<-5. Εξισλαμισμός | 7. Το βυζαντινό κατάλοιπο στην τουρκική Ανατολία-> |
6. Η απώλεια της βυζαντινής Μικράς Ασίας και ο βυζαντινός κόσμος
Αιτίες και επιπτώσεις της απώλειας
Η απώλεια της Ανατολίας στους Τούρκους υπήρξε απόλυτη καταστροφή για την αυτοκρατορία επειδή, με την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης, η διαδικασία με την οποία το Ισλάμ είχε αρχίσει να καταβροχθίζει το Βυζάντιο τον 7ο αιώνα ξεκινούσε και πάλι. Κάθε μελέτη που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει τη βυζαντινή παρακμή στη Μικρά Ασία, είναι απαραίτητο να λαμβάνει υπόψη τους λόγους της απώλειας αυτής της μεγάλης χερσονήσου και τις επιπτώσεις αυτής της απώλειας. Καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων κατά τους οποίους οι Τούρκοι κατακτούσαν ενεργά την περιοχή, ένας συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων οδηγούσε στην ήττα των Βυζαντινών. Τον 11ο αιώνα η διαμάχη της βυζαντινής γραφειοκρατικής τάξης με τους μεγιστάνες-στρατιωτικούς αριστοκράτες των επαρχιών (ιδιαίτερα στην Ανατολία) υπήρξε η κρίσιμη εξέλιξη. Όχι μόνο παρέλυσε τη βυζαντινή πολιτική ζωή με τις ατελείωτες μηχανορραφίες και εξεγέρσεις της, αλλά κατέστρεψε τους στρατούς της Ανατολίας και έφερε μέσα τους Τουρκμένους ως μισθοφόρους στρατιώτες. Ταυτόχρονα η μεταφύτευση αρμενικών πληθυσμών στα ανατολικά θέματα της βυζαντινής Ανατολίας ενόψει των εισβολών των Σελτζούκων προκάλεσε περαιτέρω δυσκολίες. Αυτοί οι Αρμένιοι ήσαν συχνά εχθρικοί προς τη βυζαντινή κυβέρνηση και προς τους Έλληνες και Σύριους γείτονές τους στη νέα πατρίδα. Η πολιτική δυσαρέσκεια επιδεινωνόταν από τον θρησκευτικό ανταγωνισμό. Η Αρμενική εκκλησία δεν είχε συμφωνήσει με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος και έτσι βρισκόταν στην ίδια κατηγορία με τις εκκλησίες των Κοπτών και των Ιακωβιτών. Το Βυζάντιο αντιμετώπιζε μια κατάσταση στην Ανατολία του 11ου αιώνα, η οποία έμοιαζε κάπως με την κατάσταση των Συρο-Αιγυπτιακών επαρχιών την παραμονή της αραβικής κατάκτησης κατά τον 7ο αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα η βυζαντινή κυβέρνηση και εκκλησία προσπαθούσαν να επιβάλουν την εκκλησιαστική ένωση στους Αρμένιους και τους Σύριους. Αυτή η θρησκευτική και πολιτική εχθρότητα Ελλήνων, Αρμενίων και Συρίων στις περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας ολοκλήρωνε την αποδιοργάνωση των βυζαντινών περιοχών, ακριβώς την κρίσιμη στιγμή που η τουρκική πίεση άρχιζε να κορυφώνεται. Κάποιες φορές τα ελληνικά στρατεύματα είχαν τόσα να φοβούνται από τους Αρμένιους στρατιώτες, όσα έπρεπε να φοβούνται από τους ίδιους τους Τούρκους, ενώ πολλοί Αρμένιοι προσχωρούσαν στους Τούρκους που εισέβαλλαν. Μεταξύ των δύο ομάδων είχε καταλήξει να επικρατεί κάτι που έμοιαζε με κατάσταση ακήρυχτου πολέμου.
Η εσωτερική αποσύνθεση συνέπιπτε με αυξανόμενη επιπλοκή των Βυζαντινών εξωτερικών σχέσεων. Είναι αλήθεια ότι οι Νορμανδοί που εγκαταστάθηκαν στη Σικελία και τη νότια Ιταλία δεν ήσαν τόσο πολυάριθμοι όσο οι Τουρκμένοι που ξεχύθηκαν στην Ανατολία, αλλά οι πολιτικές προσδοκίες και επιθυμίες τους ήσαν πολύ πιο φιλόδοξες στην αρχή. Οι οπαδοί του Ζισκάρ δεν ήσαν νομάδες άνδρες φυλών που αναζητούσαν απλώς λεία και βοσκοτόπια, αλλά έλπιζαν να καταλάβουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη και να αναλάβουν την αυτοκρατορία. Ήσαν πολύ πιο επικίνδυνη απειλή για την έδρα της αυτοκρατορίας απ’ όσο οι Τούρκοι εισβολείς κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Οι βαλκανικές επαρχίες καταστρέφονταν ομοίως από τις ολέθριες επιδρομές Πατζινάκων και Ούζων, ενώ στη συνέχεια διαλύθηκαν από την ίδρυση και ανάπτυξη βαλκανικών κρατών.
Στο εξής οι ξένες πιέσεις στην αυτοκρατορία από αυτές τις τρεις κατευθύνσεις θα ήσαν αδιάκοπες. Οι Βυζαντινοί εύρισκαν τους εαυτούς τους επιβαρυνόμενους με τη διατήρηση τριών μετώπων άμυνας, τα οποία απαιτούσαν μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις και δαπάνες απ’ όσες στο παρελθόν. Καθώς η ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό και χρήμα επεκτεινόταν ξαφνικά, οι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι συρρικνώνονταν δραστικά. Οι αυτοκράτορες του 12ου αιώνα έπρεπε να αναπτύξουν τις πολιτικές τους σε αυτό το πλαίσιο της αυξανόμενης ξένης πίεσης και μειούμενης εσωτερικής αντοχής. Η τύχη της βυζαντινής Ανατολίας τον 12ο αιώνα καθοριζόταν εν μέρει από αυτήν την κατάσταση. Όσο ο Αλέξιος Κομνηνός έπρεπε να αντιμετωπίζει τους νομάδες των Βαλκανίων και ιδιαίτερα τον νορμανδικό κίνδυνο στη δυτική Ελλάδα, δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσε να κάνει εναντίον των Τούρκων της Ανατολίας. Όταν όμως ηττήθηκαν οι Νορμανδοί, ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην κατάσταση της Ανατολίας και με τη βοήθεια των σταυροφόρων της Πρώτης Σταυροφορίας κατάφερε να σώσει σημαντικές επαρχίες στην Ανατολία από τους Τούρκους. Ο Ιωάννης Β’ επικέντρωνε ιδιαίτερα την προσοχή του στους τουρκικούς πολέμους και έτσι μπόρεσε να σταθεροποιήσει την ανακατάκτηση που είχε επιτύχει ο πατέρας του. Όμως ο Μανουήλ Α΄ ασχολούνταν τόσο πολύ με τις δυτικές υποθέσεις, που χαλάρωνε τις ελληνικές προσπάθειες στη Μικρά Ασία προς όφελος του σουλτάνου του Ικονίου. Όταν πέθανε, οι βυζαντινές επαρχίες στην Ανατολία διαλύθηκαν ραγδαία σε μια εκπληκτική διαδοχή εξεγέρσεων, τουρκικών επιδρομών και αρμενικού αυτονομισμού. Παραδόξως η επιτυχία των Δυτικών στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ήταν εκείνη η οποία παρέτεινε την ελληνική κυριαρχία στη Δυτική Μικρά Ασία καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα, επειδή με την απέλαση τους από την Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες αναγκάστηκαν να δώσουν περισσότερη προσοχή στις υποθέσεις της Ανατολίας. Όμως η έννοια της αυτοκρατορίας συνδεόταν άρρηκτα με την Κωνσταντινούπολη και έτσι οι προσπάθειες των Λασκαριδών στη Βιθυνία είχαν ως απώτερο στόχο την ανάκτηση της πόλης. Αυτό με τη σειρά του απαιτούσε αυξημένη ενασχόληση με ανακατακτήσεις στα Βαλκάνια και λατινικές σταυροφορίες. Με την επανείσοδο του Μιχαήλ Η’ στην Κωνσταντινούπολη, η βυζαντινή Ανατολία υποβιβαζόταν και πάλι σε θέση δευτερεύοντος ενδιαφέροντος. Όχι μόνο παραμελήθηκε, αλλά η ικανότητα και η βούλησή της να αντισταθεί στους Τούρκους υπονομεύτηκαν συστηματικά, με τρόπο που θύμιζε τα γεγονότα του 11ου αιώνα.
Ενώ οι προσπάθειες των Βυζαντινών ταλαντεύονταν μεταξύ Μικράς Ασίας και Βαλκανίων, οι Τούρκοι εισβολείς επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στη Μικρά Ασία, παγιώνοντας πρώτα τα κέρδη τους και στη συνέχεια εκδιώκοντας την ελληνική εξουσία από τις παράκτιες περιοχές. Ταυτόχρονα ο αριθμός των φυλών Τουρκμένων αυξανόταν σταθερά καθώς περιπλανιούνταν στην Ανατολία, όπου συχνά εγκαθίσταντο στα σύνορα. Ο αριθμός του μουσουλμανικού πληθυσμού αυξανόταν από τη μετανάστευση Αράβων, Περσών και Τούρκων από τη Μέση Ανατολή, αλλά ιδιαίτερα από τη σταθερά αυξανόμενη παλίρροια του θρησκευτικού προσηλυτισμού.
Δεδομένης της γεωγραφικής έκτασης των βυζαντινών πολιτικών συμφερόντων και φιλοδοξιών, είναι σαφές ότι οι βυζαντινοί πόροι δεν ήσαν αρκετοί για να διατηρήσουν την προηγούμενη υπερηφάνεια της αυτοκρατορίας. Η απώλεια της Ανατολίας το καθιστούσε αδύνατο.
Το Βυζάντιο μειώθηκε αρχικά σε δύναμη δεύτερης κατηγορίας λόγω αυτής της απώλειας. Αν και οι μεγαλοπρεπείς τελετές του παρελθόντος τηρούνταν συχνά στην αυλή και στην πρωτεύουσα, ήσαν μορφές χωρίς νόημα, που σε καμία περίπτωση δεν κάλυπταν τη νεότερη και πιο βλοσυρή πραγματικότητα: η αυτοκρατορία ήταν απλώς ένα από πολλά μικρότερα βαλκανικά κράτη. Αυτή η απώλεια της Ανατολίας είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η τουρκική κατάκτηση της Μικράς Ασίας στερούσε την αυτοκρατορία από τις σημαντικότερες πηγές του ανθρώπινου δυναμικού της. Ως η πιο πυκνοκατοικημένη ανατολική επαρχία, πρώτα της Ρωμαϊκής και στη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έγινε το κύριο στρατιωτικό έδαφος στρατολόγησης μετά την απώλεια μεγάλου μέρους των Βαλκανίων στους Σλάβους τον 7ο αιώνα. Οι Έλληνες και Αρμένιοι στρατιώτες της Ανατολίας αποτέλεσαν τη βάση εκείνων των στρατών που είχαν σταματήσει τις αραβικές προελάσεις τον 7ο και 8ο αιώνα και στη συνέχεια έφεραν τον αγώνα στη Συρία. Η πολεμική υπερηφάνεια και η δόξα αυτών των στρατιωτών της Ανατολίας αντικατοπτρίζονται στην ιστορία των αριστοκρατικών οικογενειών της Ανατολίας, στους θρύλους που διαιωνίζονται στο έπος του Διγενή Ακρίτα και σε άλλη λαϊκή λογοτεχνία. Η συνεισφορά σε ναυτικό των παραθαλάσσιων περιοχών της Ανατολίας ήταν επίσης ιδιαίτερης σημασίας και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το Βυζάντιο κατέληξε να εξαρτάται από την ενετική ναυτική δύναμη μόνο μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ.
Τα γεγονότα του 11ου αιώνα θα είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του Βυζαντίου σε κατώτερη πολιτική θέση για οικονομικούς και μόνο λόγους. Οι τουρκικές επιδρομές και η κατάληψη είχαν, κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ (1078-81), στερήσει εντελώς την Κωνσταντινούπολη από τα πλούσια φορολογικά έσοδα της Ανατολίας.1 Μετά τις μερικές ανακαταλήψεις των Κομνηνών αναλήφθηκαν έντονες προσπάθειες για τον επανεποικισμό της Δυτικής Ανατολίας, προκειμένου να προκύψουν έσοδα για το κεντρικό ταμείο. Όμως οι συνεχείς τουρκικές επιδρομές εμπόδιζαν σοβαρά τόσο τον επανεποικισμό, όσο και την εκ νέου παραγωγή φόρων. Η αναταραχή και στη συνέχεια η απώλεια της Ανατολίας τον 11ο αιώνα συμπίπτουν με την περαιτέρω και απότομη υποβάθμιση του βυζαντινού χρυσού νομίσματος κατά τις βασιλείες των Μιχαήλ Ζ’ και Νικηφόρου Γ΄.2 Αυτή η νομισματική παρακμή αποτελεί, αναμφίβολα, εν μέρει αντανάκλαση της οικονομικής απώλειας, που υφίστατο το Βυζάντιο ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατοχής της χερσονήσου. Η Ανατολία είχε επίσης αποτελέσει τον πλουσιότερη γεωργική και ποιμενική περιοχή της αυτοκρατορίας πριν από την απώλειά της. Τα σιτηρά, τα φρούτα και τα ζώα της ήσαν σημαντικά όχι μόνο για την τροφοδοσία της πρωτεύουσας, αλλά και απαραίτητα για τη χερσόνησο της Κριμαίας και ενίοτε για την Αίγυπτο. Τα ορυχεία, οι τοπικές βιοτεχνίες, το εμπόριο και οι βιομηχανίες ήσαν επίσης παραγωγικές και ο οικονομικός πλούτος της Ανατολίας ήταν η ουσιαστική βάση κάτω από την προσωρινή λάμψη της Νικαίας και της Κόνυα του 13ου αιώνα. Από όλες τις βυζαντινές επαρχίες, καμία δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Ανατολία ως πηγή οικονομικού πλούτου. Πολιτικά και στρατιωτικά η Ανατολία χρησίμευε ως τεράστιο ανάχωμα, που προστάτευε την Κωνσταντινούπολη από το μαχητικό Ισλάμ. Η ήττα στο Μαντζικέρτ αφαίρεσε αμέσως το ανάχωμα και έφερε τον παραδοσιακό εχθρό στο κατώφλι της πρωτεύουσας. Η τουρκική κατάκτηση ήταν σχεδόν τόσο καταστροφική για την ελληνική εκκλησία όσο και για την αυτοκρατορία. Η εκκλησία έχασε μεγάλο μέρος του ποιμνίου της και υπήρξε μάρτυρας της μείωσης των σημαντικότερων μητροπολιτικών και επισκοπικών της εδρών. Τα μεγάλα μοναστηριακά κέντρα της Ανατολίας εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και η εκκλησία εξαθλιώθηκε, χάνοντας τα περισσότερα από τα έσοδα και τις περιουσίες της στους Τούρκους.
Η τουρκική κυριαρχία ήταν εξίσου μοιραία για τον ελληνικό πληθυσμό της χερσονήσου, ο οποίος εξισλαμίστηκε και εκτουρκίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Ο Άραβας ιστορικός Ιμπν Χαλντούν, ο οποίος μελετούσε τα περίπλοκα ζητήματα της πολιτιστικής αλλαγής, παρέκτεινε ορισμένους «νόμους» από ιστορικά γεγονότα, που φαίνονται να είναι σχετικοί. Δεν πρέπει να υπονοούμε ότι τα γεγονότα στην Ανατολία καθορίζονται εδώ με αυτόν τον «νόμο» του Ιμπν Χαλντούν, αλλά τα γεγονότα φαίνεται να συμπίπτουν με τις γενικεύσεις του Ιμπν Χαλντούν. «Ο νικημένος», έλεγε, «θέλει πάντοτε να μιμηθεί τον νικητή στα διακριτικά του σημάδια, στην ενδυμασία του, στο επάγγελμά του και σε όλες τις άλλες συνθήκες και έθιμα».3 Επιπλέον, «ένα έθνος που έχει ηττηθεί και περνάει κάτω από την εξουσία άλλου έθνους, θα χαθεί γρήγορα».4 Ο Ιμπν Χαλντούν παρατηρούσε ότι οι κατακτημένοι λαοί μιμούνταν συχνά τη θρησκεία, τη γλώσσα, την ενδυμασία, τα όπλα, την ίππευση και τα έθιμα των κατακτητών. Οι κατακτημένοι παρακινούνται από διάφορους παράγοντες να το κάνουν αυτό, γιατί υποθέτουν ότι οι νικητές έχουν κατακτήσει λόγω της τελειότητάς τους, λόγω της υπεροχής των εθίμων και των τρόπων τους. Έτσι το γεγονός της στρατιωτικής και πολιτικής νίκης εμποτίζει τις κοινωνικές και πολιτιστικές μορφές των κατακτητών με ένα χάρισμα και μια ελκυστικότητα που αφαιρούνται από τις αντίστοιχες μορφές των κατακτημένων. Ο Άραβας ιστορικός αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα την εγκυρότητα του γνωστού ρητού «cuius regio eius religio». Οι απλοί άνθρωποι ακολουθούν τη θρησκεία του ηγεμόνα.5 Ο νόμος του Ιμπν Χαλντούν για τη θρησκευτική αλλαγή ήταν παράλληλος με εκείνους της γλωσσικής αλλαγής:
Οι διάλεκτοι του αστικού πληθυσμού ακολουθούν τη γλώσσα του έθνους ή φυλής που έχει τον έλεγχο [των εν λόγω πόλεων] ή τις έχει ιδρύσει.6
Αυτή η απάθεια και απογοήτευση αποτυπώνονται στην υποτιθέμενη συνομιλία μεταξύ του Ορχάν και του χριστιανού εκπροσώπου της Προύσας μετά τη συνθηκολόγηση της πόλης και όταν ο σουλτάνος ρώτησε γιατί τελικά παραδόθηκαν οι Έλληνες. Η απάντηση του Έλληνα ήταν συνδυασμός ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και φιλοσοφικών γενικοτήτων. Παρατήρησε ότι ενώ η τουρκική δύναμη αυξανόταν καθημερινά, εκείνη των Ελλήνων μειωνόταν. Επιπλέον ο Οσμάν είχε κατασκευάσει οχυρά στα περίχωρα, είχε καταλάβει τα χωριά, και έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να προμηθεύονται, και παρόλο που ο Έλληνας κυβερνήτης είχε χρήματα για προμήθειες και στρατεύματα, αρνούνταν να τα ξοδέψει. Κατά συνέπεια τα τείχη της Προύσας είχαν γίνει φυλακή για τους χριστιανούς που λιμοκτονούσαν και πέθαιναν. Τελικά, συλλογιζόταν ο Έλληνας, ο κόσμος είναι γεμάτος από αλλαγές και μια τέτοια αλλαγή είχε καταβάλει τους Έλληνες.7 Έτσι οι Έλληνες αφομοιώνονταν σε μεγάλο βαθμό από τον εξισλαμισμό που συνοδευόταν από εκτουρκισμό, ενώ ακόμη και εκείνοι οι χριστιανοί των πόλεων που δεν είχαν αλλαξοπιστήσει, είχαν εκτουρκιστεί γλωσσικά σύμφωνα με τον «νόμο» του Ιμπν Χαλντούν.8 Οι Έλληνες χριστιανοί που είχαν παραμείνει σε απομονωμένα χωριά φαίνεται ότι είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας.
Οι ιστορικές αναμνήσεις των χριστιανών συχνά αργούσαν να πεθάνουν. Για παράδειγμα, οι χριστιανοί της Μελιτηνής και άλλων πόλεων περίμεναν με αγωνία την άφιξη του Ιωάννη Β’ και των στρατών του.9 Οι μοναχοί των τρωγλοδυτικών μοναστηριακών κοινοτήτων φαίνεται ότι είχαν διατηρήσει τη μνήμη των Ελλήνων αυτοκρατόρων.10 Η μνήμη του Ιωάννη Δ΄ Βατάτζη παρέμενε ζωντανή ανάμεσα στους Έλληνες αγρότες των περιοχών του Μαιάνδρου μέχρι τον 19ο αιώνα.11 Τέλος είναι ενδιαφέρον ότι το πρώτο χειρόγραφο του έπους Διγενής Ακρίτας ανακαλύφθηκε στην Ανατολία κατά τον 19ο αιώνα και ότι μεγάλο μέρος της βυζαντινής λαογραφίας διασωζόταν εκεί.12 Όμως το τουρκικό Ισλάμ, λόγω της πολιτικής και κοινωνικής ανωτερότητάς του, διάβρωνε σταδιακά αυτά τα συναισθήματα. Η κατάκτηση όχι μόνο δημιουργούσε σεβασμό για τα τουρκικά έθιμα μεταξύ των κατοίκων, αλλά προκαλούσε μια απάθεια, η οποία, όπως λέει ο Ιμπν Χαλντούν,
καταλαμβάνει τους ανθρώπους όταν χάνουν τον έλεγχο των δικών τους υποθέσεων και μέσω της υποδούλωσης γίνονται όργανα άλλων και εξαρτώνται από αυτούς. Η ελπίδα μειώνεται και εξασθενεί.13
Οι χριστιανοί της Ανατολίας απομονώνονταν από τον καρδιακό παλμό και το κύριο ρεύμα του δικού τους πολιτισμού, ενώ με την πάροδο του χρόνου οι ιστορικές αναμνήσεις γίνονταν όλο και πιο αχνές. Έτσι οι Έλληνες χριστιανοί υπέκυπταν σε πολιτιστική αλλαγή.
Μια άλλη επίδραση της απώλειας της Ανατολίας επί των Βυζαντινών ήταν ότι στο εξής δινόταν περισσότερη προσοχή στα ευρωπαϊκά εδάφη. Την εποχή του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος η Πελοπόννησος ήταν τόσο σημαντική, που εκείνος την έκανε κέντρο των μεταρρυθμίσεων που πρότεινε.14 Γινόταν τώρα το κέντρο της ελληνικής αίσθησης και το εκκρεμές της ιστορίας επέστρεφε στην αφετηρία του. Η μακρά ιστορική διαδικασία που είχε εξαπλώσει τον ελληνισμό προς τα ανατολικά στη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Συρία, και είχε αρχίσει τότε να υποχωρεί με τις αραβικές κατακτήσεις, τώρα αντιστρεφόταν εντελώς.
Βυζαντινοί προβληματισμοί και αντιδράσεις για την απώλεια της Ανατολίας
Η βυζαντινή λογοτεχνία της εποχής αντανακλά εν μέρει το τραύμα που προκάλεσε στον βυζαντινό πολιτισμό η απώλεια της Ανατολίας. Αυτή η βιβλιογραφία ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν ιστορικών και χρονικογράφων, αν και πιο αποκαλυπτικά ως προς την έκταση του τραύματος είναι τα κείμενα λογοτεχνών και θεολόγων, επαγγελματικός στόχος των οποίων δεν ήταν εκείνος της καταγραφής της ιστορίας της αυτοκρατορίας. Ο λογοτεχνικός προβληματισμός για την απώλεια της Ανατολίας εντάχθηκε πολύ συχνά στη λογοτεχνία της αποσύνθεσης και της παρακμής, έτσι ώστε συχνά αυτό το σώμα λογοτεχνίας να αναφέρεται στη Μικρά Ασία καθώς και στην αυτοκρατορία γενικά.15 Λογοτεχνικά είδη που γίνονταν όλο και πιο συχνά ήσαν οι θρήνοι και οι λόγοι (ομιλίες που υποτίθεται ότι εξηγούσαν την προέλευση των πολλών κακών που μάστιζαν την αυτοκρατορία). Από πολλές απόψεις η πιο εντυπωσιακή αντανάκλαση της ταραχής που προκάλεσε η απώλεια της Μικράς Ασίας στον βυζαντινό κόσμο παρουσιάζεται από τα γραπτά του Βυζαντινού αξιωματούχου και διανοούμενου Θεόδωρου Μετοχίτη.16 Αν και δεν καταγόταν από την Ανατολία, ο Μετοχίτης πέρασε ένα μέρος των διαμορφωτικών ετών της ζωής του στην Ανατολία και διατηρούσε ισχυρή προσκόλληση σε αυτές τις ανατολικές περιοχές. Ως σημαντικός αξιωματούχος, ο Μετοχίτης γνώριζε πολύ καλά τις καταστροφές που έπλητταν την αυτοκρατορία και τα γραπτά του ασχολούνται συχνά με τις αιτίες και τις επιπτώσεις της φθοράς. Συχνά ενσωματώνει τις σκέψεις του για την απώλεια της Μικράς Ασίας στις γενικότερες σκέψεις του για τις κακές στιγμές του Βυζαντίου. Έτσι οι λόγοι που αποδίδει στη βυζαντινή παρακμή ισχύουν και για τη δυτική Ανατολία.
Αν και ο Μετοχίτης βλέπει ορισμένες άμεσες αιτίες της πτώσης από το μεγαλείο, όπως η διχόνοια, ο φθόνος, η ηλιθιότητα, η πολυτέλεια, η κατάχρηση της θρησκευτικής ζωής και τα παρόμοια,17 τα γραπτά του διαπερνάει η έννοια της τύχης. Είναι η τύχη μάλλον, παρά ο χριστιανικός Θεός, εκείνη που καθοδηγεί τις υποθέσεις των ανθρώπων και αυτή η τύχη είναι τυφλή και αυθαίρετη. Οι ζωές των ανθρώπων, των εθνών και των χωρών, διέπονται από αστάθεια, αβεβαιότητα, ταλαντώσεις, ενώ η μόνη βεβαιότητα στη ζωή είναι η ίδια η αβεβαιότητα.18 Ο Μετοχίτης μονολογεί για την αστάθεια της ιστορίας των διαφόρων κρατών στο κεφάλαιο 110, το οποίο, όπως αρμόζει, ασχολείται με τους «Σκύθες». Έθνη που παλαιότερα κυβερνούσαν άλλα, στη συνέχεια υποδουλώθηκαν με τη σειρά τους:
Όπως παλαιότερα οι Ασσύριοι, αφού απέτυχαν, πέρασαν κάτω από τους Πέρσες, οι Πέρσες και όλοι οι υπήκοοί τους κάτω από τους Μακεδόνες, και οι Μακεδόνες κάτω από τους Ρωμαίους. Και αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν συνεχώς με εναλλασσόμενο τρόπο, ανάλογα με την πιθανότητα του χρόνου και της τύχης. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό στις ανθρώπινες υποθέσεις ούτε αιώνιο. Ακριβώς όπως υπάρχει σε έναν άνθρωπο, ή σε οποιοδήποτε ζώο, η γέννηση, η πρόοδος προς την ακμή, η ακμή, έπειτα η παρακμή και τελικά η καταστροφή και ο θάνατος, έτσι συμβαίνει και στις ανθρώπινες υποθέσεις, την πολιτική και τις δεσποτείες. Φαίνονται να βρίσκονται σε συνεχή ροή και αλλαγή, σε καμία περίπτωση να μην παραμένουν σταθερές, αλλά να δημιουργούνται, να προχωρούν, σιγά σιγά να αποσυντίθενται και να αλλάζουν στην αντίθετη κατάσταση, φτάνοντας στο τέλος και στον θάνατο. 19 |
ὥσπερ πάλαι πρότερον Ἀσσύριοι κακῶς πράξαντες ὑπὸ Πέρσας ἐγένοντο, καὶ ὑπὸ Μακεδόνας Πέρσαι, καὶ ὅσα τῆς αὐτῶν ἀρχῆς ἔθνη, καὶ Μακεδόνες ὑπὸ Ῥωμαίους. Καὶ ἀει ταῦτ’ ἐναλλὰξ ἔρχεται ταῖς τοῦ χρόνου καὶ τῆς τύχης πεττείαις, καὶ οὐδὲν μόνιμον ἐν ἀνθρώποις οὐδ’ ἄτρεπτον διαιωνίζον. Ἀλλ’ ὥσπερ ἑφ’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἤ καὶ ὁτουοῦν ζώου καὶ γένεσις ἐστὶ καὶ πρόοδος εἰς ἀκμήν, καὶ ἀκμή, καὶ φθίσις ἔπειτα, καὶ τελευταία καθάπαξ φθορὰ καὶ θάνατος, οὕτω δὴ καὶ περὶ τῷν καθολικῶς ἐν ἀνθρώποις πραγμάτων καὶ πολιτειῶν, καὶ δεσποτειῶν ἀεὶ ῥεούσας καὶ μεταβαλλούσας ταύτας ὁρᾷν ἐστι, καὶ κατ’ οὐδὲν ἐστώσας μονίμους, ἀλλὰ γιγνομένας τὲ καὶ προϊούσας καὶ κατ’ ὀλίγον φθινούσας καὶ μεταβαλλούσας εἰς πᾶν τοὐναντίον, τελευτώσας καὶ θανάσιμον πέρας |
Αυτή η αντιστροφή της τύχης, που είναι κοινή σε όλα τα κράτη, έχει καταβάλει το Βυζάντιο στην ανατολή και στη δύση.20 Μεταξύ των πιο άμεσων αιτιών για την ήττα του Βυζαντίου και τη νίκη των Τούρκων ο Μετοχίτης καταγράφει την ανώτερη αρετή των τελευταίων. Οι Σκύθες, αναφέρει ο Μετοχίτης,
ήσαν από αμνημονεύτων χρόνων μεγάλη και ανυπότακτη φυλή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ορισμένοι από αυτούς δεν βρέθηκαν ποτέ κάτω από ξένη εξουσία, αλλά ότι ολόκληρη η φυλή δεν βρέθηκε ποτέ κάτω από μια εξουσία. Είναι πολυάριθμοι και φιλοπόλεμοι, επιρρεπείς σε πολέμους με ξένους και μεταξύ τους. Στα αρχαία χρόνια διέσχισαν τον Δούναβη, λεηλάτησαν τη Θράκη, και περνώντας από τις περιοχές του Ιονίου επέδραμαν στην Ιταλία, πέρα από τις Άλπεις στα εδάφη των Κελτών και τη Γαλατία, μέχρι και στην ίδια την Ιβηρική χερσόνησο. Μάλιστα κάποιοι πέρασαν και το στενό του Γιβραλτάρ και όχι μόνο λεηλάτησαν πόλεις της Αφρικής, αλλά και τις υποδούλωσαν εγκαθιστάμενοι εκεί. Τις πιο πρόσφατες εποχές, αυτοί οι Σκύθες υποδούλωσαν το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας, της Βαβυλώνας, της Ασσυρίας και των εδαφών μέχρι την Ινδία και αυτόν ακόμη τον μεγάλο ωκεανό. |
μέγιστον τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην τόδ’ ἐστὶ καὶ ἀδέσποτον τὸν ἀεὶ χρόνον Σκύθαι τὸ ἔθνος, καὶ οὐχ ὅτι γε ἀλλοτρίῳ γένει καὶ δεσποτείᾳ μὴ δουλεῦσαν, ἀλλ’ οὐδ’ αὐτὸ ξύμπαν ὁτὲ τῶν ἀπὸ τοῦ παντὸς αἰῶνος χρόνων ὑφ’ ἑνὸς ἀγόμενον, ἤ κατὰ νόμους, ὡς εἰπεῖν, βασιλικῶς ἤ τυραννικῶς ἰσχύσαντος ἱστορεῖται. πλήν γε ὅτι κραταιὸν τὸ ἔθνος οἱ Σκύθαι καὶ πρὸς πολέμους ἐπιῤῥεπὲς σχέδιον, καὶ μάχας ἀεὶ φρονοῦν, καὶ φονείῳ χαῖρον ὁρμῇ καὶ ἐπ’ ἀλλήλους τε, ὥσπερ ἐν ἄλλοτ’ ἄλλοις χρόνοις διαβάντες τὸν Ἴστρον κατεληίσαντο τὰ Θρᾳκῶα γένη, καὶ παραμείψαντες τὸν Ἰόνιον ὡσαύτως, νῦν μὲν κατέδραμον Ἰταλίαν, νῦν δὲ ὑπὲρ τὰς Ἄλπεις τὴν Κελτικὴν τε καὶ Γαλατικὴν μἐχρι καὶ εἰς αὐτὴν Ἰβηρίαν. καὶ δή τινες καὶ τὰ στενὰ Γαδείρων διαβάντες οὐκ ὀλίγα καὶ τῶν τῆς Λιβύης οικουμένων οὐκ ἐλυμήναντο μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑφ’ ἑαυτοὺς πεποίηνται μετοικισθέντες ἐκείνῃ. Ἄλλοτε δ’ αὖ καὶ μάλιστα νῦν τῶν ἔγγισθ’ ἡμῖν χρόνων τὰ πλεῖστα τῆς Ἀσίας ἐπέσχον δουλωσάμενοι μέχρι καὶ εἰς Ἰνδοὺς ὑπὲρ Βαβυλῶνα καὶ τὴν Ἀσσυρίων γῆν, καὶ ἐς αὐτὴν ἐκεῖσε τὴν μεγίστην θάλατταν. |
Ο Μετοχίτης εξηγεί γιατί οι Σκύθες, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, δεν κατακτήθηκαν (τόσο ο Αλέξανδρος όσο και ο Ξέρξης, και όλοι εκείνοι μέχρι την εποχή του Μετοχίτη που προσπάθησαν να τους υποτάξουν, απέτυχαν):
Είναι επειδή έχουν ζήσει με τρόπο ζωής εντελώς διαφορετικό από εκείνον της υπόλοιπης ανθρωπότητας, έναν τρόπο ύπαρξης που οι ξένοι λαοί δεν μπορούν να επιτεθούν και να καταστρέψουν. Αν και οι Σκύθες ζουν μαζί σε μια κοινωνία, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ζουν ζωώδη ζωή, χωρίς πρακτική εφαρμογή σε οποιαδήποτε επινόηση και παραγωγικότητα. Δεν κατοικούν σε πόλεις, ούτε προστατεύουν τη ζωή τους με περιφραγμένους περιβόλους, ούτε ζουν σε αγροτικά χωριά. Δεν ξέρουν τη φροντίδα της βιοτεχνίας, του εμπορίου, της καλλιέργειας χωραφιών και κήπων, και δεν γνωρίζουν τα έθιμα των ανθρώπων στις κανονικές κοινωνίες. Περιπλανιούνται συνεχώς, όχι μόνο σε μια χώρα το καλοκαίρι και σε άλλη το χειμώνα, αλλά και σε άλλες περιοχές. Κινούνται για αναζήτηση νερού και βοσκοτόπων, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό στην ύπαιθρο, κάτω από τον ουρανό.
|
βίον παντάπασιν ἀλλότριον ἤ κατὰ τὴν ἄλλην ἀνθρώπων ἀγωγὴν μόνους βιοῦντας, καὶ ζωὴν ἀνεπιχείρητον καὶ ἀδύνατον ὑπ’ ἀλλοτρίου γένους κακῶς τε καὶ ἀήθως πρᾶξαι, καὶ πολίτευμα πάσης πραγματειώδους χρήσεως ἀλλότριον, καὶ βίον ἀκατάσκευον καὶ ἁπλοϊκόν, καὶ ζωώδη σχεδὸν κατὰ τἄλλα τῶν ἀλόγων ζώων πάσης ἐκτὸς περινοίας καὶ ἐπιτεχνησεως. οὔτε γὰρ πόλεις οἰκοῦσιν, ὥσπερ δὴ καὶ ἄλλοι σχεδὸν πάντες ἄνθρωποι, οὐθ’ ὅλως πολιχνίων ὡντινωνοῦν περιτειχισμοῖς ἀσφαλίζονται τὴν ζωήν, οὐδέ γε μὴν οὐδὲ συνοικίαις χωρητικαῖς χρῶνται, οὐ τεχνῶν ἐπιμελειαν ἴσασιν, οὐκ ἐμπορίας, οὐ περὶ τέχνας πονοῦσιν ἀρόσεως καὶ φυτηκομίας, οὐκ ἄλλ’ οὐδὲν σφίσιν ἔθιμον τῶν κατ’ ἀνθρώπους ἑδραίων πολιτευμάτων. καὶ φέρονται συνεχῶς ἀεὶ πλανῆται οὐ μόνον θέρους ἄλλῃ καὶ χειμῶνος ἄλλῃ, ἀλλὰ καὶ θέρους τοῦ αὐτοῦ καὶ χειμῶνος τοῦ αὐτοῦ συνεχῶς ἀεὶ φέρονται, καὶ ἀστατοῦσι πρὸς ὕδωρ καὶ πόαν μόνον ὁρῶντες, καὶ ἄλλους μετ’ ἄλλους τοὺς τόπους ἀμείβοντες, τὸ μὲν πλεῖστον ὕπαιθροι διατρίβοντες καὶ ἀέρι καὶ γῇ μόνοις ἀρκούμενοι. |
Αν χρειάζονται προστασία από το χειμώνα, είναι κι αυτό εύκολο για εκείνους και επιτυγχάνεται με λίγο κόπο και προσπάθεια. Υψώνουν καλύβες από τσόχα σε κυκλικό πλαίσιο από μικρά ραβδιά και αυτές οι καλύβες, τις οποίες μεταφέρουν στα κάρα, ικανοποιούν τις ανάγκες τους για στέγαση. |
Δεῆσαν δὲ καὶ τινὸς βοηθείας πρὸς ἀλέξημα τῶν χειμώνων, τοῖσδε καὶ τοῦτο ῥᾶδιον, καὶ σὺν ὀλίγω πόνῳ καὶ φροντίσιν ἤσκηται, καὶ πιλίδια τῆς γῆς ἀνιστάντες καὶ ὁρίζοντες κατὰ μικρὰ ξύλων ἁρμονίαις καὶ γόμφοις κύκλῳ τὲ καὶ πρὸς ὕψος ἄνω βραχὺ κατ’ ὀροφήν. Τοῖς τοιούτοις ἱκανοῦσι τὴν χρείαν εἴσω κλειόμενοι, καὶ φορητούς γε οἴκους ταῦτ’ ἔχοντες ὀχήμασι καὶ ἁμάξαις αὶεί, καθὼς ἔφην, πρὸς τὸ καίριον κατὰ τόπους τῆς χρείας αμείβουσι σχεδίως χρώμενοι. |
Η κουζίνα τους είναι απλή και χωρίς πλούσια γαστρονομικά παρασκευάσματα. …. Ζεσταίνουν λίγο κρέας πάνω από τις φλόγες και χωρίς άλλη προετοιμασία το τρώνε, και το κάνουν έτσι μόνο για να απαλλαγούν από τις αναπόφευκτες απαιτήσεις του σώματος. |
Καὶ πρὸς τροφῶν δ’ ἐπιτεχνήσεις καὶ μαγγανείας … οὐδὲ κάμνουσι πλεῖστα καὶ ἀπέραντα τῇ κοιλίᾳ καὶ περὶ τὰς τῆς τροφῆς ἐργασίας, ἀλλὰ σάρκες ὀλίγαι, … κατὰ πυρὸς ἀφροντίστως πάνυ τοι καί, ὡς ἔτυχεν, ὀπτώμενα πάσης ἔξω κατασκευῆς καὶ προνοίας ἐπιτηδευτῆς. |
Αυτός είναι ο τρόπος, αναφέρει ο Μετοχίτης, με τον οποίο οι Σκύθες ήσαν από την αρχή συνηθισμένοι σε ελαφριά, απλή, χωρίς επιβαρύνσεις ζωή, αποφεύγοντας φυσικά τη διεστραμμένη λογική, τις κατεργαριές, τις δοκιμασίες, τα επιχειρήματα, τις αντιφάσεις του λόγου, τα δικαστήρια, τη συκοφαντία κ.λπ.
Δεν έχουν εκλεγμένους δικαστές, ρήτορες, εκτιμητές νόμων, εξηγητές δογμάτων, παραμορφωτές, δασκάλους λόγων και διαστροφείς λόγων σε συνηγορίες και κατηγορίες, … και αγώνες εναντίον της ανθρώπινης απλής ζωής, όπως συνηθίζονται μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ άλλων βαρβάρων. Λόγω της απλότητας της ζωής τους και της ελευθερίας τους από υλικές ανησυχίες, οι Σκύθες έχουν ζήσει από την αρχή μια πιο δίκαιη ζωή από πολλούς άλλους λαούς. |
Καὶ οὐ δικαστὴς ἐξ ἀρχαιρεσιῶν ἐφέτης ἐκεῖ, καὶ ῥήτωρ, πάρεδρος νόμων, καὶ δογμάτων ἐξηγητής, καὶ διαστροφεύς, καὶ συνηγοριῶν καὶ κατηγοριῶν λογοδιδάσκάλος καὶ λογοστρόφος, … καὶ πάντες ἀγῶνες κατὰ τῆς ἀνθρωπίνης ἀποιήτου βιώσεως, οἷοι παρ’ Ἕλλησιν, οἷοι παρ’ ἄλλοις βαρβάροις. Ἀλλ’ ἄρα Σκύθαι τῇ τῆς ζωης ἁπλότητι καὶ τῷ πολλῆς ἀπηλλάχθαι πραγμάτων ὕλης, καὶ δικαιότερον ἤ κατὰ πολλοὺς ἄλλους τῶν ἀνθρώπων ἔδοξαν τὸ ἐξ ἀρχῆς ἄγεσθαι. |
Ως υποστήριξη για τον ισχυρισμό του, ο Μετοχίτης αναφέρεται στον ποιητή Όμηρο, ο οποίος παραπέμπει επίσης σε αυτές τις ιδιότητες και αρετές.21
Το Περὶ Σκυθῶν του Μετοχίτη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή φαίνεται, από μια πρώτη ματιά, ότι αποτελεί αντικειμενική αξιολόγηση των ανώτερων ιδιοτήτων των Τούρκων, των ηθικών τους αρετών, που προκύπτουν από την απλότητα της ζωής τους. Στην πραγματικότητα όμως ο Μετοχίτης επαινεί τους «ευγενείς άγριους» (τόσο οικείους στη λογοτεχνία πιο σύγχρονων εποχών), οι οποίοι, ζώντας κοντά στη φύση, είναι απαλλαγμένοι από τις τεχνητές συνθήκες της ζωής στην πόλη, οι οποίες διαστρέφουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Μια ακόμη πιο προσεκτική ματιά στο Περὶ Σκυθῶν δείχνει ότι είναι στερεότυπο κομμάτι που ανατρέχει στην κλασική ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία. Έρχεται αμέσως στο μυαλό το πιο γνωστό έργο αυτού του είδους, η Γερμανία του Τάκιτου. Ο Τάκιτος εξιδανίκευε τη χαμηλή κατάσταση ανάπτυξης των Γερμανών βαρβάρων, προκειμένου να εκτοξεύσει τα λογοτεχνικά του βέλη σε συνθήκες στη ρωμαϊκή κοινωνία τις οποίες θεωρούσε δυσάρεστες και ανεπιθύμητες. Με τον ίδιο τρόπο ο Μετοχίτης μετέτρεπε τη βαρβαρότητα των Σκυθών σε κατάσταση ηθικής καθαρότητας, έτσι ώστε, χρησιμοποιώντας την ως ξίφος, να επιτίθεται στα μειονεκτήματα της δικής του κοινωνίας. Παραδέχεται ότι έχει «ξεσηκώσει» το υλικό για αυτό το κεφάλαιο περί Σκυθών από τους Ηρόδοτο, Διόδωρο, Διονύσιο, Αιλιανό και Όμηρο.22 Το κεφάλαιο είναι συνεπώς προϊόν «αντιγραφής και επικόλλησης» υλικού που πάρθηκε από αρχαίους συγγραφείς και στη συνέχεια εφαρμόστηκε στους Τούρκους. Ο όρος «Σκύθες», όπως τον χρησιμοποιεί ο Μετοχίτης, αναφέρεται σε όλους τους γερμανικούς λαούς της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου, καθώς και στους Τούρκους και τους Μογγόλους. Εν ολίγοις είναι συνώνυμος με το «νομάδες» και επομένως μάλλον με τρόπο ζωής παρά με οποιαδήποτε εθνοτική ομάδα. Οι παρατηρήσεις του για τη νομαδική ζωή είναι υπερβολικά απλοποιημένες και αγνοούν το γεγονός ότι οι νομαδικές ομάδες κατείχαν ορισμένες τέχνες, επιδίδονταν στο εμπόριο και σε στοιχειώδη γεωργία, ενώ συχνά ζούσαν σε στενή συμβιωτική σχέση με καθιστικές ομάδες. Επιπλέον απλοποιεί το φαινόμενο της τουρκικής κατάκτησης, το οποίο τελικά δεν ήταν αποκλειστικά νομαδική υπόθεση. Αν οι Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί δεν είχαν αναπτυχθεί ποτέ πέρα από το νομαδικό κράτος, δεν θα μπορούσαν να υψώσουν πολιτικές δομές όπως το σουλτανάτο των Σελτζούκων και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, αυτά τα κράτη είχαν όλα τα στολίδια της κοινωνίας: πόλεις, συντεχνίες, περίτεχνο αυλικό τελετουργικό, καθηγητές και μαθητές νομικών, δικαστές, θεολόγους και ούτω καθεξής. Ο παραλληλισμός μεταξύ Μετοχίτη και Τάκιτου είναι σε αυτό το σημείο εντυπωσιακός. Και οι δύο ηθικολογούν και χρησιμοποιούν τον ευγενή άγριο ως λογοτεχνική συσκευή για αυτόν τον σκοπό. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τον Τάκιτο, τον διαιτητή της κομψότητας (arbiter elegantiae), ή τον Μετοχίτη, κορυφαίο διανοούμενο και επίτροπο του πιο υπέροχου μνημείου τέχνης της Παλαιολόγειας περιόδου, να υιοθετούν την άξεστη ζωή που καθένας τους προσποιούνταν ότι θαύμαζε.23
Στα κεφάλαια 37 έως 40 ο Μετοχίτης θρηνεί που οι Τούρκοι24 διαχώρισαν την Ανατολία από την αυτοκρατορία. Το Κεφάλαιο 37 εισάγει το θέμα της γενικής καταστροφής που έχει καταλάβει την αυτοκρατορία. Το βάσανο είναι τόσο μεγάλο, λέει ο Μετοχίτης, που είναι πέρα από την ικανότητά του να το περιγράψει. Οι παλαιές μέρες ήταν χρυσή εποχή, στην οποία η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τη Βρετανία μέχρι τον Ευφράτη και από τον Δούναβη μέχρι την Αιθιοπία. Τώρα έχει μειωθεί σε πολύ μικρές αναλογίες τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, και κείται αβοήθητο θύμα της κακοήθειας και της αγριότητας των γειτόνων. Η αυτοκρατορία είναι σαν μια μεγάλη βελανιδιά που έχει πέσει και οι εχθροί μαζεύουν το ξύλο της σχεδόν αβίαστα. Έχει ταπεινωθεί, και τα δόγματα και τα μυστήρια του Χριστού εξαφανίζονται από τους ασεβείς εχθρούς, που τα έχουν μολύνει και ποδοπατήσει. Αυτοί οι λαοί που στο παρελθόν ήσαν άξιοι περιφρόνησης, και στους οποίους επιτρεπόταν να υπάρχουν από ρωμαϊκή γενναιοδωρία, τώρα έχουν γίνει αλαζονικοί και βίαιοι και επικρατούν επί των Βυζαντινών. Λόγω του βαθμού στον οποίο οι Βυζαντινοί έχουν ανταλλάξει αυτήν την παλαιά δόξα με ατίμωση, έχουν γίνει αντικείμενα προσβολής και γέλιου όχι μόνο στους μουσουλμάνους αλλά και στους χριστιανούς. Ο Μετοχίτης εκφράζει την πεποίθηση ότι οι σύγχρονοί του θα εύρισκαν ευτυχέστερη ύπαρξη, αν δεν γνώριζαν τη μεγάλη εθνική ευημερία των προηγούμενων εποχών, αλλά ποιος θα μπορούσε να αγνοεί κάτι τέτοιο, επανέρχεται. Ποιος θα μπορούσε να είναι τόσο αδαής, ώστε να μην παρατηρεί τα αρχαία λείψανα που συσσωρεύει ο χρόνος; Κατά συνέπεια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Βυζαντινοί έχουν απομείνει μόνο με την αναπόληση της αρχαίας τους δόξας.25
Στα μάτια του Μετοχίτη η απώλεια της Ανατολίας δεν ήταν μόνο καταστροφή για το κράτος, αλλά και θλιβερή προσωπική τραγωδία. Συνέκρινε τη θλίψη που ενέπνεε αυτή με τη θλίψη που βιώνει κάποιος με τον θάνατο στενού συγγενή του, γιατί για τον Μετοχίτη η Ανατολία ήταν η «στοργική» του μητέρα.
Ω πανέμορφα [εδάφη] στην Ιωνία, πεντάμορφα στη Λυδία, την Αιολίδα, τη Φρυγία και τον Ελλήσποντο, [εδάφη] με τα οποία εξοικειώθηκα και στα οποία έζησα πολύ ευχάριστα και με κάθε τρόπο από τρυφερή εποχή! Τώρα έχω απομείνει θλιβερός εξόριστος, χύνοντας πολλά δάκρυα και θρήνους με τον τρόπο των επιτύμβιων θυσιών. Ω αγαπημένες μου πόλεις, ω αγαπημένες μου πεδιάδες και βουνά, δασωμένες κοιλάδες και ρέματα ποταμών, άλση και λιβάδια, αφορμές κάθε ευχαρίστησης σε εκείνους που σας γνωρίζουν, σε εκείνους που σας βλέπουν και σε εκείνους που με οποιοδήποτε τρόπο σας βιώνουν, όπως εγώ ο άθλιος! Εγώ που έμεινα τόσο πολύ μαζί σας, έχοντας προικισθεί ζωτικά από τη διαμονή και εκπαίδευσή μου ανάμεσά σας (διαμονή και εκπαίδευση που παράγει κάθε ήπια και έντιμη διάθεση στην ψυχή), τώρα πονώ πολύ και όταν σας θυμάμαι η καρδιά μου λιώνει αμέσως, όπως και οι σκέψεις μου, και δεν μπορώ να αναπνεύσω, και δυσκολεύομαι να ζήσω… |
ὤ κάλλιστ’ ἐν Ἰωνίᾳ, κάλλιστ’ ἐν Λυδίᾳ, κάλλιστ’ ἐν Αἰολίδι, καὶ περὶ Φρυγίαν, καὶ καθ’ Ἑλλήσποντον, οἷς ἐκ νέας ἔθ’ ἡλικίας ἔγωγε μάλιστ’ οἰκειώσας ἐμαυτὸν καὶ παντὶ τρόπῳ συμβιώσας ἥδιστα, νῦν ἐξόριστος θρηνῳδὸς ἐλείφθην, καὶ οἰμωγῶν καὶ δακρύων ἐκ μακροὺ ἐπισπένδων, ὡς εἰπεῖν, κατὰ τύμβια καλλιερήματα· ὤ πολυέραστοι πόλεις· ὤ πολυέραστοί μοι πεδιάδες καὶ ὄρη καὶ νάπαι καὶ ποτάμια ῥεύματα, καὶ ἄλση, καὶ λειμῶνες, καὶ πάσης γλυκυθυμίας ἀφορμαὶ τοῖς συνοῦσι, τοῖς ἐποπτεύουσι, τοῖς ὁπηοῦν χρωμένοις, ὡς ἄρ’ ἔγωγ’ ἄθλιος ἐπὶ πλεῖστον ὑμῖν τρίψας, καὶ πλεῖστον ὑμῖν ταῖς ἐθίμοις ἐπιδημίαις καὶ ἀγωγαῖς ἐνηδυνθείς, πᾶσαν ἐῤῥαστωνευμένην καὶ ἐπιεικῶς εὐσύμβλητον διάθεσιν τῇ ψυχῇ δημιουργούσαις, πλεῖστον δὴ καὶ ἀλγεῖν νῦν ἔχω, καὶ μεμνημένος αὐτίκα λύομαι τὴν καρδίαν, καὶ τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς λύομαι, καὶ δυσπνοῶ καὶ στενοῦμαι τὸ ζῇν… |
Ω αγαπημένη μου αρμονία και διοίκηση αυτής της ζωής και των ανθρώπινων θεσμών, [που οργανώνουν] δημόσιες υποθέσεις, ιδιωτικές επιχειρήσεις και [δίνουν] στους ανθρώπους κοινωνική χάρη, ευγενή έθιμα, και όλα τα πράγματα που αξίζουν…. Ω λεπτότητες των πολλαπλών τεχνών! Ω προσεκτικά επαγγέλματα κάθε τύπου, που φέρνουν ικανοποίηση σε όλα όσα δημιουργούνται! Ω καλλιέργειες γης, αξιόλογες τέχνες και αρχές όλων των μέσων διαβίωσης, που επηρεάζουν καλύτερα την ευημερία και κάθε καλλιέργεια φυσικής γονιμότητας! Ω εκκλησίες και μοναστήρια και κοινότητες κάθε ευσέβειας και εθίμων της πίστης, της ιεροσύνης και των ανθρώπων. … Δεν υπάρχει άλλη [γη] όπως αυτή [Μικρά Ασία] που να την ατενίζεις οπουδήποτε αλλού. Δεν μιλώ εδώ για άλλα έθνη και κράτη, αλλά ούτε καν στα δικά μας εδάφη, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την αρχή του χρόνου και καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου ήταν η πιο όμορφη γη, η πιο τέλεια στις αρετές και την ευτυχία της ανθρώπινης ζωής, και η ευγενέστερη σε αυτά τα πολύ χριστιανικά θέματα, η πιο όμορφη και υπέροχη στη Ρωμαϊκή μας Αυτοκρατορία… Αλίμονο σε εμάς που τώρα απομείναμε! Έχει αναχωρήσει [η Ανατολία] από το ρωμαϊκό κράτος! Τι ερημιά! Τι απώλεια! Ζούμε σε μερικά απομεινάρια και μέλη της ζωής και του σώματος (στο παρελθόν τόσο υπέροχου και ωραίου), σαν να έχουν αποκοπεί τα περισσότερα και τα πιο ζωτικά μέλη. Και συνεχίζουμε να ζούμε με ντροπή και χλευασμό, εντελώς ανίκανοι για αφορμές ύπαρξης και ζωής.26 |
ὤ φιλτάτη μοι βιοτῆς ἐκείνης καὶ πολιτευμάτων ἀνθρωπίνων ἁρμονία καὶ διοίκησις, τά τε κοινὰ πρὸς ἀλλήλους, καὶ ἴδι’ ἑκάστου πράγματα, καὶ χάρις ἀνθρώποις κοινωνική, καὶ πάντων ἐθίμων εὐγένεια, καὶ ὅσα σπουδάζεται … ὤ παντοίων τεχνῶν περίνοιαι· ὤ παντοίων ἀσκήσεις ἐπιμελεῖς καὶ τελεσφόροι παντὸς τοῦ γιγνομένου· ὤ γῆς ἀρόσεις, καὶ τέχναι τίμιαι, καὶ πάσης εὐφορίας κατὰ φύσιν καὶ πᾶσαν ἐπιτήδευσιν, καἰ εὐετηρίας, καὶ πορισμῶν πάντων ἀφορμαὶ κάλλιστ’ ἀνύτουσαι· ὤ νεὼ καὶ μοναί, καὶ συνοικήσεις θεοσεβείας ἁπάσης καὶ νόμιμα πίστεως καὶ ἱερωσύνης, καὶ κόσμοι …. Καὶ παραπλήσια οὐκ ἦν ἄλλῃ πη καθορᾷν· καὶ οὐ λέγω νῦν τῶν ἄλλων ἐθνῶν τε καὶ ἀρχῶν, ἀλλ’ οὐδ’ ἡμῶν αὐτῶν καὶ τῶν ἄλλων τῆς Ῥωμαϊκῆς ἡγεμονίας καὶ τοῦ γένους χώρων. τὸ γάρ τοι κάλλιστον ἐξ ἀρχῆς τὸν ἅπαντα αἰῶνα καὶ τελειότατον πρὸς ἀνθρωπίνης βιοτῆς ἀρετὴν καὶ εὐδαιμονίαν, καὶ τὸ κάλλιστον ἐν τοῖς χριστιανικοῖς αὐτοῖς πράγμασι, καὶ τὸ κάλλιστον ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇ, … καὶ οἴχεται φεῦ τοῖς νῦν ἡμῖν λειφθεῖσιν ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς, ὅσοις δή τις λειφθεῖσιν. Ὤ τῆς ἐρημίας ταύτης· ὤ τῆς ζημίας· καὶ ζῶμεν γὰρ ἐν ὀλίγοις κομιδῇ τοῖς λειψάνοις καὶ μέλεσι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σώματος οὕτω μεγίστου τε καὶ καλλίστου τῆς ἀρχῆς, ὥσπερ οἱ τὰ πλεῖστα καὶ καιριώτατα μᾶλλον ἀποκεκομμένοι, καὶ ξὺν αἰσχύνῃ καὶ γέλωτι βιοῦντες ἔτι καὶ παντάπασιν ἀνικάνως ἔχοντες πρὸς τὰς τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ζῆν ἀφορμὰς. |
Στο επόμενο κεφάλαιο (39), ο Μετοχίτης συνεχίζει τον θρήνο, επαναλαμβάνοντας το θέμα της «ορφανεμένης» κατάστασής του και της ψυχικής και πνευματικής απογοήτευσης που τον έχει επηρεάσει. Αν και έχει ταξιδέψει σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας και σε περισσότερα ξένα εδάφη από τους περισσότερους συγχρόνους του, δεν έχει δει καμία περιοχή τόσο ωραία όσο η Μικρά Ασία. Σε αυτό το κεφάλαιο ο Μετοχίτης εκθειάζει την οικονομική ζωτικότητα και ευημερία της Ανατολίας συγκρίνοντας τον πλούτο και τους φυσικούς της πόρους με εκείνους των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας.
Και τι είναι όλα αυτά τα άλλα … εννοώ εκείνα τα εδάφη αυτής της αυτοκρατορίας που βρίσκονται σε άλλες, δυτικές περιοχές, [σε σύγκριση] με όλα αυτά [της ανατολής]; Ή πώς μπορεί τα πρώτα να είναι παρόμοια με τα δεύτερα; … Μιλώ για πολυτέλειες και στολίδια, παροχές από όλους τους τύπους της τέχνης, επαγγέλματα μάλιστα κάθε είδους, κάθε εμπορική ανάγκη που προκύπτει από όλα τα σημεία, για όσους γενικά τα επιθυμούν και για εκείνους ιδιαίτερα που τα χρησιμοποιούν, ή είναι αναγκαστικά, δηλαδή όλα αυτά που είναι από τη φύση τους απαραίτητα, ή ελεύθερα, πέρα από αναγκαιότητα, όπως ταιριάζει σε εκείνους που ευτυχούν σε κάθε ευημερία, επιτυχία και πολυτέλεια της ζωής. Σε καμία περίπτωση δεν λείπουν, ούτε αυτά που παράγονται εντελώς τοπικά, ούτε όλα εκείνα τα αντικείμενα που έρχονται από όλα τα σημεία μέσω του εμπορίου [και τα οποία] συνηθίζονται στην ανθρώπινη ζωή και χρήση, τόσο ως αναγκαία όσο και ως πολυτελή. Και όλα αυτά δεν ήσαν λιγότερο διαθέσιμα σε εκείνους στα χωράφια και στα χωριά, που ζουν από τη γεωργία, απ’ όσο σε εκείνους που ζουν με χάρη σε κτίρια πόλεων. Γιατί εκεί [στη Μικρά Ασία] μάλλον ζουν άνετα οι άνθρωποι της υπαίθρου, ευημερώντας σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία, την κηπουρική και την κτηνοτροφία. Ευημερούν περισσότερο απ’ όσο άλλες φυλές ανθρώπων, ή μάλλον, έπρεπε να πω, απ’ όσο οι άλλοι της δικής μας φυλής [στα δυτικά], ή απ’ όσο μερικοί στους οποίους δόθηκαν σπίτια σε πόλεις στα δυτικά και έχουν καλύτερη μοίρα απ’ ό, τι οι πολλοί. Δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε τις υποθέσεις του ενός [ανατολικά] με εκείνες του άλλου [δυτικά], ούτε τα σπίτια τους, ούτε τα υπάρχοντά τους, ούτε τον τρόπο ζωής τους, ούτε τις επιδιώξεις τους, ούτε τα έθιμά τους. 27 |
Τὶ γὰρ τὰ τῶν ἄλλων ἁπάντων … φημὶ τῶν τῆς αὐτῆς ἡγεμονίας ἐν τοῖς ἐπὶ θάτερα καὶ δυόμενον ἥλιον μέρεσι πρὸς τὰ ἐκείνων ἅπαντα; ἤ ποῦ ταῦτ’ ἐκείνων συγγενῆ, ἤ ποῦ ταῦτ’ ἔγγιστα; Ἀβρότητας ἔτι λέγω καὶ κόσμους, παντοίων τεχνῶν πορισμούς, καὶ ἀσκήσεις εὖ μάλα κατὰ πᾶν τὸ γιγνόμενον, ἐμπορικὴν χρείαν ἅπασαν πάντοθεν ἥκουσαν πρὸς τοὺς ποθοῦντας πάντως καὶ χρωμένους μάλιστα, ἤ ἀναγκαστῶς ὅσα δηλαδὴ τῆς φύσεως ἀπαραίτητα, ἤ ἐλευθερίως ὑπὲρ τὴν χρείαν, ὥσπερ τοῖς πάντ’ εὐδαιμονοῦσι προσήκει κατὰ πᾶσαν εὐζωΐαν, κατὰ πᾶσαν εὐπραγίαν καὶ βίου ῥαστώνην, ὡς μήδ’ ὁτιοῦν ἐλλείπειν, ὅσα δῆτ’ ἄρα πέφυκεν ὅλως ἐγχωρίως γίγνεσθαι, καὶ ὅσα δι’ ἐμπορίας πάντοθεν ἥκειν νόμιμα βιώσεως ἀνθρωπίνης καὶ χρἠσεως ἐν ἀνάγκῃ, καὶ χρήσεως ἐν τρυφῇ. Καὶ ταῦτα μηδὲν ἧττον τοῖς ἐν ἀγροῖς καὶ συνοικίαις κατὰ γεηπονίαν βιοῦσιν, ἤ τοῖς ἐν πολίσμασιν ἀστικοῖς πρεπόντως τῇ τῆς ζωῆς ἀγωγῇ χρωμἐνοις, ὡς μᾶλλον ἐκεῖ βιοῦν εὐδαιμόνως ἀγροίκους ἄνδρας, καὶ περὶ γεωργίας, καὶ περὶ φυτηκομίας, καὶ περὶ ζωοτροφίας ὅλως ἔχοντας, ἤ παρ’ ἄλλοις γένεσιν ἀνθρώπων, ἤ μᾶλλον ἐρεῖν, παρ’ αὐτοῖς ἐπὶ θάτερα τῶν ὁμοφύλων, καὶ τὰς κατὰ δύσιν λαχοῦσιν οἰκήσεις ἀστικοῖς δή τισι, καὶ πειρωμένοις ἀμείνονος ἤ κατὰ τοὺς πολλοὺς τῆς τύχης. Οὔκουν γέ ἐστι παραθεῖναι τοῖς ἐκείνων τὰ αὐτῶν, οὐκ οἰκίας οἰκίαις, οὐ τὰ κατ’ οἴκους ἐκείνοις τοῖς κατ’ οἴκους τῶν ἄλλων, οὐ πᾶσαν χρῆσιν ζωῆς, οὐ πᾶσαν ἐπιμελειαν, οὐ πάντ’ ἔθιμα.
|
Η ζωή του Μετοχίτη (1269-70/1332) ήταν σχεδόν σύγχρονη με εκείνη τη διαδικασία και περίοδο, κατά την οποία οι Τούρκοι εκδίωξαν την ελληνική κυριαρχία από όλη σχεδόν τη δυτική Ανατολία (η Νικομήδεια έπεσε στους Τούρκους το 1337 και η Φιλαδέλφεια το 1390). Οι άθλιες προσπάθειες των Βυζαντινών όπλων εναντίον των Τούρκων είχαν καταπιέσει σοβαρά τους χριστιανούς της Ιωνίας. Η φυγή πολλών προσφύγων από την Ανατολία προς την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη ενίσχυε αναμφίβολα την αποθάρρυνση των κατοίκων της ίδιας της πρωτεύουσας, με αποτέλεσμα οι θρήνοι του Μετοχίτη για την απώλεια της Ανατολίας να συμβαδίζουν πιθανώς με τη συναισθηματική κατάσταση μεγάλου τμήματος της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Αυτά λοιπόν τα μοιρολόγια αντιπροσωπεύουν κάτι περισσότερο από μεμονωμένη αντίδραση. Δείχνουν την κατάσταση του νου που επικρατούσε μεταξύ των καταβεβλημένων από την ήττα Ελλήνων, την παραμονή των τουρκικών εισβολών στην Ευρώπη. Ο Μετοχίτης καταλάβαινε ότι χωρίς την Ανατολία η Κωνσταντινούπολη είχε γίνει ένα τεράστιο κεφάλι, χωρίς το σώμα που ήταν απαραίτητο για τη διατήρησή του.
Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Μετοχίτη ένας αυτοκρατορικός πρίγκιπας υποχρεώθηκε να βοηθήσει τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ να κατακτήσει την τελευταία ανεξάρτητη βυζαντινή πόλη στη δυτική Ανατολία, τη Φιλαδέλφεια. Ως υποτελής των Τούρκων, ο Μανουήλ Παλαιολόγος κλήθηκε επίσης από τον Τούρκο επικυρίαρχό του να συμμετάσχει στις εκστρατείες εναντίον των τουρκικών ηγεμονιών της βόρειας-κεντρικής Μικράς Ασίας. Αυτή η εμπειρία άφησε ανεξίτηλη εντύπωση στον Μανουήλ και αντικατοπτρίζεται θλιβερά στα γραπτά του. Εκτός από τις μακροσκελείς θρησκευτικές ομιλίες που συνέθεσε (προϊόν της συζήτησης με τον μουσουλμάνο μουδερή της Άγκυρας), ο Μανουήλ έγραψε αριθμό επιστολών σε φίλους, για αυτό που είδε και βίωσε στην Ανατολία. Οι επιστολές αυτές περιγράφουν την ερήμωση μιας κατά το παρελθόν ευημερούσας χώρας. Οι κάτοικοι που κατάφεραν να επιβιώσουν απέναντι στα στρατεύματα εισβολής, έχουν καταφύγει στην ασφάλεια των βουνοκορφών, των σπηλαίων και των δασών. Τα τρόφιμα είναι λιγοστά. Οι δρόμοι είναι ανασφαλείς και τους λυμαίνονται ληστές.28 Όμως το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η χώρα που διέσχισε ο Μανουήλ ήταν εντελώς ξένη για αυτόν, αν και κάποτε ήταν ελληνική και χριστιανική.
Η πεδιάδα στην οποία βρισκόμαστε τώρα [στρατοπεδευμένοι] είχε κάποιο όνομα όταν ευημερούσε και την κατοικούσαν και κυβερνούσαν οι Ρωμαίοι. Τώρα που ζητώ να μάθω αυτό το όνομα, ψάχνω ανόητα για λύκου φτερά, όπως λέει η παροιμία, γιατί δεν υπάρχει κανένας να μου το μάθει. Βλέπει κανείς εδώ πολλές πόλεις, αλλά δεν έχουν κατοίκους, από τους οποίους [κατοίκους] στολίζονται οι πόλεις και χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσε κανείς να τις ονομάσει πόλεις. Η πλειονότητα των πόλεων παραμένει άθλιο θέαμα για εκείνους, των οποίων οι πρόγονοι τις κατοικούσαν στο παρελθόν. Ούτε καν τα ονόματά τους δεν διασώζονται, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης καταστροφής τους. Ρωτούσα λοιπόν πώς ονομάζονταν οι πόλεις, όποτε εκείνοι στους οποίους απεύθυνα την ερώτηση απαντούσαν: «Εμείς έτσι τις ονομάζαμε, αλλά ο χρόνος εξαφάνισε την ονομασία». Τότε στενοχωριέμαι αμέσως, αλλά θρηνώ με σιωπή, έχοντας ακόμη τον έλεγχο των αισθήσεών μου.29 |
Τὸ δὲ πεδίον ἐν ᾧ νῦν ἐσμεν εἶχε μέν τινα προσηγορίαν πάντως, ὅτε εὐτύχει ὑπὸ Ῥωμαίων πατούμενόν τε και δεσποζόμενον· νῦν δὲ ζητοῦντι ταύτην μαθεῖν, λύκου πτερά, ὅ φασιν, ἀτεχνῶς μοι συμβαίνει ζητεῖν, τῇ τοῦ διδάξοντος ἐρημίᾳ. Πόλεις δὲ ἰδεῖν μέν ἐστιν ἐνταῦθα πολλάς, οὔκουν δ’, οἷς μάλιστα κοσμοῦνται πόλεις καὶ ὧν χωρὶς οὐκ ἄν κυρίως καλοῖντο πόλεις, περιεχούσας ἀνθρώπους. Αἱ δὲ πλείους καὶ κεῖνται θέαμα τούτοις ἐλεεινόν, ὧν πάλαι κτῆμα τοῖς προγόνοις ὑπῆρχον· ἀλλ’ οὐδὲ τοὔνομα γοῦν ταυταισί, τῷ διεφθάρθαι ἄνωθεν, περιλείπεται. Καὶ μήν, ἐρόμενος πῶς αἱ πόλεις ὀνομάζοιντο, ἐπειδὰν μὲν ἀποκρίνοιντο πρὸς οὕς τὴν πεῦσιν ποιοῦμαι, ὡς ἡμεῖς μὲν ταύτας, ὁ χρόνος δὲ τὴν προσηγορίαν ἠφάνισεν, ἀνιῶμαι μὲν εὐθύς, σιγῇ δὲ τέως πενθῶ, σωφρονεῖν ἔτι δυνάμενος. |
Ο Μανουήλ είχε δει και καταγράψει την καταστροφή και τον πολιτιστικό μετασχηματισμό που συνέβαινε τόσο σε αυτά όσο και σε άλλα μέρη της Ανατολίας.30 Η αλλαγή ήταν τόσο δραματική, που ακόμη και τα ονόματα των τόπων είχαν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό.31 Όταν ο Μανουήλ ταξίδευε στην Ανατολία, η διαδικασία εκτουρκισμού και εξισλαμισμού συνεχιζόταν για τρεις αιώνες και είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί. Ο θρήνος του είναι εμπνευσμένος από αυτά τα γεγονότα.
Ο Μετοχίτης και ο Μανουήλ Παλαιολόγος δεν ήσαν φυσικά οι μόνες λογοτεχνικές προσωπικότητες που εκφράζονταν για τα σχετικά θέματα της απώλειας της Ανατολίας και της παρακμής της αυτοκρατορίας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού μπορεί εύκολα να χωριστεί σε δύο τεχνητές κατηγορίες: Την κατηγορία στην οποία η εξήγηση για την κακοτυχία είναι κυρίως θρησκευτική. Στην κατηγορία αυτή οι συγγραφείς μιλούν με όρους κυρίως ιστορικούς και φιλοσοφικούς. Συχνά οι ιστορικοί και οι λογοτέχνες, ενώ δεν απορρίπτουν τον ρόλο της θείας πρόνοιας στις ιστορικές τους αναλύσεις, εντούτοις ασχολούνται πολύ με τα ανθρωπογενή αίτια ή τους νόμους της ιστορίας, που δεν εμπνέονται άμεσα από το χριστιανικό δόγμα. Αντίθετα, τα θρησκευτικά έγγραφα και τα κείμενα των εκκλησιαστικών και των άλλων ιστορικών και χρονικογράφων προσανατολίζονται πολύ περισσότερο στη θρησκευτική εξήγηση.
Παρά τον κωνσταντινουπολίτικο προσανατολισμό μεγάλου μέρους της λογοτεχνίας του προηγούμενου τύπου, η απώλεια της Ανατολίας υπήρξε τόσο σοβαρό πλήγμα, που οι ιστορικοί αφιέρωσαν μεγάλη προσοχή σε αυτήν. Μάλιστα πολλοί από αυτούς τους συγγραφείς είτε είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία ή αλλιώς είχαν περάσει πολύ χρόνο εκεί.32Κυρίως λόγω του δικού τους ενδιαφέροντος για τα γεγονότα στην Ανατολία μπορεί ο σύγχρονος ιστορικός να τολμήσει να επιχειρήσει αναπαράσταση της παρακμής του βυζαντινού πολιτισμού. Οι ιστορικοί του 11ου αιώνα γνώριζαν ότι η διαμάχη γραφειοκρατών και στρατηγών είχε προκαλέσει την απώλεια της Μικράς Ασίας στους Τούρκους. Έναν αιώνα αργότερα ο Νικήτας Χωνιάτης περιέγραφε αναλυτικά τους εμφύλιους πολέμους στη δυτική Μικρά Ασία, οι οποίοι κατέστρεφαν τον νόμο, την τάξη και την ευημερία που είχαν δημιουργήσει με τις ηράκλειες προσπάθειές τους ο Αλέξιος και ο Ιωάννης Κομνηνός. Σημείωνε επίσης τις επιπλοκές του «διμέτωπου» πολέμου του Βυζαντίου στην ανατολή και τη δύση.33 Ο Παχυμέρης συνέγραψε ιστορία που είναι σύγχρονη στις κοινωνικές, οικονομικές, θρησκευτικές και πολιτικές αναλύσεις των γεγονότων που προετοίμαζαν τη Βιθυνία για την τελική οθωμανική κατάκτηση.34 Αυτοί οι συγγραφείς συνειδητοποιούσαν ότι η πολιτική κατάκτηση των Τούρκων εξασφάλιζε τον πολιτιστικό θρίαμβο του Ισλάμ και την παρακμή του βυζαντινού πολιτισμού.35 Ο Μανουήλ Παλαιολόγος επέλεξε, κατάλληλα, την επικήδεια ομιλία που έδωσε πάνω από το βάθρο απόθεσης του νεκρού αδελφού του Θεόδωρου, ως ευκαιρία να εξηγήσει ότι το Ισλάμ κατακτούσε όχι μόνο τα σώματα αλλά και τις ψυχές πολλών Ελλήνων.
Λέω ότι εκείνοι οι χριστιανοί που λιποτακτούν στους ασεβείς εχθρούς μας είναι σαφώς μανιακοί και μάλλον χειρότεροι από εκείνους που έχουν χάσει το μυαλό τους. Γιατί εκείνοι, ακόμη κι αν σπρώχνουν το ξίφος πάνω τους, ούτε βλάπτουν τις ψυχές τους ούτε δέχονται το μίσος εκείνων που τους βλέπουν, αλλά μάλλον το έλεός τους. Ωστόσο οι σώφρονες άνδρες πρέπει να έχουν μεγάλο μίσος για τους πρώτους, επειδή αυτοί μολύνουν με τη θέλησή τους τις ψυχές τους μέσω όλων των αισθήσεων. Επιθυμούν να βρουν εκείνο για το οποίο πήγαν αρχικά με τους εχθρούς της πίστης, δηλαδή τον πλούτο, τη δόξα και όλα εκείνα τα πράγματα που είναι ευχάριστα σε αυτή τη ζωή. Είναι αδύνατο για αυτούς να επιτύχουν αυτά τα πράγματα, αν δεν ευχαριστούν εκείνους στους οποίους αυτομόλησαν. Και δεν μπορούν να τους ευχαριστήσουν [τους Τούρκους], αν δεν κάνουν όλα αυτά τα πράγματα με τα οποία χαίρονται εκείνοι [οι Τούρκοι], δηλαδή να ζουν γενικά με βαρβαρικό τρόπο και να μολύνουν πρόθυμα τις ψυχές τους με παράνομες πράξεις. … Εκείνοι λοιπόν που πιστεύουν ότι θα αποκτήσουν πολύ καλή θέση ανάμεσα στους ασεβείς [Τούρκους], γρήγορα διογκώνονται σαν φούσκα και στη συνέχεια σκάνε πολύ γρήγορα και η κενή τους σκέψη δεν τους προσφέρει τίποτε στο τέλος. Λογικό είναι. |
Φημὶ δὴ τοὺς αύτομολοῦντας Χριστιανοὺς τουτοισὶ τοῖς καθ’ ἡμῶν ἀσεβέσι περιφανῶς μαίνεσθαι, μᾶλλον δὲ καὶ χείρω ποιεῖν τῶν βεβλαμμένων τὰς φρένας. Ἐκεῖνοι μὲν γάρ, ἐὰν καὶ ξίφος ὤσωσι καθ’ αὐτῶν, οὔτε τὰς αὐτῶν ψυχὰς ἔβλαψαν, καὶ μίσους μὲν οὐδαμῶς, ἐλέους δὲ παρὰ τῶν ὁρώντων τύχοιεν ἄν· τούτους δὲ πολλὴ ἀνάγκη μίσος ἔχειν ἕν σωφρονοῦσιν, ἐθελοντὶ τὰς ἑαυτῶν μολύνοντας ψυχὰς διὰ πασῶν τῶν αἰσθήσεων. Ἐπιθυμοῦσι γὰρ εὑρεῖν ὧν ἕνεχ’ ἧκον τὸ κατ’ ἀρχὰς εἰς τοὺς τῆς πίστεως ἐχθρούς, πλοῦτόν τε λέγω καὶ δόξαν καὶ ὅσα γε τῷ τῇδε βίῳ τερπνά· ἀμήχανον δὲ τούτων τυχεῖν μὴ ἡδεῖς φαινομένους ἐκείνοις, πρὸς οὕς γε ηὐτομόλησαν· ἡδεῖς δὲ τούτοις φαίνεσθαι ού τῶν ἐνδεχομένων ἐστί, μή πρότερον ἅπαντα διαπραττομένους οἷς ἐκεῖνοι χαίρουσι· τοῦτο δέ ἐστι πάντως βαρβαρικῶς τε ζῆν καὶ ἀθεμίτοις πράξεσιν ἑκοντὶ τὰς ἑαυτῶν μολύνειν ψυχάς. … Ὅθεν καὶ δίκην πομφόλυγος ὀξέως ἄγαν ὑπερφυσώμενοι, λέγω δὲ τούς γε δοκοῦντας παρὰ τοῖς ἀσεβέσι χώραν εὑρηκέναι καλλίστην, ὀξέως ἄγαν καὶ διαρρήγνυνται, καὶ εἰς οὐδὲν αὐτοῖς τελευτᾷ τὸ κενὸν φρόνημα. Εὐλόγως. |
Αν καθυστερούν [στην εκτέλεση] της επιθυμίας τους [των Τούρκων], γίνονται ύποπτοι, αμέσως περιφρονούνται ως μη συμβαδίζοντες μαζί τους και αγνοούνται. Έτσι δεν είναι; Κι αν προσχωρούν εύκολα σε εκείνα που επιθυμούν οι βάρβαροι, και οι βάρβαροι επιθυμούν να υιοθετήσουν αυτοί τους [τουρκικούς] νόμους και έθιμα και να καταστρέψουν ανελέητα το γένος [των Ελλήνων], αυτοί [οι λιποτάκτες] μισούνται δικαιολογημένα, λόγω της σκληρότητάς τους απέναντι στο γένος, λόγω της αλλαγής του χαρακτήρα και της ζωής τους. Δεν παίρνουν επαίνους από αυτούς [τους Τούρκους], καθώς εμφανίζονται τόσο αδίστακτοι σε ό, τι θελήσει κανείς. Εξαιτίας αυτού δεν τους εμπιστεύονται και παραμένουν σε δευτερεύουσες θέσεις. Έτσι αρμόζει. Γιατί πώς μπορεί αυτός που έχει εύκολα ποδοπατήσει τα έθιμα με τα οποία μεγάλωσε, να τηρήσει αυστηρά εκείνα που έχει αποδεχθεί πρόσφατα; Και μάλιστα αυτός που είναι επίσης προφανώς κακός για το γένος του και τον εαυτό του; Γιατί μέσα στο σύνολο υπάρχει και το μέρος. Πώς θα είναι χρήσιμος σε κάποιον αυτός που είναι κακός για τον εαυτό του; Αν εξετάσουμε αυτό το θέμα πιο προσεκτικά, ένα τέτοιο άτομο γίνεται μισητό και για την ίδια τη συνείδησή του. Πώς δεν θα ήταν αυτός έτσι για όλους; Γιατί όμως μιλάω για αυτά τα πράγματα, όταν δεν έχω δείξει ακόμη το πιο σημαντικό σημείο; Δεν τηρούν απαραβίαστη την ομολογία και την πίστη τους στον Χριστό. Γιατί; Διότι όταν συντάσσονται με τον Χριστό, υπόσχονται τη μεγαλύτερη αγάπη τους σε αυτόν και εχθρότητα προς τους δαίμονες. Ύστερα κάνουν το αντίθετο. Μάλλον είναι απαραίτητο να περιγράψουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια και να δείξουμε την έκταση του κακού που προκύπτει από αυτούς του Μωάμεθ. Επιθυμώντας να ζουν με τους μουσουλμάνους που είναι εχθροί της πίστης και να μοιράζονται τα έργα τους εναντίον μας, παλεύουν ενάντια στον Σωτήρα που έχει δώσει την πίστη και πολεμούν φανερά εναντίον Του…. |
Εἰ μὲν γὰρ νωθροί τινες εἶεν πρὸς τὸ’ κείνων θέλημα, ὕποπτοι γενόμενοι, εὐθὺς καταπεφρόνηνται ὡς μὴ συμβαίνοντες αὐτοῖς καὶ παρορῶνται, πῶς οἴει; εἰ δὲ ῥαδίως προστρέχοντες οἷς ἄν οἱ βάρβαροι βούλοιντο, βούλοιντο δ’ ἄν καὶ ἔθεσι καὶ νόμοις τοῖς αὐτῶν τούτους χρῆσθαι καὶ τὸ γένος ἀφειδῶς διαφθείρειν, μισοῦνται μὲν μάλα δικαίως ἕνεκα τῆς εἰς τὸ γένος ὠμότητος, τῆς δὲ τοῦ ἤθους μεταβολῆς καὶ τῆς τοῦ βίου μεταπτώσεως ἐπαίνων οὐ τυγχάνουσι παρ’ αὐτοῖς, ἅτ’ εὐχερεῖς φαινόμενοι πρὸς ὅ τι ἄν τις βουλοιτο. Διὰ δὴ τοῦτο οὐδὲ πιστεύονται ὡς ἄρα γε μενοῦσιν ἐν τοῖς δευτέροις. Εἰκότως. Ὀ γὰρ εὐκόλως ἔθη καταπατήσας οἷς γε συμβεβίωκε πῶς ἄν τηρήσειεν ἀκριβῶς ἅπερ ἐξ ὑπογυίου ἐδέξατο, καὶ αὖθις ὁ τῷ γένει κακὸς καὶ ἑαυτῷ δηλονότι· ἐν γὰρ τῷ καθ’ ὅλου τὸ μέρος. Ὁ δὲ ἑαυτῷ κακὸς πῶς ἄν ἑτέρῳ χρηστός; Οὐ μὴν ἀλλ’ εἰ καὶ τοῦτο θεωρήσαιμεν ἀκριβέστερον, ὁ τοιοῦτος καὶ τῷ ἰδίῳ συνειδότι μισητὸς καθίσταται. Καὶ πῶς οὐκ ἄν ἅπασιν; Ἀλλὰ τί ταῦτά φημι ὅπου γε τὸ μεῖζον ἔχω δεικνύναι; Οὐδὲ γὰρ τὴν εἰς Χριστὸν ὁμολογίαν καὶ πίστιν οἷόν τε τηρεῖν αὐτοὺς ἀκραιφνῆ. Διὰ τί; Ὅτι τῷ Χριστῷ συνταττόμενοι φιλίαν μὲν αὐτῷ τὴν ἑσχάτην, ἔχθραν δὲ τὴν πρὸς τοὺς δαίμονας ὑπισχνοῦνται, εἶτα τοὐναντίον ποιοῦσι. Μᾶλλον δὲ σαφέστερον εἰπεῖν χρὴ καὶ δηλῶσαι τὸ κακὸν ὅσον τοῖς γὰρ τοῦ Μωάμεθ; Οὗτοι συνδιατρίβειν ἐθέλοντες καὶ τῶν καθ’ ἡμᾶς συνεφαπτόμενοι τούτοις ἔργων, ἐχθροῖς τῆς πίστεως οὖσι τῷ Σωτῆρι διαμάχονται τῷ δεδωκότι τὴν πίστιν καὶ φανερῶς αὐτῷ πολεμοῦσιν….
|
Μεταξύ εκείνων που κάνουν, είναι ότι κηρύσσουν τον Μωάμεθ ως προφήτη. Γιατί αυτό το απαίσιο άτομο έχει διακηρύξει νίκη εναντίον μας σε εκείνους που είχαν εξαπατηθεί και αναγκαστεί από αυτόν.36 |
Ἐξ ὧν γὰρ οὗτοι διαπράττονται προφήτην τὸν Μωάμεθ ἀποφαίνουσιν. Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μιαρὸς τοῖς ἐξηπατημένοις τε καὶ βεβιασμένοις ὑπ’ ἐκείνου γένεσι νίκην καθ’ ἡμῶν ἐπηγγείλατο. |
Για απογοητευμένους χριστιανούς που είχαν υπάρξει μάρτυρες της ήττας στη Μικρά Ασία, η τουρκική κατάκτηση έδινε την ώθηση για κοινωνικά και θρησκευτικά παρακινούμενη αλλαγή θρησκεύματος.
Αν και αυτοί οι συγγραφείς ασχολούνταν με τα γεγονότα και τη γλώσσα της άμεσης και συγκεκριμένης αιτιώδους συνάφειας, δεν απέφευγαν πιο ολοκληρωμένη εικασία σχετικά με τους λόγους της μεγάλης αντιστροφής της τύχης. Ο χρόνος, η τύχη, η μοίρα, φέρνουν τόσο ευημερία όσο και καταστροφή, καταστάσεις που έχουν βιώσει όλοι οι λαοί με επαναλαμβανόμενο τρόπο. Αν και θα ήταν εύκολο να τονιστεί αδικαιολόγητα αυτό το μη χριστιανικό στοιχείο στις προσπάθειες των Βυζαντινών ιστορικών και λογοτεχνικών μορφών να εξηγήσουν την καταστροφική πορεία της ιστορίας τους, εντούτοις εντυπωσιάζεται κανείς από την παρουσία αυτού του κλασικού στοιχείου.
Η πιο συνηθισμένη εξήγηση για την τουρκική κατάκτηση της Ανατολίας ήταν καθαρά θρησκευτική: ο Θεός είχε στείλει τους Τούρκους για να τιμωρήσει τους Έλληνες για τις αμαρτίες τους. Ο Ατταλειάτης αναφέρει ότι όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν για πρώτη φορά στις επαρχίες που κατοικούσαν οι Αρμένιοι και οι Σύριοι, οι Έλληνες ισχυρίζονταν ότι οι εισβολές ήσαν τιμωρία σταλμένη από τον Θεό για την αίρεση αυτών των λαών. Όταν όμως οι Τούρκοι μπήκαν στο ελληνικό τμήμα της Ανατολίας, οι Έλληνες άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν ότι οι δικές τους αμαρτίες είχαν προκαλέσει τις εισβολές.37 Αντίθετα, ο Μιχαήλ ο Σύριος δήλωνε ότι ο Θεός είχε στείλει τους Τούρκους για να τιμωρήσει τους Έλληνες για την εκ μέρους τους θρησκευτική δίωξη των Μονοφυσιτών χριστιανών της ανατολικής Ανατολίας.38 Ακόμη και πολλοί Τούρκοι φαίνεται να θεωρούσαν τις νίκες τους εναντίον των Ελλήνων ως οφειλόμενες στην κακία των τελευταίων και στην επιθυμία του Θεού να τους τιμωρήσει.39 Ο μοναχός Χριστόδουλος (ο οποίος μαζί με τους άλλους μοναχούς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα μοναστήρια της Μικράς Ασίας), κήρυξε τις εισβολές ως ἐστιλβωμένη ῥομφαία, μάχαιρα κυρίου και ότι οι αμαρτίες των χριστιανών είχαν δημιουργήσει την ευημερία των Αγαρηνών.40 Τα συνοδικά έγγραφα του τέλους του 13ου, του 14ου και του 15ου αιώνα, που αναφέρονται στη θλιβερή κατάσταση των χριστιανικών κοινοτήτων στα τουρκικά εμιράτα, εξηγούν αυτές τις συνθήκες με παρόμοιο τρόπο. Υπήρχαν επίσης απόψεις μεταξύ ορισμένων, ότι η έλευση των Τούρκων προφήτευε τις ημέρες του αντίχριστου και το τέλος του κόσμου.41
Από τα πιο γνωστά κείμενα θρησκευτικής αιτιότητας είναι το κεφάλαιο 47 από το έργο Κεφάλαια επτάκις επτά του Βυζαντινού ιεροκήρυκα Ιωσήφ Βρυέννιου με τίτλο «Μερικές αιτίες των πόνων που μας πλήττουν».42 Ο Βρυέννιος, όπως τόσο πολλοί ηθικολογικοί ιεροκήρυκες σε όλη την ιστορία, θρηνούσε το γεγονός ότι η ηθική της εποχής του βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από εκείνη των «παλαιών εποχών», και έτσι ο Θεός είχε τιμωρήσει τους χριστιανούς μέσω των Τούρκων.43
Αν κάποιος που βλέπει τις βασανιστήρια που μας επιβάλλει ο Θεός είναι έκπληκτος και μπερδεμένος, ας σκεφτεί όχι μόνο αυτά αλλά και την κακία μας και τότε θα εκπλαγεί που δεν μας έχουν χτυπήσει κεραυνοί. Γιατί δεν υπάρχει καμία μορφή κακού που να μην την επιδιώκουμε με αγωνία σε όλη τη ζωή.44 |
Εἴ τις τὰς ἐπαγομένας ἡμῖν ἐκ Θεοῦ παιδείας ὁρῶν ἐξίσταται ἀπορῶν, μὴ μόνον ταύτας, ἀλλὰ καὶ τὰς γινομένας παρ’ ἡμῶν ἀτοπίας λογιζόμενος, θαυμαζέτω πῶς οὐ φἐρονται σκηπτοὶ καθ’ ἡμῶν. Καὶ γὰρ οὐκ ἔστι κακίας εἶδος, ὅ μὴ διὰ βίου παντὸς ἐπιμελῶς μετερχόμεθα· |
Ο Βρυέννιος παραπονιέται για βίαιες παρατυπίες στη θρησκευτική ζωή:
Είναι φανερό, ότι βαφτιζόμαστε άλλοι με απλή βύθιση, άλλοι με τριπλή εμβάπτιση. … Ότι οι περισσότεροι από εμάς όχι μόνο δεν ξέρουν τι είναι χριστιανός, αλλά ούτε τον σταυρό τους δεν ξέρουν να κάνουν, ή ξέρουν, αλλά απλά αρνούνται να τον κάνουν. Ότι οι ιερείς μας χειροτονούνται με πληρωμή χρημάτων. Και πριν από τον γάμο, πολλοί συνουσιάζονται με τις γυναίκες τους. Ότι η άφεση αμαρτιών δίνεται έναντι δώρων, όπως και η μετάληψη της θείας κοινωνίας από τους λεγόμενους πνευματικούς. Ότι συγκατοικούν με μοναχές οι καλόγεροι που υποσχέθηκαν παρθενία. |
δῆλον δέ, ὅτι βαπτιζόμεθα οἱ μέν, εἰς μίαν κατάδυσιν· οἱ δὲ εἰς τρεῖς μὲν καταδύσεις, … Ὅτι οἱ πλείους ἡμῶν, οὐ μόνον τί ἐστὶ χριστιανός, ἀλλ’ οὺδὲ τὸν σταυρὸν αὐτὸν ποιεῖν ἴσασιν·ἤ ἴσασι μέν, περιφρονοῦσι δὲ τὸ ποιεῖν. Ὅτι οἱ ἱερεῖς ἡμῶν ἐπι χρήμασι χειροτονοῦνται· καὶ πρὸ τοῦ γάμου, ὡς οἱ πολλοί, ὁμιλοῦσι ταῖς ἑαυτῶν γυναιξίν. Ὅτι ἐπὶ δώροις ἡ τῶν ἁμαρτημάτων ἄφεσις, καὶ ἡ τῶν θείων δώρων μετάληψις, δίδοται παρὰ τοῖς λεγομένοις πνευματικοῖς. Ὅτι μοναστρίαις ἀναίδιω συνοικοῦσιν οἱ παρθενίαν ἐπαγγειλάμενοι μοναχοί· |
Γκρινιάζουμε στον Θεό άλλοτε ότι βρέχει και άλλοτε ότι δεν βρέχει. Ότι κάνει καύσωνα. Ότι φέρνει κρύο. Ότι δίνει πλούτο σε μερικούς και επιτρέπει να είναι άλλοι φτωχοί. Ότι σηκώθηκε νοτιάς. Ότι φυσάει δυνατός βοριάς. Γινόμαστε απλώς ασυμβίβαστοι δικαστές του Θεού.45 |
Γογγύζομεν πρὸς Θεόν, ὁτὲ μὲν πῶς βρέχει, ὁτὲ δὲ πῶς οὐ βρέχει· πῶς καύσωνα ποιεῖ· πῶς ψῦχος ἐργάζεται· πῶς τοῖς μὲν ἔδωκε πλοῦτον, τοὺς δὲ πένεσθαι συγχωρεῖ· πῶς νότος ἠγέρθη, πῶς πνέει μέγας βοῤῥᾶς· καὶ ἁπλῶς κριταὶ καθιστάμεθα τοῦ Θεοῦ ἀδιάλλακτοι. |
Η θνητότητα των λαϊκών δεν είναι ανώτερη από εκείνη των κληρικών.
Ότι όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και το φύλο των γυναικών, δεν ντρέπονται να κοιμούνται τόσο γυμνοί όσο όταν γεννήθηκαν. Ότι παραδίδουν τις ανώριμες κόρες τους στη διαφθορά. Ότι ντύνουν τις γυναίκες τους με ανδρικά ρούχα. Ότι δεν ντρεπόμαστε να γιορτάζουμε τις ιερές ημέρες των γιορτών με φλάουτα, χορούς, όλα τα σατανικά τραγούδια, γλέντια, μεθύσια και άλλα ντροπιαστικά έθιμα.46 |
Ὅτι γυμνοί, ὡς ἐγεννήθησαν, οὐ μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ τὸ τῶν γυναικῶν φῦλον, καθεύδειν οὐκ ἐπαισχύνονται. Ὅτι τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἀνήβους παιδοφθορίᾳ παραδιδόασιν.Ὅτι στολαῖς ἀνδρικαῖς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ἐνδύουσιν. Ὅτι τὰς ἱερὰς τῶν ἑορτῶν αὐλοῖς καὶ χοροῖς καὶ σατανικοῖς πᾶσιν ᾄσμασι, κώμοις τε καὶ μέθαις καὶ αἰσχροῖς ἄλλοις ἔθεσιν ἐπιτελεῖν οὐ καταισχυνόμεθα. |
Το χαμηλό ηθικό επίπεδο συνδυάζεται με εκτεταμένη δεισιδαιμονία. Αυτές οι πρακτικές προλήψεων είναι συχνά απομεινάρια από τη ζωή της παγανιστικής αρχαιότητας:
Ότι κουνώντας άτακτα τις άγιες εικόνες, προβλέπουμε από τις κινήσεις αυτές μελλοντικά γεγονότα. … Ότι παίρνουμε οιωνούς από τις συναντήσεις και τους χαιρετισμούς ανθρώπων. Ότι παρατηρούμε τις κραυγές των κατοικίδιων ορνίθων και προσέχουμε τις πτήσεις και τις κραυγές των κορακιών. Ότι εξαπατόμαστε πιστεύοντας σαν αστρολόγοι, ότι οι ώρες, οι τύχες, οι μοίρες, το ριζικό, τα ζώδια και οι πλανήτες, ελέγχουν τη δική μας ζωή. Ότι πιστεύουμε στις Νηρηίδες της θάλασσας και στα πνεύματα που κυριαρχούν σε τόπους της γης. … Ότι ορισμένοι από εμάς θυμιατίζουν μπροστά σε συκιές, αγγουριές και οικιακά φυτά και το κάνουν όντας ορθόδοξοι. … Άλλοι χαιρετούν το νέο φεγγάρι και το προσκυνούν. Ότι γιορτάζουμε τις καλένδες, φοράμε φυλαχτά του Μαρτίου, βάζουμε στεφάνια τον Μάιο και γιορτάζουμε τον κλήδονα πηδώντας πάνω από φωτιές. … Τα ξόρκια είναι το καταφύγιό μας για τη γονιμότητα των χωραφιών, την υγεία και την αύξηση των κοπαδιών, την τύχη στο κυνήγι, την καρποφορία των αμπελώνων. Η επιδίωξη της αμαρτίας μεγαλώνει και η απομάκρυνση από την αρετή επιταχύνεται. 47 |
Ὅτι κινοῦντες ἀτάκτως τὰς ἁγίας εἰκόνας, τὰ μέλλοντα δῆθεν διὰ τῶν κινημάτων αὐτῶν τεκμαιρόμεθα. … Ὅτι ταῖς ἀπαντήσεσι καὶ τοῖς χαιρετισμοῖς τῶν ἀνθρώπων οἰωνιζόμεθα. Ὅτι τᾶις τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων φωναῖς, καὶ ταῖς πτήσεσι καὶ κραυγαῖς τῶν κοράκων προσέχομεν, ὀρνεοσκοπούμενοι. ὅτι ὥραις καὶ τύχαις, καὶ μοίραις, καὶ ῥοιζικοῖς, καὶ ζωδίοις, καὶ πλανήταις, διευθετεύεσθαι τὸν ἡμέτερον βίον, ὡς ἀστρολόγιοι πιστεύοντες ἀπατώμεθα. Ὅτι Νηρηΐδας έν θαλάσσῃ καί στοιχεία ἐξάρχοντα κατά τόπους είναι πειθόμεθα. … Ὅτι τάς τε Συκᾶς καὶ τοῦς Σικυούς, καῖ τὰ τῆς οἰκίας στοιχεῖα, θυμιῶσι τινὲς ἡμῶν, καὶ ταῦτα ὀρθόδοξοι. … Καὶ τὴν σελήνην νεάζουσαν προσκυνοῦσιν τινὲς χαιρετίζοντες. Ὅτι καλάνδας τελοῦμεν, καὶ Μαρτίου περιάμματα φέρομεν, καὶ τὸν Μάϊον στεφανούμεθα, καὶ κληδῶνας ποιοῦμεν, καὶ ὑπεραλλόμεθα τῶν πυρκαϊῶν. … Ἐπὶ ἀγρῶν εὐφορίᾳ καὶ βοσκημάτων πληθυσμῷ καὶ ὑγείᾳ, κυνηγεσίων ἐπιτυχίᾳ τε καὶ ἀμπέλων ἐπικαρπίᾳ, αἱ ἐπῳδαὶ ἡμῖν καταφύγιον. Ὅτι πληθύνεται νῦν τῆς ἀρετῆς ἡ φυγή, καὶ αὔξεται τῆς ἁμαρτίας ἡ δίωξις. |
Η κοινωνία ξηλώνεται και διαλύεται:
Ότι οι κυβερνήτες μας είναι άδικοι, αυτοί που επιβλέπουν τις υποθέσεις μας είναι άρπαγες, οι δικαστές δωροδοκούνται, οι μεσίτες είναι ψεύτες, οι αστοί είναι απατεώνες, οι χωριάτες είναι ακατανόητοι και όλοι είναι άχρηστοι. Ότι οι παρθένες μας είναι πιο ξεδιάντροπες από τις πόρνες, οι χήρες πιο περίεργες από το κανονικό, οι παντρεμένες γυναίκες περιφρονούν και δεν παραμένουν πιστές, οι νεαροί άνδρες είναι ακόλαστοι και οι γέροι μεθυσμένοι. Οι μοναχές (έχουν) προσβάλει την πρόσκλησή τους, οι ιερείς έχουν ξεχάσει τον Θεό, οι μοναχοί έχουν απομακρυνθεί από τον ίσιο δρόμο. Ότι πολλοί από εμάς ζούμε μέσα σε λαιμαργία, μεθύσια, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσίες, έχθρες, ζήλιες, μίση και κλοπές. Ότι έχουμε γίνει αλαζονικοί, καυχησιάρηδες, φιλάργυροι, εγωιστές, αχάριστοι, απείθαρχοι, λιποτάκτες, άρπαγες, προδότες, βέβηλοι, άδικοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι. Για αυτά τα πράγματα συντριβόμαστε και υποφέρουμε και έχουμε γίνει ελάχιστοι και μας κυνηγούν, αλίμονο, και έχουμε υποδουλωθεί σε λαούς ασεβείς και καταραμένους.48 |
Ὅτι οἱ ἄρχοντες ἡμῶν ἄδικοι, οἱ ἐπιστατοῦντες τοῖς πράγμασιν ἅρπαγες, οἱ κριταὶ δωρολῆπται, οἱ μεσῖται ψευδεῖς, οἱ ἀστικοὶ ἐμπαῖκται, οἱ ἀγροῖκοι ἄλογοι, καὶ οἱ πάντες ἀχρεῖοι. ὅτι αἱ παρθένοι ἡμῶν ὑπὲρ πόρνας ἀναίσχυντοι, αἱ χῆραι περίεργοι τοῦ δέοντος πλέον, αἱ ὕπανδροι καταφρονοῦσαι καὶ μὴ φυλάττουσαι πίστιν, οἱ νεώτεροι ἀκόλαστοι, καὶ οἱ γηράσαντες πάροινοι. αἱ κανονικαὶ καθύβρισαν τὸ ἐπάγγελμα, οἱ ἱερεῖς ἐπελάθοντο τοῦ Θεοῦ· οἱ μοναχοὶ πάντῃ ἐτράποντο τῆς εὐθείας ὁδοῦ. ὅτι γαστριμαργίαις, μέθαις, πορνείαις, μοιχείαις, ἀκαθαρσίαις, ἔχθραις, ζήλοις, φθόνοις καὶ κλοπαῖς, συζῶσι πολλοὶ ἐξ ἡμῶν. ὅτι ἐγενόμεθα ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἀπειθεῖς, λιποτάκται, ἅρπαγες, προδόται, ἀνόσιοι, ἄδικοι, ἀμετανόητοι, ἀδιάλλακτοι. διὰ ταῦτα συντριβόμεθα καὶ στενούμεθα καὶ ὀλιγοστοὶ γεγόναμεν καὶ διωκόμεθα, φεῦ, καὶ καταδουλούμεθα ἔθνεσιν ἀσεβέσι καὶ ἐναγέσι. |
Αν και οι δύο κατηγορίες εξηγήσεων ή αιτιών της αντιστροφής των Βυζαντινών υποθέσεων ήσαν διαμετρικά αντίθετες, είχαν συχνά ένα κοινό στοιχείο. Η παρακμή δεν ήταν απαραίτητο να είναι οριστική και μη αναστρέψιμη. Ο Πλήθων και ο Βησσαρίων μπορούσαν ακόμη να εξετάζουν σοβαρά το πρόβλημα της διάσωσης της κατάστασης με νέα σχέδια. Ο πρώτος πρότεινε την ίδρυση ενός νέου ελληνικού κράτους σύμφωνα με πλατωνικές αρχές στην Πελοπόννησο, ενώ ο δεύτερος πρότεινε ότι οι Βυζαντινοί νέοι έπρεπε να σταλούν στη Δύση για να μελετήσουν τη δυτική τεχνολογία.49 Ακόμη και για εκείνους που έβλεπαν την αιτιώδη συνάφεια ως ευρισκόμενη εντελώς στα χέρια του Θεού, υπήρχε κάποια ελπίδα. Ο Χαριτώνυμος Ερμώνυμος προέτρεπε τα «απομεινάρια των Ρωμαίων» να μην απελπίζονται για την ατυχία τους, γιατί μια τέτοια ατυχία βιώνεται, έχει βιωθεί στο παρελθόν και θα συνεχίσει να βιώνεται στο μέλλον από πολλούς άλλους. Αλλά μελετώντας τα σφάλματα και τα λάθη τους, διορθώνοντάς τα και πλησιάζοντας τον Θεό, από τον οποίο οι Έλληνες έχουν απομακρυνθεί, η τύχη τους θα αντιστραφεί και θα ευημερήσουν και πάλι. «Έτσι, μια μικρή πόλη γίνεται μεγάλη πόλη και μια μεγάλη πόλη διατηρείται».50 Ο Ερμώνυμος απλώς επέκτεινε μια γραμμή λογικής που υπονοείται στη θρησκευτική κατηγορία της αιτιότητας. Αν η παρακμή έχει προκληθεί από την αμαρτία, θα μπορούσε να αντιστραφεί εγκαταλείποντας την αμαρτία και αγκαλιάζοντας τη ζωή της αρετής. Έτσι η προοπτική των Βυζαντινών δεν ήταν τελικά και αμετάκλητα μοιραία.51 Αυτό είναι αξιοσημείωτο, αν λάβει κανείς υπόψη την απελπισία του κράτους τον 15ο αιώνα.
Θρησκευτική πολεμική
Ένα είδος ελληνικής λογοτεχνίας που ασχολήθηκε ειδικά με αυτά τα προβλήματα ήταν η θρησκευτική πολεμική. Μεγάλες καταστροφές, ιδίως πολιτικές και στρατιωτικές, προκαλούν κρίσεις στην εδραιωμένη τάξη και συχνά αμφισβητούν τις αξίες των θεσμών αυτής της τάξης. Η ιστορία του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου είναι γεμάτη με τέτοιες αναταραχές. Η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ισπανίας και της Γαλατίας είχε ως αποτέλεσμα τον εκλατινισμό αυτών των περιοχών. Η ανακατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου των Αράβων από τους Ισπανούς έφερε μαζί της την εξάλειψη του Ισλάμ και της αραβικής γλώσσας. Με παρόμοιο τρόπο, την αραβική επέκταση ακολούθησε τελικά η πρακτική εξαφάνιση όχι μόνο του Χριστιανισμού στη Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και της ελληνικής, της κοπτικής, της συριακής και της βερβερικής γλώσσας σε εκείνες τις περιοχές. Όπως αποκαλύπτουν ακόμη και οι πιο επί τροχάδην αναγνώσεις του Αυγουστίνου και του Ορόσιου, τα μέλη της ηττημένης κοινωνίας σχεδόν πάντοτε βρέθηκαν αντιμέτωπα με το περίπλοκο πρόβλημα της εξήγησης της ξαφνικής αλλαγής και της αντιστροφής της τύχης. Αν η θρησκεία τους ήταν πραγματικά η μία αληθινή θρησκεία, τότε γιατί τους εγκατέλειψε ο Θεός; Στον μεσαιωνικό κόσμο, όπου αποκλειστικά, μονολιθικά θρησκευτικά συστήματα κυριαρχούσαν στην κοινωνία, η πολιτική καταστροφή παρακινούσε πάντοτε για θρησκευτική εξήγηση και εξορθολογισμό, όπως έχει ήδη καταστεί σαφές. Σε ειδωλολατρικούς καιρούς η πολιτική ήττα δεν συνεπαγόταν απαραίτητα την έκλειψη των θρησκευτικών αξιών και συστημάτων των ηττημένων, και έτσι για παράδειγμα, ο ελληνικός παγανισμός δεν καταστράφηκε από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Αλλά ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, αν και ιστορικά ανεκτικοί ο ένας για τον άλλο (λόγω των γεγονότων της ιστορίας και της ύπαρξης), είχαν και οι δύο συνείδηση της αποκλειστικής, «αληθινής» και μοναδικής τους φύσης. Η πολιτική ήττα του ενός ή του άλλου απαιτούσε αναγκαστικά θρησκευτική εξήγηση, γιατί η πολιτική νίκη ενός μουσουλμανικού ή βυζαντινού κράτους φαινόταν να υπονοεί την «αλήθεια» του Ισλάμ ή του Χριστιανισμού.
Το Βυζάντιο είχε νιώσει τη στρατιωτική δύναμη του Ισλάμ σε σχετικά πρώιμη εποχή. Αν και είχε καταφέρει να επιβιώσει από τη σχεδόν θανατηφόρα επίθεση του 7ου αιώνα, παρέμενε στην άμυνα μέχρι τον 9ο αιώνα. Αυτή η ανησυχία με την πρόοδο του Ισλάμ είχε την αντανάκλασή της στη βυζαντινή κοινωνία και στις διεθνείς σχέσεις της. Σταδιακά η Δύση εγκαταλείφθηκε πολιτικά, και τελικά οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι και ιστορικοί περιόριζαν την κάλυψη των γεγονότων με τρόπο που παραμελούσε όλο και περισσότερο τη Δύση και επικεντρωνόταν στην Ανατολή. Το λογοτεχνικό είδος της θρησκευτικής πολεμικής μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ διεγειρόταν άμεσα από τη μουσουλμανική κατάκτηση χριστιανικών εδαφών, στα οποία μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν δίπλα-δίπλα. Έχει επισημανθεί ότι η Συρία και οι παρακείμενες περιοχές, λόγω της μικτής θρησκευτικής τους διαμόρφωσης, είχαν δει σημαντική θρησκευτική πολεμική στα βυζαντινά χρόνια πριν από την αραβική κατάκτηση. Όχι μόνο υπήρχε θρησκευτική διαμάχη μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων όπως οι Ορθόδοξοι, οι Μονοφυσίτες, οι Νεστοριανοί, οι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες, αλλά υπήρχε επίσης κάποιου τύπου πολιτισμική πολεμική ως αποτέλεσμα της αναβίωσης των τοπικών πολιτισμών.52
Σε αυτές τις περιοχές και κάτω από αυτές τις συνθήκες συνέβη να εγκαινιάσουν οι διανοούμενοι της βυζαντινής εκκλησίας το λογοτεχνικό είδος της θρησκευτικής πολεμικής με το Ισλάμ. Στην αρχή της, αυτή η λογοτεχνία επικεντρώνεται στα ονόματα των Ορθόδοξων θεολόγων Ιωάννη από τη Δαμασκό (Δαμασκηνού) και Θεόδωρου Αβουκάρα (Άμπου Κούρα), όπου γεννήθηκαν και οι δύο σε μουσουλμανικά εδάφη ενώ, όπως είναι γνωστό, η οικογένεια του δεύτερου συνδεόταν με επίσημη υπηρεσία προς τους χαλίφηδες. Ο Θεόδωρος γεννήθηκε στην πόλη της Έδεσσας, και έγραψε στα ελληνικά, στα συριακά και στα αραβικά. Τελικά διορίστηκε επίσκοπος της Χαρράν στη βόρεια Μεσοποταμία, πόλη που περιλάμβανε μέσα στα όριά της ειδωλολάτρες (Σαβαίους), Μανιχαίους, Εβραίους, μουσουλμάνους Μελκίτες, Ιακωβίτες και Νεστοριανούς. Αν και η αυθεντικότητα του κεφαλαίου για το Ισλάμ στο περί αιρέσεων του Ιωάννη Δαμασκηνού είναι πολύ αμφίβολη, η παλαιότερη παραδοσιακή βυζαντινή πολεμική με τις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις επεκτείνεται για να συμπεριλάβει το Ισλάμ από τον Ιωάννη και τον διάδοχό του Θεόδωρο Αβουκάρα.53 Αυτή η πρώιμη πολεμική, η οποία ήταν σημαντική όχι μόνο στη γενική διαμόρφωση του ελληνικού θεολογικού επιχειρήματος αλλά και στην άνοδο της μουσουλμανικής πολεμικής και θεολογίας, δεν στηριζόταν σε λεπτομερή γνώση του Κορανίου. Οι χριστιανοί σε αυτά τα πρώτα χρόνια έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι στις επιθέσεις των μουσουλμάνων επί των δογμάτων της ενσάρκωσης και της Τριάδας, με τις οποίες επιθέσεις οι Άραβες αρνούνταν τη θειότητα του Χριστού και ισχυρίζονταν ότι το δόγμα της Τριάδας αποτελούσε απόδειξη ότι οι χριστιανοί ήσαν πολυθεϊστές. Οι Ορθόδοξοι αντιμετώπιζαν τις κατηγορίες ανταπαντώντας ότι ο Θεός των μουσουλμάνων, ως συνέπεια της άρνησης της ενσάρκωσης του Χριστού και της Τριάδας, έπρεπε να είναι άψυχος και χωρίς λόγο.54 Στη συνέχεια προχωρούσαν επιτιθέμενοι στη βάση του Ισλάμ, με τον ισχυρισμό ότι το Κοράνι δεν ήταν βιβλίο αποκάλυψης και ότι ο Μωάμεθ ήταν ψευτοπροφήτης. Ισχυρίζονταν ότι ούτε τον είχαν προβλέψει ή αναφέρει στην Παλαιά ή στην Καινή Διαθήκη. Επομένως δεν υπήρχε καμία προφητεία, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση του Χριστού. Σε αυτήν την κατηγορία επισύναπταν την «ανηθικότητα» της μουσουλμανικής ηθικής. Έτσι αυτή η πρώιμη θρησκευτική συζήτηση βασιζόταν μάλλον στις πιο εμφανείς πτυχές και χαρακτηριστικά των δύο θρησκειών παρά σε οποιαδήποτε λεπτομερή και συστηματική γνώση, ως κατάληξη προσεκτικής μελέτης των θρησκευτικών γραφών. Η αντι-μουσουλμανική θρησκευτική διαμάχη έκανε την αρχική της εμφάνιση στην αυτοκρατορία στα γραπτά του συγγραφέα του 9ου αιώνα Νικήτα του Βυζαντίου,55 ο οποίος άνοιξε νέο δρόμο για τους Έλληνες συγγραφείς ασχολούμενος με το Κοράνι με κάποια λεπτομέρεια και παρουσιάζοντας πολλά μεταφρασμένα αποσπάσματα από τα αραβικά.56 Ως η πιο λεπτομερής ανάλυση του Κορανίου, τα γραπτά του Νικήτα έγιναν σημαντική πηγή για μεταγενέστερα βυζαντινά γραπτά πάνω στο θέμα.57
Η απειλή ενός νικηφόρου και μαχητικού Ισλάμ επανεμφανίστηκε στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι εισήλθαν στην Ανατολία. Οι πολιτικές δυνάμεις του Ισλάμ εκείνη την εποχή έμπαιναν στα ελληνικά εδάφη και άρχιζαν επίσης να απομακρύνουν τα «ποίμνια» από την εκκλησία. Καθώς το Ισλάμ κινούνταν προς τα δυτικά, το ίδιο έκανε και η ενασχόληση με τη θρησκευτική πολεμική. Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες που αντιμετώπιζε το Βυζάντιο επέφεραν άνθηση θρησκευτικής εξήγησης, καθώς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί έβλεπαν την αυτοκρατορία τους να καταβροχθίζεται από τους Τούρκους. Όχι μόνο ταπεινοί μοναχοί αλλά και αττικίζοντες αυτοκράτορες έπαιρναν τις πέννες τους, με στόχο να εξηγήσουν τους λόγους για την κακοτυχία του Χριστιανισμού. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτών των λογοτεχνικών προσπαθειών ανέτρεχε στις παραδόσεις παλαιότερων εποχών και ιδιαίτερα στα γραπτά του Νικήτα του 9ου αιώνα. Υπήρχαν όμως ορισμένα νέα στοιχεία που χαρακτήριζαν τα επιχειρήματά τους, στοιχεία που δεν είχαν τόσο σχέση με το περιεχόμενο, όσο με τον γενικό τόνο. Πρέπει παρενθετικά να σημειωθεί, ότι μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές συνεισφορές σε αυτήν την ανανεωμένη λογοτεχνική άμυνα κατά του Ισλάμ ήταν λατινικής προέλευσης, η «Απόρριψη Κορανίου» (Improbatio Alcorani) του Φλωρεντινού Δομινικανού Ρικόλντο ντα Μόντε Κρότσε (πεθ. 1320).58Ο Ρικόλντο, ύστερα από προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, πήγε στη Βαγδάτη όπου σπούδασε αραβικά με σκοπό τη μετάφραση του Κορανίου στα λατινικά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη της Μεσοποταμίας είχε την ευκαιρία να ακούσει και να συμμετάσχει σε θρησκευτικές συζητήσεις με εξέχοντες μουσουλμάνους θεολόγους, με αποτέλεσμα ο Ρικόλντο να αποκτήσει σχετικά λεπτομερή γνώση των ισλαμικών δογμάτων, των αιρέσεων και του Κορανίου. Όταν ο εξέχων Βυζαντινός λατινιστής Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε την Απόρριψη Κορανίου του Ρικόλντο στα ελληνικά μεταξύ 1354 και 1360, εφοδίασε τους Βυζαντινούς πολέμιους με νέο οπλοστάσιο λεπτομερειών και επιχειρημάτων. Μία δεκαετία αργότερα ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μετάφραση του Ρικόλντο από τον Κυδώνη κατά τη σύνταξη της δικής του υπεράσπισης του Χριστιανισμού και επίθεσης εναντίον του Ισλάμ. Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος με τη σειρά του επηρεάστηκε εν μέρει από την πραγματεία του τελευταίου και κατά συνέπεια εμμέσως από τον Ρικόλντο.
Αυτή η δεύτερη φάση της ελληνο-ισλαμικής πολεμικής (μετά τον 11ο αιώνα) χαρακτηριζόταν συχνά από τόνο αμεσότητας και ρεαλισμού. Αν και είχε συνεχώς σχέση με τις καθιερωμένες κατηγορίες αμφισβήτησης, αυτές τοποθετούνταν σε ρεαλιστικό περιβάλλον και επιδιώκονταν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Αυτή η λογοτεχνία δεν αποτελούσε πρωτίστως θεωρητική πνευματική άσκηση, αφηρημένα και αδιάφορα συνταγμένη, στην απομόνωση του μοναστηριακού γραφείου και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, επειδή μεγάλο μέρος της προέκυπτε ως αποτέλεσμα άμεσης επαφής και συζήτησης μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών. Δύο από τα κείμενα σχετίζονται με τις πόλεις της ανατολικής Ανατολίας Μελιτηνή και Έδεσσα, οι οποίες και οι δύο νωρίς κυκλώθηκαν και κατακτήθηκαν από τους Τούρκους.59 Ο Καντακουζηνός φέρεται να συνέθεσε την πραγματεία του με την υποκίνηση ενός μουσουλμάνου προσήλυτου στον Χριστιανισμό, ονομαζόμενου Μελέτιου. Ο Μελέτιος, πρώην μέλος των οθωμανικών αυλικών κύκλων, είχε προκαλέσει σημαντική ανησυχία στους Τούρκους ως αποτέλεσμα της αποστασίας του στον Χριστιανισμό. Κατά συνέπεια, ένας από τους μουσουλμάνους, ο Σαμς αλ-Ντιν Ισφαχάνι, έγραψε στον Μελέτιο παρακαλώντας τον να επιστρέψει στην αυλή του σουλτάνου και στο Ισλάμ.60 Η θρησκευτική συζήτηση για τα σχετικά πλεονεκτήματα των δύο θρησκειών και για τους λόγους της νίκης του Ισλάμ παρέμενε αναμφίβολα πολύ ζωντανή την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 15ου αιώνα, ακόμη και πιο μετά.61 Πληροφορούμαστε, για παράδειγμα, από ένα μουσουλμανικό χρονικό, ότι ο Έλληνας μπεηλερμπέης του Σελτζούκου σουλτάνου Ιζ αλ-Ντιν πήρε διεστραμμένη στάση εναντίον των μουσουλμάνων εμίρηδων λόγω του χριστιανικού φανατισμού του και προσπάθησε να περιβάλει τον σουλτάνο με τους δικούς του άνδρες, για να τον απομακρύνει από την επιρροή των μουσουλμάνων συμβούλων του. Ευρισκόμενος στο Φιλομπάντ, το παλάτι ευχαρίστησης του σουλτάνου, ο χριστιανός αξιωματούχος φέρεται να χλεύασε τον Αλουσλίμ Μπαντί αλ-Ντιν με την παρατήρηση, «Καταλαβαίνω ότι ο χαλίφης σας σκοτώθηκε» (αναφερόμενος στην πτώση της Βαγδάτης στους Μογγόλους). Ο μουσουλμάνος απάντησε αμέσως ότι αυτό δεν πρέπει να φαίνεται περίεργο σε κάποιον, στην θρησκεία του οποίου ο Θεός (Χριστός) «κρεμάστηκε»!62
Περαιτέρω περιστατικά σχετικά με αυτήν την πολεμική που προέκυψε μεταξύ χριστιανών ιερέων και μουσουλμάνων θρησκευτικών ανδρών ξεπηδούν από τις περιγραφές του Εφλάκι και τα συνοδικά έγγραφα του 14ου αιώνα. Ο Ματθαίος, ο μητροπολίτης Εφέσου του 14ου αιώνα, παραπονιέται ότι οι θρησκευτικές του συζητήσεις με τους μουσουλμάνους της Εφέσου προκάλεσαν την εχθρότητα των Τούρκων και οδήγησαν στον λιθοβολισμό του:
Και δεν έχουν κανέναν λόγο από εμάς για τέτοια θρασύτητα [πετροβολισμό] εκτός από το ότι οι κήρυκες του λάθους τους, που θεωρούνται ιερείς τους, πιστεύουν ότι έχουν στερηθεί τη θρησκεία τους καθώς εμείς οι ιερείς τους συσχετίσαμε με την πιο ιερή λατρεία και παρουσιάσαμε το ιερό δόγμα και κηρύξαμε τον Χριστό τον Υιό του Θεού και αληθινό Θεό. Αυτό τους φαίνεται εξαιρετικά απαίσιο και στέλνουμε τον σταυρό ως τρομακτικό μαστίγιο ενάντια στους δαίμονες και σε εκείνους που δεν είναι λιγότερο από δαίμονες. |
Αἰτία δὲ παρ’ ἡμῶν αὐτοῖς ἐπὶ τοῖς τοιούτοις τολμήμασιν ἄλλη μὲν οὐδεμία πλὴν τοῦ μαίνεσθαι τοὺς ἀνθ’ ἱερέων τούτοις νομιζομένους καὶ τῆς πλάνης κήρυκας, οἰομένους τὸ πλεῖστον τοῦ θρησκεύματος ἀφῃρῆσθαι, ὅτιπερ οἱ τῆς ἁγιωτάτης λατρείας εἰς αὐτοὺς ἀφίγμεθα ἱερεῖς καὶ δόγματος προϊστάμεθα θείου καὶ Χριστὸν υἱὸν θεοῦ καὶ θεὸν ἀληθῆ κηρύττομεν, ἀποτρόπαιον τοῦτ’ αὐτοῖς μάλα δοκοῦν, καὶ σταυρὸν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ αὐτῶν δὴ τῶν οὐδὲν ἧττον δαιμόνων διακειμένων ὥς τινα μάστιγα φοβερὰν ἀφίεμεν. |
Και αν δεσμευτούν να προχωρήσουν σε ομιλίες, τις αντικρούουμε ως ανόητες όσον αφορά τον ίδιο τον προφήτη και τους νόμους και τη νομοθεσία τους. Δηλώνουμε ελεύθερα ότι όλες οι [θρησκευτικές πεποιθήσεις] τους χρησιμεύουν μόνο στην αιώνια φωτιά και το σκουλήκι. |
κἄν εἰς λόγους ἐγχειρήσωσιν ἰέναι, λήρους αὐτοὺς αὐτῷ προφήτῃ, αὐτῇ πλάνῃ καὶ νόμοις καὶ νομοθεσίαις ἐξελέγχομεν καὶ μόνῳ πυρὶ αἰωνίῳ καὶ σκώληκι πάντα χρησιμεύειν τὰ κατ’ αὐτοὺς παρρησιαζόμεθα. |
Βλέποντας αυτά τα πράγματα, οι καταραμένοι φωνάζουν πάντοτε, υποχωρώντας στη συνολική τους επιθυμία να γευτούν σάρκα και αίμα, και δεν θα απείχαν, αν δεν είχαν δει ότι ο αρχηγός τους δεν ήταν καθόλου ανεκτικός στην τρέλα τους, ούτε πρόθυμος να συμμετάσχει [στην επίθεση]. Κατά συνέπεια, ό τι μπορούν να κάνουν, τολμούν να το κάνουν με τον προαναφερθέντα τρόπο, με πέτρες που πετούν τη νύχτα.63 |
ταῦθ’ ὁρῶντες οἱ ἐναγεῖς φονῶσιν ἀεὶ ὅλην ἐπιθυμίαν χαλῶντες σαρκὸς καὶ αἵματος γεύσασθαι, καὶ οὐκ ἐφείσαντ’ ἄν, εἰ μὴ τὸν ἐθνάρχην ἑώρων οὐ μάλα ταῖς σφῶν μανίαις ἐφιέντα, οὐδὲ τῆς ὁρμῆς ῥᾳδίως γινόμενον. οὐκοῦν ὅ δύνανται, τοῦτο τολμῶσι καὶ λίθοις ὅν ἔφαμεν τρόπον ἀωρὶ βάλλουσι· |
Η ένταση με την οποία αμφότερες οι πλευρές επιδίωκαν ερωτήσεις και συζητήσεις φαίνεται πιο ξεκάθαρα, ίσως, στην περιγραφή που δίνει ο Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, για την αιχμαλωσία του και την παραμονή του μεταξύ Τούρκων στη Βιθυνία.64 Ο ιεράρχης συνελήφθη αιχμάλωτος σε τουρκική ναυτική επίθεση στο πλοίο που τον μετέφερε στον Ελλήσποντο το 1354. Οι Τούρκοι κρατούσαν αυτόν και τους συντρόφους του για λύτρα και κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο Παλαμάς ταξίδεψε στις πόλεις Λάμψακο, Πηγές, Μπούρσα και Ιζνίκ. Αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των προσκυνημάτων του συνοδευόταν συνεχώς από Τούρκους φρουρούς, εκτός αν η πομπή έφτανε σε κάποια πόλη, οπότε του επιτρεπόταν να κατοικεί μεταξύ του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού. Αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Παλαμάς και ο Τούρκος συνοδός του συμμετείχαν σε συνεχείς συζητήσεις πολύ ενδιαφέρουσες:
Αν κάποιος είχε χρόνο να καταγράψει τις ερωτήσεις που μας απεύθυναν [οι Τούρκοι φρουροί] και τις απαντήσεις που τους δίναμε και τη δική τους συμφωνία με αυτές, και γενικά όλες τις συνομιλίες στους δρόμους, θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστος στα αυτιά των χριστιανών.65 |
Τὰς μὲν οὖν ἀπὸ τούτων πρὸς ἡμᾶς πεύσεις καὶ τὰς πρὸς ἐκείνους πρὸς ἡμῶν ἀποκρίσεις, καὶ τὰς ἐκείνων πρὸς ταύτας συγκαταθέσεις, καὶ ἁπλῶς πάσας τὰς κατὰ τοὺς ὁδοὺς ὁμιλίας, εἴ τις σχολὴν ἦγε γράφειν, ἡδὺς ἄν ἦν χριστιανῶν ἀκοαῖς ὅ,τι μάλιστα. |
Αυτή η πολεμική περιέργεια δεν περιοριζόταν στους Τούρκους στρατιώτες που συνόδευαν τον αρχιεπίσκοπο, γιατί μόλις οι αιχμάλωτοι έφτασαν στη Λάμψακο, ο Τούρκος κυβερνήτης της πόλης οργάνωσε θρησκευτική συζήτηση.66 Οι Έλληνες συνέρρεαν επίσης στον αρχιεπίσκοπο για να περιγράψουν τα προβλήματα και τα δεινά τους και ιδιαίτερα, λέει ο Παλαμάς, για να ρωτήσουν γιατί ο Θεός είχε εγκαταλείψει εντελώς τους χριστιανούς.67 Από τη Λάμψακο ο Παλαμάς και η τουρκική συνοδεία του έφτασαν στις Πηγές και τη Μπούρσα, όπου και πάλι έκανε λειτουργία στους αποκαρδιωμένους ντόπιους χριστιανούς. Κατά τη διαδρομή από την Προύσα προς την Ιζνίκ η ομάδα σταμάτησε σε ορεινό χωριό όπου τύχαινε να μένει ο σουλτάνος. Και πάλι το Ισλάμ και ο Χριστιανισμός έγιναν αντικείμενο ειδικής συζήτησης όταν ο γιος του σουλτάνου, ο Ισμαήλ, κάλεσε τον αρχιεπίσκοπο να φάει μαζί του στο γρασίδι. Αν και οι συνομιλίες διακόπηκαν από βροχή και τελικά από την αναχώρησή τους από το χωριό, ανανεώθηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα όταν ο χριστιανός γιατρός του σουλτάνου, ο Ταρωνίτης, μίλησε στον ηγεμόνα για τη μόρφωση και την ευγλωττία του αρχιεπισκόπου. Ο σουλτάνος οργάνωσε τότε συζήτηση μεταξύ του Παλαμά και των δικών του θεολόγων, μιας ομάδας Εβραίων που ήσαν γνωστοί ως Χιόνες και είχαν αποστατήσει στο Ισλάμ. Η πορεία της διαμάχης φαίνεται ότι ερέθισε τους Τούρκους και ιδιαίτερα τους Χιόνες, που στο τέλος χτύπησαν τον Παλαμά στο μάτι, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των Τούρκων που είχαν συμμετάσχει στη συζήτηση.68 Το τελευταίο πολεμικό επεισόδιο που περιγράφει ο Παλαμάς συνέβη στη Νίκαια. Εδώ ο ιεράρχης έτυχε να παρακολουθήσει μια τουρκική πομπή κηδείας στην ανατολική πύλη της πόλης και επέλεξε αυτήν την ακατάλληλη στιγμή για να εμπλέξει σε θρησκευτικές συζητήσεις τον μουσουλμάνο ντανισμέντ, που ήταν ο επικεφαλής της κηδείας. Οι συνομιλίες τερματίστηκαν όταν, αφού είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος Τούρκων και Ελλήνων, το ελληνικό ακροατήριο παρατήρησε ότι οι Τούρκοι εξοργίζονταν με την αλλαγή της συζήτησης και την επιθετικότητα του Παλαμά. Ζήτησαν από τον αρχιεπίσκοπο να σταματήσει τις ομιλίες και έτσι η συνέλευση διαλύθηκε.
Οι εμπειρίες του Παλαμά στη Βιθυνία μία γενιά μετά την κατάκτησή της φωτίζουν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του αγώνα μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού στην Ανατολία. Έλληνες και Τούρκοι συζητούσαν αδιάκοπα και αμφισβητούσαν το νόημα της ιστορίας που είχε ξεδιπλωθεί στην Ανατολία. Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι της Βιθυνίας έκαναν στον Παλαμά ερωτήσεις για τη θρησκευτική σημασία της τουρκικής κατάκτησης.
Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτή η διαμάχη μεταξύ των χριστιανικών και μουσουλμανικών απόψεων συνεχιζόταν στην Ανατολία πολύ μετά την αναχώρηση του Παλαμά από την τουρκική αιχμαλωσία του. Η τελευταία μεγάλη πολεμική σε έδαφος της Ανατολίας που έχει διασωθεί σε γραπτή μορφή έλαβε χώρα μεταξύ του Μανουήλ Παλαιολόγου και του μουδερή [μουτερίζη, θρησκευτικού δάσκαλου] της Άγκυρας, όταν ο Μανουήλ [ως υποτελής] υπηρετούσε στρατιωτική θητεία στον στρατό του Βαγιαζήτ το 1390-1391.69 Το ιστορικό των πρωταγωνιστών αυτής της συζήτησης και οι γλώσσες που χρησιμοποιούσαν ενδιαφέρουν, γιατί συμβολίζουν ολόκληρη τη διαδικασία μετασχηματισμού στη Μικρά Ασία. Ο μουδερής και οι γιοι του ήσαν πρόσφατοι μετανάστες στην Ανατολία από τις ισλαμικές περιοχές, ενώ ο Μανουήλ ήταν φυσικά από την Κωνσταντινούπολη. Καθώς ο δεύτερος μιλούσε μόνο ελληνικά και ο πρώτος μιλούσε περσικά, αραβικά και τουρκικά, η συζήτηση έπρεπε να διεξαχθεί μέσω διερμηνέα. Όπως ταίριαζε, ο διερμηνέας ήταν ένας νεαρός Έλληνας της Ανατολίας, γεννημένος από χριστιανούς γονείς, οι οποίοι πρόσφατα είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ. Καθώς ήταν δίγλωσσος (μιλώντας ελληνικά και τουρκικά), η συζήτηση προχωρούσε μέσω της γλωσσικής του διαμεσολάβησης.70Όμως ο μουδερής και οι γιοι του δεν εμπιστεύονταν πλήρως τον νέο προσήλυτο, ο οποίος εξακολουθούσε να αισθάνεται αγάπη για τη θρησκεία των γονιών του.71 Έτσι σε δύσκολα σημεία της συζήτησης ο μουδερής συμβουλευόταν τους γιους του σε γλώσσα διαφορετική από την τουρκική, αποκόπτοντας έτσι τον διερμηνέα. Τα τρία μέρη της συζήτησης παρουσιάζουν στον ιστορικό-θεατή, μια παγωμένη εικόνα, μια απομονωμένη και μικροκοσμική άποψη της μακράς περίπλοκης διαδικασίας με την οποία η Ανατολία μεταμορφώθηκε πολιτιστικά. Ο Μανουήλ αντιπροσωπεύει τις ηττημένες και εξαντλημένες δυνάμεις του Βυζαντινού Ελληνισμού που είχαν προηγουμένως εξελληνίσει τη Μικρά Ασία, και ο μουδερής συμβολίζει τις νεοαφιχθείσες και νικηφόρες δυνάμεις του ισλαμικού πολιτισμού που αφομοιώνουν την Ανατολία. Ο διερμηνέας, Έλληνας χριστιανός από γέννηση και μουσουλμάνος από επιλογή, εξατομικεύει σε συγκεκριμένη μορφή τη διαδικασία της αλλαγής. Υπό μία έννοια είναι όχι μόνο δίγλωσσος, αλλά σχεδόν «δίθρησκος». Μόνο αυτός είναι σε θέση να ενώσει τις δύο δυνάμεις στη συζήτηση λόγω της διαιρεμένης πολιτιστικής του προσωπικότητας. Όμως, καθώς ο χρόνος θα περνά, οι απόγονοί του θα ξεχάσουν τα ελληνικά και θα αποξενωθούν εντελώς από τον Χριστιανισμό.
Ποια ήταν η φύση αυτών των συζητήσεων και ποια ήσαν τα προτιμώμενα θέματα; Η πολεμική βιβλιογραφία ήταν εξαιρετικά συνεπής στην επιλογή των θεμάτων της. Η αυθεντικότητα των αποκαλύψεων στη Βίβλο ή το Κοράνι αμφισβητούνταν έντονα, αλλά δεν συζητούνταν λιγότερο έντονα το περιεχόμενο της θρησκευτικής διδασκαλίας, των ηθικών εντολών και των τελετουργικών πρακτικών. Και φυσικά το λιγότερο πνευματικό γεγονός, η τουρκική κατάκτηση, απαιτούσε εξήγηση.72
Συζητώντας εκείνα που αποκάλυπταν οι αντίστοιχες γραφές, οι χριστιανοί απολάμβαναν συγκεκριμένου δικανικού πλεονεκτήματος, λόγω του γεγονότος ότι οι μουσουλμάνοι αποδέχονταν κατ’ αρχήν την εγκυρότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ενώ οι χριστιανοί δεν αποδέχονταν τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του Κορανίου. Η πιο συστηματική προσπάθεια διάψευσης της θεϊκής έμπνευσης του Κορανίου, εκείνη των Ρικόλντο-Κυδώνη, ξεκινά με την επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος. Το Κοράνι δεν είναι ο νόμος του Θεού ακριβώς επειδή οι μουσουλμάνοι αποδέχονται τόσο την Παλαιά όσο και τη Καινή Διαθήκη, καμία από τις οποίες δεν προλέγει την αποκάλυψη του Μωάμεθ. Και, συνεχίζει ο πολέμιος, αυτό αποδεικνύεται από περαιτέρω εκτιμήσεις. Το Κοράνι διαφέρει σε λογοτεχνική μορφή από άλλα θεϊκά αποκαλυφθέντα κείμενα, καθώς είναι γραμμένο σε στίχους. Τα περιεχόμενά του έρχονται επίσης σε αντίθεση με τα ουσιώδη του νόμου του Θεού και ακόμη και με τις διδασκαλίες των φιλοσόφων σχετικά με την αρετή, γιατί ο Μωάμεθ δεν είπε τίποτε για την αρετή αλλά ασχολούνταν με τον πόλεμο και τη λεηλασία. Το Κοράνι δεν είναι μόνο αντιφατικό, παράλογο και στερούμενο σωστής τάξης και σειράς, αλλά περιέχει και ψεύδη. Για τους λόγους αυτούς, καταλήγουν οι Ρικόλντο-Κυδώνης, το Κοράνι δεν είναι πραγματικά αποκαλυπτικό βιβλίο.73 Οι χριστιανοί θεολόγοι βασίζονταν συγκεκριμένα στην πρόταση ότι για την αποκάλυψη του Μωάμεθ δεν υπήρχαν ικανοποιητικές μαρτυρίες, όπως υπήρχαν για εκείνη του Χριστού. Την έλευση του Χριστού είχε προφητεύσει η Παλαιά Διαθήκη, ενώ υπήρχαν μαρτυρίες από τα πολλά θαύματα της Καινής Διαθήκης και από τους Ευαγγελιστές. Αυτά τα θαύματα, ως απαραίτητα για τη μαρτυρία των θεϊκών αποκαλύψεων, συνεχίζονταν πολύ μετά την παραμονή του Χριστού στη γη. Η ίδια η διάδοση του Χριστιανισμού από τους αποστόλους και το δώρο των γλωσσών, τα θαύματα που έγιναν στους τάφους των μαρτύρων, όλα παρουσιάζουν έγκυρη μαρτυρία για χριστιανική αποκάλυψη.74 Σε αντίθεση, η αποστολή του Μωάμεθ όχι μόνο δεν αναφέρθηκε στις εβραϊκές και χριστιανικές γραφές, αλλά δεν είχε αξιόπιστες μαρτυρίες ούτε από άτομα ούτε από θαύματα. Έτσι, όταν ο Παλαμάς ξεκίνησε διαμάχη με τον ντανισμέντ της Νίκαιας, ο τελευταίος έθεσε στον χριστιανό αντίπαλό του μια πολύ επαναλαμβανόμενη ερώτηση. Αφού οι μουσουλμάνοι τιμούν όλους τους προφήτες (συμπεριλαμβανομένου του Χριστού) και τα τέσσερα βιβλία που έχουν κατέβει από τον Θεό, γιατί οι χριστιανοί δεν δέχονται τον Μωάμεθ και το Κοράνι;75 Ο Παλαμάς, και οι άλλοι Έλληνες πολέμιοι επίσης, απαντούσαν αναπόφευκτα ότι τίποτε δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό χωρίς απόδειξη ή μάρτυρες, και αυτή η απόδειξη μπορούσε να είναι δύο κατηγοριών: απόδειξη από τα έργα του Μωάμεθ και απόδειξη από αξιόπιστα άτομα. Απουσίαζαν και τα δύο. Ο Μωάμεθ δεν είχε αναστήσει τους νεκρούς, δεν είχε θεραπεύσει τους άρρωστους, ούτε είχε σταματήσει τους ανέμους και τα κύματα όπως ο Χριστός. Και τα λίγα θαύματα που ισχυρίζονταν οι μουσουλμάνοι δεν είχαν ικανοποιητικές μαρτυρίες. Ποιος είδε τον Γαβριήλ να μεταφέρει την αποκάλυψη του Θεού στον Μωάμεθ καθώς ο τελευταίος κοιμόταν; Ακόμη κι αν ο άγγελος είχε εμφανιστεί πραγματικά στον Μωάμεθ με την αποκάλυψη του Θεού, ήταν ο άγγελος μάλλον ο πραγματικός προφήτης παρά ο Μωάμεθ. Και δεν ήταν άραγε περίεργο το γεγονός, ότι αν και οι μουσουλμάνοι απαιτούσαν «δώδεκα» μάρτυρες για τη λήψη νόμιμης γυναίκας, ωστόσο δέχονταν το θαυματουργό άλμα του Μωάμεθ στον ουρανό με τη μοναδική μαρτυρία της Φατιμά;76
Ο ντανισμέντ, αντιμέτωπος με το επιχείρημα ότι τον ερχομό του Μωάμεθ δεν είχε προφητεύσει η Βίβλος, κατέφυγε στο συνηθισμένο όπλο άμυνας από το οπλοστάσιο της παραδοσιακής ισλαμικής πολεμικής. Οι προφητείες που σχετίζονται με τον Μωάμεθ σε αυτές τις προηγούμενες γραφές είχαν αποκοπεί από τους χριστιανούς και τα Ευαγγέλια είχαν αλλοιωθεί, και τελικά γιατί άραγε είχε έρθει ο Μωάμεθ, αν όχι ως σφραγίδα της προφητείας;77 Η χριστιανική απάντηση ήταν ότι ο Μωάμεθ είχε έρθει για να εξαπατήσει. Ο Χριστός είχε προειδοποιήσει ότι αν και οι προφητείες είχαν τελειώσει με τον Ιωάννη [Πρόδρομο], θα υπήρχαν ψευδοπροφήτες. Η φερόμενη διαφθορά των Ευαγγελίων απορριπτόταν από το απλό γεγονός ότι αν και τα Ευαγγέλια υπάρχουν σε πολλές γλώσσες και μεταξύ πολλών αιρετικών όπως οι Νεστοριανοί και οι Ιακωβίτες, το περιεχόμενό τους είναι παντού το ίδιο. Δεν διέγραψαν καν τα μισητά ονόματα του Ιούδα και του Πόντιου Πιλάτου, επομένως δεν θα αφαιρούσαν το όνομα του Μωάμεθ αν υπήρχε αρχικά στο κείμενο. Επιπλέον, πώς θα μπορούσαν οι Νεστοριανοί και οι Ιακωβίτες, που είναι εχθροί, να έχουν καταλήξει σε οποιαδήποτε συμφωνία, ιδιαίτερα για να αλλοιώσουν τα κείμενα;78 Το βασικό επιχείρημα των χριστιανών σε σχέση με τον Μωάμεθ και το Κοράνι ήταν ότι και οι δύο ήσαν ψευδείς επειδή δεν είχαν προφητευτεί και δεν είχαν μάρτυρες.
Δογματικά, τους αντίπαλους απορροφούσε περισσότερο η έννοια του Θεού, η οποία περιλάμβανε τα ζητήματα της Χριστολογικής και Τριαδικής θεολογίας. Εδώ οι χριστιανοί υπερασπίζονταν συχνότερα τη θρησκεία τους ενάντια στις μουσουλμανικές κατηγορίες περί πολυθεϊσμού. Κατηγορούνταν ότι με το μυστικιστικό δόγμα της Τριάδας, οι χριστιανοί είχαν δώσει στον Θεό συνεργάτες. Κι αν μπορούσαν να συνδέσουν δύο με τον Θεό, γιατί όχι τρεις, τέσσερις ή περισσότερους; Επιπλέον, συνέχιζε το επιχείρημα, ο Χριστός ήταν άνθρωπος και όχι θεϊκός, γιατί πώς μπορούσε ο Θεός να χωρέσει και να γεννηθεί από τη μήτρα γυναίκας; Σε τι χρησιμεύει για τους χριστιανούς η ενσάρκωση; Δεν θα μπορούσε ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο με κάποιον άλλο τρόπο; Οι βυζαντινές απαντήσεις σε αυτές τις επιθέσεις αποτελούσαν περίεργο μείγμα έξυπνων φιλολογικών επιχειρημάτων και προτάσεων στις οποίες έφταναν ως αποτέλεσμα λανθασμένης μετάφρασης από τα αραβικά του Κορανίου. Πρώτον, οι προφήτες που μιλούσαν για τον Χριστό, ανέφεραν Αυτόν ως Υιό του Θεού, ως Θεό και ως Ενσάρκωση. Δεύτερον, οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι αποδέχονταν το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι ο λόγος και το πνεῦμα του Θεού και ότι αυτά βρίσκονται στον Θεό. Γιατί υποστηρίζοντας το αντίθετο σημαίνει ότι ο Θεός είναι ἄλογος και ἄπνους (χωρίς σκέψη και πνεύμα), και αυτό θα μετέτρεπε τον Θεό σε νεκρή ύλη. Επομένως το πνεύμα και ο λόγος ήσαν πάντοτε με τον Θεό. Και ο Χριστός, έχοντας γεννηθεί από την Παρθένο, είναι επίσης άνθρωπος, όπως προφήτευαν οι προφήτες. Το πώς πραγματοποιήθηκε η γέννησή του είναι ένα μυστήριο, αλλά το να αρνείσαι την ενσάρκωση του Θεού ως αδύνατη, είναι σαν να παραδέχεσαι ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος. Ο Θεός ενσαρκώθηκε για να σώσει τον άνθρωπο, και είναι άσκοπο να ρωτάμε γιατί Αυτός δεν επιδίωξε να σώσει τον άνθρωπο με άλλον τρόπο, γιατί η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πέρα από την κατανόηση του ανθρώπου.79 Στη διαδικασία της υποστήριξης της ενσάρκωσης και της Τριάδας, οι χριστιανοί πολέμιοι διατύπωναν εναντίον των μουσουλμάνων την αντίθετη κατηγορία, ότι λάτρευαν έναν υλικό Θεό, έναν Θεό που ήταν ἄλογος και ἄπνους. Εδώ φαίνεται ότι για να υποστηρίξουν την άποψή τους, συνδύαζαν τα συμπεράσματά τους από τα επιχειρήματα για την Τριάδα με λανθασμένη μετάφραση του επιθέτου σαμάντ για τον Αλλάχ, στη σούρα 112 του Κορανίου. Το σαμάντ σε αυτό το απόσπασμα αναφέρεται στον Θεό αιώνιο, αλλά στο μέτρο που ο όρος είχε επίσης την έννοια «όχι κοίλος» ή «συμπαγής», ο Έλληνας μεταφραστής τον απέδωσε ως ὁλόσφυρος, συμπαγής, στερεός.80 Με λίγα λόγια, οι Έλληνες υποστήριζαν ότι η άρνηση της Τριάδας και της ενσάρκωσης μείωναν τον Θεό σε καθαρή ύλη και Του αφαιρούσαν την παντοδυναμία Του.
Άλλα δόγματα (ελεύθερη βούληση, προφητική ιστορία, άγγελοι, δαίμονες, εσχατολογία) εξασκούσαν τους θεολόγους και των δύο στρατοπέδων, αλλά ίσως όχι τόσο εκτεταμένα όσο τα θέματα που αφορούν ηθικές και τελετουργικές εντολές. Οι εξωτερικές εκδηλώσεις της θρησκευτικής διαφοράς ήσαν πιο άμεσα προφανείς από τις δογματικές λεπτές διακρίσεις. Σε εκείνες τις περιοχές όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν δίπλα-δίπλα, διαφορές αυτού του είδους ήσαν διαρκώς και εξεχόντως εμφανείς. Το χριστιανικό επιχείρημα στηριζόταν στις ηθικές διδασκαλίες του Μωάμεθ και του Κορανίου, κατηγορώντας τους μουσουλμάνους ότι ακολουθούσαν μια θρησκεία, η οποία όχι μόνο συγχωρούσε τη ζωή του «ασελγούς και δολοφόνου», αλλά η ίδια παρίστανε επίσης ότι έδινε θεϊκή έγκριση για μια τέτοια ζωή. Πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ηθική μια θρησκεία, που επέτρεπε στον άνθρωπο να αποκτήσει τέσσερις συζύγους και αμέτρητες παλλακίδες;81 Ο αχαλίνωτος ηδονισμός της μουσουλμανικής ζωής εκδηλωνόταν, για τους χριστιανούς, με διάφορους τρόπους. Όχι μόνο επιτρέπονταν οι «σοδομικές» πρακτικές82 και το ξεπαρθένεμα των γυναικών και το έθιμο της πορνείας,83 αλλά τα διαζύγια από τις συζύγους ήσαν εύκολα και συχνά. Η ανηθικότητα σε ένα τέτοιο «εύκολο» διαζύγιο επιδεινωνόταν, στα μάτια των χριστιανών, από το γεγονός ότι αν ο σύζυγος επιθυμούσε να ξαναπαντρευτεί τη γυναίκα, δεν θα μπορούσε να το πράξει, μέχρι να είχε συζευχθεί αυτή άλλον άνδρα. Έτσι ο νόμος του διαζυγίου και του εκ νέου γάμου περιλάμβανε περαιτέρω και «νομιμοποιούσε» τη μοιχεία.84 Αυτό δεν έπρεπε να εκπλήσσει, γιατί ο ίδιος ο Μωάμεθ ήταν εκπορνευτής που χρησιμοποιούσε αφροδισιακά,85 ένας ψευδοπροφήτης που δημιούργησε μια αποκάλυψη, διατάζοντας τον σύντροφό του Ζαΐντ να παραιτηθεί από την όμορφη γυναίκα του, ώστε να μπορέσει ο Μωάμεθ να την παντρευτεί.86 Ο πολύ ηδονιστικός και υλικός χαρακτήρας της διδασκαλίας του Μωάμεθ ήταν αρκετός για να δείξει στους Βυζαντινούς ότι αποτελούσε ψεύτικη διδασκαλία.87
Επιπλέον, δεν υπάρχει αμαρτία τόσο ανυπόφορη μεταξύ των προφητών, όσο η ακολασία και η διαφθορά, γιατί, όπως λέει ο Ιερώνυμος, το Άγιο Πνεύμα δεν θα αγγίξει τις προφητικές καρδιές κατά τη διάρκεια ερωτικών πράξεων.88
Οι φιλόσοφοι είχαν δηλώσει ότι ο άνθρωπος, όταν εμπλέκεται σε σαρκικές πράξεις, δεν μπορεί να σκεφτεί. Και έτσι, πολλοί μορφωμένοι μουσουλμάνοι και χριστιανοί αποδέχτηκαν το Ισλάμ λόγω της ηδονιστικής έντασης αυτών των πράξεων που νίκησαν τη λογική τους.89 Καθώς ο Μωάμεθ εξέφραζε τον νόμο του ως άνδρας που ήταν υποδουλωμένος από τη σαρκική γνώση των συζύγων του, αυτό σήμαινε ότι το Κοράνι είναι εντελώς ανόητο.90
Διότι, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο της Ηθικής και στο δωδέκατο της Μεταφυσικής, η ζωή του νου είναι η ευγενέστερη. Η λαίμαργη και αφροδισιακή [ζωή] είναι η πιο χυδαία, γιατί γίνεται εμπόδιο στο καλό του νου.91
Ο Μωάμεθ είχε χρησιμοποιήσει έξυπνα αυτόν τον ηδονισμό στις διδασκαλίες του, για να προσηλυτίσει τους ανθρώπους στο Ισλάμ και να τους κρατήσει στη θρησκεία του παρά τη λογική τους.92
Ο Μωάμεθ κηρύττει επίσης θρησκεία βίας, όχι ειρήνης. Συμβουλεύει τους μουσουλμάνους να σκοτώνουν τους χριστιανούς, επειδή ο Θεός θα τους ανταμείψει στον ουρανό για αυτήν τη θρησκευτική δολοφονία.93 Στο Κοράνι οι μουσουλμάνοι παροτρύνονται να σκοτώνουν όλους εκείνους τους χριστιανούς που δεν πληρώνουν φόρο στους μουσουλμάνους. Είναι όμως δυνατόν, ρωτούν οι χριστιανοί θεολόγοι, να είναι ο Θεός ευχαριστημένος με το ένα πέμπτο της λείας και των λαφύρων που λαμβάνονται σε πολέμους και με τη δολοφονία ανθρώπων; Προφανώς ο Θεός, που είναι δίκαιος και ελεήμων, δεν θα μπορούσε ποτέ να απαιτεί έναν τέτοιο φόρο.94 Ο Μωάμεθ, του οποίου η θρησκεία ενθαρρύνει τη μετατροπή με το σπαθί και τη δολοφονία χριστιανών, προφανώς δεν κηρύττει τις εντολές του Θεού αλλά του Σατανά, που τον έχει οπλίσει με το σπαθί. Γι’ αυτό και η ψεύτικη θρησκεία που δημιούργησε, εγκαινίασε την τρίτη μεγάλη περίοδο δίωξης της χριστιανικής εκκλησίας. Η πρώτη εποχή ήταν εκείνη μεταξύ της Σταύρωσης και της μετατροπής του Κωνσταντίνου, και η δεύτερη ήταν ταυτόχρονη με τους Αριανιστές, τους Σαβελλιανούς, τους Μακεδόνιους και άλλες αιρέσεις που οι Πατέρες της Εκκλησίας πολέμησαν με επιτυχία.95 Εξηγώντας τον «δολοφονικό» χαρακτήρα του Ισλάμ, ο Ιωάννης Καντακουζηνός έκανε μια αρκετά ενδιαφέρουσα, αλλά ίσως άσχετη παρατήρηση:
Τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο από τέτοια σκληρότητα και μισανθρωπία, όταν δολοφονούν αθώους; Γιατί κάθε φορά που οι μουσουλμάνοι πηγαίνουν σε πόλεμο και ένας από αυτούς πέφτει στη μάχη, δεν κατηγορούν τον εαυτό τους, ως αιτίους του πολέμου, αλλά πάνω από το πτώμα του πεσόντος σφαγιάζει καθένας όσους περισσότερους άνδρες μπορεί. Όσο περισσότερους σκοτώνει, τόσο περισσότερο θεωρεί ότι βοηθάει την ψυχή του νεκρού. Αν όμως εκείνος που θέλει να βοηθήσει την ψυχή του νεκρού δεν έχει αιχμάλωτους, αγοράζει χριστιανούς, αν μπορεί να βρει, και ή τους σκοτώνει πάνω στο πτώμα ή στον τάφο του νεκρού. Πώς μπορεί να είναι σύμφωνος με τον Θεό αυτός που κηρύττει τέτοια πράγματα;96 |
Τί γὰρ τῆς τοιαύτης ὠμότητος καὶ μισανθρωπίας χεῖρον γένοιτ’ ἄν, ὥστε φονεύειν μηδὲν ἠδικηκότας; καὶ γὰρ ὁπόταν ἀπέλθωσι Μουσουλμάνοι πρὸς πόλεμον, καὶ ἐν τῷ πολέμῳ πέσῃ τις ἐξ αὐτῶν, οὐ λογίζονται ἑαυτοὺς ἀξίους μέμψεως, ὡς αἰτίους τοῦ πολέμου, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ πεπτωκότος σφάττουσι ζῶντας ὅσους ἄν δυνηθῇ ἕκαστος, καὶ ὅσον πλείους κτείνει, τοσοῦτον ὠφέλειαν λογίζεται τῆς τοῦ τεθνεῶτος ψυχῆς. Εἰ δ’ ἴσως οὐκ ἔχει αὐτοὺς εἰς ἐξουσίαν αὐτοῦ ὁ βουλόμενος βοηθῆσαι τῇ τοῦ τεθνεῶτος ψυχῇ, ἐξωνεῖται Χριστιανούς, εἴπερ εὕροι, καὶ ἤ ἐπάνω τοῦ νεκροῦ σώματος σφάττει αὐτούς, ἤ ἐπὶ τῷ τάφῳ αὐτοῦ. Καὶ ὁ ταῦτα νομοθετῶν πῶς ἀπὸ Θεοῦ; |
Αυτό θα φαινόταν να αποτελεί αναφορά όχι στην ισλαμική πρακτική αλλά μάλλον σε είδος εθίμου που μπορεί να σχετιζόταν με νομαδικούς λαούς της ασιατικής στέπας και σε πρακτική που έχει ήδη περιγραφεί στις σελίδες του Ηρόδοτου που ασχολούνται με τους Σκύθες. Ίσως ο Καντακουζηνός, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τους Τούρκους καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, είχε δει τέτοιες τελετές μεταξύ των τουρκικών στρατευμάτων που είχε δανειστεί από τον σουλτάνο κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων του 14ου αιώνα.
Στον τομέα της λατρείας και των τελετουργικών, οι μουσουλμάνοι επιτίθεντο συχνότερα στη χριστιανική «λατρεία» του Τιμίου Σταυρού και των εικόνων ως ειδωλολατρική, ενώ έθεταν επίσης το ερώτημα γιατί οι χριστιανοί δεν ασκούσαν την περιτομή, αφού ο Ιησούς περιτμήθηκε και την πρακτική διατάσσει η Παλαιά Διαθήκη. Ως αποτέλεσμα της εικονοκλαστικής διαμάχης, το Ορθόδοξο οπλοστάσιο ήταν καλά εξοπλισμένο με άμυνα ενάντια στις κατηγορίες για ειδωλολατρία. Οι χριστιανοί λάτρευαν μόνο τον Χριστό ως Θεό και τιμούσαν τον Σταυρό όχι ως ξύλο, αλλά επειδή είχε ευλογηθεί από το πάθος του Χριστού. Έχοντας έτσι μοιραστεί τη θεϊκή χάρη λόγω της Σταύρωσης, ο Σταυρός έχει θαυματουργές δυνάμεις.97 Ο Ιωάννης Καντακουζηνός χρησιμοποιούσε το επιχείρημα κατ’ αναλογία: ο Σταυρός είναι συγκρίσιμος με τη ράβδο του Μωυσή, την οποία χρησιμοποίησε για να χωρίσει στα δύο την Ερυθρά Θάλασσα για να σώσει τους Εβραίους. Ο Χριστός χρησιμοποίησε τον Σταυρό για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την πικρή δουλεία του διαβόλου. Όταν οι Εβραίοι ήρθαν στη Μάρα και βρήκαν το νερό πικρό, ο Θεός έδειξε στον Μωυσή ένα ραβδί και το έβαλε στο νερό και έγινε γλυκό. Παρομοίως ο Ιησούς γλύκανε μέσω του Σταυρού την πίκρα που έφερε ο διάβολος στον κόσμο.98
Με παρόμοιο τρόπο, οι χριστιανοί δεν λατρεύουν τις θρησκευτικές εικόνες, αλλά μάλλον τις σέβονται, όπως σέβονταν οι αρχαίοι τα αγάλματα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Σεβόμενοι έτσι τα αγάλματα, οι Ρωμαίοι τιμούσαν τους αυτοκράτορες. Επιπλέον οι εικόνες έφερναν στο μυαλό του θεατή τα βάσανα του Χριστού και γενικά τις πράξεις των αγίων.99 Οι χριστιανοί διαφωνούντες δεν ήσαν ικανοποιημένοι να παραμένουν αμυνόμενοι απέναντι στις κατηγορίες της ειδωλολατρίας. Εκμεταλλεύονταν τον σεβασμό των μουσουλμάνων για την Κάαμπα ως απόδειξη του γεγονότος ότι οι Σαρακηνοί ήσαν ένοχοι ειδωλολατρίας και όχι οι χριστιανοί. Οι Βυζαντινοί ισχυρίζονταν ότι η Κάαμπα ήταν κατάλοιπο του αραβικού παγανισμού, μάλιστα ένα κεφάλι Αφροδίτης, και ότι οι μουσουλμάνοι έκαναν τελετές για την Κάαμπα πιστεύοντας ανόητα ότι είτε ο Αβραάμ είχε συνευρεθεί με την Άγαρ πάνω στην πέτρα, είτε αλλιώς ότι είχε δέσει την καμήλα του εκεί, όταν επρόκειτο να θυσιάσει τον Ισαάκ.100 Όσον αφορά την πρακτική της περιτομής, αυτή είχε επιβληθεί στους Εβραίους, ώστε να διακρίνονται από τους Αιγυπτίους κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Αίγυπτο. Ήταν επίσης ένα μέτρο που αποσκοπούσε στη μείωση της σεξουαλικής τους επιθυμίας. Ο Θεός δεν διέταξε την περιτομή των Εβραίων προκειμένου να αποκτήσουν Ορθόδοξη πίστη, γιατί έτσι οι γυναίκες θα είχαν αποκλειστεί. Όταν ήρθε ο Χριστός, ο νόμος της περιτομής απορρίφθηκε και Αυτός έδωσε το βάπτισμα ως μέσο επίτευξης Ορθόδοξης πίστης και σωτηρίας. Η απόδειξη είναι ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες βαπτίζονται ενώ μόνο οι πρώτοι κάνουν περιτομή. Εν πάση περιπτώσει, το απλό γεγονός ότι οι Εβραίοι ασκούσαν περιτομή δεν ήταν αρκετό για να αποδείξει ότι ήταν θρησκευτικά υποχρεωτική, διότι αν κάποιος αποδεχόταν αυτήν την πρόταση, τότε θα έπρεπε να ακολουθεί κανείς όλες τις θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις των Εβραίων και ως εκ τούτου να ακολουθεί τον Ιουδαϊσμό.101
Το μουσουλμανικό τελετουργικό το θεωρούσαν νομικιστικό και υποκριτικό και συχνά, πολλές φορές λανθασμένα, το γελοιοποιούσαν. Στο Ραμαζάνι (Ραμαντάν) οι μουσουλμάνοι απαγορεύεται να τρώνε ή να πίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά το βράδυ είναι ελεύθεροι να γεμίσουν την κοιλιά τους και να συνευρεθούν με τις γυναίκες τους. Τι είδους νηστεία είναι αυτή; Κατά την εκτέλεση των πλύσεων πριν από την προσευχή, ο «πιστός» πρέπει να πλύνει τον πρωκτόν του με δάχτυλο και νερό και στη συνέχεια με το ίδιο δάχτυλο πρέπει να πλύνει το στόμα του. Αν έχει πιει κρασί, πρέπει να προσέξει ώστε να μην πέσει κρασί στα ρούχα του. Αν τα ρούχα έχουν λερωθεί από κρασί, πρέπει να πλυθούν. Ο Βαρθολομαίος της Έδεσσας, ο πιο φαρμακερός από τους πολέμιους, χλευάζει:
Το πιθάρι είναι γεμάτο κρασί, αλλά από έξω πλένεται! 102 |
Οὐαὶ τῆς ἀφροσύνης, ὅτι ὁ πίθος γέμει οἴνου, καὶ ἔξωθεν πλύνεται. |
Το πιο πειστικό επιχείρημα για την ανωτερότητα του Ισλάμ, τουλάχιστον στα μάτια των Τούρκων υποστηρικτών και πολλών από τους Έλληνες στην Ανατολία, ήταν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι δυνάμεις του Ισλάμ είχαν θριαμβεύσει στρατιωτικά επί των χριστιανών της Ανατολίας. Έτσι αυτό το ιστορικό γεγονός προβαλλόταν επανειλημμένα από τους Τούρκους, όταν ασχολούνταν με την πολεμική. Η απάντηση των χριστιανών ήταν προφανής: ο Θεός δεν είχε ευνοήσει τους Τούρκους λόγω της μεγαλύτερης αγάπης Του για αυτούς. Είχε απλώς παραδώσει τους χριστιανούς σε τιμωρία στα χέρια των Τούρκων, όπως κάποιος τιμωρεί έναν σφάλλοντα αλλά αγαπημένο γιο. Ακόμη και από τη σκοπιά της στρατιωτικής και πολιτικής ανδρείας, ισχυρίζονταν οι χριστιανοί, δεν ήταν απολύτως ακριβές να λέγεται ότι οι μουσουλμάνοι ήσαν ανώτεροι από τους χριστιανούς, γιατί η πλειοψηφία των χριστιανών δεν είχε πάρει τα όπλα εναντίον του Ισλάμ. Αν το έκαναν, οι ιστοί των αραχνών θα αποδεικνύονταν αποτελεσματικότερες δυνάμεις συγκράτησης από τα μουσουλμανικά όπλα.103
Είναι σαφές ότι οι συζητήσεις που διεξάγονταν μεταξύ των δύο πλευρών στην Ανατολία ήσαν πολύ ζωηρές, αν και συχνά διεξάγονταν βάσει εσφαλμένων μεταφράσεων και ανεπαρκούς γνώσης των λεπτομερειών της θρησκείας του αντιπάλου. Εδώ δεν υπήρξε συστηματική προσπάθεια να αποδεσμευτεί το γεγονός από τη μυθοπλασία και το λάθος στις συζητήσεις, αλλά το κύριο μέλημα ήταν να δείξουμε τις απόψεις που είχαν οι χριστιανοί, κυρίως, και οι μουσουλμάνοι, δευτερευόντως, οι μεν για τους δε. Σπάνια συμβαίνει να προσπαθούν οι αντίπαλοι σε μάχη να κατανοήσουν ή να καταφέρουν να κατανοήσουν ο ένας τη θέση του άλλου.104
Η σύνθεση αυτών των πολεμικών πραγματειών αντιπροσωπεύει μόνο ένα από τα μέτρα που υιοθετούσε η βυζαντινή κοινωνία ενόψει της μουσουλμανικής απειλής. Ίσως φανεί ότι η σύνθεση των πολεμικών και η διάδοση του περιεχομένου τους μεταξύ των χριστιανών ήταν ασήμαντη στον αγώνα με το Ισλάμ και απλώς αντιπροσώπευε μια άλλη περίπτωση βυζαντινού αρχαϊσμού και αναποτελεσματικότητας. Οι μαζικές αλλαξοπιστήσεις στην Ανατολία θα μπορούσαν προφανώς να δικαιολογήσουν μια τέτοια αξιολόγηση της πολεμικής ως άμυνας απέναντι στους εισοδισμούς του Ισλάμ. Αλλά αυτή η πολεμική εξυπηρετούσε σημαντική λειτουργία, καθώς παρείχε έναν απλό και αξιόπιστο εξορθολογισμό για τους κακότυχους χριστιανούς, και έτσι πρόσφερε σημαντική συναισθηματική βάση για τη μερική επιβίωση του Χριστιανισμού στη Μικρά Ασία και για τη μαζική επιβίωσή του στα Βαλκάνια.
Λαογραφία
Ένα αρκετά μεγάλο σώμα προφητικών και αστρολογικών λαϊκών παραδόσεων, που εμφανίστηκαν κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, χρησίμευε, όπως και η θρησκευτική πολεμική, για να ανακουφίζει τους Έλληνες. Προέβλεπε την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και την τελική απελευθέρωση των Ελλήνων. Χαρακτηριστική αυτής της προληπτικής προοπτικής είναι η ανάπτυξη θρύλων που συνδέονταν με το μεγάλο χάλκινο έφιππο άγαλμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού στο Αυγουσταίον. Ο έφιππος αυτοκράτορας κρατούσε στο αριστερό του χέρι τη σφαίρα με τον σταυρό (globus crucifix), ενώ το δεξί του χέρι ήταν εκτεταμένο προς την κατεύθυνση της Ανατολής. Ο Προκόπιος όχι μόνο περιγράφει το άγαλμα, αλλά αναφέρει την ερμηνεία του συμβολισμού του, όπως αυτή ίσχυε τον 6ο αιώνα: η σφαίρα σηματοδοτούσε τον κόσμο, ο σταυρός συμβόλιζε την πίστη με την οποία ο Ιουστινιανός κατείχε την παγκόσμια κυριαρχία, και το δεξί του χέρι ήταν σηκωμένο για να σταματήσει την πρόοδο των βαρβάρων από τα ανατολικά.105 Μετά την εξαφάνιση του κράτους των Σασσανιδών [της Περσίας], ο συμβολισμός του τεντωμένου χεριού ερμηνεύτηκε ξανά για να αναφέρεται στη μουσουλμανική αυτοκρατορία.106 Περί τον 14ο αιώνα, σε εποχή που οι Τούρκοι είχαν περάσει από την Ασία στην Ευρώπη, η πτώση της σφαίρας (ή του μήλου όπως κατέληξε να ονομάζεται) από το χέρι του αγάλματος ερμηνευόταν ως αναμφίβολο σημάδι ότι οι Έλληνες είχαν χάσει την πολιτική τους δύναμη στους Τούρκους.107
Τον 15ο και 16ο αιώνα αυτές οι λαϊκές παραδόσεις είχαν επικεντρωθεί στην τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και τη μελλοντική έξωση των Τούρκων, την οποία οι Έλληνες έλπιζαν θερμά.108 Το πιο δημοφιλές στοιχείο σε αυτούς τους θρύλους, στοιχείο κοινό σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, ήταν η ιστορία του απολιθωμένου αυτοκράτορα, ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς. Σύμφωνα με εκδοχές αυτού του θρύλου, ένας άγγελος παρενέβη κατά την τελική μάχη της 29ης Μαΐου 1453, για να σώσει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο καθώς πολεμούσε τους Τούρκους που τον είχαν κυκλώσει. Ο άγγελος τον πήρε από τη μάχη σε ένα υπόγειο σπήλαιο κοντά στη Χρυσή Πύλη στις δυτικές περιοχές της Κωνσταντινούπολης. Εδώ θα έμενε σε μαρμαρωμένη κατάσταση (ή θα κοιμόταν), έως ότου ο Θεός έστελνε ξανά τον άγγελο. Τότε ο αγγελιοφόρος του Θεού θα ξυπνούσε τον αυτοκράτορα, θα του επέστρεφε το σπαθί του, και ο αυτοκράτορας θα έβγαινε τότε με τον στρατό του. Θα έμπαινε στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Χρυσής Πύλης και θα κυνηγούσε τους Τούρκους μέχρι την Κόκκινη Μηλιά, όπου θα τους έσφαζε. Ο θρύλος της τελευταίας λειτουργίας στην Αγία Σοφία και της τύχης του μεγάλου βωμού ήταν εξίσου διαδεδομένος. Σε αυτήν την ιστορία, οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Αγία Σοφία λίγο πριν από τον καθαγιασμό κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, οπότε ο ιερέας εξαφανίστηκε στους τοίχους της εκκλησίας. Όμως η λειτουργία που διακόπηκε θα ολοκληρωθεί όταν οι Έλληνες ξαναπάρουν την πόλη, οπότε ο ιερέας θα βγει από την κρυψώνα του για να ολοκληρώσει τη λειτουργία. Ο βωμός, που βυθίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά, θα επιστρέψει επίσης στην εκκλησία εκείνη τη στιγμή.
Αυτοί οι θρύλοι, αν και δεν έδιναν άμεση ώθηση στην ιστορική δράση, έγιναν ζωτικό μέρος του ελληνικού «κόσμου των ιδεών» που, μαζί με τη θρησκευτική πολεμική, βοηθούσαν στη διατήρηση των υποταγμένων Ελλήνων. Είναι ενδιαφέρον ότι μεγάλο μέρος αυτής της παράδοσης πέρασε σε τουρκικές λαϊκές πεποιθήσεις, συμπεριλαμβανομένου του στοιχείου που προέβλεπε την ανακατάκτηση και την απέλαση των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη. Η επανεμφάνιση του τελευταίου αυτοκράτορα και η ανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν κεντρικά θέματα σε εκείνο που θα γινόταν η μεγάλη ἰδέα, γιατί αυτοί οι συγκεκριμένοι μύθοι τελείωναν πάντοτε με τη θετική ομολογία ότι η κατοχή της αυτοκρατορίας θα επέστρεφε στους Έλληνες. Η Ρωμανία θα άνθιζε και πάλι!
Κυβερνητικά μέτρα
Αντιμέτωποι με τις μαζικές αλλαγές θρησκεύματος των Ελλήνων της Ανατολής και επίσης με την είσοδο μεγάλου αριθμού Τούρκων μουσουλμάνων στην Ανατολία, το βυζαντινό κράτος και η εκκλησία ανέλαβαν διάφορες δράσεις για να διατηρήσουν τη θρησκευτική πίστη των Ελλήνων και ακόμη και εν μέρει να αλλάξουν εκείνη των Τούρκων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της θρησκευτικής σχέσης προσδιοριζόταν βασικά από πολιτικές και στρατιωτικές πραγματικότητες, οι αυτοκράτορες και οι εκκλησιαστικοί κατέφευγαν σε διάφορα μέτρα για τη διάσωση του Χριστιανισμού. Δεν συμφωνούσαν παθητικά στον πολιτιστικό μετασχηματισμό που είχε ξεκινήσει η τουρκική κατάκτηση της χερσονήσου. Ορισμένα μέτρα που έπαιρναν ήταν πολύ πιο σημαντικά από την απλή λογοτεχνία της πολεμικής. Καθώς η θρησκεία ήταν η πιο διαδεδομένη και συνεκτική δύναμη στη ζωή της κοινωνίας, οι αυτοκράτορες κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να διατηρήσουν τη δομή της εκκλησίας στη Μικρά Ασία, επειδή τώρα που η βυζαντινή πολιτική εξουσία είχε αφαιρεθεί σε μεγάλο βαθμό, μόνο η εκκλησία μπορούσε να διατηρήσει τη χριστιανική κοινωνία της Μικράς Ασίας. Έτσι οι αυτοκράτορες, ξεκινώντας από τον Αλέξιο Κομνηνό, κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να σώσουν την εκκλησιαστική δομή στις ανατολικές επαρχίες. Συχνά, αυτό περιλάμβανε τη διατήρηση μεγάλου μέρους της επισκοπικής διοίκησης στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έως ότου οι συνθήκες ήταν τέτοιες, ώστε οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι να μπορούσαν να επανέλθουν στις έδρες τους στην Ανατολία. Άλλες φορές, ένας Μανουήλ Κομνηνός θα μπορούσε να αναγκάσει τους Τούρκους να επιτρέψουν την επανεισδοχή των επισκόπων.109
Οι ιεράρχες στη συνέχεια έγιναν οι ηγέτες των χριστιανικών κοινοτήτων, όχι μόνο διατηρώντας τις σχέσεις των υπηκόων χριστιανών με το πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, αλλά λειτουργώντας επίσης ως μεσολαβητές μεταξύ των νέων Τούρκων ηγεμόνων και των χριστιανών. Ήταν οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες εκείνοι που προσπαθούσαν να ενισχύουν το ηθικό των κατακτημένων χριστιανών και να τους οδηγούν. Στις επιστολές του Ματθαίου Εφέσου και του Γρηγόριου Παλαμά βλέπει κανείς το άγχος με το οποίο οι Έλληνες έκαναν έκκληση σε αυτούς τους κληρικούς για ανακούφιση και εξηγήσεις. Μια πιθανή εξήγηση, αν και μία που διστάζω να προσφέρω εδώ, για τον μάλλον περίεργο πολλαπλασιασμό των μητροπολιτικών εδρών της Ανατολίας στους καταλόγους επισκοπών του Ισαάκιου Άγγελου, του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου και των άλλων, είναι ότι ήταν κυβερνητικό μέτρο, που εν μέρει προοριζόταν να ενισχύσει την εκκλησία της Ανατολίας όταν άρχιζε να παρακμάζει. Καθώς ξεκινούσε ο μουσουλμανικός προσηλυτιστικός δρόμος, οι αυτοκράτορες πίστευαν ότι χρειάζονταν περισσότερους ιεράρχες για να σταματήσουν τη μετατροπή των χριστιανών.110 Όμως στα τέλη του 14ου και τον 15ο αιώνα ήταν προφανές ότι ο Χριστιανισμός είχε χάσει τον αγώνα, καθώς η πλειοψηφία των χριστιανών είχε αποστατήσει και η Κωνσταντινούπολη είχε επίσης πέσει στους Τούρκους. Σε κάθε περίπτωση, η δημοσιονομική φτώχεια καθιστούσε ανέφικτη μια τέτοια πολιτική. Έτσι τον 15ο αιώνα η εκκλησία εγκατέλειψε μεγάλο αριθμό μητροπολιτικών εδρών και επισκοπών της Ανατολίας, διατηρώντας μόνο δεκαεπτά μητροπολιτικές έδρες και τρεις επισκοπές.111
Μέσα στις χριστιανικές κοινότητες υπήρχαν ορισμένοι παράγοντες που βοηθούσαν την ενίσχυση της αντίστασης στην αφομοίωση. Υπήρχε, καθ’ όλη τη διάρκεια, κάποιο χριστιανικό στοιχείο στις αυλές των Σελτζούκων και των Οθωμανών, το οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ελάφρωνε τη θέση των Ελλήνων. Υπήρχαν οι χριστιανές σύζυγοι και οι μητέρες των Σελτζούκων σουλτάνων, όπως και χριστιανές γυναίκες στο οθωμανικό νοικοκυριό.112 Επίσης Έλληνες χριστιανοί έπαιζαν συχνά σημαντικό ρόλο στη διοίκηση και σε πολλές περιπτώσεις ασκούσαν επιρροή για λογαριασμό των ομοθρήσκων τους. Η βασιλεία του Ιζ αλ-Ντιν, του μισο-Έλληνα σουλτάνου, φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια περίοδο της ιστορίας των Σελτζούκων, κατά την οποία τα χριστιανικά στοιχεία είχαν αποκτήσει εκτεταμένη πολιτική επιρροή. Καθώς οι από μητέρα θείοι του σουλτάνου φαινόταν ότι διεύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις του κράτους, οι Τουρκμένοι σχεδίαζαν να σκοτώσουν τον σουλτάνο και να τον αντικαταστήσουν με τον αδελφό του, που είχε γεννηθεί από Τουρκάλα μητέρα.113 Άλλοι Έλληνες με επιρροή στους κύκλους της αυλής των Σελτζούκων ήσαν εμφανείς κατά τον 13ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατα δημοσιευμένη επιγραφή από την εκκλησία-σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου στην Καππαδοκία. Η εκκλησία είχε καθαγιαστεί με έξοδα του εμίρη κυρ Βασίλειου Γιακούπη και της κυρίας Θάμαρ. Ο Βασίλειος ήταν προφανώς αξιωματούχος της αυλής και η Θάμαρ πιθανώς Γεωργιανή κυρία του χαρεμιού του σουλτάνου. Λόγω της θέσης και του πλούτου τους ανέλαβαν τα έξοδα του καθαγιασμού της εκκλησίας.114Ο Έλληνας εταιρειάρχης Μαυροζώμης και ο χριστιανός ιατρός του Ορχάν, ο Ταρωνίτης, επέκτειναν τη φιλοξενία και την επιρροή τους για λογαριασμό του ομήρου Παλαμά, ενώ άλλοι χριστιανοί της Ανατολίας βοήθησαν να πληρωθούν τα λύτρα της ακολουθίας του Παλαμά.115 Η Θεοδώρα, η κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού που είχε δοθεί σε γάμο με τον Ορχάν, όχι μόνο αντιστάθηκε στην αλλαγή θρησκεύματος, αλλά χρησιμοποίησε τη δύναμη και τον πλούτο της για λογαριασμό των Ελλήνων φτωχών και πλήρωσε τα λύτρα απελευθέρωσης των αιχμαλωτισμένων Ελλήνων. Είναι ενδιαφέρον ότι η Βυζαντινή πριγκίπισσα έκανε επιτυχημένες προσπάθειες να πείσει τους Έλληνες που είχαν αλλαξοπιστήσει στο Ισλάμ να επιστρέψουν στον Χριστιανισμό. Ίσως αντιμετώπιζε το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, αφού η επιστροφή από το Ισλάμ τιμωρούνταν με θάνατο. Αυτή η πιθανότητα ενισχύεται όταν σημειωθεί ότι ο Έλληνας πατριάρχης, λίγα χρόνια νωρίτερα, έγραφε στους Έλληνες της Βιθυνίας δικαιολογώντας τον κρυπτοχριστιανισμό τους ως πρακτική με την οποία μπορούσαν να διατηρήσουν τη χριστιανοσύνη και τη ζωή τους, ενώ ο μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης αναφέρεται στην ίδια κατάσταση στα τέλη του 14ου αιώνα.116
Ένα άλλο μέτρο στο οποίο κατέφευγαν οι αυτοκράτορες στην επιθυμία τους να προστατεύσουν την πίστη του χριστιανικού πληθυσμού ήταν απλώς η φυσική απομάκρυνση του πληθυσμού ορισμένων περιοχών στο βυζαντινό έδαφος. Η πρακτική φαίνεται να είχε αποκτήσει σημαντική έκταση στον 11ο και 12ο αιώνα, όταν οι Κομνηνοί μεταφύτευσαν Έλληνες από τις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές του Φιλομηλίου, του Βούρτζη, του Ικονίου και της Νεοκαισάρειας.117 Αυτό, φυσικά, σήμαινε την αποδυνάμωση του βυζαντινού χαρακτήρα των συγκεκριμένων περιοχών, και παρόλο που ο μεταφερόμενος πληθυσμός δεν θα υπέκυπτε στον εξισλαμισμό, οι περιοχές που εγκατέλειπαν θα εξισλαμίζονταν πιο εύκολα.
Ήδη από τον 12ο αιώνα, και συνεχώς κατά τη διάρκεια των αιώνων μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, σημαντικός αριθμός εκχριστιανισμένων Τούρκων υπηρετούσε στους Βυζαντινούς στρατούς. Οι στρατιωτικές τους ικανότητες τους έκαναν εξαιρετικά επιθυμητές προσθήκες στη στρατιωτική δύναμη της αυτοκρατορίας και τους βλέπουμε στους στρατούς των Αλεξίου Α’, Ιωάννη Β’ και Μανουήλ Α’ ενώ, από τον 13ο και τον 14ο αιώνα, οι Τουρκόπουλοι είχαν γίνει κανονικά στρατιωτικά σώματα των Βυζαντινών στρατών.118 Τους Τουρκόπουλους, γιους εκείνων των Τούρκων που είχαν αναζητήσει υπηρεσία με τους αυτοκράτορες και είχαν αγκαλιάσει τον Χριστιανισμό, τους εγκαθιστούσαν γενικά στις ευρωπαϊκές επαρχίες και ειδικά στις περιοχές του ποταμού Βαρντάρ [Αξιού]. Επομένως οι αυτοκράτορες κατέβαλαν προσπάθειες, να προσηλυτίσουν τουλάχιστον αυτό το τμήμα των Τούρκων της Ανατολίας που είχαν αναζητήσει υπηρεσία με τους Βυζαντινούς. Μετά τις ανακατακτήσεις του στην Ανατολία, ο Αλέξιος Κομνηνός υποδέχτηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Σκαλιάριο, τον Ελχάνη και τους περισσότερους από τους άλλους Τούρκους εμίρηδες της δυτικής ακτής της Ανατολίας και τους βάπτισαν. Αναφέρεται ότι έτρεφε την επιθυμία να μετατρέψει σε χριστιανούς όλους τους Τούρκους της Ανατολίας.119 Η άποψη της μετατροπής των βαρβάρων ήταν παλιά αυτοκρατορική ιδέα που γινόταν τώρα αναγκαιότητα. Όταν ο Ιωάννης Κομνηνός κατέλαβε τη μουσουλμανική πόλη Μπιζάα κοντά στο Χαλέπι, ο καδής και 400 από τους κατοίκους παρακινήθηκαν να προσχωρήσουν στον χριστιανισμό.120 Αργότερα βαπτίστηκαν οι σουλτάνοι Γιγιάθ αλ-Ντιν και Ιζ αλ-Ντιν, όπως επίσης και ο γιος και η εγγονή του τελευταίου.121 Στο τελευταίο μισό του 12ου αιώνα η έκταση της αποστασίας από το Ισλάμ ήταν αρκετή για να αντικατοπτριστεί στα συνοδικά πρακτικά και στα σχόλια σχετικά με τον κανονικό νόμο που αφορούσε το βάπτισμα. Κατά τη διάρκεια της τελετής της επίσημης αλλαγής θρησκεύματος, οι νεοπροσήλυτοι υποχρεώνονταν να απαγγείλουν μια διατύπωση αποκήρυξης του Ισλάμ που απέρριπτε τον μουσουλμανικό Θεό ως ὁλόσφυρο.122 Οι προσήλυτοι εύρισκαν πρόσκομμα σε αυτήν την απόρριψη του ως ὁλόσφυρου και ο Μανουήλ Κομνηνός παρενέβη σθεναρά στις εκκλησιαστικές αρχές, σε προσπάθεια να αφαιρέσει τη λέξη από τη διατύπωση αποκήρυξης.123 Ο Βαλσαμών αναφέρει ότι πολλοί Αγαρηνοί έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι δεν χρειαζόταν να βαφτιστούν, καθώς είχαν ήδη βαφτίσει στην Ανατολία.124
Οι Τούρκοι που είχαν εκχριστιανιστεί ήσαν αναμφίβολα πολύ λιγότεροι από τους χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί και ήσαν κυρίως στρατιώτες που τελικά εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη.125 Αν οι πολιτικές τύχες της Ανατολίας ήσαν διαφορετικές, είναι πολύ πιθανό ότι οι Βυζαντινοί ιεραπόστολοι θα είχαν την επιτυχία που απολάμβαναν οι δερβίσηδες.126
Παρά τα διάφορα μέτρα, συστηματικά και άλλα, τα οποία λάμβαναν οι Βυζαντινοί για να διαφυλάξουν τον Χριστιανισμό της Ανατολίας, η πολιτική νίκη του Ισλάμ ήταν ο έσχατος και καθοριστικός παράγοντας. Η κατηγορία των μουσουλμάνων πολεμίων ότι οι Τούρκοι είχαν θριαμβεύσει λόγω της υπεροχής του Ισλάμ ως θρησκείας έναντι του Χριστιανισμού είχε μια ρεαλιστική αλήθεια, που ήταν πολύ πιο ισχυρή από οποιοδήποτε καθαρά θεολογικό ή φιλοσοφικό επιχείρημα.
<-5. Εξισλαμισμός | 7. Το βυζαντινό κατάλοιπο στην τουρκική Ανατολία-> |