03. Η έναρξη του μετασχηματισμού

<-2. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία 4. Παρακμή της εκκλησίας τον 14ο αιώνα->

3. Η έναρξη του μετασχηματισμού

Η φύση της τουρκικής κατάκτησης στον 11ο και 12ο αιώνα

Στο προηγούμενο κεφάλαιο εγκαθιδρύθηκε μια γενική χρονολογική δομή και περιοδολόγηση των τουρκικών κατακτήσεων. Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί το ξεκίνημα του μετασχηματισμού, με τον οποίο η Ανατολία έγινε μουσουλμανική. Αυτό προϋποθέτει συζήτηση τριών μεγάλων θεμάτων: (α) Της φύσης και των αποτελεσμάτων των τουρκικών κατακτήσεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. (β) Του βαθμού στον οποίο οι χριστιανοί της Ανατολίας είχαν ενσωματωθεί στη μουσουλμανική κοινωνία από τα μέσα του 13ου αιώνα. (γ) Του χαρακτήρα και των αποτελεσμάτων της κατάρρευσης της ισορροπίας Ικονίου-Νικαίας από τα τέλη του 13ου μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα.

Ίσως το πιο μοιραίο χαρακτηριστικό της τουρκικής κατάκτησης στην Ανατολία υπήρξε η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας, γιατί αυτή η περίοδος υποχώρησης υπέβαλε τη βυζαντινή κοινωνία σε επαναλαμβανόμενους κλονισμούς και διαταραχές. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να υποτάξουν τη Μικρά Ασία γρήγορα, αλλά πέτυχαν την πλήρη κατάκτησή της σε συνεχή διαδικασία που διήρκεσε τέσσερις αιώνες. Έτσι η κατάκτηση λειτουργούσε με αποσπασματικό τρόπο. Σε ορισμένες περιόδους προχωρούσε με επιταχυνόμενο ρυθμό. Άλλες φορές σημείωνε μικρή πρόοδο. Και σε σπάνιες περιπτώσεις υπήρχε ακόμη και αντιστροφή. Κατά συνέπεια, σημαντικός αριθμός πόλεων και εκτεταμένων περιοχών πολιορκήθηκαν, κατακτήθηκαν ή υπέστησαν επιδρομές σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Σε αυτό, η υποταγή της Μικράς Ασίας στους Τούρκους διέφερε από την αραβική κατάκτηση των ανατολικών βυζαντινών επαρχιών τον 7ο αιώνα, όπου οι περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, δυσαρεστημένες λόγω θρησκευτικών διώξεων εκ μέρους της κεντρικής κυβέρνησης και αποδυναμωμένες από τη διάλυση των υποτελών αραβικών στρατών, έπεσαν ραγδαία και οριστικά στους Άραβες σε λιγότερο από μια δεκαετία, με το ζήτημα να έχει κριθεί σε μερικές βασικές μάχες. Η εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της ταχύτητας της αραβικής κατάκτησης και της βραδύτερης προόδου των Τούρκων οφειλόταν σε γεωγραφικούς, εθνογραφικούς και πολιτικούς παράγοντες. Η Ανατολία δεν ήταν μόνο μεγάλη επικράτεια, αλλά διέθετε εκτεταμένες ορεινές περιοχές που χρησίμευαν ως φυσική άμυνα ενάντια στους εισβολείς. Επιπλέον, ο παράγοντας της θρησκευτικής δυσαρέσκειας, αν και υπήρχε μεταξύ των Αρμενίων και των Σύρων στην ανατολική Ανατολία, δεν έπαιζε ανάλογο ρόλο στην κεντρική και δυτική Μικρά Ασία. Τέλος, η Ανατολία βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ όσο οι επαρχίες που κατέλαβαν οι Άραβες και έτσι ήταν ικανή για μεγαλύτερη αντίσταση. Καθώς το κράτος εξαρτιόταν κυρίως από την Ανατολία για τους πόρους του και για μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού του, δεν μπορούσε και δεν συγκατατέθηκε σιωπηλά στην τουρκική κατοχή. Η απώλεια της Μικράς Ασίας ισοδυναμούσε με την καταστροφή της αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί λοιπόν κατέβαλαν σοβαρές προσπάθειες, ανάλογες με τη λυπηρά φθίνουσα δύναμή τους, πρώτα για να ανακτήσουν και στη συνέχεια για να κρατήσουν τμήματα της Ανατολίας, μέχρι την περίοδο που ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακατέκτησε την Κωνσταντινούπολη το 1261.

Σχετική με τη μακροπρόθεσμη, αποσπασματική φύση της τουρκικής κατάκτησης ήταν η εξαφάνιση της πολιτικής ενότητας και σταθερότητας από την Ανατολία για σημαντικές χρονικές περιόδους. Πριν από την εμφάνιση των Τούρκων, η χερσόνησος της Ανατολίας είχε απολαύσει πολιτική ενότητα υπό την Κωνσταντινούπολη, που είχε εξασφαλίσει συγκριτική σταθερότητα (τουλάχιστον για τις περιοχές δυτικά μιας γραμμής που περνούσε από την Τραπεζούντα, την Καισάρεια και την Ταρσό, αλλά και σε κάποιο βαθμό για τις περιοχές στα ανατολικά, μέχρι την Αντιόχεια, τη Μελιτηνή και την Άνι). Η κοινωνία ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίζει έναν μόνο ηγεμόνα, μία διοίκηση και έναν στρατό. Οι εισβολές και η παρατεταμένη περίοδος ενεργού υπόταξης από τους νεοεισερχόμενους άλλαξαν αυτήν την κατάσταση απότομα και ριζικά, καθώς οι εισβολές είχαν ως αποτέλεσμα τον εκπληκτικό πολλαπλασιασμό των πολιτικών οντοτήτων στο έδαφος της Ανατολίας. Αυτή η γενίκευση πρέπει φυσικά να δικαιολογηθεί. Αυτές οι συνθήκες δεν επιδεινώνονταν τόσο κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, όταν υπήρχε σταθερότητα για μεγάλο μέρος της Ανατολίας ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στο Ικόνιο και τη Νίκαια. Αλλά αυτή ήταν μεμονωμένη κατάσταση κατά την περίοδο μεταξύ του 11ου αιώνα και της οθωμανικής ενοποίησης της Ανατολίας τον 15ο αιώνα. Κατά την περίοδο έως τα μέσα του 13ου αιώνα, εμφανίστηκαν στο έδαφος της Ανατολίας ελληνικά κράτη στις ακτές του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, ένα αρμενικό κράτος στην Κιλικία, και μια σειρά από τουρκικές ηγεμονίες στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές: Σελτζούκοι, Ντανισμέντ, Σαλτούκ, Μενγκουτσέ, Αρτούκ. Με την κατάρρευση της σχετικής και εφήμερης σταθερότητας των Σελτζούκων και της Νικαίας στα τέλη του 13ου αιώνα, η εμφάνιση των εμιράτων σε όλη την Ανατολία έφερε αναστροφή σε περιόδους αναρχίας και χάους, έως ότου τα εμιράτα άρχισαν να εδραιώνονται. Η εξαφάνιση της πολιτικής ενότητας, η οποία συνόδευε τις τουρκικές εισβολές, όχι μόνο έφερνε σημαντική αναταραχή, αλλά συχνά έβαζε τους πληθυσμούς της Ανατολίας κάτω από το επαχθές φορτίο της υποστήριξης μεγάλου αριθμού από αυλές, διοικήσεις και στρατούς.

Τα αποτελέσματα των εισβολών μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα εκδηλώνονταν πιο δραματικά στη λεηλασία και μερική καταστροφή πολλών αστικών και αγροτικών περιοχών. Αν και δεν διασώζεται υλικό τεκμηρίωσης που να περιγράφει τη διαδικασία συστηματικά, τα υπάρχοντα χρονικά δίνουν σαφή συνολική εικόνα της αναταραχής. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτής της πρώτης περιόδου τουρκικής κατάκτησης ήταν η άλωση πόλεων και χωριών σε πολλές περιοχές της Ανατολίας, ορισμένες από τις οποίες λεηλατήθηκαν σε περισσότερες από μία περιπτώσεις.1 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η άλωση μιας πόλης ή κωμόπολης είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η άλωση μιας πόλης ή κωμόπολης δεν είχε ως αποτέλεσμα πλήρη ή άμεση καταστροφή, γιατί αυτά τα αστικά κέντρα συνέχιζαν να υπάρχουν, αν και συχνά σε λιγότερο ευημερούσα κατάσταση. Όμως η τουρκική κατάκτηση συνοδευόταν από σημαντική καταστροφή σε δημόσια κτίρια, σπίτια και εκκλησίες. Το τουρκικό έπος Ντανισμέντναμε, που δίνει μια εικόνα της ψυχολογίας των κατακτητών, είναι γεμάτο με περιγραφές καταστροφής εκκλησιών, μοναστηριών και τόπων κατοικίας. Οι βυζαντινές πηγές χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο ως μια κατά την οποία πόλεις, εκκλησίες και κτίρια καταστρέφονταν από τους Τούρκους.2 Αν και οι Έλληνες ιστορικοί έχουν υπερβάλει μιλώντας για πλήρη καταστροφή, ωστόσο αυτή η υπερβολή ήταν το αποτέλεσμα της εκτεταμένης καταστροφής στην αστική και αγροτική ζωή που προήλθε από αυτόν τον ενάμισι αιώνα πολέμου. Ότι υπάρχει ουσιαστική και σημαντική αλήθεια σε αυτήν την υπερβολή γίνεται εμφανές κατά την εξέταση των συνθηκών της κατάκτησης στις διάφορες περιοχές της χερσονήσου. Πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ, οι σημαντικές πόλεις Άρτζε, Πέρκρι, Μελιτηνή, Σεβάστεια, Άνι, Καισάρεια, Νεοκαισάρεια, Αμόριον, Ικόνιον και Χωνές είχαν αλωθεί από τους Τούρκους.3

Δυτική Ανατολία

Κατά τα τέλη του 11ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα πολλά μέρη της δυτικής Μικράς Ασίας αποτέλεσαν σκηνικό τουρκικών εισβολών, βυζαντινών αντεπιθέσεων και περιστασιακής εμφάνισης στρατών σταυροφόρων. Στην αρχή αυτής της περιόδου, καθώς ο Αλέξιος Α’ ανέβαινε στον θρόνο (1081), η δυτική Μικρά Ασία βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των εισβολέων. Όταν το πέπλο της ιστορικής σιωπής που κάλυπτε τα γεγονότα αυτής της πρώτης τουρκικής κατάκτησης ανυψωθεί δύο δεκαετίες αργότερα, οι πηγές αποκαλύπτουν ότι οι παράκτιες πόλεις της δυτικής Ανατολίας βρίσκονταν σε κατεστραμμένη κατάσταση.4 Οι περιοχές της δυτικής Ανατολίας συνέχιζαν να βιώνουν τις δυσκολίες ενός ασυνήθιστα άγριου παραμεθόριου πολέμου στη διάρκεια μεγάλου μέρους του 12ου αιώνα.

Μια σύντομη ματιά στις διάφορες περιοχές της δυτικής Ανατολίας θα δείξει ξεκάθαρα την αναταραχή που επέφερε η τουρκική εισβολή και εγκατάσταση. Οι περιοχές της Βιθυνίας βρίσκονταν κυρίως σε τουρκικά χέρια μέχρι την Πρώτη Σταυροφορία. Ενώ ο αυτοκράτορας ασχολούνταν με τον Ρομπέρ Ζισκάρ στα δυτικά, οι Τούρκοι κατέστρεφαν όλη τη Βιθυνία και τη Θυνία μέχρι τον Βόσπορο, τις οποίες δεν είχαν ακόμη στην κατοχή τους.5 Ο δεύτερος πόλεμος Βυζαντινών-Νορμανδών έδωσε στους Τούρκους κι άλλη ευκαιρία, με αποτέλεσμα να λεηλατήσει ο Αμπού-Κασίμ και πάλι τη Βιθυνία μέχρι τον Βόσπορο.6 Παρά την ανακατάκτηση της Νικαίας μετά την Πρώτη Σταυροφορία, η Βιθυνία συνέχιζε να υποφέρει από βαριές επιδρομές καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου.7 Το 1113 ένας στρατός 40.000 έως 50.000 ανδρών από την Περσία κατέστρεψε αυτήν και άλλες γειτονικές περιοχές (Προύσα, Απολλωνία, Λοπάδιον, Κύζικο, λίμνη Ασκανία),8 ενώ τέτοιες επιθέσεις συνεχίζονταν από την κατεύθυνση του Ικονίου το 1115-16. Υπάρχει κάποια καταγραφή περαιτέρω επιδρομών Τουρκμένων στη Βιθυνία το τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ εισήλθε στις περιοχές της Νικαίας και της Προύσας για να προστατεύσει τις πόλεις από τις επιθέσεις των Τουρκμένων που στρατοπέδευαν γύρω από τον Βαθύ κοντά στο Δορύλαιον.9 Όμως, καθώς οι Τουρκμένοι είχαν εγκατασταθεί κοντά στο Δορύλαιον για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου, δεν είναι απίθανο να συνέχιζαν τις επιδρομές τους στη Βιθυνία κατά τη διάρκεια των βασιλειών του Ιωάννη Β’ και του Μανουήλ Α’.10 Η κατάρρευση του βυζαντινού διοικητικού ελέγχου, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της εξέγερσης εναντίον του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού το 1183-84, αναμφίβολα επιτάχυνε πολύ τη διαδικασία, καθώς οι εξεγερμένοι χρησιμοποιούσαν Τουρκμένους στους στρατούς τους.11 Η εμφάνιση των Λατίνων στη Βιθυνία αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης πρόσθετε στη σύγχυση.12 Η Μυσία και η Προποντίς υπέστησαν το βάρος των εισβολών και των επιδρομών των εμίρηδων Τζάχας και Ελχάνη στα τέλη του 11ου αιώνα,13 ενώ παρόλο που ο Αλέξιος κατάφερε να απομακρύνει και τους δύο από αυτήν την περιοχή, τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του γνώρισαν σοβαρές επιδρομές, το 1113 και πάλι το 1115-16, από τους τουρκικούς στρατούς από την Περσία.14

Οι δυτικές κοιλάδες των ποταμών Καΐκου, Έρμου, Καΰστρου και Μαιάνδρου δέχονταν συχνά εισβολές και καταστροφές. Ο Κάικος καθώς και οι περιοχές βόρεια του Αδραμυττίου υπέστησαν έντονη ταλαιπωρία από επιδρομές καθ’ όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα και μεγάλες αγροτικές περιοχές ερημώθηκαν.15 Η κοιλάδα του Έρμου κατακτήθηκε εν μέρει από τον Τζάχας,16 ενώ το 1110-11 ο Χασάν της Καππαδοκίας λεηλάτησε τα ανατολικά άκρα της κοιλάδας17 και λίγο αργότερα ο Σελτζούκος ηγεμόνας Μαλίκ Σαχ απείλησε τη Φιλαδέλφεια και τις παράκτιες περιοχές.18 Η περιοχή Καΰστρου-Κελβιανού απειλήθηκε από τους στρατούς του Χασάν το 1110-11, και πάλι στη βασιλεία του Μανουήλ Α΄, καθώς και από τον εμίρη Σάμε, όταν ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος κάλεσε τα βυζαντινά στρατεύματα της περιοχής στην Ευρώπη.19 Οι πόλεις και η ύπαιθρος της εύφορης κοιλάδας του Μαιάνδρου ειδικότερα, υπέφεραν από τουρκικές επιδρομές στα τέλη του 11ου και κατά τον 12ο αιώνα. Αν και ο Αλέξιος μπόρεσε να αποκαταστήσει κάποια τάξη στις περιοχές του Μαιάνδρου, λίγο μετά τον θάνατό του ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός αναγκάστηκε να κινηθεί εναντίον των Τούρκων, που για ακόμη μια φορά λεηλατούσαν την κοιλάδα.20 Κατά τη βασιλεία του Μανουήλ, οι Τούρκοι φαίνεται ότι επέδραμαν τακτικά στην κοιλάδα. Στις αρχές της βασιλείας του, ο Μανουήλ Α’ αναγκάστηκε να ανακουφίσει τις πόλεις που υπέφεραν,21 γιατί οι Τουρκμένοι είχαν εγκατασταθεί στην πηγή του Μαιάνδρου και προφανώς έκαναν επιδρομές σχεδόν ανεμπόδιστοι.22 Πιο επιβλητική από την άποψη του μεγέθους ήταν η επιδρομή του Αταμπέγκ, με στρατό 24.000, που κατέβηκε τον Μαίανδρο μέχρι τη θάλασσα και έπληξε σοβαρά πολλές από τις πόλεις.23 Με τον θάνατο του Μανουήλ εξαφανίστηκε η τελευταία εμφάνιση σθεναρής άμυνας και οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές ακόμη πιο συχνά, μπαίνοντας σε κάποιες περιπτώσεις στις πόλεις με τη βοήθεια Ελλήνων επαναστατών. Μετά την ήττα του το 1192, ο Ψευδοαλέξιος απέκτησε 8.000 Τουρκμένους από τον εμίρη Αρσάνη (Αρσλάν;) και λεηλάτησε την κοιλάδα καταστρέφοντας τις συγκομιδές.24 Ο Καϋχοσρόης, πέφτοντας αιφνιδιαστικά πάνω στις μεσαίες και άνω περιοχές του Μαιάνδρου, κατέλαβε αριθμό πόλεων και πήρε μαζί τους κατοίκους.25 Ένας στασιαστής φοροσυλλέκτης, ο Μιχαήλ, απέκτησε στρατεύματα από τον σουλτάνο Ρουχ αλ-Ντιν και οι πόλεις του Μαιάνδρου δέχθηκαν επιδρομή για μια ακόμη φορά.26 Στις αρχές του 13ου αιώνα ο Μανουήλ Μαυροζώμης, με τη βοήθεια τουρκικών στρατευμάτων, κατέστρεψε τις πόλεις της κοιλάδας, αλλά εκδιώχτηκε από τον Θεόδωρο Λάσκαρι.27

Πολλές από τις περιοχές και πόλεις της Φρυγίας βρίσκονταν στο κέντρο του πεδίου της μάχης μεταξύ μουσουλμανικών και χριστιανικών στρατών. Μετά την ήττα των Τούρκων από τους σταυροφόρους της Πρώτης Σταυροφορίας στο Δορύλαιον, οι Τούρκοι υποχώρησαν προς το Ικόνιο, και σε προσπάθεια να κάψουν τη γη που θα ακολουθούσαν οι σταυροφόροι, κατάφεραν να μπουν στις ελληνικές πόλεις, λεηλάτησαν σπίτια και εκκλησίες, πήραν τα ζώα, ασήμι, χρυσό και άλλα λάφυρα και στη συνέχεια έκαψαν και κατέστρεψαν ό τι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και θα μπορούσε να έχει κάποια χρησιμότητα για τους Λατίνους. Αργότερα στη διάρκεια της βασιλείας του, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ πέρασε από τις ίδιες περιοχές και προσπάθησε να καταστρέψει τους τουρκικούς καταυλισμούς και να ερημώσει την περιοχή, έτσι ώστε οι Τούρκοι να μην μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για να επιτεθούν στην αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος έκαψε επίσης τη γη γύρω από το Ικόνιο. Καθώς η περιοχή είχε γίνει η μεθόριος μεταξύ ελληνικών και τουρκικών κτήσεων, μετατρεπόταν αργά σε ερημιά ως αποτέλεσμα των συχνών στρατιωτικών εκστρατειών και από τη ρητή επιθυμία και των δύο πλευρών να μην βρουν τροφή οι εισβολείς σε αυτές τις περιοχές.28 Καθώς η Φρυγία παρέμενε κρίσιμη παραμεθόρια περιοχή κατά τις βασιλείες του Ιωάννη και του Μανουήλ, υπέφερε σημαντικά από τουρκικές επιδρομές,29 αλλά με τη μάχη του Μυριοκέφαλου χάθηκε σε μεγάλο βαθμό στους Τούρκους. Η Παμφυλία και η Πισιδία είχαν μοίρα παρόμοια με εκείνη της Φρυγίας. Μετά την αρχική ανάκτηση της περιοχής από τον Αλέξιο και τον Ιωάννη, οι Τούρκοι επέδραμαν και επεκτάθηκαν στην περιοχή, μέχρι που έξω από την Αττάλεια περί το 1204 λίγα παρέμεναν βυζαντινά.30 Στα μέσα του 12ου αιώνα η εύφορη γεωργική περιοχή της Αττάλειας ήταν τόσο ανασφαλής λόγω των Τούρκων, που οι κάτοικοι έπρεπε να εισάγουν τα σιτηρά τους δια θαλάσσης.31 Υπάρχουν ενδείξεις ότι η Λυκία και η Καρία είδαν επίσης επαναλαμβανόμενα κύματα επιδρομών.32

Αν και οι αφηγήσεις των συγχρόνων δίνουν μερική μόνο περιγραφή των γεγονότων και της κατάστασης στη δυτική Ανατολία, αυτές αρκούν για να δείξουν ότι οι εισβολές και ο πόλεμος έφεραν σημαντική αναταραχή στις δυτικές περιοχές της Ανατολίας, δηλαδή στη Βιθυνία, Μυσία, Λυδία, Καρία, Ιωνία, Λυκία, Φρυγία, Παμφυλία και Πισιδία. Η πλειονότητα των επιδρομών έχει παραμείνει μη καταγεγραμμένη από τους χρονικογράφους, γιατί οι Σελτζούκοι εκείνη την εποχή δεν είχαν τίποτε του είδους των χρονικών (τουλάχιστον χρονικών που έχουν διασωθεί), ενώ οι Βυζαντινοί ιστορικοί ανησυχούσαν πολύ για την πρωτεύουσα και δεν σημείωναν όλες τις επαναλαμβανόμενες επιδρομές. Πρέπει να θεωρηθεί ότι οι συνοριακές επιδρομές των Τουρκμένων λειτουργούσαν συνεχώς και μάλιστα η γλώσσα των Βυζαντινών χρονικών το αναφέρει ρητά.33 Η αναστάτωση και η καταστροφή που έφερναν συχνά οι τουρκικές επιδρομές στη βυζαντινή αστική και αγροτική κοινωνία στη δυτική Μικρά Ασία ήσαν εκτεταμένες και ορισμένοι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτό το φαινόμενο με πολύ γενικούς όρους. Η Άννα Κομνηνή μιλάει για τους Τούρκους «σατράπες» που στο τέλος του 11ου αιώνα «λεηλατούσαν τα πάντα»34 και για τη «λεηλασία και πλήρη καταστροφή των πόλεων και των εδαφών που βρίσκονται επί της ακτής της θάλασσας».35 Μετά τη δεύτερη νορμανδική κρίση (1107-08), ο Αλέξιος αφιέρωσε την προσοχή του στις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, «θεωρώντας ότι οι βάρβαροι είχαν καταστρέψει εντελώς την ακτή από τη Σμύρνη έως την ίδια την Αττάλεια».36

Όταν οι σταυροφόροι της Δεύτερης Σταυροφορίας ήρθαν στην Ανατολία σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η κατάσταση είχε αλλάξει πολύ λίγο. Ο Όντο ντε Ντέιγ παρατηρεί ότι οι Τούρκοι είχαν διώξει τους Έλληνες από μεγάλο μέρος της «Ρωμανίας» και είχαν καταστρέψει μεγάλο μέρος της. Καθώς οι σταυροφόροι προχωρούσαν νότια του Αδραμυττίου, εύρισκαν πολλές πόλεις κατά μήκος των παράκτιων περιοχών σε ερείπια και παρατηρούσαν ότι οι Έλληνες εξακολουθούσαν να κατοικούν μόνο σε εκείνες τις πόλεις, που είχαν ξαναχτιστεί και περιτριγυριστεί από τείχη και πύργους.37

Όμως ανακύπτει το ερώτημα αν τέτοιες γενικές δηλώσεις που έχουν κάνει η Άννα Κομνηνή και ο Όντο ντε Ντέιγ είναι ιστορικά αξιόπιστες. Η περιγραφή της Άννας Κομνηνής σχετικά με την καταστροφή των παράκτιων πόλεων και την καταστροφή στη δυτική Μικρά Ασία φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται από την εξέταση της τύχης ορισμένων πόλεων, χωριών και περιοχών, καθώς και από ορισμένα αρχαιολογικά στοιχεία.

Η Κύζικος, που είχε πέσει στους Τούρκους κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, πάρθηκε για δεύτερη φορά από τον εμίρη Ελχάνη κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄ και στη συνέχεια λεηλατήθηκε από τουρκικό στρατό από την Περσία το 1113.38 Ο Ελχάνης πήρε την Απολλωνιάδα και ενώ την ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τα περίχωρά της το 1113.39 Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι τα περίχωρα του Λοπαδίου υπέστησαν καταστροφές κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α’ και ότι λίγο αργότερα οι Τούρκοι που είχαν καταλάβει και λεηλατήσει την Κύζικο το 1113 άλωσαν το Λοπάδιον κατά τη διάρκεια της ίδιας εκστρατείας.40 Η έκταση της καταστροφής του Λοπαδίου, και ίσως εμμέσως της Κυζίκου, της Απολλωνιάδας και της Κίου, αποκαλύπτεται έμμεσα από τον ιστορικό Κίνναμο, ο οποίος επισημαίνει ότι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β’ χρειάστηκε να ξαναχτίσει από την αρχή το φρούριο του Λοπαδίου.41 Υπέστη σοβαρή τιμωρία μετά την αποτυχημένη εξέγερσή του εναντίον του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού το 1184.42 Το Ποιμανηνόν πρέπει να είχε την ίδια μοίρα με την Απολλωνιάδα, έχοντας πέσει στον Ελχάνη, ενώ τα περίχωρά του ερημώθηκαν το 1113.43 Τα περίχωρα της Αβύδου καταστράφηκαν από τον Τζάχας και από την τουρκική εισβολή του 1113,44 αλλά δεν υπάρχει ένδειξη ότι η ίδια η πόλη έπεσε. Η φύση της καταστροφής που επέφερε ο εμίρης Τζάχας απεικονίζεται σαφέστερα στην περίπτωση του Αδραμυττίου:

Στο παρελθόν ήταν πολύ πυκνοκατοικημένη πόλη. Εκείνη την εποχή, όταν ο Τζάχας λεηλάτησε τις περιοχές της Σμύρνης, εξαφάνισε εντελώς και αυτήν [Αδραμύττιον] καταστρέφοντάς την. Το θέαμα της εξάλειψης μιας τέτοιας πόλης [ήταν τέτοιο] που φαινόταν ότι ποτέ δεν κατοικούσε σε αυτήν άνθρωπος.45

πόλις δὲ πρώην μὲν ἦν πολυανθρωποτάτη· ὁπηνίκα δὲ ὁ Τζάχας τὰ κατὰ τὴν Σμύρνην ἐληίζετο καὶ αὐτὴν παντελῶς ἐριπώσας ἠφάνισε. τὸν γοῦν παντελῆ ἀφανισμὸν τῆς τοιαύτης θεασάμενος πόλεως, ὡς δοκεῖν μηδὲ ἄνθρωπον κατοικῆσαι ποτὲ ἐν αὐτῇ.

Λίγο αργότερα, το 1113 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην περιοχή του Αδραμυττίου. Μάλιστα το Αδραμύττιον και τα κοντινά του χωριά υπέφεραν σοβαρά κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα από τουρκικές επιδρομές, έως ότου ο Μανουήλ περιτείχισε την πόλη και έχτισε φρούρια στην ερημωμένη ύπαιθρο για την προστασία των αγροτών.46 Ο Όντο ντε Ντέιγ παρατηρεί ότι οι σταυροφόροι, αμέσως μόλις προχώρησαν νότια του Αδραμυττίου, συνάντησαν κατεστραμμένες πόλεις.47 Τα Χλιαρά και η Πέργαμος βίωσαν πιθανώς την ίδια μοίρα με το Αδραμύττιον, καθώς αυτές οι περιοχές είχαν καταστραφεί από τουλάχιστον τρεις τουρκικές επιδρομές στη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α’48 και συνέχιζαν να υφίστανται λεηλασίες κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Β' και του Μανουήλ Α’. Πριν οχυρώσει ο τελευταίος τις πόλεις και την ύπαιθρο, η αγροτική περιοχή είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους.49 Ο Κάλαμος, ένα από τα χωριά του θέματος Νεοκάστρου (Αδραμύττιον, Πέργαμος, Χλιαρά), δεν κατοικούνταν πια την εποχή της Τρίτης Σταυροφορίας,50 ενώ η Μελόη (που βρισκόταν μεταξύ Καλάμου και Φιλαδέλφειας) ήταν σε κατεστραμμένη κατάσταση από το τελευταίο τμήμα του 12ου αιώνα.51 Ο Τζάχας πήρε τη Σμύρνη, τις Κλαζομενές, τη Φώκαια και έφτασε στις περιοχές της Προποντίδας ερημώνοντας τα περίχωρά τους,52 ενώ λίγο αργότερα ο Χασάν επέδραμε στο Νυμφαίο και στην περιοχή της Σμύρνης.53 Η Έφεσος είχε πέσει στον εμίρη Ταγγριπερμή, αλλά ανακτήθηκε κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α’. Ευρισκόμενη πάνω στη βολική ποτάμια διαδρομή του Καΰστρου, υπήρξε αναμφίβολα προσιτή σε ομάδες επιδρομέων, όπως εκείνων που είχαν επιδιώξει να εισέλθουν στην κοιλάδα το 1110-11, και πάλι κατά τη βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού, καθώς και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Ισαάκιου Β’.54 Ο Όντο ντε Ντέιγ σημειώνει ότι στα μέσα του 12ου αιώνα ο τάφος του Αγίου Ιωάννη [Θεολόγου] στην Έφεσο περιβαλλόταν από τείχη για να κρατάει τους «ειδωλολάτρες» έξω και ότι υπήρχαν «ερείπια» στην Έφεσο.55 Η Φιλαδέλφεια ανακτήθηκε από τα χέρια των Τούρκων ύστερα από την ανάκτηση της Εφέσου, αλλά λόγω της πιο ανατολικής της θέσης βρισκόταν υπό συνεχή πίεση από τους γειτονικούς Τουρκμένους. Το 1110-11 ο Χασάν [της Καππαδοκίας] πολιόρκησε την πόλη με 24.000 άνδρες, στέλνοντάς τους να λεηλατήσουν τα χωριά γύρω από το Κελβιανόν, τη Σμύρνη, το Νυμφαίο, τα Χλιαρά, ενώ το 1111 οι στρατοί του ηγεμόνα Μαλίκ Σαχ εισέβαλαν στην περιοχή γύρω από τη Φιλαδέλφεια καθώς και γύρω από την Πέργαμο, τα Χλιαρά και το Κελβιανόν.56 Ήταν η σκηνή δύο εξεγέρσεων και αντίθεσης προς την Τρίτη Σταυροφορία κατά το τελευταίο μέρος του 12ου αιώνα.57 Το 1176 ο Αταμπέγκ και τα στρατεύματά του κατέλαβαν και άλωσαν πολλές από τις πόλεις γύρω από τον Μαίανδρο, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν οι Τράλλεις, Λούμα, Αντιόχεια και Πεντάχειρ.58 Μακρύτερα προς νότο οι παράκτιες πόλεις δέχθηκαν επίσης σκληρή αντιμετώπιση. Το Μελανούδιον και οι ορεινές περιοχές του Λάτμου αλώθηκαν πριν από την άνοδο του Αλέξιου Α’ στον θρόνο.59 Ο Στρόβιλος καταστράφηκε από τους Τούρκους, όπως ανέφερε ο Σαεγούλφ (Saewulf), όταν επισκέφτηκε τον χώρο το 1103.60 Οι Τούρκοι άλωσαν τα πολυάριθμα μοναστηριακά ιδρύματα αυτών των περιοχών, καταστρέφοντας και βεβηλώνοντάς τα και διώχνοντας τους μοναχούς. Τα μοναστήρια του Λάτρου λεηλατήθηκαν για άλλη μια φορά προς το τέλος του 12ου αιώνα. Η πόλη των Μύρων υπέστη την τύχη του Στρoβίλου και των άλλων παράκτιων πόλεων.61

Οι Τούρκοι άλωσαν την Αττάλεια τον 11ο αιώνα, και κατά συνέπεια αυτή ήταν μια από τις πόλεις που ξανάχτισε ο Αλέξιος.62 Λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της τουρκικής πίεσης από τον βορρά, η πόλη ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένη από την άποψη της χερσαίας επικοινωνίας. Ο Ιωάννης Κομνηνός έκανε δύο εκστρατείες στις περιοχές βόρεια της Αττάλειας για να διευθετήσει τις συνθήκες εκεί, αλλά προφανώς σημείωσε μερική μόνο επιτυχία.63 Την εποχή της Δεύτερης Σταυροφορίας (1147) η Αττάλεια πιεζόταν τόσο σκληρά από τους Τούρκους, που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και όπως έχει ήδη αναφερθεί, χρειαζόταν να φέρνουν σιτηρά δια θαλάσσης.64 Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ανδρόνικου Κομνηνού (1182) ο σουλτάνος του Ικονίου υπέβαλε την πόλη σε έντονη πολιορκία.65

Οι ορεινές περιοχές στα ανατολικά των κοιλάδων των ποταμών, οι οποίες διαχωρίζουν το υψίπεδο της Ανατολίας από τις παράκτιες περιοχές, αποτελούσαν περιοχές συνεχούς σχεδόν διαμάχης. Αυτή η γεωγραφική περιοχή, που εκτείνεται από το Δορύλαιον στα βορειοδυτικά μέχρι το Ικόνιον στα νοτιοανατολικά, μετατράπηκε σε ερημότοπο τον οποίο κατέστρεφαν επανειλημμένα Έλληνες, Τούρκοι και σταυροφόροι. Στο βόρειο άκρο αυτής της περιοχής, οι πόλεις και η ύπαιθρος της Βιθυνίας γνώρισαν πολλές επιδρομές αμέσως μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ. Η Νικομήδεια, που ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς στα τέλη του 11ου αιώνα, εξακολουθούσε στα μέσα του 12ου αιώνα να είναι «σωρός ερειπίων» ανάμεσα σε αγκάθια και θάμνους.66 Η Νίκαια, ενώ βρισκόταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, πολιορκήθηκε από τον εμίρη Μπουρζούκ για τρεις μήνες67 και λίγο αργότερα από τον Μπουζάν.68 Η ανάκτηση της πόλης από τους σταυροφόρους συνεπαγόταν κάποιες δυσκολίες, γιατί τα απείθαρχα στρατεύματα του Πέτρου του Ερημίτη λεηλατούσαν τα σπίτια και τις εκκλησίες καθ’ οδόν προς Νικομήδεια. Στον βορρά οι λεηλασίες που ξεκίνησαν από τον Νορμανδό μισθοφόρο Ρουσέλ τερματίστηκαν με την καταστροφή και των δύο πόλεων από τους Τούρκους, που τους άφησαν ακατοίκητα ερείπια.69 Οι Τούρκοι πολιόρκησαν και πάλι τη Νίκαια το 1113, όταν λεηλάτησαν τη Βιθυνία και την Προποντίδα.70 Στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα η πίεση των Τούρκων για την περιοχή της Βιθυνίας, καθώς και μια ανεπιτυχής εξέγερση εναντίον του Ανδρόνικου Κομνηνού, έφεραν κάποια δυσκολία στη Νίκαια.71 Η Προύσα γνώρισε σχεδόν την ίδια ιστορία με τη Νίκαια μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα. Ωστόσο η μοίρα της ανατολικής Βιθυνίας δεν είναι καθόλου σαφής, με μοναδική εξαίρεση την Κλαυδιούπολη, που σχεδόν έπεσε στους Τούρκους, αλλά σώθηκε από την εμφάνιση του αυτοκράτορα Μανουήλ.72 Οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει τις πόλεις Πιθηκάς και Μαλάγινα που βρίσκονται στη δυτικότερη στροφή του ποταμού Σαγγάριου κι έτσι ο Μανουήλ αναγκάστηκε να τις ανοικοδομήσει και να τις οχυρώσει.73 Τόσο το Δορύλαιον όσο και το Κοτύαιον επί του ποταμού Τέμβρι αλώθηκαν επίσης από τους Τούρκους και μετατράπηκαν σε περιοχές τουρκικού εποικισμού. Το Δορύλαιον είχε απομείνει ακατοίκητο ερείπιο για έναν αιώνα και, με εξαίρεση μερικές πέτρες, είχε εξαφανιστεί εντελώς.74 Πριν αποφασίσει ο Μανουήλ να ξαναχτίσει το Δορύλαιον το 1175, είχε γίνει βοσκότοπος για τα κοπάδια των Τούρκων.75

Υπήρχε μια εποχή που αυτό το Δορύλαιον ήταν από τις μεγάλες πόλεις της Ασίας και πολύ αξιόλογη. Ένα απαλό αεράκι φυσάει πάνω στη γη και έχει πολύ εκτεταμένες πεδιάδες εξαιρετικής ομορφιάς, τόσο πλούσιες και εύφορες που δίνουν πλούσιο γρασίδι και ώριμα στάχια σιταριού. Ένα ποτάμι στέλνει το νερό του μέσα από αυτήν και είναι υπέροχο να το βλέπεις και γλυκό να το γεύεσαι. Υπάρχει τέτοια ποσότητα ψαριών που κολυμπά σε αυτό, που ανεξάρτητα από το πόσα παίρνουν από αυτά, τα ψάρια δεν λείπουν ποτέ. Εδώ, στο παρελθόν, είχαν χτιστεί υπέροχα αρχοντικά από τον καίσαρα Μελισσηνό, τα χωριά ήσαν πυκνοκατοικημένα, και [υπήρχαν] φυσικές θερμές πηγές, στοές και λουτρά, και όλα αυτά τα πράγματα που φέρνουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους. Αυτά τα πράγματα παρείχε ο τόπος σε αφθονία, αλλά οι Πέρσες [Τούρκοι], όταν η εισβολή στη γη των Ρωμαίων βρισκόταν στο απόγειό της, κατέστρεψαν την πόλη μέχρι το έδαφος, την έκαναν εντελώς έρημη από ανθρώπους και εξάλειψαν τα πάντα από αυτήν, ακόμη και το λεπτό ίχνος της πρώην αξιοπρέπειάς της. Τέτοια πόλη ήταν στο παρελθόν. Τώρα 2.000 περίπου Πέρσες [Τούρκοι] νομάδες ζούσαν γύρω από αυτήν σε σκηνές, όπως είναι το έθιμό τους.76

τὸ δὲ Δορύλαιον τοῦτο ἦν μὲν ὅτε πόλις ἦν μεγάλη τε εἴπερ τις τῶν ἐν Ἀσίᾳ καὶ λόγου ἀξία πολλοῦ. αὔρα τε γὰρ τὸν χῶρον ἁπαλὴ καταπνεῖ, καὶ πεδία παρ' αὐτὴν τέταται λειότητός τε ἐπὶ πλεῖστον ἥκοντα καὶ ἀμήχανόν τι προφαίνοντα κάλλος, οὕτω μέντοι λιπαρὰ καὶ οὕτως εὔγεω, ὡς τήν τε πόαν δαψιλῆ μάλιστα ἐκδιδόναι καὶ ἁβρὸν παρέχεσθαι ἄσταχυν. ποταμὸς δὲ διὰ τοῦ τῇδε τὸ νᾶμα πέμπει καὶ ἰδέσθαι καλὸς καὶ γεύσασθαι ἡδύς. πλῆθος ἰχθύων τοσοῦτον δὲ ἐννήχεται τούτῳ, ὅσον εἰς δαψίλειαν τοῖς τῇδε ἁλιευόμενον ἐλλιπὲς οὐδαμῆ γίνεσθαι. ἐνταῦθα Μελισσηνῶν ποτε καίσαρι οἰκίαι τε ἐξῳκοδόμηνται λαμπραὶ καὶ κῶμαι πολυάνθρωποι ἦσαν θερμά τε αὐτόματα καὶ στοαὶ καὶ πλυνοὶ, καὶ ὅσα ἀνθρώποις ἡδονὴν φέρει, ταῦτα δὴ ὁ χῶρος ἄφθονα παρεῖχεν. ἀλλὰ Πέρσαι, ὁπηνίκα ἡ κατὰ Ῥωμαίων ἤκμαζεν ἐκδρομή, τήν τε πόλιν εἰς ἔδαφος βεβλημένην ἀνθρώπων ἔρημον παντάπασιν ἐπεποίηντο καὶ τὰ τῇδε πάντα μέχρι καὶ ἐπὶ λεπτὸν τῆς πάλαι σεμνότητος ἠφάνισαν ἴχνος. ἡ μὲν δὴ πόλις τοιάδε τις ἦν. τότε δὲ Πέρσαι ἀμφὶ δισχιλίους περὶ ταύτην νομάδες ὡς ἔθος ἐσκήνουν.

Ενώ ο Μανουήλ ανοικοδομούσε το Δορύλαιον, οι νομάδες έκαιγαν την περιοχή και τις σκηνές τους, έτσι ώστε οι Έλληνες να μη βρουν τροφή.77 Αλλά το επίτευγμα του αυτοκράτορα ήταν βραχύβιο, γιατί το Δορύλαιο προφανώς ξαναπάρθηκε από τον Κίλιτζ Αρσλάν και ο γιος του Μασούντ ανέλαβε την κατοχή του.78 Μετά τον θάνατο του Μανουήλ ο σουλτάνος άλωσε το Κοτύαιον79 και φαίνεται ότι στο εξής παρέμεινε σε τουρκικά χέρια.80 Πιο πέρα στα νοτιοανατολικά οι Τούρκοι άλωσαν την πόλη του Αμορίου την εποχή της βασιλείας του Ρωμανού Δ΄81 και παρόλο που υπήρχαν βυζαντινές εκστρατείες στην περιοχή του Αμορίου κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα,82 αυτό είχε απομακρυνθεί από τη βυζαντινοτουρκική μεθόριο. Έλληνες και Τούρκοι πολεμούσαν για την Κέδρεα, το Πολύβοτον και το Φιλομήλιον για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ τόσο ο Μανουήλ Κομνηνός όσο και ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα έκαψαν το Φιλομήλιον.83 Περί το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα το Μυριοκέφαλον ήταν ακατοίκητο.84 Οι πόλεις μεταξύ Λιμνών και μέσου Μαιάνδρου ήσαν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε επιδρομές τόσο των γειτονικών Τουρκμένων όσο και των δυνάμεων του σουλτάνου στο Ικόνιο. Η Σωζόπολις, που βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων για μισό περίπου αιώνα, ανακτήθηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό,85αλλά οι Τούρκοι την πολιόρκησαν αμέσως μετά.86 Σχετικά απομονωμένη, η Σωζόπολις και τα γειτονικά χωριά καταλήφθηκαν και αλώθηκαν από τον σουλτάνο (κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ανδρόνικου Κομνηνού, όταν οι πόλεις της βυζαντινής Μικράς Ασίας κατακλύστηκαν από εμφύλιες διαμάχες)87 και στο εξής παρέμειναν τουρκικές. Οι πόλεις της Πεντάπολης είχαν καταστραφεί μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα.88 Ο Μανουήλ βρήκε το Χώμα-Σουβλαίον σε κατάσταση χάους,89 ενώ η Λάμπη πιθανότατα υπέφερε πολύ από τις επιδρομές και των δύο πλευρών.90 Αν και η Λαοδίκεια και οι Χωνές τα πήγαιναν καλύτερα από τις περισσότερες πόλεις μεταξύ Λιμνών και Μαιάνδρου,91 η τελευταία πόλη λεηλατήθηκε από τους Τούρκους το 1070,92 ενώ αμφότερες οι πόλεις βρίσκονταν σίγουρα σε τουρκικά χέρια περί το 1081. Η Λαοδίκεια και ενδεχομένως και οι Χωνές ανακαταλήφθηκαν από τους Βυζαντινούς στο τέλος του 11ου αιώνα.93 Οι Τούρκοι όμως ανακατέλαβαν τη Λαοδίκεια, και έτσι για ακόμη μια φορά ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός χρειάστηκε να τους απομακρύνει.94 Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ οι στρατοί του Κίλιτζ Αρσλάν άλωσαν την πόλη τόσο ολοκληρωτικά, που τελικά χρειάστηκε να αποκατασταθεί.95 Τα περίχωρα τόσο της Λαοδίκειας όσο και των Χωνών καταστράφηκαν από τον Έλληνα αντάρτη Θεόδωρο Μαγκαφά και τα τουρκικά στρατεύματά του,96 ενώ λίγο αργότερα ο αντάρτης Ψευδοαλέξιος λεηλάτησε τα περίχωρα των Χωνών με 8.000 Τούρκους στρατιώτες που κατέστρεψαν την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, τα διάσημα ψηφιδωτά της και τον βωμό.97 Οι πόλεις του άνω Μαιάνδρου φαίνεται ότι τα πήγαιναν λιγότερο καλά και όταν πέρασαν από την περιοχή οι σταυροφόροι της Τρίτης Σταυροφορίας, βρήκαν κατεστραμμένες τόσο την Ιεράπολη όσο και την Τρίπολη (1190).98 Ο Καϋχοσρόης, με επιδρομές στις πόλεις του Μαιάνδρου, πήρε μαζί του τους πληθυσμούς του Ταντάλου και της Καρίας.99 Η Καρία είχε προηγουμένως αλωθεί και μέρος του πληθυσμού είχε υποδουλωθεί από τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Θεόδωρο Μαγκαφά,100 ενώ η Αντιόχεια Μαιάνδρου ήταν μεταξύ των ποτάμιων πόλεων που άλωσε ο Αταμπέγκ το 1176.101

Ανατολική Ανατολία

Η Μεγάλη Αρμενία, η περιοχή του κάτω Πυράμου, οι ανατολικές περιοχές του Άλυ και η Καππαδοκία, συγκλονίζονταν εν μέρει από εισβολές και επιδρομές την ίδια περίοδο. Τις εισβολές ακολουθούσαν συγκρούσεις Σελτζούκων, Ντανισμέντ, Σαλτούκ, Μενγκουτζέκ, Αρτούκ και Αρμενίων, οι οποίες κρατούσαν την ανατολική Ανατολία σε κατάσταση πολέμου. Η Καππαδοκία δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές τον 11ο αιώνα. Το 1067 οι Τούρκοι λαφυραγώγησαν και έκαψαν την πόλη της Καισάρειας και λεηλάτησαν το περίφημο ιερό του Αγίου Βασιλείου,102 ενώ το 1069 ερήμωσαν και πάλι την Καππαδοκία.103 Λίγο μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ξανά μπροστά στα ερείπια της Καισάρειας, εξαπλώθηκαν και λεηλάτησαν τα χωριά της Καππαδοκίας.104 Αν και η Καππαδοκία πέρασε εν μέρει υπό τον έλεγχο των Ντανισμέντ στα τέλη του 11ου αιώνα,105 η Καισάρεια εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ερείπια όταν πέρασαν από την περιοχή οι σταυροφόροι της Πρώτης Σταυροφορίας106 και μέχρι το 1134, όταν ο Ντανισμέντ Μουχάμαντ ξανάχτισε την πόλη.107 Οκταετής περίοδος καταστροφών από Τουρκμένους στην Καππαδοκία και τις παρακείμενες περιοχές άρχισε το 1185 (ή 1186-87) και αυτές οι επιδρομές ήσαν αρκετά σοβαρές.108 Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά και επιγραφικά στοιχεία, οι διάσημες βυζαντινές μοναστηριακές τρωγλοδυτικές κοινότητες της Καππαδοκίας παρήκμασαν στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα109 και επανήλθαν μόνο με τη σταθερότητα του 13ου αιώνα.

Οι περιοχές του άνω Πυράμου ή Τζεϊχάν ποταμού υπέφεραν επίσης. Ο Αλ-Χαράουι, ο Άραβας περιηγητής στα τέλη του 12ου αιώνα, βρήκε σε ερείπια την πόλη της Αραβησσού,110 ενώ το Αλμπιστάν και οι περιοχές του άνω Πυράμου ερημώθηκαν πολύ σοβαρά από την εκστρατεία του Γιακούμπ Αρσλάν το 1155-56.111 Το Μαράς μπόρεσε να αντισταθεί στους Τούρκους κατά την αρχική περίοδο, αλλά άλλαζε χέρια μεταξύ χριστιανών112 και υπέστη σοβαρές ζημιές από σεισμό το 1114 ή 1115.113 Ο Μουχάμαντ των Ντανισμέντ έκαψε τα περίχωρα του Μαράς και τα χωριά του το 1136-37,114 ενώ ο Κίλιτζ Αρσλάν το πήρε το 1148.115 Οι περιοχές του Ευφράτη στη νοτιοανατολική Ανατολία ήσαν ομοίως εκτεθειμένες στις αντιξοότητες τις οποίες συνεπαγόταν ο ανταγωνισμός διαφόρων τουρκικών δυναστειών, καθώς και στην επιδρομή τουρκικών φυλών, ενώ η αναταραχή επεκτεινόταν προς νότο μέχρι την Αντιόχεια.116 Εδώ η κατάσταση είναι κάπως πιο ξεκάθαρη, καθώς τα κείμενα του Ματθαίου της Έδεσσας και του Μιχαήλ του Συρίου εστιάζουν στην Έδεσσα και τη Μελιτηνή αντίστοιχα. Το 1120-21, ο Αρτούκ Ιλγάζι έκαψε τα χωριά, υποδουλώνοντας και σφαγιάζοντας τους πληθυσμούς, από το Τελ Μπασίρ βόρεια μέχρι το Καϊσούμ.117 Λίγο μετά το 1134 ο Αφσίν λεηλάτησε τις περιοχές του Καϊσούμ για να τον ακολουθήσει ο Μασούντ, ο οποίος στην πρώτη του επιδρομή λεηλάτησε και πήρε αιχμάλωτους από την περιοχή. Επέστρεψε για δεύτερη φορά και μετέτρεψε σε στάχτες τα κοντινά χωριά.118 Το 1136-37 ο Μουχάμαντ των Ντανισμέντ έκαψε τα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής γύρω από την πόλη, συμπεριλαμβανομένου του μοναστηριού του Καρμίρ Βανκ.119 Το 1140-41 οι κάτοικοι εγκατέλειψαν προσωρινά την πόλη και έτσι οι Τούρκοι την άλωσαν και την έκαψαν.120 Τελικά το 1179 ο Κίλιτζ Αρσλάν κατέστρεψε τα τείχη της και μετέφερε τους κατοίκους σε αιχμαλωσία.121

Η Έδεσσα αντιστάθηκε στους Τούρκους για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και είχε πολιορκηθεί και τα περίχωρά της καταστραφεί πολλές φορές μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.122 Αλλά η τουρκική πίεση στις περιοχές της Έδεσσας αυξανόταν κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα. Ο Κίλιτζ Αρσλάν Α’ πολιόρκησε την πόλη το 1106-07,123 και ένα χρόνο αργότερα οι Τούρκοι έκαψαν τα κοντινά της χωριά και φρούρια.124 Το 1112-13 ο Τούρκος Μαουντούντ επέδραμε στην ίδια περιοχή, αλλά εκείνη τη χρονιά ήσαν οι Φράγκοι που εισέβαλαν στην πόλη και την άλωσαν.125 Ο Αρτούκ Ιλγαζή επέδραμε στην ύπαιθρο πριν από το 1120-21, ενώ τουρκικές δυνάμεις ανέλαβαν έντονη πολιορκία της πόλης το 1134. Το 1144-45 ο Ζάνγκι κατέλαβε την πόλη.126 Λίγο αργότερα όμως η αρμενική φρουρά παρέδωσε την πόλη στους Φράγκους κι έτσι οι Τούρκοι υπό τον Νουρ αλ-Ντιν ανακατέλαβαν και κατέστρεψαν την Έδεσσα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν εντελώς οι κάτοικοι από την πόλη.127

Η Έδεσσα παρέμενε έρημος: ένα κινούμενο θέαμα καλυμμένο με μαύρο ένδυμα, μεθυσμένο με αίμα, μολυσμένο από τα ίδια τα πτώματα των γιων και των θυγατέρων της! Βρυκόλακες και άλλα άγρια θηρία έτρεχαν και έμπαιναν στην πόλη τη νύχτα, για να γιορτάσουν με τη σάρκα των σφαγμένων και έγινε κατοικία τσακαλιών. Γιατί κανένας δεν έμπαινε εκεί, εκτός από εκείνους που έσκαβαν για να ανακαλύψουν θησαυρούς. Οι άνθρωποι της Χαρράν και οι υπόλοιποι εχθροί της έσκαβαν τις εκκλησίες και τα σπίτια των ευγενών, λέγοντας, Μπράβο! Μπράβο! Το μάτι μας το έχει αντικρύσει.128

Οι περιοχές Σαμόσατα, Χισν Μανσούρ και Νίσιβις είναι λιγότερο καλά τεκμηριωμένες. Το 1108-09 οι Τούρκοι σκότωσαν ή υποδούλωσαν τους αγρότες γύρω από το Χισν Μανσούρ.129 Ο Νουρ αλ-Ντιν του Χαλεπιού πήρε τη Νίσιβι το 1171 και διέταξε την καταστροφή όλων των νέων εκκλησιών, καθώς και εκείνων που είχαν χτιστεί στη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του. Ο θησαυρός της Νεστοριανής εκκλησίας του Μαρ Γιακόμπ και η βιβλιοθήκη της με 1.000 τόμους λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.130 Ακριβώς στα βόρεια και ανατολικά της Νίσιβι, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τις περιοχές Γκάργκαρ και Σεβέβερεκ, ενώ ο Μπαλάκ πήρε το Γκάργκαρ το 1122, εκτοπίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του. Επέστρεψε το 1123, έκαψε την πόλη και υποδούλωσε τον υπόλοιπο πληθυσμό.131 Κάποια στιγμή αργότερα χριστιανοί Αρμένιοι την ξαναπήραν και συμμετείχαν σε αμοιβαίες, καταστροφικές επιδρομές με τους εχθρούς τους, τους μουσουλμάνους Αρμένιους του Σεβέβερεκ.132 Πρώτα οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί, και στη συνέχεια οι Σελτζούκοι και οι Ντανισμέντ, διεκδικούσαν την πόλη της Μελιτηνής και τα γειτονικά της χωριά, έτσι ώστε να μη γνωρίζει ειρήνη αυτή η περιοχή για περισσότερο από έναν αιώνα. Ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες βυζαντινές πόλεις που άλωσαν οι Σελτζούκοι, όταν εμφανίστηκαν στην ανατολική Ανατολία.133 Περί το 1071 οι τουρκικές επιδρομές στα περίχωρα ήσαν ενδημικές,134 αλλά η πόλη κράτησε μέχρι το 1102, οπότε την κατέκτησαν οι Ντανισμέντ.135 Ο Κίλιτζ Α’ Αρσλάν την πήρε το 1106 και παρόλο που ήταν ευγενικός απέναντι στους κατοίκους,136 μετά τον θάνατό του οι πολίτες υφίσταντο οικονομική καταπίεση από τους διαδόχους του.137 Τα περίχωρα της πόλης συνέχιζαν να δέχονται επιδρομές τόσο από Τούρκους όσο και από Φράγκους.138 Το 1124 ο Ντανισμέντ Ιλγαζή ξαναπήρε τελικά τη Μελιτηνή ύστερα από δύσκολη εξάμηνη πολιορκία, ως αποτέλεσμα της οποίας οι κάτοικοι χάνονταν σε μεγάλους αριθμούς.139 Το 1140-41 οι Τούρκοι της Μελιτηνής λεηλάτησαν τη γειτονική μοναστηριακή εγκατάσταση του Ζαμπάρ.140 Λίγο αργότερα, όταν ο Ιωάννης Κομνηνός εμφανίστηκε μπροστά στη Νεοκαισάρεια, οι ελπίδες φαίνεται ότι είχαν αυξηθεί μεταξύ των χριστιανών της Μελιτηνής ότι θα πετύχαινε, με αποτέλεσμα να σφάξουν οι Τούρκοι πολλούς κατοίκους της Μελιτηνής.141 Η σύγκρουση μεταξύ Ντανισμέντ και Σελτζούκων για τη Μελιτηνή ήταν συνεχής, ενώ μεταξύ 1141 και 1143 ο Μασούντ του Ικονίου πολιόρκησε την πόλη.142 Τούρκοι επιδρομείς λεηλάτησαν και έκαψαν το μοναστηριακό συγκρότημα του Μπαρ Μαρ Σάουμα λίγα χρόνια αργότερα.143 Ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν κατέστρεψε τα περίχωρα της πόλης το 1152,144 ενώ ταυτόχρονα στο εσωτερικό της πόλης οι κάτοικοι καταπιέζονταν οικονομικά, κατάσταση που επαναλήφθηκε το 1170.145 Ο Κίλιτζ Αρσλάν επέστρεψε και πολιόρκησε ανεπιτυχώς την πόλη το 1171. Πήρε μαζί του 12.000 ανθρώπους από τον αγροτικό πληθυσμό, πράγμα που θα αποτελούσε μια ακόμη σοβαρή ερήμωση για την περιοχή, αν δεν είχε αναγκαστεί να τους επιστρέψει.146 Έξι χρόνια αργότερα, το 1177, πέτυχε και η Μελιτηνή έγινε και πάλι κτήση των Σελτζούκων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολλοί χριστιανοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη λόγω της σοβαρότητας του λιμού, αλλά εκείνοι που παρέμειναν, υπέφεραν πολλά βάσανα από τον ίδιο τον ηγεμόνα. Με την επιτυχία του Κίλιτζ Αρσλάν η κατάσταση των χριστιανών βελτιώθηκε σημαντικά.147 Όταν ο Σουλεϊμάν κατέκτησε την Αντιόχεια το 1085, ήταν επίσης συγκριτικά επιεικής με την πόλη. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε σφαγή, οι θησαυροί της εκκλησίας του Αγίου Κασσιανού κλάπηκαν και η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί.148

Η πόλη της Σεβάστειας αλώθηκε για πρώτη φορά και μετατράπηκε σε στάχτες το 1059, όταν οι Τούρκοι τη λεηλάτησαν για οκτώ μέρες,149 ενώ συνθηκολόγησε στους Ντανισμέντ στο τελευταίο μέρος του αιώνα (1085;).150Ο Μασούντ, ο σουλτάνος της Κόνυα (Ικονίου), την κατέστρεψε για δεύτερη φορά το 1143,151 ενώ αλώθηκε για ακόμη μια φορά όταν την πήρε ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν περί το 1173.152 Ο Σελτζούκος αρχηγός Ιμπραήμ Ινάλ κατέστρεψε το σημαντικό διεθνές εμπορικό κέντρο του Άρτζε στην ανατολή το 1049-50 και οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την τοποθεσία πηγαίνοντας στο γειτονικό Ερζερούμ.153Οι περιοχές της βυζαντινής Αρμενίας καταστράφηκαν ιδιαίτερα σκληρά στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Ο Ματθαίος της Έδεσσας μιλά για αυτήν την περίοδο ως «την αρχή του αφανισμού και της καταστροφής του Ανατολικού Έθνους».154 Οι Τούρκοι κατέλαβαν και άλωσαν την Άνι το 1064155 και επέδραμαν επανειλημμένα στην περιοχή της λίμνης Βαν (Ζορινάκ, Χλιάτ, Μαντζικέρτ).156 Λόγω αυτών των διαταραχών, ο Ματθαίος της Έδεσσας περιέγραψε τις αρχές του 12ου αιώνα ως περίοδο δοκιμασιών και σφαγών.157 Όταν ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης έφτασε στο Ερζερούμ το 1071, πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ, διακήρυξε

να διανεμηθεί στον στρατό σιτηρέσιο δύο μηνών, καθώς πρόκειται να βαδίσουν σε ακατοίκητη γη που είχε καταπατηθεί από τους ξένους. 158

πᾶσι διμήνου τροφαῖς ἐφοδιασθῆναι, ὡς διὰ χώρας ἀοικήτου καὶ καταπεπατημένης τοῖς ἔθνεσι διαπορεύεσθαι μέλλουσι.

Βόρεια Ανατολία

Οι περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας ήσαν ομοίως εκτεθειμένες στις ενοχλητικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Η κρίσιμη περίοδος ήταν η βασιλεία του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-78). Ολόκληρη η παράκτια περιοχή από την Ηράκλεια έως την Τραπεζούντα, καθώς και η ενδοχώρα γύρω από τον Ίρι (Γεσίλ Ιρμάκ) και τον κάτω Άλυ (Κιζίλ Ιρμάκ) μετατράπηκαν σε περιοχές συχνών επιδρομών και λεηλασιών, και σε πολλές περιπτώσεις εγκαταλείφθηκαν εν μέρει από τον χριστιανικό πληθυσμό.159Κατά τη διάρκεια αυτής της βασιλείας οι Τούρκοι είχαν εισέλθει στη βόρεια Μικρά Ασία σε σχετικά μεγάλους αριθμούς και οι δρόμοι δεν ήσαν πια ασφαλείς,160 με αποτέλεσμα από τη βασιλεία του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-81) οι περισσότερες παράκτιες περιοχές να βρίσκονται σε τουρκικά χέρια.161Αν και οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να ανακτήσουν τις παράκτιες περιοχές μέχρι το 1085 162 και ακόμη και μερικές από την ενδοχώρα,163 τουλάχιστον προσωρινά, η Μικρά Ασία παρέμενε σκηνικό συνεχών επιδρομών και πολέμου κατά τον 12ο αιώνα μεταξύ Βυζαντινών, Ντανισμέντ, Σελτζούκων, Γεωργιανών, Σαλτούκ και Μενγκουτζέκ. Υπάρχουν πολύ λίγες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την τύχη των επί μέρους παράκτιων περιοχών. Τόσο η Σινώπη όσο και η Τραπεζούς καταλήφθηκαν από τους Τούρκους και ανακαταλήφθηκαν από τους Βυζαντινούς στα τέλη του 11ου αιώνα,164 ενώ πολλές από τις πόλεις πρέπει να είχαν υποφέρει, σε διάφορους βαθμούς, από την αναταραχή. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Ιωσήφ, γράφοντας σε μεταγενέστερο χρόνο για την επαναφορά της μεγάλης θρησκευτικής και εμπορικής γιορτής της Τραπεζούντας, της πανήγυρης του Αγίου Ευγένιου, σχολιάζει:

Ξεχνώντας τον εορτασμό της γέννησης του αγίου.

Λήθη τῆς ἑορτῆς τῶν γενεθλίων τοῦ ἁγίου.

Έτσι λοιπόν γορταζόταν από τότε κάθε χρόνο η μέρα των γενεθλίων του μάρτυρα, τότε που για τους Ρωμαίους η ρωμαϊκή εξουσία ενισχυόταν και τα πράγματα βρίσκονταν σε βαθιά ειρήνη. Με τον στρατό υπάκουο, τους νόμους σε ισχύ και τον αυτοκράτορα να φαίνεται ζωντανός και στα όπλα, απομακρυνόταν κάθε προοπτική βίας. Όταν όμως λησμονήσαμε τις θείες εντολές του Χριστού του Θεού και ακολουθήσαμε παράλογες πράξεις, «πικραίνοντας πολύ τον Ύψιστο», τότε και ο ίδιος ο Κύριος ανέβαλλε τον οίκτο και «οργίστηκε με θυμό και παραδοθήκαμε στα χέρια των εχθρών». Ακολούθησαν [11ος αιώνας] σφαγές και αλώσεις πόλεων και συλλήψεις αιχμαλώτων και όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στη ζωή. Τότε μάλιστα και ο ίδιος ο μάρτυρας Θεόδωρος Γαβράς συνελήφθη από τους άθεους βαρβάρους της γενιάς του Ισμαήλ, και αφού αποδείχθηκε μέγας απέναντί τους στους μαρτυρικούς αγώνες, και αφού τους αντιτάχθηκε γενναία και αγωνίστηκε νομίμως υπέρ του Χριστού του Θεού, στεφανώθηκε από αυτόν δεχόμενος με πολλά βασανιστήρια τον υπέρ αυτού θάνατο. Από τότε η μνήμη του εορτασμού των γενεθλίων έπεσε σε βαθιά λήθη, και πάλι αυτή η ετήσια γιορτή ξεχάστηκε από την πόλη, καθώς έλειπαν τα αναγκαία. 165

Οὕτω μὲν οὖν καὶ κατ' ἔτος ἡ γενέθλιος τοῦ μάρτυρος ἔκτοτε ἡμέρα ἑωρτάζετο, ἡνίκα καὶ Ῥωμαίοις τὰ ‘Ρωμαϊκά σκῆπτρα ἐκρατύνετο καὶ τὰ πράγματα βαθεῖαν ἦγεν εἰρήνην. στρατείας ὑπούσης, νόμων ὑφεστηκότων καὶ ζῶντος φάναι βασιλέως ἐν ὅπλοις ἅπαν ἀπῄει βίαιον. ὁπηνίκα δὲ τῶν θείων ἐντολῶν Χριστοῦ τοῦ θεοῦ λήθην ἐθέμεθα καὶ ταῖς ἀτόποις ἠκολουθήσαμεν πράξεσι, "παραπικραίνοντες τὸν ὕψιστον", τότε καὶ αὐτὸς ἀνεβάλλετο τὸν οἶκτον ὁ κύριος, "καὶ ὠργίσθη θυμῷ καὶ εἰς χεῖρας ἐχθρῶν παρεδόθημεν". ἐντεῦθεν σφαγαὶ καὶ πόλεων ἁλώσεις καὶ αἰχμαλώτων συναθροισμοί, καὶ ὅσα λυπηρὰ τῷ βίῳ παρέπεται. τότε δὴ καὶ αὐτὸς ὁ μάρτυς Θεόδωρος ὁ Γαβρᾶς παρὰ τῶν ἀθέων βαρβάρων τῶν ἐξ Ἰσμαὴλ συσχεθείς, καὶ μέγας αὐτοῖς πρὸς τοὺς μαρτυρικοὺς ἀγῶνας ἀναφανείς, καὶ αὐτοῖς γενναίως ἀντιταξάμενος καὶ νομίμως ἀθλήσας ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ, παρ' αὐτοῦ ἐστεφάνωται, τὸν ὑπὲρ αὐτοῦ διὰ ποικίλων βασάνων καὶ πολυειδῶν δεξάμενος θάνατον. ἔκτοτε λήθης ἔργον βυθῶν ἡ μνήμη τῶν γενεθλίων ἐγένετο, καὶ πάλιν ἡ ἐτήσιος αὕτη πανήγυρις ἐπιλέλησται, τῶν ἀναγκαίων ἐπιλιπόντων.

Πρόκειται για ισχυρή μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο οι τουρκικές εισβολές επηρέαζαν την ειρήνη, την ασφάλεια και την οικονομική ευημερία αυτού του ακμάζοντος εμπορικού κέντρου.166 Η πόλη της Σινώπης υπέστη παρόμοια εμπειρία, γιατί και εκεί η μεγάλη πανήγυρις του τοπικού αγίου, του Αγίου Φωκά, σταμάτησε και η εκκλησία του καταστράφηκε ως αποτέλεσμα των τουρκικών εισβολών.167 Το κατά το παρελθόν δραστήριο ναυτικό κέντρο της Άμαστρης έγινε ασήμαντη πόλη τον 12ο αιώνα,168 ενώ παρόλο που η ενδοχώρα άλλων παράκτιων πόλεων (Ηράκλειας, Παυρών, Οινόης και Σινώπης) δέχτηκε επιδρομή από τους Ντανισμέντ, δεν υπάρχει συστηματική περιγραφή των εμπειριών αυτών των πόλεων κατά τον 12ο αιώνα.169 Μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα, οι τουρκικές πιέσεις και επιδρομές είχαν φέρει στους Τούρκους την κατοχή της παραθαλάσσιας πόλης της Αμισού στα ανατολικά των Παυρών, προμηνύοντας την πτώση της Σινώπης στις αρχές του 13ου αιώνα.170

Από πολλές απόψεις, η ενδοχώρα των παράκτιων περιοχών του Εύξεινου Πόντου μοιάζει με τις περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ Δορυλαίου-Κοτυαίου και Λαοδικείας-Χωνών. Η ενδοχώρα της βόρειας ακτής αποτελείται από τραχιά ορεινή χώρα που χωρίζει το υψίπεδο της Ανατολίας από την παραλία. Αυτό το δύσκολο έδαφος είναι κυρίως προσβάσιμο ή διασχίσιμο από τις κοιλάδες των ποταμών Ἀλυ, Ίρι και Λύκου, που διεισδύουν στα βουνά από βορρά προς νότο και από δυτικά προς ανατολικά. Σε αυτούς τους ποτάμιους διαδρόμους οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισλάμ και του Χριστιανισμού ανταγωνίζονταν για την κατοχή της βόρειας Μικράς Ασίας τον 11ο και 12ο αιώνα, ενώ ο αγώνας πρέπει να ήταν συνεχής, όπως υπονοούν οι λίγες υποσχόμενες πηγές. Αυτή η περιοχή παρέμεινε παραμεθόρια μέχρι τον 15ο αιώνα και το Ντανισμέντναμε δίνει ενδιαφέρουσα εικόνα για τη νοοτροπία των γαζήδων ανθρώπων των φυλών, που συνέχιζαν ενεργά τον αγώνα εναντίον των χριστιανών της βόρειας Ανατολίας. Χαρακτηριστικά αυτού του ποιήματος, που αντικατοπτρίζουν τις γενικές συνθήκες της κατάκτησης, περιλαμβάνουν την καταστροφή εκκλησιών και μοναστηριών, την επανειλημμένη πολιορκία και κατάληψη πόλεων, τον προσηλυτισμό, τη λαφυραγωγία και ούτω καθεξής. Στις ασταθείς συνθήκες πρόσθετε το γεγονός ότι οι Ντανισμέντ, που κυβερνούσαν σε αυτήν την περιοχή μέχρι το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ανταγωνίζονταν για κατοχή όχι μόνο με τους Έλληνες αλλά και με τους Σελτζούκους του υψιπέδου. Στις κοιλάδες του Λύκου, του Ίρι, του Άλυ είχαν διεισδύσει σε πολλές περιπτώσεις και με μεγάλη δύναμη οι Τούρκοι πριν από την εμφάνιση των Ντανισμέντ, καθώς η Παϊπέρτ και η Κολώνεια δέχτηκαν επιδρομές το 1054 και 1057 αντίστοιχα,171 ενώ η Νεοκαισάρεια αλώθηκε το 1068.172 Η Αμάσεια και η Κασταμών ήσαν κυκλωμένες από ομάδες Τούρκων επιδρομέων όταν ο Αλέξιος Κομνηνός έφευγε από την Αμάσεια με τον Ρουσέλ. Σταμάτησε κοντά στην Κασταμώνα για να δει τα οικογενειακά κτήματα, αλλά τα βρήκε εγκαταλειμμένα, τους Τούρκους να λεηλατούν, ενώ ο ίδιος με δυσκολία απέφυγε τη σύλληψη.173 Την εποχή της Σταυροφορίας του 1101 οι Ντανισμέντ είχαν κατακτήσει τις Παϊπέρτ, Αργυρούπολη, Κολώνεια, Νεοκαισάρεια, Δοκεία, Κόμανα, Αμάσεια, Ευχάιτα, Πιμόλισσα, Γάγγρα, αν και οι Γαβράδες της Τραπεζούντας είχαν ανακτήσει τις Παϊπέρτ και Κολώνεια κάποια στιγμή174 και ο Βυζαντινός στρατηγός Ταρωνίτης συνέχιζε να αμφισβητεί τον έλεγχο των Ντανισμέντ στην περιοχή. Οι σταυροφόροι του 1101 βρήκαν τις περιοχές γύρω από τη Γάγγρα-Κασταμώνα και ανατολικά μέχρι την Αμάσεια εν μέρει ερημωμένες και τη γη καμμένη.175 Στους πολέμους του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Κομνηνού, οι Έλληνες κατάφεραν να ανακτήσουν τη Γάγγρα, την Κασταμώνα και πολλά άλλα φρούρια για περιορισμένες περιόδους, και έτσι η περιοχή βρισκόταν στην ίδια κατάσταση συνεχούς πολέμου και αλλαγής πολιτικής κυριαρχίας όπως και η δυτική Ανατολία.176 Στο δεύτερο μισό του αιώνα, οι Σελτζούκοι της Κόνυα (Ικονίου) άρχιζαν σταδιακά να απορροφούν τις κτήσεις των Ντανισμέντ καθώς και εκείνες των Ελλήνων. Το 1196 ο εμίρης της Άγκυρας πολιόρκησε την Δάδυβρα για τέσσερις μήνες, βομβαρδίζοντας τα σπίτια, ρυπαίνοντας το νερό και τελικά εξοντώνοντάς την με λιμοκτονία. Οι Έλληνες κάτοικοι εκδιώχθηκαν και η πόλη επανεποικίστηκε από μουσουλμάνους.177 Προηγουμένως, οι εξεγέρσεις των Βυζαντινών είχαν προκαλέσει σημαντική καταστροφή στη βυζαντινή Παφλαγονία με τρόπο που θυμίζει εντυπωσιακά τις εξεγέρσεις στη δυτική Μικρά Ασία εκείνη την εποχή.178

Νότια Ανατολία

Η Κιλικία και ιδιαίτερα οι περιοχές του Ταύρου γνώριζαν συχνές πολιτικές αλλαγές και στρατιωτική κατοχή. Ως αποτέλεσμα της Πρώτης Σταυροφορίας, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το μεγαλύτερο μέρος της Κιλικίας και οι βυζαντινές φρουρές κατέλαβαν και πάλι την περιοχή. Όμως η Σελεύκεια και η Κώρυκος ήσαν πια τότε απλά ερείπια και έπρεπε να ξαναχτιστούν, ενώ η Μοψουεστία-Μάμιστρα ήταν μισοκατεστραμμένη.179 Λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ Βυζαντινών, Λατίνων, Αρμενίων και μουσουλμάνων, οι πόλεις της περιοχής άλλαζαν χέρια συχνά.180 Τούρκοι επιδρομείς μετέφεραν τον πληθυσμό των Αδάνων στη Μελιτηνή το 1137,181 ενώ άλωσαν την Πρακάνα στις αρχές της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού.182 Προς το τέλος του 12ου αιώνα ομάδες Τουρκμένων άρχιζαν να ακολουθούν την κοιλάδα του Πυράμου αναζητώντας λεηλασίες και βοσκοτόπια. Αυτό έφερε διπλό κίνδυνο στους χριστιανούς της περιοχής, επειδή οι Τουρκμένοι υποστηρίζονταν συχνά από μουσουλμάνους ηγέτες όπως ο Σαλάχ αλ-Ντιν, ο οποίος το 1182 εισέβαλε και λεηλάτησε την Κιλικία υποστηρίζοντας τους Τουρκμένους που είχαν ηττηθεί από τους Αρμένιους.183 Οι περιοχές Λάρανδας, Ηρακλείας και Αναζάρβου κατακλύζονταν από Τουρκμένους και έτσι πρέπει να περνούσαν δυσκολίες.184

Κεντρική Ανατολία

Τα τρία κύρια αστικά κέντρα του κεντρικού υψιπέδου, το Ικόνιο (Κόνυα), η Άγκυρα και η Αρχελαΐς, πρέπει επίσης να είχαν τυλιχτεί σε αταξία, αν και η τουρκική κατάκτηση αυτής της περιοχής υπήρξε οριστική νωρίτερα, έτσι ώστε οι συνθήκες εδώ επανήλθαν σε κανονικότητα πολύ νωρίτερα απ’ ό, τι σε άλλες περιοχές. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν τις περιοχές της Άγκυρας λίγο μετά το Μαντζικέρτ,185 ενώ λίγο αργότερα η πόλη έπεσε σε αυτούς. Ο Αλ Ιντρίσι, γράφοντας μισόν αιώνα αργότερα, σχολιάζει ότι είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της «περιόδου των προβλημάτων».186 Συνέχιζε να αλλάζει χέρια κατά τον 12ο αιώνα, ακόμη και αφότου οι Σελτζούκοι την πήραν από τους Ντανισμέντ. Η Κόνυα (Ικόνιο) και τα περίχωρά της αλώθηκαν στις αρχές του 1069. Αν και είχε απομακρυνθεί περισσότερο από τα σύνορα, η πόλη και τα προάστια και χωριά της δέχτηκαν επίθεση από Έλληνες και σταυροφόρους τον 11ο και 12ο αιώνα.187 Ο σουλτάνος Ρουχ αλ-Ντιν έκαψε την πόλη της Λαοδίκειας Κατακεκαυμένης σαράντα χιλιόμετρα βόρεια του Ικονίου στα τέλη του 12ου αιώνα, επειδή είχε κακομεταχειριστεί ένα μέλος της δυναστείας.188 Το γεγονός ότι ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν ξανάχτισε την Κολώνεια Αρχελαΐδα (Ακσαράι) φαίνεται να υπονοεί ότι κι αυτή, όπως και η Καισάρεια και η Σεβάστεια, είχε υποστεί καταστροφή.189

Αυτή η λεπτομερής, αλλά ελλιπής, έρευνα της Ανατολίας κατά το τελευταίο μέρος του 11ου και τον 12ο αιώνα δείχνει ότι βία, καταστροφή και αναταραχή συνόδευαν τις τουρκικές εισβολές και την κατοχή της χερσονήσου. Κατά συνέπεια ο θρήνος της Άννας Κομνηνής για τη μοίρα της βυζαντινής Ανατολίας αποτελεί κάτι περισσότερο από κενή ρητορική άσκηση:

Λίγο μετά την άνοδο του Διογένη στον θρόνο οι βάρβαροι πέρασαν για πρώτη φορά τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι εκείνος ξεκίνησε, όπως λένε, να κάνει την καταστροφική του εκστρατεία εναντίον τους. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τη βασιλεία του πατέρα μου η βαρβαρική δύναμη δεν ελέγχθηκε ποτέ, αλλά σπαθιά και δόρατα ακονίζονταν εναντίον χριστιανών και υπήρχαν μάχες, πόλεμοι και σφαγές. Πόλεις αφανίζονταν, περιοχές λεηλατούνταν και ολόκληρη η ρωμαϊκή επικράτεια βαφόταν με το αίμα των χριστιανών. Μερικοί χάνονταν θλιβερά, πέφτοντας από βέλη και λόγχες, ενώ άλλους τους έβγαζαν από τα σπίτια τους και τους οδηγούσαν αιχμάλωτους στις πόλεις της Περσίας. Τρόμος κυριαρχούσε σε όλους και βιάζονταν να κρυφτούν από το κακό στις σπηλιές, τα δάση, τα βουνά και τους λόφους. Ανάμεσά τους άλλοι θρηνούσαν δυνατά για τα δεινά που υπέφεραν οι φίλοι τους που είχαν μεταφερθεί στην Περσία. Οι λίγοι άλλοι που ζούσαν ακόμη στα ρωμαϊκά εδάφη αναστέναζαν βαθιά και θρηνούσαν, άλλος για γιο, άλλος για κόρη, ή έκλαιγαν για έναν αδελφό ή έναν ανιψιό που είχε πεθάνει πρόωρα και έχυναν πικρά δάκρυα σαν γυναίκες. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία σχέση ζωής χωρίς δάκρυα και στεναγμούς.190

Καὶ γὰρ ἐξ ὅτου τῶν ὁρίων τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐξ αὐτῆς τοῦ Διογένους ἀναρρήσεως οἱ βάρβαροι ἐπέβησαν, οὐκ εὐτυχῶς ἐκ πρώτης, ὅ φασι, βαλβίδος κατ' αὐτῶν ἐξορμήσαντος, οὐ μέχρι τῆς τοὐμοῦ πατρὸς αὐτοκρατορίας ἡ βαρβαρικὴ χεὶρ συνέσταλται, ἀλλὰ καὶ ξίφη καὶ δόρατα κατὰ Χριστιανῶν ἐξεθήγετο, καὶ μάχαι καὶ πόλεμοι καὶ σφαγαί. Ἠφανίζοντο μὲν πόλεις, ἐλῄζοντο δὲ χῶραι καὶ πᾶσα ἡ Ῥωμαίων γῆ Χριστιανῶν αἵμασιν ἐμιαίνετο. Οἱ μὲν γὰρ βέλεσί τε καὶ δόρασιν οἰκτρῶς ἔπιπτον, οἱ δὲ τῶν σφετέρων ἀπελαυνόμενοι δορυάλωτοι πρὸς τὰς πόλεις Περσίδος ἀπήγοντο. Καὶ τρόμος ἅπαντας εἶχεν ἐπὶ τὰ ἄντρα καὶ τὰ ἄλση καὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς ἀπὸ τῶν εἰσπιπτόντων δεινῶν κρύπτεσθαι ἐπειγομένους. Ἐν τούτοις οἱ μὲν ἐποτνιῶντο ἐφ' οἷς ἔπασχον πρὸς Περσίδα ἀπαγόμενοι, οἱ δ' ἔτι περιόντες, εἴ πού τινες τοῖς ῥωμαϊκοῖς ὁρίοις ἐναπέμειναν, βύθιον στένοντες ὁ μὲν υἱόν, ὁ δὲ θυγατέρα ἐθρήνει· ὁ δὲ ἀδελφόν, ὁ δὲ ἀδελφιδοῦν ἀπεκλαίετο πρὸ καιροῦ θνήσκοντα καὶ οἷα γυναῖκες θερμὸν κατέσταζον δάκρυον. Καὶ οὐκ ἦν τότε οὐδεμία τις σχέσις ἄδακρυς οὐδ' ἀστένακτος.

Προφανώς σε ορισμένες περιοχές η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη ενώ σε άλλες λιγότερο σοβαρή. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η τουρκική κατάκτηση προχωρούσε με ευκολία και χωρίς σοβαρή αναστάτωση της κοινωνίας της Ανατολίας. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν εξίσου εσφαλμένο να ισχυριστούμε ότι η καταστροφή ήταν πλήρης.

Οι πόλεις σε πολλές περιοχές υπέφεραν από τη συνεχή κατάσταση πολέμου, επειδή υφίσταντο πολιορκία, κατάληψη, απομόνωση από την ύπαιθρο, μείωση της εμπορικής δραστηριότητας και συχνά καταστροφή. Αν και πολλές από τις πόλεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν, όπως φαίνεται από την επιβίωση της βυζαντινής αστικής τοπωνυμίας, επιζούσαν σε λυπηρά παρακμάζουσα κατάσταση. Η αγροτική κοινωνία ήταν εκείνη που συχνά διαταρασσόταν και εκτοπιζόταν σε πολλά μέρη της Ανατολίας. Εδώ επίσης, τα τοπωνυμικά στοιχεία φαίνεται να προσδίδουν βάρος σε αυτήν την υπόθεση.191 Πολύ συχνά οι πληθυσμοί των χωριών αναζητούσαν καταφύγιο από τους εισβολείς πηγαίνοντας στις περιτειχισμένες και οχυρωμένες πόλεις. Αυτό προκαλούσε προσωρινή αύξηση του πληθυσμού ορισμένων πόλεων. Το 1071 η πόλη της Έδεσσας είχε πληθυσμό περίπου 35.000 κατοίκους, αλλά 75 χρόνια αργότερα, λίγο πριν από την καταστροφή της από τον Νουρ αλ-Ντιν, η πόλη είχε 47.000 κατοίκους.192 Αυτή η τρομερή αύξηση πρέπει να εξηγηθεί πρωτίστως σε σχέση με τον πληθυσμό των περιχώρων, που είχε εγκατασταθεί μέσα από την ασφάλεια των τειχών διαφεύγοντας από την ανασφαλή ύπαιθρο.193 Στο δυτικό άκρο της Ανατολίας μπορούσε να παρατηρηθεί το ίδιο φαινόμενο. Οι αγροτικές περιοχές της Περγάμου, των Χλιαρών και του Αδραμυττίου υπέστησαν καταστροφές και σχεδόν πλήρη ερήμωση σε μεγάλο μέρος του τέλους του 11ου και κατά τον 12ο αιώνα, ως αποτέλεσμα των τουρκικών επιδρομών. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο αγροτικός πληθυσμός ζούσε προηγουμένως διάσπαρτος σε μικρά απροστάτευτα χωριά και έτσι αποτελούσε εύκολο θήραμα για τους εισβολείς. Μέχρι να χτίσει ο Μανουήλ οχυρά σε όλη την αγροτική περιοχή, στα οποία οι αγρότες κάτοικοι θα μπορούσαν να αναζητήσουν καταφύγιο, η γη είχε εγκαταλειφθεί και δεν καλλιεργούνταν πια. Όταν έκτισε ο αυτοκράτορας τις οχυρώσεις, δημιουργήθηκε και πάλι μια αγροτική κοινωνία και η γη επέστρεψε στην καλλιέργεια.194 Πολλά από τα κέντρα του πληθυσμού δεν ήσαν συμπαγή και συγκεντρωμένα σε μια αστική περιοχή και έτσι δεν είχαν τείχη για την προστασία των κατοίκων. Η Λαοδίκεια στη Φρυγία αποτελούνταν από διάσπαρτους οικισμούς στους πρόποδες των βουνών και δεν την προστάτευαν τείχη.195 Όμως, ως αποτέλεσμα των εισβολών, οι κατοικίες συγκεντρώθηκαν σε έναν κεντρικό συνοικισμό που οχυρώθηκε με τείχη. Οι αγροτικοί πληθυσμοί της περιοχής πρέπει τότε να είχαν υποχωρήσει στην ασφάλεια των νέων τειχών. Ακριβώς στα ανατολικά οι Χωνές, η Σωζόπολις και η Βάρις πρέπει να είχαν δει τη συρροή των αγροτικών στοιχείων στην ασφάλεια των τειχών της πόλης κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα.196 Στα ανατολικά, το εμπορικό κέντρο του Άρτζε ήταν, όπως πολλές άλλες πόλεις, χωρίς τείχη και η πόλη ήταν διασκορπισμένη σε εκτεταμένη περιοχή. Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι την κατέστρεψαν και οι κάτοικοι κατέφυγαν στην προστασία της περιτειχισμένης πόλης Ερζερούμ.197 Στις γεωργιανές περιοχές της Υπερκαυκασίας υπήρχε παρόμοια καταστροφή και επακόλουθη φυγή τοπικών πληθυσμών.198 Στον βορρά οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό τις περιοχές Γάγγρας, Κασταμώνος και Αμάσειας, μερικοί από αυτούς αναζητώντας αναμφίβολα καταφύγιο στις μεγαλύτερες πόλεις.199 Στον νότο οι αγρότες εγκατέλειπαν την πεδιάδα της Παμφυλίας και έψαχναν καταφύγιο στην Αττάλεια (και αλλού), ενώ η ύπαιθρος γινόταν χώρος κατασκήνωσης των Τουρκμένων που έρχονταν για να επιτεθούν και να πολιορκήσουν την Αττάλεια.200 Έτσι οι εισβολές και οι επαναλαμβανόμενες επιδρομές διέκοπταν πολύ έντονα την αγροτική κοινωνία σε πολλά μέρη της Ανατολίας. Ο πιο απότομος και σοβαρός εκτοπισμός πρέπει να είχε συμβεί σε εκείνες τις περιοχές, τις οποίες μουσουλμάνοι και χριστιανοί διεκδικούσαν για τις μεγαλύτερες περιόδους, δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Δορυλαίου και Αττάλειας στα δυτικά, κατά μήκος των ορίων μεταξύ Ντανισμέντ και Ελλήνων στα βόρεια, και στις παραμεθόριες περιοχές γύρω από τον Ταύρο και τις κοιλάδες των ποταμών στα νότια και ανατολικά.

Πόλεις, χωριά, επαρχίες που καταστράφηκαν
λεηλατήθηκαν, υποδουλώθηκαν, σφαγιάστηκαν ή πολιορκήθηκαν
ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΕΠΑΡΧΙΕΣ
ΔΥΤΙΚΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Κύζικος Κ, Κ, Κ, Α Απολλωνιάς Λ Δυτική Ανατολία Α
Απολλωνιάς Κ, Α Λοπάδιον Λ Δορύλαιον-Ικόνιον Λ, Δ, Λ, Δ
Λοπάδιον Α Ποιμανηνόν Λ Θυνία-Βιθυνία Λ, Λ, Λ, Λ
Κίος Κ Άβυδος Λ, Λ Προποντίς και Μυσία Λ, Λ, Λ
Ποιμανηνόν Α Αδραμύττιον Λ, Λ, Φ Κάϊκος, Έρμος, Κάϋ-
Αδραμύττιον Α Χλιαρά Φ, Λ στρος και Μαίανδρος Λ, Λ, Λ
Κάλαμος Α Πέργαμος Φ, Λ Φρυγία Λ
Μελόη Α Σμύρνη Λ Παφλαγονία Λ
Σμύρνη Κ, Α Κλαζομεναί Λ Πισιδία Λ
Κλαζομεναί Κ, Α Φώκαια Λ Λυκία Λ
Φώκαια Κ, Α Έφεσος Λ, Λ
Σάρδεις Κ Φιλαδέλφεια Λ
Νυμφαίον Κ Αττάλεια Λ
Έφεσος Κ, Α Δορύλαιον Λ
Φιλαδέλφεια Κ Κοτύαιον Α
Τράλλεις Α Σωζόπολις Λ
Λούμα Α Λάμπη Λ
Πεντάχειρ Α Λαοδίκεια Λ
Μελανούδιον Α Χωναί Λ
Λάτρος Α
Στρόβιλος Α
Αττάλεια Α, Π
Νικομήδεια Κ, Α
Νίκαια Κ, Α, Π
Προύσα Κ, Α, Π
Κλαυδιούπολις Π
Πιθηκάς Α
Μαλάγινα Α
Δορύλαιον Α, Κ
Κοτύαιον Α, Α
Αμόριον Α
Κέδρεα Κ
Πολύβοτον Κ
Φιλομήλιον Κ, Α, Α
Μυριοκέφαλον Α
Σωζόπολις Κ, Π, Α
Χωναί Α, Κ
Λαοδίκεια Κ, Κ, Α
Ιεράπολις Α
Τρίπολις Α
Τάνταλος Α, Δ
Καρία Α, Δ, Α, Δ
Αντιόχεια Μαιάνδρου Α
Χώμα-Σουβλαίον Α
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Καισάρεια Α Μαράς Λ, Κ Καππαδοκία Λ, Λ, Λ, Φ
Αραβησσός Α Καϊσούμ Π, Σ, Δ, Λ, Α, Α Πύραμος ποτ. Δ, Λ
Αλμπιστάν Δ, Α Τελ Μπασίρ Π, Σ, Δ, Λ, Α, Α Αρμενία Σ, Δ, Φ, Λ
Καϊσούμ Φ, Α, Δ, Α Έδεσσα Λ, Α, Λ, Λ Λίμνη Βαν Λ, Λ
Έδεσσα Π, Π, Α, Π, Χισν Μανσούρ Σ, Δ
Α, Δ, Σ, Σ Γκάργκαρ Λ
Νίσιβις Α Σεβέβερεκ Λ
Γκάργκαρ Α, Δ, Α, Δ Μελιτηνή Λ, Λ, Λ, Λ, Δ
Μελιτηνή Α, Σ, Σ, Α, Χλιάτ Λ
Κ, Α, Π Πέρκρι Λ
Μπαρ Μαρ Σάουμα Π, Π, Π, Κ
Σεβάστεια Α, Σ, Δ, Κ
Α, Α, Κ
Άρτζε Α, Φ
Ανί Α, Κ
Ζορινάκ Α, Σ
ΒΟΡΕΙΑ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Σινώπη Α, Κ Γάγγρα Α, Φ
Τραπεζούς Α, Κ Κασταμών Α, Φ
Αμισός Κ Αμάσεια Α, Φ
Παϊπέρτ Π, Κ
Κολώνεια Π, Κ
Νεοκαισάρεια Α, Κ
Αμάσεια Π, Κ
Κασταμών Α, Α
Δοκεία Κ
Κόμανα Κ
Ευχάϊτα Κ
Πιμόλισσα Κ
Γάγγρα Κ, Α
Δάδυβρα Κ, Φ
ΝΟΤΙΑ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Σελεύκεια Α Κοιλάδα Πυράμου Λ
Μοψουεστία Α
Κώρυκος Α
Άδανα Α, Δ
Πρακάνα Α
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Ικόνιον Α, Σ Άγκυρα Λ, Λ
Άγκυρα Α, Κ, Κ Ικόνιον Λ, Λ, Λ
Κολώνεια Αρχελαΐς Α
Λαοδίκεια Κατακεκαυμένη Α
Υπόμνημα: Λ = λεηλατήθηκε, Α = αλώθηκε ή καταστράφηκε, Δ = υποδουλώθηκε,
Κ = καταλήφθηκε, Σ = σφαγιάστηκε, Π = πολιορκήθηκε, Φ = τράπηκε σε φυγή.

Μετατόπιση πληθυσμού

Με αυτόν τον βίαιο εκτοπισμό της αστικής και αγροτικής κοινωνίας της Ανατολίας, τι συνέβη στους κατοίκους των πόλεων και της υπαίθρου; Οι εμπειρίες τους σε αυτήν την περίοδο ποικίλλουν. Όσο σκληρές κι αν ήσαν οι τουρκικές εισβολές, δεν μπορούσαν να καταστρέψουν και δεν κατέστρεψαν τον αυτόχθονα πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, η βία και η διάρκεια της κατάκτησης και της κατοχής έφεραν μερική ερήμωση και εκτοπισμό των κατοίκων. Είναι απολύτως σαφές ότι ένα μέρος του πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές της Ανατολίας διέφευγε απλώς για να ξεφύγει από τις επιδρομές. Οι χρονικογράφοι παρατηρούσαν ότι το φαινόμενο αυτό εμφανιζόταν σε όλο το μήκος και πλάτος της χερσονήσου. Προφανώς η πλειονότητα εκείνων που διέφευγαν δεν θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαφύγουν από την ίδια τη χερσόνησο, αλλά μάλλον κινούνταν προς την προστασία των βουνών, όπως στις περιοχές του Ταύρου, ή αλλιώς προς την προστασία ισχυρά οχυρωμένων πόλεων όπως η Έδεσσα, η Μελιτηνή, η Τραπεζούς και η Ταρσός, ή σε άλλα εδάφη που κατέχονταν από χριστιανούς. Αλλά στη δυτική Ανατολία μεγάλος αριθμός πληθυσμού κατέφυγε στα νησιά και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.201 Στα έγγραφα της μονής του Αγίου Χριστοδούλου βλέπουμε την προοδευτική απόσυρση των μοναχών και των κατοίκων του όρους Λάτρος στον Στρόβιλο και στη συνέχεια στα νησιά μπροστά στην τουρκική προέλαση.202 Όταν μετά την ανακατάκτηση ο Αλέξιος προσπάθησε να ανοικοδομήσει τις παράκτιες πόλεις της περιοχής Σμύρνης-Αττάλειας, χρειάστηκε να αναζητήσει τους πρώην κατοίκους καθώς είχαν φύγει από τα αρχικά τους σπίτια.203 Οι Έλληνες κάτοικοι, οι οποίοι έπρεπε μόνο να διασχίσουν τον Βόσπορο για να φτάσουν στην ασφάλεια, σύντομα εκκένωσαν τις περιοχές της Χαλκηδόνας και της Χρυσούπολης.204 Όταν ο Αλέξιος εκκένωσε τους Έλληνες από τα χωριά γύρω από το Φιλομήλιον, την Κέδρεα και την Κόνυα, πρέπει να είχαν εμπλακεί σημαντικοί αριθμοί, αλλά και πάλι πρέπει να υποθέσουμε ότι αποτελούσαν μειοψηφία του πληθυσμού.205 Στον βορρά υπάρχουν στοιχεία παρόμοιου τύπου, ενδεικτικά μερικής απόσυρσης των κατοίκων από τις περιοχές Κασταμώνος, Γάγγρας, τμημάτων του Πόντου και από την περιοχή στα ανατολικά του Ερζερούμ.206

Παρόμοια μεγάλη μετατόπιση του αυτόχθονος πληθυσμού έλαβε χώρα στη νοτιοανατολική Ανατολία. Ο Ματθαίος της Έδεσσας περιγράφει την κατάσταση όπως υπήρχε κατά τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού:

Παντού σε όλη την Κιλικία, μέχρι τον Ταύρο, το Μαράς και το Ντελούχ και τα περίχωρα, βασίλευαν η ταραχή και τα προβλήματα. Γιατί πληθυσμοί κατακρημνίζονταν μαζικά μέσα σε αυτές τις περιοχές, ερχόμενοι κατά χιλιάδες και συσσωρευόμενοι σε αυτές. Ήσαν σαν ακρίδες, που κάλυπταν την επιφάνεια της γης. Ήσαν πιο πολυάριθμοι, θα μπορούσα να προσθέσω επτά φορές περισσότεροι, από τους ανθρώπους που οδήγησε ο Μωυσής να διασχίσουν την Ερυθρά Θάλασσα. Πιο πολυάριθμοι από τα βότσαλα στην έρημο του Σινά. Η γη κατακλυζόταν από αυτά τα πλήθη ανθρώπων. Επιφανείς προσωπικότητες, ευγενείς, αρχηγοί, γυναίκες κοινωνικής θέσης, περιπλανιούνταν ζητιανεύοντας το ψωμί τους. Τα μάτια μας έβλεπαν αυτό το θλιβερό θέαμα.207

Οι τουρκικές κινήσεις προκαλούσαν τότε πραγματική μετανάστευση χριστιανών από τις περιοχές της Καππαδοκίας, της Λυκανδού και αλλού προς την ασφάλεια του Ταύρου και της Κιλικίας.

Οι τουρκικές εισβολές προκαλούσαν έτσι μεταναστεύσεις μεταξύ των αυτοχθόνων χριστιανών κατοίκων σε διάφορους βαθμούς. Οι μεταναστεύσεις που περιέγραψε ο Ματθαίος, καθώς και εκείνες των Ελλήνων από τις παράκτιες περιοχές, ήσαν σημαντικές. Άλλες ήσαν πιθανώς μικρότερης κλίμακας. Όμως το συνολικό άθροισμα θα παρήγαγε μια κίνηση απομάκρυνσης των χριστιανών από τις κεντρικές περιοχές του υψιπέδου προς τις παράκτιες περιοχές στα βόρεια, δυτικά και νότια. Αλλά και πάλι πρέπει να αμφισβητηθεί αν αυτοί οι χριστιανοί που διέφευγαν ήσαν κάτι περισσότερο από μειονότητα του αυτόχθονος χριστιανικού πληθυσμού.

Φαίνεται πολύ πιθανό ότι μετά από αυτό το πρώτο μισό αιώνα εισβολών, ο γηγενής πληθυσμός παρέμεινε, ως επί το πλείστον, στην Ανατολία.208 Ο ελληνικός πληθυσμός της βόρειας ακτής ήταν σχετικά ανεπηρέαστος λόγω της αποτυχίας των Τούρκων να κατακτήσουν μόνιμα αυτήν την περιοχή. Η Άγκυρα φαίνεται ότι είχε πολύ μικρή τουρκική φρουρά το 1101 και μεταβιβάστηκε στους Βυζαντινούς από τους σταυροφόρους, ενώ στα ανατολικά οι σταυροφόροι συναντούσαν χριστιανούς στον δρόμο τους (μερικούς από τους οποίους έσφαζαν). Στη δυτική Μικρά Ασία, ο Αλέξιος επανεποίκιζε και ανοικοδομούσε πολλές από τις παράκτιες πόλεις, όπως το Αδραμύττιον, κι έτσι υπήρχε επαναποικισμός των περιοχών που είχαν μερικώς καταστραφεί, έργο που συνέχισαν οι διάδοχοί του Ιωάννης και Μανουήλ. Πιο πέρα στην ενδοχώρα η εγκατάσταση αξιωματούχων σε πόλεις όπως οι Σάρδεις, η Φιλαδέλφεια, το Χώμα η Λάμπη και άλλες δείχνει ότι ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν ακόμη σε αυτές τις πόλεις.209 Οι κάτοικοι της Λαοδίκειας και της Φιλαδέλφειας ήσαν ακόμα εκεί όταν ο Αλέξιος έδιωξε τους Τούρκους,210 και όταν οι σταυροφόροι προέλαυναν από τη Νίκαια προς την Ηράκλεια, εύρισκαν χριστιανούς να κατοικούν σε ολόκληρη την περιοχή. Οι πόλεις μεταξύ Δορυλαίου και Ικονίου (Κόνυα), οι πόλεις Φιλομήλιον, Κόνυα και Ηράκλεια, κατοικούνταν όλες κυρίως από χριστιανούς.211 Η Ταρσός είχε κατά κύριο λόγο ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό, με μικρή μόνο τουρκική φρουρά.212 Οι Μαράς, Αντιόχεια, Έδεσσα, Μελιτηνή, Πλαστέντζα (Αλμπιστάν), Κοξόν (Κυκυσός) κατοικούνταν όλες από χριστιανούς.213 Αν και ο Αλέξιος Α΄ είχε μετακινήσει σημαντικούς αριθμούς από τους κατοίκους της περιοχής μεταξύ Φιλομηλίου και Ικονίου, άλλοι παρέμεναν, όπως μαρτυρείται από το παράδειγμα του Τυριαίου. Το τελευταίο κατοικούνταν από Έλληνες και λόγω των τειχών του μπόρεσε να αντισταθεί στους Τούρκους, χωρίς να έχει τουρκική φρουρά μέσα από τα τείχη.214

Το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των αυτόχθονων πληθυσμών πρέπει να έχει φτάσει σε νέα ύψη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι συνηθισμένο να προσπερνάμε αυτή την πτυχή των τουρκικών εισβολών κατά την υπό συζήτηση περίοδο ως τίποτε περισσότερο από υπερβολή εκ μέρους χριστιανών ιστορικών της εποχής και πιο πρόσφατων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλα αυτού του είδους τα ιστορικά φαινόμενα υπάρχει η τάση να υπερβάλλουμε και να αποχρωματίζουμε. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι Μεγάλοι Σελτζούκοι σουλτάνοι της Περσίας έκαναν έντονες προσπάθειες για να εκτρέψουν τις τουρκμενικές φυλές στην Ανατολία, προκειμένου να γλιτώσουν τις δικές τους περιοχές από τις καταστροφές τους. Επίσης, ήταν το τουρκμενικό στοιχείο, ένα στοιχείο αφιερωμένο στην επιδρομή και τη λεηλασία, εκείνο το οποίο πραγματοποίησε μεγάλο μέρος των κατακτήσεων και της κατοχής. Οι ίδιες οι μουσουλμανικές πηγές μαρτυρούν αυτό το χαρακτηριστικό της τουρκικής νομαδικής κοινωνίας μέσα στην επικράτεια του Ισλάμ.215 Επιπλέον, η Ανατολία ήταν τώρα η σκηνή της τζιχάντ, και πολλοί από τους Τούρκους ήσαν γεμάτοι με τη νοοτροπία του γαζή που απαιτούσε την καταστροφή των εχθρών της πίστης.216 Εκτεταμένη σφαγή συνόδευε την άλωση των πόλεων Σεβάστεια, Άνι, Καισάρεια, Νεοκαισάρεια, Αμόριο, Ικόνιο και Χωνές πριν από το Μαντζικέρτ,217 και αυτό έγινε ευρέως διαδεδομένο κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, όταν οι Τούρκοι ήσαν ελεύθεροι να περιφέρονται στην Ανατολία σχεδόν κατά βούληση.218 Είναι σημαντικό ότι οι ίδιοι οι χρονικογράφοι που επαινούν μεμονωμένους Τούρκους και Άραβες ηγεμόνες για την επιείκειά τους προς τους χριστιανούς (τέτοιοι ηγεμόνες ήσαν οι Μαλίκ Ντανισμέντ, Μαλίκ Σαχ, Κίλιτζ Β’ Αρσλάν) τους κάνουν εξαιρέσεις από τον πιο γενικό κανόνα.219 Ο Ματθαίος σημειώνει ότι ο 11ος αιώνας ήταν περίοδος μεγάλων σφαγών και αιματοχυσίας στην Αρμενία.220 Ο πρόλογος στο τρίτο μέρος της ιστορίας του, που ασχολείται με τα γεγονότα των αρχών του 12ου αιώνα, γράφει:

Αρχίζουμε εδώ την αφήγηση των σφαγών και των δεινών που σημάδεψαν αυτήν την ατυχή περίοδο.221

Στη δυτική Ανατολία ο Αλέξιος Κομνηνός απομάκρυνε Έλληνες από τις περιοχές του Φιλομηλίου, της Κεδρέας και της Κόνυα, ακριβώς επειδή φοβόταν ότι θα χάνονταν στα χέρια των Τούρκων.222 Οι τουρκικές επιδρομές στη δυτική Μικρά Ασία, μετά τη βυζαντινή ανακατάκτηση, συνέχιζαν να χαρακτηρίζονται από θνητότητα μεταξύ των χριστιανών.223 Αυτός ο χαρακτήρας της τουρκικής κατάκτησης προκαλούσε αντίστοιχη αγριότητα από την πλευρά Ελλήνων, Αρμενίων, Γεωργιανών και Συρίων εναντίον των Τούρκων, η οποία, όπως θα δούμε, έγινε ιδιαίτερα εμφανής μετά την άφιξη των σταυροφόρων.224 Το πιο θεαματικό γεγονός που πρέπει να καταγραφεί από αυτή την άποψη είναι η κατάληψη της Έδεσσας το 1146, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν 30.000 από πληθυσμό 47.000.225

Η αυξανόμενη συχνότητα λιμού και επιδημίας αύξανε αναμφίβολα το ποσοστό θνησιμότητας. Οι εισβολές προκαλούσαν εκτοπισμό της αγροτικής κοινωνίας σε πολλές περιοχές και κατά συνέπεια επηρεαζόταν σοβαρά, συχνά καταστροφικά, η παραγωγή τροφίμων. Καθώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφευγε στις πόλεις, και καθώς αυτές οι πόλεις ήσαν συχνά πολιορκούμενες, εμφανίζονταν συνθήκες ευνοϊκές τόσο για τον λιμό όσο και για την επιδημία. Κατά την αρχή της βασιλείας του Αλέξιου Α’, όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν αρχίσει να επηρεάζουν.226

Προς τις αρχές του έτους 528 [1079-80] λιμός ερήμωσε … τα εδάφη εκείνων που λατρεύουν τον Σταυρό, που είχαν ήδη καταστραφεί από τις άγριες και αιμοδιψείς τουρκικές ορδές. Καμία επαρχία δεν παρέμενε προστατευμένη από τις καταστροφές τους. Παντού οι χριστιανοί παραδίδονταν στο σπαθί ή στη δουλεία, διακόπτοντας έτσι την καλλιέργεια των χωραφιών, με αποτέλεσμα να λείπει το ψωμί. Οι αγρότες και οι εργάτες σφάζονταν ή οδηγούνταν στη δουλεία και η πείνα επέκτεινε τη σκληρότητά της σε όλα τα μέρη. Πολλές επαρχίες ερημώνονταν. Το ανατολικό έθνος [Αρμένιοι] δεν υπήρχε πια και η γη των Ελλήνων βρισκόταν σε ερείπια. Πουθενά δεν μπορούσε κανείς να αγοράσει ψωμί.227

Αυτή η μαρτυρία για τον μερικό ξεριζωμό των αγροτικών πληθυσμών, καθώς και οι στενές πολιορκίες των πόλεων και η μείωση τους από την πείνα, επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 12ου αιώνα. Ο Ιμπν Μπίμπι, γράφοντας τον 13ο αιώνα, περιγράφει τη διαδικασία με μεγάλη λεπτομέρεια. Ο σουλτάνος Άλα αλ-Ντιν ήθελε να κατακτήσει την ισχυρά οχυρωμένη πόλη της Άμιδας (Άμιντ), αλλά λόγω της αμυντικής της δύναμης έπρεπε αυτή να περιοριστεί για περίοδο τριών ετών. Τον πρώτο χρόνο, σύμφωνα με τα σχέδιά του, το σιτάρι της έπρεπε να καεί, τα ζώα της να παρθούν και οι αγρότες και οι γαιοκτήμονες να συλληφθούν αιχμάλωτοι. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους, η πόλη έπρεπε να εμποδίζεται να παίρνει προμήθειες και εφόδια από το εξωτερικό, οπότε τον τρίτο χρόνο η πόλη θα αναγκαζόταν να παραδοθεί.228 Αυτό το γενικό σχέδιο μερικής διακοπής της γεωργικής παραγωγής στις αγροτικές περιοχές εμφανίζεται σαφώς εδώ κι εκεί στις λίγες μη ικανοποιητικές πηγές. Η καλύτερη τεκμηριωμένη περιοχή είναι εκείνη της Έδεσσας, η οποία μέχρι την καταστροφή της το 1146, ήταν συχνά εκτεθειμένη σε πολιορκίες και επιδρομές. Ο Τούρκος εμίρης Μπουζάν επιτέθηκε στην πόλη το 1087-88 και την υπέβαλε σε λιμό.229 Το 1108 οι Τούρκοι έκαψαν τα χωριά γύρω από την Έδεσσα και υποδούλωσαν τον αγροτικό πληθυσμό. Τότε πια κανένα μέρος έξω από τα τείχη της πόλης δεν ήταν ασφαλές και, κατά συνέπεια, η καλλιέργεια των χωραφιών σταμάτησε και η προμήθεια τροφίμων άρχισε να μειώνεται.230 Πέντε χρόνια αργότερα η Έδεσσα υπέφερε από σοβαρό λιμό, καθώς οι Τούρκοι στις αγροτικές περιοχές συνέχιζαν να διαταράσσουν τη γεωργική δραστηριότητα. Οι κάτοικοι της Έδεσσας αναγκάζονταν τώρα να φτιάχνουν ψωμί από βελανίδια και κριθάρι.231 Περί το 1120-21 ο Αρτούκ Ιλγαζή εισέβαλε στην Έδεσσα και κατέστρεψε ό, τι υπήρχε προς συγκομιδή.232 Οι πληροφορίες που αφορούν τις αγροτικές συνθήκες γύρω από την Έδεσσα, αν και ελλιπείς, δίνουν κάποιαν ιδέα για τη μερική διαταραχή της αγροτικής κοινωνίας και της γεωργικής παραγωγής. Πιο πέρα στα βόρεια οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές στις αγροτικές περιοχές του Χισν Μανσούρ το 1108-09 σκοτώνοντας και υποδουλώνοντας τους αγρότες.233 Ο Ντανισμέντ Εμίρ Γαζή κατέλαβε τη Μελιτηνή το 1124-25 ύστερα από στενή πολιορκία, η οποία προκάλεσε λιμό που έφερε τον θάνατο στους κατοίκους «κατά χιλιάδες».234 Ο Ντανισμέντ Μουχάμαντ έκαψε τα χωριά γύρω από το Καϊσούμ το 1136-37 κατά την περίοδο του τρύγου, κατέστρεψε τους κήπους και έκοψε την παροχή νερού.235

Αυτή η κατάσταση επικρατούσε και σε άλλα μέρη της Ανατολίας, και ο Γουλιέλμος Τύρου σχολιάζει σχετικά με την Αττάλεια:

Διαθέτει πολύ πλούσια χωράφια, τα οποία όμως δεν προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα στους κατοίκους της πόλης, γιατί περιβάλλονται από εχθρούς από όλες τις πλευρές, οι οποίοι εμποδίζουν την καλλιέργειά τους. Επομένως, το εύφορο έδαφος βρίσκεται σε αγρανάπαυση, αφού δεν υπάρχει κανείς να το καλλιεργήσει … η προμήθεια σιτηρών έρχεται από το εξωτερικό.236

Οι σταυροφόροι βρίσκονταν συνεχώς σε αμηχανία από τις δυσκολίες της συγκέντρωσης προμηθειών στην Ανατολία, και κατηγορούσαν σταθερά τους Έλληνες για προδοσία στο ζήτημα αυτό. Όμως η αλήθεια είναι ότι όταν η γεωργική παραγωγικότητα επηρεαζόταν τόσο πολύ, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπήρχε αρκετή τροφή για τους κατοίκους, δεν είναι καθόλου πιθανό ότι αυτές οι περιοχές θα μπορούσαν εύκολα να στηρίξουν μεγάλους ξένους στρατούς.237 Άλλες αγροτικές περιοχές που είχαν εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό λόγω των αδιάκοπων επιδρομών είχαν επίσης πάψει να είναι παραγωγικές. Τέτοιες ήσαν οι περιφέρειες Περγάμου, Αδραμυττίου, Χλιαρών (μέχρι να τις επανεποικίσει ο Μανουήλ), Δορυλαίου, Χώματος, Ιεραπόλεως και Τριπόλεως. Τόσο οι σουλτάνοι όσο και οι αυτοκράτορες κατέφευγαν συχνά στην πολιτική καμένη γης στις παραμεθόριες περιοχές, έτσι ώστε οι εισβάλλοντες στρατοί να μη βρίσκουν τροφή.238 Η αναστάτωση της γεωργικής παραγωγικότητας, δεν ήταν φυσικά ποτέ πλήρης σε ολόκληρη την επαρχία. Αλλά πρέπει κανείς να υποθέσει ότι κατά τη διάρκεια των ταραγμένων περιόδων, και αυτές ήσαν συχνές κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, η διαταραχή ήταν τόσο εκτεταμένη, που ο λιμός γινόταν συνηθισμένη κατάσταση. Όταν η γεωργία μειωνόταν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επηρέαζε την πυκνότητα του πληθυσμού, από το απλό γεγονός ότι δεν υπήρχαν τόσα τρόφιμα για να υποστηρίζουν τους προηγούμενους αριθμούς. Αυτή είναι βεβαίως πολύ γενική δήλωση, αλλά υπάρχει ίσως κάποια αλήθεια σε αυτήν για τμήματα της Μικράς Ασίας τον 11ο και 12ο αιώνα.

Ένας επιπλέον παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του αριθμού των χριστιανών κατοίκων ήταν η υποδούλωση. Σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα οι σκλάβοι αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα είδη πλούτου στην Ανατολή. Αυτό ίσχυε ιδιαιτέρως για την ισλαμική κοινωνία.239 Από την αρχή των αραβικών εισβολών (ράζζια) στη χώρα των Ρουμ, η ανθρώπινη λεία είχε καταλήξει να αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος των λαφύρων. Υπάρχουν άφθονες μαρτυρίες στις περιγραφές της εποχής ότι αυτή η κατάσταση δεν άλλαξε όταν οι Τούρκοι ανέλαβαν τη διεύθυνση της τζιχάντ στην Ανατολία. Υποδούλωναν άνδρες, γυναίκες και παιδιά από όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα240 και από την ύπαιθρο όπου οι πληθυσμοί ήσαν ανυπεράσπιστοι.241 Κατά τα πρώτα χρόνια, πριν δημιουργηθούν μόνιμα τουρκικοί οικισμοί στην Ανατολία, οι αιχμάλωτοι στέλνονταν στην Περσία και αλλού,242 αλλά μετά την ίδρυση των τουρκικών ηγεμονιών στην Ανατολία, ένα μέρος των υποδουλωμένων διατηρούνταν στην Ανατολία για την υπηρεσία των κατακτητών. Απασχολούνταν στα καθήκοντα που παραδοσιακά ανατίθεντο σε σκλάβους στην ισλαμική κοινωνία: ως οικιακοί υπηρέτες, ως τρόφιμοι των χαρεμιών, και φυσικά πολλοί από τους νέους ξεχωρίζονταν για ειδική εκπαίδευση για τα σώματα γκούλαμ. Αυτοί οι τελευταίοι κατέληξαν να αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές ομάδες των Σελτζούκων ηγεμόνων, ενώ ταυτόχρονα οι σουλτάνοι τους εμπιστεύονταν πολλές από τις υψηλότερες κυβερνητικές και στρατιωτικές θέσεις. Για αυτόν τον σκοπό οι Τούρκοι, αποσυρόμενοι από το Δορύλαιον το 1097, πήραν μαζί τους τα αρσενικά Ελληνόπουλα από τις πόλεις μεταξύ Δορυλαίου και Κόνυα.243 Ο εμίρης Μπαλάκ ενήργησε παρόμοια στις περιοχές των Σαμοσάτων.244 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένα μέρος αυτών των χριστιανών σκλάβων της Ανατολίας στελνόταν στην Περσία, και αυτός ο αριθμός που απελαυνόταν από την Ανατολία θα μείωνε τον χριστιανικό πληθυσμό στην Ανατολία. Όμως με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι από αυτούς τους σκλάβους διατηρούνταν αναμφίβολα στη Μικρά Ασία. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος τους, και σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος των απογόνων τους, πρέπει να είχαν γίνει μουσουλμάνοι, έτσι ώστε και πάλι το συνολικό αποτέλεσμα ήταν να μειώνεται ελαφρώς ο αριθμός των χριστιανών της Ανατολίας.245

Το ίδιο αποτέλεσμα προέκυπτε από γάμους μεταξύ των Τούρκων και του τοπικού πληθυσμού. Αυτή η ένωση μεταξύ Τούρκων και χριστιανών είχε ήδη δημιουργήσει μια νέα γενιά κατοίκων της Ανατολίας από τις αρχές του 12ου αιώνα, που αναφέρονται στις ελληνικές πηγές ως μιξοβάρβαροι και η παρουσία τους πιστοποιείται σε διάφορους τουρκικούς στρατούς. Όταν ο Αλέξιος εκστράτευε εναντίον των Τούρκων στην περιοχή Πολυβότου, ένας αριθμός στρατιωτών του εμίρη Μονολύκου ήσαν μιξοβάρβαροι που μιλούσαν ελληνικά.246 Αναφέρονται επίσης στον στρατό του σουλτάνου της Κόνυα.247 Σίγουρα η πιο διάσημη περίπτωση αυτών των μικτών γάμων έχει να κάνει με τον Ντανισμέντ και τον γάμο του με χριστιανή γυναίκα.248 Άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Τσιαούς (τσαβούς;), του Τούρκου αξιωματούχου που πρόδωσε τη Σινώπη στον Αλέξιο. Η μητέρα του ήταν Γεωργιανή χριστιανή και ο πατέρας του Τούρκος.249 Ο Βαλσαμών, ειδικός του κανονικού δικαίου κατά τον 12ο αιώνα, παρατηρεί με αποδοκιμασία ότι αν και οι Γεωργιανοί ήσαν Ορθόδοξοι, έδιναν τις κόρες τους σε γάμο με Αγαρηνούς.250 Οι μιξοβάρβαροι από την Ανατολία αναφέρονται σε ένα πολύ ενδιαφέρον έγγραφο, στο οποίο ο Βαλσαμών σχολιάζει τον κανόνα ογδοντατέσσερα της Συνόδου του Τρούλλου.251

Αν και αυτό το φαινόμενο των μικτών γάμων και της εμφάνισης μιας νέας γενιάς μιξοβαρβάρων αναφέρεται μόνο εν συντομία από τις πηγές, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι δεν ήταν σπάνιο ή απομονωμένο συμβάν. Αυτοί οι μιξοβάρβαροι υπέφεραν περιστασιακά από διχοτόμηση πολιτικής συμπάθειας και πίστης, αλλά μακροπρόθεσμα η εμφάνισή τους στην Ανατολία οδηγούσε σε μια διαδικασία που ευνοούσε την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού σε βάρος του χριστιανικού, επειδή η μουσουλμανική κοινωνία κυριαρχούσε πολιτικά και στρατιωτικά. Είναι ενδιαφέρον αλλά ανώφελο να εικάζουμε τι θα συνέβαινε στους μιξοβαρβάρους της Ανατολίας υπό διαφορετικές πολιτικές συνθήκες.

Η αλλαγή θρησκείας, στον βαθμό που συνέβαινε τον 11ο και 12ο αιώνα, είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των χριστιανών αυξάνοντας παράλληλα τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Λίγα υπάρχουν από την άποψη των πρωτογενών στοιχείων για το θέμα των μετατροπών, αλλά φαίνεται να υπάρχει κάποια ένδειξη ότι σε αυτήν την περίοδο οι μετατροπές στο Ισλάμ ήσαν αριθμητικά σημαντικές, αν και δεν ήσαν τόσο εκτεταμένες όσο θα γίνονταν αργότερα. Το Ντανισμέντναμε αντικατοπτρίζει μια πτυχή του πνεύματος στο οποίο έγινε η κατάκτηση μεγάλου μέρους της Ανατολίας. Αποδίδει ισχυρό προσηλυτιστικό ζήλο στους μουσουλμάνους και η μετατροπή αποτελεί διαρκώς παρόν και συνεχώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Υπάρχουν μετατροπές ατόμων, στρατιωτικών σωμάτων και ολόκληρων πόλεων,252 και οι μετατροπές που συμβαίνουν στο ποίημα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εθελοντικές και αναγκαστικές. Εκείνοι που αλλάζουν θρήσκευμα εθελοντικά το κάνουν ως αποτέλεσμα θρησκευτικού οράματος, ή για ρομαντικούς λόγους, ή λόγω υλικών πλεονεκτημάτων που θα αποκτιούνταν.253 Σε ορισμένες περιπτώσεις το ποίημα υπονοεί ότι οι νέοι προσήλυτοι έχουν αποστατήσει για να αποφύγουν να πληρώνουν το χαράτσι, ενώ σε άλλες περιπτώσεις λαμβάνουν επιχορηγήσεις γης.254 Η μετατροπή με το σπαθί κατέχει επίσης εξέχουσα θέση στο Ντανισμέντναμε. Σε πολλές περιπτώσεις σε άτομα και σώματα αιχμαλώτων στρατιωτών δίνονται ως εναλλακτικές η αλλαγή θρησκείας ή ο θάνατος με το σπαθί.255 Μεταξύ των πιο διάσημων και λεπτομερών πράξεων μετατροπής στο Ντανισμέντναμε είναι εκείνη της πόλης Σίσια-Κόμανα. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του, ο Μαλίκ Ντανισμέντ ορκίστηκε να μετατρέψει τους κατοίκους αυτής της πόλης,256 και όταν κατέλαβε τα Σίσια-Κόμανα, ανάγκασε τον λαό, με την απειλή του σπαθιού, να γίνουν μουσουλμάνοι.257 Αλλά οι νέοι μουσουλμάνοι δεν ήσαν σταθεροί στην πίστη που είχαν υιοθετήσει, καθώς είχαν μετατραπεί με τη βία, και έτσι ο κυβερνήτης των Κομάνων επέβαλε ισλαμικές πρακτικές σε πολλούς που ήσαν δύστροποι στην εκτέλεση του τελετουργικού. Υποχρέωσε τους κατοίκους να κάνουν τις πέντε καθημερινές προσευχές και όλοι όσοι αρνούνταν να πάνε στο τζαμί, οδηγούνταν εκεί με την απειλή σωματικής βίας. Όσοι συνέχιζαν να πίνουν κρασί μαστιγώνονταν, ενώ άλλες παραβιάσεις του ισλαμικού νόμου αντιμετωπίζονταν με παρόμοιο τρόπο.258 Προφανώς ήσαν τόσο χαλαροί στα πολιτικά τους όσο και στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, γιατί με την εμφάνιση των χριστιανικών στρατών πρόδωσαν τους Τούρκους μουσουλμάνους της πόλης και τους σκότωσαν μαζί με τον κυβερνήτη, καταστρέφοντας τα τζαμιά και αντικαθιστώντας τα με μοναστήρια.259 Η μοίρα της Γιανκονίγια-Ευχάιτα (Τσόρουμ) ήταν παρόμοια. Ο Μαλίκ Ντανισμέντ προσέφερε στους πολίτες της την επιλογή του θανάτου ή της μετατροπής, και κατά συνέπεια επέλεξαν να γίνουν μουσουλμάνοι.260 Αλλά αυτοί οι νέοι μουσουλμάνοι ήσαν επίσης άπιστοι, και αμέσως μετά συνωμότησαν εναντίον του Μαλίκ Ντανισμέντ.261

Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο να επιμείνουμε στην ακριβή ιστορικότητα τέτοιων λεπτομερειών στο Ντανισμέντναμε, στον βαθμό που πρόκειται για ποιητική συλλογή του 13ου και 14ου αιώνα. Αλλά είναι δυνατό, στην πραγματικότητα πιθανό, να ασχολείται εδώ ο ποιητής με κάποια πραγματικά ιστορικά γεγονότα στον αγώνα μεταξύ Τούρκων και Βυζαντινών τον 11ο και 12ο αιώνα. Είναι αλήθεια ότι την περιοχή διεκδικούσαν και οι δύο πλευρές και οι πόλεις άλλαζαν συχνά χέρια. Όμως, όσον αφορά τις θρησκευτικές μετατροπές, πρέπει να δει κανείς τις πηγές της εποχής. Ο Ραϋμόνδος της Αγκιλέρ μαρτυρεί τον βίαιο εξισλαμισμό Ελλήνων και Αρμενίων που ζούσαν στην Αντιόχεια μεταξύ της τουρκικής κατάκτησης το 1085 και της εμφάνισης των σταυροφόρων το 1098.262 Ο Φιλάρετος αναφέρεται ότι έγινε μουσουλμάνος για να σώσει τα εδάφη του, ενώ μέλη των οικογενειών Κομνηνού και Γαβρά αποστάτησαν και προσχώρησαν στην αυλή στην Κόνυα.263 Οι Αρμένιοι ηγεμόνες του Σεβέβερεκ καθώς και μερικοί από τους Γεωργιανούς αρχηγούς μετατράπηκαν σε μουσουλμάνους για να σώσουν τα εδάφη τους.264 Όλες αυτές οι μεμονωμένες αναφορές στη μετατροπή ενδέχεται να αποτελούσαν την εξαίρεση του κανόνα. Όμως και πάλι τα σχόλια επί του θρησκευτικού νόμου δείχνουν ότι η μετατροπή, πολύ μακριά από το να είναι μεμονωμένο φαινόμενο, ήταν αρκετά εμφανής στην Ανατολία του 12ου αιώνα. Ο Βαλσαμών, στον σχολιασμό του για τον κανόνα τρία της συνόδου της Άγκυρας, αναφέρεται σε εκτεταμένη αναγκαστική μετατροπή κατά τη διάρκεια του αιώνα:

Και πολλοί άλλοι που τους είχαν κάνει περιτομή με τη βία οι Αγαρηνοί, και είχαν κάνει ή υποστεί άλλα ασεβή πράγματα, έγιναν δεκτοί από την εκκλησία ύστερα από ειλικρινή εξομολόγηση και κατάλληλη μετάνοια.265

Καὶ ἄλλοι δὲ πολλοὶ κατὰ βίαν περιτμηθέντες παρὰ Ἀγαρηνῶν, καὶ ἄλλα τινὰ πεποιηκοτες ἤ καὶ παθόντες ἀσεβῆ, μετὰ ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ προσήκουσαν μετάνοιαν, παρὰ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐδέχθησαν.

Σχολιάζοντας τον κανόνα ογδονταένα του Αγίου Βασιλείου, ο οποίος αναφέρεται σε εκείνους που αναγκάζονται από αλλοδαπούς να αποκηρύξουν τον Χριστιανισμό, ο Βαλσαμών αναφέρει και πάλι εκτεταμένο εξισλαμισμό:

Μερικοί λένε ότι τα περιεχόμενα του παρόντος κανόνα σχολάζουν [δεν χρησιμοποιούνται], επειδή από τη χάρη του Θεού η πίστη στηρίζεται σταθερά στην Ορθοδοξία, και οι τύραννοι έχουν λιθοβοληθεί, πριν από πολλά χρόνια, από τις πετροβόλες μηχανές του μαρτυρίου. Αλλά και σήμερα πολλοί αιχμαλωτίζονται από τα χέρια των αθέων Αγαρηνών, και βασανιζόμενοι κάποιοι απαρνούνται την Ορθόδοξη πίστη και δέχονται την άθεη θρησκεία του Μωάμεθ. Κάποιοι άλλοι ρίχνουν πρόθυμα τους εαυτούς τους στον λάκκο της απιστίας. Σύμφωνα με τον παρόντα κανόνα, όλοι αυτοί θα θεραπευτούν ύστερα από εξομολόγηση και την κατάλληλη μετάνοια. 266

λέγουσί τινες τὰ τοῦ παρόντος κανόνος σχολᾶσαι διὰ τὸ τὴν πίστιν τῇ τοῦ θεοῦ χάριτι ἐπὶ πέτραν ὀρθοδοξίας ἀραρότως στηρίζεσθαι, καὶ τοὺς τυράννους λιθολευστηθῆναι πετροβόλοις μαρτυρικοῖς πρὸ χρόνων πολλῶν, ἀλλὰ καὶ σήμερον πολλοὶ ταῖς τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν χερσὶν ἁλώσιμοι γινόμενοι, καὶ βασανιζόμενοι, πὴ μέν, τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἐξόμνυνται, πὴ δέ, τὴν ἄθεον θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ διόμνυνται· ἄλλοι δὲ καὶ ἑκοντὶ ἑαυτοὺς ἐπιῤῥίπτουσιν εἰς τὸν τῆς ἀπιστίας βόθρον· οἵ δὴ πάντες κατὰ τὸν παρόντα κανόνα θεραπευθήσονται μετὰ ἐξομολόγησιν καὶ προσήκουσαν μετάνοιαν.

Βεβαίως, τα αποδεικτικά στοιχεία απέχουν πολύ από το να είναι πλήρη. Όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μετατροπή στο Ισλάμ αποτελούσε σημαντικό και όχι σπάνιο γεγονός στην Ανατολία του 12ου αιώνα. Η μετατροπή παρακινούνταν αναμφίβολα από ευρεία ποικιλία παραγόντων, που περιλάμβαναν υλικό όφελος και μετατροπή με το σπαθί. Η εικόνα που προκύπτει από το Ντανισμέντναμε επιβεβαιώνεται έτσι από τις λίγες διάσπαρτες αναφορές σε αποστασία στις πηγές της εποχής. Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβωθεί αν τα τάγματα των δερβίσηδων είχαν αρχίσει να λειτουργούν αποτελεσματικά και σε μεγάλη κλίμακα στη Μικρά Ασία εκείνη την εποχή.267 Μόνο τον 13ο και 14ο αιώνα οι δραστηριότητες προσηλυτισμού αυτών των ταγμάτων γίνονται εμφανείς στις πηγές.

Παρά τις μεταναστεύσεις, τους εκτοπισμούς, τις σφαγές, τις πληγές, τις επιδημίες, τον λιμό και την υποδούλωση, είναι πολύ πιθανό ότι η πλειοψηφία του χριστιανικού πληθυσμού της Ανατολίας παρέμενε στη Μικρά Ασία πενήντα χρόνια μετά το Μαντζικέρτ. Ποια ήταν όμως η αριθμητική σχέση μεταξύ χριστιανών και Τούρκων στο τέλος αυτής της περιόδου; Ποια ήταν η πυκνότητα του νέου τουρκικού πληθυσμού; Δυστυχώς οι πηγές εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιητικές για αυτά τα βασικά ζητήματα δημογραφίας και εθνογραφίας. Δεν γνωρίζουμε καν με βεβαιότητα ποιες από τις τουρκικές φυλές συμμετείχαν σε αυτήν την πρώιμη κατάκτηση και εγκατάσταση στην Ανατολία.268 Έχει υπάρξει η τάση να παραφουσκώνεται ο αριθμός των αρχικών Τούρκων εποίκων,269 αλλά οι πηγές φαίνεται να υποδηλώνουν ότι, αντίθετα, οι Τούρκοι που ήρθαν τότε αποτελούσαν σίγουρα μειονότητα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι ιστορικοί των Σταυροφοριών σημειώνουν ότι αν και υπήρχαν τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις κατά μήκος των διαδρομών από Νίκαια προς Δορύλαιο, Φιλομήλιο, Κόνυα, Ηράκλεια, Ταρσό, Μαράς, Έδεσσα, Πλαστέντζα, Κοξόν και Αντιόχεια, οι κάτοικοι πιο συχνά ήσαν σε μεγάλο βαθμό χριστιανοί. Οι αριθμοί που δίνονται για τους τουρκικούς στρατούς τείνουν να επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν ακόμη μικρή μειονότητα. Αναμφίβολα αυτοί οι στρατοί αποτελούσαν σημαντικό μέρος των Τούρκων στην Ανατολία σε αυτήν την πολύ πρώιμη χρονολογία. Υπάρχουν αναφορές για μεγάλους στρατούς στην Ανατολία, αλλά αυτοί ήσαν συνήθως στρατοί που στέλνονταν από την Περσία, οι οποίοι έρχονταν για επιδρομή ή για να θέσουν υπό έλεγχο απείθαρχους εμίρηδες. Μόλις τελείωναν τις δραστηριότητές τους στην Ανατολία, αυτοί οι στρατοί συνήθως έφευγαν από τη χερσόνησο και επέστρεφαν στην Περσία, το Ιράκ ή τη Συρία. Τέτοιος ήταν ο στρατός του Αρτούκ που προσκλήθηκε από τον Μιχαήλ Ζ’ εναντίον του Ρουσέλ, ο οποίος αναφέρεται ότι αριθμούσε, υπερβολικά, 100.000 άνδρες. Ο στρατός των 50.000 υπό τον Μπουρζούκ, τον οποίο έστειλε ο Μπαρκγιαρούκ εναντίον του σουλτάνου της Νίκαιας, έφυγε επίσης από την Ανατολία. Αλλά και πάλι οι αριθμοί είναι πιθανώς υπερβολικοί, επειδή η απλή εμφάνιση ενός μικρού στρατού υπό τον Αλέξιο ανάγκασε τον Μπουρζούκ να διακόψει την πολιορκία της Νίκαιας. Ο Μπουζάν στάλθηκε στη Νίκαια για παρόμοιους λόγους, αλλά ο στρατός του εγκατέλειψε σύντομα τη Μικρά Ασία. Μια άλλη τέτοια εισβολή Τούρκων από το Χορασάν, που συνέβη τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου, αναφέρεται ότι αριθμούσε 50.000. Όμως η Άννα Κομνηνή, η οποία αναφέρει αυτόν τον αριθμό, δηλώνει σε άλλο απόσπασμα ότι ο στρατός ανερχόταν σε 40.000, και έτσι είναι προφανές ότι αντιμετωπίζουμε αόριστα, ανακριβή στοιχεία. Ένα πράγμα όμως είναι σαφές: οι αριθμοί στους στρατούς των Τούρκων ηγεμόνων που εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία ήσαν πολύ μικρότεροι από εκείνους των στρατών που έρχονταν από την Περσία. Οι δυνάμεις του Τζάχας δεν φαίνεται να ξεπερνούσαν τις 8.000, ενώ όταν η Σμύρνη έπεσε στους Βυζαντινούς, υπήρχαν μόνο 2.000 Τούρκοι στην πόλη. Στις τουρκικές επιδρομές στις περιοχές του Ταύρου μεταξύ 1107 και 1110, εμφανίστηκαν τρεις στρατοί των 12.000, 6.000 και 1.500 (ή 15.000), τους οποίους οι περισσότεροι ντόπιοι κάτοικοι είτε τους κατέστρεψαν είτε τους νίκησαν όλους. Όταν ο Σουλεϊμάν εισήλθε στην Αντιόχεια το 1085, το έκανε με 3.000 άνδρες. Αν και οι δυνάμεις του Χασάν της Καππαδοκίας στη μάχη της Ηρακλείας εναντίον των σταυροφόρων λέγεται ότι αριθμούσαν 80.000, είναι πολύ πιο πιθανό ότι αυτός ο αριθμός αντιπροσωπεύει το σύνολο των στρατών του Χασάν και των συμμάχων του Μαλίκ Ντανισμέντ και Κίλιτζ Α’ Αρσλάν. Ότι αυτό συμβαίνει πιθανώς γίνεται εμφανές από το γεγονός ότι όταν ο Χασάν εισέβαλε στις περιοχές της Φιλαδέλφειας, τον στρατό του αποτελούσαν 24.000 στρατιώτες. Έτσι, οι αριθμοί των τουρκικών στρατών της Ανατολίας δεν δείχνουν ότι οι Τούρκοι ήσαν ιδιαίτερα πολυάριθμοι.270

Οι Τούρκοι ήσαν τότε μικρή αλλά ισχυρή μειονότητα. Είχαν τον έλεγχο των περισσότερων κρίσιμων διαδρομών και δρόμων, κι έτσι ήσαν σε θέση να εμποδίζουν την προέλαση μέσα στη Μικρά Ασία και την κατάκτησή της. Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου μισού αιώνα κατοχής της Ανατολίας σχημάτιζαν μικρή κυβερνητική και στρατιωτική κάστα και εμφανίζονται κατά καιρούς στις πηγές ως διαχειριστές και στρατιωτικές φρουρές περιοχών, οι οποίες κατά τα άλλα κατοικούνταν από χριστιανούς. Αυτό συνέβη στην Ταρσό, το Μαράς, την Αντιόχεια, τη Σμύρνη, τη Λαοδίκεια (στη δυτική Ανατολία), την Κόνυα, την Άγκυρα, τη Νίκαια, τις περιοχές μεταξύ Δορυλαίου-Κόνυα-Ηρακλείας και αλλού. Υπήρχαν πολλές πόλεις στην Ανατολία οι οποίες, αν και τεχνικά βρίσκονταν υπό τουρκικό έλεγχο, δεν είχαν τουρκικές φρουρές, επειδή απλά δεν υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι για να βρίσκονται παντού.271

Επειδή οι κατακτητές ήσαν μειονότητα, η θέση τους ήταν συχνά δύσκολη. Η Ανατολία ήταν τεράστια εδαφική έκταση και με την εμφάνιση των σταυροφόρων και τη βυζαντινή ανακατάκτηση, οι Τούρκοι δυσκολεύονταν να υπερασπιστούν την κατάκτηση που μέχρι στιγμής δεν ήσαν σε θέση να αφομοιώσουν. Για αυτόν τον λόγο αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε ορισμένα μέτρα, σε προσπάθεια να διαφυλάξουν την πολιτική τους υπεροχή σε μια χώρα όπου οι υπήκοοί τους τους ξεπερνούσαν πολύ αριθμητικά. Σε ορισμένες περιοχές απλώς αφόπλιζαν τους χριστιανούς και τους κρατούσαν μακριά από θέσεις εξουσίας στην κυβέρνηση. Στην Ταρσό, το Μαράς και την Αντιόχεια, όπου ο πληθυσμός ήταν ως επί το πλείστον χριστιανικός, οι τελευταίοι απαγορευόταν αυστηρά να φέρουν όπλα ή να συμμετέχουν στην κυβέρνηση και περιορίζονταν στην άσκηση της γεωργίας και του εμπορίου.272 Σε άλλες περιοχές οι Τούρκοι αναγκάζονταν να κάνουν χρήση χριστιανικών στρατευμάτων και πολιτοφυλακών. Υπήρχαν Αρμένιοι στρατιώτες στον στρατό του Τούρκου εμίρη Μπουζάν, ενώ τα αρμενικά στρατεύματα του Τουτούχ της Δαμασκού έπαιζαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.273 Η τουρκική φρουρά της Έδεσσας κάποια στιγμή ήταν σε μεγάλο βαθμό αρμενική. Οι μιξοβάρβαροι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο ως περαιτέρω πηγή στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού για την κυρίαρχη μειονότητα,274 ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τους προσήλυτους.275 Οι Τούρκοι κατέφευγαν στο να παίρνουν χριστιανόπουλα και να τα μετατρέπουν, πράξεις που αναφέρονται ειδικά στην Αντιόχεια, γύρω από τα Σαμόσατα και στη δυτική Μικρά Ασία.276

Υπάρχουν άλλες ενδείξεις ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας ήταν ακόμη αρκετά εκτεταμένος τον 12ο αιώνα και ακόμη και τον 13ο αιώνα.277 Η Ιστορία των Πατριαρχών της Αλεξάνδρειας ισχυρίζεται ότι η πλειοψηφία των υπηκόων του σουλτάνου Μασούντ Α’ (1116-56) ήσαν Έλληνες, ενώ υπάρχει και η μαρτυρία των ταξιδιωτών του 13ου και 14ου αιώνα. Ο Μάρκο Πόλο σημείωνε ότι η Ανατολία διέθετε σημαντικό χριστιανικό πληθυσμό:

Στην Τουρκομανία υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Πρώτα υπάρχουν οι Τουρκομάνοι. αυτοί είναι λάτρεις του Μωάμεθ, πρωτόγονος λαός με δική τους άξεστη γλώσσα. Κατοικούν ανάμεσα σε βουνά και κατωφέρειες, όπου βρίσκουν καλά λιβάδια, γιατί δουλειά τους είναι η κτηνοτροφία. Εξαιρετικά άλογα, γνωστά ως τουρκουάν, εκτρέφονται στη χώρα τους, καθώς και πολύ πολύτιμα μουλάρια. Οι άλλες δύο τάξεις είναι οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, που ζουν ανάμικτοι με τους πρώτους στις πόλεις και τα χωριά, ασχολούνται με το εμπόριο και τη χειροτεχνία. Υφαίνουν τα καλύτερα και πιο όμορφα χαλιά στον κόσμο, καθώς επίσης και μεγάλες ποσότητες εκλεκτών και πλούσιων μεταξωτών σε κρεμεζί και άλλα χρώματα, καθώς και πολλά άλλα πράγματα.278

Ο Μάρκο Πόλο υπονοεί ότι οι αστικές τάξεις περιείχαν μεγάλο χριστιανικό στοιχείο. Ένας σύγχρονος του Μάρκο Πόλo καθώς και περιηγητής στην Ανατολία, ο Γουίλιαμ του Ρούμπρουκ, σχολιάζει μάλλον υπερβολικά,

όσο για την Τουρκία, μπορώ να σας ενημερώσω ότι εκεί ούτε ένας άνδρας στους δέκα δεν είναι Σαρακηνός. Μάλλον είναι όλοι Αρμένιοι και Έλληνες.279

Τόσο ο Σανούτο όσο και ο Ιμπν Μπατούτα σημείωναν την παρουσία σημαντικών αριθμών χριστιανών στη δυτική Μικρά Ασία ακόμη και μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα.280 Οι χριστιανοί ήσαν αρκετά πολυάριθμοι, με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη πηγή εσόδων στη μουσουλμανική Ανατολία κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα να είναι ο φόρος που πλήρωναν.281

Η υπόθεση για σχετικά μικρότερο αριθμό Τούρκων στην Ανατολία του 12ου αιώνα φαίνεται να βρίσκεται κάτω από τις τουρκικές πολιτικές αποικισμού και να τις εξηγεί. Οι εισβολές είχαν προκαλέσει κάποια αναστάτωση και μείωση του χριστιανικού πληθυσμού του υψιπέδου της Ανατολίας. Ως αποτέλεσμα της δημογραφικής παρακμής, οι διάφοροι Τούρκοι ηγεμόνες άρχιζαν να εισβάλλουν ο ένας στη γη του άλλου και των χριστιανών και να παίρνουν μαζί τους ολόκληρες χριστιανικές πόλεις και χωριά, για να επανεποικίσουν τις δικές τους κτήσεις. Αυτό το φαινόμενο καθιστά προφανές ότι τον 12ο αιώνα οι Τούρκοι που εισέβαλαν δεν επαρκούσαν αριθμητικά για να αντεπεξέλθουν στη δημογραφική χαλάρωση που είχαν προκαλέσει. Επιπλέον, η μάζα των [νομαδικών] Τουρκμένων δεν είχε ακόμη γίνει καθιστική και ως εκ τούτου δεν παρήγαγε επαρκή έσοδα για το κράτος. Το 1122 ο εμίρης Μπαλάκ έβγαλε τους κατοίκους του Γκάργκαρ και τους εγκατέστησε στο Χαναζίτ.282 Ολόκληρος ο πληθυσμός των Αδάνων μεταφέρθηκε στη Μελιτηνή το 1137.283 Λίγο αργότερα, ο ηγεμόνας της Μελιτηνής πήρε αιχμαλώτους τους κατοίκους των χωριών γύρω από το Καϊσούμ και το Μαράς.284 Ο Γιακούμπ Αρσλάν, ο ηγεμόνας της Καππαδοκίας, πήρε ανθρώπους από την περιοχή της Λυκανδού το 1155-56 και στη συνέχεια ξερίζωσε ολόκληρο τον χριστιανικό πληθυσμό του Αλμπιστάν και του Γκαϊχάν, 70.000 σε αριθμό, και τους εγκατέστησε στα εδάφη του.285 Ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν και οι διάδοχοί του ήσαν επίσης αρκετά δραστήριοι στον επανεποικισμό του βασιλείου των Σελτζούκων. Το 1171 ο Κίλιτζ Αρσλάν έβγαλε 12.000 κατοίκους από τα περίχωρα της Μελιτηνής, πόλης η οποία του είχε αντισταθεί με επιτυχία. Όμως ο σουλτάνος δέχτηκε επίθεση στην Καισάρεια και οι εχθροί του απαίτησαν να επιστρέψει όχι μόνο τους 12.000 από τα περίχωρα της Μελιτηνής, αλλά και όλους εκείνους που είχε πάρει από τα εδάφη του αδελφού του Σαχινσάχ καθώς και εκείνους που είχε πάρει από τα εδάφη του Ντουλ-Νουν (εμίρη Καισάρειας και Σεβάστειας). Ο Κίλιτζ Αρσλάν επέστρεψε τους 12.000 αλλά κράτησε όλους τους άλλους.286 Έξι χρόνια αργότερα πήρε τους κατοίκους του Καϊσούμ.287 Οι Σελτζούκοι εύρισκαν επίσης έτοιμη πηγή αποίκων στη δυτική Ανατολία.288 Ο σουλτάνος Καϋχοσρόης πήρε 5.000 χριστιανούς από την Καρία και τον Τάνταλο το 1197 και τους επανεγκατέστησε γύρω από το Φιλομήλιον. Η μεγάλη φροντίδα του σουλτάνου για αυτούς τους χριστιανούς αποίκους είναι ενδεικτική της σημασίας που απέδιδαν οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες στον επανεποικισμό των περιοχών τους με χριστιανούς αγρότες. Τους φρουρούσαν προσεκτικά, ώστε να μην ξεφύγει κανένας καθ’ οδόν, ενώ κατά την άφιξη στο Φιλομήλιον τους έδωσαν γη και σπόρους για να φυτέψουν. Τους έδωσε πενταετή φορολογική ασυλία, με τον όρο ότι στη συνέχεια θα πλήρωναν τους συνήθεις φόρους που πλήρωναν στη βυζαντινή επικράτεια. Ως αποτέλεσμα, κανένας από αυτούς δεν σκεφτόταν να αποδράσει και μάλιστα πολλοί που άκουσαν για τη φορολογική απαλλαγή μετανάστευαν στην επικράτεια του σουλτάνου, λόγω της μεγάλης αναταραχής που είχε τώρα κυκλώσει τις βυζαντινές περιοχές του Μαιάνδρου.289

Νομαδοποίηση

Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί η έκταση του μουσουλμανικού αποικισμού στις πόλεις της Ανατολίας κατά την περίοδο έως τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα. Εκτός από τις διάσπαρτες αναφορές στον αποικισμό πόλεων όπως τα Δάδυβρα, το Ακσαράι-Κολώνεια, η Σινώπη, η Καισάρεια και η Σεβάστεια,290 περιορίζεται κανείς σε υποθέσεις και εικασίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παράλληλα με τις άρχουσες τάξεις, στις πόλεις και τα χωριά πρέπει να είχαν εγκατασταθεί μουσουλμάνοι: έμποροι, τεχνίτες, θρησκευτικά στοιχεία και, σταδιακά, νομάδες. Έτσι, στα τέλη του 12ου αιώνα, τα αστικά κέντρα συνέχιζαν, σε γενικές γραμμές, να υπάρχουν ως κέντρα τόσο μουσουλμανικής όσο και χριστιανικής κοινωνίας. Υπήρχαν επίσης πόλεις, όπως τα Δάδυβρα, όπου το χριστιανικό στοιχείο εκδιώχθηκε εξ ολοκλήρου και η πόλη αποικίστηκε αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Τέτοιες πολιτικές απέλασης δυνάμεων και αποικισμού εξηγούν αναμφίβολα την ταχεία εξαφάνιση του Χριστιανισμού από την Άγκυρα του 12ου αιώνα και ίσως και από άλλες πόλεις επίσης.

Ταυτόχρονα με τη μερική μουσουλμανική εγκατάσταση στις πόλεις, υπήρχε ένας ακόμη πιο σημαντικός αποικισμός των αγροτικών περιοχών από τις φυλές Τουρκμένων. Η εισροή φυλετικών ομάδων είναι ένα από τα πιο σημαντικά φαινόμενα στον μετασχηματισμό της Ανατολίας, αλλά δυστυχώς η αυλική ιστοριογραφία τόσο των μουσουλμάνων όσο και των Ελλήνων (εχθρικών προς τους νομάδες) έχει παραμελήσει σε μεγάλο βαθμό αυτό το φαινόμενο. Υπάρχουν τεκμήρια για τους Τουρκμένους σε ολόκληρη την άκρη του υψιπέδου της Ανατολίας, στα δυτικά, βόρεια, ανατολικά και νότια, κατά τον 11ο και 12ο αιώνα καθώς και τους επόμενους αιώνες. Στο βαθμό που οι στρατοί του Βυζαντίου, των Σταυροφοριών και των Αρμενίων έρχονταν σε επαφή μαζί τους, τα χρονικά σημειώνουν την παρουσία τους, τις δραστηριότητές τους και περιστασιακά δίνουν στοιχεία σχετικά με τον αριθμό τους και τα ονόματα των αρχηγών τους. Τα περισσότερα από αυτά τα χρονικά σχολιάζουν τον νομαδικό τρόπο ζωής τους και την αναστατωτική επίδραση που είχαν επί της ζωής των εγκατεστημένων (καθιστικών) πληθυσμών στις αγροτικές περιοχές.291 Η περιοχή στην οποία οι δραστηριότητες των Τουρκμένων εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα είναι η μεθόριος Βυζαντινών-Σελτζούκων κατά μήκος του δυτικού χείλους του υψιπέδου.

Η μεγάλη βυζαντινή αντεπίθεση του 1097-98, μετά την ήττα των Τούρκων από τους σταυροφόρους της Πρώτης Σταυροφορίας, είχε ως αποτέλεσμα την απώθηση των Τούρκων από τις ακτές του Αιγαίου και τις κοιλάδες των ποταμών προς τη Φρυγία και το υψίπεδο της Ανατολίας. Αυτό σήμαινε ότι ενώ οι Τούρκοι είχαν διασκορπιστεί αραιά σε ολόκληρη τη δυτική Μικρά Ασία, τώρα ωθούνταν πίσω σε πιο περιορισμένη περιοχή. Επομένως η συγκέντρωσή τους στη Φρυγία εντάθηκε πολύ και έγιναν πιο τρομερό εμπόδιο για τους βυζαντινούς στρατούς. Η μεγαλύτερη βυζαντινή προέλαση προς τα ανατολικά, που σημειώθηκε κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄, έφτασε στις πόλεις Δορύλαιον, Σαντάβαρις, Αμόριον, Κέδρεα, Πολύβοτον και Φιλομήλιον. Όμως, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού των Τούρκων που τώρα συγκεντρώνονταν στη Φρυγία, οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο στην ανακατάκτηση. Αν και οι σταυροφόροι μπόρεσαν να καταλάβουν το Ικόνιο και την Άγκυρα, οι Τούρκοι τα ανακατέλαβαν σύντομα και παρά το γεγονός ότι ο Αλέξιος επέδραμε επιτυχώς στα χωριά της Κόνυα, δεν έκανε άλλη προσπάθεια να καταλάβει καμία από αυτές τις δύο σημαντικές πόλεις. Μια άλλη ένδειξη ότι η τουρκική εγκατάσταση ήταν αρκετά ισχυρή στη Φρυγία ήταν ότι ο αυτοκράτορας άρχισε να απομακρύνει μέρος του ελληνικού πληθυσμού και να το επανεγκαθιστά σε ασφαλέστερα εδάφη στη δυτική Μικρά Ασία. Η πρώτη εκστρατεία του Αλέξιου στη Φρυγία (1098) τον έφερε μέχρι το Φιλομήλιον. Φοβούμενος όμως την προσέγγιση μεγάλου τουρκικού στρατού, αποφάσισε να πάρει μαζί του πολλούς από τους κατοίκους των περιοχών του Φιλομηλίου, ώστε να μην χαθούν στα χέρια των Τούρκων.292 Πραγματοποίησε ακόμη πιο εκτεταμένες μεταφορές ελληνικού πληθυσμού από αυτές και πιο ανατολικές περιοχές κατά τις εκστρατείες του 1116. Ο αυτοκράτορας έστειλε τον Βάρδα Βούρτζη να αλώσει τα «Χωριά του Βούρτζη» λόγω του μεγάλου αριθμού Τούρκων στην περιοχή και να φέρει μαζί του τους Έλληνες κατοίκους. Αφού νίκησε τους Τούρκους, ο Βούρτζης έβγαλε από εκεί τους Έλληνες και ύστερα επανήλθε στον αυτοκράτορα. Παίρνοντας την πόλη του Φιλομηλίου, ο Αλέξιος έστειλε πολλά αποσπάσματα στα χωριά της Κόνυα, για να ελευθερώσει τους Έλληνες τους οποίους κρατούσαν αιχμάλωτους οι Τούρκοι. Αυτοί ανακτήθηκαν και όλοι οι κάτοικοι των χωριών εγκατέλειψαν οικειοθελώς τους τόπους κατοικίας τους, προτιμώντας να μετακινηθούν σε βυζαντινό έδαφος με τον στρατό του Αλεξίου.

Και οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που ήσαν Ρωμαίοι, τους ακολουθούσαν από μόνοι τους, φεύγοντας από την υποτέλεια στους βάρβαρους. Μαζί γυναίκες με μωρά και οι ίδιοι οι άνδρες και παιδιά, έσπευδαν όλοι στον αυτοκράτορα ως καταφύγιο. Έπειτα εκείνος έφτιαξε τις γραμμές του στον νέο σχηματισμό, βάζοντας στο κέντρο όλους τους αιχμαλώτους, τις γυναίκες και τα παιδιά, και επέστρεψε από τον ίδιο δρόμο που είχε έρθει, ενώ οπουδήποτε πλησίασε, πέρασε με απόλυτη ασφάλεια. Και αν το έβλεπες, θα έλεγες ότι μια ζωντανή πόλη με τείχη περπατούσε, καθώς ο στρατός βάδιζε με τον νέο σχηματισμό που περιγράψαμε. 293

Συνείποντο δὲ τούτοις αὐθαιρέτως καὶ οἱ αὐτόχθονες τῶν τοιούτων χωρῶν Ῥωμαῖοι φεύγοντες τὰς τῶν βαρβάρων χεῖρας, γυναῖκές τε ὁμοῦ μετὰ τῶν νεογνῶν καὶ ἄνδρες αὐτοὶ καὶ παῖδες, καθάπερ εἴς τι κρησφύγετον ἐς τὸν αὐτοκράτορα προσπεφευγότες. Ὁ δὲ τὴν καινὴν ἐκείνην αὖθις παράταξιν διατυπωσάμενος καὶ μέσον τοὺς δορυαλώτους ἅπαντας <σὺν> γυναιξὶ καὶ παιδίοις εἰσελάσας, τὴν αὐτὴν ἀτραπὸν διῄει δι' ἧς διεληλύθει ὁδοῦ, καὶ ἐφ' οἷς ἂν προσεπέλασε τόποις, μετ' ἀσφαλείας ἁπάσης ἐπορεύετο. Καὶ εἶπες ἂν ἰδὼν πόλιν τινὰ ἔμψυχον πεπυργωμένην πορεύεσθαι κατὰ τὴν εἰρημένην ἐκείνην καινουμένην σύνταξιν.

Όποιος ακούει τη λέξη «παράταξη» και «φάλαγξ» ή «αιχμάλωτοι» και «λάφυρα» ή και πάλι «στρατηγός» και «συνταγματάρχες», θα σκεφτεί ότι ακούει για πράγματα που αναφέρει στα γραπτά του κάθε ιστορικός και ποιητής. Όμως αυτός ο σχηματισμός μάχης ήταν καινούργιος και φαινόταν πολύ παράξενος για όλους, ενώ ήταν τέτοιος που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ, ούτε είχε παραδοθεἰ στους μεταγενέστερους από κάποιον ιστορικό. Γιατί ενώ προχωρούσε κατά μήκος του δρόμου προς το Ικόνιον, ο στρατός βάδιζε κανονικά και προχωρούσε με βήμα ακολουθώντας τη μουσική ενός αυλού. Και αν έβλεπες ολόκληρη τη φάλαγγα, θα έλεγες ότι παρέμενε ακίνητη όταν βρισκόταν σε κίνηση και ότι κινείτο όταν σταματούσε. Γιατί χάρη στον στενό σχηματισμό των ασπίδων και των ανδρών που στέκονταν σε οριζόντιες γραμμές έμοιαζε με τα ακίνητα βουνά, ενώ όταν άλλαξε τη διαδρομή της, κινούνταν σαν πολύ μεγάλο θηρίο, γιατί ολόκληρη η φάλαγγα περπατούσε και στρεφόταν, σαν να κατευθυνόταν από ένα μυαλό. Αλλά αφού έφτασε στο Φιλομήλιον και έσωσε άνδρες από όλες τις πλευρές από τα χέριατων βαρβάρων, όπως είπαμε και πιο πάνω, και έβαλε στο κέντρο της παράταξης όλους τους αιχμαλώτους και τις γυναίκες, καθώς και τα παιδιά και τα λάφυρα, βάδιζε αργά κατά την επιστροφή του και προχωρούσε χαλαρά, με ρυθμό μυρμηγκιού. Επιπλέον, δεδομένου ότι πολλές από τις γυναίκες ήσαν έγκυες και πολλοί από τους άνδρες έπασχουν από ασθένειες, όποτε έφτανε ο χρόνος να γεννήσει μια γυναίκα, χτυπούσε μια σάλπιγγα και ένα νεύμα του αυτοκράτορα έκανε όλους τους άνδρες να σταματήσουν και ολόκληρος ο στρατός σταματούσε αμέσως εκεί. Και όταν μάθαιναν ότι το παιδί γεννήθηκε, ακουγόταν διαφορετικός ήχος, όχι ο συνηθισμένος, που καλούσε σε κίνηση και παρότρυνε όλους να συνεχίσουν το ταξίδι. Κι όταν κάποιος πέθανε, τα ίδια γίνονταν και πάλι, και ο αυτοκράτορας βρισκόταν στο πλάι του άνδρα που πέθαινε, και καλούνταν οι ιερείς να ψάλλουν τους επιθανάτιους ύμνους και να παραδώσουν τα μυστήρια σε εκείνον που πέθαινε. Και όταν ολοκληρώνονταν όλες οι τελετές για τους νεκρούς, και μέχρι οι νεκροί να μπουν στο χώμα και να ταφούν, δεν επιτρεπόταν στον στρατό να κινηθεί ούτε βήμα. Και όταν ερχόταν η ώρα να γευματίσει ο αυτοκράτορας, καλούσε τους άνδρες και τις γυναίκες που ήσαν καταβεβλημένοι από ασθένεια ή γηρατειά και έβαζαν μπροστά τους το μεγαλύτερο μέρος των φαγητών, ενώ καλούσε κι εκείνους που γευμάτιζαν μαζί του να κάνουν το ίδιο. Και το γεύμα ήταν σαν πλήρες συμπόσιο θεών, γιατί δεν υπήρχαν όργανα, ούτε αυλοί ή τύμπανα ή καμία ενοχλητική μουσική.294

Ἀλλὰ παράταξιν καὶ φάλαγγάς τις ἀκούων, ἀλλὰ δορυαλώτους καὶ λάφυρα, ἀλλὰ στρατηγὸν καὶ ξυνταγματάρχας, νομίζοι ἂν ἐκείνων ἀκούειν ὁποίων ἅπας ἱστορικὸς καὶ ποιητὴς ξυγγράφων μέμνηται. Ἀλλ' αὕτη ἡ παράταξις καινή τις καὶ παράδοξος ἅπασι κατεφαίνετο, καὶ ὁποίαν οὐδείς πω οὔτε τεθέαται οὔθ' ἱστορήσας τοῖς ἐς ὕστερον παρεπέμψατο. Ἐπὰν γὰρ τῆς πρὸς τὸ Ἰκόνιον εἴχετο, συντεταγμένως τε ἐπορεύετο καὶ εὔρυθμον αὐλῷ τὴν κίνησιν τοῦ συντάγματος ἐπεποίητο. Εἶπες ἂν τὴν φάλαγγα πᾶσαν ἰδὼν καὶ κινουμένην ἀκίνητον μένειν καὶ ἱσταμένην πορεύεσθαι. Τῷ μὲν γὰρ συνασπισμῷ καὶ τῇ ἀλληλουχίᾳ τῆς παρατάξεως τοῖς ἀσαλεύτοις ὄρεσιν ἐῴκει, ταῖς δὲ μεταβάσεσι κινεῖσθαι ὥσπερ ζῷον μέγιστον ἓν ἡ σύμπασα φάλαγξ ὑπὸ μιᾶς κινουμένη καὶ μεταβαίνουσα ψυχῆς. Ἐπὰν δὲ τὸ Φιλομήλιον κατέλαβεν ἁπανταχόθεν τοὺς ὑπὸ χεῖρα τῶν βαρβάρων ἀναρρυσάμενος, καθά που καὶ ἄνωθεν εἴρηται, μέσον τῆς παρατάξεως εἰσελάσας τούς τε δορυ αλώτους καὶ αὐτὰς δὴ γυναῖκας καὶ τέκνα καὶ τὴν λείαν ἅπασαν ὑπαναστρέφων ἠρέμα τε ἐπορεύετο καὶ οἷον σχολαίαν τε καὶ μυρμηκίζουσαν τὴν κίνησιν ἐπεποίητο. Ἐπεὶ δὲ καὶ πολλαὶ τῶν γυναικῶν ἐγκύμονες ἦσαν, πολλοὶ δὲ καὶ νόσοις συνεσχέθησαν, ὁπηνίκα τις πρὸς τὸ τεκεῖν ἠπείγετο γυνή, σάλπιγξ τηνικαῦτα ἠχοῦσα νεύματι τοῦ αὐτοκράτορος ἀτρεμεῖς πάντας ἐποίει, καὶ ἅπαν τὸ σύνταγμα ἐκεῖ παραχρῆμα εἱστήκει. Ὅταν δὲ τεκοῦσαν μεμαθήκοι, ἄλλος ἦχος οὐ συνήθης καὶ τῆς κινήσεως προκλητικὸς ἠχήσας τὴν ὁδοιπορίαν ἅπασιν ἐπώτρυνεν. Εἰ δέ τις καὶ ἐθανάτα, τὰ αὐτὰ αὖθις ἐγίνετο καὶ ὁ αὐτοκράτωρ πρὸς τὸν θνήσκοντα παρεγίνετο καὶ ἱερεῖς προσεκαλοῦντο τοὺς ἐπιτελευτίους ᾄσοντες ὕμνους καὶ τῶν ἁγιασμάτων μεταδώσοντες τῷ θνήσκοντι. Καὶ οὕτω τῶν ἐπὶ τοῖς τελευτῶσι πάντων νομίμως τελεσθέντων, οὐδὲ μέχρις ἂν ὁ θνήσκων ἐνσοριασθεὶς ἐτάφη, οὐδὲ βραχὺ τὴν παράταξιν συνεχώρει κινεῖσθαι. Ὁπηνίκα δὲ ἀριστῆσαι τούτῳ ἐδέησε, γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας, ὁπόσοι νόσοις ἢ γήρᾳ κεκμηκότες ἦσαν, μετακαλούμενος τὰ πλείω τῶν ἐδεσμάτων αὐτοῖς παρετίθει καὶ τοὺς συνδειπνοῦντας αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν παρεκελεύετο. Καὶ ἦν ἡ τράπεζα πανδαισία τις θεϊκὴ οὐκ ὀργάνων παρόντων οὐδὲ αὐλῶν οὐδὲ τυμπάνων οὐδὲ τὸ παράπαν μουσικῆς τινος ἐνοχλούσης.

Η αδυναμία των Βυζαντινών να ανακαταλάβουν την Κόνυα και να κρατήσουν την Άγκυρα, και η μερική απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού από τη νότια Φρυγία δεν είναι οι μόνες ενδείξεις της συγκριτικής πυκνότητας των Τουρκμένων σε αυτές τις περιοχές. Οι πηγές αναφέρονται ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι Τουρκμένοι ήσαν παρόντες σε μεγάλους αριθμούς,295 ενώ παρά τις επιτυχίες που είχε σημειώσει ο Αλέξιος στην απώθηση των Τούρκων πίσω στο υψίπεδο, οι Τούρκοι μπορούσαν ακόμη να επιτίθενται στα Λεντιανά, πιο πέρα στα δυτικά.296

Η τουρκμενική πίεση σε αυτήν την περιοχή ήταν σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Όταν ο Ιωάννης Κομνηνός διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1118, οι πόλεις της Φρυγίας, του άνω Μαιάνδρου, της Πισιδίας, της Παμφυλίας και του Σαγγάριου πιέζονταν σκληρά. Ο Ιωάννης χρειάστηκε να ξαναπάρει τη Λαοδίκεια, τη Σωζόπολη και τους Ιερακορυφίτες από τους Τούρκους στην Πισιδία και τη Φρυγία. Πιο πέρα προς βορρά χρειάστηκε να διώξει τους νομάδες από τις περιοχές του ποταμού Σαγγάριου, ενώ υποχρεώθηκε να βαδίσει στην Πισιδία και την Παφλαγονία για να επανεπιβάλει την τάξη.297 Παρά την ανησυχία του Ιωάννη για τις περιοχές Κασταμώνος-Γάγγρας-Νεοκαισάρειας στον βορρά και Κιλικίας-Αντιόχειας στον νότο, τα τουρκμενικά στοιχεία στη δυτική Μικρά Ασία φαίνεται ότι είχαν σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι εντελώς, αναχαιτιστεί. Όμως η δύναμη της τουρκμενικής πίεσης προς τα δυτικά έγινε σχεδόν ακαταμάχητη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ (1143-80). Χωρίς αμφιβολία, αυτό οφειλόταν εν μέρει στην απασχόληση του Μανουήλ με υποθέσεις στην Ευρώπη και την Αντιόχεια, αλλά φαίνεται επίσης ότι υπήρχαν και άλλοι παράγοντες, ανεξάρτητοι από τη ενασχόληση με τη Δύση. Προφανώς, ο αριθμός των Τουρκμένων στη Φρυγία είχε αυξηθεί και υπήρχε τεράστια πίεση τόσο για βοσκοτόπους όσο και για λεία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ οι Τουρκμένοι επανεμφανίστηκαν στη Βιθυνία, τη Μυσία, την κοιλάδα του Καΰστρου, τη δυτική Φρυγία, τη Λυδία και την Παμφυλία. Στην αρχή της βασιλείας του οι νομάδες ταλαιπωρούσαν πολύ τη Βιθυνία και τμήματα της Μυσίας. Χρειάστηκε να τους διώξει από τα Μαλάγινα και τον Πιθηκά στη δυτικότερη στροφή του Σαγγάριου,298 ενώ ξανάχτισε και τις δύο πόλεις ως αμυντικά φυλάκια. Παρομοίως, επανοχύρωσε την περιοχή Αδραμυττίου-Περγάμου-Χλιαρών.299

Η βαρύτερη συγκέντρωση Τουρκμένων στη βορειοδυτική Ανατολία ήταν στην περιοχή των ποταμών Βαθύς και Τέμβρις, γύρω από τις τοποθεσίες Δορύλαιον και Κοτύαιον. Από αυτή τη βάση οι Τούρκοι θα βάδιζαν προς τα βόρεια και δυτικά, για να επιτεθούν στην κοιλάδα του Σαγγάριου, στο Ποιμανηνόν και στο Αδραμύττιον. Εδώ ήταν επίσης που ο Τούρκος αρχηγός Μαμπλάνης (Παμπλάνης, Μπαλαμπάνης ή Καπλάνης;) νίκησε τον στρατό της Δεύτερης Σταυροφορίας.300 Όταν ο Μανουήλ επέστρεφε με τον στρατό του από την Κιλικία το 1159, οι Τουρκμένοι του Κοτυαίου σκότωναν τους περιπλανώμενους λιποτάκτες.301 Κατά συνέπεια, όταν ο Μανουήλ επέστρεψε στην Ανατολία λίγο αργότερα για να ασχοληθεί με τον σουλτάνο, πέρασε μπροστά από το Δορύλαιο για να επιτεθεί στους Τουρκμένους που κατασκήνωναν εκεί, διώχνοντας προσωρινά αυτούς και τα ζώα τους από την περιοχή.302 Όμως οι απτόητοι νομάδες σύντομα συγκεντρώθηκαν ξανά με τα κοπάδια τους στην ίδια περιοχή. Αυτό είναι αρκετά χαρακτηριστικό του αγώνα που έπρεπε να δίνουν οι αυτοκράτορες απέναντι στους Τουρκμένους στη δυτική Μικρά Ασία, επειδή οι τελευταίοι γενικά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίζουν οργανωμένες στρατιωτικές εκστρατείες και ως εκ τούτου υποχωρούσαν μπροστά τους. Αντίθετα, σε καιρούς ειρήνης ή σε περιόδους διοικητικής αναταραχής, οι Τουρκμένοι μπορούσαν να διεισδύουν πιο εύκολα στο βυζαντινό έδαφος. Η λύση που ο Μανουήλ είχε ήδη χρησιμοποιήσει σε Πιθηκά, Μαλάγινα, Αδραμύττιον, Χλιαρά και Πέργαμο, ήταν να χτίζει ισχυρά οχυρωμένες πόλεις φρουράς. Όταν ο Μανουήλ αποχώρησε από το Δορύλαιον, οι Τουρκμένοι και τα κοπάδια τους επανήλθαν, κι έτσι ο Μανουήλ αποφάσισε να τους απομακρύνει μόνιμα από αυτή τη στρατηγική περιοχή ανοικοδομώντας το Δορύλαιον. Το 1175, ενώ ξανάχτιζε και επανεποίκιζε την πόλη (είχε εγκαταλειφθεί ως ακατοίκητο ερείπιο για έναν αιώνα), οι 2.000 Τουρκμένοι που ζούσαν στην πεδιάδα με τις σκηνές και τα κοπάδια τους προσπάθησαν να αποτρέψουν το έργο της ανοικοδόμησης, καθώς σήμαινε ότι θα έχαναν τους βοσκοτόπους τους. Αλλά ο στρατός του αυτοκράτορα ήταν πολύ μεγάλος. Έτσι στο τέλος οι νομάδες έκαψαν τις σκηνές τους και έφυγαν από την πεδιάδα του Δορυλαίου.303 Το περιστατικό της ανοικοδόμησης του Δορυλαίου είναι ένα από τα σαφέστερα κεφάλαια στη μακρά πάλη μεταξύ νομαδισμού και καθιστικής κοινωνίας στην Ανατολία.

Η πυκνότερη συγκέντρωση και μεγαλύτερη επέκταση των νομάδων προφανώς λάμβανε χώρα στις νοτιοδυτικές περιοχές της Φρυγίας, περιοχές οι οποίες, κατά τη βασιλεία του Αλέξιου και του Ιωάννη, φαίνεται να βρίσκονταν σε βυζαντινά χέρια. Όταν ο Μανουήλ επέστρεψε από την εκστρατεία του εναντίον της Κόνυα, εργαζόταν κάτω από αυτήν την εντύπωση και έτσι αποσύρθηκε στην περιοχή όπου πηγάζει ο Μαίανδρος, γύρω από το Χώμα-Σουβλαίον, για να ξεκουράσει τον στρατό.304 Από την εποχή της ανακατάκτησης του Αλέξιου αυτό ήταν βυζαντινό έδαφος, που είχε αφαιρεθεί από την επικράτεια των Σελτζούκων.305 Αλλά ο αυτοκράτορας ξαφνιάστηκε όταν έπεσε πάνω σε πολυάριθμη κατασκήνωση Τουρκμένων με τις σκηνές τους,306 ενώ οι Τουρκμένοι βρίσκονταν κάτω από κάποιον αρχηγό Ράμα που επιτίθετο συνεχώς σε ελληνικά εδάφη.307 Αφού ξανάχτισε το Δορύλαιον, ο Μανουήλ ξανάχτισε το Χώμα-Σουβλαίον στις πηγές του Μαιάνδρου, για να έχει κι εδώ ένα ισχυρό φυλάκιο εναντίον της νομαδικής διείσδυσης. Αλλά τότε πια στην περιοχή του άνω Μαιάνδρου είχαν διεισδύσει τόσο απόλυτα οι άνθρωποι των φυλών, που το Χώμα-Σουβλαίον περιγράφεται από Έλληνα συγγραφέα της εποχής ως ευρισκόμενο «στη μέση της περσικής [τουρκικής] γης».308

Οι νομάδες είχαν επίσης καταλάβει με τα ζώα τους τη φρυγική Πεντάπολη στα βόρεια του Χώματος-Σουβλαίου,309 όπου βρίσκονταν υπό την εξουσία κάποιου Σολυμά, που φαίνεται να είχε το κέντρο του στα Σαράπατα Μύλωνος. Ο Μανουήλ έδιωξε προσωρινά τους νομάδες, αλλά με την απόσυρσή του επέστρεψαν για να αλώσουν τη Λαοδίκεια και τον Φιλητά,310 και ακολούθησε προφανώς μεγάλη μεταναστευτική κίνηση Τουρκμένων, «τόσο πολλών, όσο πλούσιοι είναι σε κοπάδια, και λόγω των χορταριασμένων λιβαδιών ολόκληρη η φυλή εισβάλλει στα σύνορα των Ρωμαίων».311 Έτσι ο Μανουήλ αναγκάστηκε να στείλει κι άλλη εκστρατεία εναντίον των νομάδων. Μετά τη μάχη του Μυριοκέφαλου έστειλε τους στρατούς του να επιτεθούν στους Τουρκμένους που είχαν κατασκηνώσει στις πεδιάδες του Πανασίου και του Λακερίου, καθώς και στον Χάρακα μεταξύ Λάμπης και Γραός Γάλακτος, αλλά και πάλι τα αποτελέσματα ήσαν εφήμερα.312 Η συγκέντρωση Τουρκμένων στον άνω Μαίανδρο ήταν τέτοια, που φαίνεται ότι είχαν εισχωρήσει πιο χαμηλά στον Μαίανδρο. Όταν οι σταυροφόροι της Δεύτερης Σταυροφορίας ανέβαιναν τον Μαίανδρο προς Λαοδίκεια, εύρισκαν Τούρκους και στις δύο όχθες του ποταμού.313 Η πίεση των Τουρκμένων συνεχιζόταν πιο πέρα προς νότιο στην περιοχή της Παμφυλίας, όπου η Αττάλεια είχε αποκλειστεί στενά και όπου επίσης τα απομεινάρια της Δεύτερης Σταυροφορίας δέχτηκαν επίθεση, όταν προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό Ευρυμέδοντα.314 Η βασιλεία του Μανουήλ Κομνηνού μαρτυρεί σημαντική πρόοδο της νομαδικής προέλασης προς τα δυτικά. Παρόλο που οι νομάδες αναχαιτίστηκαν προσωρινά στη βορειοδυτική Ανατολία ως αποτέλεσμα των οχυρώσεων του Μανουήλ στον Σαγγάριο, στον Βαθύ-Τέμβρι και στο θέμα Νεοκάστρου, κατάφεραν να καταλάβουν τα απομεινάρια του βυζαντινού εδάφους στη δυτική Φρυγία και άρχιζαν να ακολουθούν την πορεία του Μαιάνδρου και του Καΰστρου μέσα στη Λυδία και την Καρία.

Κατά τη διάρκεια των εικοσιπέντε ετών μετά τον θάνατο του Μανουήλ, οι Τούρκοι κατέβαιναν πιο χαμηλά στον Μαίανδρο και απειλούσαν και πάλι τις πόλεις της Βιθυνίας από τις βάσεις τους στους ποταμούς Βαθύ και Τέμβρι. Οι σουλτάνοι, εφεξής συγκριτικά απαλλαγμένοι από εμπλοκή στην ανατολική Ανατολία, συμμετείχαν πιο ενεργά σε αυτές τις τουρκικές επιδρομές. Η Σωζόπολις πάρθηκε. Το Κοτύαιον, ο Τάνταλος και η Καρία αλώθηκαν. Η Λαοδίκεια, οι Χωνές, η Αττάλεια πολιορκήθηκαν. Η αυξανόμενη αναρχία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η απόσυρση στρατευμάτων από την Ανατολία για υπηρεσία στην Ευρώπη διευκόλυνε σημαντικά τις επιδρομές των Τουρκμένων.315 Καθώς χειροτέρευαν η πολιτική κατάσταση και η διοίκηση εντός των βυζαντινών επαρχιών, εμφανίζονταν στασιαστές στη Μικρά Ασία, οι οποίοι γενικά προσκαλούσαν ομάδες Τουρκμένων να τους υποστηρίξουν. Οι Τουρκμένοι εκμεταλλεύονταν αυτές τις ευκαιρίες για να λεηλατήσουν πόλεις και χωριά και να πάρουν λεία και αιχμαλώτους. Για όλους αυτούς τους λόγους, η διείσδυση ομάδων Τουρκμένων διευκολύνθηκε σημαντικά.316 Τώρα πια η πίεση των Τουρκμένων απειλούσε και πάλι τη Βιθυνία και τις μεσαίες περιοχές του Μαιάνδρου.

Αν και οι περισσότερες από τις λεπτομέρειες της ιστορίας των νομάδων στη δυτική Ανατολία αυτή τη στιγμή έχουν χαθεί, ωστόσο πολλά από τα σημαντικά χαρακτηριστικά έχουν διασωθεί στις πηγές. Κοιτάζοντας τον χάρτη, είναι δυνατό να δούμε ότι η δυτική ώθηση των Τουρκμένων άρχισε να λειτουργεί μόλις κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Ο Αλέξιος κατάφερε να τους απωθήσει σε μια γραμμή που διέτρεχε περίπου τη διαδρομή Δορύλαιον-Σαντάβαρις-Αμόριον-Κέδρεα-Πολύβοτον-Φιλομήλιον. Ο Ιωάννης κατάφερε, σε μεγάλο βαθμό, να κρατήσει τους Τουρκμένους στις κεντρικές και πιο ανατολικές περιοχές της Φρυγίας. Όμως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ οι Βυζαντινοί ήσαν λιγότερο επιτυχείς και οι νομάδες προωθήθηκαν προς τα δυτικά, μέσα στις περιοχές από Τρίπολη-Ιεράπολη-Λαοδίκεια στον νότο μέχρι Λακέριον-Πεντάπολη-Πανάσιον στον βορρά. Περί το τέλος του αιώνα απειλούσαν τις κατώτερες περιοχές του Μαιάνδρου, την Αττάλεια και τις πόλεις της Βιθυνίας στον βορρά. Αυτή η επέκταση οφειλόταν κυρίως στην εσωτερική βυζαντινή παρακμή και στο επαρχιακό χάος, αλλά ενδεχομένως και στην αύξηση του αριθμού των Τούρκων που εισέρχονταν στη δυτική Ανατολία.

Δύο παράγοντες φαίνεται να δείχνουν ότι οι αριθμοί των Τουρκμένων αυξάνονταν. Πρώτον, υπάρχει η επιτυχής επέκταση των νομάδων σε αναζήτηση λείας και βοσκοτόπων στο δεύτερο μισό του αιώνα. Στη συνέχεια υπάρχει επίσης το γεγονός ότι οι πηγές μιλούν για τους νομάδες ως παρόντες σε μεγάλους αριθμούς. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί συχνά αναφέρονται στους νομάδες ως παρόντες σε μεγάλους αριθμούς, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του αρχηγού Ράμα, ο οποίος λέγεται ότι είχε στρατοπεδεύσει στις πηγές του Μαιάνδρου με πολλές σκηνές.317 Σε δύο περιπτώσεις οι ελληνικές πηγές αναφέρουν αριθμούς: υπήρχαν 2.000 Τούρκοι με τις σκηνές και τα ζώα τους κατασκηνωμένοι γύρω από το Δορύλαιον,318 και ο αντάρτης Ψευδοαλέξιος απέκτησε 8.000 Τουρκμένους από τον Αρσάνη, όταν επέδραμε στις πόλεις του Μαιάνδρου.319 Άλλες όμως πηγές δείχνουν μεγαλύτερους αριθμούς. Ο Ιμπν αλ-Αθίρ σημειώνει ότι οι Ουτζ Τουρκμένοι στα δυτικά ήσαν παρόντες σε μεγάλους αριθμούς.320 Ο Μιχαήλ Σύριος αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια της πορείας του Μανουήλ στο Μυριοκέφαλον, οι Τουρκμένοι, σε ομάδες των 5.000 έως 10.000, παρενοχλούσαν τους Βυζαντινούς και όταν ο στρατός σταμάτησε, περίπου 50.000 Τουρκμένοι λεηλάτησαν το στρατόπεδο.321 Οι Λατίνοι συγγραφείς που περιγράφουν την πορεία του Μπαρμπαρόσσα μέσω της περιοχής μεταξύ Λαοδικείας-Σωζοπόλεως-Φιλομηλίου δείχνουν επίσης ότι οι Τουρκμένοι ήσαν παρόντες σε μεγάλους αριθμούς,322 με μια πηγή να τοποθετεί τον αριθμό τους στις 100.000.323

Τα αρχεία της εποχής λένε πολύ λίγα για τα μουσουλμανικά αστικά κέντρα σε αυτήν τη παραμεθόριο περιοχή κατά τον 12ο αιώνα, ενώ οι Τούρκοι σε αυτές τις περιοχές φαίνεται ότι ήσαν σχεδόν αποκλειστικά νομάδες. Οι Έλληνες ιστορικοί μιλούν μόνο για νομάδες και περιγράφουν επανειλημμένα τα εμφανή χαρακτηριστικά της νομαδικής κοινωνίας και ζωής.324 Οι ιστορικοί του Μπαρμπαρόσσα παρατηρούσαν ότι ήσαν «Βεδουίνοι» και «ληστές» που ζούσαν στις σκηνές τους. Ζούσαν κάτω από έναν αρχηγό, κατείχαν ζώα, αλλά καθώς δεν είχαν πόλεις ή εδάφη, μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο αναζητώντας βοσκοτόπους και λεηλασία.325

Αυτοί οι νομάδες κατοικούσαν σε ερημωμένες η μισοερημωμένες αγροτικές περιοχές. Καθώς η βυζαντινή δύναμη μειωνόταν και οι Τουρκμένοι εισέρχονταν σε νέες παραμεθόριες περιοχές, ο πληθυσμός πρέπει συχνά να εγκατέλειπε την ύπαιθρο για πόλεις όπως η Σωζόπολις, οι Χωνές και η Λαοδίκεια, ή για άλλες πιο ασφαλείς περιοχές στα υψίπεδα. Έτσι πολλές από τις παραμεθόριες πόλεις απομονώθηκαν από Τούρκους, που είχαν καταλάβει τις πεδιάδες και τις αγροτικές περιοχές. Με την καταστροφή του Δορυλαίου κατέλαβαν τις πεδιάδες του Βαθέος με τις σκηνές και τα ζώα τους και κανένα αστικό κέντρο δεν υπήρχε στον τόπο του Δορυλαίου για εκατό περίπου χρόνια. Το Κοτύαιον πρέπει να είχε υποστεί παρόμοια εμπειρία όταν ο σουλτάνος το άλωσε μετά τον θάνατο του Μανουήλ και μπήκαν οι Τουρκμένοι.326 Το Χώμα και οι πόλεις της Πεντάπολης υπέστησαν την ίδια μοίρα. Η Ιεράπολη και η Τρίπολη καταστράφηκαν και ερημώθηκαν και νομάδες μπήκαν και σε αυτές τις περιοχές. Μόνο η Λαοδίκεια και οι Χωνές επέζησαν ως βυζαντινά αστικά φυλάκια, αλλά ήσαν απομονωμένες, καθώς υπήρχαν βαριές νομαδικές εγκαταστάσεις γύρω τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας νομαδοποίησης, τα βυζαντινά τοπωνύμια σχεδόν εξαφανίστηκαν στην περιοχή μεταξύ Ουσάκ στα βόρεια, Ισπάρτα και Ουλούμπουρλου στα νοτιοανατολικά και Χωνών στα νοτιοδυτικά.327 Η κατάκτηση αυτής της περιοχής από τους Τούρκους υπήρξε μακρά και καταστροφική διαδικασία που κράτησε έναν αιώνα. Η κατάκτηση περιλάμβανε σταδιακή εγκατάσταση ομάδων Τουρκμένων και απόσυρση των βυζαντινών πληθυσμών. Με την υποχώρηση των τελευταίων και την εγκατάσταση των κατακτητών, νέα τουρκικά ονόματα αντικατέστησαν παλαιότερα βυζαντινά τοπωνύμια. Οι παρατεταμένες εχθρικές σχέσεις Βυζαντινών και Τούρκων σε αυτό το τμήμα της Ανατολίας οδήγησαν στην καταστροφή της βυζαντινής κοινωνίας328 και στην νομαδοποίηση μεγάλων περιοχών. Αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε σε τμήματα της βορειοδυτικής γωνίας του υψιπέδου γύρω από το Κοτύαιον-Δορύλαιον και στην πεδιάδα της Παμφυλίας.329

Η εμφάνιση των νομάδων στα σύνορα συνδέεται επίσης με το γεγονός ότι οι σουλτάνοι τους έστελναν εκεί για να συνεχίζουν τη τζιχάντ με τους χριστιανούς. Ο ρόλος στον ιερό πόλεμο αυτών των Ουτζ Τουρκμένων (Τουρκμένων των συνόρων, όπως τους ορίζουν οι αραβικές πηγές της εποχής)330 απεικονίζεται σαφώς στο Ντανισμέντναμε και σε άλλα τουρκικά έπη που ασχολούνται με την κατάκτηση.331 Η έκθεση του Άραβα περιηγητή του 12ου αιώνα αλ-Χαράουι επιβεβαιώνει επίσης τον χαρακτήρα γαζήδων αυτών των νομαδικών ομάδων. Τα δύο πιο σημαντικά θρησκευτικά ιερά που αναφέρει στην περιοχή Τουρκμένων της δυτικής Ανατολίας είναι ο τάφος του Άμπου Μουχάμαντ αλ-Μπατάλ, που βρισκόταν σε λόφο στα βυζαντινο-τουρκικά σύνορα332 και οι τάφοι των μουσουλμάνων πεσόντων, μαρτύρων, κατά τη διάρκεια της διάσημης επιδρομής των Αράβων στο Αμόριον το 838. Η εξέχουσα θέση της λατρείας του Μπατάλ και η ιδιαίτερη αγιότητα των τάφων στο Αμόριον καταδεικνύουν ξεκάθαρα τη νοοτροπία και το πνεύμα γαζήδων που επικρατούσε μεταξύ των τουρκμενικών φυλών.333 Ήταν επίσης βολικό για τους σουλτάνους να στέλνουν αυτές τις φυλές στα σύνορα, γιατί έτσι απομακρύνονταν από τις κεντρικές περιοχές της επικράτειας των Σελτζούκων. Οι ακριβείς σχέσεις μεταξύ αυτών των παραμεθορίων φυλών και του σουλτανάτου στην Κόνυα είναι κάπως θολές. Κατά κανόνα οι Τουρκμένοι έπαιρναν το μέρος των σουλτάνων εναντίον των χριστιανών, αλλά υπήρχαν συχνά περιπτώσεις όπου οι σουλτάνοι δεν ήσαν σε θέση να ελέγξουν τους Τουρκμένους. Τα γεγονότα που περιβάλλουν τη μάχη του Μυριοκέφαλου και την πορεία του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα δείχνουν στην πραγματικότητα την απουσία πλήρους ελέγχου επί των φυλών στα σύνορα. Ο τελευταίοι αντιτάχθηκαν στην ειρηνευτική συνθήκη του Κίλιτζ Αρσλάν με τον Μανουήλ και συνέχισαν τις επιδρομές σε βυζαντινό έδαφος. Ο Μπαρμπαρόσσα, παρά τις φιλικές του σχέσεις με τον σουλτάνο, παρενοχλήθηκε και δέχτηκε επίθεση από Τουρκμένους μεταξύ Λαοδίκειας και Κόνυα, καθώς και πάλι μετά την αναχώρησή του από την Κόνυα, καθ’ οδόν προς Κιλικία.334

Η εγκατάσταση των νομάδων δεν περιοριζόταν φυσικά στη δυτική Ανατολία. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε όλη την περίμετρο του υψιπέδου της Ανατολίας. Εγκαθίσταντο κατά μήκος των βυζαντινών συνόρων στον βορρά όπου, κατά τον 13ο αιώνα, η φυλή των Τσέπνι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη τζιχάντ με τους Τραπεζούντιους Έλληνες.335 Υπάρχουν επίσης αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία αναφέρονται οι Αγατσέρι στην ανατολική Ανατολία κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Η παρουσία και οι δραστηριότητές τους τεκμηριώνονται ακόμη καλύτερα για τις περιοχές του Ταύρου τον 12ο αιώνα. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο αριθμός τους και η καταστροφική συμπεριφορά τους αυξάνονταν σημαντικά τότε στη νοτιοανατολική Ανατολία, ως αποτέλεσμα της άφιξης νεοεισερχομένων από τη Μέση Ανατολή, λόγω της διαμάχης στην επικράτεια των Μεγάλων Σελτζούκων.336 Το μοτίβο της εγκατάστασης και των επιδρομών τους ήταν αναμφίβολα παρόμοιο με εκείνο που έχει σκιαγραφηθεί για τη δυτική Ανατολία.337

Οι εισβολές, η εγκατάσταση και οι επιδρομές των Τουρκμένων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τύχη της χερσονήσου της Ανατολίας. Ο αντίκτυπος αυτής της νομαδικής-ποιμενικής-πολεμικής κοινωνίας, που βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ηρωικής της εποχής, επί της σταθερότητας της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης καθιστικής κοινωνίας των Βυζαντινών χριστιανών ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες στον πολιτιστικό μετασχηματισμό της Μικράς Ασίας. Όμως από τα τέλη του 12ου αιώνα η βυζαντινή κοινωνία είχε καταφέρει να επιβιώσει από τα αρχικά σοκ αυτών των μεταναστεύσεων-εισβολών και κατακτήσεων, και κατά συνέπεια τα χαρακτηριστικά αυτής της σύγκρουσης νομάδων-καθιστικών θα συζητηθούν στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου.

Επιπτώσεις της τουρκικής κατάκτησης στην εκκλησιαστική διοίκηση τον 11ο και 12ο αιώνα

Ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα είναι να εξακριβώσουμε τι συνέβη στην εκκλησία αυτή την περίοδο. Δυστυχώς λείπουν εκκλησιαστικά έγγραφα σχετικά με τα προβλήματα της εκκλησίας στη Μικρά Ασία μέχρι την περίοδο του 14ου αιώνα, όταν αυτά γίνονται συγκριτικά άφθονα. Τα αρμενικά και τα συριακά χρονικά μας δίνουν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά σε περιορισμένες περιοχές στην ανατολική Ανατολία, ενώ τα μεμονωμένα σχόλια των Ελλήνων ειδικών του κανονικού δικαίου, συνοδικά διατάγματα και ιστορίες δίνουν μερικές συγκεκριμένες ενδείξεις για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εκκλησία αλλού στην Ανατολία. Αυτές οι λιγοστές πραγματικές πληροφορίες πρέπει να κατανοηθούν και να ερμηνευθούν στο πλαίσιο γενικών συνθηκών. Η πρώτη από αυτές είναι το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα της Ανατολίας περνούσαν μια σχετικά μακρά περίοδο αναταραχής. Η ιστορία της εκκλησίας αυτή την εποχή δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως, αν δεν ληφθεί υπόψη αυτό το γεγονός. Δεύτερον, λόγω των τουρκικών εισβολών και εγκαταστάσεων η Μικρά Ασία γινόταν ο «οίκος του πολέμου» (νταρ αλ-χαρμπ) μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού. Ακριβώς όπως υπήρχε θρησκευτική ένταση και ανταγωνισμός μεταξύ των δύο θρησκειών στη Συρία και τη Μεσοποταμία ως αποτέλεσμα των Σταυροφοριών, εξίσου συχνά υπήρχε θρησκευτικός ζήλος και εχθρότητα στις σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολία. Παρ’ όλα αυτά, οι εισβολείς ήσαν, επίσημα, μουσουλμάνοι και ως εκ τούτου η πολιτική και πολιτιστική τους προοπτική περιλάμβανε την επίσημη ανοχή της χριστιανικής κοινωνίας, αν και σε σίγουρα υποτιμημένη κατάσταση. Επίσης εξαιρετικά σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η θρησκευτική σχέση ήταν πολύ συχνά ισοδύναμη και εναλλάξιμη με την πολιτική σχέση ή νομιμοφροσύνη. Έτσι, η βυζαντινή εκκλησία ήταν ύποπτη, επειδή επικεντρωνόταν σφιχτά στην Κωνσταντινούπολη και βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκράτορα. Ήταν, κατά μια έννοια, υπουργείο του κράτους.

Υπάρχουν κάποια στοιχεία στα σποραδικά χρονικά, ότι οι διαταραχές προκαλούσαν σημαντική ζημιά στα εκκλησιαστικά ιδρύματα σε όλη την Ανατολία. Ακόμη και πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ, οι τουρκικές επιδρομές οδήγησαν στη λεηλασία των διάσημων εκκλησιών του Αγίου Βασιλείου στην Καισάρεια και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωνές.338 Στη δεκαετία μετά το 1071 η καταστροφή των εκκλησιών και η φυγή των κληρικών έγινε ευρέως διαδεδομένη.339 Αν και δεν υπάρχει συστηματική περιγραφή αυτού του φαινομένου, οι τυχαίες αναφορές αρκούν για να δείξουν ότι οι εκκλησίες λεηλατούνταν και καταστρέφονταν συχνά. Το Ντανισμέντναμε βάζει την ακόλουθη δήλωση στο στόμα του μουσουλμάνου ήρωα Ντανισμέντ: «Είμαι ο Μαλίκ Ντανισμέντ Γαζής … ο καταστροφέας εκκλησιών και πύργων»,340 ενώ η καταστροφή και λεηλασία εκκλησιών και μοναστηριών προβάλλουν εμφανώς στο ποίημα. Κάποιος μπορεί λογικά να υποθέσει ότι αυτός ο υπαινιγμός για την καταστροφή εκκλησιών στο επικό ποίημα οφείλεται στη διογκωμένη φαντασία του ποιητή που περιγράφει τον ιερό πόλεμο. Αλλά οι παρεπόμενες αναφορές σε αυτά τα φαινόμενα στα χρονικά δείχνουν ότι υπάρχει κάποια αλήθεια στη βάση της δήλωσης του Τούρκου ποιητή. Οι εκκλησίες του Αγίου Φωκά στη Σινώπη και του Αγίου Νικολάου στα Μύρα, και οι δύο σημαντικά κέντρα προσκυνήματος, καταστράφηκαν.341 Τα μοναστήρια του όρους Λάτρος, ο Στρόβιλος και το Μελανούδιον στη δυτική ακτή αλώθηκαν και οι μοναχοί εκδιώχθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων εισβολών, με αποτέλεσμα τα μοναστηριακά ιδρύματα σε αυτήν την περιοχή να εγκαταλειφθούν εντελώς, έως ότου με τη βυζαντινή ανακατάκτηση και την εκτεταμένη υποστήριξη διαδοχικών Βυζαντινών αυτοκρατόρων ανασυστάθηκαν και πάλι.342 Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να περιβάλλουν την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο με τείχη, για να την προστατεύσουν από τους Τούρκους.343 Η διακοπή της ενεργού θρησκευτικής ζωής στις κοινότητες σπηλαίων-μοναστηριών της Καππαδοκίας τοποθετείται επίσης στον 12ο αιώνα.344 Με την κατάληψη της Αντιόχειας από τον Σουλεϊμάν το 1085, πολλές από τις εκκλησίες βεβηλώθηκαν, οι ιερείς εκδιώχθηκαν, μερικές από τις εκκλησίες χρησιμοποιήθηκαν ως στάβλοι και για άλλους ακατάλληλους σκοπούς. Ο Γουλιέλμος Τύρου δίνει μια από τις πρώτες περιγραφές της καταστροφής και παραμόρφωσης θρησκευτικών εικόνων. Στην Αντιόχεια, σχολιάζει, οι Τούρκοι αφαίρεσαν ή κάλυψαν τις εικόνες των αγίων στους τοίχους, σκάβοντας τα μάτια και ακρωτηριάζοντας τις μύτες.345 Στο τέλος του 11ου αιώνα οι Τούρκοι λεηλατούσαν τις εκκλησίες που εύρισκαν στον δρόμο τους μεταξύ Δορυλαίου και Κόνυα,346 ενώ παρόμοιες περιπτώσεις εμφανίζονται σε όλη τη νοτιοανατολική Ανατολία. Το 1120-21 σφάχτηκαν οι ιερείς και οι μοναχοί των περιοχών μεταξύ Τελ-Μπασίρ και Καϊσούμ347 και δεκαέξι χρόνια αργότερα κάηκε το μοναστήρι του Γκαρμίρ Βανκ κοντά στο Καϊσούμ.348 Ο Μουχάμαντ της Καισάρειας αναφέρεται ότι κατέστρεψε τις εκκλησίες περί το 1134,349 και σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα περί το 1153 ο εμίρης της Καισάρειας εξέδωσε άλλο διάταγμα που ζητούσε την καταστροφή εκκλησιών.350 Αν και οι Αρμένιοι, και ιδιαίτερα οι Σύριοι, φαίνεται να αντιμετωπίζονταν με περισσότερη προσοχή απ’ όση οι Έλληνες χριστιανοί, βλέπουμε ότι τόσο αρμενικά όσο και συριακά θρησκευτικά ιδρύματα υφίσταντο σημαντική πίεση και δυσκολία.351 Το 1140-41 και πάλι περί το 1149 Τούρκοι λεηλάτησαν τα μοναστήρια του Μπεθ Ζαμπάρ.352 Το Μπαρ Μαρ Σάουμα κοντά στη Μελιτηνή αντιμετώπισε δυσκολίες σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Στα μέσα του 12ου αιώνα τα κτίρια της μονής κάηκαν από Τούρκους που πήραν τα ζώα (στη συνέχεια αναγκάστηκαν από τον Τούρκο εμίρη να επιστρέψουν τα ζώα).353 Οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες της Μελιτηνής στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα του επέβαλαν καταπιεστικό φόρο υποτέλειας,354 αλλά η κατάστασή του βελτιώθηκε σημαντικά στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα χάρη στη γενναιοδωρία του Κίλιτζ Β’ Αρσλάν που το απελευθέρωσε εντελώς από την πληρωμή φόρου υποτέλειας.355

Αν και οι πηγές δεν το δείχνουν συγκεκριμένα, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι σε χωριά και πόλεις που καταστρέφονταν ή λεηλατούνταν από τους Τούρκους, τα θρησκευτικά ιδρύματα καταστρέφονταν επίσης. Πόλεις όπως το Αδραμύττιον, η Αττάλεια, το Δορύλαιον, το Κοτύαιον, η Καισάρεια και η Έδεσσα υπήρξαν αντικείμενα εκτεταμένης καταστροφής και πρέπει να υποτεθεί ότι τα θρησκευτικά ιδρύματα υπέστησαν την ίδια μοίρα (τουλάχιστον έως ότου, σε ορισμένες περιπτώσεις, επανεποικιστούν). Το ότι αυτό συνέβη υποδηλώνεται από την περιγραφή της Έδεσσας το 1186 από τον Μιχαήλ Σύριο, ο οποίος, σαράντα χρόνια μετά την άγρια καταστροφή της, απαριθμεί δεκαεπτά εκκλησίες στην πόλη που βρίσκονταν ακόμη σε κατεστραμμένη κατάσταση.356

Κάτι λέγεται επίσης, αν και πολύ λίγο, για μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά.357 Ο Σουλεϊμάν κατά την κατάκτηση της Αντιόχειας μετέτρεψε την εκκλησία του Κασσιανού σε τζαμί. Ο αρμενικός καθεδρικός ναός της Άνι παρέμενε τζαμί μέχρι να ανακατακτήσουν οι Γεωργιανοί την πόλη το 1124-25, να απομακρύνουν τους μουσουλμάνους από το κτίριο και να το μετατρέψουν και πάλι σε χριστιανικό ιερό.358 Όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος πήρε τη Σινώπη το 1214 μετέτρεψε τις εκκλησίες της σε τζαμιά.359 Αλλά όταν οι Έλληνες της Τραπεζούντας την ξαναπήραν, τα ξαναμετέτρεψαν. Όμως η ελληνική μεσοβασιλεία στη Σινώπη ήταν βραχύβια και όταν οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν και πάλι την πόλη, οι εκκλησίες έγιναν ξανά τζαμιά.360 Το παράδειγμα της Σινώπης ήταν αναμφίβολα γνωστό μοτίβο σε όλη την Ανατολία. Όταν οι Τούρκοι έπαιρναν τις πόλεις, συνήθως αναλάμβαναν πολλές από τις εκκλησίες για τη δική τους λατρεία ή για άλλους σκοπούς.361 Πολύ συχνά οι χριστιανοί αναγκάζονταν να εκκενώσουν μια πόλη που είχε μόλις καταληφθεί, όπως στην περίπτωση των Δαδύβρων, και πρέπει να υποθέσουμε ότι σε αυτή την περίπτωση και οι εκκλησίες περνούσαν στα χέρια μουσουλμάνων.362 Από την άλλη πλευρά οι χριστιανοί συνέχιζαν να κατέχουν πολλές από τις εκκλησίες τους σε όλη τη Μικρά Ασία, αλλά φαίνεται πιθανό ότι οι μουσουλμάνοι σφετερίζονταν τις μεγαλύτερες και καλύτερες εκκλησίες.363

Είναι συνηθισμένο να υποθέτουμε ότι οι εισβολές δεν επηρέαζαν τη διοίκηση της εκκλησίας στην Ανατολία, ενώ αναφέρεται συχνά ότι ο εκκλησιαστικός θεσμός συνέχιζε να λειτουργεί όπως στο παρελθόν, ανενόχλητος στην κατοχή των επισκοπών του, της εκκλησιαστικής περιουσίας και ασυλιών. Αυτό το δύσκολο ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι υπήρχαν τρεις μεγάλες εκκλησίες στην Ανατολία. Εκτός από την ελληνική εκκλησία, υπήρχαν επίσης τα αρμενικά και συριακά εκκλησιαστικά ιδρύματα στις πιο ανατολικές περιοχές. Είναι πολύ πιθανό ότι η τουρκική στάση απέναντι στους εκκλησιαστικούς θεσμούς των δύο τελευταίων εθνοτικών ομάδων διέφερε από τη στάση τους απέναντι στην ελληνική εκκλησία, στο βαθμό που οι πολιτικοί θεσμοί και οι στάσεις των Αρμενίων και των Συρίων περιστασιακά διέφεραν από εκείνες των Ελλήνων. Από αυτές τις τρεις ομάδες, οι Σύριοι δεν διέθεταν κανένα πολιτικό κράτος και έτσι οι Σύριοι χριστιανοί δεν αποτελούσαν πιθανή απειλή για τους μουσουλμάνους εισβολείς. Οι Αρμένιοι είχαν χάσει, ως επί το πλείστον, την ανεξαρτησία τους τον 11ο αιώνα, και ο αρμενικός πληθυσμός είχε διασκορπιστεί από την Αρμενία στην Καππαδοκία και την Κιλικία. Τόσο η αρμενική όσο και η συριακή εκκλησία είχαν υποστεί διωγμούς από τους Βυζαντινούς τον 11ο αιώνα, τότε που οι αυτοκράτορες είχαν επιδιώξει να τους επιβάλουν εκκλησιαστική ένωση. Ως αποτέλεσμα αυτού, το συριακό πατριαρχείο είχε εγκαταλείψει τη Μελιτηνή στο βυζαντινό έδαφος και είχε καταφύγει σε μουσουλμανικά εδάφη στην πόλη της Άμιδας. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική εκκλησία ήταν σφιχτά συγκεντρωτική στην Κωνσταντινούπολη και υπό τον έλεγχο των αυτοκρατόρων, οι οποίοι την υποστήριζαν και συχνά εργάζονταν μέσω αυτής. Λόγω των ιστορικών συνθηκών, η ταύτιση εκκλησιαστικών και πολιτικών θεσμών στο Βυζάντιο ήταν πλήρης, και σε αυτό η ελληνική εκκλησία διέφερε από τη συριακή εκκλησία. Λόγω αυτών των περιστάσεων, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι Τούρκοι θα έβλεπαν την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης κάτω από κάπως διαφορετικό φως. Εφόσον ο κύριος εχθρός στην Ανατολία κατά τον 11ο και 12ο αιώνα ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το εκκλησιαστικό κατεστημένο της στην Ανατολία ήταν αυτομάτως πολύ ύποπτο. Πάνω όμως και πέρα από τη σύνδεση θρησκευτικών και πολιτικών θεσμών, υπήρχε ο θρησκευτικός ανταγωνισμός μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών που τροφοδοτούνταν από τις φλόγες του πολέμου.

Παρά το «ευνοούμενο καθεστώς» που απολάμβαναν οι Σύριοι και οι Αρμένιοι υπό τους Τούρκους, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι με συνέπεια και αδιάκοπα δεν ευνοούσαν ούτε ανέχονταν την εκκλησιαστική διοίκηση των κυρίως «μη πολιτικών» εκκλησιών. Γιατί κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, περί το 1174, η συριακή πατριαρχική κατοικία στην Άμιδα κλείστηκε, και πολλές από τις εκκλησίες είτε κλείστηκαν είτε καταστράφηκαν.364 Η αρμενική εκκλησία δεν απολάμβανε της τουρκικής εύνοιας όσο η συριακή εκκλησία, πιθανώς επειδή οι Αρμένιοι συνέχιζαν να αποτελούν παράγοντες στην πολιτική και στρατιωτική ζωή της νοτιοανατολικής Ανατολίας. Περί το τέλος του 11ου αιώνα η αρμενική εκκλησία αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες, που ο Αρμένιος πατριάρχης Βασίλειος έκανε προσωπική έκκληση στον μεγάλο σουλτάνο Μαλίκ Σαχ να διευκολύνει την κατάσταση της εκκλησίας.

Το έτος [Εγείρας] 539 [1090-91] ο πατριάρχης των Αρμενίων, ο άρχοντας Βασίλειος, πήγε στον αφέντη του κόσμου, τον σουλτάνο Μαλίκ Σαχ, για να μεταφέρει τα παράπονά του για τους διωγμούς των πιστών του Χριστού που ξεσπούσαν σε πολλά μέρη, για τον φόρο υποτέλειας που επιβαλλόταν στις εκκλησίες και τους κληρικούς, και για τις αξιώσεις που επιβάρυναν τα μοναστήρια και τους επισκόπους. Ως μάρτυρας των κακών που έπλητταν την Εκκλησία, ο Βασίλειος είχε συλλάβει την ιδέα να πάει να βρει τον καλό και επιεική ηγεμόνα των Περσών και όλων των πιστών του Χριστού.

Έχοντας φέρει μεγάλα ποσά σε χρυσάφι, ασήμι και χρυσοποίκιλτα υφάσματα ως δώρα, ξεκίνησε συνοδευόμενος από τους ευγενείς του οίκου του, επισκόπους, ιερείς και δασκάλους. Φτάνοντας στην Περσία στην αυλή του ευσεβούς μονάρχη, ο Βασίλειος εμφανίστηκε ενώπιόν του και έγινε δεκτός με την υψηλότερη διάκριση. Πήρε όλα όσα ήθελε. Ο Μαλίκ Σαχ απάλλασσε τις εκκλησίες, τα μοναστήρια και τους ιερείς από κάθε πληρωμή, και έχοντας εκδώσει ως αποτέλεσμα διάταγμα, αποχαιρέτισε στον πατριάρχη, στον οποίο δόθηκαν επίσημα διπλώματα και τον κάλυψαν με τιμές.365

Η εκκλησία υπέφερε για πάνω από είκοσι χρόνια πριν ο Μαλίκ Σαχ χορηγήσει τον χάρτη της ασυλίας. Ο Ματθαίος της Έδεσσας επαινούσε επίσης τον εμίρη Ισμαήλ ο οποίος, ως κυβερνήτης Αρμενίας, «είχε προστατεύσει τα μοναστήρια από τις ταλαιπωρίες που επέβαλαν οι “Πέρσες” [Τούρκοι]».366 Αλλά και ο Μαλίκ Σαχ και ο Ισμαήλ έφυγαν από τη σκηνή και οι προηγούμενες ενοχλητικές συνθήκες επικρατούσαν και πάλι στην εκκλησία της Αρμενίας. Σε κάποιον απροσδιόριστο χρόνο τον 12ο αιώνα, ο καθολικός της Αρμενίας χρειάστηκε να καταφύγει στην Κιλικία με τους Αρμένιους ηγεμόνες, καθώς οι Τούρκοι τον καταπιέζουν στη Μείζονα Αρμενία.367

Η επίδραση των τουρκικών εισβολών και κατάκτησης στη διοικητική δομή της ελληνικής εκκλησίας υπήρξε συχνά σοβαρά επιζήμια και σε ορισμένες περιπτώσεις ανεπιφύλακτα καταστροφική. Η βιβλιογραφία της εποχής σχετικά με αυτό το θέμα είναι περιορισμένη και κατά συνέπεια λείπουν οι περισσότερες λεπτομέρειες της εκκλησιαστικής διοικητικής εικόνας της Ανατολίας του 11ου και 12ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στα σχόλια του Βαλσαμώνος επί του κανονικού δικαίου, είναι σαφώς διακριτή η γενική κατάσταση που επικρατούσε στον τομέα της εκκλησιαστικής διοίκησης της ελληνικής εκκλησίας στην Ανατολία. Ο Βαλσαμών, γράφοντας στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, σχολιάζει το σώμα του κανονικού δικαίου όσον αφορά τις πραγματικές ιστορικές εμπειρίες της υπό συζήτηση περιόδου. Έτσι διαφέρει από εκείνους τους σχολιαστές, που εξετάζουν τους κανόνες θεωρητικά και συχνά χωρίς αναφορά σε ιστορικές συνθήκες της εποχής. Αποκλειστικά λόγω των γραπτών του Βαλσαμώνος μπορεί ο ιστορικός να ανασκευάσει τις επιπτώσεις των τουρκικών εισβολών στην εκκλησιαστική διοίκηση στην Ανατολία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Όχι μόνο ερμηνεύει τους κανόνες από την άποψη των ιστορικών γεγονότων της εποχής του, αλλά διασώζει σημαντικά αυτοκρατορικά έγγραφα (από την εποχή του Αλέξιου Α’ Κομνηνού έως τον Ισαάκιο Β’ Άγγελο) για εκκλησιαστικά ζητήματα, έγγραφα τα οποία διαφορετικά θα είχαν χαθεί εντελώς. Δεν έχει μικρό ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλοί από τους κανόνες που εξηγεί ο Βαλσαμών στα σχόλιά του είναι περιπτώσεις που αφορούν βαρβαρικές εισβολές, μετατροπή στο Ισλάμ και αίρεση, φυγή επισκόπων από τις έδρες τους και άλλα τέτοια ζητήματα. Αυτές αποτελούσαν συνεχώς επαναλαμβανόμενες καταστάσεις στην ιστορία της εκκλησίας, από τους διωγμούς του 3ου αιώνα και τις περσικές-αραβικές επιδρομές σε βυζαντινό έδαφος. Αυτοί οι κανόνες, που ασχολούνται με τέτοιες περιστάσεις, ήσαν αναμφίβολα γνωστοί στους Βυζαντινούς εκκλησιαστικούς πολύ πριν από τον 11ο αιώνα, και επομένως δεν πρέπει κανείς να εκπλήσσεται που σχολιαστές όπως ο Ζωναράς και ο Αριστηνός δεν προσπάθησαν να τους εξηγήσουν σε σχέση με γεγονότα της εποχής. Μάλλον αποτελεί εξαίρεση ότι ο Βαλσαμών τους φώτισε στα πλαίσια του 11ου και 12ου αιώνα.

Αυτή η αναστάτωση στη διοίκηση της εκκλησίας στη Μικρά Ασία, την οποία προκάλεσαν οι τουρκικές εισβολές, εκδηλώνεται κυρίως στο ότι οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι συχνά δεν μπορούσαν να πάνε στις εκκλησίες τους στην Ανατολία και αυτές οι εκκλησίες εξαθλιώνονταν οικονομικά. Η παρατυπία στην εκκλησιαστική διοίκηση της Ανατολίας είναι ήδη εμφανής κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, ο οποίος νομοθέτησε σε προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Η πρόσταξίς του (διάταγμα) διασώθηκε στα σχόλια του Βαλσαμώνος σχετικά με τον κανόνα τριάντα επτά της Συνόδου στον Τρούλλο, κανόνα που αφορά επισκόπους και μητροπολίτες που δεν είναι σε θέση να αναλάβουν τις εκκλησιαστικές τους έδρες λόγω βαρβαρικών εισβολών και κατοχής.368 Σύμφωνα με τον κανόνα, όλοι αυτοί οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες είναι κατά τα άλλα νόμιμα χειροτονημένοι επίσκοποι και μητροπολίτες και μπορούν να χειροτονούν κληρικούς και να λειτουργούν όπως θα λειτουργούσαν συνήθως. Στη συνέχεια ο Βαλσαμών εξηγεί αυτόν τον κανόνα με βάση την ιστορία του 11ου και 12ου αιώνα:

Ο παρών κανόνας διατάσσει ότι οι επίσκοποι που δεν μπόρεσαν να πάνε στους καθορισμένους θρόνους τους λόγω βαρβαρικής επίθεσης πρέπει επίσης να τιμώνται, και να ασκούν χωρίς εμποδισμό όλα τα επισκοπικά καθήκοντα και απλώς να υπολογίζονται σαν να είχαν πάει στην εκκλησία τους και ενθρονιστεί. Έτσι ο μητροπολίτης του Ικονίου και άλλοι μητροπολίτες της Ανατολίας που δεν έχουν εκκλησίες, καθώς εκείνες κατέχονται από τους βαρβάρους, καλώς χειροτονούν επισκόπους και ασκούν όλα τα μητροπολιτικά καθήκοντα, ακόμη κι αν δεν μπόρεσαν καθόλου να πάνε στις εκκλησίες τους στις οποίες διορίστηκαν και να ενθρονιστούν.369

ὁ δὲ παρὼν κανὼν θεσπίζει, τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς μὴ δυνηθέντας διὰ βαρβαρικὴν ἔφοδον ἀπελθεῖν εἰς τοὺς λαχόντας αὐτοῖς θρόνους, παρομοίως τιμᾶσθαι, καὶ ἐνεργεῖν ἀπροκριματίστως πάντα τὰ ἀρχιερατικά, καὶ ἁπλῶς λογίζεσαι, ὥσπερ εἰ κατὰ χώραν ἀπῆλθον, καὶ ἐνεθρονίσθησαν. ὥστε καὶ ὁ μητροπολίτης Ἰκονίου, καὶ ἕτεροι ἀνατολικοὶ μητροπολῖται μὴ ἔχοντες ἐκκλησίας, ὡς κρατουμένας ὑπὸ βαρβάρων, καλῶς ἐπισκόπους χειροτονοῦσι, καὶ πάντα τὰ ἀρχιερατικά ἐνεργοῦσι, κἄν οὐκ ἔφθασαν ὅλως εἰς τὰς λαχούσας αὐτοὺς ἐκκλησίας ἀπελθεῖν καὶ ἐνθρονισθῆναι.

Όμως η αδυναμία των μητροπολιτών και επισκόπων να πάνε στις έδρες τους στην Ανατολία λόγω της τουρκικής κατοχής δεν ήταν κάτι καινούργιο στην εποχή του Βαλσαμώνος, γιατί παραπέμπει τον αναγνώστη σε αυτοκρατορική πρόσταξι του 1094:

Διαβάστε την πρόσταξιν του ένδοξου αυτοκράτορα κυρ Αλέξιου Κομνηνού που εκδόθηκε τον Νοέμβριο της δεύτερης ινδικτιώνος, και η οποία δηλώνει ότι εκείνοι που εκλέγονται στις εκκλησίες της Ανατολίας θα έχουν και πάλι τα ηγουμενεία, τα αδελφάτα και τα αξιώματα που ανήκουν σε αυτούς. Η πρόσταξις έχει κατά λέξη ως εξής:

Άνάγνωθι καὶ τὴν κατὰ τὸν Νοέμβριον μῆνα τῆς β’ ἰνδικτιῶνος ἀπολυθεῖσαν πρόσταξιν τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ, καὶ διοριζομένην, τοὺς ψηφισθέντας εἰς ἀνατολικὰς ἐκκλησίας ἔχειν καὶ αὖθις τὰ προσόντα αὐτοῖς ἡγουμενεῖα, καὶ ἀδελφάτα, καὶ ὀφφίκια, ἥτις ἔχει κατὰ ῥῆμα οὕτως

Η μεγαλειότητά μου έμαθε, αγιότατε δεσπότη μου και οικουμενικέ πατριάρχη, ότι [καθώς] εξελίσσονται οι διορισμοί στις εκκλησίες του Θεού, ορισμένοι που επιλέγονται στους διορισμούς και είναι ηγούμενοι σε μοναστήρια ή διοικούν ή εκτελούν κάποιες άλλες υπηρεσίες, καθώς και εκείνοι που είναι απλώς μοναχοί, άλλοι στη μεγάλη εκκλησία του Θεού και σε άλλες [εκκλησίες], που αποκτούν τα αναγκαία για τη ζωή από αξιώματα και από άλλες λειτουργίες, δυσκολεύονται να αναλάβουν τον ζυγό της αρχιεροσύνης και να επιστατήσουν στις εκκλησίες στις οποίες έχουν διοριστεί, φοβούμενοι ότι καθώς τέτοιες εκκλησίες βρίσκονται στις περιοχές της Ανατολίας, θα τους λείψουν εντελώς τα αναγκαία. Γιατί οι εκκλησίες στις οποίες έχουν διοριστεί είναι εντελώς φτωχές και εντελώς απρόσιτες σε αυτούς. Και επειδή αναλαμβάνουν τη διοίκηση αυτών των εκκλησιών, οι ίδιοι θα στερηθούν από τα ηγουμενεία, τις οικονομίες και άλλες λειτουργίες που τους ανήκουν, ή και από τα απλά αποκαλούμενα αδελφάτα ή οφφίκια και ορισμένες άλλες υπηρεσίες.

Ἀνέμαθεν ἡ βασιλεία μου, ἁγιώτατε δέσποτά μου, καὶ οἰκουμενικὲ πατριάρχα, ὅτι τῶν ἐν ταῖς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαις ψήφων προβαινουσῶν, τινὲς τῶν εἰς τὰς ψήφους ἐπιλεγέντων ἡγουμενεύοντες ἐν μοναστηρίοις, καὶ οἰκονομοῦντες, ἤ καὶ ἑτέρας τινὰς ὑπηρεσίας διενεργοῦντες, καὶ ἁπλῶς τυγχάνοντες μοναχοί, ἕτεροι δὲ ἔν τε τῇ τοῦ θεοῦ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐν ἑτέραις, ἀπό τε ὀφφικίων, καὶ ἑτέρων τινῶν λειτουργιῶν τὰ ζωαρκῆ κεκτημένοι, δυσχερῶς ἔχουσι τὸν τῆς ἱερωσύνης ζυγὸν ὑπελθεῖν, καὶ ταῖς ἐκκλησίαις ἐπιστατῆσαι, αἷς ἐπεκηρύχθησαν, δεδιότες μή ποτε τῶν τοιούτων ἐκκλησιών, ἐν τοῖς τῆς Ἀνατολῆς μέρεσι διακειμένων, ἐπιλείψειε τούτοις τα ἀναγκαῖα· ἅτε τῶν μέν, ἐν αἷς ἐπεψηφίσθησαν, ἐκκλησιῶν πάντη τυγχανουσῶν ἀπόρων, καὶ ἀπροσβάτων αὐτοῖς παντελῶς, στερουμένων δὲ καὶ αὐτῶν διὰ τὸ τὴν ἐπιστασίαν τούτων ὑπεισελθεῖν τῶν προσουσῶν αὐτοῖς ἡγουμενειῶν, καὶ οἰκονομιῶν, καὶ ἑτέρων λειτουργιῶν, καὶ τῶν ἁπλοϊκῶς λεγομένων ἀδελφάτων, ἤ καὶ ὀφφικίων, καὶ ἑτέρων τινῶν ὑπηρεσιῶν.

Ως εκ τούτου, η μεγαλειότητά μου τακτοποιεί τις υποθέσεις τους με συγκεκριμένο τρόπο, δηλώνοντας ότι σε κανέναν από αυτούς δεν θα προκαλέσει τέτοιες δυσχέρειες η ανάληψη του ζυγού της αρχιεροσύνης. Γιατί όλοι αυτοί θα απολαμβάνουν και πάλι τα οφέλη της ηγουμενίας και της οικονομίας που τους ανήκουν, καθώς και κάθε άλλης υπηρεσίας και λειτουργίας και οφφικίου, και των αδελφάτων που ανήκουν σε αυτούς. Ακολουθώντας τον λόγο της διδασκαλίας και υποτασσόμενοι σε τέλεια τάξη, θα ασκούν εξουσία επί εκείνων των εισοδημάτων τους μέχρι να αποκτήσουν άνεση και να μεταβούν από την τρέχουσα κακή τους τύχη σε καλή τύχη. Διότι δεν μπορούν να μπουν, όπως ειπώθηκε, στις εκκλησίες στις οποίες έχουν διοριστεί, επειδή αυτές κατέχονται από τον πιο μισητό εχθρό. Όμως αυτά που ορίζει εδώ η μεγαλειότητά μου δεν θα ισχύουν για τα αρχοντίκια, τους ιερείς, τους διακόνους και τους υπόλοιπους κληρικούς της μεγάλης εκκλησίας του Θεού.370

Διορίζεται τοίνυν ἡ βασιλεία μου, οἰκονομικῷ τινι λόγῳ διευθετοῦσα τὰ κατ’ αὐτούς, μή τινα τούτων μετὰ ταῦτα δυσχεραίνειν τῷ ζυγῷ τῆς ἀρχιερωσύνης ὑποδραμεῖν· πάντες γὰρ οὗτοι καταπολαύσουσι καὶ πάλιν τῶν προϊουσῶν αὐτοῖς ἡγουμενειῶν τε καὶ οἰκονομιῶν, τῶν ἑτέρων τε ὑπηρεσιῶν, καὶ λειτουργιῶν, καὶ ὀφφικίων, καὶ τῶν προσόντων αὐτόῖς ἀδελφάτων· καὶ τὸν τῆς διδασκαλίας ὑπεισερχόμενοι λόγον, καὶ τὴν τελειοποιὸν τάξιν ἀναδεξάμενοι, καὶ τῶν ἀπ’ ἐκείνων προσόδων κατεξουσιάσουσι μέχρις ἄν ἄνεσιν λάβοιεν, καὶ ἀπὸ τῆς νῦν δυσκληρίας κατασταῖεν πρὸς εὐκληρίαν, τὴν τῶν ἐπιψηφησθεισῶν αὐτοῖς ἐκκλησιῶν, ὡς εἴρηται, ἀβάτων οὐσῶν τούτοις, ὡς ὑπὸ τῶν ἐχθίστων κατεχομένων ἐχθρῶν· πλὴν τὰ ἐνταῦθα διωρισμένα παρὰ τῆς βασιλείας μου οὐκ ἐπὶ τῶν ἀρχοντικίων κρατήσει, καὶ τῶν βαθμῶν τῶν ἱερέων τε, καὶ τῶν διακόνων, καὶ τῶν λοιπῶν τοῦ κλήρου τῆς τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας.

Κατά τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού οι αναστατωτικές επιδράσεις των τουρκικών εισβολών στη διοίκηση της εκκλησίας είναι πια σαφώς ορατές. Καθώς τις εκκλησίες στην Ανατολία κατέχουν οι Τούρκοι, οι μητροπολίτες και επίσκοποι δεν μπορούν να εισέλθουν σε αυτές, και επιπλέον οι εκκλησίες είναι φτωχές. Εκείνοι οι κληρικοί που διορίζονται σε τέτοιες εκκλησίες είναι φυσικά καταδικασμένοι να παραμένουν χωρίς εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και χωρίς εισόδημα, διότι κατά τον διορισμό τους σε τέτοιες εκκλησίες της Ανατολίας υποχρεούνται να παραιτηθούν από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά εισοδήματα και αξιώματά τους. Όμως ο αυτοκράτορας Αλέξιος καταλάβαινε ότι ήταν σημαντικό να διατηρηθεί η ιεραρχική δομή της εκκλησίας στη Μικρά Ασία για μελλοντική εποχή, όταν έλπιζε να ανακατακτήσει μεγάλο μέρος της Ανατολίας. Όταν συνέβαινε αυτό, οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες θα έπαιρναν ξανά τη θέση τους και η εκκλησία θα ανασυγκροτούνταν. Αυτό είναι φυσικά εκείνο που συνέβη όταν ανακατέκτησε τις βόρειες, δυτικές και νότιες παράκτιες περιοχές. Η απροθυμία εγκατάλειψης των μητροπολιτικών εδρών και των επισκοπών στη Μικρά Ασία ήταν πολύ ισχυρότερη μεταξύ των αυτοκρατόρων απ’ όσο μεταξύ του κλήρου, γιατί οι κληρικοί ήσαν πολύ συχνά πρόθυμοι να εγκαταλείψουν μια επισκοπή ή μητροπολιτική έδρα, όταν δεν ήταν πια οικονομικά βιώσιμη. Όμως οι αυτοκράτορες παρέτειναν συχνά την ύπαρξη επισκοπών και μητροπολιτικών εδρών πέρα από εκείνο που δικαιολογούσαν οι κανόνες ή η πραγματικότητα, προκειμένου να υπηρετούν τους απομένοντες χριστιανούς και επίσης ως πιθανή βάση της βυζαντινής διοίκησης και ανακατάκτησης σε ορισμένες περιοχές. Αυτή η πολιτική εκδηλώνεται σαφώς όχι μόνο από τον Αλέξιο, αλλά ιδιαίτερα από τον Μανουήλ Κομνηνό, όπως θα εμφανιστεί αργότερα. Προκειμένου να διατηρηθούν οι μητροπολιτικές και επισκοπικές δομές της Μικράς Ασίας, ο Αλέξιος εξέδωσε διάταγμα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι κληρικοί που διορίζονταν σε έδρες της Ανατολίας θα διατηρούσαν τα εισοδήματά τους από προηγούμενα αξιώματα, ώστε να έχουν τα αναγκαία, έως ότου βελτιωθούν οι συνθήκες και μπορέσουν να προχωρήσουν στις εκκλησίες τους στη Μικρά Ασία.

Ο Ευθύμιος Τορνίκης, σε ανθηρό εγκώμιο που απευθύνεται στον Μανουήλ Κομνηνό, αναφέρεται στην απομάκρυνση των ιεραρχών από τις εκκλησίες στην Ανατολία:

Πείθεις τους βαρβάρους να ελευθερώσουν τους Χριστιανούς από πράξεις βίας, να τους δώσουν εκτεταμένη γη για να εκφράσουν ελεύθερα την ευσέβεια τους, και να δέχονται τους πνευματικούς κηδεμόνες [πολιούχους] κάθε πόλης. Και φαίνεται ότι συνοδεύεις ξανά τις εκκλησίες του Θεού και ότι επιλέγεις προσεκτικά τους γαμπρούς, ώστε να μην εξοργισθούν οι γαμήλιες τελετές. Δεν παντρεύεις νέες χήρες, όπως επιθυμεί η εντολή των αποστόλων, αλλά εκείνες που είναι χήρες από καιρό και έχουν καταναλωθεί από την αγάπη για τους γαμπρούς τους. Τώρα οι εκκλησίες της Ανατολής είναι για άλλη μια φορά στα λευκά, έχοντας βγάλει το σκοτάδι των ενδυμάτων της χηρείας τους, αγκαλιάζουν τους γαμπρούς, τραγουδούν το γαμήλιο τραγούδι και τα παιδιά παρηγορούνται.371

πείϑεις δὲ τοὺς βαρβάρους χριστιανοῖς ἀνεῖναι τὰς βίας καὶ χώραν σφίσι δοῦναι πλατεῖαν εἰς τὸ παρρησιάζεσϑαι τὴν εὐσέβειαν καὶ τοὺς πνευματικοὺς πολιούχους ἑκάστης δέξασϑαι πόλεως. ἐδόκει ταῦτα καὶ νυμφοστολεῖς τὰς Ἐκκλησίας πάλιν ϑεοῦ καὶ φιλοκρινεῖς τοὺς νυμφίους, ἵνα μὴ τὰ τῶν γάμων ὑβρίσωσι· καὶ χήρας γαμίζεις οὐ νέας, ὡς ἡ τοῦ ἀποστόλου ϑέλει διάταξις, ἀλλ’ ἐκ μακροῦ χηρευούσας καὶ τῶν νυμφίων τρυχομένας τοῖς ἔρωσι. καὶ νῦν αἱ τῆς Ἑῴας Ἐκκλησίαι πάλιν λευχειμονοῦσι, τῶν χηρικῶν ἀμφίων ἀπεκδυσάμεναι τὴν σκοτόμαιναν, καὶ περιβάλλουσι τοὺς νυμφίους καὶ ᾄδουσι τοὺς ἐπιγαμίους καὶ τὰ τέκνα παραμυϑοῦνται.

Έτσι η μαρτυρία του Τορνίκη επιβεβαιώνει εκείνο που λέει ο Βαλσαμών για τις δυσκολίες των εκκλησιών της Ανατολίας. Όμως, όπως είχε προβλέψει ο Αλέξιος Κομνηνός, υπήρχαν στιγμές που οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες μπορούσαν να εγκατασταθούν στις εκκλησίες τους, και ο Τορνίκης αναφέρεται σε μια τέτοια περίπτωση, όταν οι Τούρκοι είχαν υποκύψει στις απαιτήσεις του Μανουήλ Κομνηνού.372 Αν και δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτοί οι ιεράρχες αποκλείονταν μόνιμα και αδιάκοπα από τις εκκλησίες τους τον 11ο και 12ο αιώνα, είναι αρκετά σαφές ότι, λόγω των συνθηκών στην Ανατολία και της εχθρότητας μεταξύ Βυζαντίου και Τούρκων, οι κληρικοί συχνότερα παρεμποδίζονταν. Έτσι ο τεχνικός όρος σχολάζων αρχίζει να εμφανίζεται συχνά στην εκκλησιαστική βιβλιογραφία και οι σχολιαστές καλούνται να ορίσουν τον όρο.

Όλοι συμφώνησαν ότι σχολάζων είναι εκείνος που δεν μπορεί να πάει στην εκκλησία στην οποία διορίστηκε, επειδή την έχουν πάρει άθεοι ξένοι ή αιρετικοί, ίσως την κατέστρεψαν, και δεν επιτρέπουν στον αρχιερέα να πατήσει μέσα σε αυτήν.373

καὶ ἤρεσε πᾶσι, σχολάζοντα εἶναι τὸν μὴ δυνάμενον ἀπελθεῖν εἰς ἥν ἐπεκηρύχθη ἐκκλησίαν, διὰ τὸ ὑπὸ ἐθνῶν ἀθέων ἤ αἱρετικῶν ταύτην κατέχεσθαι, ἴσως δὲ κοινωθῆναι, καὶ μὴ παραχωρεῖσθαι τὸν ἀρχιερέα πόδα βαλεῖν ἐν αὐτῇ

Είναι σημαντικό ότι ο επίσκοπος που είναι χωρίς την εκκλησία του, ο σχολάζων, εξομοιώνεται με τον επίσκοπο που δεν μπορεί να εισέλθει στη μητρόπολή του είτε επειδή την κατέχει ο εχθρός είτε επειδή την κατέστρεψε.

Ο αποκλεισμός τόσο μεγάλου αριθμού επισκόπων και μητροπολιτών όχι μόνο έφερνε δυσκολίες στους χριστιανούς στην Ανατολία, αλλά προκαλούσε επίσης διοικητικές δυσκολίες στην εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη, στον βαθμό που οι επισκοπές και οι μητροπολιτικές έδρες δεν καταργούνταν.374 Υπήρχαν δύο εναλλακτικές λύσεις για τους ιεράρχες που δεν μπορούσαν να αναλάβουν τις εκκλησίες τους στην Ανατολία. Είτε έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη ή αλλιώς μετατίθεντο σε έδρες που ήσαν κενές και βρίσκονταν είτε σε βυζαντινό έδαφος ή τουλάχιστον ήσαν προσβάσιμες. Προφανώς ιεράρχες από όλες τις βυζαντινές επαρχίες συνήθιζαν να έρχονται στην Κωνσταντινούπολη και συχνά χωρίς άδεια από τον πατριάρχη. Έτσι τόσο ο Αλέξιος Α’ όσο και ο Μανουήλ Α’ αποφάσισαν ότι όλοι αυτοί οι επίσκοποι και μητροπολίτες έπρεπε να παραμένουν στις επισκοπές τους και να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη.375 Όμως όλοι οι εκκλησίες της Ανατολίας εξαιρέθηκαν από αυτήν την απαγόρευση, σημειώνει ο Βαλσαμών σχολιάζοντας τον σχετικό κανόνα δεκαεπτά της Σαρδικής.

Ας σημειωθεί λοιπόν, ότι οι επίσκοποι της Ανατολίας που δεν έχουν έδρες επειδή οι εκκλησίες τους κατέχονται από ξένους, δεν πρέπει να αποβάλλονται από τη βασίλισσα των πόλεων.376

Ὤστε σημειῶσαι, ὅτι οὐκ ὀφείλουσιν ἀπὸ τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων ἐκβάλλεσθαι οἱ ἀνατολικοί ἐπίσκοποι οἵ μὴ ἔχοντες καθίσματα, ὡς τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν κατεχομένων παρὰ τῶν ἐθνῶν.

Στην Κωνσταντινούπολη λάμβαναν υποστήριξη, έως ότου αυτοί ή οι διάδοχοί τους μπορούσαν να πάνε στην Ανατολία.377 Η παρουσία δυσανάλογα μεγάλου αριθμού μητροπολιτών της Ανατολίας στις συνεδριάσεις της πατριαρχικής συνόδου στην Κωνσταντινούπολη οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν μπορούσαν να πάνε στις εκκλησίες τους.378 Ένας επίσκοπος ή μητροπολίτης που ήταν σχολάζων, δηλαδή χωρίς την εκκλησία του λόγω της τουρκικής κατοχής, δεν παρέμενε απαραίτητα στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν δυνατό για έναν μητροπολίτη που δεν μπορούσε να μπει στην εκκλησία του στην τουρκική επικράτεια, να του επιτρεπόταν να κατοικεί σε μια από τις επισκοπές του που βρισκόταν σε βυζαντινό έδαφος.

Μου φαίνεται ότι αν ένας τέτοιος μητροπολίτης επιθυμεί να μετατεθεί σε μια από τις επισκοπές του επειδή καταλαμβάνουν ξένοι την αρχική του εκκλησία, πρέπει να διοριστεί εκεί με αυτοκρατορική πρόσταξη και συνοδική απόφαση. Αυτό συνέβη με τον μητροπολίτη Νεοκαισαρείας, που είχε αντί της έδρας του την επισκοπή του Οιναίου, και με τον μητροπολίτη Αντιοχείας Πισιδίας, που έλαβε τη Σωζόπολη ως έδρα. Και [συνέβη] με πολλούς άλλους.379

ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, ὡς, εἰ μὲν ὁ τοιοῦτος μητροπολίτης βούλεται μεταπεσεῖν εἰς θρόνον ἐπισκοπῆς αὐτοῦ, διὰ τὸ κατασχεθῆναι παρὰ ἐθνῶν τὴν πρωτότυπον ἐκκλησίαν τούτου, ὀφείλει μετὰ βασιλικῆς προστάξεως καὶ συνοδικῆς διαγνώσεως ἐν ταύτῃ ἀποκαθίστασθαι, ὥσπερ γέγονε τοῦτο εἰς τὸν μητροπολίτην Νεοκαισαρείας, ἀντὶ καθίσματος ἔχοντα τὴν οἰκείαν ἐπισκοπὴν τὸ Οἴναιον, εἰς τὸν μητροπολίτην Πισιδείας Ἀντιοχείας τὴν Σωζόπολιν λαβόντα εἰς κάθισμα, καὶ εἰς ἑτέρους πολλούς.

Όμως η μετάθεσις κληρικών πολύ συχνά δεν περιοριζόταν σε εκκλησίες της ίδιας μητροπολιτικής δικαιοδοσίας, γιατί πολλές από τις μητροπολιτικές έδρες της Ανατολίας βρίσκονταν εντελώς υπό την τουρκική κυριαρχία. Ο μητροπολίτης Αγκύρας μετατέθηκε στην Κερασούντα. Ο Νικηφόρος, μητροπολίτης Γάγγρας, έλαβε ως σχολάζων τη μητροπολιτική έδρα Αμάστριδος. Ο ιεράρχης Λεοντοπόλεως, επίσης σχολάζων, έλαβε την Αρκαδιόπολη.380 Ο κληρικός Ευστάθιος εξελέγη από την κωνσταντινουπολίτικη σύνοδο ως μητροπολίτης Μύρων, αλλά πριν από την πραγματική χειροτονία του μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη,381 γιατί τα Μύρα βρίσκονταν σε περιοχές που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι.382 Ο Βαλσαμών υπονοεί ότι αυτή η συνθήκη ίσχυε σε όλες τις περιοχές του Ελενοπόντου, της Παφλαγονίας, και πιθανώς επίσης στην Καπατιανή Φρυγία και στη Δεύτερη Καππαδοκία.383 Αναμφίβολα η μετάθεση επισκόπων και μητροπολιτών ήταν διαδεδομένο φαινόμενο τον 11ο και 12ο αιώνα.

Στις παρατηρήσεις του σχετικά με τον τριακοστό τέταρτο των αποστολικών κανόνων, ο Βαλσαμών επιβεβαιώνει ότι οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες είχαν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τις πόλεις. «Λόγω των ξένων εισβολών πολλές πόλεις παραμένουν χωρίς επίσκοπο».384 Η παρουσία τόσων κενών εκκλησιαστικών εδρών (σχολάζουσαι, χηρεύουσαι) στην Ανατολία απαιτούσε προσαρμογές στη λειτουργία της ιεραρχίας. Μία τέτοια αναδιάρθρωση περιλάμβανε την ένωση μιας κενής έδρας με μία που καταλαμβανόταν από άλλον ιεράρχη.

Φαίνεται ότι επιτρεπόταν από τον παρόντα κανόνα [δεύτερος κανόνας της δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως] … να ενώνονται κάποιες εκκλησίες με άλλες που κατέχονται από ξένους. Επί του παρόντος η σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη έδωσε στον μητροπολίτη Ναζιανζού την εκκλησία της Άγκυρας, και σε διάφορους άλλους μητροπολίτες άλλες τέτοιες εκκλησίες.385

Τὸ μέντοι προσηνῶσθαι … ἐκκλησίαις τισὶν ἑτέρας ἐκκλησίας ὑπ’ ἐθνῶν κατεχομένας, ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὡς ἔοικεν, ἐνδέδοται. Αὐτίκα γὰρ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος δέδωκε τῷ μητροπολίτῃ Νανζιανζοῦ τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἀγκύρας· καὶ ἑτέροις ἀρχιερεῦσι διαφόροις, ἑτέρας τοιαύτας ἐκκλησίας.

Και πάλι η γλώσσα του Βαλσαμώνος υπονοεί ότι αυτό αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο. Είναι πιθανό ότι οι μητροπολίτες δεν ήσαν σε θέση να συγκαλούν συχνά τις συνόδους των επισκόπων τους, κατάσταση την οποία προέβλεπε ο όγδοος κανόνας της συνόδου του Τρούλλου, και η οποία αποφάσιζε ότι σε περίπτωση βαρβαρικών εισβολών, ο μητροπολίτης χρειάζεται να συγκαλεί μόνο μία σύνοδο τον χρόνο.386 Όμως, πρέπει να υπήρχαν πολλές περιπτώσεις όπου ακόμη και οι ελάχιστες απαιτήσεις αυτού του κανόνα δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν.

Η εκκλησία στη Μικρά Ασία πρέπει να έχει υποστεί την απώλεια μεγάλου μέρους της περιουσίας και των εσόδων της ως αποτέλεσμα της τουρκικής κατοχής. Αυτή η υπόθεση βασίζεται σε πολύ περιορισμένο αριθμό αναφορών της εποχής για την απώλεια εκκλησιαστικών υπαρχόντων. Όμως, η αξιοπιστία αυτών των λίγων αναφορών ενισχύεται κατά μια έννοια από δύο σκέψεις. Πρώτον είναι το γεγονός, ότι όταν εκκλησιαστικά έγγραφα αρχίζουν να εμφανίζονται σε σημαντικό αριθμό τον 14ο αιώνα, το σχέδιο της τουρκικής κατάσχεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι πολύ σαφώς ευδιάκριτο. Αυτό από μόνο του, φυσικά, δεν αποδεικνύει ότι το φαινόμενο συνέβαινε νωρίτερα, αλλά ενισχύει την πιθανότητα μιας τέτοιας υπόθεσης και είναι απολύτως σύμφωνο με τις λίγες διάσπαρτες αναφορές σε αυτό το φαινόμενο τον 11ο και 12ο αιώνα. Δεύτερον, πρέπει κανείς να υποθέσει ότι οι Τούρκοι σε πολλές περιπτώσεις καταλάμβαναν εκκλησιαστική περιουσία, όπως είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος της Ανατολίας, δηλαδή με το σπαθί. Αυτό εμφανίζεται επίσης στην τεκμηρίωση του 14ου αιώνα.

Στην πρόσταξί του το 1094, ο Αλέξιος Κομνηνός είχε παρατηρήσει ότι οι ιεράρχες που διορίζονταν σε εκκλησίες της Ανατολίας ήσαν απρόθυμοι να δεχτούν τέτοιους διορισμούς:

Φοβούνται, ότι καθώς τέτοιες εκκλησίες βρίσκονται στις περιοχές της Ανατολίας, αυτοί [οι διοριζόμενοι] δεν θα έχουν ποτέ τα αναγκαία, γιατί οι εκκλησίες στις οποίες έχουν διοριστεί είναι εντελώς φτωχές και εντελώς απρόσιτες γι’ αυτούς.387

Το 1173 ο Μιχαήλ, μητροπολίτης Αγκύρας, υπέβαλε αναφορά στη σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, να τον μεταθέσει στη μητροπολιτική έδρα Κερασούντος, σε βυζαντινό έδαφος. Οι λόγοι που παρουσίαζε στη σύνοδο είναι πράγματι ενδιαφέροντες:

Έχοντας κληρονομήσει την έδρα της Αγκύρας, στερείται κάθε μέσου διαβίωσης, λόγω του γεγονότος ότι οι Πέρσες (Τούρκοι) έχουν καταλάβει αυτή τη μητρόπολη για μεγάλο χρονικό διάστημα.388

II ait herite du siege d'Ancyre, il est destitue de tout moyen de vivre, du fait que les Perses (Turcs) occupent depuis longtemps cette metropole.

Μια περαιτέρω αντανάκλαση της φτώχειας της εκκλησίας είναι η απόφαση της συνόδου (μεταξύ 1170 και 1178)389 που δικαιολογούσε τη μετάθεση επισκόπων και τις επιχορηγήσεις ή ἐπιδόσεις βάσει της ένδειας. Οι επίσκοποι που κατέχουν φτωχές εκκλησίες μπορούν, με τη σύμφωνη γνώμη του εκκλησιαστικού προϊσταμένου τους, να μετατεθούν σε άλλη επισκοπή. Ένας επίσκοπος που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες μπορεί να λάβει από τον μητροπολίτη του ορισμένα δικαιώματα πάνω σε δεύτερη επισκοπή. Αυτή η επιχορήγηση είναι ἐπίδοσις, η οποία δίνει στον επίσκοπο το δικαίωμα να απολαμβάνει όλα τα επισκοπικά δικαιώματα της δεύτερης επισκοπής, εκτός από το να κάθεται στο σύνθρονον του ιερού. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχουν δύο φτωχές επισκοπές εντός μιας μητροπολιτικής δικαιοδοσίας, ο μητροπολίτης μπορεί να τις ενώσει προσωρινά υπό έναν επίσκοπο (υπό την προϋπόθεση ότι μία από τις έδρες είναι κενή), προσπαθώντας έτσι να δημιουργήσει μια σταθερή οικονομική μονάδα από δύο άπορες επισκοπές.390

Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η απώλεια της εκκλησιαστικής περιουσίας στους κατακτητές, η οποία ήταν τόσο σαφώς διακριτό φαινόμενο κατά τον 14ο αιώνα, ήταν εξίσου σημαντική τον 11ο και 12ο αιώνα. Αν και δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτό ισοδυναμούσε με γενική και πλήρη κατάσχεση, ωστόσο ήταν τόσο σοβαρό, που πολλές εκκλησίες δεν μπορούσαν πια να υποστηρίξουν τους ιεράρχες τους.391 Αυτή η εξαθλίωση της εκκλησίας αποτελούσε μεγάλο πλήγμα στον κοινωνικό ιστό της βυζαντινής ζωής στην Ανατολία, γιατί η εκκλησία παρείχε τις περισσότερες φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες για τους χριστιανούς. Επιπλέον, η αδυναμία των μητροπολιτών και των επισκόπων να παραμένουν κανονικά στις εκκλησίες τους, είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω τουρκικής παρέμβασης, σήμαινε ότι οι χριστιανικές κοινότητες συχνά στερούνταν της χριστιανικής ηγεσίας τους.

Ποια ήταν η αντίδραση στην Κωνσταντινούπολη για την αναστάτωση της εκκλησιαστικής δομής στη Μικρά Ασία, η οποία προέκυπτε από τις νέες πραγματικότητες που επέβαλλε η τουρκική κατάκτηση; Έχει ήδη αναφερθεί η εμφάνιση της ἐπιδόσεως καθώς και η επίσημη μετάθεσις επισκόπων σε άλλες εκκλησίες. Η συνεχής εμφάνιση κληρικών κατά τον 11ο και 12ο αιώνα ως επισήμων κατόχων μητροπολιτικών και επισκοπικών εδρών της Ανατολής, ανεξάρτητα από το αν μπορούσαν ή όχι να διοικήσουν αποτελεσματικά αυτές τις εκκλησίες, δείχνει ότι δεν υπήρχε γενική εγκατάλειψη αυτών των εκκλησιών στην επίσημη διοικητική βιβλιογραφία της εκκλησίας. Μερικοί μελετητές το χαρακτήρισαν αυτό ως απλή εκδήλωση του απολιθωμένου αρχαϊσμού της εκκλησίας και της συντηρητικής της προσκόλλησης σε μορφές του παρελθόντος. Όμως η συνέχεια των μητροπολιτικών εδρών και επισκοπών στην επίσημη βιβλιογραφία οφείλεται σε κάτι περισσότερο από αρχαΐζουσα εκκλησιαστική πρακτική και συναίσθημα. Η διατήρηση της μητροπολιτικής σκελετικής δομής όσο το δυνατόν πιο ανέπαφης, ακόμα κι αν ο κάτοχος της εκκλησίας έπρεπε να παραμένει αδρανής τον περισσότερο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα των αυτοκρατόρων. Αυτό είναι εμφανές στη θρησκευτική νομοθεσία τόσο του Αλέξιου Α’ Κομνηνού όσο και του Μανουήλ Κομνηνού. Ο Αλέξιος έκρινε ότι όλες αυτές οι θέσεις της Ανατολίας έπρεπε να συνεχίζουν να πληρούνται, ανεξάρτητα από την αδυναμία της φυσικής εμφάνισης των κληρικών στην Ανατολία.392 Ο Μανουήλ έκρινε επίσης ότι ο διορισμός των κληρικών της Ανατολίας έπρεπε να συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι δεν τους επέτρεπαν να εισέλθουν στις εκκλησίες τους.393 Ο Μανουήλ το αποφάσισε αυτό, «έτσι ώστε να μην απαγορεύεται η αποκατάσταση των χριστιανών σε αυτές τις εκκλησίες».394 Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Μανουήλ τελικά έλαβε συγκατάθεση από τους Τούρκους, ότι σε πολλούς από αυτούς τους κληρικούς θα επιτρεπόταν να επιστρέψουν στις εκκλησίες τους.395 Έτσι οι αυτοκράτορες κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες για τη διατήρηση της επισκοπικής δομής και το έκαναν για πολύ καλούς λόγους. Δεδομένης της κεντρικής σημασίας της θρησκείας στην κοινωνία εκείνης της εποχής, η ιεραρχική δομή χρησίμευε ως σημαντικό στοιχείο βυζαντινής διοίκησης και βυζαντινής επιρροής. Επιπλέον, οι επίσκοποι και οι μητροπολίτες ήσαν απαραίτητοι για την οργανωμένη ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτοί ήσαν που διατηρούσαν τη χριστιανική πειθαρχία και την πίστη μεταξύ των κοινοτήτων, για να μην αναφέρουμε τη σημασία τους στην εκπαίδευση και τη φιλανθρωπία. Η παρουσία τους στην Ανατολία ήταν λοιπόν εξαιρετικά σημαντική για τους αυτοκράτορες.

Γιατί ιδού, κινδυνεύουν οι ψυχές των Ορθόδοξων, ιδιαίτερα των πιο απλοϊκών. Κεφαλή των Ορθόδοξων είναι ο ιερός κλήρος. Όσο η ιεροσύνη βρίσκεται σε καλή κατάσταση, όλο το σώμα και τα μέλη της κατευθύνονται αξιέπαινα. Αλλά αν από την άλλη πλευρά αυτός [ο κλήρος] αρρωστήσει, ολόκληρο το σώμα είναι εκτεθειμένο σε ολική καταστροφή. Ιδού λοιπόν, κινδυνεύει ο Χριστιανισμός, καθώς η εκκλησιαστική κατάσταση παρακμάζει καθημερινά. Ο Θεός είναι θυμωμένος και χαίρεται ο παμπόνηρος και εχθρός του ωραίου διάβολος, που ζηλεύει συνεχώς το καλό. …. Ποια λοιπόν δικαιολογία θα πούμε οι αυτοκράτορες και οι αρχιερείς την ημέρα της κρίσης προς τον δημιουργό και πλάστη Θεό, αν, έχοντας παραλάβει χριστιανούς ανθρώπους, τους παραδίδαμε στον σατανά; 396

Ἰδοὺ γὰρ κινδυνεύουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων καὶ μᾶλλον τῶν ἁπλουστέρων· ἐπεὶ κεφαλὴ τῶν ὀρθοδόξων ὁ ἱερατικός ἐστι σύλλογος καί, καλῶς μὲν ἔχοντος αὐτοῦ, ὅλον τὸ σώμα καὶ πάντα τὰ μέρη αὐτοῦ πρὸς εὐεξίαν ἄγονται, τούτου δὲ πάλιν νοσήσαντος, καὶ τὸ σῶμα πᾶν πρὸς παντελῆ ὄλεθρον ἀφορᾷ, ἰδοὺ τοίνυν κινδυνεύει ὁ χριστιανισμός, τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἐπὶ τὸ ἔλαττον καθ’ ἑκάστην ὑποχωρούσης, καὶ Θεός παροργίζεται, χαίρει δὲ ὁ παμπόνηρος καὶ μισόκαλος διάβολος ὁ τοῖς ἀγαθοῖς ἀεὶ βασκαίνων. … ποίαν οὖν ἀπολογίαν ποιήσομεν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως τῷ δημιουργῷ καὶ πλάστῃ θεῷ οἵ τε βασιλεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, εἴπερ χριστιανοὺς ἀνθρώπους παραλαβόντες παραδιδόαμεν τούτους τῷ Σατανᾷ;

Κατά συνέπεια, είναι καθήκον του χριστιανού αυτοκράτορα και των ιερέων να φροντίζουν τις ψυχές των χριστιανών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο ο εγγονός του Αλέξιου, o Μανουήλ, πρόσταζε ότι οι κληρικοί έπρεπε να παίρνουν τις θέσεις τους στη Μικρά Ασία όποτε το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Ο κλήρος επρόκειτο να προεδρεύσει της «ανάκαμψης των χριστιανών».397

Οι αυτοκράτορες επέμεναν στη διατήρηση της περίπλοκης διοικητικής δομής της εκκλησίας στην Ανατολία, παρά το γεγονός ότι ήταν αναχρονιστική για ορισμένες περιοχές της Ανατολίας (όπως για παράδειγμα στην Άγκυρα, όπου λίγοι χριστιανοί παρέμεναν στα τέλη του 12ου αιώνα). Η εκκλησία, ή τουλάχιστον οι μητροπολίτες, οι επίσκοποι, ακόμη και οι ειδικοί του κανονικού δικαίου, φαίνεται ότι προτιμούσαν να μεταρρυθμίσουν τον εκκλησιαστικό θεσμό σύμφωνα με πιο συντηρητική πραγματικότητα. Οι θρησκευτικοί κανόνες όριζαν συγκεκριμένα ότι επίσκοποι έπρεπε να χειροτονούνται μόνο σε πόλεις και ότι κανένα χωριό δεν είχε δικαίωμα για επίσκοπο.398 Έτσι αναφέρει ο Βαλσαμών ότι εφαρμοζόταν αυτός ο κανόνας στην Ανατολία κατά τη διάρκεια των δικών του ημερών.

Ατιμάζει τόσο τον Θεό όσο και την αρχιεροσύνη όταν ο επίσκοπος προΐσταται σε λίγα άτομα, με αποτέλεσμα να τον περιφρονούν.399 Πολύ περισσότερο, δεν είναι προς τιμήν του Θεού να βαδίζει με τα πόδια ένας ιεράρχης λόγω φτώχειας ή στέρησης των αναγκαίων. Ως αποτέλεσμα, και ο διορισμός επισκόπων σε εκκλησίες της Ανατολίας στις οποίες βρίσκεται εντελώς μικρός αριθμός χριστιανών, δεν είναι σωστός. Σήμερα, αυτοί οι υπάλληλοι που διορίζονται από τους επισκόπους είναι περιοδευτές. Περιοδεύουν και φροντίζουν τα λάθη της ψυχής και ενημερώνουν τους πιστούς.400

ἐπεὶ ἀτιμία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης ὲστὶ τὸ προΐστασθαι τὸν ἐπίσκοπον λαοῦ ὀλίγου, κἀντεῦθεν εἶναι εὐκαταφρόνητον· πολλῷ πλέον οὐκ ἔσται πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ τὸ πεζῆ βαδίζειν ἂρχιερέα διὰ πενίαν καὶ στερεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων. ὅθεν καὶ τὸ ψηφίζεσθαι ἒπισκόπους εἰς ἒκκλησίας ἀνατολικάς, εἰς ἅς μέτριοι πάνυ εὑρίσκονται Χριστιανοί, οὐκ ἀσφαλές. Περιοδευταὶ δέ εἰσιν οἱ σήμερον προβαλλόμενοι παρὰ τῶν ἐπισκόπων ἔξαρχοι· οὗτοι γὰρ περιοδεύουσι καὶ ἐπιτηροῦσι τὰ ψυχικὰ σφάλματα, καὶ καταρτίζουσι τοὺς πιστούς.

Ο Βαλσαμών αναγνωρίζει ότι η επίσημη επισκοπική δομή έχει επηρεαστεί και όπου ο αριθμός των χριστιανών είναι μικρός, οι επίσκοποι έχουν αντικατασταθεί από τους περιοδευτάς. Αυτή ήταν η συνήθης πρακτική της εκκλησίας η οποία, είναι επομένως προφανές, όντως προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της Ανατολίας. Η αρχή αναπτύχθηκε περαιτέρω και τελειοποιήθηκε από τον Βαλσαμώνα στα σχόλιά του επί του έκτου κανόνα της Σαρδικής, που αναφέρει ότι δεν πρέπει να διορίζονται επίσκοποι σε χωριά ή σε πολύ μικρές πόλεις. Ο σχολιαστής επαναλαμβάνει ότι η βάση για την τοποθέτηση επισκόπου ή τη δημιουργία επισκοπής είναι το πολυάνθρωπον, η πυκνότητα του πληθυσμού, και όχι η παλαιά παράδοση η οποία στο παρελθόν έδινε στον τόπο το δικαίωμα να έχει επίσκοπο.

Και πρόσθεσαν την παρατήρηση ότι ένας επίσκοπος δεν έπρεπε να διορίζεται σε πόλη που είχε μειωθεί από πυκνοκατοικημένη σε κατάσταση ερήμωσης λόγω ξένων εισβολών ή για κάποια άλλη σειρά γεγονότων. Αλλά [οι επίσκοποι έπρεπε να διορίζονται] μόνο στις πολυπληθείς πόλεις, ακόμη κι αν προηγουμένως δεν είχαν επισκόπους. Επιπλέον, ο στεφανωμένος από τον Θεό, ισχυρός και άγιος αυτοκράτοράς μας ρωτήθηκε πολλές φορές αν ήταν απαραίτητο να διορίζονται [επίσκοποι] σε εκείνες τις εκκλησίες στην Ανατολία, τις οποίες κατείχαν οι Αγαρηνοί. Δήλωσε ότι έπρεπε να διορίζονται σε αυτές και απένειμε με δημόσια διάταξη, σε εκείνους που θα διορίζονταν σε αυτές, σολέμνια [δώρα] για τις ανάγκες της ζωής, μέχρι να αναχωρήσουν για τις εκκλησίες τους. … Όμως με κανέναν τρόπο δεν συμφώνησε να διορίζονται επίσκοποι σε μικρά χωριά, αλλά μάλλον εξοργίστηκε με εκείνους που διορίζονταν έτσι.401

καὶ προσέθεντο μὴ χρῆναι ἐπίσκοπον ψηφίζεσθαι εἰς πόλιν καταντήσασαν ἀπὸ πολυανθρώπου εἰς τὸ μηδὲν σχεδὸν ἐκ τῆς τῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἤ ἄλλης τινὸς τῶν πραγμάτων φορᾶς, ἀλλ' εἰς τὰς πολυανθρώπους, κἄν οὐκ εἶχον πρώην ἀρχιερεῖς. ὁ μέντοι θεοστεφής, κραταιός, καὶ ἅγιος ἡμῶν βασιλεύς, πολλάκις υπομνησθείς, εἰ χρὴ τὰς ἐν τῇ Ἀνατολῇ οὔσας ἐκκλησίας καὶ παρὰ Ἀγαρηνῶν κατεχομένας ψηφισθῆναι, ψηφίζεσθαι μὲν ταύτας ηὐδόκησε, καὶ σολέμνια τοῖς ψηφίζεσθαι ὀφείλουσι διὰ τὰ ζωαρκῆ ἐπεφιλοτιμήσατο διὰ κοινῆς προστάξεως, ὅταν τέως ἀποδημῶσιν εἰς τὰς ἐκκλησίας αὐτῶν. … ἐπισκόπους δέ ὁπωσδήποτε εἰς κώμας εὐτελεῖς ψηφισθῆναι οὐ κατένευσεν, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ὠργίσθη κατὰ τῶν οὕτω ψηφιζομένων.

Ο Βαλσαμών φαίνεται να δείχνει ότι η εκκλησιαστική δομή βρισκόταν σε ρευστή κατάσταση και ότι παρόλο που ο αυτοκράτορας επέμενε στον διορισμό επισκόπων σε πόλεις της Ανατολίας, δεν έπρεπε να διορίζονται σε χωριά ή σε πόλεις που είχαν μειωθεί ως αποτέλεσμα των εισβολών. Αυτό αντανακλά τόσο την παρακμή των αστικών κέντρων όσο και την αργή περικοπή της δομής των επισκοπών. Αυτή ήταν λοιπόν η λύση των αυτοκρατόρων. Η επισκοπική δομή θα συνεχιζόταν σε εκείνες τις πόλεις όπου παρέμεναν ακόμη χριστιανοί. Ακόμη κι αν ήσαν μικρές σε αριθμό, τέτοιες πόλεις έπρεπε να δέχονται επισκόπους. Αλλά αν η πόλη έχει μειωθεί σε αμελητέο μέγεθος, τότε δεν έπρεπε πια να διορίζονται επίσκοποι, καθώς αυτό ισοδυναμούσε με ατίμωση του Θεού. Στις πόλεις που είχαν μειωθεί εξαιτίας των τουρκικών εισβολών, οι περιοδευταί έπρεπε να αντικαθιστούν τους επισκόπους.

Σε κάθε προσπάθεια να περιγραφεί μια αλλαγή, σαν εκείνη που είχε συμβεί στην Ανατολία κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, είναι σημαντική η μεταχείριση των κατακτημένων από τους κατακτητές, καθώς και οι στάσεις των χριστιανών υπηκόων απέναντι στους μουσουλμάνους ηγεμόνες τους. Μήπως οι χριστιανοί, που πιθανότατα αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού στα κατεχόμενα από Τούρκους εδάφη, καλωσόριζαν τους Τούρκους; Μήπως η κοινωνική τους κατάσταση ήταν λίγο-πολύ πιο ευνοϊκή, από εκείνη στην οποία βρίσκονταν υπό το Βυζάντιο;

Σύμφωνα με μια θεωρία, οι χριστιανοί καλωσόρισαν σε μεγάλο βαθμό τους Τούρκους. Οι οπαδοί αυτής της συγκεκριμένης σχολής υποστηρίζουν ότι καλοδέχτηκαν τους Τούρκους, πρώτα απ’ όλα γιατί η βυζαντινή φορολογία στην Ανατολία ήταν καταπιεστική.402 Ο πληθυσμός, συνεχίζουν, είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό μη εξελληνισμένος, και έτσι το έδαφος της Ανατολής ήταν η κατοικία φυλών που «ανήκαν» στους Χετταίους, τους Θράκες και τους χριστιανούς Τούρκους.403 Όλοι αυτοί οι λαοί, επειδή είχαν διατηρήσει τη γλωσσική και πολιτιστική τους ταυτότητα και λόγω της βυζαντινής φορολογίας, καλωσόρισαν τους Τούρκους και βοήθησαν στην κατάκτηση.404 Προς υποστήριξη αυτής της θεωρίας, οι οπαδοί της μπόρεσαν να δείξουν κάποιες πηγές, που αναμφισβήτητα επιβεβαιώνουν τη μεγαλοψυχία μεμονωμένων Τούρκων ηγεμόνων και σουλτάνων προς τους χριστιανούς. Η γενναιοδωρία του Αλπ Αρσλάν προς τον Ρωμανό Δ’ επιβεβαιώνεται ομόφωνα όχι μόνο από τους μουσουλμάνους ιστορικούς αλλά και από τους χριστιανούς ιστορικούς. Ο Μιχαήλ Σύριος και ο Ματθαίος της Έδεσσας επαινούν μουσουλμάνους ηγεμόνες που παρενέβησαν για λογαριασμό των χριστιανών. Ο Σουλεϊμάν αντιμετώπισε ευγενικά την Αντιόχεια. Ο Μαλίκ Σαχ παραχώρησε ορισμένες εξαιρέσεις στην Αρμενική εκκλησία. Ο εμίρης Ισμαήλ, κυβερνήτης της Αρμενίας, έκανε προσπάθειες για να θεραπεύσει τις καταστροφές που διαπράχθηκαν στην Αρμενία. Ο Άραβας Σαρίφ αλ-Ντάουλα έκανε ό, τι μπορούσε για να προστατεύσει τους χριστιανούς στο βασίλειό του. Ο Μαλίκ Ντανισμέντ φαίνεται να έχει επιδείξει σημαντικό ενδιαφέρον για τους χριστιανούς της Μελιτηνής και άλλων περιοχών στην ηγεμονία του. Τόσο τον Ντανισμέντ όσο και τον Κίλιτζ Αρσλάν τους θρήνησαν, όταν πέθαναν, οι χριστιανοί, που ένιωθαν ότι είχαν χάσει τους προστάτες τους.405 Αυτή η θεωρία, υποστηρίζοντας ότι η χριστιανική στάση ήταν ευνοϊκή για τους Τούρκους, φαίνεται να λαμβάνει περαιτέρω επιβεβαίωση από το γεγονός ότι οι χριστιανοί συχνά συμμετείχαν και συνεργάζονταν με την τουρκική κατάκτηση. Ο Τζάχας δεν θα μπορούσε ποτέ να χτίσει τον στόλο του και να πλεύσει στο Αιγαίο χωρίς τη βοήθεια του ανώνυμου Σμυρναίου που ανέλαβε την κατασκευή των πλοίων. Ο ναύσταθμος που χτίστηκε προσωρινά στην Κίο υπό τις διαταγές του Αμπούλ-Κασίμ πρέπει επίσης να ήταν έργο ντόπιων χριστιανών. Ο Φιλάρετος επιδίωκε την τουρκική βοήθεια και αποδοχή, προχωρώντας ακόμη και σε αποστασία προκειμένου να διατηρήσει τις κτήσεις του. Έχει ήδη γίνει αναφορά στην παρουσία χριστιανικών, ιδίως αρμενικών, δυνάμεων στους τουρκικούς στρατούς. Πέρα από αυτές, υπήρχαν σώματα Παυλικιανών στρατιωτών στους στρατούς που αντιμετώπιζαν τους σταυροφόρους. Πρέπει να υπήρξαν πολλά άλλα περιστατικά τέτοιας χριστιανικής συμμετοχής στην τουρκική κατάκτηση, που δεν καταγράφηκαν.406

Έτσι είναι εμφανής η συμμετοχή ενός τμήματος των χριστιανών της Ανατολίας στις τουρκικές κατακτήσεις. Εξίσου προφανές είναι το γεγονός ότι ορισμένοι μουσουλμάνοι σουλτάνοι και κυβερνήτες ήσαν ευγενικοί με τους χριστιανούς και έτσι η χριστιανική γνώμη ήταν ευνοϊκή για αυτά τα άτομα. Αλλά αποτελεί τεράστια υπερβολή να υποστηρίξουμε, όπως ορισμένοι, ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της Ανατολίας, ή ακόμη και η πλειοψηφία του, χάρηκε, συναίνεσε και συμμετείχε στην τουρκική κατάκτηση. Οι ελληνικοί, αρμενικοί και γεωργιανοί πληθυσμοί (και είναι φανταστικό να μιλάμε για Χετταίους, Θράκες και άλλες αρχαίες εθνοτικές οντότητες που έχουν εξαφανιστεί εδώ και καιρό) φαίνεται ότι αντιπαθούσαν και φοβούνταν τους Τουρκμένους κατακτητές τους.407 Οι Σύριοι χριστιανοί γύρω από τη Μελιτηνή δεν ήσαν τόσο αρνητικά διακείμενοι απέναντι στους Τούρκους, επειδή είχαν υποστεί κακομεταχείριση τόσο από τους Αρμένιους όσο και από τους Έλληνες. Ωστόσο οι σελίδες του Μιχαήλ Συρίου και του Μπαρ Εβραίου, καθώς και η ιστορία της Μελιτηνής μέχρι την κατάκτησή της από τον καλοπροαίρετο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν, δείχνουν ότι κι αυτοί επίσης συχνά εύρισκαν ότι η τουρκική κυριαρχία δεν τους άρεσε.

Μια εξέταση των περιγραφών της εποχής για τις συνθήκες των χριστιανών στην Ανατολία θα αποκαλύψει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα μειονεκτήματα της τουρκικής κυριαρχίας, υπερτερούσαν κατά πολύ των πλεονεκτημάτων. Υπάρχει αναφορά σε γενική καταπίεση των χριστιανών της Ανατολίας σε διάφορα μέρη της χερσονήσου. Αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι εντελώς, από την κυβέρνηση και τους στρατούς, όπου και στα δύο οι άνθρωποι της Ανατολίας ήσαν τα πλήρη αφεντικά υπό τη βυζαντινή διοίκηση.408 Τους έπαιρναν τα παιδιά και τα μετέτρεπαν σε ορισμένες περιπτώσεις.409 Οι εκκλησίες λεηλατούνταν, καταστρέφονταν410 και συχνά χρησιμοποιούνταν ως τζαμιά.411 Η λεηλασία, η υποδούλωση και η σφαγή που έφερναν οι τουρκμενικές επιδρομές θα ήταν ανεπιθύμητες από καθιστική κοινωνία οπουδήποτε. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο χριστιανοί συγγραφείς θεωρούσαν σκόπιμο να επαινούν εκείνους τους μεμονωμένους Τούρκους σουλτάνους και αξιωματούχους, που κατέβαλλαν προσπάθειες για να προστατεύουν τους κατοίκους της Ανατολίας από τη βία των Τουρκμένων. Μάλιστα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, ώστε να διακρίνει μεταξύ των ενεργειών καλοπροαίρετων ηγεμόνων και των πράξεων των μουσουλμάνων υπηκόων τους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Άραβας Σαρίφ αλ-Ντάουλα επαινούνταν για την προστασία των χριστιανών των περιοχών του, αλλά το πέτυχε αυτό τιμωρώντας τους δικούς του μουσουλμάνους υπηκόους.412 Παρομοίως, τον Κίλιτζ Α’ Αρσλάν, ο οποίος επαινείται για την καλοσύνη του προς τους χριστιανούς,413 διαδέχθηκε στη Μελιτηνή ο Τουρκ Β’ Αρσλάν (αρχές του 12ου αιώνα). Ο τελευταίος καταπίεζε τους κατοίκους της πόλης με οικονομικές επιβολές και έτσι ανέστρεφε την πολιτική του προκατόχου του.414 Ακόμη και το ζήτημα της θρησκευτικής ανεκτικότητας έχει σε κάποιον βαθμό μεγαλοποιηθεί, γιατί παρόλο που οι σουλτάνοι φαίνεται ότι ήσαν, στο σύνολό τους, θρησκευτικά ανεκτικοί, συχνά αυτή την ανεκτικότητα δεν συμμερίζονταν όλοι οι μουσουλμάνοι υπήκοοι των σουλτάνων και οι αναγκαστικές μετατροπές και τα μαρτύρια δεν ήσαν άγνωστα. Όταν ο Μαλίκ Σαχ παραχώρησε στον Αρμένιο πατριάρχη Βασίλειο διπλώματα ασυλίας για την Αρμενική εκκλησία από τουρκικές επιβολές το 1090-91, ήταν επειδή ο Βασίλειος είχε διαμαρτυρηθεί εναντίον της βίας και των βαριών επιβολών των Τούρκων σε αυτές τις περιοχές τα προηγούμενα είκοσι χρόνια.415 Όμως μετά τον θάνατο του Μαλίκ Σαχ και του Ισμαήλ, οι ενοχλήσεις του παρελθόντος ξαναεμφανίστηκαν και τελικά ο Αρμένιος καθολικός εξαναγκάστηκε να διαφύγει στους Αρμένιους ηγεμόνες της Κιλικίας.416 Είναι σαφές ότι οι ίδιοι οι συγγραφείς που επαινούν τον Μαλίκ Σαχ και άλλους ως ήπιους προστάτες των χριστιανών, καθιστούν απολύτως σαφές ότι το στοιχείο απέναντι στο οποίο οι σουλτάνοι έπρεπε να προστατεύουν τους χριστιανούς ήσαν οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι.

Είναι επίσης προφανές ότι, τουλάχιστον σε αυτήν την περίοδο, οι χριστιανοί συνέχιζαν να υποφέρουν στα χέρια των κατακτητών παρά τα μεμονωμένα μέτρα των Μαλίκ Σαχ, Κίλιτζ Αρσλάν και Μαλίκ Ντανισμέντ. Η μεγάλη ταλαιπωρία που επιβλήθηκε στις χριστιανικές εκκλησίες της Ανατολίας έχει ήδη περιγραφεί πιο πάνω.417 Σίγουρα πολλές από τις Ορθόδοξες (Χαλκηδόνιες) εκκλησίες δεν απολάμβαναν πια τη συγκριτική ευημερία και ειρήνη που είχαν γνωρίσει υπό βυζαντινή εξουσία.418

Δεδομένης της φύσης της τουρκικής κατάκτησης και κυριαρχίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (11ος και 12ος αιώνας), δεν θα περίμενε κανείς τους χριστιανούς να είναι ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στους Τούρκους ως σύνολο, αν και πρέπει να προσέξουμε να διακρίνουμε μεταξύ των ηγεμόνων και της καθιστικής μουσουλμανικής κοινωνίας αφενός, και των Τουρκμένων αφετέρου. Υπήρχαν φυσικά εξαιρέσεις και υπήρχαν επίσης τα γεγονότα της πραγματικότητας. Οι Τούρκοι ήσαν οι κύριοι στρατιωτικά και πολιτικά και έπρεπε κανείς να το αντιμετωπίζει αυτό όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά γενικά οι χριστιανοί δεν ήσαν πλήρως ικανοποιημένοι με τους νέους ηγεμόνες τους, γεγονός που φωτίζεται από τα γεγονότα στα τέλη του 11ου και κατά τον 12ο αιώνα. Η πορεία των σταυροφόρων κατά μήκος ολόκληρης της Ανατολίας και η βυζαντινή ανακατάκτηση της δυτικής Ανατολίας και των βόρειων και νότιων παράκτιων περιοχών θα ήσαν αδύνατες αν οι πληθυσμοί ευνοούσαν τους Τούρκους. Τόσο οι Λατίνοι όσο και οι Βυζαντινοί δέχονταν βοήθεια από έναν πληθυσμό που είχε υποφέρει από τους Τούρκους. Όταν οι σταυροφόροι περνούσαν από την Ανατολία, τους βοηθούσαν και τους δέχονταν οι χριστιανοί σχεδόν σε κάθε βήμα. Οι χριστιανοί γύρω από την Κόνυα τους έδιναν πληροφορίες για τις περιοχές στα ανατολικά.419 Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Ταρσού ήσαν ευτυχείς να απαλλαγούν από τους Τούρκους και καλωσόριζαν τους δυτικούς στην πόλη,420 όπως και οι κάτοικοι άλλων πόλεων. Η Πλαστέντζα, η οποία είχε μόλις αποκρούσει τουρκική πολιορκία, άνοιξε οικειοθελώς τις πύλες της για να υποδεχτεί τους Λατίνους.421 Ομοίως, οι κάτοικοι του Κοξόν και του Μαράς ανακουφίστηκαν βλέποντας τους χριστιανικούς στρατούς, καθώς αυτό σήμαινε ανάπαυλα από τους Τούρκους.422 Η κατάσταση στην Αντιόχεια αυτή την εποχή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λόγω του μεγάλου χριστιανικού πληθυσμού στην πόλη και λόγω της εχθρότητάς του προς τους Τούρκους, οι τελευταίοι άρχιζαν να φοβούνται ότι με τους στρατούς των Σταυροφοριών στην άλλη πλευρά των τειχών, δεν θα μπορούσαν να εμπιστεύονται τους κατοίκους. Οι Τούρκοι σχεδίαζαν λοιπόν να σφαγιάσουν τους χριστιανούς, για να είναι ασφαλείς από την προδοσία τους. Αλλά καθώς δεν το έκαναν αρκετά γρήγορα, ένας χριστιανός της Αντιόχειας πρόδωσε την πόλη στους σταυροφόρους.423 Μετά την πτώση της πόλης οι ντόπιοι χριστιανοί βοηθούσαν τους σταυροφόρους να αναζητούν και να σκοτώνουν τους μουσουλμάνους μέσα στην Αντιόχεια, ενώ ο Τούρκος εμίρης Γιαγί Σιγιάν αναγνωρίστηκε και σκοτώθηκε από τους Αρμένιους καθώς προσπαθούσε να διαφύγει.424 Πριν από την πτώση της πόλης, οι γειτονικοί Αρμένιοι και Σύριοι έστηναν ενέδρες για την ανακούφιση των τουρκικών δυνάμεων, ενώ έκαναν και πάλι το ίδιο όταν οι Τούρκοι εγκατέλειπαν την Αντιόχεια.425

Στα δυτικά της Ανατολίας, ο Αλέξιος δεχόταν τη συμπάθεια μεγάλου μέρους του τοπικού πληθυσμού καθώς έδιωχνε τους Τούρκους. Επίσης επωφελούνταν από τις δραστηριότητες πληροφόρησης που πρόσφερε ο πληθυσμός426 και όταν εμφανίστηκε ο στρατός του Δούκα, οι πολίτες της Λαοδίκειας άνοιξαν τις πύλες της πόλης και βγήκαν για να τον χαιρετήσουν. Καθώς ο Αλέξιος υποχωρούσε από το Φιλομήλιον το 1098, πολλοί από τους Έλληνες κάτοικους της περιοχής εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, προτιμώντας να μετεγκατασταθούν μέσα σε αυτοκρατορική επικράτεια.427 Κατά τη διάρκεια της τελευταίας του εκστρατείας στις περιοχές, οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών γύρω από την Κέδρεα και των περιοχών γύρω από την Κόνυα εγκατέλειψαν οικειοθελώς τα σπίτια τους και προτίμησαν να ακολουθήσουν τον Αλέξιο σε ασφαλέστερες κατοικίες μέσα στο βυζαντινό κράτος.428 Η γενική μετανάστευση και φυγή τμημάτων του πληθυσμού ενώπιον της προέλασης των εισβολέων τονίζει περαιτέρω αυτό το σημείο. Τα συναισθήματα σημαντικού μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, ακόμη και στην ανατολική Ανατολία, ήσαν ευνοϊκώς διακείμενα απέναντι στο Βυζάντιο και έτσι οι χριστιανοί ήσαν ύποπτοι στα μάτια των Τούρκων.

Όταν ο αυτοκράτορας [Ιωάννης Β’ Κομνηνός] άρχισε να επιτίθεται στη Νεοκαισάρεια, η οργή των Τούρκων εναντίον των χριστιανών αυξήθηκε σε όλα τα εδάφη που κατείχαν. Όποιος ανέφερε το όνομα του αυτοκράτορα, έστω και τυχαία, αντιμετώπιζε το σπαθί, και του έπαιρναν τα παιδιά και το σπίτι. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί χάθηκαν στη Μελιτηνή και σε άλλα εδάφη, μέχρι που ο αυτοκράτορας αναχώρησε ξαφνικά.429

Είναι αρκετά σαφές ότι μεγάλο μέρος των χριστιανών στην Ανατολία κατά τον αιώνα μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ έβλεπαν σαφή επιδείνωση των συνθηκών τους. Καθώς η τουρκική κατάκτηση προκαλούσε αυτή την αναταραχή, δεν θα περίμενε κανείς να δει τους χριστιανούς να είναι ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στους κατακτητές. Έτσι, όταν οι χριστιανικοί στρατοί εμφανίζονταν και πάλι στην Ανατολία, οι κάτοικοι συχνά εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους με την τουρκική κυριαρχία. Μάλιστα η εχθρότητα χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολία είναι σαφής στα γεγονότα του 13ου αιώνα, όταν οι χριστιανοί της Ανατολίας συντάχθηκαν με τους Μογγόλους (πριν από τη μετατροπή τους στο Ισλάμ), και συχνά οι μουσουλμάνοι συμπαθούσαν τους Αιγυπτίους Μαμελούκους. Αυτός ήταν ο λόγος που το 1277 ο Μπαϋμπάρς έσφαξε τους χριστιανούς της Καισάρειας αλλά όχι τους μουσουλμάνους. Η ίδια πόλωση της θρησκευτικής έντασης παρατηρείται κατά την εισβολή του Τιμούρ στη Μικρά Ασία.430 Όμως καθώς περνούσε ο καιρός και οι δυνατότητες βυζαντινής ανακατάκτησης εξασθενούσαν, ορισμένοι από τους χριστιανικούς πληθυσμούς άρχιζαν να βρίσκουν θέση για τον εαυτό τους στη νέα ρύθμιση. Έτσι, οι Έλληνες των νησιών στη λίμνη Πουσγούση αντιστάθηκαν στα στρατεύματα του Ιωάννη Κομνηνού. Οι Έλληνες του Ταντάλου και της Καρίας που είχαν επανεγκατασταθεί γύρω από το Φιλομήλιον-Άκσεχιρ ήσαν πολύ ευτυχείς στα εδάφη των Σελτζούκων. Αν και είχαν απομακρυνθεί με βία από τα αρχικά τους σπίτια, η γενναιοδωρία του σουλτάνου να τους δώσει εδάφη και πενταετή φορολογική ασυλία βρισκόταν σε τόσο έντονη αντιπαράθεση με την αναρχία που τύλιγε τη βυζαντινή Ανατολία στα τέλη του 12ου αιώνα, που οι Έλληνες ήσαν ικανοποιημένοι παραμένοντας στα νέα σπίτια τους.

Επανεποίκιση και ανασυγκρότηση

Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών δεν σταμάτησε στην Ανατολία κατά τον 13ο αιώνα, αλλά η κατάσταση είχε τότε σταθεροποιηθεί πολύ περισσότερο. Το εμπόριο και η γεωργία πετύχαιναν και πάλι ικανοποιητικό επίπεδο ευημερίας, καθώς οι έμποροι, οι τεχνίτες και οι αγρότες εύρισκαν συνθήκες ευνοϊκές τόσο στο κράτος των Σελτζούκων της Κόνυα όσο και στα χριστιανικά κράτη της Νίκαιας, της Τραπεζούντας και της Κιλικίας. Αλλά αυτή η σταθερότητα δεν προέκυπτε απότομα και αποκλειστικά από τις προσπάθειες των χριστιανών και Σελτζούκων μοναρχών του 13ου αιώνα. Οι δραστηριότητες αυτών των ηγεμόνων ήσαν εκτεταμένες τον 13ο αιώνα, αλλά η διαδικασία επαναποικισμού και ανοικοδόμησης μεγάλων περιοχών της Ανατολίας είχε συνεχιστεί στη διάρκεια μεγάλου μέρους του 12ου αιώνα.

Η πορεία της ανοικοδόμησης είναι πιο ορατή για τη δυτική Ανατολία πριν από τον 13ο αιώνα ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας των Ελλήνων ιστορικών. Όταν οι Τούρκοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα, οι οχυρώσεις πολλών πόλεων είχαν παραμεληθεί εδώ και πολύ καιρό, επειδή δεν ήσαν πια απαραίτητες. Κατά συνέπεια, με την εμφάνιση του νέου κινδύνου, τα τείχη της Μελιτηνής ξαναχτίστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα (1059-67).431 Ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης ανοικοδόμησε τις οχυρώσεις της Σωζόπολης το 1069-70, όταν οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να διεισδύουν στη Φρυγία,432 και το ίδιο έκανε στο Ερζερούμ,433 στις περιοχές του ποταμού Άλυ, ενώ σκόπευε να ανοικοδομήσει τα τείχη του Μαντζικέρτ.434 Η αναρχία και οι πολιτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν το Μαντζικέρτ αναμφίβολα απορροφούσαν τόσο τους Βυζαντινούς, που πιθανότατα παραμελήθηκε η ενίσχυση των οχυρώσεων στην Ανατολία. Όταν ο Αλέξιος Α’ ανέβηκε στον θρόνο, και ιδιαίτερα μετά την ανάκτηση των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της Μεσογείου, εγκαινίασε πολιτική επανεποίκισης στη βυζαντινή Ανατολία, την οποία επρόκειτο να συνεχίσουν ο Ιωάννης Β', ο Μανουήλ Α’ και ο Ισαάκιος Β’. Επειδή η αυτοκρατορία μαστιζόταν και πάλι από εσωτερικές συγκρούσεις και θεσμική παρακμή προς τα τέλη του 12ου αιώνα, αυτή η ανοικοδόμηση της Ανατολίας παραμελούνταν και οι ελληνικές επαρχίες κατέρρεαν σε αναρχία, με τον πληθυσμό να υποφέρει από φορολογική καταπίεση, εξεγέρσεις και τουρκικές επιδρομές. Οι Λασκαρίδες όμως ανανέωσαν την πολιτική των Κομνηνών και οι επαρχίες ανακουφίστηκαν και πάλι και περνούσαν αναβίωση της ευημερίας, που κράτησε μέχρι μετά τα μέσα του 13ου αιώνα.

Τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Αλέξιος ήταν για άμυνα εναντίον περαιτέρω τουρκικής καταπάτησης στη Βιθυνία. Κατασκεύασε τα φρούρια της Κιβωτού και της Σιδηράς για να προστατεύσει ό, τι ελάχιστα βυζαντινό έδαφος είχε απομένει στη Θάλασσα του Μαρμαρά.435 Μετά την απομάκρυνση των Τούρκων από τις ακτές της Ανατολίας, ο Αλέξιος στράφηκε στο τεράστιο καθήκον της ανόρθωσης και πάλι των πολλών πόλεων που είχαν αφεθεί σε ερείπια. Το Αδραμύττιον, η Αττάλεια, και πολλές από τις παράκτιες πόλεις από τη Σμύρνη έως την Αττάλεια ανοικοδομήθηκαν,436 ενώ οι πόλεις Κώρυκος και Σελεύκεια στην Κιλικία ανακατασκευάστηκαν επίσης.437 Ο διάδοχος του Αλέξιου Ιωάννης περιέβαλε τη Λαοδίκεια με τείχη,438 ξανάχτισε το Λοπάδιον στην περιοχή του Ρυνδάκου439 και την Αχυραούντα μακρύτερα προς νότο.440 Ο ρυθμός ανοικοδόμησης φαίνεται ότι αυξήθηκε σημαντικά με την εμφάνιση του δραστήριου Μανουήλ.441 Σε προσπάθεια να κάνει τη Βιθυνία ασφαλή από τους Τούρκους εισβολείς, ξανάχτισε τις πόλεις και τα οχυρά Μαλάγινα (Μελάγγεια), Πιθηκάς, Πύλες442 και Άρκλα-Δάμαλις.443 Πιο νότια οχύρωσε τις περιοχές Περγάμου-Χλιαρών-Αδραμυττίου,444 ενώ στη Φρυγία ανακατασκεύασε τις πόλεις Δορύλαιον και Χώμα-Σουβλαίον.445 Αν και ο Ισαάκιος Άγγελος έχτισε την πόλη του Αγγελόκαστρου,446 αυτό αποτελούσε εξαίρεση και η αποσύνθεση της βυζαντινής διοίκησης κατά το τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα οδηγούσε στην παραμέληση της πολιτικής των Κομνηνών στη Μικρά Ασία.

Η ανοικοδόμηση κατεστραμμένων και ερημωμένων πόλεων σήμαινε φυσικά ότι οι αυτοκράτορες έπρεπε να τις επανεποικίσουν με κατοίκους. Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι είχαν εξαφανιστεί, εν όλω ή εν μέρει, ως αποτέλεσμα των τουρκικών εισβολών. Πόλεις όπως το Δορύλαιον, Χώμα-Σουβλαίον, Μαλάγινα, Πιθηκάς, Αδραμύττιον, και στην πραγματικότητα οι πόλεις ολόκληρης της παραλίας του Αιγαίου από τη Σμύρνη μέχρι την Αττάλεια είχαν εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό από τους Έλληνες, οπότε ο Αλέξιος και οι διάδοχοί του έπρεπε να φέρουν πληθυσμούς. Στην περίπτωση της ακτής του Αιγαίου, ο Αλέξιος μπόρεσε να ανακαλέσει πολλούς από τους αρχικούς κατοίκους και να τους επανεγκαταστήσει σε αυτήν την περιοχή. Πολύ συχνά οι Έλληνες πρόσφυγες από εδάφη που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα χέρια των Τούρκων χρησιμοποιούνταν για τον επανεποικισμό αυτών των περιοχών. Αυτοί ήσαν οι μεγάλοι αριθμοί Ελλήνων που εγκατέλειψαν τις περιοχές του Φιλομηλίου, του Βούρτζη, του Ικονίου και της Νεοκαισάρειας.447 Χρησιμοποιούνταν επίσης ομάδες ξένων: Ο Ιωάννης εγκατέστησε αριθμό Σέρβων γύρω από τη Νικομήδεια ως αγρότες και στρατιώτες.448 Υπήρχαν Αρμένιοι στην Τρωάδα.449 Η πόλη των Πηγών κατοικούνταν από Λατίνους.450 Περί τον 13ο αιώνα υπήρχαν Έλληνες από την Κρήτη,451 Λατίνοι και Κουμάνοι, εγκατεστημένοι ως στρατιώτες και ως κάτοχοι προνοιών.452 Εξίσου σημαντικοί με τους στρατιωτικούς εποίκους ήσαν οι αγρότες, ενώ ο αποικισμός των Σέρβων γύρω από τη Νικομήδεια παρακινήθηκε εν μέρει από την επιθυμία να τεθεί και πάλι η γη υπό καλλιέργεια, ώστε να δημιουργηθούν φόροι για το κεντρικό ταμείο. Ο Μανουήλ ανέλαβε έναν ακόμη πιο εκτεταμένο εποικισμό των αγροτικών περιοχών στο θέμα Νεοκάστρου (Αδραμύττιον-Πέργαμος-Χλιαρά), με αποτέλεσμα η ερημωμένη γη να επανεποικιστεί, να καλλιεργηθεί και να παράγει ωραία έσοδα για το κεντρικό ταμείο.453 Αυτός ο επανεποικισμός επεκτεινόταν φυσικά στο εκκλησιαστικό βασίλειο, καθώς επίσκοποι και μητροπολίτες επέστρεφαν και πάλι στις εκκλησίες τους στη δυτική Ανατολία. Οι μοναστηριακές κοινότητες του όρους Λάτμος και της περιοχής του Μαιάνδρου αναζωογονήθηκαν και κατά τον 12ο και 13ο αιώνα ήσαν και πάλι ακμάζοντα κέντρα μοναστηριακής ζωής.454 Η φροντίδα που έδωσαν οι Κομνηνοί στο εκκλησιαστικό κατεστημένο στη Μικρά Ασία έχει περιγραφεί πιο πάνω.

Η αναρχία και οι εξεγέρσεις που εκδηλώνονταν στις βυζαντινές επαρχίες της Ανατολίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα απειλούσαν να αναιρέσουν μεγάλο μέρος του επιτεύγματος των Κομνηνών στην Ανατολία. Ο Νικήτας Χωνιάτης παρατηρεί ότι μερικές φορές αυτοί οι αντάρτες κατέστρεφαν την ύπαιθρο ακόμη χειρότερα και από τους Τουρκμένους επιδρομείς.455 Αντίθετα, στους Έλληνες που είχαν μεταφυτευτεί βίαια από τον Τάνταλο και την Καρία στις περιοχές του Φιλομηλίου από τον σουλτάνο, δινόταν τέτοια ασφάλεια, που προτιμούσαν την τουρκική κυριαρχία από εκείνη των δικών τους αυτοκρατόρων. Μάλιστα η κατάσταση γύρω από τον Μαίανδρο είχε γίνει ανασφαλής λόγω της αδυναμίας της αυτοκρατορίας να αναχαιτίσει τις τουρκικές επιδρομές ή να συγκρατήσει τους στασιαστές και τους οικονομικούς καταπιεστές.456 Όμως το έργο των Κομνηνών είχε εκτελεστεί τόσο αποτελεσματικά, που δεν μπορούσε να αναιρεθεί από αυτό το ένα τέταρτο αιώνα παρακμής. Μάλιστα η Λασκαρίδεια αναβίωση στη δυτική Ανατολία ήταν δυνατή, ακριβώς επειδή οι αυτοκράτορες είχαν ανασυγκροτήσει υγιή κοινωνία στη Δυτική Μικρά Ασία κατά τον 12ο αιώνα. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες, που είχαν εξαναγκαστεί από πολιτικές συνθήκες να φύγουν στην Ανατολία, αφιέρωναν και πάλι την ενεργητικότητα και την προσοχή τους στη βελτίωση των συνθηκών της αστικής και αγροτικής κοινωνίας στα δυτικά όρια της χερσονήσου, κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους του 13ου αιώνα. Αυτό το έργο, που ανανεώθηκε από τους Λασκαρίδες, έφτασε και πάλι σε εντυπωσιακό αποκορύφωμα κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Βατάτζη, όπως σημειώνουν άφθονα οι εγκωμιαστές του.

Ποιος θα απαριθμήσει όλα αυτά τα πράγματα που έχει προσφέρει σε κάθε πόλη σε όλη την Ανατολή και τη δυτική χώρα, όχι μόνο σε εκείνες που είναι πολύ μεγάλες και διάσημες αλλά και σε εκείνες που, λόγω του μικρού τους μεγέθους και της αφάνειάς τους, ονομάζονται κατάλληλα φρούρια και όχι πόλεις. Ενήργησε για τη φροντίδα και την ασφάλειά τους, ενισχύοντάς τις με κατασκευές. Έχτισε πύργο πάνω σε πύργο, στηθαίο πάνω σε στηθαίο, και σήκωσε τείχος πάνω σε τείχος. Επιπλέον, έφερε από όλα τα είδη των όπλων, τόξα, βέλη, ασπίδες, πανοπλίες, πετροβόλα και όσα άλλα μηχανήματα υπάρχουν για άμυνα απέναντι σε επιτιθέμενους εχθρούς. Και στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν επίσης μισθωτοί άνδρες, ειδικευμένοι στην [κατασκευή] των διαφόρων όπλων, που κατασκευάζουν τόσα τόξα, τόσα βέλη και άλλα όπλα κάθε χρόνο. Τα αποθήκευαν σε δημόσια κτίρια σε μεγάλο αριθμό, ώστε όταν έπρεπε να τα χρειάζονται, οι υπερασπιστές να τα είχαν σε αφθονία. Και έβαλε στην άκρη εδάφη, από τα οποία τα προϊόντα έπρεπε να συλλέγονται και να αποθηκεύονται σε σιτοβολώνες, ή αποθήκες, κατά χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες μέδιμνους, όχι μόνο κριθαριού και σιταριού, αλλά και των άλλων δημητριακών και αναγκαίων, αποθηκεύοντάς τα για άγονο καιρό και ώρα ανάγκης …. Και βλέπαμε ολόκληρα κτίρια γεμάτα με αυτόν τον τρόπο, με σιτάρι, κρασί, λάδι, και με τα άλλα απαραίτητα από τη γη, αλλά και πύργους των πόλεων γεμάτους σιτάρι, κριθάρι και κεχρί. Στη Μαγνησία της Λυδίας όπου αποθηκεύονταν τα περισσότερα εμπορεύματα, τι θα μπορούσε κανείς να ζητήσει από εκείνα τα πράγματα που επιθυμούν οι άνθρωποι και να μην το είχε απολαύσει βρίσκοντάς το; Όχι μόνο από εκείνα τα πράγματα που μπορούν να βρεθούν στους δικούς μας τόπους, αλλά και από τόσα πολλά πράγματα οπουδήποτε στην οικουμένη, στην Αίγυπτο, λέω, και στην Ινδία και αλλού; Και έφτιαξε στις πόλεις και βιβλιοθήκες με βιβλία όλων των τεχνών και των επιστημών.457

Τίς δ’ ἄν ἀριθμήσαιτο ὅσα τῶν ὑπ' αὐτὸν προνοούμενος καθ' ἑκάστην πόλιν, οὐχ ὅσαι μέγισται καὶ περιφανεῖς, ἀλλ' ἤδη καὶ ὅσαι τῇ σμικρότητι καὶ ἀφανείᾳ μὴ πόλεις ἀλλὰ φρούρια εἰκότως κατονομάζονται, ὅσαι τε ἀνὰ τὴν Ἕω καὶ τὴν Δυσμικὴν χώραν, πρὸς σύστασιν αὺτῶν καὶ ἀσφάλειαν διεπράξατο κτίσμασι κατοχυρώσας, ὡς πύργον ἐπὶ πύργῳ ἑδράσαι, καὶ στεφάνην ἐπὶ στεφάνῃ, καὶ ἐπὶ περιβόλῳ ἀνεγεῖραι περίβολον, ἔτι τε ὅπλα ἀποθέσθαι παντοῖα, καὶ τόξα, καὶ βέλη, καὶ θυρεούς τε καὶ θώρακας, ὄργανά τε πετροβόλα καὶ ἄλλα μηχανήματα ὅσα πρὸς ἄμυναν ἐπερχομένων ἐχθρῶν; κατὰ δὲ τὰς μεγάλας τῶν πόλεων καὶ ἄνθρωποι ἦσαν τεχνῖται τῶν διαφόρων ὅπλων ἐπὶ μισθῷ, τόσα μὲν τόξα, τόσα δὲ βέλη, καὶ ἄλλα ὄσα κατ' ἔτος ἐργαζόμενοι ὅπλα, καὶ εἰς δημοσίους οἴκους ἀποτιθέντες καὶ ἀριθμὸν ὑπερβαίνοντα, ἵν' ὅτε τούτων χρεία ἀνενδεῶς οἱ ἀμυνόμενοι ἔχοιεν; τὸ δὲ καὶ χωρία ἀναθεῖναι ὡς ἄν τοὺς ἐκεῖθεν καρποὺς εἰσκομίζεσθαι καὶ εἰς σιτοβολῶνας, εἰτοῦν ὡρεῖα, ἐνθησαυρίζεσθαι εἰς χιλιάδας καὶ μυριάδας μεδίμνων ἀριθμουμένους οὐ κριθῆς μόνον καὶ σίτου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων σπορίμων καὶ τῶν χρειωδών ἄλλως ἒν ἀφορίας καὶ ἐνδείας καιρῷ φυλαττόμενα … ἐφ' ᾧ καὶ ἦν ὁρᾷν οἴκους ὅλους πεπληρωμένους κατὰ τὸ εἰρημένον, ἀπὸ σίτου, οἴνου τε και ἐλαίου, καὶ τῶν ἄλλων ἐκ γῆς χρειωδῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς τῶν πόλεων πύργους σίτῳ καὶ κριθῇ καὶ κέγχρου σπέρματι βρίθοντας. ἐν δέ τῇ κατὰ Λυδίαν Μαγνησίᾳ, ὅπου καὶ τὰ πλείω τῶν χρημάτων ἀπέθετο, τί τίς ἄν ἐζήτησεν ἀφ' ὧν ἄνθρωποι χρήζομεν, καὶ οὐχ εὑρών, ἐκληρώσατο τὴν ἀπόλαυσιν, οὐ τῶν ἐν τοῖς ἡμετέροις τόποις εὑρισκομένων, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐνιαχοῦ τῆς οἰκουμένης, κατ' Αἴγυπτόν φημι, καὶ Ἰνδίαν καὶ ἀλλαχοῦ; Ἀλλὰ καὶ βιβλιοθήκας κατὰ πόλεις συνήθροισεν ἐκ βίβλων πασῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν.

Το φορολογικό σύστημα εφαρμοζόταν και πάλι με δίκαιο τρόπο, η γη απαλλασσόταν από τις επιδρομές του εχθρού και οι επαρχίες ευημερούσαν. Όχι μόνο αυξανόταν η παραγωγή του εδάφους και της βιομηχανίας, αλλά άκμαζε και η εκτροφή ζώων: αλόγων, βοοειδών, προβάτων και καμηλών. Περί το τέλος της βασιλείας του Βατάτζη η χριστιανική κοινωνία είχε ανακάμψει τόσο πολύ, που ο αυτοκράτορας μπορούσε να επεκτείνει τη γενναιοδωρία του από τις πόλεις, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες των δικών του περιοχών στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, του όρους Άθως, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Σινά, της Ιερουσαλήμ, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας.458 Οι Λασκαρίδες συνέχιζαν την πολιτική επανεποικισμού που είχαν ξεκινήσει οι Κομνηνοί, φέρνοντας νέους πληθυσμούς από τα Βαλκάνια και τα νησιά.

Πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα των οχυρώσεων στις περιοχές μεταξύ Εφέσου και Μιλήτου επιβεβαιώνει τα στοιχεία των κειμένων για αυτήν την οικοδομική δραστηριότητα κατά την περίοδο των Κομνηνών και των Λασκαριδών. Όχι μόνο οι πόλεις περιβάλλονταν με νέες οχυρώσεις ως αποτέλεσμα των τουρκικών εισβολών, αλλά και στενά δίκτυα μικρών αμυντικών φυλακίων προστάτευαν τους δρόμους που συνέδεαν τις πόλεις.459 Η πόλη της Μιλήτου και ο δρόμος Μίλητος-Μύλασα οχυρώθηκαν πρώτα στις αρχές της περιόδου των Κομνηνών, για δεύτερη φορά στα τέλη του 12ου αιώνα, και πάλι στην περίοδο των Λασκαριδών.460 Η Πριήνη και οι περιοχές του όρους Μυκάλη ενισχύθηκαν με τον ίδιο τρόπο στις αρχές της εποχής των Κομνηνών και πάλι κάτω από τους Λασκαρίδες.461 Οχυρώθηκαν επίσης οι παράκτιες περιοχές της Αναίας και της Εφέσου.462 Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αρχαιολογική έρευνα σε άλλες περιοχές της δυτικής Ανατολίας θα έφερνε παρόμοια αποτελέσματα, στο μέτρο που τα κείμενα δείχνουν ότι οι αυτοκράτορες ξανάχτιζαν και επανοχύρωναν δραστήρια σε όλη την επικράτειά τους. Αυτά τα αρχαιολογικά στοιχεία αποτελούν σημαντική απόδειξη όχι μόνο της αυτοκρατορικής δραστηριότητας αλλά και του κινδύνου και της αναστάτωσης με την οποία απειλούσαν οι τουρκικές εισβολές.

Οι Σελτζούκοι και οι Ντανισμέντ άρχιζαν παρομοίως να ξαναχτίζουν και να επανεποικίζουν τις κτήσεις τους. Αλλά το αποκορύφωμα της δραστηριότητας των Σελτζούκων ήρθε μόνο με τις αρχές του 13ου αιώνα, τότε που φαίνεται ότι ανθίζει λαμπρά. Την προηγούμενη περίοδο η οικοδομική δραστηριότητα στη μουσουλμανική Μικρά Ασία φαίνεται ότι ήταν πιο εκτεταμένη στο ανατολικό τμήμα. Ο Μαλίκ Ντανισμέντ λέγεται ότι ξανάχτισε τη Σεβάστεια αμέσως μετά την κατάκτησή της463 και ένας άλλος Ντανισμέντ εμίρης ανοικοδόμησε την Καισάρεια περί το 1134,464 ενώ η πρώτη διασωζόμενη μουσουλμανική επιγραφή της Νεοκαισάρειας χρονολογείται από τα μέσα του 12ου αιώνα465 και εκείνες της Άγκυρας από τα τέλη του 12ου αιώνα.466 Οι Σελτζούκοι ξανάχτισαν το Ακσαράι το 1155 (1171;)467 και εποίκισαν τη Δάδυβρα στο τελευταίο μέρος του αιώνα.468 Η Κόνυα είχε γίνει τόσο μεγάλη και ευημερούσα στα τέλη του ίδιου αιώνα, που οι ιστορικοί της Τρίτης Σταυροφορίας παρατηρούσαν ότι ήταν τόσο μεγάλη, όσο η γερμανική πόλη της Κολωνίας.469 Στα τέλη του 12ου αιώνα υπήρξε αναμφίβολα εκτεταμένη ανοικοδόμηση και αποικισμός (που αναφέρθηκε πιο πάνω),470 αλλά η μεγάλη περίοδος είναι ο 13ος αιώνας, εποχή από την οποία διασώζονται όχι μόνο οι περισσότερες επιγραφές, αλλά και τα περισσότερα σελτζουκικά τζαμιά, μεντρεσέδες, κρήνες και καραβανσεράι.471 Μάλιστα η τέχνη της Ανατολίας των Σελτζούκων αποτελεί ένα από τα αξιοσημείωτα κεφάλαια στα χρονικά της μουσουλμανικής τέχνης. Είναι σημαντικό από αυτή την άποψη ότι τα ελληνικά μοναστηριακά ιδρύματα στις περιοχές τρωγλοδυτών της σελτζουκικής Καππαδοκίας γνώρισαν επίσης την τελική τους ανάπτυξη τον 13ο αιώνα, μετά τη δραστική παρακμή του τέλους του 11ου και του 12ου αιώνα.472

Το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα οι συνθήκες είχαν σταθεροποιηθεί επαρκώς, ώστε Έλληνες και μουσουλμάνοι έμποροι να ταξιδεύουν μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Κόνυα,473 ενώ εμπορικές σχέσεις, αν και ανήσυχες, υπήρχαν μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων των περιοχών Κόνυα-Χωνές και λίμνη Πουσγούση-Κόνυα αντίστοιχα. Μουσουλμάνοι έμποροι από την Κόνυα επισκέπτονταν την εμπορική πανήγυρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χωνές, όπως και Έλληνες από διάφορες επαρχίες.474 Τον 13ο αιώνα η Ανατολία έφτανε και πάλι στην εμπορική ευημερία που είχε βιώσει στα βυζαντινά χρόνια. Το κράτος των Λασκαριδών παρακινούσε την ανάπτυξη εθνικής κλωστοϋφαντουργίας, ευνοώντας τα ελληνικά ενδύματα από εκείνα που έφερναν Ιταλοί έμποροι. Ιταλοί έμποροι και πλοία επισκέπτονταν ελληνικά λιμάνια,475 εμπορεύματα από την Ινδία, την Αίγυπτο και αλλού έρχονταν στις αποθήκες της Μαγνησίας,476 ενώ γεωργικά προϊόντα εύρισκαν έτοιμη αγορά στις λιγότερο ευημερούσες γεωργικές περιοχές των Σελτζούκων. Στον βορρά οι μεγάλες εμπορικές εκθέσεις του Αγίου Ευγένιου στην Τραπεζούντα ανανεώθηκαν στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα και έφεραν μεγάλη ευημερία.477 Ο μετασχηματισμός των περιοχών των Σελτζούκων από την ανάπτυξη του εμπορίου εκδηλώνεται εντυπωσιακά στην εμφάνιση σειράς καραβανσεράι σε όλη την Ανατολία τον 13ο αιώνα. Αυτά τα χάνια χτίζονταν, ως επί το πλείστον, κατά μήκος των εμπορικών οδών που ξεκινούσαν από τις περιοχές της Μαλάτυα και του Αλμπιστάν και εκτείνονταν προς τα δυτικά μέσω Καισάρειας, Ακσαράι, Κόνυα, Μπέγκσεχιρ και στη συνέχεια βορειοδυτικά προς τη γενική κατεύθυνση της Βιθυνίας και της Κωνσταντινούπολης μέσω Άκσεχιρ, Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχειας και Εσκί Σεχίρ.478 Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι μεταξύ των πρώτων από αυτά τα χάνια ήσαν το Αργκίτ Χαν (πριν από το 1201-02) μεταξύ Κόνυα και Άκσεχιρ, το Αλτούν Αμπά Χαν (περ. 1200) δυτικά της Κόνυα, το Κουρουτσεσμέ Χαν (μεταξύ 1207-10) στον δρόμο Κόνυα-Μπέγκσεχιρ, το Ντεβέ Χαν στο Σεγίντ Γαζή (περ. 1207-08) και το Εγκρέτ Χαν (πρώτη δεκαετία του 13ου αιώνα), γιατί αυτά κατασκευάστηκαν κατά μήκος των διαδρομών που οδηγούσαν από την Κόνυα στα βυζαντινά σύνορα.479 Αυτό συμπίπτει χρονολογικά με την ανακοίνωση στον Νικήτα Χωνιάτη, ότι έμποροι από την Κόνυα βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 12ου αιώνα.480 Καθώς οι Σελτζούκοι κατακτούσαν περιοχές στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, το σύστημα καραβανσεράι απλωνόταν βόρεια προς Σαμσούν και Σινώπη και νότια προς την Αττάλεια. Μετά την πτώση των Χωνών και της Λαοδίκειας, χτίστηκαν τελικά χάνια σχεδόν μέχρι τη Λαοδίκεια. Στο εξής οι έμποροι και τα εμπορεύματα εισέρχονταν στην τουρκική Ανατολία από την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή, την Κριμαία και τη λατινική και βυζαντινή Δύση, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο με τον οποίο εισέρχονταν εμπορεύματα στην Ανατολία κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Η έκταση αυτού του εμπορίου υποδηλώνεται από ένα συμβάν στα τέλη του 13ου αιώνα, όταν οι φυλές Τουρκμένων και ληστές άρχιζαν ήδη να καταπατούν τις γραμμές επικοινωνίας. Το 1276 300 Τουρκμένοι ιππείς επιτέθηκαν σε καραβάνι χριστιανών εμπόρων από την Κιλικία στην Ηράκλεια. Σκότωσαν ογδόντα περίπου από τους χριστιανούς, ενώ λήστεψαν από έναν από αυτούς 120.000 δηνάρια Τύρου.481

Ενσωμάτωση των χριστιανών στη μουσουλμανική κοινωνία (1071-1276)

Περί το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα μεγάλο μέρος της βυζαντινής κοινωνίας στην Ανατολία είχε ζήσει υπό τουρκική κυριαρχία για δύο αιώνες, με αποτέλεσμα το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο να είναι ενσωματωμένο σε μια νέα ισλαμική κοινωνία της Ανατολίας. Επιπλέον, μέσα σε αυτό το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο, σημαντικό μέρος είχε μετασχηματιστεί πολιτιστικά, αλλά η διαδικασία αυτού του μετασχηματισμού δεν ήταν, όπως τον 13ο αιώνα, καθοριστική. Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι οι θαλάσσιες περιοχές της δυτικής και βόρειας Ανατολίας βρίσκονταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό στα χέρια χριστιανικών πολιτικών οντοτήτων και αυτό χρησίμευε για τη στήριξη και ενίσχυση του χριστιανικού στοιχείου σε αυτές τις περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο γεωγραφικό τμήμα της Ανατολίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ικονίου (Κόνυα) για το μεγαλύτερο μέρος των δύο αιώνων, ή τουλάχιστον υπό τουρκικό έλεγχο, ενώ μεγάλο μέρος της χριστιανικής κοινωνίας είχε υποστεί τις αντιπαραθέσεις του πολέμου και των εισβολών και την πολιτική υποταγή. Αυτή η σημαντική εξάρθρωση διευκόλυνε σημαντικά τη διαδικασία του πολιτιστικού μετασχηματισμού. Η μουσουλμανική θρησκεία είχε το αναμφισβήτητο κύρος και πλεονέκτημα ότι ήταν η θρησκεία των κατακτητών, ενώ ο Χριστιανισμός γινόταν η θρησκεία των ηττημένων. Οι παραδοσιακοί ισλαμικοί διοικητικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί θεσμοί και μορφές ήσαν εκείνοι που λάμβαναν επίσημη κύρωση και οικονομική υποστήριξη, και καθώς η σελτζουκική διοίκηση, τα ισλαμικά τζαμιά, οι μεντρεσέδες, οι ζαβίγια και τα καραβανσεράι απλώνονταν σε όλα τα εδάφη των Σελτζούκων, αυτά τα ιδρύματα άρχιζαν σταδιακά να αναδιαμορφώνουν την κοινωνία της Ανατολίας σε ισλαμικά πρότυπα. Όλο το συγκρότημα αυτών των θεσμών χτιζόταν, υποστηριζόταν και τροφοδοτούνταν από τον πλούτο που είχαν πάρει οι κατακτητές από τους ηττημένους χριστιανούς.

Οι τελευταίοι ενσωματώνονταν στην ισλαμική κοινωνία σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα. Ως ντίμμι [προστατευόμενα άτομα] έπρεπε να πληρώνουν φόρο για τα προϊόντα της γης τους ή για το κέρδος από τα καταστήματά τους, ενώ έπρεπε επίσης να πληρώνουν το τζιζιέ, τον κεφαλικό φόρο [χαράτσι]. 482 Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι χριστιανοί σε εδάφη βακουφίων ήσαν υποχρεωμένοι να πληρώνουν το ένα πέμπτο των προϊόντων της γης στα ευσεβή ιδρύματα, ενώ έπρεπε επίσης να παρέχουν κορβέ [μη αμειβόμενη εργασία μιας ημέρας οφειλόμενη από υποτελή στον φεουδάρχη του]. Αυτό το ένα πέμπτο φαίνεται να ήταν βαρύ φορτίο.483

Είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί σε ποιον βαθμό οι περιορισμοί τους οποίους, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ουμαγιάντ χαλίφης Ουμάρ είχε επιβάλει σε χριστιανούς και Εβραίους, εφαρμόζονταν από τους Τούρκους στην Ανατολία κατά την πρώτη περίοδο.484 Φαίνεται να μην υπάρχει αμφιβολία ότι από τις αρχές του 14ου αιώνα ορισμένοι περιορισμοί που αποδίδονταν στον Ουμάρ εφαρμόζονταν στους χριστιανούς της Ανατολίας όσον αφορά την ενδυμασία. Ο Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ, σύγχρονος του γεγονότος που περιγράφει, αναφέρει ότι ο Μογγόλος κυβερνήτης της Ανατολίας, ο Τιμουρτάς, εύρισκε τα ρούχα και τα καπέλα των Εβραίων και των χριστιανών να μην ξεχωρίζουν από εκείνα των μουσουλμάνων. Ανακοίνωσε ότι οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να φορούν κωνικά καπέλα με κίτρινα τουρμπάνια, ώστε να διακρίνονται από τους πιστούς, γιατί, συνέχιζε, αυτό θα υπερύψωνε το Ισλάμ και θα ταπείνωνε τον άπιστο. Ο Καρίμ αλ-Ντιν σημείωνε ότι ο Μογγόλος κυβερνήτης συμμορφωνόταν με τις συμβουλές που είχε δώσει ο μεγάλος σεΐχης Ιμπν Αράμπι στον σουλτάνο Καϋκαούς Α’ (1211-20). Ο Ιμπν Αράμπι είχε συμβουλεύσει τον σουλτάνο να αφαιρέσει τις καμπάνες των εκκλησιών, να εξαλείψει την αρνησιθρησκία, να δοξάσει το Ισλάμ και να ταπεινώσει τους απίστους [καφούρ, γκιαούρ]. Ως ευσεβές παράδειγμα, ανέφερε στην επιστολή του εκείνο που φέρεται ότι είχε ορίσει ο χαλίφης Ουμάρ. Σε πόλεις ξένης θρησκείας οι άπιστοι δεν έπρεπε να χτίζουν ούτε εκκλησίες ούτε μοναστήρια ούτε κατοικίες για άγαμους ιερείς, ούτε να ανοικοδομούν ερειπωμένες εκκλησίες. Κάθε μουσουλμάνος έπρεπε να έχει δικαίωμα διαμονής και διατροφής τριών διανυκτερεύσεων στις εκκλησίες. Οι άπιστοι δεν έπρεπε να φιλοξενούν κατασκόπους ή να μισούν τους μουσουλμάνους, αλλά έπρεπε να δείχνουν σεβασμό στους μουσουλμάνους και να τους προσφέρουν ένα μέρος για να κάθονται στις συνελεύσεις τους, αν το επιθυμούσαν. Οι άπιστοι απαγορευόταν να μοιάζουν με τους μουσουλμάνους στις ενδυμασίες και τα ρούχα τους, στα καπέλα τους, τα τουρμπάνια, τα παπούτσια και τα χτενίσματα. Δεν έπρεπε να διδάσκουν το Κοράνι στα παιδιά τους ή να παίρνουν μουσουλμανικά ονόματα ή πατρωνυμικά. Απαγορευόταν να ιππεύουν σαμαρωμένα άλογα, να ζώνονται με σπαθιά ή να φέρουν οτιδήποτε είχε σχέση με σπαθιά. Δεν τους επιτρεπόταν να χαράζουν σφραγίδες στα αραβικά ή να πωλούν κρασί. Όπου κι αν πήγαιναν, έπρεπε πάντοτε να φορούν τα περίεργα ρούχα τους και να ζώνουν τη μέση τους με ζουνάρ. Στις κηδείες δεν έπρεπε να θρηνούν με δυνατή φωνή ή να παρελαύνουν τη σορό του νεκρού μπροστά από μουσουλμάνους, ενώ τις καμπάνες έπρεπε να τις χτυπούν πολύ απαλά. Η ανάγνωση στην εκκλησιαστική λειτουργία έπρεπε επίσης να γίνεται με χαμηλή φωνή. Αυτή ήταν η φύση των συμβουλών που έδωσε ο αλ-Αράμπι στον σουλτάνο Καϋκαούς Α’ και αυτήν εφάρμοζε ο Τιμουρτάς πολλά χρόνια αργότερα, τουλάχιστον εν μέρει. Ο Καρίμ αλ-Ντιν ενημερώνει τον αναγνώστη ότι είναι απολύτως απαραίτητο να ακολουθεί τις συμβουλές που έδωσε ο αλ-Αράμπι.485

Όταν ο Ιμπν Μπατούτα επισκέφθηκε την πόλη Ντενιζλί (Λαοδίκεια Μαιάνδρου) το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, σημείωνε ότι το διακριτικό γνώρισμα στην ελληνική ενδυμασία ήταν ένα ψηλό μυτερό καπέλο, είτε από κόκκινο είτε από λευκό ύφασμα.486 Προς το τέλος του 14ου αιώνα ο Σιλτμπέργκερ αφηγείται ότι οι χριστιανοί της Ανατολίας φορούσαν μπλε μαντήλι και οι Εβραίοι κίτρινο στο κεφάλι.487 Φαίνεται λοιπόν εύλογο ότι πολλές από τις λεγόμενες απαγορεύσεις του Ουμάρ ίσχυαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Το γεγονός ότι ο Τιμουρτάς επέβαλε τον νόμο στις αρχές του αιώνα φαίνεται να υπονοεί ότι, πριν αναλάβει αυτός τη διοίκηση, οι διατάξεις για την ένδυση δεν ίσχυαν (ή αλλιώς είχαν λήξει) για τμήματα της Ανατολίας και για διάφορες χρονικές περιόδους. Η επιβολή των απαγορεύσεων του Ουμάρ πριν από εκείνη την εποχή φαίνεται να ήταν χαλαρή και ακανόνιστη από πολλές απόψεις. Το γράμμα του Ιμπν Αράμπι μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι σημαίνει ότι, στον βαθμό που οι χριστιανοί δεν υπόκεινταν στις απαγορεύσεις του Ουμάρ, έγραφε στον σουλτάνο συμβουλεύοντάς τον να τις εφαρμόσει. Ή, ότι μπορεί να ήταν μια επιστολή, στην οποία τα παραδοσιακά καθήκοντα του μουσουλμάνου κυβερνήτη σκιαγραφούνταν από έναν μουσουλμάνο θεωρητικό, χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά στις πραγματικές συνθήκες. Ή, υπάρχει ακόμη μια τρίτη πιθανότητα. Ως αποτέλεσμα του σημαντικού χριστιανικού στοιχείου και επιρροής στην αυλή κατά καιρούς τον 12ο και 13ο αιώνα, οι απαγορεύσεις ενδέχεται να είχαν αρθεί σε περιόδους όπου αυτά τα στοιχεία είχαν επιρροή. Όσον αφορά την απαγόρευση να φέρουν όπλα, φαίνεται ότι οι χριστιανοί είχαν αφοπλιστεί σε πολλές περιοχές.488 Όμως, από την άλλη πλευρά, η παρουσία ντόπιων, μη αλλαξόθρησκων Ελλήνων και Αρμενίων στους στρατούς των Σελτζούκων του 11ου και 13ου αιώνα δείχνει ότι αυτή η απαγόρευση να φέρουν όπλα δεν εφαρμοζόταν ομοιόμορφα.489 Είναι αλήθεια ότι ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων, ο Μαλίκ Σαχ, εξέδωσε διάταγμα που πρόσταζε τους χριστιανούς να φορούν ρούχα που θα τους ξεχώριζαν από τους πιστούς.490 Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι τέτοιοι νόμοι εφαρμόζονταν στην ανατολική Ανατολία του 12ου αιώνα. Ο Νουρ αλ-Ντιν Μαχμούτ έβαλε τους χριστιανούς να φορούν ζουνάρ, ενώ δεν έπρεπε να αφήνουν τα μαλλιά τους να μεγαλώνουν. Οι Εβραίοι έπρεπε να προσαρμόζουν ένα κόκκινο πανί στον ώμο.491 Υπάρχουν επίσης περιστατικά της καταστροφής μιας νεόκτιστης εκκλησίας στο Μπαργκαχίς το 1152 και της εκτέλεσης του ιερέα που την έχτισε (σταυρώθηκε την ημέρα της γιορτής του Σταυρού).492 Ο εμίρης Καρά Αρσλάν εξέδωσε στη συνέχεια διάταγμα, που απαγόρευε την κατασκευή νέων εκκλησιών ή την επισκευή παλαιών.493 Όμως, καθώς δεν υπάρχουν τοπικές πηγές της εποχής για την κεντρική Ανατολία κατά τον 12ο αιώνα, και καθώς οι μουσουλμανικές πηγές του 13ου αιώνα δεν ασχολούνται με τον χριστιανικό πληθυσμό, είναι πολύ δύσκολο να πούμε ποια ήταν η κατάσταση εδώ. Σε συμφωνία με την ιδέα του διαχωρισμού των μουσουλμάνων και των απίστων, η πρακτική της απομόνωσής τους σε ξεχωριστές περιοχές των πόλεων είναι αισθητή τον 14ο αιώνα. Ο Ιμπν Μπατούτα, όταν επισκέφτηκε την πόλη της Αττάλειας, βρήκε πέντε μεγάλες συνοικίες στην πόλη, εκείνες των Εβραίων, των ξένων χριστιανών εμπόρων, των Ελλήνων, του εμίρη και των αξιωματούχων του και μαμελούκων, και τέλος των μουσουλμάνων. Το ίδιο είδος ρύθμισης υπήρχε στην πόλη Γκαραντάι Μπόλου.494 Σε άλλες πόλεις οι χριστιανοί εκδιώχθηκαν εντελώς, όπως στα Δάδυβρα στα τέλη του 12ου αιώνα495 και στην Έφεσο αμέσως μετά την κατάκτηση στις αρχές του 14ου αιώνα.496 Είναι πολύ πιθανό ότι ο περιορισμός των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων σε ξεχωριστές συνοικίες ίσχυε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου και μάλιστα η πρακτική ήταν συνηθισμένη τόσο μεταξύ των Βυζαντινών όσο και μεταξύ των μουσουλμάνων. Από τα τέλη του 12ου και κατά τον 13ο αιώνα, ο κύριος θεσμός των Ελλήνων χριστιανών, η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε τμήματα της Μικράς Ασίας είχε γίνει κάπως πιο σταθεροποιημένη και άρχιζε να επωφελείται από την ευημερία και την κανονικότητα που επικρατούσε τώρα στην κοινωνία των Σελτζούκων. Αυτό φαίνεται να εξηγεί το γεγονός ότι οι εκκλησίες και τα μοναστήρια των σπηλαίων της Καππαδοκίας βίωσαν την τελευταία τους άνθιση τον 13ο αιώνα.497

Η απορροφητική διαδικασία συμβολιζόταν στο υψηλότατο επίπεδο από μικτούς γάμους μεταξύ της ελληνικής χριστιανικής αριστοκρατίας και της βασιλικής οικογένειας των μουσουλμάνων Σελτζούκων. Ο Κίλιτζ Β’ Αρσλάν είχε χριστιανή σύζυγο, μητέρα του σουλτάνου Γκιγιάθ αλ-Ντιν Α’ Καϋχοσρόϋ.498 Ο ίδιος ο τελευταίος αυτός σουλτάνος παντρεύτηκε Ελληνίδα γυναίκα της αριστοκρατικής οικογένειας Μαυροζώμη,499 ενώ ο Ἀλα αλ-Ντιν Α’ Καϋκουμπάντ πήρε στο χαρέμι του την κόρη του χριστιανού κυβερνήτη της Καλονόρος-Αλάγια, του Κιρ Φάριντ.500 Το χριστιανικό στοιχείο στην οικογένεια των σουλτάνων υπήρξε πιο έντονο στα μέσα του 13ου αιώνα, όταν τουλάχιστον δύο από τους γιους του Γκιγιάθ αλ-Ντιν Β’ Καϋχοσρόϋ είχαν χριστιανές μητέρες. Η μητέρα του Ιζ αλ-Ντιν ήταν Ελληνίδα501 και η μητέρα του Άλα αλ-Ντιν Καϋκουμπάντ ήταν Γεωργιανή.502 Αν και η μητέρα του αδελφού τους, του Ρουχ αλ Ντιν Κίλιτζ Αρσλάν Δ’, φαίνεται ότι ήταν Τουρκάλα,503 ο ίδιος είχε χριστιανή σύζυγο.504 Αυτή η ιστορία των μικτών γάμων των Σελτζούκων σουλτάνων με χριστιανές γυναίκες είναι ατελής, αλλά η διαδικασία είναι ευδιάκριτη μεταξύ των Οθωμανών σουλτάνων, όταν κατοικούσαν ακόμη στη Βιθυνία, καθώς και μεταξύ των δυναστειών των Καραμάν και Ντουλγκαντίρ και των Τούρκων ηγεμόνων που είχαν στενή σχέση με το ελληνικό κράτος της Τραπεζούντας.505 Υπάρχει περιστασιακή αναφορά σε μικτούς γάμους στις τάξεις της μουσουλμανικής και χριστιανικής αριστοκρατίας. Ο Τατζ αλ-Ντιν Χουσαΐν, γιος του Σαχίμπ Φαχρ αλ-Ντιν Άλι, παντρεύτηκε μια κόρη του Κιρχάνε (Κυργιάννη;) του Έλληνα θείου του Ιζ αλ-Ντιν Καϋκαούς Β’.506 Ο Ιωάννης Κομνηνός, ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού, πήρε σύζυγο μια κόρη του σουλτάνου και έγινε μουσουλμάνος.507 Τον 13ο αιώνα, ο γιος του Περβάνε παντρεύτηκε μια νόθα κόρη του Ετούμ, του βασιλιά της Αρμενίας.508 Πιθανώς αυτό το φαινόμενο των μικτών γάμων μεταξύ των ανώτερων τάξεων ήταν πιο διαδεδομένο απ’ όσο αποκαλύπτουν οι πηγές. Έγινε ήδη αναφορά σε μικτούς γάμους μεταξύ των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας της Ανατολίας. Υπάρχει κάθε λόγος να υποθέσουμε ότι μικτοί γάμοι γίνονταν αρκετά εκτεταμένα από την αρχή κιόλας της τουρκικής κατοχής της Ανατολίας και για αρκετούς αιώνες μετά. Η Άννα Κομνηνή μιλάει για τους απόγονους τέτοιων ενώσεων ως μιξοβαρβάρους, και ο Βαλσαμών του 12ου αιώνα αναφέρεται στις περίεργες πρακτικές τους.509 Όταν ο Έλληνας ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς περνούσε από τη Βιθυνία καθ’ οδόν προς τη Νίκαια στα μέσα του 14ου αιώνα, μόλις μία γενιά μετά την κατάκτηση της Νίκαιας, παρατηρούσε ότι ο πληθυσμός αποτελούνταν από Έλληνες, μιξοβαρβάρους (Ελληνο-Τούρκους) και Τούρκους.510 Έτσι οι μικτοί γάμοι μουσουλμάνων και χριστιανών σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ένταξη και απορρόφηση του ελληνικού χριστιανικού στοιχείου στη μουσουλμανική κοινωνία.

Όταν οι Σελτζούκοι κατέλαβαν την Ανατολία, βρέθηκαν να κατέχουν μια περιοχή που είχε υπάρξει κατοικία και κύρια βάση της βυζαντινής (ελληνικής και αρμενικής) αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων. Κρίσιμης σημασίας για την τύχη της βυζαντινής κοινωνίας ήταν η αντίδραση αυτής της αριστοκρατίας γαιοκτημόνων προς τη νέα κατάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί εκπρόσωποι αυτής της τάξης εγκατέλειψαν τις τουρκικές κατακτήσεις και επανεγκαταστάθηκαν στη δυτική Ανατολία ή στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.511 Όμως η εμφάνιση ορισμένων εκπροσώπων αυτών των αριστοκρατικών οικογενειών της Ανατολίας στις υπηρεσίες των Τούρκων κατά τη διάρκεια των αιώνων της κυριαρχίας των Σελτζούκων και των Οθωμανών δείχνει ότι σημαντικό μέρος της ελληνικής αριστοκρατίας κατέληξε σε αμοιβαία επωφελή κατανόηση με τους Τούρκους. Οι κοσμικοί ηγέτες της ελληνικής χριστιανικής κοινωνίας είτε εγκατέλειψαν τη μουσουλμανική Ανατολία είτε προσαρμόστηκαν με τους κατακτητές, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα για όλες τις τάξεις της βυζαντινής κοινωνίας. Από τους αριστοκράτες που παρέμειναν στη μουσουλμανική Ανατολία, πολλοί διατήρησαν τη χριστιανική τους πίστη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ άλλοι αποστάτησαν στο Ισλάμ νωρίς. Αυτοί οι χριστιανοί εύρισκαν τον δρόμο τους στην υπηρεσία των Σελτζούκων με διάφορους τρόπους. Αναμφίβολα μερικοί παρέμειναν στην Ανατολία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατάκτησης και κατέληξαν σε συμφωνία με τους κατακτητές.512 Άλλοι παρέδιδαν τις πόλεις ή τις οχυρώσεις που τους είχαν ανατεθεί να υπερασπίζονται, και σε αντάλλαγμα έπαιρναν εδάφη και θέσεις υπό τους Τούρκους. Ο Κιρ Φαρίντ, ο κυβερνήτης του Καλονόρος-Αλάγια, παρέδωσε την πόλη στον σουλτάνο Άλα αλ-Ντιν Καϋκουμπάντ Α’ και του δόθηκε σε αντάλλαγμα το εμιράτο του Άκσεχιρ καθώς και η κατοχή πολλών χωριών.513 Ο Κασσιανός, Έλληνας κυβερνήτης στις περιοχές του Πόντου, παρέδωσε ομοίως τα οχυρά του στους Ντανισμέντ με αντάλλαγμα μια θέση στα εδάφη των τελευταίων.514 Πιο συχνά αναφερόμενες από τους ιστορικούς της εποχής ήσαν οι περιπτώσεις στις οποίες Έλληνες ξέφευγαν από την οργή των αυτοκρατόρων, ή απλώς επαναστατούσαν, και έτσι αναζητούσαν καταφύγιο στους Τούρκους σουλτάνους και ηγεμόνες.515 Από αυτούς τους τελευταίους, ορισμένοι παρέμεναν στην τουρκική υπηρεσία μόνο προσωρινά,516 ενώ άλλοι, όπως ο Ιωάννης Κομνηνός και τα μέλη της οικογένειας Γαβρά, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην επικράτεια των Σελτζούκων. Ο πρώτος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, λιποτάκτησε στους Τούρκους ως αποτέλεσμα μιας διαμάχης με τον θείο του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό,517 έγινε μουσουλμάνος και παντρεύτηκε την κόρη του σουλτάνου.518 Η οικογένεια Γαβρά είχε πιο ενδιαφέρουσα ιστορία, γιατί τα μέλη αυτής της οικογένειας συνδέονταν στενά με την άμυνα της Τραπεζούντας και των περιχώρων της απέναντι στις τουρκικές εισβολές του 11ου αιώνα. Σε σχέση με αυτό, ένας Γαβράς υπήρξε ακόμη και μάρτυρας για την πίστη του.519 Όμως, καθώς η οικογένεια γινόταν πανίσχυρη στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α’, ο αυτοκράτορας υποψιαζόταν την οικογένεια. Επομένως δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας εμφανίζονται στην υπηρεσία των Σελτζούκων τον 12ο αιώνα. Ο Κίνναμος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια μιας από τις πρώτες τουρκικές εκστρατείες του Μανουήλ Κομνηνού σκοτώθηκε κάποιος Γαβράς, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στα στρατεύματα του σουλτάνου. Ήταν Έλληνας, αλλά είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους Τούρκους και είχε προαχθεί στη διοίκηση εμιράτου.520 Η οικογένεια διατηρούσε την εξέχουσα θέση της μέχρι το τέλος της βασιλείας του Κίλιτζ Β’ Αρσλάν. Ένας Γαβράς στην αυλή του σουλτάνου ήταν εκείνος που ρύθμισε τους όρους της ειρήνης με τον Μανουήλ Κομνηνό μετά τη μάχη του Μυριοκέφαλου το 1176.521 Αυτός ο Γαβράς ήταν πιθανότατα ο αμίρ-ι-χατζίμπ [αυλάρχης] του σουλτάνου, ο Ιχτιγιάρ αλ-Ντιν Χασάν ιμπν Γαβράς.522 Ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου που είχε υποδαυλίσει ο Γαβράς μεταξύ του Κίλιτζ Αρσλάν και του γιου του σουλτάνου που κυβερνούσε τη Σεβάστεια, ο σουλτάνος απέλυσε τον Γαβρά από την υπηρεσία του. Εκείνος μάζεψε τους γιους του, συγγενείς, υπηρέτες και διακόσιους ιππείς και αποσύρθηκε στην πεδιάδα του Κανιούχ. Ο γιος του σουλτάνου έστειλε τους Τουρκμένους να του επιτεθούν και έτσι αυτοί σκότωσαν τόσο τον Γαβρά όσο και τους γιους του. Ο Μπαρ Εβραίος έχει διασώσει μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτού του περιστατικού:

Και τον πετσόκοψαν από άκρο σε άκρο, και τον κρέμασαν από τις ακίδες των λογχών, και τον περιέφεραν στη Σεβάστεια την ημέρα της Γιορτής του Σταυρού.523

Λόγω αυτού του συνδυασμού περιστάσεων, ένας αριθμός Ελλήνων χριστιανών καθώς και Ελλήνων αποστατών εμφανιζόταν δίπλα-δίπλα με Τούρκους, Άραβες και Πέρσες στην τουρκική αυλή, διοίκηση και στρατό. Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ο ρόλος και η επιρροή τους, καθώς το πρωτογενές υλικό δεν επαρκεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ομάδα Ελλήνων χριστιανών και αποστατών έπαιζε σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, ενώ μπορεί να είχαν κάποιον ρόλο στη μύηση των κατακτητών στα έθιμα και τα ήθη της κοινωνίας της Ανατολίας. Αλλά εδώ, πάλι, είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε λεπτομερείς απαντήσεις, όχι μόνο λόγω της φύσης των πηγών αλλά και επειδή με την πάροδο του χρόνου το αποτύπωμα της ισλαμικής κοινωνίας που κυριάρχησε στην κοινωνία της Ανατολίας έχει φροντίσει να καλύψει ό, τι μπορεί να υπήρχε από αυτή την άποψη.524

Ένας αριθμός Ελλήνων εμφανίζονται με τον τίτλο εμίρης. Ένας Γαβράς κατείχε αυτόν τον τίτλο στις αρχές του 12ου αιώνα,525 όπως και ο Μαυροζώμης που αργότερα ανυψώθηκε στην υψηλότερη θέση του βασιλείου κατά τον 13ο αιώνα.526 Ο γιος του τελευταίου κατείχε απροσδιόριστη θέση στην αυλή των Σελτζούκων.527 Η παρουσία ενός εμίρη Κωνσταντίνου στο Ισκιλίμπ και ενός Άσαντ αλ-Ντάουλα Κωνσταντίνου στην Καϋσερί καταγράφονται σε βακούφια του 13ου αιώνα.528 Το έγγραφο που αφορά το ευσεβές ίδρυμα του Σαμς αλ-Ντιν Αλτούν Αμπά καταγράφει τα ονόματα Ελλήνων αριστοκρατών, των οποίων τα εδάφη βρίσκονταν στην περιοχή της Κόνυα. Είναι ενδιαφέρον ότι δύο από αυτούς έφεραν βυζαντινούς τίτλους: ο πατρίκιος Μιχαήλ γιος του Μαύρου529 και ο γιος του πατρικίου Ιωάννη.530 Στο ίδιο έγγραφο υπάρχει αναφορά σε Έλληνα χριστιανό εμίρη.531 Ένας εμίρης Τορνίκ της Τοκάτ, ο οποίος μπορεί να είναι της βυζαντινής οικογένειας Τορνίκη, αναφέρεται τον 13ο αιώνα.532 Ο Κιρ Φαρίντ κατείχε το εμιράτο του Άκσεχιρ.533 Στην ίδια την αυλή ο Ιχτιγιάρ αλ-ντιν Χασάν μπιν Γαβράς ήταν αμίρ-ι-χατζίμπ [αυλάρχης] υπό τον Κίλιτζ Β’ Αρσλάν.534 Τον επόμενο αιώνα ο Κιρ Κεντίντ, ο Έλληνας θείος του Ιζ αλ-Ντιν Β’ Καϋκαούς, ήταν σαραμπσαλάρ [φύλακας του κρασιού], 535 και παρόλο που ο άλλος θείος του έπαιζε εξέχοντα ρόλο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ως προς την επίσημη θέση του. Υπήρχε προφανώς ελληνικό γραφείο στην αρχιγραμματεία του σουλτάνου, όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένης της σημασίας των διεθνών και εσωτερικών σχέσεων με ελληνόφωνα στοιχεία. Οι αξιωματούχοι αυτής της γραμματείας ήσαν γνωστοί με τον βυζαντινό τίτλο νοταράν, και αυτή η ομάδα ήταν εκείνη που διατύπωσε τους όρους της συνθήκης μεταξύ του σουλτάνου και του ηγεμόνα της Τραπεζούντας, όταν κατακτήθηκε η Σινώπη το 1214.536 Αυτό το ελληνικό γραφείο, ή τουλάχιστον Έλληνες γραμματείς, διατηρούνταν όχι μόνο στη διοίκηση των Σελτζούκων αλλά και μεταξύ ορισμένων εμιράτων που διαδέχθηκαν το κράτος των Σελτζούκων.537 Μερικά παραδείγματα των εγγράφων που προέρχονται από αυτό το ελληνικό γραφείο των Σελτζούκων έχουν διασωθεί και ασχολούνται με τη ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Κύπρου και Ανατολίας.538 Έλληνες εμφανίζονται επίσης, περιστασιακά, ως πρεσβευτές των σουλτάνων. Στις εμπορικές σχέσεις με την Κύπρο, Σελτζούκος πρέσβης ήταν κάποιος Κυρ Αλέξιος,539 ενώ για την προετοιμασία της διάσημης επίσκεψής του στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αιώνα, ο Κίλιτζ Αρσλάν έστειλε τον χριστιανό αρχιγραμματέα του Χριστόφορο, για να διευθετήσει το θέμα.540 Υπάρχει αναφορά σε Έλληνα φορολογικό αξιωματούχο και δικηγόρο, τον Παπά Μιχαήλ, στη Μελιτηνή το 1190, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την επιβολή φόρων,541 καθώς και για δύο Έλληνες μουσικούς στην αυλή του σουλτάνου.542

Βυζαντινοί εμφανίζονται επίσης ως στρατιωτικοί αξιωματικοί στους στρατούς του σουλτάνου.543 Ο εμίρης Μαυροζώμης έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εκστρατείες εναντίον της Κιλικίας Αρμενίας στις αρχές του 13ου αιώνα.544 Ο Ιμπν Μπίμπι αποκαλύπτει την παρουσία πέντε αδελφών από την αυτοκρατορία της Νίκαιας, των Αουλάντ-ι-Φερνταλί, σε μια συριακή εκστρατεία του σουλτάνου.545 Ο ηγέτης των «Φραγκικών» μισθοφόρων που υπερασπίζονταν το Ερζερούμ εναντίον του Μογγόλου Μπαϊτζού ήταν κάποιος Ιστάνκος.546 Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος υπηρετούσε ως κοντιστάμπλ (κοντόσταυλος) υπεύθυνος για τα χριστιανικά στρατεύματα του σουλτάνου, όταν είχε εγκαταλείψει το βασίλειο των Λασκαριδών.547 Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι Σελτζούκοι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν συχνά χριστιανικά στρατεύματα και εκείνα που αναφέρονται συγκεκριμένα είναι Έλληνες, Φράγκοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Ρώσοι και Γερμανοί.548 Υπήρχε σώμα 3.000 Φράγκων και Ελλήνων στον στρατό του σουλτάνου στο Κιοσέ Νταγ το 1243.549 Τα ελληνικά στρατεύματα προέρχονταν από δύο κύριες πηγές: από τα βυζαντινά εδάφη και από την επικράτεια του σουλτάνου. Όταν ο Ιζ αλ-Ντιν Β’ Καϋκαούς διέφυγε για πρώτη φορά από τις εισβολές των Μογγόλων, αναζήτησε καταφύγιο στα εδάφη των Λασκαριδών, αλλά μετά την απόσυρση των Μογγόλων στρατολόγησε στρατό 400 Ελλήνων από τον Βυζαντινό ηγεμόνα και ξαναπήρε την Κόνυα.550 Μετά την επιδείνωση των συνθηκών στη Βιθυνία στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, οι ακρίτες αναζητούσαν υπηρεσία με τους Τούρκους.551 Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένο να στρατολογούνται στρατιωτικές μονάδες για τους στρατούς των Σελτζούκων μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, ενώ είναι πολύ πιθανό αυτοί οι στρατιώτες να μετατρέπονταν τελικά στο Ισλάμ.552

Επειδή η βυζαντινή Ανατολία ήταν σχετικά καλά ανεπτυγμένη περιοχή όπου άνθιζε το εμπόριο, η βιομηχανία και η γεωργία, δεν εκπλήσσεται κανείς από το γεγονός ότι τα ελληνικά, συριακά και αρμενικά στοιχεία αναφέρονται ενίοτε ως σημαντικά στην οικονομική ζωή της Ανατολίας. Καθώς το κράτος των Σελτζούκων αναπτυσσόταν και προόδευε στο τέλος του 12ου και τον 13ο αιώνα, εκείνα τα στοιχεία του χριστιανικού αγροτικού, εμπορικού και βιοτεχνικού πληθυσμού που είχαν παραμείνει στην Ανατολία, συμμετείχαν ολοένα και πιο ενεργά στην επεκτεινόμενη οικονομική ζωή του μουσουλμανικού τμήματος της χερσονήσου. Αυτή είναι η κατάσταση που αντικατοπτρίζει η περιγραφή του Μάρκο Πόλο τον 13ο αιώνα:

Οι άλλες δύο τάξεις είναι οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, που ζουν ανάμικτοι με τους πρώτους [Τουρκμένους] σε πόλεις και χωριά, ασχολούμενοι με εμπόρια και χειροτεχνίες.553

Παρά το γεγονός ότι λείπουν πηγές για την οικονομική ζωή των χριστιανών στην μουσουλμανική Ανατολία, υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές ότι αυτά τα στοιχεία αφομοιώνονταν ενεργά στην οικονομική ζωή της σελτζουκικής Ανατολίας στα τέλη του 12ου και τον 13ο και 14ο αιώνα, και μάλιστα ήσαν μεταξύ των βασικών στοιχείων σε αυτήν. Κατά τον 12ο αιώνα οι Έλληνες έμποροι της Κόνυα όργωναν τους δρόμους από τη σελτζουκική προς τη βυζαντινή πρωτεύουσα.554 Οι Έλληνες έμποροι της λίμνης Πουσγούση είχαν στενούς οικονομικούς δεσμούς με την Κόνυα,555 ενώ πιθανότατα ήσαν επίσης δραστήριοι στο εμπόριο μεταξύ Κόνυα και Χωνών κατά τη διάρκεια της μεγάλης πανήγυρης του Αρχάγγελου Μιχαήλ.556 Χριστιανικά καραβάνια ταξίδευαν μεταξύ Κόνυα και Κιλικίας ακόμη και το 1276.557

Υπάρχουν ενδείξεις ότι δίπλα-δίπλα με τους μουσουλμάνους αρχιτέκτονες δραστηριοποιούνταν ορισμένοι χριστιανοί αρχιτέκτονες, καθώς και αρχιτέκτονες οι οποίοι, αν και μουσουλμάνοι, ήσαν προσήλυτοι. Ίσως ο πιο γνωστός από αυτούς τους χριστιανούς αρχιτέκτονες ήταν ο Έλληνας από την Κόνυα, ο Καλογιάν αλ-Κουνέουι, ο οποίος εργαζόταν στο Ιλγκίν Χαν το 1267-68 και ο οποίος τρία χρόνια αργότερα έχτισε τον Γκιοκ Μεντρεσέ της Σίβας (1271).558 Το 1222 ο Έλληνας αρχιτέκτονας Θυριανός έχτισε το τζαμί στο χωριό Νιντίρ Κιόι κοντά στο Άκσεχιρ.559 Κάποιος Σεβαστός συμμετείχε στην ανοικοδόμηση των τειχών της Σινώπης το 1215, μετά την κατάκτησή της από τους Έλληνες.560 Ο Τζαλαλαντίν Ρουμί χρησιμοποίησε έναν Έλληνα αρχιτέκτονα για να χτίσει μια καμινάδα στο σπίτι του.561 Μια ιστορία στην ημιμυθική σύνθεση που είναι γνωστή ως Βιλαγιέτναμε του Χατζή Μπεκτάς επικεντρώνεται στη φυσιογνωμία ενός Έλληνα αρχιτέκτονα, του Νικομηδιανού, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν εξέχων στην αυλή του Οθωμανού σουλτάνου Ορχάν Α’.562 Στις οικοδομικές επιγραφές σε πολλά τζαμιά, χάνια, τουρμπέδες και άλλα παρόμοια κτίρια εμφανίζονται ονόματα αρχιτεκτόνων που δείχνουν ότι αυτοί ήσαν προσήλυτοι στο Ισλάμ. Τέτοιος ήταν ο διάσημος Κελούκ ιμπν Αμπντουλλάχ (πιθανώς αρμενικής καταγωγής) που έχτισε τον Ιντζέ Μιναρέ, τον Ναλιντζή Τουρμπέ και το τζαμί κοντά στην πύλη της Λάρανδας στην Κόνυα.563 Έλληνες οικοδόμοι εμφανίζονται στα ανέκδοτα που έλεγε ο Τζαλαλαντίν Ρουμί και γράφηκαν από τον Εφλάκι. Έλληνες εργάτες πλακόστρωσαν την ταράτσα του,564 ενώ σε ένα άλλο περιστατικό ο Ρουμί εξηγεί την επιθυμία να χρησιμοποιεί Έλληνες και όχι Τούρκους κτίστες.565 Έλληνες ζωγράφοι ήσαν ακόμη ενεργοί, όπως φαίνεται από τους διάσημους Καλογιάνι και Άιν αλ-Ντάουλα Ρουμί, όπου και οι δύο ήσαν του στενού κύκλου του Τζαλαλαντίν Ρουμί και της βασιλικής αυλής.566 Ο Άιν αλ-Ντάουλα (που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ από τον Ρουμί) περιγραφόταν από τον Εφλάκι ως δεύτερος Μάνες. Η Γκούρτζι Χατούν, σύζυγος του σουλτάνου, τον είχε βάλει να ζωγραφίσει πολλά πορτρέτα του Τζαλαλαντίν Ρουμί, ώστε να μπορεί να έχει την εικόνα του ακόμη και όταν ταξίδευε μακριά από την Κόνυα. Η παράδοση της εικονογραφίας επιζούσε μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών της Μικράς Ασίας μέχρι σχετικά πρόσφατα χρόνια.567

Έχει ήδη αναφερθεί η παρουσία Ελλήνων αυλικών μουσικών στην Κόνυα του 13ου αιώνα. Αν και οι Έλληνες κάνουν την εμφάνισή τους ως γιατροί στους σουλτάνους και την αριστοκρατία,568 οι Σύριοι της Έδεσσας και της Μελιτηνής φαίνεται ότι ήσαν πιο σημαντικοί σε αυτόν τον τομέα.569 Οι Έλληνες, Αρμένιοι και Σύριοι συνέχιζαν να κυριαρχούν στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας της Ανατολίας, όπως είχαν κάνει στη βυζαντινή εποχή. Ο Μάρκο Πόλο παρατηρεί ότι οι Έλληνες και οι Αρμένιοι:

υφαίνουν τα καλύτερα και πιο όμορφα χαλιά στον κόσμο, καθώς και μεγάλη ποσότητα έξοχων και πλούσιων μεταξωτών από κρεμεζί και άλλα χρώματα, καθώς και πολλά άλλα πράγματα.570

Όταν ο Ιμπν Μπατούτα επισκέφτηκε τη Λαοδίκεια-Ντενιζλί, παρατηρούσε:

Και έχει υπέροχους κήπους, αιωνόβια ρέματα και αναβλύζουσες πηγές. Τα παζάρια της είναι πολύ όμορφα, και σε αυτά κατασκευάζονται βαμβακερά υφάσματα με χρυσό κέντημα, απαράμιλλα στο είδος τους και ανθεκτικά λόγω της ποιότητας του βαμβακιού τους και της αντοχής του νήματος. Αυτά τα υφάσματα είναι γνωστά από το όνομα της πόλης [ως λαντίκι]. Οι περισσότεροι από τους τεχνίτες εκεί είναι Ελληνίδες γυναίκες, που είναι υπήκοοι των μουσουλμάνων και πληρώνουν φόρους στον σουλτάνο, συμπεριλαμβανομένου του τζιζιέ και άλλων φόρων.571

Οι χριστιανοί υφαντές της Μελιτηνής του 13ου αιώνα εμφανίζονται στις σελίδες του Μπαρ Εβραίου.572 Η βυζαντινή Ανατολία εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντική περιοχή μεταξιού και υφασμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου και των αρχών του 14ου αιώνα μέχρι την τουρκική κατάκτηση, ενώ οι τεχνίτες της ίσως είχαν πάρει μέρος στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας που εμφανίστηκε εκεί κάτω από τους Οθωμανούς.573 Οι παραδόσεις της εξόρυξης και της μεταλλουργίας φαίνεται ότι είχαν συνεχιστεί μεταξύ τόσο των Αρμένιων όσο και των Ελλήνων, καθώς η Ανατολία υπήρξε σημαντική πηγή μετάλλων κατά την αρχαία και βυζαντινή περίοδο και συνέχιζε να είναι την εποχή των Σελτζούκων. Οι Αρμένιοι του Ερζιντζάν εξόρυσσαν χαλκό και κατασκεύαζαν σκεύη από το μέταλλο.574 Οι ελληνικές κοινότητες εξόρυξης της Ανατολίας ήσαν αρκετά δραστήριες στην οθωμανική εποχή,575 ενώ σύμφωνα με μια παράδοση, Έλληνας χρυσοχόος της Τραπεζούντας δίδαξε την τέχνη της κοσμηματοποιίας στον σουλτάνο Σελήμ Α’.576 Ήσαν οι Έλληνες εκείνοι που εισήγαγαν τους Τούρκους στη ναυτική ζωή, επιρροή που ήταν μακροχρόνια. Διακρίνεται παντού, από τον πρώτο τουρκικό στόλο που χτίστηκε από Έλληνες Σμυρναίους τον 11ο αιώνα μέχρι την ίδρυση του πρώτου οθωμανικού ναυστάθμου στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα.577

Σημαντικό στοιχείο του αγροτικού πληθυσμού, μάλιστα την πλειοψηφία, στις κτήσεις των Σελτζούκων του 12ου και 13ου αιώνα αποτελούσαν χριστιανοί. Το πρόγραμμα επανεποικισμού των τουρκικών εδαφών με χριστιανούς αγρότες ήταν ιδιαίτερα σημαντικό τον 12ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα οι ιδιοκτησίες μεγάλων γαιοκτημόνων καθώς και αγροτών χριστιανών αναφέρονται στα έγγραφα βακουφίων όπου ορίζονται τα όρια ιδιοκτησιών, και είναι ενδιαφέρον ότι αυτά τα έγγραφα αναφέρονται συχνά στα αμπέλια αυτών των χριστιανών.578 Μάλιστα το κρασί της Καππαδοκίας και της Κιλικίας απολάμβανε σημαντικής φήμης κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα,579 όπως προφανώς και το κρασί που παρήγαγαν οι χριστιανοί χωρικοί της περιοχής Μπέγκσεχιρ τον 15ο αιώνα.580 Οι Έλληνες χρησιμοποιούνταν εκτενώς στην οικιακή δουλεία και υπάρχει κάποια ένδειξη της χρήσης Ελλήνων στην εμπορική δουλεία.581

Στη σφαίρα της κυβέρνησης και του στρατού, τα χριστιανικά στοιχεία απορροφούνταν άμεσα, αν και σε μικρότερη αριθμητική κλίμακα, μέσω της θέσπισης πρώτα των Σελτζούκων γκούλαμ και αργότερα των Οθωμανών ντεβσιρμέ. Αυτό περιλάμβανε την απασχόληση προσήλυτων σκλάβων στους στρατούς, τη γραφειοκρατία και τις αυλές των διαφόρων μουσουλμανικών κρατών της Ανατολίας. Η χρήση των γκούλαμ-ντεβσιρμέ από τους Σελτζούκους και τους Οθωμανούς προήλθε από το γεγονός ότι κληρονόμησαν τις παραδοσιακές ισλαμικές μορφές διακυβέρνησης582 και, επιπλέον, από το γεγονός ότι οι χριστιανοί νέοι ήσαν άφθονοι στη διάθεσή τους στην Ανατολία, είτε από τις δικές τους κτήσεις είτε από τα γειτονικά εδάφη των Ελλήνων και των Αρμενίων.583 Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι στρατολογούσαν αρσενικά παιδιά και νέους από τους χριστιανούς της Ανατολίας καθ’ όλη τη μακρά περίοδο μεταξύ 11ου και 17ου αιώνα. Στα τέλη του 11ου αιώνα οι Τούρκοι έπαιρναν τα αρσενικά παιδιά από τις ελληνικές πόλεις μεταξύ Δορυλαίου και Κόνυα,584 ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλντούχ, ο εμίρης των Σαμοσάτων, είχε επίσης πάρει παιδιά από τους χριστιανούς κατοίκους της πόλης.585 Μετά την κατάκτηση της Αντιόχειας (1085), οι Τούρκοι είχαν έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και έτσι χρησιμοποιούσαν Αρμένιους και Έλληνες νέους, τους οποίους μετέτρεπαν βίαια στο Ισλάμ.586 Τον 13ο αιώνα οι μέθοδοι προσλήψεων για το σύστημα, οι οποίες τώρα εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα στις περιγραφές της εποχής, ήσαν οι παραδοσιακές. Η κύρια πηγή των νέων φαίνεται ότι ήταν «η επικράτεια του πολέμου»,587 επειδή οι Σελτζούκοι είχαν εμπλακεί σε εκτεταμένο πόλεμο και επιδρομές εναντίον των Ελλήνων της Τραπεζούντας και της Νίκαιας,588 εναντίον των Αρμενίων της Κιλικίας,589 εναντίον των Γεωργιανών στον Καύκασο590 και εναντίον των κατοίκων της Κριμαίας.591 Οι σουλτάνοι ασκούσαν το δικαίωμά τους να διεκδικούν το ένα πέμπτο των λαφύρων σύμφωνα με τον νόμο του γανιμάτ κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών και εκστρατειών.592 Αποκτιούνταν όμως γκούλαμ και μέσω δώρου,593 πιθανώς μέσω αγοράς, μέσω εθελοντικής αποστασίας των αποστατών, και μέσω της λήψης ομήρων από άλλα κράτη. Το τελευταίο συνέβη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Άλα αλ-Ντιν Α’ Καϋκουμπάντ όταν, μετά τη κατάληψη της Σουγδαίας στην Κριμαία, οι γιοι των προκρίτων πάρθηκαν ως όμηροι.594 Τον 14ο αιώνα οι Τουρκμένοι επιδρομείς σε βυζαντινό έδαφος στη δυτική Ανατολία έπαιρναν τα παιδιά των Ελλήνων χριστιανών,595 ενώ στην ανατολική Ανατολία η Σίβας χρησίμευε ως σημαντικό σκλαβοπάζαρο για την αγορά νέων.596 Αναφορά του 1456 που απευθυνόταν από τους Έλληνες της δυτικής Ανατολίας στους Ιππότες του Οσπιταλίου της Ρόδου δείχνει ότι οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να παίρνουν τα παιδιά των χριστιανών:

Εμείς, οι φτωχοί σκλάβοι σας … που κατοικούν στην Τουρκία … ενημερώστε την αυθεντία σας ότι μας ενοχλεί πολύ ο Τούρκος και ότι παίρνουν τα παιδιά μας και τους κάνουν μουσουλμάνους. … Γι’ αυτόν τον λόγο παρακαλούμε την αυθεντία σας να πάρει απόφαση και να στείλει ο αγιότατος πάπας τα πλοία του για να μας πάρει από εδώ, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά μας, γιατί υποφέρουμε πολύ από τον Τούρκο. [Κάντε το] για να μην χάσουμε τα παιδιά μας και ας έρθουμε στον τόπο σας για να ζήσουμε και να πεθάνουμε εκεί ως υπήκοοί σας. Αλλά αν μας αφήσετε εδώ, θα χάσουμε τα παιδιά μας και θα απολογηθείτε στον Θεό για αυτό.597

ἡμεῖς οἱ πτωχοὶ οἱ δούλι σας … ὅπου ἤκεβαν εἰς τὴν Τουρκίαν, τὴν αὐθεντία σας, νὰ τὸν ξεύρετε, αὐθέντη, πὼς ἔχωμεν ἀγανάκτησιν ἀπὸ τὸν Τοῦρκον, καὶ πέρνουν τὰ παιδία μας, καὶ κάμνουν τα μουσουλμάνους. … καὶ διὰ τούτω παρακαλοῦμεν τὴν αὐθεντία σας, νὰ βάλεται βουλήν, καὶ στείλῃ ὁ ἁγιώτατος ὁ πατριάρχης τὰ κάτεργά του, νὰ μᾶς σικόσεται ἀπεδῶ μὲ τὰς γυναῖκάς μας καὶ μὲ τὰ παιδία μας, ὅτι ἔχομεν μεγάλην ἀ[γα]νάκτησιν ἀπο τὸν Τοῦρκον, ὅτι νὰ μὴν χάσομεν τὰ παιδία μας, ἀμὴ νὰ ἔλθομεν εἰς τὸν τόπον σας, νὰ ζήσομεν καὶ νὰ ἀποθάνομεν ὡς ὑποταχτικοὶ τῆς αὐθεντίασας. … εἲ δὲ καὶ ἀφήσετέ μας ἐδῶ … ὅτι νὰ χαθοῦν τὰ παιδία μας, νὰ τὸ δόσεται λόγιον εἰς τὸν θεόν.

Με την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ Β’ το 1461, σημαντικοί αριθμοί Ελλήνων νεαρών πάρθηκαν για το σώμα των γενιτσάρων και την υπηρεσία των ανακτόρων,598 ενώ την ίδια περίοδο αριθμός αγοριών πάρθηκε από την πόλη της Νέας Φώκαιας στη δυτική Ανατολία.599 Τον 16ο και 17ο αιώνα το οθωμανικό ντεβσιρμέ φαίνεται να είχε επιβληθεί αρκετά εκτενώς στην Ανατολία και ο κατάλογος των περιοχών από τις οποίες έχουν παρθεί παιδιά είναι εντυπωσιακός: Τραπεζούς, Μαράς, Μπούρσα, Λέφκε, Ιζνίκ, Καϋσερί, Τοκάτ, Μιχαλίτς, Εγιρντίρ, Γκεμλίκ, Κοτζαέλι, Μπόλου, Κασταμόνου, Τσόρουμ, Σαμσούν, Σινώπη, Αμάσυα, Μαλάτυα, Καραχισάρ, Άραμπγκιρ, Τζεμισκέζεκ, Τζίζρε, Σίβας, Ερζερούμ, Ντιγιάρμπακιρ, Κεμάχ, Μπαϊμπούρτ, Νίγκντε, Μπέγκσεχιρ, Καραμάν, Ζουλκαντρίγιε, Μπιλετζίκ, Βατούμ, Σις, Κιουτάχεια και Μανυάς.600

Αυτοί οι νέοι απομακρύνονταν από το οικείο πολιτιστικό και οικογενειακό περιβάλλον τους, μετατρέπονταν στο Ισλάμ, συχνά εκπαιδεύονταν σε ειδικά ιδρύματα και στη συνέχεια στρατολογούνταν σε ειδικά στρατιωτικά σώματα ή αλλιώς απασχολούνταν στην αυλή και τη γραφειοκρατία. Αυτό το σύστημα διοίκησης σκλάβων και στρατού σκλάβων προφανώς βίωνε αδιάλειπτη συνέχεια στην Ανατολία από την πρώτη εμφάνιση των Τούρκων μέχρι την ίδια την οθωμανική περίοδο.601 Είναι δύσκολο να δοθεί ο αριθμός των χριστιανών που εντάχθηκαν στο σύστημα και έτσι εξισλαμίστηκαν. Προφανώς ο αριθμός ήταν σχετικά μικρός ανά πάσα στιγμή, αλλά το σύστημα πρέπει να είχε κάποια επίδραση στη μετατροπή των χριστιανών επί περιόδου αρκετών αιώνων.602 Μας λένε ότι μετά την κατάληψη της πόλης Χλιάτ περίπου το 1231, στρατός 1.000 βασιλικών γκούλαμ αφέθηκε για να διευθετήσει τις υποθέσεις της πόλης,603 ενώ σε άλλη περίπτωση υπάρχει αναφορά για 500 σέρενκ.604 Όταν έπεσε η Τραπεζούντα, πάρθηκαν 800 Έλληνες νέοι,605 καθώς και 100 από τη Νέα Φώκαια.606

Μεταξύ των πιο διάσημων γκούλαμ ελληνικής καταγωγής του 13ου αιώνα ήσαν οι Τζαλαλαντίν Καρατάϋ ιμπν Αμπντουλλάχ, Αμίν αλ-Ντιν Μικαΐλ και Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Το όνομα Καρατάϋ κατέχει εξέχουσα θέση στις σελίδες των Ιμπν Μπίμπι, Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ και Εφλάκι, οι οποίοι αναφέρουν ότι αν και από καταγωγή ήταν Έλληνας υπηρέτης, ήταν προικισμένος με εξαιρετικά ταλέντα. Κατείχε, σε διάφορες χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια των βασιλειών του Άλα αλ-Ντιν Α’ Καϋκουμπάντ και των διαδόχων του, τις σημαντικές θέσεις των ναΐμπ [αντιβασιλέα], αμίρ-ι νταβέτ [γραμματέα του μεγάλου βεζύρη], αμίρ-ι τάστχανε [υπεύθυνου ιματιοθήκης σουλτάνου] και χιζανεντάρ-ι χας [επικεφαλής του βασιλικού ταμείου]. Ως ένας από τους τέσσερις πυλώνες του κράτους έπαιζε σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τη διαδοχή στο σουλτανάτο και τον διορισμό των βεζύρηδων και άλλων αξιωματούχων. Ο τίτλος του, αταμπέγκ, δείχνει ότι ήταν δάσκαλος των πριγκήπων και η εγγύτητά του και η εξοικείωσή του με τους σουλτάνους προκύπτει από ορισμένες τυχαίες λεπτομέρειες. Ήταν ιδιαιτέρως ευσεβής (ο φημισμένος σεΐχης Σουχραβάρντι τον μύησε ως μαθητή (μουρίντ) και ανήκε στον στενό κύκλο του Τζαλαλαντίν Ρουμί), ασκητής (λέγεται ότι απείχε από την κατανάλωση κρέατος και από συζυγικές απολαύσεις) και φιλελεύθερος προστάτης μουσουλμανικών ιδρυμάτων και αρχιτεκτονικής, έχοντας αναθέσει την κατασκευή του φημισμένου μεντρεσέ στην Κόνυα και του καραβανσεράι 50 χιλιόμετρα ανατολικά της Καϋσερί.607 Ένας άλλος σημαντικός αξιωματούχος καταγωγής γκούλαμ ήταν ο Αμίν αλ-Ντιν Μικαΐλ, ο οποίος λειτουργούσε ως ναΐμπ αλ-χάντρα [αναπληρωτής] υπό τον σουλτάνο Ρουχ αλ-Ντιν στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Αν και λίγα έχουν διασωθεί στις περιγραφές συγχρόνων για τις δραστηριότητές του, αρκούν για να δείξουν ότι έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομική διοίκηση των Σελτζούκων. Ήταν ελληνικής καταγωγής, μουσουλμάνος και σκλάβος του Σαντ αλ-Ντιν Άμπου Μπακρ αλ-Μουστάφι αλ-Αρντάμπιλι. Ο Αμίν αλ-Ντιν ήταν υπεύθυνος για τη μεταρρύθμιση του χρηματοοικονομικού μηχανισμού του κράτους των Σελτζούκων στην Ανατολία με την εισαγωγή του συστήματος σιγιακάτ, και φημιζόταν γενικά για τις μεγάλες του γνώσεις. Ως ναΐμπ χάθηκε υπερασπιζόμενος την Κόνυα εναντίον του Τζίμρι και των Καραμάν Τουρκμένων το 1278.608 Ένα άλλο προϊόν του συστήματος γκούλαμ τον 13ο αιώνα ήταν ο Σαμς αλ-Ντιν Χας Ογούζ. Ο Ιμπν Μπίμπι λέει για αυτόν ότι ήταν σκλάβος ελληνικής καταγωγής, ότι είχε λαμπρό λογοτεχνικό στυλ και ότι διέθετε καλλιγραφικό χέρι, του οποίου το προϊόν έλαμπε σαν περιδέραιο με πετράδια.609

Αυτοί οι γκούλαμ και ντεβσιρμέ ενσωματώνονταν πλήρως στη ζωή της μουσουλμανικής Ανατολίας, όπως μαρτυρείται από την τεράστια συμβολή τους στη στρατιωτική, διοικητική, θρησκευτική και πολιτιστική ζωή της Ανατολίας. Αν και συχνά μη μουσουλμανικής καταγωγής, απορροφήθηκαν πλήρως. Κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, συνέβαλαν στην ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του μουσουλμανικού στοιχείου σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου.

Καταστροφή της ισορροπίας μεταξύ Ικονίου και Νικαίας

Με την κατάρρευση της σταθερότητας στην Κόνυα και τη Νίκαια κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα οι συνθήκες στην Ανατολία επιδεινώθηκαν και πάλι και η Ανατολία έγινε συνονθύλευμα μικρών διαδόχων κρατών, μέχρι την τελική επανένωση της Ανατολίας από τους Οθωμανούς τον 15ο αιώνα.610 Οι συνθήκες ήσαν παρόμοιες και σε ορισμένες περιοχές ίσως τόσο κακές όσο εκείνες του τέλους του 11ου και των αρχών του 12ου αιώνα. Αυτό το γενικό υπόβαθρο είναι και πάλι σημαντικό για την κατανόηση της τύχης των ελληνικών χριστιανικών και στην πραγματικότητα όλων των χριστιανικών στοιχείων στη Μικρά Ασία.

Μετά τη μεταφορά της βυζαντινής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος αρχικά αγνόησε και έπειτα τιμώρησε την επικράτεια της Νικαίας, με επακόλουθη διάβρωση των στρατιωτικά και κοινωνικά συνεκτικών παραγόντων του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία. Η εκκλησία, η αριστοκρατία, ο στρατός, και πολλοί από τους κατοίκους με τη σειρά τους εγκαταλείφθηκαν και αποξενώθηκαν. Η αποσύνθεση των αυτόχθονων στρατιωτικών δυνάμεων, η αρπακτικότητα μισθοφορικών σωμάτων όπως οι Καταλανοί και οι Αλανοί, και οι εξεγέρσεις και λιποταξίες των στρατευμάτων άφηναν γυμνές στους Τουρκμένους εμίρηδες τις περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας, τις οποίες οι Λασκαρίδες είχαν κάνει τόσα πολλά για να νεκραναστήσουν.611

Το σουλτανάτο της Κόνυα, αποδυναμωμένο από την εξέγερση των Μπαμπάι και την ήττα που υπέστη από τους Μογγόλους το 1243, περνούσε παρακμή, που ήταν σταδιακή στην αρχή αλλά επιταχυνόταν προς τα τέλη του 13ου αιώνα. Τότε πια αναποτελεσματικοί Μογγόλοι κυβερνήτες και μεγάλος αριθμός Τούρκων εμίρηδων είχαν καταστρέψει την εξουσία αυτού του βασιλείου. Αυτά τα εμιράτα, που ιδρύθηκαν στα εδάφη του βασιλείου των Σελτζούκων και στα βυζαντινά σύνορα, στρέφονταν σταδιακά προς τις κεντρικές περιοχές της Ανατολίας και εκείνες της δυτικής, παραθαλάσσιας Μικράς Ασίας. Σε αυτήν την περίοδο, παρατηρεί ο Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ, τα αγκάθια αντικατέστησαν το τριαντάφυλλο στους κήπους αριστείας και ευημερίας, και έληξε η περίοδος δικαιοσύνης και ασφάλειας στο βασίλειο.612 Η αποσύνθεση εκδηλωνόταν όχι μόνο στη δυναστική διαμάχη και στη διαίρεση του βασιλείου σε δύο βασίλεια,613 αλλά και στις εκτεταμένες εξεγέρσεις κυβερνητικών αξιωματούχων.614 Η εμφάνιση στρατών Χωρασμίων, Μογγόλων και Μαμελούκων αύξανε την αναταραχή στην επικράτεια των Σελτζούκων, δίνοντας την ευκαιρία για μηχανορραφίες και περαιτέρω διαταραχές. Ξεκινώντας με την εξέγερση των Μπαμπάι, οι Τουρκμένοι της Ανατολίας ασκούσαν συνεχή πίεση στον έλεγχο των Σελτζούκων από όλες τις παραμεθόριες περιοχές: από τον Ταύρο στα νότια, τη Μελιτηνή και το Μαράς στα ανατολικά, την Αμάσεια στον βορρά και τις περιοχές της Λαοδίκειας-Ντενιζλί στη δύση. Το τουρκμενικό στοιχείο ενισχυόταν έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από άλλες ομάδες που εισέρχονταν στην Ανατολία, όπου στους νεοεισερχόμενους συμπεριλαμβάνονταν Τουρκμένοι, Μογγόλοι και Χωράσμιοι.615

Αν και οι συνδυασμένες δυνάμεις των σουλτάνων και των Μογγόλων κατάφεραν προσωρινά να καταστέλλουν τις εξεγέρσεις των φυλών στο Ντενιζλί και το Καραμάν στα μέσα του 13ου αιώνα, η επιτυχία το 1276 του Καραμάν και του Τζίμρι να πάρουν την Κόνυα έδειχνε πόσο πολύ είχε μειωθεί η δύναμη και η εξουσία των Σελτζούκων.616 Στο εξής, «οι σατανάδες είχαν απελευθερωθεί», παρατηρούσαν τόσο ο Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ όσο και ο Ιμπν Μπίμπι.617 Η κατάρρευση του φορολογικού μηχανισμού των Σελτζούκων στη χερσόνησο, η οικονομική καταπίεση των κατοίκων και η μερική αλλά σοβαρή διακοπή της εμπορικής δραστηριότητας χαρακτήριζαν το δεύτερο μισό του αιώνα. Ο Καρίμ αλ-Ντιν, ο οποίος ήταν οικονομικός αξιωματούχος και ως εκ τούτου καλά εξοικειωμένος με την κατάσταση, δίνει πολλές λεπτομέρειες αυτής της πτυχής. Αφηγείται ότι το φορολογικό σύστημα είχε αναστατωθεί και βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση σύγχυσης περί το 1285, που το ταμείο είχε αδειάσει από τα έσοδα που είχαν συσσωρευτεί τα προηγούμενα πενήντα χρόνια.618 Υπήρχε αύξηση του αριθμού των περιττών αξιωματούχων και, λέει, οι άνθρωποι έπεφταν από τον έναν κλέφτη στον άλλο.619 Δίνει την ιστορία της υπόθεσης κάποιου Σαχίμπ Φαχρ αλ-Ντιν στο Καζβίν, που έφερε πλήθος τυχοδιωκτών που έλπιζαν να κάνουν τις τύχες τους στην Ανατολία και τους έδωσε θέσεις620 και αρμοδιότητες ιδιωτικής φοροσυλλογής. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο φόρος μιας επαρχίας αυξήθηκε δέκα φορές, και ο Φαχρ αλ-Ντιν πολλαπλασίασε πολύ τον αριθμό των ιδιωτών φοροσυλλεκτών με καταστροφικά αποτελέσματα.621 Καθώς η έκταση της ιδιωτικής φοροσυλλογής και ο ρυθμός φορολόγησης αυξάνονταν, οι πληθυσμοί συντρίβονταν υπό το βάρος και υπάρχουν ενδείξεις ότι σε πολλές περιοχές προέκυπτε ανησυχητική επίδραση τόσο στην αγροτική όσο και στην αστική κοινωνία. Ο Καρίμ αλ-Ντιν δηλώνει ότι τέτοια επαχθής φορολόγηση σημειωνόταν στα Ακσαράι, Τοκάτ, Ντέβελε, Καραχισάρ, Κασταμώνα, Τσανκίρι, Καϋσερί, στις περιοχές μεταξύ Αμάσυα-Σαμσούν, Νίγκντε, Κίρσεχιρ, Σίβας, Κόνυα, Εγιούπχισαρ, Ντιβριγί και Νικσάρ.622 Στις περιοχές μεταξύ Αμάσυα και Σαμσούν οι αγρότες είχαν γονατίσει τόσο πολύ από τους φόρους και τις απλήρωτες αγγαρείες στους φεουδάρχες, που είχε επιβάλει ο Καμάλ αλ-Ντιν της Τιφλίδας, που έφευγαν απλώς από τα εδάφη τους, καλλιέργειες δεν φυτεύονταν και, κατά συνέπεια, ήταν αδύνατο να γεμίσουν οι αποθήκες σιτηρών.623 Ο Καμάλ αλ-Ντιν πήγε στη συνέχεια στο Ακσαράι και επιβάρυνε τους πολίτες με τόσο επαχθείς φόρους, που οι κάτοικοι πήραν τα υπάρχοντά τους και έφυγαν από την πόλη.624 Ένας άλλος ιδιώτης φοροσυλλέκτης, ο Μουστάφι Σαράφ αλ-Ντιν Οσμάν, πήγε στη Νίγκντε για να εισπράξει τους φόρους και άρχισε να λεηλατεί τις καλλιέργειες των κατοίκων, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι «να χάσουν την ειρήνη και την ασφάλειά τους».625 Από εκεί προχώρησε στο Κίρσεχιρ το οποίο «λεηλάτησε» τόσο εκτενώς, που οι θρησκευτικοί σεΐχηδες χρειάστηκε να ενεχυριάσουν τους τεκκέδες, για να συγκεντρώσουν χρήματα για να πληρώσουν τους φόρους.626 Ως αποτέλεσμα των βαριών επιβολών και της αναταραχής που συνόδευε τις εξεγέρσεις τόσο των φυλών όσο και των αξιωματούχων, το φορολογικό σύστημα κατέρρευσε και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθούν τα έσοδα που ήσαν απαραίτητα για τη στήριξη των στρατών περί το τέλος του αιώνα. Ο πλούτος ορισμένων περιοχών καταστράφηκε και το έδαφος δεν σπερνόταν πια με σπόρους. Επίσης, η καταστροφή χωριών σε ορισμένες περιοχές κατέστρεψε περαιτέρω τα οικονομικά, επειδή, όπως ο Καρίμ αλ-Ντιν ρωτούσε επισήμως, «πώς θα μπορούσε να συλλεχθεί το χαράτσι από ένα κατεστραμμένο χωριό;»627 Ο σουλτάνος Άλα αλ-Ντιν Γ’ Καϋκουμπάντ επέβαλε τέτοια φορολογική καταπίεση, που τα οικονομικά έπεσαν σε σύγχυση και πολλοί χωρικοί έφευγαν από τα σπίτια τους. 628

Υπάρχουν ενδείξεις ότι επηρεάστηκαν όχι μόνο η γεωργική και κάποια αστική δραστηριότητα, αλλά και το διεθνές εμπόριο που εισερχόταν στη χερσόνησο. Αν και το εμπόριο και τα καραβάνια συνέχιζαν αναμφίβολα να εισέρχονται στην Ανατολία, φαίνεται ότι ο εκτοπισμός της Μογγολικής αυτοκρατορίας και οι επιδεινούμενες συνθήκες στην Ανατολία προκαλούσαν σημαντική μείωση στην έκταση αυτής της εμπορικής δραστηριότητας.629 Οι φυλές της Χωρασμίας σταματούσαν τα συριακά καραβάνια το 1239-40.630 Το 1256 οι Αγατσέρι του Μαράς περιπλανιούνταν στους κύριους εμπορικούς δρόμους λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα καραβάνια στην Ανατολία, την Αρμενία και τη Συρία,631 ενώ παρομοίως οι Καραμανίδες άρχιζαν να παρεμβαίνουν στα καραβάνια στη νότια Ανατολία.632 Οι Τουρκμένοι είχαν γίνει τόσο τολμηροί γύρω από τη Μελιτηνή το 1256-57, που η πόλη δεν μπορούσε να εισαγάγει τίποτε. Επειδή η ύπαιθρος είχε ερημώσει, η πείνα ανάγκαζε τους κατοίκους να πωλούν τα παιδιά τους στους Αγατσέρι.633 Στη διαμάχη μεταξύ του Ρουχ αλ-Ντιν Δ’ Κίλιτζ Αρσλάν και του αδελφού του, ο πρώτος επιτέθηκε και σκότωσε όλους τους εμπόρους που βρήκε στο καραβανσεράι Άλα αλ-Ντιν έξω από το Ακσαράι.634 Τουρκμένοι ληστές από το Αϊντάμπ παρενοχλούσαν και λήστευαν τα καραβάνια, από την Κλαυδία [στην περιοχή της Μελιτηνής] στη νοτιοανατολική Ανατολία, βόρεια μέχρι την Αμάσεια και την Κασταμώνα.635 Η περίοδος από το 1276 μέχρι το 1278 πρέπει επίσης να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους εμπόρους. Όταν εξεγέρθηκαν οι Καραμανίδες το 1276, έκοψαν πάλι τους δρόμους και διάρπαζαν το εμπόριο,636 και παρόλο που η εξέγερση ηττήθηκε, οι φυλές συνέχιζαν να αποκόπτουν τις οδούς επικοινωνίας και δεν σταματούσαν να διαπράττουν ληστείες στους κύριους εμπορικούς δρόμους.637

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν συχνά τα εμπορικά χάνια ως φρούρια λόγω της αμυντικής τους δύναμης. Έτσι περί το 1304 ένας Τουρκμένος χρησιμοποίησε το Αλάγια Χαν για τέτοιον σκοπό.638 Στο ίδιο χάνι ο στασιαστής Μέμρες είχε αμυνθεί εναντίον των Καραμάν που κατέστρεψαν δύο από τους πύργους της δομής. Κατά συνέπεια, ο δρόμος μεταξύ Κόνυα και Ακσαράι έκλεισε εντελώς για δύο χρόνια, έως ότου ξαναχτίστηκαν οι πύργοι.639 Πιο πέρα προς νότο, το 1300, οι Τουρκμένοι είχαν καταλάβει το φρούριο του Σαράφ Χισάρ και ο δρόμος μεταξύ Νίγκντε και Εγιουπχισάρ ήταν ανασφαλής για διάστημα δύο ετών.640 Ο ληστής Ιμπν Μπούντιν με παρόμοιο τρόπο έκανε ανασφαλή για τους ταξιδιώτες την περιοχή μεταξύ Νίγκντε και Σίβας.641 Οι επιπτώσεις των εξεγέρσεων και της τουρκμενικής ληστείας επί του εμπορίου φαίνεται ότι είχαν υποτιμηθεί κατά περίπτωση από κυβερνητικά μέτρα. Όταν ο βεζίρης Σαράφ αλ-Ντιν προσπάθησε να θέσει σε κυκλοφορία έναν τύπο χαρτονομίσματος ή συναλλάγματος που θα αντικαθιστούσε το μεταλλικό νόμισμα, η αγορά και η πώληση σταμάτησαν στην Ανατολία και όλα τα εμπορικά καραβάνια από τη Συρία γύριζαν πίσω.642 Αν και η κατάσταση στην Ανατολία πρέπει να είχε βελτιωθεί τον 14ο αιώνα, καθώς τα εμιράτα αποκρυσταλλώνονταν, υπάρχουν ενδείξεις ότι το πρώτο μισό του αιώνα το ταξίδι δεν ήταν πάντοτε απαλλαγμένο από τέτοιους κινδύνους στη χώρα των Τουρκμένων και το ταξίδι του Ιμπν Μπατούτα είναι εν μέρει ενδεικτικό αυτής της άποψης. Ο εμίρης του Γκιούλ Χισάρ εφοδίασε τον Ιμπν Μπατούτα με σώμα ενόπλων, για να τον συνοδεύει στο Ντενιζλί, καθώς η περιοχή μαστιζόταν από ληστές. Φτάνοντας στο Ντενιζλί, ο Ιμπν Μπατούτα χρειάστηκε να μείνει εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα λόγω των μη ασφαλών δρόμων. Όταν οργανώθηκε τελικά ένα καραβάνι, πήγε μαζί του στο Ταβάς. Εδώ δεν τους επιτράπηκε να εισέλθουν μέχρι το πρωί και μόνο αφού πρώτα βγήκε ο διοικητής του κάστρου με τα στρατεύματά του, να εξετάσει την ύπαιθρο για να δει αν ήταν ασφαλής. Προσθέτει ότι οι κάτοικοι της περιοχής έφερναν τα ζώα τους μέσα στο φρούριο κάθε βράδυ, φοβούμενοι ότι οι Τουρκμένοι θα έκλεβαν τα ζώα τους. Ο Ιμπν Μπατούτα επισημαίνει ότι όταν ο ίδιος και η παρέα του έφτασαν στα βόρεια της Μαγνησίας Σιπύλου, φοβούνταν συνεχώς ότι θα τους λήστευαν, καθώς βρίσκονταν και πάλι σε χώρα Τουρκμένων.643

Αν και το εμπόριο και τα ταξίδια δεν διακόπτονταν εντελώς, προφανώς οι συνθήκες ήσαν πολύ λιγότερο ευτυχείς απ’ όσο στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα.644

Αυτή η μείωση της οικονομικής τύχης της μουσουλμανικής Ανατολίας κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα, που περιγράφεται με λεπτομέρεια από έναν οικονομικό αξιωματούχο του κράτους των Σελτζούκων (τον Καρίμ αλ-Ντιν Μαχμούτ του Ακσαράι), φαίνεται να επιβεβαιώνεται από άλλη φορολογική αρχή, τον Χαμντ-Αλλάχ Μουστάφι αλ-Καζβίνι. Ο Καζβίνι, αξιωματούχος της κυβέρνησης του Ιλχανάτου των Μογγόλων, έχει αναφέρει τα ετήσια έσοδα των διαφόρων επαρχιών της αυτοκρατορίας προς το τέλος της βασιλείας του Άμπου Σαΐντ (περί το 1335-36), και σε πολλές περιπτώσεις συγκρίνει τα ποσά με εκείνα που πλήρωναν οι επαρχίες σε προηγούμενα χρόνια. Τα στοιχεία του για το Ρουμ (ανατολική και κεντρική Ανατολία με τις δυτικές Ουτζ περιοχές), τη Μεγάλη Αρμενία και τη Γεωργία είναι απολύτως σχετικά.

Τα έσοδά του [του Ρουμ] ανέρχονται σήμερα σε 3.300.000 δηνάρια,645 όπως ορίζεται στα μητρώα. Όμως κατά την περίοδο των Σελτζούκων ήσαν πάνω από 15.000.000 δηνάρια του παρόντος νομίσματος…646

Τα έσοδά της [Μεγάλη Αρμενία] στο παρελθόν ανέρχονταν σε περίπου 2.000.000 δηνάρια του παρόντος νομίσματος. Αλλά τώρα το συνολικό ποσό που καταβάλλεται είναι μόνο 390.000 δηνάρια…647

Τα έσοδα την εποχή των ντόπιων βασιλέων τους [της Γεωργίας] ανέρχονταν σε περίπου 5.000.000 δηνάρια του παρόντος νομίσματος. Αλλά στην εποχή μας η κυβέρνηση βγάζει μόνο 1.202.000 δηνάρια. 648

Σε καθεμία από τις τρεις περιοχές, τα έσοδα της εποχής του Καζβίνι ήσαν λιγότερα από το 25% εκείνου που ήσαν κάποτε.

Επίσημες επιγραφές από την Άνι, την Άγκυρα και το Κίρσεχιρ, όλες, όπως φαίνεται, χρονολογούμενες από τη βασιλεία του Ιλχάνου Άμπου Σαΐντ (1316-35), προσφέρουν περαιτέρω και αναμφισβήτητη μαρτυρία για την οικονομική παρακμή της Ανατολίας και για τη φορολογική καταπίεση που έφερνε αυτή στην αγροτιά και τους κατοίκους της πόλης.649 Αυτές οι επιγραφές, που ενσωματώνουν το περιεχόμενο αυτοκρατορικών γιαρλίκ, δηλώνουν ότι οι κάτοικοι έπρεπε να απαλλαγούν από ποικιλία αυθαίρετων και παράνομων φόρων που καταπίεζαν μέχρι τότε τον λαό. Η βία που συνόδευε την επιβολή αυτών των παράνομων φόρων, γράφει μια επιγραφή, είχε αναγκάσει αγρότες να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και κατοίκους της πόλης να εγκαταλείψουν τις πόλεις. Αυτό θυμίζει έντονα τη διαδικασία που περιγράφει ο Καρίμ αλ-Ντιν του Ακσαράι για τα τέλη του 13ου αιώνα και δείχνει ότι η φθορά της δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης ήταν μακροπρόθεσμο φαινόμενο. Μια επιγραφή από τη Νίγδη (1469-70) στα εδάφη των Καραμάν επαναλαμβάνει τη γνωστή απαγόρευση των «παράνομων φόρων», σίγουρη ένδειξη της ζωτικότητας της φορολογικής καταπίεσης.650

Στη δυτική Ανατολία τα γεγονότα του 13ου αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των Τουρκμένων στα σύνορα, ενώ με την παραμέληση των βυζαντινών επαρχιών μετά το 1261, η πίεση των Τουρκμένων έγινε αμείλικτη. Υπήρχαν σε μεγάλους αριθμούς στην Παφλαγονία, την Παμφυλία651 και τη Φρυγία.652 Όταν η άμυνα των Ελλήνων εκφυλίστηκε αρκετά, οι φυλές υπό διάφορους αρχηγούς κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής Ανατολίας σε ένα τέταρτο του αιώνα. Μάλιστα σε έναν Έλληνα ιστορικό φαινόταν σαν να είχαν σχηματίσει συμμαχία όλοι οι εμίρηδες και στη συνέχεια διαιρούσαν τα λάφυρα μεταξύ τους αναλόγως.653 Οι εισβολείς έρχονταν στην αρχή για λεία. Αλλά καθώς οι βυζαντινοί στρατοί διαλύονταν ή μεταφέρονταν στην Ευρώπη, οι επιδρομείς εγκαθίσταντο στην περιοχή, μέχρι που έφτασαν τελικά στην ακτογραμμή του Αιγαίου.654 Ποια ήταν η φύση αυτής της τελικής τουρκικής κατάκτησης και εγκατάστασης και τι επίδραση είχε στον χριστιανικό πληθυσμό; Μια εξέταση των πραγματικών γεγονότων αποκαλύπτει ότι αυτή η δεύτερη κατάκτηση της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν από πολλές απόψεις παρόμοια με την προηγούμενη κατάκτηση στα τέλη του 11ου αιώνα. Συνοδευόταν δηλαδή συχνά από βίαιους εκτοπισμούς αγροτικών και αστικών πληθυσμών, υποδούλωση και καταστροφή.

Οι βυζαντινές προσπάθειες υπεράσπισης της δυτικής Ανατολίας στα τρία τέταρτα του αιώνα μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήσαν λίγες και με μισή καρδιά. Το 1269 ο δεσπότης Ιωάννης αναγκάστηκε να εκκαθαρίσει τις περιοχές του Μαιάνδρου, των Τράλλεων, του Καΰστρου και της Μαγεδώνος. Λίγα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας έστειλε τον γιο του Ανδρόνικο να καθαρίσει τους Τούρκους από τις Τράλλεις και το 1296 ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός πέτυχε μερικές προσωρινές επιτυχίες στις περιοχές γύρω από τη Μίλητο. Όμως όλες αυτές οι προσπάθειες ήσαν στην καλύτερη περίπτωση εφήμερες, καθώς οι επαναλαμβανόμενες τουρκικές επιδρομές είχαν φτάσει το 1304 στην Έφεσο και την Καρία, ενώ οι περισσότερες περιοχές μεταξύ Μαιάνδρου και Καΰστρου βρίσκονταν επίσης στα χέρια των Τουρκμένων. 655 Οι περιοχές του Καΰστρου, του Καΐκου και της Μυσίας βίωσαν παρόμοια ιστορία. Η τουρκική διείσδυση και εγκατάσταση στη Βιθυνία πήρε λίγο περισσότερο, καθώς η περιοχή βρισκόταν πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και είχε μεγάλες οχυρωμένες πόλεις. Η τουρκική κατοχή έπαιρνε τη μορφή επαναλαμβανομένων εκστρατειών λεηλασίας. Περιστασιακά οι Τούρκοι παρέμεναν σε μια περιοχή, μέχρι να αναγκαστούν να αποσυρθούν από εκστρατείες όπως εκείνη του δεσπότη Ιωάννη στις περιοχές Μαιάνδρου-Καΰστρου το 1269.656 Πιο δραματική ήταν ίσως η υποχώρηση των Τούρκων μπροστά στις καταλανικές δυνάμεις ή οι επιτυχίες του Φιλανθρωπινού κοντά στις εκβολές του Μαιάνδρου.657 Όμως, καθώς τέτοιοι αμυντικοί στρατοί λειτουργούσαν για σύντομα χρονικά διαστήματα, οι Τουρκμένοι επέστρεφαν πολύ γρήγορα και επαναλάμβαναν τις κατακτήσεις και την εγκατάστασή τους. Οι ισχυρά οχυρωμένες πόλεις αποτελούσαν μια κάπως πιο σοβαρή πρόκληση για τους εισβολείς και εδώ οι χριστιανοί βρίσκονταν σε καλύτερη θέση για να αντισταθούν στους εισβολείς απ’ όσο στην ανοιχτή ύπαιθρο. Όμως αυτά τα οχυρωμένα κέντρα αντίστασης έπεσαν επίσης, ως αποτέλεσμα των τουρκικών αποκλεισμών που απέκοπταν τις πόλεις από τη γεωργική ύπαιθρο και επίσης ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης απόγνωσης μεταξύ των κατοίκων, που εύρισκαν ότι η αντίσταση ήταν άχρηστη.

Εκτεταμένη καταστροφή σε ορισμένες περιοχές χαρακτήριζε και πάλι την κατάκτηση. Οι κοιλάδες του Μαιάνδρου, του Καΰστρου και των περιοχών Μαγεδώνος καταστράφηκαν επανειλημμένα και άγρια,658 όπως και οι πόλεις της Πριήνης, της Μιλήτου, της Καρίας, της Αντιόχειας, του Μελανουδίου.659 Οι Τράλλεις είχαν επίσης καταστραφεί, οπότε ο αυτοκράτορας έστειλε τον γιο του που αποφάσισε να ξαναχτίσει και να επανεποικίσει την ακατοίκητη πόλη.660 Όταν τελικά η πόλη ολοκληρώθηκε, ο Ανδρόνικος συγκέντρωσε 36.000 αποίκους για να επανεποικίσει την πόλη.661 Όμως αμέσως μετά, το 1282, ο Μεντεσέ πολιόρκησε την πόλη και ως αποτέλεσμα του σοβαρού αποκλεισμού οι πολίτες οδηγήθηκαν σε τέτοιο λιμό, που άρχιζαν να πίνουν αίμα αλόγου. Οι πολιορκημένοι προσφέρθηκαν επανειλημμένα να παραδώσουν την πόλη, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν, και όταν οι τελευταίοι μπήκαν τελικά, η σφαγή των κατοίκων και η καταστροφή της πόλης ήταν εκτεταμένη.662 Η Nύσα, ακριβώς ανατολικά των Τράλλεων,663 η Τρίπολις πιο ανατολικά και τα γύρω οχυρά είχαν ομοίως καταβληθεί από τον αποκλεισμό και την πείνα.664 Η τουρκική προέλαση και πολιορκία των οχυρωμένων περιοχών υπήρξαν τόσο επιτυχείς, που μέχρι το τέλος του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα οι περιοχές του Μαιάνδρου και του Καΰστρου βρίσκονταν εξ ολοκλήρου σε τουρκικά χέρια. Ο εμίρης Σασάν κατέβαλε τα Θύραια με την πείνα,665 και όταν το 1304 έπεσε η Έφεσος, πολλοί από τους κατοίκους σφαγιάστηκαν. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στα Θύραια, από φόβο ότι θα πρόδιδαν την πόλη.666 Τον 15ο αιώνα η πόλη της Μαγνησίας επί του Μαιάνδρου ήταν ακόμη πλήρες ερείπιο.667

Τα εδάφη βόρεια του Καΰστρου μέχρι τον Κάικο έζησαν παρόμοια μοίρα και μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα οι περιοχές Νεόκαστρον και Άβαλα έμειναν ερημικές.668 Οι περιοχές μεταξύ Μαγνησίας επί του Έρμου και Φιλαδελφείας υποβλήθηκαν σε επανειλημμένες επιδρομές και πολιορκίες.669 Στη Μυσία οι περιφέρειες των Μαρυανδηνών και Μοσσύνων εξαλείφθηκαν τόσο, ώστε να χρειάζονται «Μαρυανδηνό θρηνητήρα» για να θρηνήσει την καταστροφή με τον κατάλληλο τρόπο.670 Στις αρχές του 14ου αιώνα μόνο οι πόλεις και τα οχυρά είχαν σωθεί από τις τουρκικές επιδρομές λεηλασίας τόσο στη Μυσία όσο και στη Βιθυνία.

Η κατάσταση στα ανατολικά μειώνεται συνεχώς και χειροτερεύει, έτσι ώστε καθημερινά χειρότερες αναφορές να έρχονται στον αυτοκράτορα. … Υπήρχε ανάμεσα σε εμάς και τους εχθρούς μόνο αυτή η στενή θάλασσα. Οι εχθροί επιτέθηκαν χωρίς περιορισμούς, λεηλατώντας όλα τα εδάφη, τις πιο όμορφες εκκλησίες και μοναστήρια, και μερικά από τα φρούρια, ενώ έκαψαν τα πιο όμορφα από αυτά. Διασκεδάζουν καθημερινά με δολοφονίες και απαγωγές πολύ φοβερές, πράγματα που δεν είχαν ακουστεί ποτέ. Οι εσωτερικές περιοχές της Βιθυνίας, της Μυσίας, της Φρυγίας, της Λυδίας και της μαγευτικής Ασίας, εκτός από τις οχυρωμένες πόλεις, έχουν οδηγηθεί σε τέλος.671

Ὑπέρρει μὲν τὰ κατ' ἀνατολὰς ἐσαεὶ καὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον προέκοπτεν, ὥστε καὶ ὁσημέραι ἀγγελίας ἐπ' ἀγγελίαις χειρίστας ἐπὶ δειναῖς ἀφικνεῖσθαι πρὸς βασιλέα. … καὶ ἦν μέσον ἐχθρῶν καὶ ἡμῶν ὁ πορθμὸς οὗτος διέχων καὶ μόνος, ἀνέδην ἐπεμβαινόντων καὶ χώρας ἁπάσας καὶ ναοὺς καὶ μονὰς καλλίστας καί τινα τῶν φρουρίων κακῶς ποιούντων, καὶ πυρπολούντων τὰ κάλλιστα, καθημερινοῖς τε φόνοις τρυφώντων καὶ ἀπαγωγαῖς πολὺ τὸ δεινὸν ἐχούσαις καὶ οἷον οὐκ ἤκουσται πώποτε. τὰ δ' ἀνώτερα Βιθυνίας τε καὶ Μυσίας Φρυγίας τε καὶ Λυδίας καὶ τῆς ὑμνουμένης Ἀσίας, πλήν γε τῶν πολισμάτων καὶ μόνων, εἰς τέλος διαπεπράχει.

Οι εισβολείς κατέστρεψαν την Κρούλλα και την Κατοικία και οι κάτοικοι σφάχτηκαν ή υποδουλώθηκαν.672 Οι περιοχές Σκαμάνδρου, Ίδης, Άσσου και Πηγών ερημώθηκαν673 και οι Κεγχρεές κατεστάλησαν με αποκλεισμό. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην τελευταία πόλη, σκότωσαν την πλειοψηφία των κατοίκων, λεηλάτησαν την πόλη και στη συνέχεια την κατέστρεψαν σκόπιμα με φωτιά.674

Η κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στη Βιθυνία και την Παφλαγονία επιταχύνθηκε και διευκολύνθηκε από τη θρησκευτική και φατριαστική διαμάχη μεταξύ των εκεί Βυζαντινών, μερικοί από τους οποίους πέρασαν με το μέρος των Τούρκων.675 Οι τελευταίοι τελικά κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την ύπαιθρο, αποκόπτοντας τελικά και αποκλείοντας τις πόλεις. Έτσι, πόλεις όπως η Κρώμνη, η Άμαστρις, η Τίος, η Ηράκλεια και η Νικομήδεια ήσαν προσβάσιμες μόνο από τη θάλασσα.676 Η κοιλάδα του Σαγγάριου είχε αφεθεί έρημη.677 Το 1301 ο Οσμάν κατέστρεψε τις περιοχές Νικομήδειας, Προύσας και Νίκαιας στη Βιθυνία και αυτές οι πόλεις σύντομα απομονώθηκαν από την ύπαιθρο, έτσι ώστε για τις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες να ζουν σε κατάσταση πολιορκίας.678 Οι πόλεις Βηλόκωμα, Αγγελλόκωμα, Αναγουρδής, Πλατανέα, Μελάγγεια, Απάμεια και τα περίχωρά τους αφέθηκαν έρημες.679

Ακριβώς όπως στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα ο χριστιανικός πληθυσμός είχε συχνά αναζητήσει καταφύγιο απέναντι στις τουρκικές εισβολές, έτσι στα τέλη του 13ου και τον 14ο αιώνα υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι σημαντικά τμήματα του πληθυσμού τρέπονταν σε φυγή μπροστά στους Τούρκους. Πολύ συχνά οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκατέλειπαν τα απροστάτευτα χωριά τους για την προσωρινή ασφάλεια των τειχών και των φρουρίων. Αλλά καθώς η ασφάλεια δεν ήταν εγγυημένη ακόμη και εκεί, οι Έλληνες εγκατέλειπαν συχνά τις πόλεις για τα νησιά στα δυτικά παράλια ή για την Κωνσταντινούπολη και άλλες ευρωπαϊκές περιοχές της αυτοκρατορίας.680 Αν και αυτή η μερική και αναγκαστική απόσυρση σημαντικού τμήματος του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολία δεν τεκμηριώνεται με μεγάλη λεπτομέρεια, υπάρχει ωστόσο επαρκής μαρτυρία για αυτήν την εκτόπιση του πληθυσμού, που δείχνει ότι ήταν σημαντική σε ορισμένες περιοχές. Είναι αδύνατο να πούμε ποιο τμήμα του αυτόχθονος πληθυσμού επηρέασε. Οι περιοχές του Μαιάνδρου ερημώθηκαν σοβαρά από τις εισβολές.

Εκεί που ο Μαίανδρος άδειασε όχι μόνο από ανθρώπους στα περισσότερα από τα εκτεταμένα εδάφη, αλλά και από τους ίδιους τους μοναχούς. Γιατί η περιοχή γύρω από τον Μαίανδρο ήταν μια άλλη Παλαιστίνη, όχι μόνο για να αυξάνουν οι αγέλες και των κοπάδια των ζώων, ούτε για να μεγαλώνουν άνδρες, αλλά και εξαιρετική για να συγκεντρώνονται πλήθη επίγειων ουρανοπολιτών μοναχών …. Και έτσι, ύστερα από λίγο, οι περιοχές του Μαίανδρου ερημώθηκαν, καθώς οι κάτοικοι αποσύρονταν βαθύτερα εξαιτίας των επιθέσεων των ξένων.681

Ὅθεν καὶ Μαίανδρος μὲν ἐξῳκεῖτο, οὐκ ἀνδρῶν μόνων τῶν ἐν πλείσταις τε καὶ μεγίσταις χώραις, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν μοναχῶν· ἄλλη γὰρ Παλαιστίνη ὁ χῶρος ὁ περὶ Μαίανδρον ἦν, οὐ βοσκημάτων καὶ μόνον ἀγέλας αὐξῆσαι καὶ ποίμνια, οὐδ' ἀνδρῶν φορὰν ἐνεγκεῖν ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ μοναχῶν οὐρανοπολιτῶν ἐπιγείων συστῆσαι πληθύας ἄριστος. … Καὶ οὕτω μὲν κατ' ὀλίγον Μαίανδρος ἠρημοῦτο, εἰσχωρούντων ἐνδοτέρω τῶν ἐκεῖσε διὰ τὴν τῶν ἐθνῶν ἐπίθεσιν.

Προφανώς η πόλη των Τράλλεων είχε εγκαταλειφθεί εντελώς πριν την ανοικοδόμηση του Ανδρόνικου. Με τη δεύτερη κατάληψη και καταστροφή το 1282, όσοι κάτοικοί της είχαν επιζήσει, περίπου 20.000, οδηγήθηκαν στη δουλεία.682 Οι περιοχές της Μαγεδώνος αφέθηκαν επίσης έρημες.683 Όταν η εκστρατεία του 1302 εναντίον των Τούρκων απέτυχε και ο αυτοκράτορας αποσύρθηκε στα τείχη της Μαγνησίας του Έρμου, οι Τούρκοι μπήκαν και άρχισαν να σφάζουν τους κατοίκους στα περίχωρα, ενώ όσοι επέζησαν, διέφευγαν προς τα νησιά και τις ακτές της Ευρώπης.684 Όταν ο αυτοκράτορας αποφάσισε να φύγει από τη Μαγνησία, πολλοί από τους κατοίκους αποφάσισαν να διαφύγουν. Εκείνοι που επέζησαν από τις δυσκολίες της φυγής έφτασαν στην Πέργαμο, στο Αδραμύττιον και στη Λάμψακο, και οι περισσότεροι διέσχισαν τον Ελλήσποντο.685 Λίγα χρόνια αργότερα, οι αγροτικές περιοχές της Μαγνησίας και του Έρμου φαίνεται ότι είχαν εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό. Ένα μικρό μέρος του πληθυσμού είχε αναζητήσει καταφύγιο στις πόλεις, αλλά η πλειονότητα είχε περάσει στα νησιά και την Ευρώπη.686

Η Κύζικος, οι Πηγαί, η Άσσος και οι Κεγχρεαί είχαν γίνει επίσης καταφύγια για τους ξεριζωμένους πληθυσμούς στη Μυσία.687 Όταν η πίεση των κατακτητών έγινε πολύ μεγάλη στην Άσσο, οι κάτοικοι και οι πρόσφυγες την εγκατέλειψαν εντελώς και πέρασαν απέναντι στο νησί της Μυτιλήνης.688 Πολλοί που είχαν εγκαταλείψει την περιοχή της Σκαμανδρίας, είχαν αναζητήσει ασφάλεια στις Κεγχρεές, αλλά εδώ οι χριστιανοί ήσαν λιγότερο τυχεροί απ’ όσο στην Άσσο, γιατί οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη και σκότωσαν τους περισσότερους κατοίκους.689 Η κοιλάδα του Σαγγάριου γνώρισε μεγάλη μείωση πληθυσμού,690 όπως και η Βιθυνία κατά το τέταρτο του αιώνα που ακολούθησε τη μάχη του Βαφέα το 1301.

Έβλεπες τότε ένα αξιοθρήνητο θέαμα, δηλαδή εκείνους που μετέφεραν τα υπάρχοντά τους και περνούσαν απέναντι στην πόλη [Κωνσταντινούπολη], που είχαν χάσει κάθε ελπίδα για τη σωτηρία τους. Και ο πορθμός δεχόταν καθημερινά πλήθος ανθρώπων και ζώων, που είχαν γλιτώσει με μεγάλες συμφορές. Δεν υπήρχε κανένας που να μη θρηνούσε την εξαφάνιση δικών του. Άλλη θυμόταν τον άνδρα της, άλλη τον γιο ή την κόρη, άλλη αδελφό και αδελφή και άλλη κάποιο άλλο όνομα συγγενούς.691

Εἶδες δὲ τότε καὶ τοὺς ἐνδοτέρω σκευαγωγοῦντας, καὶ οἰκτρὰν θέαν περαιουμένους εἰς πόλιν, ἀπογνόντας ἤδη τὴν τῶν ἰδίων σωτηρίαν. καὶ ὁ πορθμὸς οὗτος ἑκάστης μυρμηκιὰν ἀνθρώπων καὶ ζώων ἐδέχετο, οὐκ ἄνευ συμφορῶν τῶν μεγίστων ἀπαλλαγέντων· οὐδὲ γὰρ ἦν ὅστις οὐ τῶν ἰδίων ἀπεθρήνει τὴν στέρησιν, τῆς μὲν ἀνακαλουμένης τὸν ἄνδρα, τῆς δὲ τὸν υἱὸν ἢ μὴν τὴν θυγατέρα, ἄλλης ἀδελφόν τε καὶ ἀδελφήν, καὶ ἄλλης ἄλλο τι συγγενείας ὄνομα.

Η Κωνσταντινούπολη παρέλαβε τόσο μεγάλο αριθμό από αυτούς τους πρόσφυγες, που η πόλη σύντομα πιεζόταν από λιμό και δέχτηκε την επίθεση επιδημίας.692 Η πόλη των Πηγών, επίσης διογκωμένη από τους πρόσφυγες και υποφέροντας από αποκλεισμό από τον εχθρό, χτυπήθηκε επίσης από λιμό και καταστροφική επιδημία.693

Ο λιμός και ο λοιμός πρέπει να ήσαν συνηθισμένα περιστατικά στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ανατολίας εκείνη την εποχή. Κατά συνέπεια, η τουρκική κατάκτηση και κατοχή προκαλούσε σημαντική αναταραχή στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Πόλεις και χωριά σε πολλές περιοχές καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν (εντελώς ή εν μέρει) και συχνά οι κάτοικοι κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις, στα νησιά, στην Κωνσταντινούπολη, ή συλλαμβάνονταν από τους Τούρκους. Η μερική μείωση του αυτόχθονος πληθυσμού μαζί με την εγκατάσταση των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα δραστική δημογραφική αλλαγή. Σε απόσπασμα που θυμίζει εντυπωσιακά τις λέξεις που χρησιμοποίησε η Άννα Κομνηνή για να περιγράψει την καταστροφή της παράκτιας Ανατολίας στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Γεώργιος Παχυμέρης έγραφε για τα τέλη του 13ου αιώνα:

Και έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα [οι Τούρκοι], επιτιθέμενοι στη γη των Ρωμαίων, τη μετέτρεψαν σε άλλη έρημο που περιλάμβανε το μήκος και το πλάτος της περιοχής από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι στη θάλασσα κοντά στη Ρόδο.694

καὶ οὕτω κατ' ὀλίγον τῇ Ῥωμαίων ἐπέχοντας ἄλλην ἐρήμην δεῖξαι τὴν ἀπ' Εὐξείνου Πόντου μέχρι καὶ τῆς κατὰ Ῥόδον θαλάσσης κατά τε μῆκος καὶ πλάτος διέχουσαν.

Είναι δύσκολο να πούμε ποια ακριβώς ήταν η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο Άραβας περιηγητής Ιμπν Μπατούτα αναφέρει ότι εύρισκε ακόμη κανείς Έλληνες σε μεγάλους αριθμούς στη δυτική Ανατολία.695 Όμως οι συνθήκες αυτής της ταραγμένης περιόδου έφερναν αναταραχές σε μεγάλο μέρος των πόλεων και της υπαίθρου.

Στην ανατολική Ανατολία ήδη από το 1235 η Έδεσσα είχε αλωθεί πρώτα από τον σουλτάνο Άλα αλ-Ντιν και έπειτα από τον Καμίλ της Αιγύπτου, όπου ο δεύτερος είχε πάρει μαζί του τον πληθυσμό τεχνιτών στην Αίγυπτο.696 Λίγα χρόνια αργότερα, περί το 1241-42, οι Μογγόλοι ισοπέδωσαν το Ερζερούμ, σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και υποδούλωσαν τους νέους.697 Τόσο η Καϋσερί όσο και το Ερζιντζάν υπέστησαν την ίδια μοίρα το 1243: καταστροφή, σφαγή, υποδούλωση.698 Οι εισβολές των Μογγόλων και οι επιδρομές των Τουρκμένων κατά τις επόμενες δεκαετίες εξόντωσαν τα χωριά και τα περίχωρα της Μελιτηνής και μετέτρεψαν την περιοχή σε έρημο, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της πόλης να πεθαίνουν σαν ζώα στα παζάρια.699 Το 1256-57 ο Μπαϊτζού προχώρησε από το Ερζερούμ στο Ακσαράι καίγοντας πόλεις και καταστρέφοντας τις επαρχίες,700 σκοτώνοντας 7.000 από τους κατοίκους του Αλμπιστάν και παίρνοντας μαζί του τους νέους άνδρες και γυναίκες.701 Οι στρατοί των Μαμελούκων, συχνά ακολουθούμενοι από τουρκμενικές ομάδες λεηλασίας, επέφεραν τέτοια καταστροφή στην Κιλικία κατά τα τέλη του 13ου αιώνα, που οι χριστιανοί οχύρωναν τα παράκτια νησιά και άρχιζαν να καταφεύγουν εκεί. Το 1266 έκαψαν και κατέστρεψαν τις πόλεις Σις, Μοψουεστία, Αγιάς και Άδανα.702 Μια δεκαετία αργότερα οι Αγιάς, Μοψουεστία, Ταρσός και Σις κάηκαν και πάλι, ενώ τα ελληνικά και τα αρμενικά μοναστήρια δυτικά μέχρι την Κώρυκο καταστράφηκαν από φωτιά.703 Οι Μογγόλοι λεηλάτησαν το Ακσαράι περί το 1277, σκοτώνοντας και υποδουλώνοντας 6.000 από τους κατοίκους,704 ενώ ο στασιαστής Τζίμρι λεηλάτησε αδίστακτα την Κόνυα και τα περίχωρά της το 1276.705 Τα σποραδικά στοιχεία για την Τραπεζούντα δείχνουν ότι η επιδημία και οι εισβολές προκαλούσαν επίσης κάποια πληθυσμιακή μείωση και μετακίνηση των κατοίκων σε πιο ασφαλείς περιοχές.706

Όμως αυτή η αναταραχή δεν ήταν ποτέ πλήρης και πολλές περιοχές ανέκαμψαν κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, αν και πρέπει να υποθέσουμε ότι οι συνθήκες της Ανατολίας δεν ξαναπέτυχαν τη σταθερότητα και την ευημερία των αρχών του 13ου αιώνα. Ίχνη αυτής της λιγότερο ευτυχούς περιόδου ήσαν ακόμη ορατά τον 14ο αιώνα. Ο Ιμπν Μπατούτα παρατηρούσε ότι το 1333 το Ερζερούμ εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ερείπια ως επί το πλείστον ως αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ δύο ομάδων Τουρκμένων.707 Η Σμύρνη ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό ερειπωμένη πόλη.708 Ο χώρος της Εφέσου είχε εγκαταλειφθεί για τα γειτονικά υψώματα και ο χριστιανικός πληθυσμός είχε μετακινηθεί. Η Πέργαμος βρισκόταν σε χάος, όπως και η Ιζνίκ που ήταν ακατοίκητη.709 Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, ο οποίος είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί την Ανατολία, ενώ εκτελούσε στρατιωτική θητεία στον στρατό του σουλτάνου Βαγιαζήτ, παρατηρούσε ότι πολλές από τις παλαιότερες βυζαντινές πόλεις της βόρειας Ανατολίας ήσαν ακατοίκητες και κατεστραμμένες.710 Στον νότο ο Λούντολφ του Σούχεμ παρατηρούσε περί το 1350 ότι τόσο τα Πάταρα όσο και τα Μύρα είχαν καταστραφεί ως αποτέλεσμα των τουρκικών εισβολών και έναν αιώνα αργότερα ο Άρνολντ φον Χαρφ εύρισκε τις ίδιες συνθήκες στη Λάρανδα.711 Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι, παρόλο που τα γεγονότα στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα δεν ήσαν πλήρεις και μακροπρόθεσμες καταστροφές για πολλές από τις πόλεις της Ανατολίας, ήσαν αρκετά σοβαρές για να μειώσουν την προηγούμενη ευημερία και σταθερότητα της Ανατολίας, να προκαλέσουν σημαντική μετατόπιση του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου σε πολλές περιοχές και να προκαλέσουν την τελική παρακμή ή καταστροφή ορισμένων πόλεων και χωριών. Αυτή η μετατόπιση του χριστιανικού πληθυσμού που προέκυψε από λοιμό, λιμό, σφαγή, υποδούλωση και μετανάστευση, μαζί με την άφιξη νέων τουρκικών και μογγολικών ομάδων στην Ανατολία, είχε ως αποτέλεσμα σημαντική δημογραφική και εθνοτική μεταβολή του πληθυσμού της Ανατολίας. Αλλά όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για αριθμούς ή αναλογίες. Είναι σίγουρα αλήθεια ότι αυτή η περίοδος στα τέλη του 13ου και τον 14ο αιώνα είναι η περίοδος της τελικής, κρίσιμης αλλαγής στην εθνοτική και θρησκευτική σύνθεση της Ανατολίας. Η συνεχιζόμενη διαδικασία κατάκτησης και ανακατάκτησης είχε σημαντική επίδραση στον αυτόχθονα πληθυσμό.712

Οι νομάδες

Αν και η τελική κατάκτηση και επανένωση της Ανατολίας ήταν επίτευγμα ενός σύνθετου και άκρως οργανωμένου κράτους, η κύρια αιτία των αναταραχών από τα τέλη του 13ου έως τον 15ο αιώνα (όπως τον 11ο και 12ο αιώνα) ήταν η επανενεργοποίηση της ανεξαρτησίας των φυλετικών ομάδων. Η ίδια η φύση της οικονομίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού τους ήταν τέτοια, που τα φυλετικά συμφέροντα και η συμπεριφορά τους ήσαν συχνά εχθρικά με εκείνα της καθιστικής κοινωνίας. Βέβαια οι περιοδικές εισβολές Μογγόλων, Μαμελούκων και άλλων συνέβαλαν στην αναστάτωση της Ανατολίας, αλλά οι νομάδες χρησιμοποιούσαν συχνά αυτές τις εισβολές για να αποβάλουν τους περιορισμούς στους οποίους τους είχε υποβάλει το ένα ή το άλλο κράτος. Καθώς ο ρόλος των Τουρκμένων ήταν σημαντικός στην πολιτιστική μετάλλαξη της Ανατολίας, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάσουμε την κοινωνία τους με κάποια λεπτομέρεια και να κατανοήσουμε πώς αυτή η περίεργη κοινωνία μπόρεσε να επιδράσει στη βυζαντινή κοινωνία αναστατώνοντάς την. Είναι αλήθεια ότι τελικά πολλοί από τους νομάδες εγκαταστάθηκαν στη γη, και ότι ακόμη και εκείνοι που δεν εγκαταστάθηκαν στη γη τελικά ήρθαν σε ένα modus vivendi με τον καθιστικό πληθυσμό. Όμως, μέχρι να τακτοποιηθούν όλα αυτά και να αποκτήσει η Ανατολία σταθερότητα, το νομαδικό στοιχείο συνέβαλλε σημαντικά στην τριβή που υφίστατο η βυζαντινή κοινωνία. Επιπλέον, καθώς οι συνθήκες σε ορισμένα χωριά της Ανατολίας γίνονταν οριακές για τη συνέχιση της ύπαρξής τους λόγω των οικονομικών κρίσεων και των εξεγέρσεων τον 16ο και 17ο αιώνα, ορισμένα χωριά εγκαταλείφθηκαν. Κατά συνέπεια, η οθωμανική κυβέρνηση ανάγκαζε περισσότερες φυλετικές ομάδες να εγκαθίστανται και να εγκαταλείπουν τον νομαδισμό, με αποτέλεσμα ο παλαιότερος πληθυσμός των χωριών της υπαίθρου να υφίσταται σχεδόν συνεχή διάβρωση, ακολουθούμενη από την επιβολή ομάδων Τουρκμένων στο έδαφος.713 Αυτό συνέχιζε τη διαδικασία εκτουρκισμού και εξισλαμισμού, με στοιχεία που ήσαν πιο κοντά στον αρχικό τουρκικό πολιτισμό ακόμη και από τους παλαιότερους μουσουλμάνους χωρικούς.

Μερικός κατάλογος πόλεων και χωριών
που καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν, υποδουλώθηκαν ή σφαγιάστηκαν

ΔΥΤΙΚΗ
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΝΟΤΙΑ
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

ΒΟΡΕΙΑ
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Τράλλεις

Έδεσσα

Μοψουεστία

Πομπηειόπολις

Πριήνη

Καϋσερί

Ταρσός

Τοκάτ

Μίλητος

Ερζιντζάν

Αγιάς

Κεμάχ

Καρία

Αλμπιστάν

Άδανα

Αντιόχεια

Ακσαράι

Κώρυκος

Μελανούδιον

Ερζερούμ

Πάταρα

Νύσα

Σεβάστεια

Μύρα

Τρίπολις

Αλασκέρτ

Λάρανδα

Θύραια

Άνι

Ερεγλί

Έφεσος

Μαλάτυα

Σελέφκε

Μαγνησία Έρμου

Κρούλλα

Κατοικία

Κεγχρεαί

Βηλόκωμα

Αγγελόκωμα

Ανάγουρδα

Πλατανέα

Μελάγγεια

Άσσος

Μπούρσα

Νίκαια

Απάμεια

Σμύρνη

Ουλούμπουρλου

Εγριντίρ

Κόνυα

Koladna

Καραχισάρ

Αϊνεγκιόλ

Κοπρουχισάρ

Ακχισάρ

Μπιγά

Κέβελε

Υπάρχει επαρκές πρωτογενές υλικό για να επιχειρήσουμε εδώ μια σύνθετο σκαγράφηση της νομαδικής κοινωνίας που εισερχόταν στην Ανατολία σε σχεδόν συνεχή διαδικασία κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ή πέντε αιώνων μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ και να εξηγήσουμε εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνέβαλαν σε αυτή την αναταραχή. Δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες της φυλετικής ζωής της Ανατολίας, που εμφανίζονται εδώ κι εκεί στις πηγές της εποχής, συμφωνούν με τις γενικές περιγραφές της τουρκο-μογγολικής κοινωνίας στην Κεντρική Ασία, τις οποίες έχουν διασώσει αυθεντίες όπως οι Ιμπν Φαντλάν, αλ-Μαρουάζι και Γουίλιαμ του Ρούμπρουκ. Προφανώς υπήρχαν διαφορές μεταξύ των διαφόρων τουρκικών ομάδων στην κεντρική Ασία, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι η εγκατάσταση στην Ανατολία δεν ήταν αποκλειστικά έργο κάποιας φυλετικής ομάδας ή υποομάδας. Εκτός από τους Ογούζ ή Τουρκμένους οπαδούς των Σελτζούκων, υπήρχαν επίσης Κιπτσάκοι, Πατζινάκοι, Μογγόλοι, Τσαγκατάι από την ορδή του Τιμούρ, Χωράσμιοι και άλλοι.714

Αν μπορεί να ειπωθεί ότι ένα στοιχείο χαρακτήριζε τους τουρκμενικούς θεσμούς, πρέπει να πούμε ότι αυτό ήταν η κινητικότητα.715 Οι στρατιωτικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί τους θεσμοί σχηματίζονταν στον κοινό άξονα της κινητικότητας, γιατί η κινητικότητα ήταν το κλειδί για την επιβίωση. Λόγω αυτής της ποιότητας ο νομάδας διέφευγε ή χτυπούσε τον εχθρό και αποκτούσε το οικονομικό όφελος για την ύπαρξή του, είτε με την πρακτική της νομαδικής κτηνοτροφίας εποχιακής μετακίνησης και της περιθωριακής γεωργίας είτε με επιδρομές για λεία. Η κίνηση, είτε μεταξύ καλοκαιρινών και χειμερινών περιοχών ή για τη διεξαγωγή πολέμου, συνεπαγόταν μαζική κίνηση όχι μόνο των ανδρών αλλά και των γυναικών, των παιδιών τους, των ζώων, των κάρων και των σκηνών. Ένας παρατηρητής του 14ου αιώνα σημείωνε:

Είναι συνήθεια των Τούρκων και των Τατάρων να παίρνουν τις συζύγους τους, τα μικρά τους και όλη τους την περιουσία μαζί τους στον στρατό τους, όπου κι αν βαδίζουν.716

Οι νομαδικοί στρατοί εν κινήσει αποτελούσαν έθνος σε κίνηση, με αποτέλεσμα οι οικογένειές τους, η οικονομία και τα σπίτια τους να είναι όλα «φορητά», με άλλα λόγια είχαν «κινούμενους» θεσμούς. Με πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτή η κινητή πτυχή της νομαδικής θεσμικής ζωής συνεπαγόταν μικρούς αριθμούς όσον αφορά το μέγεθος των νομαδικών ομάδων. Στην πραγματικότητα, οι αριθμοί διαφόρων φυλετικών ομάδων, τόσο εντός όσο και εκτός της Ανατολίας, δείχνουν ότι ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονταν σε φυλετικές κινήσεις μπορούσε να φτάσει σε δεκάδες χιλιάδες και σε σπάνιες περιπτώσεις ακόμη και σε εκατοντάδες χιλιάδες, αν και φυσικά μικρότεροι αριθμοί ήσαν πιο συνηθισμένοι. Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο, ότι τόσο μεγάλες κινήσεις μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με επιτυχία. Οι πιο εντυπωσιακές, από άποψη αριθμών, τέτοιες φυλετικές συναθροίσεις (όπου έχουν διασωθεί στοιχεία) είναι εκείνες των Τατάρων γύρω από την Τάνα στη νότια Ρωσία, που λέγεται ότι αριθμούσαν 300.000 το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, και η ορδή των Τσαγκατάι του Τιμούρ με 20.000 σκηνές.717 Οι αριθμοί των ομάδων της Ανατολίας φαίνεται να ήταν πολύ μικρότεροι, αν και είναι αδύνατο να πούμε οτιδήποτε για το μέγεθος των αρχικών ομάδων εισβολής.718 Αυτό αποτελεί αναμφίβολα αντανάκλαση του γεγονότος, ότι όταν έμπαιναν οι φυλές, χωρίζονταν σε μικρότερες ομάδες καθώς εύρισκαν βοσκοτόπια ή εγκαθίσταντο μόνιμα στη γη. Όμως περιστασιακά γίνεται αναφορά σε μεγάλες φυλετικές ομάδες, συνήθως στην Κιλικία, στην ανατολική Ανατολία, και στην Ουτζ περιοχή στο δυτικό χείλος του υψιπέδου της Ανατολίας, ανάμεσα στο Δορύλαιον και την ενδοχώρα της Αττάλειας. Σε αυτήν την τελευταία περιοχή οι φυλετικές ομάδες φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί αρκετά πυκνά και διατηρούσαν τη φυλετική τους δομή σε σθεναρή κατάσταση. Το 1176, 50.000 από αυτούς τους ανθρώπους φυλών επιτέθηκαν στον Μανουήλ Α΄ στον δρόμο του προς το Μυριοκέφαλον719 και λίγα χρόνια αργότερα (1189) οι σταυροφόροι του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα δέχτηκαν άγρια επίθεση από μεγάλη φυλετική συγκέντρωση, γιατί σύμφωνα με μια πηγή οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι των φυλών (πιθανώς με τις οικογένειές τους) αριθμούσαν 100.000.720 Αραβική πηγή του 13ου αιώνα αναφέρει τον φυλετικό πληθυσμό αυτού του Ουτζ σε 200.000.721 Μεγάλες φυλετικές ομοσπονδίες εμφανίζονταν επίσης στην ανατολική και νοτιοανατολική Ανατολία από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα. Οι Ντουλ-Κάντρογλου μπορούσαν να βάλουν 30.000 άνδρες και 30.000 γυναίκες στο πεδίο κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα.722 Ο Brocquiere είδε έναν αρχηγό στην Κιλικία, που μπορούσε να διαθέσει 2.000 ιππείς για στρατιωτική υπηρεσία, ενώ ο Καρά Γιουσούφ στην ανατολική Ανατολία μπορούσε να συγκεντρώσει 10.000.723 Το μέγεθος αυτών των τελευταίων φυλετικών ομοσπονδιών της ανατολικής Ανατολίας (Ακ-κογιουνλού, Καρά-κογιουνλού, Ντουλ-Κάντρογλου) φαίνεται ίσως από το ακόλουθο περιστατικό. Σε μια από τις εκστρατείες του στην Ανατολία, ο Τιμούρ έπεσε πάνω σε μεγάλη ομάδα Ακ-κογιουνλού (άνδρες, γυναίκες και παιδιά), τους οποίους πήρε «αιχμάλωτους» και μεταφύτευσε βίαια στις περιοχές της Σαμαρκάνδης. Αυτή η ομάδα αριθμούσε ανάμεσα σε 50.000 και 60.000 ψυχές.724 Αν και δεν μπορεί κανείς να επιμείνει στην αξιοπιστία τέτοιων αριθμών, ωστόσο αυτοί αποτελούν σταθερή ένδειξη του γεγονότος ότι οι φυλετικές ομάδες και οι συνομοσπονδίες ήσαν περιστασιακά αρκετά μεγάλες.725

Αυτή η μεγάλη κινητικότητα σε μεγάλους αριθμούς ήταν κρίσιμος παράγοντας για την εξάρθρωση της βυζαντινής αγροτικής κοινωνίας, γιατί μεγάλα ξένα σώματα παρέμβαιναν ξαφνικά στην Ανατολία. Οι μηχανισμοί της κινητικότητας, αυτάρκειας και αυτονομίας τους δεν οριοθετούνται τόσο ξεκάθαρα, όμως παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται ορισμένες λεπτομέρειες αυτής της μεγάλης εθνοτικής εισβολής-μετανάστευσης. Ήταν αυτό ακριβώς το μέγεθος που διαφοροποιούσε τους Τουρκμένους από τους Άραβες εισβολείς στην Ανατολία. Οι πρώτοι αποτελούσαν μεταναστευτικές κατακτήσεις, οι δεύτεροι μικρής κλίμακας επιδρομές (ράζζια) για λεία ή αλλιώς περιστασιακές στρατιωτικές αποστολές, στους συρμούς των οποίων δεν μεταφέρονταν άποικοι. Υπάρχουν πολλές αναφορές στην παρουσία γυναικών, παιδιών και ζώων στους τουρκμενικούς στρατούς σε πόλεμο στην Ανατολία,726 αλλά η πιο ενημερωτική περιγραφή ενός τέτοιου φυλετικού έθνους σε πορεία είναι εκείνη των οπαδών του Ουζούν Χασάν κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ένας Δυτικός πρέσβης, ο Ιταλός Μπάρμπαρο, ήταν παρών στη συγκέντρωση του στρατού του ηγέτη των Ακ-κογιουνλού καθώς ξεκινούσε από την Ταμπρίζ, και έχει δώσει λεπτομερή περιγραφή του. Μια μεγάλη περιοχή καλυπτόταν από τα συγκεντρωμένα άλογα, τα οποία, αγγίζοντας το ένα το κεφάλι του άλλου, καταλάμβαναν τριάντα «μίλια» σε κύκλωμα. Η τάξη εξασφαλιζόταν όχι μόνο από την πειθαρχία κάθε ατόμου, αλλά και από ανθρώπους του ηγεμόνα, που έκαναν αναγνώριση των αρχηγών και του στρατού και εξασφάλιζαν ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί σωστά. Το πεδίο συγκέντρωσης περιείχε τα ακόλουθα σώματα727 όπως φαίνεται στη σελίδα 264.

Ο Ουζούν Χασάν είχε προφανώς στρατιώτες (σκλάβους) που ήσαν παραδοσιακοί στην ισλαμική πολιτική και συνεπώς δεν αντανακλούσαν φυλετικές πρακτικές. Αλλά ο ουσιαστικά φυλετικός χαρακτήρας αυτής της συγκέντρωσης είναι εμφανής στην παρουσία ζώων, γυναικών και παιδιών. Οι γυναίκες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην πορεία, με τα πρόσωπά τους σκεπασμένα με καλύμματα από τρίχες αλόγου, για να προστατεύουν τα πρόσωπά τους από τον ήλιο.

6.000 περίπτερα 5.000 άλογα κάρων
30.000 καμήλες 2.000 γαϊδούρια
5.000 μουλάρια φορτίου 20.000 άλογα υπηρεσίας
2.000 μουλάρια 100 κυνηγετικές λεοπαρδάλεις
20.000 γελάδια (μικρά) 200 γεράκια
11.000 γελάδια (μεγάλα) 3.000 κυνηγόσκυλα
50 μεγάλα γεράκια
15.000 στρατιώτες του σπαθιού
2.000 σκλάβοι κλπ., με σπαθιά
1.000 τοξότες

3.000

πεζοί δουλοπάροικοι
…. *
25.000 Καλοί ιππείς συνολικά
10.000 γυναίκες καλύτερου-μεσαίου είδους
5.000 γυναίκες υπηρέτες
6.000 αγόρια-κορίτσια κάτω των 12 ετών
5.000 παιδιά

Τα βρέφη μεταφέρονταν στη λαβή της σέλλας, στα άλογα που ίππευαν γυναίκες. Σε αυτό που πρέπει να ήταν εξαιρετικό επίτευγμα επιδεξιότητας, η γυναίκα ιππέας με το αριστερό της χέρι κρατούσε το λίκνο του μωρού στη θέση του καθώς και τα ηνία του αλόγου, ενώ με το δεξί χέρι παρότρυνε το άλογο, με μαστίγιο προσαρμοσμένο στο μικρό δάχτυλο. Έπρεπε επίσης να θηλάζει το βρέφος της κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της. Τα μεγαλύτερα παιδιά ίππευαν σε σκεπασμένα φορεία που μεταφέρονταν πάνω στα άλογα. Σε αυτόν τον μακρύ συρμό της ανθρωπότητας ήσαν παρόντες ράφτες, τσαγκάρηδες, σιδεράδες, σαμαράδες, κατασκευαστές βελών, τροφοδότες και αποθηκάριοι.728 Παράλληλες, και εξίσου θεαματικές, είναι οι περιγραφές που έδωσε ο de Clavijo, ο Ισπανός πρέσβης, σχετικά με τη συγκέντρωση των τουρκογενών Τσαγκατάι στις αρχές του 15ου αιώνα:

Όταν ο Τιμούρ καλεί τον λαό του σε πόλεμο, όλοι συγκεντρώνονται και πορεύονται μαζί του, περικυκλωμένοι από τα κοπάδια και τις αγέλες τους, μεταφέροντας έτσι μαζί τους τα υπάρχοντά τους, παρέα με τις συζύγους και τα παιδιά τους. Αυτά τα τελευταία ακολουθούν τον στρατό, ενώ στις περιοχές όπου εισβάλλουν, τα κοπάδια τους, καμήλες, άλογα και πρόβατα, χρησιμεύουν για να τρέφεται η ορδή. Πορευόμενος έτσι επικεφαλής του λαού του, ο Τιμούρ έχει πετύχει μεγάλα κατορθώματα και έχει κερδίσει πολλές νίκες, γιατί [οι Τάταροι] είναι πολύ γενναίος λαός, άριστοι ιππείς, πολύ επιδέξιοι, βάλλοντας με το τόξο και υπερβολικά σκληροί. Στο στρατόπεδο, όταν έχουν άφθονα τρόφιμα, τρώνε μέχρι να χορτάσουν. Όταν δεν έχουν, γάλα και κρέας χωρίς ψημένο ψωμί τους αρκεί, ενώ για μακρά περίοδο μπορούν να πορεύονται έτσι, με ή χωρίς στάση για την παρασκευή ψωμιού, ζώντας με τα προϊόντα [κρέας και γάλα] των κοπαδιών και των αγελών τους. Υποφέρουν το κρύο και τη ζέστη, την πείνα και τη δίψα, πιο υπομονετικά από οποιονδήποτε άλλο λαό σε ολόκληρο τον κόσμο. ….

Πρέπει επίσης να καταλάβετε, ότι αυτοί οι Τσαγκατάϋ, όταν πορεύονται με τον στρατό, δεν χωρίζουν από τις γυναίκες και τα παιδιά τους ή από τα κοπάδια και τις αγέλες τους. Οι οικογένειές τους και τα ζώα τους πορεύονται μαζί τους καθώς πηγαίνουν στον πόλεμο, μεταναστεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Όταν λοιπόν βρίσκονται έτσι στον δρόμο, οι γυναίκες που έχουν μικρά παιδιά τα μεταφέρουν σε μικρά λίκνα, τα οποία, καθώς η γυναίκα ιππεύει πάνω σε άλογο, τα βάζει μπροστά, στο τόξο της σέλας. Τέτοια λίκνα υποστηρίζονται κατάλληλα από φαρδιά λουριά που περνούν γύρω από το σώμα, και έτσι μεταφέρονται τα παιδιά. Μάλιστα οι γυναίκες μοιάζουν να ιππεύουν τόσο άνετα και ελαφρά, φορτωμένες έτσι με τους απογόνους τους, σαν να ήσαν ελεύθερες από αυτούς. Οι φτωχότεροι πρέπει να φορτώνουν τις οικογένειές τους, μαζί με τις σκηνές τους, στις καμήλες τους, αλλά τότε τα παιδιά περνούν χειρότερα από εκείνα που ταξιδεύουν με τις μητέρες τους πάνω στα άλογα, επειδή η καμήλα βαδίζει με πολύ πιο σκληρό βήμα από το άλογο..729

Πρέπει να υποθέσουμε ότι οι στρατοί του Τιμούρ και του Ουζούν Χασάν διέφεραν κατά κάποιους τρόπους και στο μέγεθος από τις φυλές της Ανατολίας, αλλά βασικά ο τύπος οργάνωσης ήταν ο ίδιος.

Τα όπλα και η στρατιωτική τακτική των Τουρκμένων αντιστοιχούσαν στον κινούμενο χαρακτήρα της κοινωνίας τους. Αν και χρησιμοποιούσαν πεζικό, σπαθί και δόρυ, οι Τουρκμένοι προτιμούσαν τον έφιππο τοξότη και η πλειονότητα των στρατιωτικών τους δυνάμεων πρέπει να αποτελούνταν συνήθως από έφιππους τοξότες. Αυτό έκανε τους ανθρώπους των φυλών δύσκολους και επικίνδυνους εχθρούς, που ήσαν ταυτόχρονα κοντά αλλά και μακριά, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να σκοτώνουν τους εχθρούς τους από απόσταση, συχνά χωρίς να έρχονται σε στενή επαφή μαζί τους. Αν και οι Έλληνες άρχιζαν να προσαρμόζονται σε αυτόν τον τύπο του «χτυπάω και φεύγω» πολέμου, που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε τεχνάσματα και ενέδρες, οι Φράγκοι, λόγω της βαριάς πανοπλίας τους και της εξάρτησής τους από πόλεμο επαφής, δεν προσαρμόζονταν ποτέ στις νομαδικές στρατιωτικές τακτικές.730 Οι νομάδες ήσαν πιο αποτελεσματικοί, φυσικά, όταν συνοδεύονταν από τους στρατούς των σουλτάνων, όπως στο Μαντζικέρτ και στο Μυριοκέφαλον, ή όταν οι στρατιωτικές άμυνες του εχθρού βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Αλλά πιο συχνά πραγματοποιούσαν στρατιωτικές επιδρομές και ληστείες, από μόνοι τους, για λεία σε βάρος των εγκατεστημένων γειτόνων τους.731 Η απόλυτη συμμετοχή όλων των ενηλίκων μελών των φυλών στις μεταναστευτικές και στρατιωτικές τους κινήσεις αντικατοπτρίζεται επίσης στον στρατιωτικό ρόλο των Τουρκμένων γυναικών. Ο Οθωμανός ιστορικός του 15ου αιώνα Ασικπασαζάντε μιλάει για τις μπαχντιγιάν-ι-Ρουμ, τις γυναίκες της Ανατολίας, ως μία από τις τέσσερις ομάδες ταξιδιωτών (μαζί με τους αμπντάλ, τους αχή και τους γαζήδες) που διέμεναν στην Ανατολία. Αυτό αναφέρεται πιθανώς στις Τουρκμένες γυναίκες, οι οποίες αναλάμβαναν μαζί με τα μητρικά τους καθήκοντα και στρατιωτικά καθήκοντα. Οι Ντουλγκαντίρ στην ανατολική Ανατολία λέγεται ότι είχαν 30.000 τέτοιες γυναίκες-στρατιώτες υπό τις διαταγές τους,732 και το θέμα αναφέρεται τόσο συχνά από παρατηρητές733 και ποιητές,734 που υποθέτει κανείς ότι αποτελούσε κανονική πτυχή της οργάνωσης και ζωής των Τουρκμένων.

Η πολιτική σκέψη και δράση των φυλών χαρακτηριζόταν από κάποια ανεξαρτησία και ανυποταξία, τουλάχιστον στην Ανατολία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου των Σελτζούκων και κατά την πρώιμη περίοδο των Οθωμανών. Αν και αρχικά ήσαν «πιστοί» στους ηγεμόνες της κυρίαρχης φυλής (Κινίκ) των Σελτζούκων, οι επαναστατικές τους ενέργειες εναντίον των αρχηγών φυλών που γίνονταν μονάρχες εμφανίζονται ήδη από τις βασιλείες των Τογρούλ Μπεγκ και Αλπ Αρσλάν, και σε όλο τον 12ο αιώνα στο Ιράν.735 Μόλις οι ηγέτες τους στη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στις πόλεις και έγιναν μονάρχες καθιστικής κοινωνίας, εμφανίζεται ο ίδιος διαχωρισμός μεταξύ σουλτάνων και ανθρώπων φυλών. Ο ασταθής χαρακτήρας της πολιτικής τους νομιμοφροσύνης ήταν εμφανής μέχρι και τον 15ο αιώνα:

Ζουν στην ανοιχτή πεδιάδα και έχουν έναν αρχηγό τον οποίο υπακούουν. Αλλά αλλάζουν συχνά την κατάστασή τους, όταν μεταφέρουν τα σπίτια τους μαζί τους. Σε αυτήν την περίπτωση, συνηθίζουν να υποτάσσονται στον άρχοντα στα εδάφη του οποίου προσαρμόζονται, ακόμη και να τον βοηθούν με τα όπλα τους, αν βρίσκεται σε πόλεμο. Αλλά όταν εγκαταλείψουν την επικράτειά του και περάσουν σε εκείνη του εχθρού του, τον υπηρετούν με τη σειρά του εναντίον του άλλου. Και δεν το θεωρούν κακό αυτό, καθώς είναι έθιμό τους και είναι περιπλανώμενοι.736

Οι μπεγκ τους, αν και θεωρητικά νομιμόφρονες, συχνά δρούσαν ανεξάρτητα από τους σουλτάνους, περιστασιακά εξεγείρονταν, παραβλέποντας τις γενικές πολιτικές των σουλτάνων, ακόμη και εντασσόμενοι προς στιγμήν στους Βυζαντινούς.737 Η ανυποταξία τους έφτασε σε θεαματικές αναλογίες στις εξεγέρσεις των Μπαμπάι και των Καραμάν τον 13ο αιώνα και αποκορυφώθηκε στην εξαφάνιση του κράτους των Σελτζούκων και στην εμφάνιση των εμιράτων.738 Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου βλέπουμε ομάδες Τουρκμένων να ενώνονται με τους Βυζαντινούς — οι Αλέξιος Α΄, Ιωάννης Β' και Μανουήλ Α΄ απέκτησαν τις υπηρεσίες των Τουρκμένων εναντίον των σουλτάνων— ενώ στα τέλη του 13ου αιώνα οι Τουρκμένοι εντάχθηκαν στον Έλληνα στρατηγό Φιλανθρωπινό.

Η τουρκμενική φυλετική οικονομία, όπως και άλλες φάσεις της φυλετικής ζωής, ήταν «φορητή», αποτελούμενη από ποιμενισμό και επιδρομές. Τα «μέσα παραγωγής» και στις δύο περιπτώσεις, τα ζώα και τα τόξα τους, ταίριαζαν αποτελεσματικά στην κινητή τους ύπαρξη. Η πρωταρχική πηγή οικονομικής συντήρησης των Τουρκμένων βρισκόταν στα μεγάλα κοπάδια καμηλών, αλόγων, μουλαριών, γαϊδάρων, προβάτων και αιγών:

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι [της Τουρκομανίας-Αρμενίας] είναι Τουρκομάνοι ή Άραβες, και το επάγγελμά τους είναι η εκτροφή ζώων, όπως καμήλες, κατσίκες, αγελάδες και πρόβατα. Τα κατσίκια είναι, ως επί το πλείστον, λευκά και τα πιο όμορφα που έχω δει ποτέ, αλλά δεν έχουν, όπως εκείνα της Συρίας, κρεμαστά αυτιά. Και το μαλλί τους είναι μαλακό, κάποιου μήκους και κατσαρό. Τα πρόβατά τους έχουν παχιά και φαρδιά ουρά. Εκτρέφουν επίσης άγρια γαϊδούρια, τα οποία εξημερώνουν. Αυτά μοιάζουν πολύ με τα αρσενικά ελάφια, στο μαλλί, τα αυτιά και το κεφάλι τους και έχουν, όπως και εκείνα, σχιστές οπλές. Δεν ξέρω αν βγάζουν την ίδια κραυγή, γιατί δεν τα άκουσα ποτέ. Είναι μεγάλα, όμορφα και πηγαίνουν μαζί με άλλα θηρία, αλλά δεν έχω δει ποτέ να τα ιππεύουν. Για τη μεταφορά εμπορευμάτων χρησιμοποιούν τα βουβάλια και τα βόδια, όπως κάνουμε εμείς με τα άλογα.739

Τα ζώα τους, κύρια πηγή τροφής που εφοδίαζαν τους νομάδες με συνεχή πηγή κρέατος, γιαουρτιού, γάλακτος, βουτύρου, τυριού (και συνεπώς με δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, απαραίτητη για την επίπονη ζωή τους), μαλλιού και δέρματος, ήσαν επίσης πηγή καυσίμου και εισοδήματος. Πωλούσαν τα ζώα τους και τα προϊόντα τους σε κατοίκους των πόλεων εκείνων των περιοχών, όπου οι δύο ομάδες είχαν συνάψει συμβιωτική σχέση.740 Όπως πολλοί ποιμενικοί νομάδες, οι Τούρκοι της Ανατολίας πρέπει περιστασιακά να ασκούσαν κάποιο είδος περιθωριακής γεωργίας, αν και δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια για αυτήν την πτυχή των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.741

Ο πόλεμος, η λεηλασία και η ληστεία είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία για την νομαδική οικονομία της Ανατολίας από αυτήν την περιθωριακή γεωργία, ενώ, ως πηγή εισοδήματος, βρίσκονταν στη δεύτερη θέση μετά τα κοπάδια τους. Ως γενναίοι και ευκίνητοι ιππείς «έδιναν» τις υπηρεσίες τους στους σουλτάνους σε αντάλλαγμα για δικαιώματα σε βοσκοτόπους, επίσημες θέσεις και επιδοτήσεις. Πωλούσαν τέτοιες υπηρεσίες και στους Έλληνες και τους Καταλανούς, ενώ οι εκστρατείες τους, είτε στους στρατούς των σουλτάνων ή των αυτοκρατόρων, ή ανεξάρτητες, ήσαν ευκαιρίες για οικονομικό πλουτισμό.742 Αυτές οι στρατιωτικές ενέργειες αποτελούσαν την κύρια πηγή σκλάβων (που λαμβάνονταν από τους χριστιανούς κατοίκους της Ανατολίας) για τους εμπόρους, οι οποίοι, για να προμηθεύουν αυτό το εμπόρευμα σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, ήσαν πάντοτε παρόντες στα σύνορα του Ουτζ. Μερικά περιστατικά, από μεγάλο σύνολο, αρκούν για να δείξουν την έκταση αυτού του δουλεμπορίου και τη σημασία του για την οικονομία των νομάδων. Το 1186 Τουρκμένοι επιδρομείς στην Κιλικία πήραν 26.000 Αρμένιους, τους οποίους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα.743 Μετά την πτώση των Τράλλεων το 1282, οι 20.000 που επέζησαν της σφαγής οδηγήθηκαν στη δουλεία.744 Η δυτική Ανατολία στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα ήταν το κέντρο ακμάζοντος εμπορίου χριστιανών σκλάβων., μελαγχολούσε από το μέγεθος αυτού του εμπορίου:

Είναι επίσης απελπιστικό και το πλήθος των αιχμαλώτων, μερικοί από τους οποίους είναι άσχημα υποδουλωμένοι στους Ισμαηλίτες και άλλοι στους Εβραίους …. Και οι αιχμάλωτοι που έχουν οδηγηθεί σε αυτή τη νέα δουλεία αριθμούνται σε χιλιάδες. Εκείνοι που προέκυψαν από την υποδούλωση των Ρωμαίων μέσω της κατάκτησης των εδαφών και των πόλεών τους σε όλες τις εποχές, αν συγκρίνονταν με αυτούς [τους αιχμαλώτους], θα ήσαν λιγότεροι ή [το πολύ] ίσοι.745

προσανιᾷ δὲ καὶ ἡ τῶν αἰχμαλώτων πληθύς, ἔστιν ὧν μὲν Ἰουδαίοις, ὧν δὲ Ἰσμαηλίταις δυστυχῶς δουλευόντων. … οἱ δὲ νῦν αὖ ἀχθέντες ἐκ τῆς νέας ταύτης αἰχμαλωσίας κατὰ χιλιάδας ἠριθμημένοι καὶ οὗτοι δ’ ἐκ τῆς Ῥωμαίων ποίαις ἁλώσεσι χωρῶν ἤ πόλεων ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος γεγενημέναις ἤ ἐλάττους εὑρεθεῖεν ἄν ἤ γοῦν ἴσοι παραβληθέντες.

Οι Άραβες ιστορικοί και γεωγράφοι αναφέρουν ότι οι Τουρκμένοι ξεχώριζαν ιδιαίτερα ελληνόπουλα για υποδούλωση, και επιπλέον ότι ο αριθμός των διαθέσιμων σκλάβων ήταν τόσο μεγάλος, που «έβλεπε κανείς … να φτάνουν καθημερινά εκείνοι οι έμποροι που συμμετείχαν σε αυτό το εμπόριο».746 Η ληστεία παρέμενε κερδοφόρα πηγή εισοδήματος για τους νομάδες σε ολόκληρη την περίοδο των Σελτζούκων και σε μεγάλο μέρος της Οθωμανικής περιόδου. Στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα οι άνθρωποι των φυλών ήσαν τόσο τολμηροί, που καταλάμβαναν ακόμη και καραβανσεράι και έτσι τα καραβάνια υπέφεραν αδιάκοπα από την παρενόχλησή τους.747 Η ληστεία ήταν μια από τις κύριες βάσεις για την άνοδο περισσότερων του ενός νομαδικών αρχηγών (όπως συνέβη στην άνοδο της δυναστείας των Καραμανιδών748 και των Τιμουριδών).749

Άλλες οικονομικές δραστηριότητες που ασκούσαν οι άνθρωποι των φυλών στο δικό τους αγροτικό περιβάλλον ήταν το κυνήγι (συνήθως με γεράκια ή με μεγάλες ομάδες που περικύκλωναν τα άγρια θηρία),750 η υλοτομία και η παραγωγή ξυλάνθρακα.751 Αν και ορισμένες από τις τέχνες ασκούνταν από τους νομάδες, για παράδειγμα εκείνη του σιδερά, η τέχνη την οποία φαίνεται ότι είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα ήταν η ύφανση χαλιών.752 Ο χαρακτήρας της νομαδικής οικονομίας αντικατοπτρίζεται περαιτέρω στο γεγονός ότι συχνά πλήρωναν «φόρους» στους Σελτζούκους και τους πρώτους Οθωμανούς σε καμήλες, άλογα, αγελάδες, πρόβατα και σκλάβους,753 ενώ με την επιβολή του μογγολικού φορολογικού συστήματος στην Ανατολία του 13ου αιώνα, αναμφίβολα πλήρωναν τον φόρο κομπτζούρ ή φόρο ζώων.754

Η οικονομία του νομάδα, τουλάχιστον το παραγωγικό μέρος της που δεν είχε σχέση με την ληστεία και τον πόλεμο, μπορούσε και προσφερόταν για συμβίωση με τις πόλεις και τα χωριά755 σε καιρούς ειρήνης μετά τη σταθεροποίηση της Ανατολίας. Το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι προβιές και το μαλλί των κοπαδιών τους ήσαν εμπορεύσιμα στις πόλεις, όπως και τα χαλιά τους, αν και μέχρι τον 13ο αιώνα (και πιθανώς ακόμη νωρίτερα), η κατασκευή των χαλιών επικεντρωνόταν στις πόλεις μάλλον παρά στην ύπαιθρο.756 Όμως, μέχρι να δημιουργηθεί αυτή η συμβιωτική ισορροπία, ο νομαδισμός των Τουρκμένων ήταν αναστατωτικός, καθώς οι αγροτικοί πληθυσμοί αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν στους νομάδες πολλά από τα χωράφια τους στις πεδιάδες, ενώ εκείνοι του τοπικού πληθυσμού που είχαν οι ίδιοι μεγάλα κοπάδια αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα βοσκοτόπια που βρίσκονταν πολύ μακριά από την ασφάλεια των τειχών της πόλης.757 Ο στρατιωτικός τομέας της νομαδικής οικονομίας ήταν, φυσικά, ακόμη πιο αυστηρός στα οικονομικά σχέδια της αγροτικής και αστικής κοινωνίας. Συνέχιζε ως σημαντικό εμπόδιο στην τοπική καθιστική οικονομία, ακόμη και όταν οι φυλετικές και αγροτικές κοινωνίες είχαν εγκατασταθεί σύμφωνα με τους νέους κανόνες που επιβάλλονταν από την παρεμβολή των νομάδων στη γη.758 Στον βαθμό που η αγροτική οικονομία ήταν πιο παραγωγική, πλουσιότερη και πιο σημαντική στα θεμέλια των βασιλείων τόσο των Σελτζούκων όσο και των Οθωμανών, οι σουλτάνοι προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την οικονομική ισορροπία μεταξύ νομαδισμού και γεωργίας υπέρ της τελευταίας.759 Η νομαδική οικονομία επαρκούσε για τη συντήρηση της διασκορπισμένης ζωής των πλανόδιων Τουρκμένων, αλλά ήταν εντελώς ακατάλληλη για τη διατήρηση ενός περίπλοκου, πολιτισμένου, παγκόσμιου κράτους.

Η θρησκευτική ζωή και οι πρακτικές των φυλών ήσαν τόσο περίπλοκες και ποικίλες, όσο η προέλευση των ίδιων των διαφορετικών φυλών.760 Αν και οι Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί σουλτάνοι ήσαν επίσημα σουνίτες, οι άνθρωποι των φυλών διατηρούσαν τη βασική υποδομή μεγάλου μέρους της σαμανιστικής κληρονομιάς τους στο επίπεδο της λαϊκής θρησκείας. Αυτό φαίνεται να μην ισχύει λιγότερο για τους Μογγόλους και τους Τάταρους που εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία, απ’ όσο για τους Σελτζούκους Τούρκους.761 Όταν οι Τούρκοι υιοθέτησαν το Ισλάμ, ο λαϊκός χαρακτήρας της φυλετικής θρησκείας στην Ανατολία και η δεισιδαίμων θρησκευτικότητά του, τα στρατιωτικά ένστικτα των Τουρκμένων και, φυσικά, ο αγροτικός-εποχιακά μετακινούμενος προσανατολισμός τους είχαν ως αποτέλεσμα μια θρησκευτική μετατροπή που, στην αρχή, άλλαζε μόνο τις εξωτερικές εμφανίσεις της θρησκευτικής τους ζωής. Οι μπαμπά των φυλών ή θρησκευτικοί αρχηγοί ήσαν οι άμεσοι απόγονοι των παλαιότερων φυλετικών σαμάνων στην Κεντρική Ασία,762 αντιπροσωπεύοντας συγχώνευση του φυλετικού σαμάνου με τον περιπλανώμενο μουσουλμάνο δερβίση τύπου Καλαντάρ, που περιπλανιούνταν σε όλη την Ανατολία κηρύσσοντας ανορθόδοξα δόγματα στους ανθρώπους των φυλών.763 Αν ο λαϊκός χαρακτήρας της τουρκμενικής θρησκείας εύρισκε το μουσουλμανικό του ισοδύναμο στους ετερόδοξους περιπλανώμενους σούφι, ο τουρκμενικός πολεμικός ζήλος ταίριαζε καλά με τη ζωή του γαζή και την παράδοση του ιερού πολέμου κατά των χριστιανών. Σε σχέση με τον θρησκευτικό πόλεμο στα σύνορα εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων, οι πολεμικές πρακτικές και οι τάσεις των Τουρκμένων για λεηλασίες όχι μόνο εξυπηρετούνταν ικανοποιητικά αλλά και δικαιολογούνταν θρησκευτικά, και αυτό προς αμοιβαίο όφελος και ικανοποίηση των μπεγκ των φυλών και των σουλτάνων.764 Έτσι τα θρησκευτικά έθιμα που διατηρούσαν από το προ-ισλαμικό παρελθόν τους, καθώς και οι ιδιαίτερες ισλαμικές μορφές που υιοθετούσαν, συνέβαλαν στην αναστατωτική επίδραση που είχαν οι Τουρκμένοι επί της καθιστικής κοινωνίας της Ανατολίας. Ως φυλετικοί πολεμιστές αφοσιωμένοι στη τζιχάντ, βάρυναν με την πλήρη ορμή της στρατιωτικής τους δραστηριότητας τους ελληνικούς και αρμενικούς πληθυσμούς στα χωριά και σε μικρότερο βαθμό εκείνους στις πόλεις. Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο θρησκευτικής συνέχειας μεταξύ των Τουρκμένων στην Ανατολία και τα Βαλκάνια ήταν η ανθρώπινη θυσία, πρακτική που ανέτρεχε στο σαμανιστικό στάδιο της θρησκευτικής τους ανάπτυξης στην Κεντρική Ασία.765 Ως ετερόδοξοι μουσουλμάνοι, πολλοί από τους ανθρώπους των φυλών αποτελούσαν σταθερή πηγή δυσκολίας για τους σουλτάνους. Οι Τουρκμένοι των Καραμάν, Μπαμπάι και Ουτζ μπεγκ κατέστρεψαν το σουλτανάτο των Σελτζούκων, ενώ οι Κιζιλμπάς της Ανατολίας υποστήριζαν ανοιχτά τους Σαφαβίδες και ανάγκαζαν τους Οθωμανούς σουλτάνους να υιοθετούν πολιτική μερικής εξόντωσης.

Πολύ λίγα είναι γνωστά για την οικογενειακή ζωή και τις πρακτικές των φυλών της Ανατολίας μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα, και σίγουρα τίποτε από εκείνα που θα είχαν σχέση με τις επιπτώσεις τους επί της κοινωνίας της εποχής. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η οικογενειακή τάξη παρέμενε υπό τις επιρροές προ-ισλαμικών παραδόσεων, αλλά ότι σταδιακά θα επιβάλλονταν ισλαμικές πρακτικές. Η πολυγαμία ήταν γνωστή μεταξύ των νομάδων, τόσο στη στέπα όσο και στην Ανατολία, αλλά δεν είναι δυνατόν να πούμε πόσο εκτεταμένη ήταν.766 Η πληρωμή της τιμής της νύφης ήταν επίσης χαρακτηριστική των Ογούζ του 10ου αιώνα και των Μογγόλων του 13ου αιώνα,767 και ο γάμος της χήρας με τον παλαιότερο γιο του συζύγου της (χήρας εκτός από τη μητέρα αυτού του μεγαλύτερου γιου) φαίνεται να ήταν πολύ διαδεδομένη πρακτική που βασιζόταν σε σαμανιστικές πεποιθήσεις.768

Η κατοικία, η διατροφή και τα ρούχα των Τουρκμένων αποτελούσαν όλα συνάρτηση και αντανάκλαση της περιπλανώμενης ζωής και της οικονομίας τους. Οι σκηνές ήσαν συνήθως από μαλλί ή τσόχα, στρογγυλές ή μακρόστενες. Αν ήσαν στρογγυλές, στηρίζονταν σε ομόκεντρες ξύλινες σανίδες. Αν ήσαν μακρόστενες, τα ξύλινα στηρίγματα ήσαν διαφορετικού τύπου.769 Μερικές από τις κατοικίες ήσαν πτυσσόμενες και όταν έφτανε η ώρα να κινηθούν οι νομάδες, οι σκηνές απλώς αποσυναρμολογούνταν και φορτώνονταν στις πλάτες των ζώων.770 Ωστόσο παρατηρητές σημειώνουν την ύπαρξη ενός άλλου τύπου κατοικίας (όπως για παράδειγμα μεταξύ των Τατάρων της Τάνα), που δεν ήταν πτυσσόμενη και μεταφερόταν πάνω σε μεγάλο κάρο που το τραβούσαν βόδια.771 Ο Brocquiere είδε μεγάλες κατασκηνώσεις Τουρκμένων στην πεδιάδα του κόλπου Αγιάς, των οποίων οι σκηνές μπορούσαν να φιλοξενήσουν δεκατέσσερα έως δεκαέξι άτομα.772 Σε κάποιες περιπτώσεις οι νομάδες, που έπρεπε να διαχειμάσουν στα πολύ ψυχρά κλίματα της ανατολικής Ανατολίας ή της Κεντρικής Ασίας πήγαιναν υπόγεια «σαν τυφλοπόντικες».773 Τα ρούχα τους ήσαν αναμφίβολα φτιαγμένα από υλικά όπως τομάρια και μαλλί, που προέρχονταν από τα κοπάδια τους, μαζί με αντικείμενα που προμηθεύονταν από εμπόρους στις πόλεις.774

Η διατροφή των Τουρκμένων αποτελούνταν κυρίως από κρέας, γάλα, κρέμα, γιαούρτι και βούτυρο, τα οποία ήσαν άμεσα διαθέσιμα από τα κοπάδια τους,775 αλλά συμπληρωνόταν από κεχρί ή άλλα δημητριακά (τα οποία φύτευαν οι ίδιοι ή αλλιώς προμηθεύονταν από χωρικούς),776 μέλι, φρούτα, και αυγά.777 Η παρασκευή του ψωμιού ήταν προσαρμοσμένη στην περιπλανώμενη ζωή, με μάλλον ατυχή αποτελέσματα, αν πιστέψουμε τους Δυτικούς που το δοκίμασαν. Ο φούρνος των Ελλήνων και των Αρμενίων είναι εμφανής με την απουσία του, έχοντας αντικατασταθεί από φορητή διάταξη:

Εκείνη την ημέρα, συνοδευόμενοι από τους Αρμένιους, μείναμε και πάλι με τους Τουρκομάνους, οι οποίοι και πάλι μας σέρβιραν γάλα. Εδώ ήταν που είδα τις γυναίκες να φτιάχνουν εκείνες τις λεπτές πίτες [ψωμιού] για τις οποίες μίλησα. Αυτός είναι ο τρόπος που τις φτιάχνουν. Έχουν ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι, πολύ λείο, στο οποίο ρίχνουν λίγο αλεύρι και το αναμιγνύουν με νερό σε ζύμη, μαλακότερη από εκείνη για ψωμί. Αυτή η ζύμη χωρίζεται σε στρογγυλά κομμάτια, τα οποία ισοπεδώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο, με ξύλινο κύλινδρο διαμέτρου μικρότερης από ένα αυγό, μέχρι να τα κάνουν τόσο λεπτά, όσο έχω αναφέρει. Κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας έχουν μια κυρτή σιδερένια πλάκα τοποθετημένη σε τρίποδο και θερμαινόμενη από κάτω με απαλή φωτιά. Απλώνουν την πίτα πάνω στην πλάκα και τη γυρίζουν αμέσως, φτιάχνοντας έτσι δύο από τις πίτες τους σε λιγότερο από τον χρόνο που χρειάζεται ένας φούρναρης για να φτιάξει μια όστια.778

Το τραπεζομάντηλο πάνω στο οποίο άπλωναν το γεύμα τους ήταν επίσης σχεδιασμένο για κινητικότητα και ευκολία και χρησίμευε τόσο ως ύφασμα όσο και ως ντουλάπι μέσα στο οποίο αποθηκεύονταν τα υπολείμματα του γεύματος, μέχρι να ξανακαθίσουν:

Όταν έτρωγα, είχα ένα τραπεζομάντηλο όπως οι πλούσιοι της χώρας. Αυτά τα υφάσματα έχουν διάμετρο τέσσερα πόδια, είναι στρογγυλά, με κορδόνια προσαρμοσμένα πάνω τους, ώστε να μπορούν να τραβηχτούν και να κλείσουν σαν πορτοφόλι. Όταν χρησιμοποιούνται, απλώνονται. Και όταν τελειώσει το γεύμα, τα κλείνουν μαζί με όλα όσα παραμένουν μέσα τους, χωρίς να χάνεται ούτε ψίχουλο ψωμιού ή σταφίδα.779

Ο Brocquiere δίνει ζωηρή περιγραφή του νομάδα στο γεύμα του, η οποία υπογραμμίζει σαφώς την πλήρη εξάρτηση της κουζίνας από τις προϋποθέσεις οργάνωσης της κινούμενης ζωής τους, πλήρη με ερείπια στο φόντο:

Στους πρόποδες των βουνών, κοντά στον δρόμο και κοντά στην ακροθαλασσιά, βρίσκονται τα ερείπια ισχυρού κάστρου, το οποίο προστάτευε έλος από την πλευρά της στεριάς, έτσι ώστε να μπορεί να προσεγγιστεί μόνο από τη θάλασσα, ή από στενό μονοπάτι μέσα από το έλος Κατοικούνταν, αλλά οι Τουρκομάνοι είχαν τοποθετηθεί πολύ κοντά. Καταλάμβαναν εκατόν είκοσι σκηνές, μερικές από τσόχα, άλλες από λευκό και μπλε βαμβάκι, όλες πολύ όμορφες και ικανές να χωρούν, με ευκολία, δεκαπέντε έως δεκαέξι άτομα. Αυτά είναι τα σπίτια τους και, όπως και εμείς στα δικά μας, κάνουν σε αυτά όλες τις οικιακές τους δουλειές, εκτός από το να ανάβουν φωτιές. Σταματήσαμε ανάμεσά τους. Έβαλαν μπροστά μας ένα από τα τραπεζομάντηλα που προαναφέρθηκαν, στο οποίο παρέμεναν κομμάτια ψωμιού, τυριού και σταφυλιών. Έπειτα μας έφεραν δώδεκα λεπτές πίτες ψωμιού, μαζί με μια μεγάλη κανάτα πηγμένου γάλακτος που εκείνο ονομάζουν γιογκούρτ. Οι πίτες έχουν πλάτος ένα πόδι, είναι στρογγυλές και λεπτότερες από τις όστιες. Τις διπλώνουν όπως διπλώνουν οι μπακάληδες τα χαρτιά τους για μπαχαρικά και τις τρώνε γεμισμένες με το πηγμένο γάλα.780

Η φυσιογνωμία των ανθρώπων των φυλών προφανώς τους ξεχώριζε τόσο έντονα από τον αυτόχθονα πληθυσμό, όσο και η περίεργη κοινωνία τους. Είναι πολύ πιθανό ότι η συγχώνευση με άλλες ομάδες, όπως τους Κούρδους ή αργότερα με τους Χριστιανούς και τους προσηλυτισμένους, άλλαξε σταδιακά τον φυσικό τύπο σε πολλές περιοχές και εισήγαγε ανάμεσά τους μεγαλύτερη φυσική ποικιλία.781 Όμως Βυζαντινοί ιστορικοί του 11ου και του 12ου αιώνα υποδηλώνουν ότι η διαμόρφωση του προσώπου των Τουρκμένων διέφερε πολύ από εκείνη των Ελλήνων.782 Ο κεντρικός ασιατικός τύπος προσώπου, ο οποίος πρέπει να ήταν ο κυρίαρχος, είναι σαφώς εμφανής στην περιγραφή που δίνει ο Brocquiere για τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Β’, τον οποίο είδε στην Αδριανούπολη:

Καταρχάς, καθώς τον έχω δει συχνά, θα πω ότι είναι μικρός, κοντός και παχύς άνθρωπος, με τα χαρακτηριστικά Τάταρου. Έχει φαρδύ και καφέ πρόσωπο, ψηλά ζυγωματικά, στρογγυλή γενειάδα, μεγάλη και στραβή μύτη, με μικρά μάτια.783

Αν και μπορεί να μην είχαν μεγάλο σωματικό ανάστημα με τα πρότυπα της βόρειας Ευρώπης, η απαιτητική ζωή τους και η δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες τους προετοίμαζαν για να υπομένουν μεγάλες κακουχίες και σωματική ταλαιπωρία, πέρα από εκείνες που μπορούσε να αντέξει ο αγροτικός πληθυσμός και οι άνθρωποι των πόλεων.784

Οι τουρκμενικές ομάδες που ήρθαν στην Ανατολία αποτελούσαν έτσι νομαδική κοινωνία με ιδιαίτερο μείγμα στρατιωτικών, οικονομικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών, που καθιστούσαν την παρουσία των Τουρκμένων πηγή ατυχίας για τους καθιστικούς πληθυσμούς. Αυτό είναι προφανές στην περίπλοκη διαδικασία με την οποία οι νομάδες εγκαθίσταντο στην Ανατολία, στο αποτέλεσμά της, στην αντιπάθεια που είχε ο καθιστικός λαός για τους νομάδες, και τελικά στα μέτρα που έπαιρναν οι κυβερνήσεις απέναντι στην ανυποταξία των Τουρκμένων. Την εποχή των κατακτήσεων στην Ανατολία, τη βόρεια Συρία και τη Γεωργία, οι άνθρωποι των φυλών «υπέτασσαν εδάφη με σκληρή καταστροφή και λεηλασία» σύμφωνα με μια μεσαιωνική πηγή.785 Έτσι κατελάμβαναν εδάφη που συχνά κατέστρεφαν και που είχαν εγκαταλειφθεί εν μέρει από τους χριστιανούς, οι οποίοι είτε διέφευγαν, σκοτώνονταν ή υποδουλώνονταν, είτε υποχωρούσαν στους λόφους και τις πόλεις.786 Η φυλή κατάφερνε να πραγματοποιήσει μόνιμη εγκατάσταση στην Ανατολία τότε και μόνο, όταν μπορούσε να εξασφαλίζει χειμερινή βάση μετά την καλοκαιρινή επιδρομή της. Μέχρι να μπορέσει να αποκτήσει και να υπερασπιστεί μια χειμερινή βάση στην Ανατολία, η φυλή συνήθως έφευγε από τη Μικρά Ασία στο τέλος της καλοκαιρινής περιόδου επιδρομών.787 Είναι όμως σαφές, ότι οι φυλές αποκτούσαν δικαιώματα εγκατάστασης όχι μόνο με κατάκτηση, αλλά συχνά αποκτούσαν τέτοια δικαιώματα από έναν ηγεμόνα, που τους «νοίκιαζε» τη γη σε αντάλλαγμα για τακτική στρατιωτική θητεία, ή αλλιώς τους εγκαθιστούσε στα Ουτζ (σύνορα) ως υπερασπιστές της μεθορίου του κράτους.788 Μόλις εγκαθίσταντο, οι φυλές καθιέρωναν συνήθως ένα σχέδιο εξαμηνιαίας εποχιακής μετακίνησης ανάμεσα στους θερινούς βοσκοτόπους (γιαγλά) στα βουνά και τη χειμερινή τους βάση στις πεδιάδες. Είναι ενδιαφέρον, ότι καθώς χριστιανικά χωριά εγκαταλείπονταν ή καταστρέφονταν, οι Τούρκοι τα καταλάμβαναν συχνά και τα χρησιμοποιούσαν ως κατασκηνώσεις τους τον χειμώνα.789 Φυσικά η πλειοψηφία αυτών των φυλών τελικά εγκαταστάθηκε και εγκατέλειψαν τον νομαδισμό τους. Σύμφωνα με τα οθωμανικά φορολογικά μητρώα του 16ου και 17ου αιώνα, υπάρχει ένδειξη ότι ο καθιστικός και νομαδικός πληθυσμός της δυτικής Ανατολίας ήταν προφανώς περίπου 83% καθιστικός και 17% νομαδικός, αν και είναι αδύνατο να πούμε ποιο ποσοστό αυτού του καθιστικού πληθυσμού ήταν νομαδικής καταγωγής, ποιο ποσοστό ήταν Έλληνες και Αρμένιοι που είχαν μετατραπεί στο Ισλάμ και ποιο ποσοστό ήταν αρχικός καθιστικός μουσουλμανικός πληθυσμός. Όταν η κεντρική κυβέρνηση ήταν αρκετά ισχυρή, οι τουρκμενικές ομάδες υποχρεώνονταν να υιοθετήσουν καθιστική ζωή, και χωρίς αμφιβολία υπήρχαν πολλές περιπτώσεις εθελοντικής εγκατάστασης Τουρκμένων σε πόλεις και χωριά.790 Η μεγάλη έκταση της φυλετικής εγκατάστασης στην Ανατολία είναι εμφανής όχι μόνο από τις ιστορικές πηγές αλλά και από την ίδια την αγροτική τοπωνυμία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό τουρκική.791

Η ίδια η εισβολή και η φυσική παρουσία των ανθρώπων των φυλών, των οικογενειών τους και των ζώων τους στην Ανατολία, το καθεστώς τους ως ποιμενικών στρατιωτικών κατακτητών και οι συνεχιζόμενες επιδρομές τους και η ληστεία τους, αποτελούσαν πολύ σοβαρή διαταραχή για τους καθιστικούς και ιδιαίτερα για τις χριστιανικές ομάδες.792 Οι δύο πιο σημαντικές επιπτώσεις των εγκαταστάσεων Τουρκμένων στη Μικρά Ασία μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα ήταν πρώτον, ο γλωσσικός εκτουρκισμός της Ανατολίας και, δεύτερον, η μερική νομαδοποίηση εκτεταμένων περιοχών. Καθώς εγκαθίσταντο στην ύπαιθρο, η γλώσσα τους κυριαρχούσε σε εκείνες τις περιοχές από τις οποίες είχαν αποσυρθεί οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, ενώ, ακόμη και σε εκείνες τις περιοχές όπου παρέμεναν οι χριστιανικές ομάδες, τελικά τα τουρκικά επικράτησαν ως η γλώσσα των κατακτητών. Στις πόλεις όπου οι βυζαντινο-ισλαμικές αστικές παραδόσεις παρέμεναν ισχυρές, η αστική κοινωνία επιζούσε. Αλλά όταν το 1276-78 οι Τουρκμένοι του Καραμάν επαναστάτησαν και μπήκαν στην πόλη της Κόνυα, μία από τις πράξεις τους ήταν να απαγορεύσουν τα περσικά και να διακηρύξουν την αποκλειστική χρήση της τουρκικής γλώσσας στην κυβέρνηση και τη διοίκηση.793 Ήταν ένα μόνο γεγονός ανάμεσα σε πολλά, με τα οποία τα ελληνικά, τα αρμενικά και τα περσικά άρχιζαν να υποχωρούν ενώπιον της θριαμβευτικής προόδου των τουρκικών τον 14ο αιώνα, και μέχρι τον 15ο αιώνα όχι μόνο ήταν κυρίως τουρκόφωνη η Μικρά Ασία (συμπεριλαμβανομένων πολλών Ελλήνων και Αρμένιων που είχαν παραμείνει χριστιανοί), αλλά η τουρκική επική ποίηση και λογοτεχνία είχε υποστεί σημαντική εξέλιξη.794 Όταν οι Τούρκοι εγκαθίσταντο σε πόλεις και χωριά και παντρεύονταν σε μικτούς γάμους με Έλληνες και Αρμένιους προσήλυτους, η θέση τους ως ηγεμόνων και η επίσημη χρήση των τουρκικών προκαλούσαν σταδιακή υποχώρηση των ελληνικών και των αρμενικών σε απομονωμένες περιοχές όπου δεν είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι ή σε μερικές περιοχές στις οποίες οι χριστιανοί παρέμεναν συμπαγείς, όπως στην παράκτια περιοχή της Τραπεζούντας.

Εκτεταμένες περιοχές, αν και είναι αδύνατο να πούμε πόσο εκτεταμένες, επανέρχονταν από τη γεωργία στον νομαδισμό, δηλαδή στην Ανατολία συνέβαινε ποιμενική νομαδοποίηση μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι επιδρομές για λεία, η υποδούλωση αγροτών για δουλεμπόριο και η κτηνοτροφία εξέφραζαν ατυχείς αγροτικές συνθήκες.795 Πολλές πηγές της εποχής αποκαλύπτουν την ανασφάλεια της γεωργικής ζωής στις συχνά ταραγμένες περιόδους μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Ο Ρικόλντους ντε Μόντε Κρούτσις παρατηρούσε ότι οι Έλληνες αγρότες δεν τολμούσαν να βγουν από τις πόλεις και τα φρούρια για να οργώσουν τα χωράφια τους ή να μαζέψουν ξύλα χωρίς καπιστρωμένο άλογο, γιατί οι Τουρκμένοι θα τους σκότωναν, μόλις τους έβλεπαν.796 Έτσι, η γεωργία, εκτός από τις δυσκολίες του κρύου και της ξηρασίας, υποβαλλόταν σε μια ακόμη σοβαρή αδυναμία: την ανασφάλεια του ατόμου του αγρότη.

Αυτοί οι αγενείς νομάδες ενέπνεαν ταυτόχρονα φόβο και έντονη αντιπάθεια στους μουσουλμάνους και χριστιανούς που ζούσαν στις πόλεις και τα χωριά της Ανατολίας. Οι Έλληνες αναφέρονταν στους Τουρκμένους με επίθετα όπως κυνοκέφαλοι, ἀνθρωποφάγοι και λύκοι.797 Μουσουλμάνοι διοικητικοί και αυλικοί αξιωματούχοι (όπως ο Ιμπν Μπίμπι και ο Καρίμ αλ-Ντιν του Ακσαράι), θρησκευτικοί άνδρες στις πόλεις (Τζαλαλαντίν Ρουμί, Εφλάκι, Σουλτάν Βαλάντ) και οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στη λογοτεχνία της εποχής και σε ιστορικές πράξεις, του μίσους που ένιωθαν για τους νομάδες. Οι Τουρκμένοι ήσαν «σατανάδες» που διέλυαν την ασφάλεια των καιρών, όχημα καταστροφής του Θεού για μια σφάλλουσα και αμαρτωλή κοινωνία. Όταν οι φυλές υπό την καθοδήγηση των Καραμάν επιτέθηκαν στην Κόνυα στα μέσα του 13ου αιώνα, ηττήθηκαν στην πεδιάδα της Κάβαλα. Τους μπεγκ τους, τους παρέλασαν στη συνέχεια στους δρόμους της Κόνυα, όπου εκτέθηκαν στις προσβολές και στα βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλαν οι κάτοικοι. Τους έδεσαν σε ένα δέντρο μπροστά από την πύλη του κάστρου και τοξότες από τους πύργους του σεράι χρησιμοποιούσαν τα σώματά τους ως στόχους σε επιδείξεις σκοποβολής. Μερικά χρόνια αργότερα, σε δεύτερη απόπειρα, οι Τουρκμένοι του Καραμάν κατάφεραν να μπουν και να κρατήσουν προσωρινά την Κόνυα. Όμως, μαθαίνοντας ότι πλησίαζε μογγολικός στρατός επικουρίας, ο Τζίμρι και οι Τουρκμένοι έφυγαν βιαστικά από την Κόνυα, γιατί αν τους έπιαναν οι πολίτες, με τη βοήθεια των Μογγόλων, δεν θα άφηναν ούτε έναν άνθρωπο της φυλής να φύγει ζωντανός από την πόλη.798

Για όλους αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι σουλτάνοι και οι χριστιανοί ηγεμόνες έχτιζαν τείχη γύρω από τις πόλεις τους, οχυρά στις αγροτικές περιοχές, ενίσχυαν τις μεθοριακές άμυνες και επανεποίκιζαν τα εδάφη τους επανειλημμένα. Εναντίον των νομάδων έπαιρναν ποικιλία μέτρων: εκστρατείες και σφαγές, αναγκαστική μόνιμη εγκατάσταση, στρατολόγηση σε κρατικούς στρατούς, μετακίνηση εγκατεστημένων πληθυσμών από τις σκηνές νομαδικών επιδρομών και ακόμη και μετακίνηση των ίδιων των νομάδων.799

Ο τραυματικός αντίκτυπος της εγκατάστασης Τουρκμένων περιγράφεται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια για τη βορειοανατολική Ανατολία και τη Γεωργία κατά το τελευταίο τέταρτο του 11ου και το πρώτο τέταρτο του 12ου αιώνα. Οι νομάδες άρχισαν τις επιδρομές στην περιοχή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ίβηρα βασιλιά Γεωργίου Β’ (1072-89). Οι Τούρκοι συνέρρεαν, λεηλατώντας και υποδουλώνοντας τις περιοχές Ασίς-Φόρνι, Κλαρέτι προς τη θάλασσα, Τσαουτσέθ, Ατζάρα, Σάμτσκα, Κάρτλι, Αργκουέθ, Σαμοκάλακο και Τζκόντιντ. Στην αρχή οι Τούρκοι παρέμεναν σε αυτές τις περιοχές μόνο μέχρι τα πρώτα χιόνια και στη συνέχεια έφευγαν φορτωμένοι με λεία και σκλάβους. Επιζούσαν μόνο εκείνοι οι χριστιανοί που κατάφερναν να διαφεύγουν στα ορεινά δάση και σε ασφαλή φρούρια. Το επόμενο έτος οι νομάδες εμφανίζονταν και τρομοκρατούσαν την περιοχή από την άνοιξη μέχρι τις αρχές του χειμώνα, έτσι ώστε οι αγρότες που παρέμεναν, ούτε έσπερναν ούτε θέριζαν. Ο Γεωργιανός χρονικογράφος αναφέρει ότι η γη δεν κατοικούνταν πια από ανθρώπους αλλά μόνο από ζώα και άγρια θηρία. Οι εκκλησίες καίγονταν και γίνονταν στάβλοι για τα άλογα των Τουρκμένων, ιερείς θανατώνονταν, παρθένες βιάζονταν, νεαροί άνδρες περιτέμνονταν βίαια και παιδιά υποδουλώνονταν. Περί τη βασιλεία του Δαβίδ Β’ (1089-1125) οι Τουρκμένοι επιδρομείς δεν έφευγαν πια από τη Γεωργία και τη βορειοανατολική Μικρά Ασία στην αρχή του χειμώνα, αλλά είχαν φτιάξει οικισμούς στις περιοχές που είχαν λεηλατήσει. Στην περιοχή Σόμκεθ, για παράδειγμα, οι Τουρκμένοι είχαν εγκαταστήσει τις σκηνές τους, γυναίκες και παιδιά, άλογα, πρόβατα, μουλάρια και καμήλες. Στις αρχές του χειμώνα (Οκτώβριο) μετακινούνταν στις κοιλάδες των ποταμών της περιοχής Γκάτσια και εγκαθίσταντο στις όχθες του Κούρα [Κύρου] και του Ιόρι (σε όλη τη διαδρομή από την Τιφλίδα μέχρι τη Μπάρντα). Εδώ εύρισκαν άφθονο νερό και δάσος και ζούσαν «γλυκιά ζωή» κυνηγώντας και προσφέροντας στον εαυτό τους ξεκούραση και εμπόριο με τις πόλεις που είχαν καταλάβει. Συνέχιζαν όμως και πάλι να επιτίθενται στους χριστιανούς γείτονές τους από αυτό το χειμερινό στρατόπεδο, παίρνοντας λεία και αιχμαλώτους. Την άνοιξη άρχιζαν να ανεβαίνουν στα βουνά Σόμκεθ και Αραράτ με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους. Από εδώ και πέρα διεξήγαγαν τις επιδρομές τους από τα θερινά βοσκοτόπια (γιαγλά). Ολοκληρώνεται έτσι η σειρά των γεγονότων που οδηγούσαν από τις πρώτες επιδρομές Τουρκμένων σε μια περιοχή εγκατεστημένων ανθρώπων, μέχρι την αναστάτωσή της, και τέλος μέχρι τη φυσική παρεμβολή μιας εγκατάστασης Τουρκμένων στην αναστατωμένη επαρχία. Οι πυρήνες Τουρκμένων που παρεμβάλλονταν έτσι σε αυτές τις περιοχές, μεταβάλλονταν σε κέντρα περαιτέρω αναστάτωσης της ζωής στην περιοχή.

Η δυναμική μιας τέτοιας διευθέτησης θα μπορούσε να κορυφωθεί με την πλήρη κατάκτηση μιας περιοχής, αν ένας ισχυρός ηγέτης ή κράτος δεν έκανε συστηματικές και μακροπρόθεσμες προσπάθειες για να σταματήσει τη διαδικασία. Η οικονομική συνοχή και η δύναμη της εγκατεστημένης (καθιστικής) κοινωνίας υπονομεύονταν από την εγκατάσταση και τις επιδρομές των Τουρκμένων, καθώς η γεωργία και το εμπόριο πλήττονταν σοβαρά από τις επιδρομές των νομάδων. Αντίστροφα, η καταστροφή της υπαίθρου δεν έβλαπτε τους νομάδες, αλλά αντίθετα είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό τους πλουτισμό: λεία, αιχμάλωτους για τα σκλαβοπάζαρα, και τα εδάφη των κατοίκων. Η βασιλεία του Δαβίδ Β’ αποτέλεσε σημείο καμπής στις επιτυχίες των Τουρκμένων στη Γεωργία, διότι διεξήγαγε έναν αδυσώπητο και σκληρό πόλεμο εναντίον των Τουρκμένων στη Γεωργία και στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Σταδιακά ανακατέκτησε τις πόλεις και το 1116 επιτέθηκε στις σκηνές των Τουρκμένων στο Κλαρέτι και κατά μήκος του ποταμού Τσορούχ, όπου σφαγίασε τους Τουρκμένους πολεμιστές, παίρνοντας ως λεία τις γυναίκες τους, τα ζώα και τις αποσκευές τους. Μέχρι το 1121 είχε τόσο αποδεκατίσει τους Τουρκμένους που διαχείμαζαν στις όχθες του Μτσουάρ (Κούρα), που εκείνοι ζήτησαν βοήθεια από τον Σελτζούκο σουλτάνο. Όμως η παλίρροια είχε στραφεί εναντίον των Τουρκμένων και μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, ο Δαβίδ είχε κατακτήσει την Τιφλίδα και την Άνι και είχε ξεριζώσει τους οικισμούς των Τουρκμένων από τα περισσότερα εδάφη του. Ωστόσο ο μισός αιώνας πολέμου μεταξύ της εγκατεστημένης (καθιστικής) κοινωνίας και του νομαδισμού είχε αφήσει αυτό το τμήμα της Γεωργίας ως μισοκατοικούμενο ερείπιο. Όταν ο Δημήτριος Α΄ (1125-54) ανέβηκε στον θρόνο, υπήρχαν κάτοικοι μόνο στα κάστρα και τις πόλεις Χέρετ, Σόμχετ, Ταχίρ, Τζαβακέχετ και Αρνταχάν. Έτσι, τόσο ο Δαβίδ όσο και ο Δημήτριος έπρεπε όχι μόνο να ξαναχτίσουν τις πόλεις, τα χωριά, τις εκκλησίες, τους δρόμους και τις γέφυρες, αλλά πάνω απ’ όλα να επανεποικίσουν τις έρημες περιοχές. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μεταξύ των εποίκων που έφερε ο Δαβίδ ήσαν 40.000 Κιπτσάκοι και οι οικογένειές τους, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στον επανεποικισμό ερημωμένων περιοχών και οι οποίοι τελικά έλαβαν τον Χριστιανισμό.800 Αυτό που συνέβη στη Γεωργία και σε αυτήν την ανατολική περιοχή της Ανατολίας όσον αφορά την νομαδοποίηση, επαναλήφθηκε σε όλη τη Μικρά Ασία σε διάφορες χρονικές στιγμές μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Είναι περιττό να πούμε ότι οι προσπάθειες των Κομνηνών και των Λασκαριδών να ξεριζώσουν τους νομάδες δεν σημείωσαν ποτέ την επιτυχία που είχαν οι Γεωργιανοί μονάρχες.

Συμπεράσματα

Τέσσερις αιώνες τουρκικής κατάκτησης και εγκατάστασης έλαβαν χώρα μεταξύ της μάχης του Μαντζικέρτ και του θανάτου του Μωάμεθ Β’ και της τελικής επανένωσης του μεγαλύτερου μέρους της Ανατολίας. Από τα τέλη του 11ου έως τα μέσα του 12ου αιώνα, η τουρκική κατάκτηση ήταν καταστροφική και έφερνε μεγάλη αναταραχή. Αυτό ακολουθήθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα από περίοδο εδραίωσης και σταθερότητας, που κορυφώθηκε με την αξιοσημείωτη οικονομική ευημερία και πολιτιστική άνθιση των μέσων του 13ου αιώνα. Όμως στα τέλη του 13ου αιώνα η Ανατολία επανήλθε στη φυλετική αναρχία, με επακόλουθη ανανέωση των καταστροφικών προτύπων αναταραχής που χαρακτήριζαν τα τέλη του 11ου και το πρώτο μισό του 12ου αιώνα. Η εμφάνιση των μπεηλικιών έφερε βελτίωση των συνθηκών στην Ανατολία, ιδιαίτερα στα εδάφη των Οθωμανών στη Βιθυνία, κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Όμως, μέχρι την εξάλειψη όλων αυτών των μικρών ηγεμονιών από τους Οθωμανούς σουλτάνους, η Ανατολία παρέμενε πεδίο μάχης φυλετικών συνομοσπονδιών και εγκατεστημένων (καθιστικών) τουρκικών κυβερνήσεων.

Με εξαίρεση την ευτυχή περίοδο κατά την οποία η αυτοκρατορία της Νίκαιας και το σουλτανάτο των Σελτζούκων αναβίωναν την κοινωνία της Ανατολίας, οι τουρκικές κατακτήσεις και εγκαταστάσεις υπέβαλλαν τους βυζαντινούς θεσμούς σε μακρά σειρά σοβαρών κλονισμών. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα πλήγματα εξάρθρωναν θανάσιμα τη βυζαντινή κοινωνία στη Μικρά Ασία. Όσο ο κρατικός μηχανισμός ήταν μουσουλμανικός, η χριστιανική κοινότητα δεν μπορούσε σε καμία στιγμή να αντισταθμίσει τις προηγούμενες απώλειές της. Από τη στιγμή που περιουσίες, εκκλησίες και άνθρωποι χάνονταν στο Ισλάμ, δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανακτηθούν, γιατί σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο και την ιστορική παράδοση «μια φορά μουσουλμάνος, πάντοτε μουσουλμάνος». Δεδομένου ότι το κράτος ήταν μουσουλμανικό, αυτή η αρχή εφαρμοζόταν πάντοτε. Έτσι, παρά τη σταθερότητα και την ευημερία που χαρακτήριζε την Ανατολία κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά για την ανάκτηση όλου του εδάφους που είχε χαθεί ύστερα από τα αποφασιστικά γεγονότα στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα. Ομοίως, η οθωμανική ενοποίηση της Ανατολίας έφερε μεγαλύτερη ασφάλεια και ομοιομορφία των συνθηκών για τους χριστιανούς, αλλά δεν βοήθησε στην επαναφορά των χριστιανικών κοινοτήτων σε εκείνη τη θέση που είχαν καταλάβει τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι κλονισμοί διάβρωναν τόσο τους ενοποιητικούς δεσμούς του βυζαντινού κατεστημένου, που το άφηναν ανυπεράσπιστο και γυμνό μπροστά στις δυνάμεις αφομοίωσης του Ισλάμ. Ο καταστροφικός χαρακτήρας της τουρκικής κατάκτησης και εγκατάστασης, που συνέβαλε τόσο πολύ στη βίαιη εξάρθρωση της βυζαντινής κοινωνίας, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό (αν και όχι αποκλειστικά) στις νομαδικές τουρκμενικές φυλές. Μπαίνοντας στην Ανατολία ως απείθαρχοι κατακτητές εμπνεόμενοι από τη τζιχάντ και το ένστικτό τους για λεηλασίες, και εγκαθιστάμενοι στη γη σε συμπαγείς ομάδες, ήσαν ολέθριοι για τους εγκατεστημένους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ο συγγραφέας του 14ου αιώνα Δημήτριος Κυδώνης δίνει μια σύντομη περιγραφή των επιπτώσεων των τουρκικών κατακτήσεων στην Ανατολία τη στιγμή που οι κατακτητές ξεκινούσαν την πρώιμη ευρωπαϊκή περιπέτειά τους:

Πήραν από εμάς όλα τα εδάφη που απολαμβάναμε από τον Ελλήσποντο προς τα ανατολικά, μέχρι τα βουνά της Αρμενίας. Ισοπέδωσαν τις πόλεις, λεηλάτησαν τα ιερά, άνοιξαν τους τάφους και τα γέμισαν όλα με αίμα και πτώματα. Πρόσβαλαν τις ψυχές των κατοίκων, αναγκάζοντάς τους να αρνηθούν τον αληθινό Θεό και δίνοντάς τους τα δικά τους ρυπαρά μυστήρια. Δυστυχώς, κακοποίησαν τις ψυχές των [χριστιανών]! Απογυμνώνοντάς τους από κάθε περιουσία και αφαιρώντας τους την ελευθερία τους, άφησαν [τους Χριστιανούς] ως αδύναμες εικόνες σκλάβων, εκμεταλλευόμενοι την εναπομείνασα δύναμη των ταλαίπωρων για τη δική τους ευημερία.801

Τὴν μὲν γὰρ ἀφ' Ἑλλησπόντου καὶ πρὸς ἀνατολάς, καὶ ὅσον μέχρι τῶν τῆς Ἀρμενίας ὀρῶν ἐκαρπούμεθα γῆν, πᾶσαν ἡμῶν ἀφελόμενοι, τὰς μὲν πόλεις κατέσκαψαν, ἱερὰ δὲ ἐσύλησαν, ἀνέῤῥηξαν δὲ θήκας, αἱμάτων δὲ καὶ νεκρῶν πάντα ἐνέπλησαν· τῶν δ' οἰκητόρων ταῖς μὲν ψυχαῖς ἐλυμήναντο, τὸν μὲν ἀληθῆ Θεὸν ἀναγκάσαντες ἀγνοῆσαι, τῶν δὲ παρ’ αὐτοῖς μεταδεδωκότες μιαρῶν μυστηρίων· τοῖς δὲ σώμασιν ἒφ' ὕβρει, φεῦ ! κατεχρήσαντο· πάσης δὲ τῆς οὐσίας γυμνώσαντες, καὶ τὴν ἐλευθερίαν προσαφελόμενοι, εἴδωλα δούλων κατέλιπον ἀσθενῆ, πρὸς τὰς οἰκείας εὐπορίας καὶ τῇ περιληφθείσῃ δυνάμει τοῖς ταλαιπώροις χρώμενοι.

Image

<-2. Πολιτική και στρατιωτική κατάρρευση του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία 4. Παρακμή της εκκλησίας τον 14ο αιώνα->
error: Content is protected !!
Scroll to Top