την iqta, A. K. Lambton, “The Evolution of the Iqta’ in Medieval Iran”, Iran, V (1967), 41-50. Cahen, “L’évolution de l’iqta du IXe au ΧΙΙe siècle”, Annales, VIII (1953), 25-52.
- [←95]
-
Βλέπε κεφάλαιο 2 για τις λεπτομέρειες και τη βιβλιογραφία. Το Τετρευαγγέλιον του 13ου αιώνα στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, MS Gr. 1.5, υπογράφεται από πρωτονοτάριο της Καισαρείας. Inalcik, “Ottoman Methods of Conquest”, Studia Islamica, II (1954), 111. Η παρουσία χριστιανών γραμματέων θυμίζει τη δραστηριότητα των Ελλήνων, Κοπτών και Περσών γραμματέων στη διοίκηση του χαλιφάτου Ουμαγιάντ.
- [←96]
-
P. Casanova, “Numismatique des Danichmendites”, Revue Numismatique, XIV (1896), 309-310. Μια φωτογραφία της σφραγίδας φαίνεται στην εικόνα iii, 11, απέναντι από τη σελ. 264. Ο οθωμανικός όρος sidjil, συλλογή αποφάσεων που εκδόθηκαν στο δικαστήριο, προέρχεται μέσω αραβικών από το βυζαντινό σιγίλλιον που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό sigilium, Meyer, Türk. Studien, σελ. 70. Η τουρκική λέξη tomar (τομάρ), ρολό ή ρολό χαρτιού, προέρχεται τελικά από το βυζαντινό τομάριον με την έννοια του τόμου (χάρτου), δερμάτινου καλύμματος, περγαμηνής, Meyer, Türk. Studien, σελ. 39.
- [←97]
-
Νικήτας Χωνιάτης, 655-657. Όταν ο Μωάμεθ Β’ εμφανίστηκε για πρώτη φορά μπροστά στη σημαντική σερβική πόλη Νοβομπέρντο, πρόσφερε συνθήκη στους κατοίκους, που περιλάμβανε τον ακόλουθο όρο: ἐφ’ οἷσπερ καὶ πρότερον, καὶ φόρους ἀποφέρειν οὕς καὶ τῷ σφῶν βασιλεῖ, τοῖς ἄλλοις ἅπασιν εἰρηνεύοντες.
Critobuli Imbriotae de rebus per annos 1451-1467 a Mechemete II gestis, επιμ. B. Grecu (Βουκουρέστι, 1963), 185 (εφεξής αναφερόμενο ως Critobulus-Grecu).
- [←98]
-
Inalcik, “Conquest”, σελ. 110-111.
- [←99]
-
Cahen, “Le régime de la terre et l’occupation turque en Anatolie”, Cahiers d’histoire mondiale, II (1955), 95. Cvetkova, “Influence”, passim. Hinz, “Das Steuerwesen Ostanatoliens”, Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, C (1950), 177-201.
- [←100]
-
Inalcik, “The Problem of the Relationship between Byzantine and Ottoman Taxation”, Akten des XI. Internationalen Byzantinistenkongresses. München 1958 (Mόναχο, 1960), σελ. 237-242.
- [←101]
-
Cvetkova, “Influence”, σελ. 243-257. Izvunredni danutsi i durzavni povinnosti ν bulgarskite zemi pod turska vlast (Σόφια, 1958). “Contribution à l’étude des impôts extraordinaires (avariz-i divaniye ve tekalif-i örfiye) en Bulgarie sous la domination turque. L’impôt nuzul”, Rocznik Orientalistyczny, XXIII (1959), 57-65.
- [←102]
-
Barthold and Hinz, “Die persische Inschrift an der Mauer der Manucehr-Moschee zu Ani”, Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, CΙ (1951), 268. Hinz, “Das Steuerwesen Ostanatoliens im 15. und 16. Jahrhundert”, Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, C (1950), 199-201, για την ırgadiyya στην ανατολική Ανατολία. Meyer, Türk. Studien, σελ. 9, 39. Kahane and Tietze, Lingua Franca, σελ. 476. Turan, Türkiye Selçukluları Hakkında Resmi Vesikalar & Metin Tercüme ve Araştırmalar (Άγκυρα, 1958). Barkan, XV ve XVI inci asırlarda Osmanlı Imparatorluğunda ziraî ekonominin hukukî ve malî esasları (Ισταμπούλ, 1945), I, 348. Inalcik, “Stefan Dusan’dan”, σελ. 171-177. “Osmanlllar’dan raiyyet rusumii”, Belleten, XXIII (1959), 588, 604. Cvetkova, “Influence”, σελ. 245, 254.
- [←103]
-
Λάμπρος, «Ἡ ἑλληνικὴ ὡς ἐπίσημος γλῶσσα τῶν Σουλτάνων», Ν.Ε., V (1908), 51. Brocquière-Schefer, σελ. 104.
- [←104]
-
Α. Engel, Recherches sur la numismatique et la sigillographie des Normands de Sicile et d’Italie (Παρίσι, 1882). G. Schlumberger, Numismatique de l’ Orient latin (Παρίσι, 1878).
- [←105]
-
Casanova, “Numismatique”, σελ. 211-221, εικ. iii, 1-4. Αποδίδει παραδείγματα του δεύτερου τύπου στον Malik Muhammad (1134-42) βάσει αραβικού δείκτη που διάβαζε ως όνομα, που υποτίθεται ότι υιοθέτησε ο Malik Muhammad για να τον ξεχωρίσει από τον πατέρα του. Για συγκρίσεις τύπου 1 με το βυζαντινό ανώνυμο χάλκινο, συμβουλευτείτε, A. Bellinger, The Anonymous Byzantine Bronze Coinage (Νέα Υόρκη, 1928).
- [←106]
-
Casanova, “Numismatique”, σελ. 219-224, εικ. iii, 6.
- [←107]
-
Στο ίδιο, σελ. 306-309, εικ. iii, 10.
- [←108]
-
Στο ίδιο, σελ. 229-230, 310, εικ. iv, 4, 6, 1, 2, 3. XII (1894), 311-314. Η προτομή στο νόμισμα του Yagi Basan (1142-64) με το διάδημα θυμίζει πολύ τα διάσημα προφίλ στα παλαιότερα βυζαντινά νομίσματα τριμήσιον και ἡμίσιον.
- [←109]
-
Εξετάσαμε ορισμένα από αυτά τα κομμάτια των Ορτόκ, Ζένγκι, Σαλτούκ και Σελτζούκων στη συλλογή της Αμερικανικής Νομισματικής Εταιρείας μέσω της ευγενικής παραχώρησης του Dr. George Miles. Από τα κομμάτια των Σελτζούκων, ένα από τη βασιλεία του Καϋχουσρόϋ Α’ (1192(;)-96, 1204-11) απεικονίζει προτομή ενός ηγεμόνα με βυζαντινό σταυρό και στέμμα, ενώ στην πίσω όψη φέρει αραβική επιγραφή. Ένα δεύτερο κομμάτι, επίσης από χαλκό, απεικονίζει έναν όρθιο ηγεμόνα, ντυμμένο και πάλι με βυζαντινό τρόπο και κρατώντας ψηλό σταυρό στο αριστερό του χέρι. Στην άκρη δεξιά υπάρχει κι άλλη μορφή που κρατάει τον σταυρό. Ένα τρίτο παράδειγμα απεικονίζει ένα βυζαντινό γράμμα στην μία όψη με αραβική επιγραφή στην αντίστροφη. Όμως αυτό το κομμάτι μπορεί να είναι τουρκική αναπαράσταση βυζαντινού νομίσματος του 11ου αιώνα, που κυκλοφορούσε ήδη στην Ανατολία όταν ήρθαν οι Τούρκοι. Για ένα νόμισμα των Μενγκουτσέκ βυζαντινού τύπου, Casanova, “Numismatique”, XIV (1896), 312, εικ. iv, 10, 11. Γενικά βλέπε I. Ghalib Edhem, Catalogue des monnaies turcomanes; Beni Ortok, Beni Zengui, Frou Atabeqyéh et Meliks Eyoubites de Meiyafarikin (Κωνσταντινούπολη, 1894), σελ. 7, 30, 31, εικ. i, 6, ii, 32. Το πρώτο απεικονίζει τον Χριστό καθισμένο σε θρόνο, το δεύτερο απεικονίζει την Παναγία να στέκεται και να ευλογεί τον αυτοκράτορα με το δεξί της χέρι. A. Tevhid, Meskukat-ı kadime-i islamiye kataloğu, τoμ. IV (Ισταμπούλ, 1321), εικ. ii, 92, iii, 120, vii, 90. Το πρώτο δείχνει τον αυτοκράτορα να στέκεται και να κρατάει διπλό σταυρό στο αριστερό χέρι, ενώ στα δεξιά υπάρχει μορφή που κρατάει επίσης σταυρό. Τα δύο τελευταία νομίσματα απεικονίζουν αυτοκρατορικές προτομές.
- [←110]
-
Όμως το ζήτημα της προέλευσης του προτύπου ακτσέ δεν είναι απολύτως σαφές. Για την ομοιότητα, Hinz, “Hyperper und Asper. Zur vorosmanischen Wahrungskunde”, Der Islam, XXXIX (1964), 79-89. Είναι πολύ πιθανό ότι το akche είναι συνεπώς άμεση μετάφραση του ελληνικού ἄσπρον, Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 107. Οι Οθωμανοί έκοβαν αρχικά απομιμήσεις ενετικών χρυσών δουκάτων και έπειτα έκοψαν το πρώτο τους ισλαμικό χρυσό νόμισμα με το ίδιο βάρος, Babinger, Reliquienschacher am Osmanenhof im XV. Jahrhundert. Zugleich ein Beitrag zur Geschichte der osmanischen Goldprägung unter Mehmed II., dem Eroberer, Bay. Akad. der Wiss., Phil.-hist. Kl. Sitz. Jahr., 1964, Heft 2 (Μόναχο, 1956). Άλλοι νομισματικοί όροι που πέρασαν στα τουρκικά από τα ελληνικά είναι ὀβολός και φλουρί από το ιταλικό fiorina, Meyer, Türk. Studien, σελ. 63. Neshri-Köymen, I, 132. Οι δυνάστες των εμιράτων στη δυτική Ανατολία μιμούνταν επίσης ιταλικά νομίσματα, J. Karabacek, “Gigliato des jonischen Turkomanenfürsten Omar-beg”, Numismatische Zeitschrift, II (1870), 525-538. “Gigliato des karischen Turkomanenfürsten Urchan-bej”, Numismatische Zeitschrift, IX (1877), 200-215.
- [←111]
-
Bλέπε κεφάλαιο 3 για ό τι ακολουθεί.
- [←112]
-
Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 42-43.
- [←113]
-
Tietze, “Anat. Türkisch”, passim. Για τη βυζαντινή χρήση ορισμένων από αυτά, Κουκουλές, Βίος, V, 256, 264. Επίσης τα κείμενο στο Σ. Ευστρατιάδου, «Ἡ ἐν Φιλαδελφείᾳ μονὴ τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κοτεινῆς», Ἑλληνικά, III (1930), 317-339.
- [←114]
-
Tietze, “Anat. Türkisch”, passim. Από αυτές, σαρανταεννέα έχουν να κάνουν με φυτά, σαρανταοκτώ με δοχεία και εργαλεία. Μέρος αυτού του λεξικογραφικού υλικού είναι λεπτομερές και εξειδικευμένο, όπως σε λέξεις που έχουν να κάνουν με το κάρο του αγρότη (akson, apsıt, avsıt, zıvgar, kıravat, iremas) ή με τη γεωργία (valta, vol, gangel, engebe, longoz, melank, evlek, endeme, temen, küpren, güpür, prasit, şervele, koraf, horyat, anavalı, bocurgat, anadot, dikel, dikran, düğen, girifteri, korepi, mekel, iskelit). Το düğen, δουκάνη, τυκάνη, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Ήταν το βασικό εργαλείο αλωνίσματος στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Lucas, 1714, I, 181-182:
«Ο τρόπος που αλωνίζουν το σιτάρι είναι επίσης αρκετά διαφορετικός από τον δικό μας. Παίρνουν δύο μεγάλες σανίδες πάχους τεσσάρων δακτύλων, επενδεδυμένες με αιχμηρές πέτρες. Τις περνούν πάνω από τα δεμάτια με τα στάχυα, στα οποία σε μια στιγμή χωρίζουν τους κόκκους από τα άχυρα. Συνήθως βόδια τραβούν αυτά τα είδη μηχανών. Και συχνά βλέπουμε πάνω τους άνδρες και παιδιά να τις κάνουν πιο βαριές»
(Leur manière de battre le bled est aussi toute differente de la nôtre. Ils prennent deux grosses planches épaisses de quatre doigts, garnies de pierres à fusil tranchantes. Ils les font passer par dessus le bled en gerbes, ce qui separe en un moment les épics d’avec la paille. Ce sont ordinairement des boeufs qui tirent ces sortes de machines: & l’on voit le plus souvent dessus des hommes & des enfans pour les rendre plus pesantes).
Το ίδιο όργανο, μαζί με το άροτρο, περιγράφεται από άλλους παρατηρητές. Dernschwam-Babinger, σελ. 27, 182-183, 184, 198, 253, ο οποίος αναφέρεται στο düğen ως ikyna (τυκάνη). Planhol, Nomadisme, εικ. xxiii. Ο συγγραφέας ήταν παρών στο αλώνισμα στη Σινασό το 1959, στο οποίο οι Τούρκοι αγρότες χρησιμοποιούσαν ακριβώς το ίδιο όργανο. Για τον όρο düğen και το όργανο στη σύγχρονη Τουρκία, Η. Z. Kosay, “Turkiye halkimn maddi kiilturune dair arastirmalar”, Turk etnografya dergisi, I (1956), 25-26, και εικ. iv-ν. Ο Ευστάθιος, Κουκουλές, Εὐσταθίου τὰ λαογραφικά (Αθήναι, 1950), I, 260-261, αναφέρεται στην τυκάνη ως γεωργικό όργανο που χρησιμοποιούνταν τόσο στην εποχή του όσο και στην αρχαιότητα. Eustathii archiepiscopi thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem (Λειψία, 1829), III, 198: καὶ ἡ παρὰ τοῖς παλαιοῖς καὶ εἰσέτι δὲ νῦν τυκάνη, ᾗ φασὶν ἀλοῶσιν.
Η τυκάνη ήταν επίσης γνωστἠ ως τρίβολος και ως tribulum στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Το διάταγμα του Διοκλητιανού χρησιμοποιεί τον όρο τρίβολος ξύλινος, Τ. Mommsen and Η. Blumner, Der Maximaltarif des Diocletian (Βερολίνο, 1958), σελ. 33, 141. Η Παλατινή Ανθολογία, VI, 104, μιλά πιο συγκεκριμένα, …καὶ τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας…. Varro, De lingua latina, V, 21: «Από αυτό η συγκομιδή λέγεται tritura (αλώνισμα), γιατί τότε το σιτάρι τρίβεται, και το τρίβει το tribulum (έλκηθρο αλωνίσματος)» (Hinc in messi tritura, quod turn frumentum teritur, et tribulum, qui teritur). Tο λατινικό λεξικό ορίζει το tribulum με τον ακόλουθο τρόπο: «Ένα έλκηθρο αλωνίσματος αποτελούμενο από ξύλινη πλατφόρμα, η οποία στηρίζεται από κάτω σε αιχμηρά κομμάτια πυρόλιθου ή έχει σιδερένια δόντια». Για το tribolum στην αρχαιότητα, K. D. White, Agricultural Implements of the Roman World (Καίμπριτζ, 1967), σελ. 152-156, 191. Ο συνάδελφός μου καθηγητής Γρηγόριος Σηφάκης με ενημερώνει ότι στην Κρήτη αυτό το έλκηθρο αλωνίσματος ονομάζεται βολόσυρος.
- [←115]
-
Οὐγγία-önge, ουγγιά.
Πιθαμή-pitemi, μέτρηση είτε 25 cm είτε 50 cm.
Κύλινδρος-kelender, περίπου δύο οκάδες.
Λίτρα-litra, λίτρο.
Χοίνιξ-sinik, 1/8 ενός kile σιταριού.
Ὀβολός-obolos, βάρος τριών καρατίων. Η önge φαίνεται ότι έχει επιτύχει πολύ ευρεία χρήση σε όλη την Ανατολία, Tietze, “Anat. Turkisch.”, σελ. 234.
Οι ονομασίες εποχών και χρόνου περιλαμβάνουν τον april (Απρίλιο), yanar (Ιανουάριο), ünüs (Ιούνιο), τη gireği (Κυριακή), kalendeas (πρώτη του μήνα). Σε αυτό που ακολουθεί, το λεξικογραφικό υλικό προέρχεται κυρίως από τα έργα του Tietze και του Meyer και δευτερευόντως από τις συλλογές του Μπόγα και του Παπαδόπουλου.
- [←116]
-
Για τις μεσαιωνικές αναφορές σε αυτήν την κλωστοϋφαντουργία, βλέπε σημ. 570-573 στο κεφάλαιο 3.
- [←117]
-
Ο Hans Dernschwam-Babinger, σελ. 186, παρατήρησε ότι Έλληνες ήσαν οι κύριοι εργάτες στην κατασκευή του διάσημου μάλλινου υφάσματος ανκορά, καμηλό: «Το καμηλό, όπως το τραγγίζουν το νερό κάτω από μια πρέσσα» (Die zamlot, wie obstat, seindt von obstandeten gaisheren gespunnen. Haben nur krichn gesehen, die sy wyrkhen, waschen, syeden und wasser drikehn under ainer pres). Ελληνικές λέξεις για εργαλεία, υλικά και τελικά προϊόντα πέρασαν στα τουρκικά, Tietze, “Anat. Turkisch.”, passim. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι arahti, andi, istar, köleter, gugula, roka, üsküle, tulup, üskül, penevrenk, menevrek, erpeden, dimi, kavadi, kepe, haba, kukula, keküle, bolka, savan, fermene, alefi, alafa, alça, tilpitiri, galik, podime, takunya.
- [←118]
-
Για τις τέχνες στο Βυζάντιο, Κουκουλές, Βίος III, passim. Οι τουρκικές λέξεις-δάνεια περιλαμβάνουν τις kalafat, kofter.
- [←119]
-
Ashikpashazade-Ali, σελ. 11-12. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 32, οι Χριστιανοί του Μπιλετζίκ ειδικεύονταν στην κατασκευή ποτηριών που πωλούσαν στις εβδομαδιαίες εκθέσεις του Εσκίσεχιρ. Υπάρχει μια αναφορά σε ζωηρό εμπόριο κεραμικών σε αυτήν την περιοχή, ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους, Nicholas Mesarites-Heisenberg, II, 44. Βλέπε επίσης Otto-Dorn, Das islamisch Iznik (Βερολίνο, 1941). Turkische Keramik (Άγκυρα, 1961). Erdmann, “Neue Arbeiten zur Turkischen Keramik”, Ars Orientalia, V (1963), 191-219. Οι χριστιανοί συνέχιζαν να συμμετέχουν στην κατασκευή των διάσημων οθωμανικών πλακιδίων, Evliya Chelebi, Seyahatnamesi, IX, 19: Çinici kefereler mahallesi…. Χ. Νομικός, Χριστιανικά κεραμουργήματα (Αλεξάνδρεια, 1924). Ἡ λεγομένη Ῥοδιακὴ ἀγγειοπλαστική (Αλεξάνδρεια, 1919). Υπάρχουν παραδείγματα συγκεκριμένων αρμενικών πλακιδίων στο Αρμενικό Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, το Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα και το Victoria and Albert Museum του Λονδίνου. Αν και το στυλ των οθωμανικών πλακιδίων δεν φαίνεται να προδίδει καμία χριστιανική στυλιστική επιρροή, φαίνεται ότι υπήρχε κάποια συνέχεια στην τεχνική, Η. H. von den Osten, The Alisar Hüyük Seasons of 1930-32, Part III (Σικάγο, 1937), σελ. 205. T. Oz, Turkish Ceramics (Άγκυρα, 1954), σελ. 44. Για την ισλαμική επιρροή στη βυζαντινή κεραμική, D. T. Rice, “Late Byzantine Pottery at Dumbarton Oaks”, D.O.P., XX (1966), 207-233. Τουρκικές λέξεις-δάνεια από τα ελληνικά περιλαμβάνουν τις fika, kavata, gavanoz, kanata, kilinder, patır, çukala.
- [←120]
-
Βλέπε σημ. 574-576 στο κεφάλαιο 3. Επίσης, R. Ettinghausen, E. Akurgal, C. Mango, Treasures of Turkey, σελ. 167-168. M. von Berchem and J. Strzygowski, Amida (Χαϊδελβέργη, 1910), σελ. 120-128, 348-354. H. Buchthal, “A Note on Islamic Enameled Metalwork and its Influence on the Latin West”, Ars Islamica, XI-XIII (1946), 198. O. von Falke, “Kupferzellenschmelz im Orient und in Byzanz”, Monatshefte für Kunstwissenschaft, II (1909), 32 κ.ε. L. A. Meyer, Saracenic Heraldry (Οξφόρδη, 1933), σελ. 102. Ο Τιμούρ μετέφερε πολλούς από αυτούς τους χριστιανούς μεταλλουργούς στη Σαμαρκάνδη, De Clavijo-Le Strange, σελ. 288. Λέξεις-δάνεια από τα ελληνικά περιλαμβάνουν τις serma, helkek, halkin, helki, mermer, uskurun, sumpara, magnitis, istubedz, muhan.
- [←121]
-
Βλέπε σημ. 566-567 στο κεφάλαιο 3. Η λέξη indal (εικόνα) πέρασε στα τουρκικά από τα ελληνικά.
- [←122]
-
Βλέπε σημ. 542, κεφάλαιο 3. Οι λέξεις-δάνεια είναι dumban, çambuna, horos, sirto (τύπος κυκλικού χορού). Η κυκλική μορφή χορού στα Βαλκάνια είναι πολύ αρχαία, αναφερόμενη από τον Όμηρο, Ιλιάς Σ’ 593 κ.ε., και εμφανίζεται στην ελληνική αγγειογραφία και στο είδος της terra cotta (βλ. εικ. iii και iv στο Κουκουλές, Βίος, IV). Ο συρτός περιγράφεται ως αρχαίος θρησκευτικός χορός σε επιγραφή στον ναό του Απόλλωνα στο Πτώον της Βοιωτίας τα έτη 37-41. Αναπαράσταση του χορού εμφανίζεται επίσης στον οβελίσκο του Θεοδοσίου Β’ στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, Κουκουλές, Βίος, V, 207-222.
- [←123]
-
Βλέπε σημ. 568-569 στο κεφάλαιο 3. Οι λέξεις-δάνεια από τα ελληνικά είναι panukla, kulendž, sekires, ispazmos, tifos, hırızma, salya, iskelet, medire, hulya.
- [←124]
-
Η ελληνική λέξη ἐργάτης-ırgat έγινε ευρέως διαδεδομένη στα τουρκικά.
- [←125]
-
Βλέπε σημ. 558-565 του κεφαλαίου 7. Vayra, tırpane, cımbıt, sakur, padar, pedavra, pur, halik, keremit, tuğla, duger, tolos, falak, palater, bodrum, temel. Για τη βυζαντινή χρήση πολλών από αυτούς τους όρους, Κουκουλές, Βίος, IV, 261, 272, 285. Ένα από τα πιο εξέχοντα εξωτερικά χαρακτηριστικά των παλαιών τουρκικών σπιτιών, πολλά από τα οποία βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα σε ορισμένα από τις παλαιότερες γειτονιές της Ισταμπούλ, κυρίως γύρω από την Αγία Σοφία, είναι η επέκταση τμήματος του δεύτερου ορόφου, έτσι ώστε να προεξέχει έξω και πάνω από τον πρώτο όροφο. Αυτό είναι χαρακτηριστικό που μπορεί να δει κανείς σε πολλές πόλεις και στα πιο εξέχοντα επαρχιακά οικοδομήματα στα Βαλκάνια και την Ανατολία. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν γνωστό στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, και ίσως νωρίτερα, ως solarium και κατά τη βυζαντινή περίοδο ως ἡλιακόν ή ταμπλάτον ή ἐξώστης. Σκοπός του ήταν να δίνει στους ενοίκους του σπιτιού περισσότερο ηλιακό φως και καλύτερη θέα. Ήταν τόσο εξέχον χαρακτηριστικό της βυζαντινής οικιακής αρχιτεκτονικής, που πολύ συχνά το φως του ήλιου αποκλειόταν από τους δρόμους των πόλεων, εξαιτίας των σολάριων που εξείχαν από κάθε πλευρά του δρόμου. Κατά συνέπεια, η βυζαντινή νομοθεσία είναι γεμάτη με νόμους που διέπουν αυτήν την πτυχή της οικοδόμησης και του «αστικού σχεδιασμού». Τα ἡλιακά αναφέρονται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, στη νομοθεσία του Λέοντα ΣΤ’ και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, κ.λπ. Κουκουλές, Βίος, IV, 290-292. Η επιβίωση ελληνικών λέξεων που υποδηλώνουν στοιχεία νοικοκυριού αντιστοιχεί στο γεγονός ότι στην αρχή οι νομάδες Τούρκοι είχαν πολύ απλό «νοικοκυριό». Dernschwam-Babinger, σελ. 181-182:
«Επίσης, όπως μπορείτε να δείτε στην Τουρκία στα χτυπημένα, εγκαταλειμμένα ελληνικά χωριά, αν τα χριστιανικά χρόνια ήσαν όλα χτισμένα από πέτρες και τούβλα, τώρα είναι όλα σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο. Έτσι οι Τούρκοι δεν χτίζουν τίποτε, δεν έχουν ξύλα, τα καταφέρνουν έχοντας τις κοινότητες κάτω από τη γη, με λίγο χώμα πάνω, τόσο μόνο, όσο που μπορεί κανείς να περπατήσει, και την πόρτα τόσο χαμηλή, που δεν μπορεί κανείς να σταθεί, αν είναι λίγο ψηλός. Για τα ζώα και τους ίδιους τους Τούρκους το σπίτι τους είναι δυνατό μέρος, αλλά δεν έχει κελάρι, δωμάτιο, αίθουσα, γυάλινα παράθυρα, ούτε παραθυρόφυλλα, κανένα είδος οικιακής χρήσης, ούτε κούπες, πιάτα, κηροπήγια, ποτήρια, σκεύη, έτοιμα προς χρήση, τραπέζι και ντουλάπι, αλλά κάθεται και ξαπλώνει στη γη σαν πλάσμα της φτώχειας. Αυτό είναι και πάλι εντυπωσιακό. Αν είναι σε θέση να με βάλει να καθήσω πάνω σε παλιό χαλί, μπορεί να είναι τίμιος άνθρωπος. Κατά τη διάρκεια του γεύματος δεν χρειάζονται τραπεζομάντηλο ή πετσέτα, γιατί τρώνε κυρίως τσόρμπα, που είναι η σούπα, καλά βρασμένη και αλατισμένη, λαχταριστό γάλα, που μπορεί να βρεθεί σε όλα τα χωριά. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του πολέμου έχουν όλoι κουτάλια στη ζώνη»
(Item, wie man in Turkhej sehen mag an den zerschlaifften verprentten krichischen dorfern, seind die bej der cristen zeitten all von stainen und khot gemawert gewest, jeczundt ist es alles stainhauffen vbereinander. So bauen die t(urken) nichs, haben khain holcz, behelffen sich in den gemewern under der erden, oben mit erden uberschut, also nider, das man daruber gehn mag, und die thuren also nider, das ein ros nicht hinein mag, welche thur ein wenig hoch ist. Ist fwr das viech und die turkhen selbs, dorumb ire heuser lautter stelle sein, haben khain keller, stuben, khamer, glassen fenster noch schlejmen fenster, khainen hausroth, wider schussel, teller, khandel, glesser, trinkgeschir, bethgewandt, tisch noch benkhe, dorumb sy auff der erden siczen und ligen, wie das viech von armut wegen. Das nu ir hoffart in stetten auch ist; wan er mir ein altten tebich-vermag under zu braitten dungt er sich ein hern sein. Zw dem essen bedarff er khains tischtuchs noch handtuchs, dan ir essen das maiste von zorba ader suppenden ding ist, sawer gesotten und gesalczen, gerunnen milich, die man in allen dorffern findt. Dorumb das krigsvolkh alles loffel an dem gurttel tregt).
- [←126]
-
Λάμπρος, «Γλῶσσα», σελ. 51. Delehaye, “Le martyre de St. Nicétas le Jeune”, Melanges G. Schlumberger (Παρίσι, 1924), I, 208. Για άλλα κείμενα βλέπε σημ. 473-474, κεφάλαιο 2 και passim..
- [←127]
-
Erdmann, Das anatolische Karavansaray des 13. Jahrhunderts (Βερολίνο, 1961), I, 63-67. Μπαρ Εβραίος, I, 454.
- [←128]
-
Μιχαήλ Ακομινάτος-Λάμπρος, I, 56. Papadopoulos-Kerameus, Ist. trap, imp., σελ. 65. R. Brundschvig, “Coup d’oeil sur l’histoire des foires a travers l’lslam”, Recueils de la Société Jean Bodin, V (1953), 65-72.
- [←129]
-
Βλέπε σημ. 102 πιο πάνω. Meyer, Türk. Studien, σελ. 62-63. Darrouzes, “Lettres de 1453”, R.E.B., XXII (1964), 72-127, για πολύτιμα υλικά που δείχνουν τη συνέχεια των Ελλήνων εμπόρων και αξιωματούχων και τις πρακτικές τους.
- [←130]
-
Ιbn Battuta-Gibb, II, 425, 427, 437-438. Eflaki-Huart, II, 14, 317-320. Hasluck, Christianity and Islam, II, 383. Βλέπε κεφάλαιο 5.
- [←131]
-
J. Cvijić, La peninsule balkanique (Παρίσι, 1918), σελ. 191-206. Mantran, Istanbul dans la seconde moitie du XVIIe siècle. Essai d’histoire institutionelle, economique et sociale (Παρίσι, 1962), passim, αλλά ιδιαίτερα σελ. 419, 449, 497-498. Gregoire, “Les veΙΙΙeurs de nuit à Trébizonde”, Byzantinische Zeitschrift, XVIII (1909), 490 κ.ε. Taeschner, “Das bosnische Zunftwesen zur Türkenzeit (1463 bs 1878)”, Byzantinische Zeitschrift, XLIV (1951), 557-559.
- [←132]
-
Για μια εξαιρετική και εύχρηστη έρευνα για την ανάπτυξη της ναυτικής δύναμης και της ζωής βλέπε Kahane and Tietze, Lingua Franca, σελ. 1-45. Για τη βυζαντινή ναυτική ζωή, Κουκουλές, Βίος, V, 331-386. Ahrweiler, Byzance et la mer (Παρίσι, 1966).
- [←133]
-
Άννα Κομνηνή, II, 68-69, 110-114. Ο ίδιος ο Τζάχας είχε ανατραφεί στη βυζαντινή αυλή, γεγονός που θα ενίσχυε τις γνώσεις του για τις βυζαντινές παραδόσεις. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά για τον Τζάχας που τον τοποθετούν με τις βυζαντινές παραδόσεις παρά με εκείνες των Σελτζούκων.
- [←134]
-
Inalcik, “Gelibolu”, EI2. Mantran, Istanbul, σελ. 487 κ.ε.
- [←135]
-
Kahane and Tietze, Lingua Franca, αριθ. 750, 791, 801, 841. Ibn Bibi-Duda, σελ. 283. Λάμπρος, «Γλῶσσα», σελ. 51.
- [←136]
-
Kahane and Tietze, Lingua Franca, σελ. 16, 20-22, 32-35. Η συλλογή απαριθμεί πάνω από 150 λέξεις, αλλά αποκλείει γενικά το ιχθυλογικό υλικό. Για θαλασσινές λέξεις-δάνεια στις διαλέκτους της Ανατολίας, Tietze, “Anat. Turkisch”, passim.
- [←137]
-
Danishmendname-Melikoff, I, 30.
- [←138]
-
Brocquière-Schefer, σελ. 89, 91-92.
- [←139]
-
Tietze, “Anat. Turkisch.”, passim. Λέξεις-δάνεια που ασχολούνται με το ψήσιμο του ψωμιού περιλαμβάνουν, zımarı, külür, meze, meleksi, sisre, pinavut, senedi. Για περαιτέρω λεξικογραφικό υλικό που έχει να κάνει με το ψωμί και το ψήσιμο στα σύγχρονα τουρκικά, Η. Z. Koşay, “Türkiye Halkının Maddi Kültürüne Dair Araştırmalar II”, Turk etnografya dergisi, II (1957), 7-28 και εικ. ii-iii. Για το άζυμο ψωμί την εποχή των Σελτζούκων, Μ. Z. Oral, “Selçuk Devri Yemekleri ve Ekmekleri”, Turk etnografya dergisi, I (1956), 74-75. Οι ταξιδιώτες παρατηρούσαν συγκεκριμένες χριστιανικές πρακτικές που συνόδευαν την παρασκευή ψωμιού στη σύγχρονη Ανατολία από Τουρκάλες γυναίκες, πιο εντυπωσιακή από τις οποίες ήταν η σήμανση του σταυρού στο άψητο καρβέλι, βλέπε σημ. 173.
- [←140]
-
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος δέχτηκε επίθεση από τους εχθρούς του επειδή το έτρωγε έχοντας λάβει κοινωνία. Οι Βυζαντινοί το έτρωγαν σε γάμους για να αυξήσουν τη γονιμότητα. Φαίνεται ότι είναι το ισοδύναμο του τουρκικού σουσάμ χαλβά. Κουκουλές, Βίος, V, 114-116.
- [←141]
-
Αθήναιος, XIV, 647-648. Κουκουλές, Βίος, V, σημ. 6. Tietze, “Einige Weitere”, σελ. 373-388, για την παστίλλα, παστῖλος, που πέρασε στα τουρκικά ως λέξη-δάνειο. Ο Von Hammer, Geschichte des osmanischen Reiches (Πέστη, 1827), I, 220, σημείωνε ότι η Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ), διάσημη στη δική της εποχή για τον χαλβά της (Honiggebäcke), ειδικευόταν στις πίτες μελιού όταν ο Πέρσης αυτοκράτορας Ξέρξης πέρασε από την πόλη τον 5ο αιώνα. Ηρόδοτος 7.31: παρὰ Καλλάτηβον πόλιν, ἐν τῇ ἄνδρες δημιοργοὶ μέλι ἐκ μυρίκης τε καὶ πυροῦ ποιεῦσι. Για την ταυτοποίηση της Καλλατήβου με την μεταγενέστερη Φιλαδέλφεια, βλέπε το άρθρο για “Kallatebos” στη σελ. IV. Για τη συνταγή αυτού του τύπου χαλβά τον 16ο αιώνα, Dernschwam-Babinger, σελ. 125: «Από την άλλη υπάρχει τέτοιο γλύκισμα, ο χαλβάς λοιπόν, από αμύγδαλα, μέλι και ασπράδι αυγού» (Inder andern ist ein solch weys confect, so man halwa nent, von mandeln, honig und ay weys).
- [←142]
-
Κουκουλές, Βίος, V, 118.
- [←143]
-
Ο H. Omont, Evangiles avec peintures byzantines du XIe siècle (Παρίσι, χ.χ.), I, εικ. 82 απεικονίζει το ψήσιμο κρέατος στη σούβλα. Κουκουλές, Βίος, I, 50, 62, 65. Meyer, Türk. Studien, σελ. 57.
- [←144]
-
Tietze, “Anat. Türkisch.”, passim. Meyer, Türk. Studien, passim.
- [←145]
-
Danishmendname-Melikoff, I, 380.
- [←146]
-
Babinger, Mahomet, σελ. 399. Hans Dernschwam-Babinger, σελ. 164, 166, 167, 191, 196, 213, 236: «Σε κανένα τουρκικό χωριό δεν βρισκόταν κρασί, μόνο έστελνε κανείς και παράγγελνε στα ελληνικά χωριά, ένα ή δύο μίλια από τον δρόμο» (Nindert in khainem turkischen dorff hot man wein gefunden, allein von der strossen in krichischen dorffern hot man in 1, 2 meilen darnach gesandt und bestelt). Στη Νίκαια οι Έλληνες και Αρμένιοι έπρεπε να κρύβουν τα βαρέλια κρασιού τους στο έδαφος από φόβο για τους Τούρκους στρατιώτες.
- [←147]
-
Tietze, “Anat. Turkisch.”, passim. Οι λέξεις-δάνεια περιλαμβάνουν τις ombal, cıngıl, gevle, gilime, gilavadar, kilimaç, cambıt, cubur, fitye, herek. O Brocquière-Schefer, σελ. 125-126, περιγράφει την παρασκευή ενός γλυκού από ξηρούς καρπούς και σταφύλι, τη βυζαντινή και σύγχρονη ελληνική μουσταλευριά.
- [←148]
-
Βλέπε σημ. 246-251, 498-510 στο κεφάλαιο 3. Ο Βαλσαμών, Ράλλης και Ποτλής, I, 271-272, II, 473, αναφέρεται σε Γεωργιανές παντρεμένες με Τούρκους, και στο II, 498, συνδέει συγκεκριμένα την υιοθέτηση χριστιανικών πρακτικών από τους Τούρκους με τις χριστιανές συζύγους τους. Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας του 12ου αιώνα διαμαρτυρόταν επειδή οι Ορθόδοξες γυναίκες παντρεύονταν μουσουλμάνους. Η πρακτική ήταν ευρέως διαδεδομένη στα οθωμανικά Βαλκάνια, όπου Δυτικοί περιηγητές αναφέρονταν σε αυτήν ως καμπίν. Βλέπε N. J. Pantazopoulos, Church and Law in the Balkan Peninsula during the Ottoman Rule (Θεσσαλονίκη, 1967), σελ. 94-102.
- [←149]
-
Tο Danishmendname-Melikoff, I, 380, δίνει μια κλασική απεικόνιση. Το ίδιο σχέδιο απεικονίζεται από τους Έλληνες που μετατράπηκαν στο Ισλάμ στη Μακεδονία και ήσαν γνωστοί ως Βαλαχάδες. Διατηρούσαν μερικές από τις εκκλησίες τους. Γιόρταζαν τις γιορτές, όπως εκείνες των θεραπευτών αγίων Κοσμά και Δαμιανού, καλώντας Ορθόδοξους ιερείς να γιορτάσουν στην εκκλησία και να σταυρώσουν τα γυναικεία κεφάλια με λάδι από τη λάμπα των αγίων, Hasluck, Christianity and Islam under the Sultans (Οξφόρδη, 1929), I, 8. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούνταν μεταξύ Αρμενίων προσήλυτων το 1776 στην ανατολική Ανατολία, H. Barsegh και V. Sargisian, Vijakagrakan nor tesutiun me i nbast Ankakh Hayastani (Βενετία, 1919). Ο Αρμένιος ιερέας Μπόγος Μεριάν ταξίδεψε ανάμεσα σε χωριά εξισλαμισμένων και εκτουρκισμένων Αρμενίων που άνοιξαν μια εκκλησία σε αυτόν και όλοι ήρθαν να παρευρεθούν στη λειτουργία, με αποτέλεσμα ο τρομοκρατημένος ιερέας να τραπεί σε φυγή. Είμαι ευγνώμων για αυτήν την αναφορά στην καλοσύνη του συναδέλφου μου καθηγητή Richard Hovanissian. Για παρόμοια συμπεριφορά εκ μέρους Βουλγάρων μουσουλμάνων, C. Vakarelski, “Altertumlich Elemente in Lebensweise und Kultur der bulgarischen Mohammedaner”, Zeitschrift für Balkanologie, IV (1966), 149-172.
- [←150]
-
Βλέπε σημ. 357-363 στο κεφάλαιο 3 και βλέπε κεφάλαιο iv, passim. Hasluck, Christianity and Islam, I, 3-118.
- [←151]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 17, 48-53. II, 363-367, 432-433, 568-586. Gordlevski, Izbrannye Sock., I, 321-361.
- [←152]
-
Ιωάννης Καντακουζηνός, P.G., CLIV, 512. Hans Dernschwam-Babinger, σελ. 205.
- [←153]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 48-49, 320-336.
- [←154]
-
Στο ίδιο, I, 17. II, 364, 432-433, 571-572. Babinger, “Byzantinisch-osmanisch Grenz-studien”, Zeitschrift der deutschen morgenlandische Gesellschaft, LXXVI (1922), 126 κ.ε.
- [←155]
-
Vilayetname-Gross, σελ. 43.
- [←156]
-
Hasluck, Christianity and Islam, II, 572.
- [←157]
-
Στην Κωνσταντινούπολη, οι πόρτες της Αγίας Σοφίας, που έλεγαν οι χριστιανοί ότι είχαν κατασκευαστεί από το ξύλο της κιβωτού του Νώε, ήσαν αντικείμενα μουσουλμανικού σεβασμού. Το ιερό πηγάδι πίστευαν οι Τούρκοι ότι θεράπευε καρδιακές παθήσεις, ενώ η στήλη που ίδρωνε πίστευαν επίσης ότι είχε θεραπευτικές δυνάμεις, Hasluck, Christianity and Islam, I, 10.
- [←158]
-
Στο ίδιο, 207, 244-245.
- [←159]
-
Στο ίδιο, 20-23. Ο Μουράτ θυσίασε ένα κριάρι μπροστά στον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης, Δούκας, σελ. 201.
- [←160]
-
Papadopoulos-Kerameus, «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν Τραπεζοῦντος», V.V. XII (1906), 141.
- [←161]
-
Schiltberger-Neumann, σελ. 95:
«Σε αυτήν την πόλη υπάρχουν πολλοί xριστιανοί που διατηρούν την πίστη των Aρμενίων. Και έχουν έναν σταυρό στην εκκλησία τους που λάμπει μέρα και νύχτα. Ακόμη και οι άπιστοι πηγαίνουν στην εκκλησία και ονομάζουν τον σταυρό φωτεινή πέτρα. Οι άπιστοι ήθελαν επίσης να τον πάρουν και να τον βάλουν στον ναό τους, αλλά όποιος τον αγγίζει, τα χέρια του παραμορφώνονται»
(In der stat sint vil cristen, die halten ermenischen globen. Und haben in ir kirchen ein crütz, daz schait tag und nacht. Dar in gond Haiden kirch ferten und das crutz haissent sie den liechten stein. Es wollten och die heiden einvart genumen haben und woltens in iren tempel gefurt haben, und welcher das angriff der erkrumet an den henden).
- [←162]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 65-69.
- [←163]
-
Για λεπτομέρειες και βιβλιογραφία, στο ίδιο, 43-44. II, 759-761.
- [←164]
-
Στο ίδιο, Ι, 56. Eflaki-Huart, I, 261, II, 67, 358.
- [←165]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 17.
- [←166]
-
Ράλλης και Ποτλής, II, 498. Αυτό επαναλαμβάνεται από τον δικηγόρο του 14ου αιώνα Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο, P.G., CL, 125: Οἱ τῶν Ἀγαρηνῶν παῖδες βαπτιζόμενοι παρὰ ὀρθοδόξων ἱερέων ἀκόντων, οὐκ εὐσεβεῖ διανοίᾳ τῶν προσαγόντων αυτοῖς, ἀλλ’ ὡς φαρμακείᾳ ἔ ἐπαοιδίᾳ χρωμένων, εἰ προσέλθοιεν ἀληθῶς τῇ πίστει, ἀναβαπτίζονται. Ταῦτα γὰρ συνοδικῶς ἀπεφάνθη, ὡς ὁ Βαλσαμὼν λέγει.
- [←167]
-
Παχυμέρης, I, 131, 263-268. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 95. P.G., CXL, 956. Στην Κωνσταντινούπολη συμμετείχε ενεργά στη λειτουργία, φίλησε τις εικόνες κ.λπ. Τόσο ο Ibn Bibi όσο και ο Καρίμ αλ-Ντιν αντικατοπτρίζουν την ένταση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κόνυα, όπως και ο WIΙiam του Rubruque. Για το υποτιθέμενο βάπτισμα του Μουράτ Γ΄ ως προληπτικό της επιληψίας, Hasluck, Christianity and Islam, I, 34.
- [←168]
-
Brocquière-Schefer, σελ. 90:
«Στο Ραμαζάν … ήταν ένας γιος χριστιανής γυναίκας, τον οποίο βάφτισαν με τον ελληνικό τρόπο, για να αφαιρέσουν την αίσθηση και τη μυρωδιά που έχουν μερικοί που δεν βαπτίζονται»
(Ramadan … avoit est filz d’une femme crestienne laquelle l’avoit fait baptiser a la loy gregiesque pour luy enlever le flair et le senteur qu’ont ceulx qui ne sont point baptisiez).
Και στη σελ. 115:
«Ήταν πολύ όμορφος ηγεμόνας (Καραμάν) τριανταδύο ετών, και τον υπάκουαν καλά στη χώρα του. Είχε βαφτιστεί με τον ελληνικό τρόπο για να αφαιρέσει τη μυρωδιά, ενώ και η μητέρα του ήταν χριστιανή, όπως μου είπαν»
(C’estoit un tresbeau prince (Karaman) de trente deux ans, et estoit bien obey en son pays. Il avoit este baptise en la loy gregesque pour oter le flair, aussy duquel la mere avoit este crestienne, comme on me dist).
Αναφέρεται επίσης από τον Ιωσήφ Βρυέννιο, Τὰ εὑρεθέντα (Λειψία, 1768), II, 34: ὅθεν καὶ τῶν Ἰσμαηλιτῶν οἱ Σατράπαι, καὶ οἱ πλείους τῶν Ἀρχόντων αὐτῶν, βαπτίζονται τυραννοῦντες τοὺς ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν ἱερεῖς.
- [←169]
-
Ο Bartholomaeus Georgieuiz, ο χριστιανός αιχμάλωτος του 16ου αιώνα που έζησε για πολλά χρόνια ως σκλάβος στην Ανατολία, θυμάται ότι μεταξύ των δελεασμών που πρόφερε ο Τούρκος κύριός του για να τον παρακινήσει να μετατραπεί, ήταν η ομοιότητα των θρησκευτικών πρακτικών μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού. Αυτή περιελάμβανε το βάπτισμα από τους Τούρκους. F. Kidric, Bartholomaeus Geurgieuitz: Biographische und bibliographische Zusammenfassung (Βιέννη-Πράγα-Λειψία, 1920), σελ. 15:
«Τότε, όταν βαπτίζουμε, αυτά τα λόγια διαβάζονται δυνατά: μπίσεμ αλλάχ αλ ραχμάν ελραχίμ, που σημαίνουν στο όνομα του Θεού και τον πλούτο του μεγάλου ελέους και της αγάπης. Ούτε σε αυτό το θέμα διαφέρουμε από τους χριστιανούς, αλλά πιστεύουμε ότι ασκούν μεταξύ τους αυτές τις ειδωλολατρικές λειτουργίες, όπως αναφέρονται σε μια τόσο αμείλικτα κακή θρησκεία»
(Tum ille, nos saepius baptizamur, haec verba recitantes, bisem allah al rahman elrahim: id est, in nomine Dei et misercordiae et misericordiarum, nec hac parte a Christianis differimus, sed quia eos idolatros credimus servitiem in eos exercemus, ut acerbitate malorum a tali religione avocentur).
Ο συνάδελφός μου, Andreas Tietze, πρότεινε ότι αυτό πιθανότατα αναφέρεται σε μουσουλμανικές πλύσεις και όχι στο βάπτισμα. Βλέπε σημ. 16-17 κεφάλαιο 5.
- [←170]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 32. Στο κανονικό δίκαιο του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι μουσουλμάνοι βάφτιζαν τα παιδιά τους ως προφυλακτικό μέτρο κατά της ψείρας, της ελαττωματικής περιτομής και της μυρωδιάς του σώματος. Κουκουλές, Βίος, IV, 55: διὰ νὰ μηδὲν ψειριάζουν καὶ νὰ μηδὲν κακοπαθοῦν εἰς τὴν περιτομὴν καὶ διὰ νὰ μηδὲ βρωμῇ τὸ κορμὶ αὐτῶν.
- [←171]
-
Κουκουλές, Βίος, IV, 54: ἱερεὺς ἐὰν δεχθῇ θυσίαν αἱρετικοῦ ἤ βαπτίσῃ Τούρκου παιδίον … καθαιρείσθω.
- [←172]
-
Calder, Μ.Α.Μ.Α., I, xv. “A Journey round the Proseilemmene”, Klio, X (1910), 233 κ.ε. Σχετικά με την τουρκική ευλάβεια για το αγίασμα, B. Δεληγιάννης, «Ἡ λαϊκὴ λατρεία τῶν Κουβουκλίων», Μ.Χ., VI (1955), 200-201.
- [←173]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 30-31, 206. E. Pears, Turkey and its People (Λονδίνο 1911), σελ. 79. Βακαλόπουλος, «Ἱστορικὲς παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων προσφύγων τοῦ Σογιούτ», Πρόσφορα εἰς Στίλπωνα Π. Κυριακίδην (Θεσσαλονίκη, 1953), σελ. 79. Ο Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 57, δείχνει ότι οι χριστιανοί το χρησιμοποίησαν με αποτρεπτικό τρόπο εναντίον των μουσουλμάνων.
- [←174]
-
Machairas, Chronique de Chypre, επιμ. E. MiΙΙer and C. Sathas (Παρίσι, 1882), II, 60: Καὶ θέλει εἶσταιν βαρετὸν εἰς ἐκείνους ὅπου γροικοῦσιν νὰ ξηγηθῶ καταληπτῶς τὰ καθημερινὰ θαύματα τὰ πολομᾷ ἡ αὐτὴ εἰκόνα καὶ πῶς εἰς τ᾿ ὅρωμαν τοῦ Καραμάνου τοῦ μεγάλου τοῦ κυροῦ τοῦ Μαχομὲτ Μπαχιὰ καὶ ἐτύφλωσέν τον, καὶ ἔμεινεν στραβὸς ἡμέρες πολλές, καὶ ἑμολόγησεν πῶς μία ἀρχόντισσα ἀπὲ τὸ Κουρίκος ἔδωκέν του κατἄμματα καὶ ἐτυφλῶσεν τον, καὶ ἦτον πληροφορία τῆς εἰκόνος τὰ φοβερὰ θαύματα· ἐσήκωσεν τὸ φουσάτον του καὶ ἐποῖκεν πολλὰς λαμπάδας [κερένας χοντρὲς] καὶ γʹ καντήλες ἀργυρὲς ὁποῦ ᾿κρέμουνταν ὀμπρός τής, καὶ [πολλὲς γέρνες λάδιν,] καὶ ἐποῖκεν λυγχναψίαν καὶ ἐψάλλαν ὅλη νύκτα· καὶ πισαυρίου ἐσυναλεῖψαν πὰνπάκιν ἀπὲ τὴν εἰκόναν καὶ ἔβαλάν το εἰς τὰ ᾿μμάτιά του καὶ παραῦτα ἐγίανεν. Καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα. Για παραδείγματα της ίδιας πρακτικής μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών της δυτικής Ανατολίας τον 19ο και 20ό αιώνα, Ν. E. Μηλιώρης, «Ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ τῶν Βουρλῶν σύμμικτα», Μ.Χ. VI (1955), 226-227. Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού στις 15 Αυγούστου, οι πιστοί περνούσαν κάτω από τις εικόνες και έτριβαν κομμάτια βαμβακιού στα μάτια τους.
- [←175]
-
Hasluck, Christianity and Islam, I, 66. J. Fallmereyer, Fragmente aus dem Orient (Στουτγκάρδη, 1877), σελ. 121.
- [←176]
-
Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 95. Για άλλα παραδείγματα αποδοχής των εικόνων και των δυνάμεών τους από τους Τούρκους, Hasluck, Christianity and Islam, I, 41, 53-54.
- [←177]
-
Hasluck, Christianity and Islam, II, 384-386.
- [←178]
-
Ρ. Rycaut, The Present State of the Greek and Armenian Churches Anno Christi 1678 (Λονδίνο, 1679), σελ. 371-373.
- [←179]
-
Το φαινόμενο καταγράφηκε από Σ. Χωλόπουλος, «Μονογραφικὴ ἱστορία Ζήλης ἤ Συλάτας», Ξενοφάνης, II (1905), 206.
- [←180]
-
Cumont, “L’archeveché de Pedachtoe et le sacrifice du faon”, Byzantion, VI (1931), 521-533. Kyriakides, «Θυσία ἐλάφου ἐv νεοελληνικοῖς συναξαρίοις», Λαογραφία, VI (1917), 189-215.
- [←181]
-
Σιγάλας, « Διασκευή», σελ. 333-334.
- [←182]
-
Κουκουλές, Βίος ΙΙ 158. Ράλλης και Ποτλής, III, 465-466. Hasluck, Christianity and Islam, I, 261, για περαιτέρω αναφορές στη θυσία πετεινών στα ορυχεία από τους Έλληνες μεταλλωρύχους κ.λπ.
- [←183]
-
J. Karst, Sempadischer Kodex aus dem 13. Jahrhundert in Verbindung mit dem grossarmenischen Rechtsbuch nach der venediger und der etschmiadziner Version unter Zuruckführung auf seine Quellen (Στρασβούργο, 1905), I, 59, II, 38-39.
- [←184]
-
Bartholomaeus Georgieuiz-Goughe στην ενότητα «Ο τρόπος της θυσίας τους».
- [←185]
-
Για το μερίδιο του ιερέα, το δερματικόν, στην ειδωλολατρική αρχαιότητα, βλέπε τις ελληνικές επιγραφές της προχριστιανικής εποχής, E. Schwyzer, Dialectorum Graecarum exempla epigraphica potiora (Λειψία, 1923), αριθ. 168, 366, 695, 721, 728, 729, 808, 811. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το μερίδιο του ιερέα αντιστοιχεί γενικά με εκείνο που περιγράφει ο Bartholomaeus για τους Τούρκους «ιερείς». Βλέπε ειδικά τα άρθρα “Dermatikon” και “Opfer”, στο P. W. Οι Έλληνες των Φαράσων στην ανατολική Μικρά Ασία πραγματοποιούσαν ακόμη αυτές τις θυσίες (κουρμπάνια) στις αρχές του 20ού αιώνα, Δ. Λουκόπουλος και Δ. Πετρόπουλος, Ἡ λαϊκὴ λατρεία τῶν Φαράσων (Αθήναι, 1949), σελ. 21, 44-49. Tηρούσαν την ακριβή κατανομή των τμημάτων του θυσιασμένου θηρίου όπως τηρείται μεταξύ των Τούρκων από τον Bartholomaeus, δηλαδή μερίδες δίνονταν στους φτωχούς, ο ιερέας έπαιρνε το δέρμα, το κεφάλι, τα πόδια και το δεξί μέρος κ.λπ. Στα Φάρασα χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική λέξη θάλι (από τη Θάλεια, συμπόσιο των Θεών), και χρησιμοποιούσαν κεριά, θυμίαμα, και ένα στέμμα από αμπέλια για το ζώο, το οποίο ήταν επίσης γεμάτο με λουλούδια. Για τη θυσία ζώων από τους Έλληνες χριστιανούς της Θράκης στις αρχές του αιώνα, Γ. Μέγας, «Θυσία ταύρων καὶ κριῶν ἐν τῇ βορειοανατολικῇ Θράκῃ», Λαογραφία, III (1911), 148-171, Ζητήματα ελληνικής λαογραφίας (Αθήναι, 1950), III, 27-29.
- [←186]
-
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ισταμπούλ υπάρχει επιγραφή, με χρονολογία 860, η οποία καταγράφει τη φύτευση κυπαρισσιών στον τάφο σημαντικού βυζαντινού αξιωματούχου, C. Mango. “The Funeral Tree”, Archaeology, III (1950), 140-141. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, I, iii, 6. Ο Θουκυδίδης αναφέρει στον Επιτάφιο Περικλέους, ότι το ξύλο του κυπαρισσιού το χρησιμοποιούσαν για το φέρετρο των άγνωστων νεκρών.
- [←187]
-
Pliny, Natural History, XXXV, 6. Για το θέμα, Hasluck, Christianity and Islam, II 671-687.
- [←188]
-
Κουκουλές, Βίος IV, 105. Για βυζαντινά έθιμα που συνόδευαν τη γέννηση, το βάπτισμα, τον γάμο, Γ. Σπυριδάκης, Τὰ κατὰ τὴν γέννησιν, τὴν βάπτισιν καὶ τὸν γάμον ἔθιμα τῶν Βυζαντινῶν ἐκ τῶν ἁγιολογικῶν πηγῶν (Αθήναι, 1953). Κ. Ιατρίδης, «Ἡ μνηστεία ἐν Βουρδουρίῳ ἄλλοτε καὶ νῦν», Ξενοφάνης III (1905), 72-82, 165-171, 201-211, 272-278, 335-342.
- [←189]
-
Tietze, “Anat. Turkisch.”, σελ. 244: «το μπάνιο της νύφης το βράδυ πριν το βράδυ του γάμου» (das Bad der Braut in der Nacht vor der Hoch-zeitsnacht).
- [←190]
-
Κουκουλές, Βίος IV, 92-93. Tietze, “Anat. Turkisch.”, σελ. 221-222: «κινείται και προσκαλεί στον γάμο» (herumziehen und zur Hochzeit einladen). Ο Tietze καταγράφει επίσης τη χρήση της ελληνικής λέξης σκούφια με τη μορφή uskuf, στις περιοχές του Μπουρντούρ και του Κίρσεχιρ ως ένδειξη του στολιδιού της νύφης. Επίσης κουκούλα ως kukul στη Γκουμούσχανε σημαίνει νυφικό καπέλο, 239-240, 227.
- [←191]
-
Κουκουλές, Βίος IV, passim.
- [←192]
-
Brehier, Les institutions de l’empire byzantin (Παρίσι, 1949), σελ. 30-31.
- [←193]
-
Κουκουλές, Βίος IV, 146. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, I, 214-215.
- [←194]
-
Κουκουλές, Βίος IV, 146.
- [←195]
-
Νικήτας Χωνιάτης, 192.
- [←196]
-
Για άλλες τέτοιες συσχετίσεις της αγάπης με το μήλο, το τριαντάφυλλο και γενικά με τα φρούτα: Danishmendname-Melikoff, I, 169, 208. II, 101, 129. Eflaki-Huart, II, 7, 14-15. Νικήτας Χωνιάτης, 183. Ψελλός-Σάθας, M.B., V, 321. Κουκουλές, Βίος, IV, 104. Ο Eflaki-Huart, I, 353, αναφέρει το έθιμο της παρασκευής ζαχαρωμένων αμυγδάλων για γάμους, πρακτική που είναι επίσης κοινή στους ελληνικούς γάμους.
- [←197]
-
Για λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν την τελετή, Κουκουλές, Βίος IV, 134-136. Heisenberg, Aus der Geschichte und Literatur der Palaeologenzeit, Sitz. der bayer. Akad. Phil-hist. Kl. Abhand., X (1920), 90, 92-93, 109. Andreeva, “Sur la ceremonie de la prokypsis”, Seminarium Kondakovianum, I (1927), 157 κ.ε.
- [←198]
-
Καντακουζηνός, II, 587-588.
- [←199]
-
Eflaki-Huart, II, 291.
- [←200]
-
Στο ίδιο, I, 429, όπου «πουλο» που είναι το επίθημα που σημαίνει «απόγονος» ή «παιδί».
- [←201]
-
Tietze, “Anat. Turkisch.”, 233. Για την τελευταία λέξη στους βυζαντινούς χρόνους, Κουκουλές, Βίος, IV, 29.
- [←202]
-
Π. Ελευθερίου, «Πραγματεία περὶ τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων τῆς κωμοπόλεως Λιβισίου κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους», Ξενοφάνης, IV (1907), 178. Για τις πρακτικές των tuzlamak και sulamak, O. Acipayanli, Türkiye’de doğumla ilgili âdet ve inanmaların etnolojik etüdü (Ερζερούμ, 1961), σελ. 56-57. Είμαι ευγνώμων για την καλοσύνη του συναδέλφου μου Andreas Tietze για αυτήν την τελευταία αναφορά.
- [←203]
-
Κουκουλές, Βίος IV, 28-29, 50.
- [←204]
-
Η βιβλιογραφία για αυτό το θέμα είναι σημαντική και δεν γίνεται καμία προσπάθεια εδώ να συμπεριληφθεί τίποτε πέρα από μια δειγματοληψία της. A. Σ. Αλεκτορίδης, «Ἄσματα Καππαδοκικά», Δ.I.Ε.Ε.Ε. I (1883), 712-728. Μέγας, «Παλαιά ἱστορικὰ τραγούδια τοῦ Πόντου», Λαογραφία, XVII (1957-58), 373-382. Λαμψίδης, «Τὸ ἀκριτικὸν ἔπος καὶ τὸ ᾄσμα τοῦ Γαβρᾶ», Ἀρχεῖον Πόντου, XXIII (1959), 33-38. Δ. Κ. Παπαδόπουλος, «Ποικίλα ᾄσματα του χωρίου Σταυρίν», Ἀρχεῖον Πόντου, XI (1941), 29, αριθ. 4.
- [←205]
-
Αλεκτορίδης, «Ἄσματα», passim. Σ. Ιωαννίδης, Ὁ Βασίλειος Διγενῆς Ἀκρίτης (Κωνσταντινούπολη, 1887).
- [←206]
-
Ιωαννίδης, Βασίλειος, σελ. 26.
- [←207]
-
Κυριακίδης, «Τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ καὶ τὸ Τουρκικὸν λαϊκὸν μυθιστόρημα τοῦ Κιόρογλου», Ἑλληνικά, XVII (1962), 252-260. “Elements historiques byzantins dans le roman epique turc de Seyyid Battal”, Byzantion, XI (1936), 563-570. Gregoire, “L’epopee byzantine et ses rapports avec l’epopee turque”, Bulletin de la classe des lettres et des sciences morales et politiques de l’Academie Royale de Belgique 1931, τομ. XVII (1932), αριθ. 12, 5η σειρά, σελ. 463 κ.ε. T. Alangu, “Bizans ve Türk kahramanlık eposlarının cıkısi üzerine”, Türk Dili, II (1953), 541-557. A. Bombaci, Storia della letteratura turca dall’antico impero all’odierna Turchia (Μιλάνο, 1956), σελ. 209-225. F. Iz, “Dede Korkut”, EI2. E. Rossi, Il “Kitab-i Dedi Qorqut”, Racconti epico-cavallereschi dei Turchi Oguz tradetti e annotati con “facsimile” del ms. vat. turco 102, Studi i Testi, CLIX (Βατικανό, 1952). P. N. Boratav, “Dede Korkut Hikâyelerindeki Tarihi Olaylar ve Kitabın Te’lif Tarihi”, T.M., XIII (1958), 31-62. “Köroğlu”, I.Α., VI. Halk Hikayeleri ve Halk Hikayeciliği (Άγκυρα, 1946). Köroğlu destani (Ισταμπούλ, 1931). A. Chodzko, Specimens of the Popular Poetry of Persia as Found in the Adventures and Improvisations of Kurroglou, and in the Songs of the People Inhabiting the Shores of the Caspian Sea. Orally Collected with Notes (Λονδίνο, 1842). Melikoff, “al-Battal”, EI2.