Σημειώσεις Κεφαλαίου 4

Σημειώσεις Κεφαλαίου 4

[←1]

Αυτά τα πατριαρχικά έγγραφα δημοσιεύθηκαν από τους Mikolsich και Muller το 1860-62 και έτσι είναι γνωστά στον ακαδημαϊκό κόσμο για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση της πολύ σημαντικής μονογραφίας A. Waechter, Der Verfall des Griechentums in Kleinasien im XIV. Jahrhundert (Λειψία, 1903).

[←2]

Για τέτοιες παραχωρήσεις τον δωδέκατο αιώνα βλέπε κεφάλαιο 3.

[←3]

Waechter, Verfall, σελ. 2-4.

[←4]

Miklosich et Müller, I, 82.

[←5]

Στο ίδιο, Ι, 83.

[←6]

Στο ίδιο, 146.

[←7]

H. Gelzer, Ungedruckte und ungenügend veroeffentlichte Texte der Notitiae episcopatuum. Ein Beitrag zur byzantinischen Kirchen- und Verwaltungsgeschichte. Abhand. der phil. philolog. CI. der kon. bayer. Akad. der Wiss., XXI (1901), 628-629 (εφεξής αναφερόμενο ως Gelzer, Ungedruckte Texte).

[←8]

Miklosich et Müller, I, 81-82.

[←9]

Στο ίδιο, Ι, 70: τοιγαροῦν καὶ γνώμῃ καὶ θελήσει θεοφιλεῖ καὶ σπουδῇ τοῦ περιποθήτου ἀνεψιοῦ τοῦ κρατίστου καὶ ἁγίου μου αὐτοκράτορος, ποθεινοτάτου υἱοῦ τῆς ἡμῶν μετριότητος, αὐθέντου τῆς Τραπεζοῦντος, τοῦ μεγάλου Κομνηνοῦ, τὴν ἐν τῇ τοιαύτῃ χώρᾳ αὐτοῦ ἐπισκοπὴν τῶν Λιμνίων, οὖσαν μὲν ὑπὸ τὴν τοιαύτην μητρόπολιν Ἀμασείας, τελοῦσαν δὲ ἐν στερήσει ἀρχιερέως καὶ διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χριστωνύμου λαοῦ τῆς ἐντεῦθεν ὠφελείας ἐστερημένου, τῷ τὴν χειροτονίαν δεξαμένῳ τῆς Ἀμασείας, ὡς εἴρηται, ἐκδεδώκαμέν τε καὶ ἐπετρέψαμεν διά τε τὸ πάντη ἐνδεὲς τῆς τοιαύτης μητροπόλεως Ἀμασείας καὶ τὸ τοῦ κατάρχοντος ἔθνους ἐκεῖσε μάλιστα δυσπαράδεκτον, ὥστε καθῆσθαι μὲν καὶ διάγειν τὸν τοιοῦτον ἱερώτατον μητροπολίτην ἐν αὐτῇ τῇ τῶν Λιμνίων ἁγιωτάτῃ ἐπισκοπῇ, τόν τε ἐκεῖσε χριστιανικὸν λαὸν ἀρχιερατικῶς ποιμαίνειν καὶ βελτιοῦν, τὰ πρὸς σωτηρίαν εἰσηγούμενον καί διδάσκοντα, ἱερουργεῖν τε ἐν αὐτῇ, ἄνευ τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως, καὶ διακόνους προβιβάζειν καὶ πρεσβυτέρους καὶ πάντα τἄλλα πράττειν, ὅσα καὶ τῷ γνησίῳ ἀρχιερεῖ δίδοται καὶ νομίζεται, ἀπέρχεσθαι δέ, ὅτε ἔξεστιν αὐτῷ καὶ δίδωσιν ὁ καιρός, καὶ εἰς τὴν Ἀμασείαν, καὶ ποιμαίνειν τοὺς ἐν αὐτῇ τὸν ὅμοιον τρόπον καὶ πάντα καθόλου πράττειν, ὅσα τοῖς γνησίοις μητροπολίταις οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες ἐνδιδόασιν.

[←10]

Στο ίδιο, II, 66: ὀφείλει δὲ ἐν ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καὶ λειτουργίαις μνημονεύειν τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Ἀμασείας, ἐπεὶ διὰ τὸ ἀποδημεῖν τόνδε τὸν μητροπολίτην τῆς ἰδίας αὐτοῦ ἐκκλησίας καὶ μὴ δυνἀμενον ἀπελθεῖν ἐκεῖ, καὶ ταῦτα παρὰ τῆς ἡμῶν μετριότητος πολλάκις ἀναγκασθέντα εἰς τοῦτο, παρέδωκε τῷδε τῷ ἐπισκόπῳ τὴν πνευματικὴν ἐπίσκεψιν τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν, ὡς δικαίῳ καὶ ἐξάρχῳ, τούτους μόνον διδάσκειν καὶ ἁγιάζειν, τοῦ δὲ ἰδίου ἀρχιερέως μνημονεύειν κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν τε καὶ συνήθειαν.

[←11]

Στο ίδιο, I, 143 κ.ε., 536.

[←12]

Στο ίδιο, I, 537.

[←13]

Στο ίδιο, I, 468. Waechter, Verfall, σελ. 14.

[←14]

Miklosich et Müller, I, 505, 537, II, 65, 78. Waechter, Verfall, σελ. 14-15.

[←15]

Miklosich et Müller, II, 1, 46, 48, 89, 160, 167, 175. Στο ζήτημα θα δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε άλλο σημείο.

[←16]

Στο ίδιο, I, 536.

[←17]

Waechter, Verfall, σελ. 17-20. Miklosich et Müller, I, 35.

[←18]

Miklosich et Müller, I, 34-35. Από την άλλη πλευρά, η θέση της στην ακτή διευκόλυνε την επαφή με τις ελληνικές πόλεις της Κωνσταντινούπολη και Τραπεζούντα, ενώ ο Ιbn Battuta-Gibb (II, 466) κατέγραψε ότι υπήρχαν έντεκα χωριά Ελλήνων που ζούσαν λίγο έξω από την πόλη. Στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα ένας Έλληνας έμπορος, που είχε επισκεφθεί τη Σινώπη και την Αμισό για να κάνει εμπόριο, δεν μπόρεσε να βρει εμπορική δραστηριότητα εκεί, επειδή ολόκληρη η περιοχή είχε ερημωθεί από τα στρατεύματα του Τιμούρ, Miklosich et Müller, II, 547.

[←19]

Miklosich et Müller, II, 491.

[←20]

Waechter, Verfall, σελ. 20-22.

[←21]

Miklosich et Müller, II, 102-103.

[←22]

Στο ίδιο, II, 370-372. Waechter, Verfall, σελ. 22-23.

[←23]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 497: ιθ ὁ Ποντοηρακλείας· αὕτη ἐπισκοπὴ ἦν τοῦ Κλαυδιουπόλεως, καὶ διὰ τὸ ὑπὸ ἐθνῶν ἐκείνην κατασχεθῆναι, ἐτιμήθη αὕτη χάριν ἐκείνης εἰς μητρόπολιν καὶ θρόνον ιϚ, νῦν δὲ ιθ γέγονεν. Waechter, Verfall, σελ. 23.

[←24]

Waechter, Verfall, σελ. 25-26.

[←25]

Miklosich et Müller, II, 102-103.

[←26]

Στο ίδιο, 312.

[←27]

Waechter, Verfall, σελ. 26. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628. H-G. Beck, Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich (Μόναχο, 1959), σελ. 162-163. Για τις δυσμενείς συνθήκες των Χριστιανών στην Άγκυρα του 12ου αιώνα, βλέπε κεφάλαιο 3 πιο πάνω, Όταν ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος επισκέφθηκε την Άγκυρα στα τέλη του 14ου αιώνα, η πόλη ήταν κυρίως μουσουλμανική. E. Trapp, Manuel II. Palaeologos. Dialoge mit einem “Perser” (Βιέννη, 1966), σελ. 5: τότε τοίνυν ἒν Ἀγκύρᾳ, τῇ ποτε μὲν εὐγενεῖ, νῦν δ’ οὐκέτι ἀσέβειαν πλουτούσῃ.

[←28]

Waechter, Verfall, σελ. 27.

[←29]

Στο ίδιο, σελ. 27-29. Gelzer, Ungedruckte Texte, 628. Βακαλόπουλος, Ἱστορία, ΙΙ, για την παρακμή στην Πισιδία.

[←30]

Miklosich et Müller, I, 34, 182.

[←31]

Στο ίδιο, II, 276, και επίσης 285.

[←32]

Στο ίδιο, ΙΙ 277.

[←33]

Στο ίδιο, ΙΙ, 390: … εὑρέθη δὲ ὁ ἱερώτατος μητροπολίτης Πέργης καὶ Ἀτταλείας, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Παμφυλίας καὶ πρόεδρος Σίδης, … ἐκ τῆς λαχούσης αὐτὸν ἐκκλησίας τὰ ἐνταῦθα καταλαβὼν διὰ τὴν ἐκεῖσε τῶν ἀρχόντων ἀσεβῶν ὄντων θηριωδίαν καὶ ἀγριότητα, …τούτου γὰρ χάριν ἀπολέλυται τῷ δηλωθέντι ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ Πέργης καὶ Ἀτταλείας, ὑπερτίμῳ καὶ ἐξάρχῳ πάσης Παμφυλίας καὶ προέδρῳ Σουγδαίας καὶ Φούλλων…

[←34]

Στο ίδιο, Ι, 367, 399 κ.ε., 511,594.

[←35]

Στο ίδιο, 471, 587.

[←36]

Waechter, Verfall, σελ. 30-31. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 607.

[←37]

Miklosich et Müller, II, 94: πάσχει και στενοχωρεῖται.

[←38]

Στο ίδιο, 93.

[←39]

Στο ίδιο, 205-206.

[←40]

Waechter, Verfall, σελ. 33. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλίγια Τσελεμπή κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την κουλτούρα των Ατταλιωτών χριστιανών κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Βλέπε κεφάλαιο 7 πιο κάτω.

[←41]

Miklosich et Müller, II, 95.

[←42]

Waechter, Verfall, σελ. 34. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 639.

[←43]

Miklosich et Müller, I, 362.

[←44]

Στο ίδιο, 429.

[←45]

Στο ίδιο, 471, 500.

[←46]

Στο ίδιο, 511.

[←47]

Στο ίδιο, II, 106-108.

[←48]

Στο ίδιο, 197-199.

[←49]

Waechter, Verfall, σελ. 34-37. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628-630. Miklosich et Müller, II, 469.

[←50]

Miklosich et Müller, I, 539.

[←51]

Στο ίδιο, II, 88.

[←52]

Στο ίδιο, 87.

[←53]

Στο ίδιο, 209-210.

[←54]

Waechter, Verfall, σελ. 37-38. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628-629.

[←55]

Miklosich et Müller, I, 510. Αναφέρεται προηγουμένως το 1365, στο ίδιο, 471, 476, 489.

[←56]

Στο ίδιο, 510-511. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628-629.

[←57]

Miklosich et Müller, II, 312, 519, 514. Waechter, Verfall, σελ. 40. Για την παρατυπία της κατοχής κατά το πρώτο μισό του δέκατου τέταρτου αιώνα Βλέπε πιο κάτω.

[←58]

Παχυμέρης, II, 589.

[←59]

Miklosich et Müller, I, 498.

[←60]

Στο ίδιο, II, 105.

[←61]

Waechter, Verfall, σελ. 42. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628.

[←62]

Miklosich et Müller, II, 105. Waechter, Verfall, σελ. 44. Το Πυργίον αναφέρεται για τελευταία φορά ως ανεξάρτητη μητροπολιτική έδρα το 1316 (Miklosich et Müller, I, 65), και στη συνέχεια εξαφανίζεται από τις πατριαρχικές πράξεις μέχρι το 1387, όταν μαζί με την Πέργαμο γίνεται επισκοπή υπό την Έφεσο.

[←63]

Miklosich et Müller, I, 237.

[←64]

Στο ίδιο, 509.

[←65]

Στο ίδιο, II, 209-210, πήρε τον Κουλά, την Κόλιδα και τα Σύνναδα το 1394.

[←66]

Η τελευταία είναι χωρίς ηγεσία λόγω «ανωμαλίας και σύγχυσης». Στο ίδιο, I, 93, αντικατοπτρίζεται η εξάπλωση της διαταραχής στα νησιά μετά τη δημιουργία των εμιράτων και την εμφάνιση της πειρατείας.

[←67]

Στο ίδιο, Ι, 92.

[←68]

Νικηφόρος Γρηγοράς, II, 689. Καντακουζηνός, II, 420.

[←69]

Miklosich et Müller, I, 256.

[←70]

Στο ίδιο, 445. Τον επιπλήττει, επειδή παραμένει στη Θεσσαλονίκη και δεν προχωρά στη Σμύρνη. Ο πατριάρχης δηλώνει ότι αν δεν είναι δυνατόν να εισέλθει στη Σμύρνη, πρέπει να αναλάβει τη θέση του στη μονή Κροίτζους στη Φώκαια.

[←71]

Στο ίδιο, II, 103 κ.ε.

[←72]

Στο ίδιο, 138.

[←73]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 629. Δούκας, σελ. 72-76.

[←74]

Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 153. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 608. Waechter, Verfall, σελ. 48-49.

[←75]

Παχυμέρης, II, 415. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 607. Miklosich et Müller, I, 330.

[←76]

Miklosich et Müller, I, 261.

[←77]

Στο ίδιο, 531, 594.

[←78]

Στο ίδιο, II, 24.

[←79]

Στο ίδιο, 108-110.

[←80]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628.

[←81]

Για λεπτομερή περιγραφή Βλέπε Παχυμέρης, I, 311. II, 335-336. Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 214.

[←82]

Waechter, Verfall, σελ. 54.

[←83]

Miklosich et Müller, I, 80-81.

[←84]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 608.

[←85]

Miklosich et Müller, I, 80.

[←86]

Στο ίδιο, 80- 81.

[←87]

Στο ίδιο, 144, 164, 270.

[←88]

Στο ίδιο, II, 90.

[←89]

Στο ίδιο

[←90]

Στο ίδιο, 561.

[←91]

Waechter, Verfall, σελ. 54-55. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628.

[←92]

Παχυμέρης, II, 412-413, με τις γύρω πόλεις να έχουν εκκενωθεί.

[←93]

Miklosich et Müller, I, 362.

[←94]

Στο ίδιο, II, 37-38, 43, 46, 48, 51. Waechter, Verfall, σελ. 56.

[←95]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628.

[←96]

Παχυμέρης, II, 413.

[←97]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 458. Αυτό υποδηλώνει κάποια ερήμωση και σύγχυση σε ορισμένες περιοχές της Βιθυνίας, καθώς και φορολογική καταπίεση από τους Τούρκους. Και οι δύο αυτοί παράγοντες εμφανίζονται στις πατριαρχικές πράξεις και για άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Υπήρχαν και πρόσθετες δυνάμεις που εργάζονταν, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού. Βλέπε πιο κάτω, και κεφάλαιο 5.

[←98]

Miklosich et Müller, II, 25. Το 1386 βρίσκουμε έναν ανεξάρτητο μητροπολίτη Προύσας, Waechter, Verfall, σελ. 58, ενώ το 1395 κατονομάζεται ένας μητροπολίτης Νικαίας, Miklosich et Müller, II, 237. Η καταστροφή και η φτώχεια της Νίκαιας περιγράφονται από τον Ιbn Battuta-Gibb, ii, 452-453.

[←99]

Waechter, Verfall, σελ. 58. Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 628. Δούκας, σελ. 72.

[←100]

Miklosich et Müller, I, 45.

[←101]

Στο ίδιο, 144, 338.

[←102]

Στο ίδιο, II, 109.

[←103]

Στο ίδιο, 133.

[←104]

Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 148.

[←105]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 549-567. Για τις χρονολογίες των διαφόρων τμημάτων Βλέπε Grumel, Registre, 598.

[←106]

Georgii Cyprii descriptio orbis Romani, επιμ. H. Gelzer (Λειψία, 1890), σελ. 57-83 (αναφερόμενο εφεξής ως Νέα Τακτικά).

[←107]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 569-572.

[←108]

Skabalanovic, Gosudarstvo, σελ. 401-424.

[←109]

Gelzer, “Ungedruckte und wenig bekannte Bistumerverzeichnisse der orientalischen Kirche”, Byzantinische Zeitschrift, I (1892), 253-257.

[←110]

Gelzer, Analecta Byzantina, Index lectionum Jenensis 1891 bis 1892 (Ιένα, 1892).

[←111]

V. Beneševic, “Monumenta Vaticana ad ius canonicum pertinentia”, Studi Bizantini II (1927), 131-155.

[←112]

Gelzer, Ungedruckte Texte, σελ. 595-606.

[←113]

Στο ίδιο, σελ. 606-610.

[←114]

Στο ίδιο, σελ. 613-637.

[←115]

Στο ίδιο, σελ. 550-559.

[←116]

Στο ίδιο, σελ. 597-601.

[←117]

Στο ίδιο, σελ. 613.

[←118]

Στο ίδιο, σελ. 629, το ελληνικό κείμενο καταγράφει 71 μητροπολιτικές έδρες, ενώ η αρίθμηση απαριθμεί εσφαλμένα 72.

[←119]

Στο ίδιο, σελ. 630-631. Οι ακόλουθες έδρες εμφανίζονται σε αυτό το έγγραφο, ως υφιστάμενες ακόμη στη Μικρά Ασία:

Μητροπολιτικές έδρες Αρχιεπισκοπές Επισκοπές
Νεοκαισαρείας Πισιδίας Χαλκηδόνος Προικονήσου Απολλωνιάδας (Νικομηδείας)
Τραπεζούντος Εφέσου Προύσης Κάνιν (Τραπεζούντος)
Καισαρείας Φιλαδελφείας Νικομηδείας Όφεος (Τραπεζούντος)
Ικονίου Σμύρνης Νικαίας
Αμασείας Κερασούντος Ριζαίου
Αγκύρας Κυζίκου

[←120]

Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 173.

[←121]

J. B. Bury, Imperial Administrative System in the Ninth Century (Λονδίνο, 1911).

[←122]

Benešević, “Die byzantinischen Ranglisten”, B.N.J., V (1926), 97-167, VI (1928), 143-145.

[←123]

Bury, Ninth Century, σελ. 40. Tο Tacticon Uspenski δίνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στα ασιατικά θέματα.

[←124]

Στο ίδιο. Για ελαφρώς μεταγενέστερη περίοδο Βλέπε τις λεπτομέρειες στο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De Caerimoniis, Ι, 696-697. Αυτό τείνει επίσης να τονίζει τη σημασία των ασιατικών θεμάτων.

[←125]

Για την έννοια του όρου σύγχυσις, P. Lemerle, Actes de Kutlumus (Παρίσι, 1945), κάτω από σύγχυση, στο ευρετἠριο. Για τέτοια ορολογία βλέπε τα έγγραφα στο Miklosich et Müller, I, 3-4, 34, 36-37, 37, 40, 69-70, 80, 88, 127, 143, 242, 330, II, 46, 61, 104, 133, 109, 197.

[←126]

Αν και οι αναφορές σε αυτούς τους προβληματικούς χρόνους εμφανίζονται λιγότερο συχνά στα μέσα του αιώνα, περί το τέλος του αιώνα εμφανίζονται και πάλι συχνά. Τα υπόλοιπα έγγραφα αναφέρονται σε εξαιρετικά αναστατωμένες συνθήκες στις περιοχές Ευχάιτα, Ικόνιον, Μωκισσός, Ναζιανζός, Πηγαί, Σάρδεις, Αττάλεια, Πέργη, Ποντοηράκλεια, Έφεσος, Σμύρνη, Χαλκηδών, Σταυρούπολις, Σινώπη και Αμισός.

[←127]

Αυτή η προβληματική και ασταθής κατάσταση αντικατοπτρίζεται από τον περιηγητή του 14ου αιώνα Ιμπν Μπατούτα (Ιbn Battuta-Gibb, II, passim). Ο δρόμος προς Λαοδίκεια (Ντενιζλί) μαστιζόταν από κάποιους ληστές που εκείνος αποκαλεί Τζερμιγιάν και οι οποίοι κατείχαν την πόλη Κοτύαιον (Kιουτάχεια). Σε αυτόν τον μουσουλμάνο περιηγητή οι Τζερμιγιάν (μια από τις πιο ισχυρές ηγεμονίες Τουρκμένων) εμφανίζονται σαν κάτι λίγο περισσότερο από ληστές, που μαστίζουν τους δρόμους της υπαίθρου. Η αβέβαιη κατάσταση αντικατοπτρίζεται και πάλι στην περιγραφή του ταξιδιού του προς Ταβάς (βυζ. Ταβαί). Σε εκείνον και τους συντρόφους του δεν επιτρεπόταν να περάσουν από τις πύλες της πόλης, παρά μόνο μετά από διεξοδική έρευνα που ικανοποίησε τις τοπικές αρχές ότι ο Ιμπν Μπατούτα και η παρέα του δεν ήσαν ληστές. Πιο βόρεια δηλώνει ότι ο μπεγκ του Μπαλίκεσιρ, ο οικοδεσπότης του, ήταν απλώς ληστής βαρώνος. Τα διάσημα βυζαντινά αστικά και εκκλησιαστικά κέντρα της Νίκαιας, της Σμύρνης και της Περγάμου τα περιγράφει ότι ήσαν τίποτε περισσότερο από ερείπια. Αναφέρει ότι η πρώην ευημερούσα πόλη Ερζερούμ στην ανατολική Ανατολία βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό σε ερείπια ως αποτέλεσμα πολέμου μεταξύ δύο τουρκικών φυλών. Η αναφορά του, αν και είναι ελλιπής, δίνει μερική εικόνα της διαταραχής που επικρατούσε γενικά σε τμήματα της Μικράς Ασίας, ως αποτέλεσμα της αναταραχής των τουρκικών μπεηλικιών και φυλών. Τα γράμματα του Μανουήλ Παλαιολόγου, επιμ. E. Legrand, Lettres de l’empereur Manuel Paleologue (Άμστερνταμ, 1962), passim αντανακλούν τις ίδιες συνθήκες.

[←128]

Αυτή η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, όταν η δύναμη των Ρουμ Σελτζούκων είχε μειωθεί.

[←129]

Παχυμέρης, II, 518. Για αυτήν την αξιοθαύμαστη φυσιογνωμία, δείτε τη βιογραφία που επιμελήθηκε ο Papadopoulos- Kerameus, Zhitiia dvukh vselenskikh patriarkhov XIV ν Svv. Athanasiia I Isidora I (Αγ. Πετρούπολη, 1905). Η αδημοσίευτη αλληλογραφία του (Cod. Vat. Gr. 2219) περιέχει πολύτιμο υλικό για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, και ιδιαίτερα για την τύχη της εκκλησίας και της εκκλησιαστικής διοίκησης.

[←130]

Παχυμέρης, II, 643: … μέσον τῆς συνόδου τῶν ἡγουμένων (μετὰ τούτων γὰρ τὰς συνόδους ἐποίει). Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 181-182. Ο Αθανάσιος αγνοούσε, ή μάλλον έβλεπε με καχυποψία τους μητροπολίτες. Παχυμέρης, ΙΙ, 642: Οἱ δὲ τῆς ἐκκλησίας πρωτεύοντες, καὶ ὡς ἤδη προείπομεν, ὑφορώμενοι, οἱ δὲ ἐν οὐδενὶ λογιζόμενοι.

[←131]

Αυτό μοιάζει με τις συνθήκες των σχολαζόντων από τα Βαλκάνια και την Ανατολία τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα, Βλέπε κεφάλαιο 3 πιο πάνω. Οι Κομνηνοί, επομένως, διαφοροποιούσαν μεταξύ δύο ομάδων κληρικών, επιτρέποντας στους Ανατολικούς μητροπολίτες να παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη αλλά αποκλείοντας τους Βαλκανικούς ιεράρχες από την Κωνσταντινούπολη.

[←132]

Παχυμέρης, II, 647: ἡ δὲ ἁγιωσύνη οἶδεν ὅτι ποιεῖ, ὅτι καὶ ἐὰν καί τι ἐναπολειφθὲν ᾗ τῶν ἡμετέρων οἰκονομιῶν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν, καὶ αὐτὸ περισυνάγει ὁ τῶν σῶν δικαίων ἔφορος. Στο ίδιο, 642: καὶ οἱ ἔχοντες οἰκονομίας ταύτας ἀποστερούμενοι καὶ αὐτῶν ὀφφικίων … ἀλλὰ καὶ τῶν προσόδων ἀποστερούμενοι. Για την απώλεια των αξιωματούχων τους, στο ίδιο, 645.

[←133]

Το κείμενο γράφει οἱ δὲ τῆς ἐκκλησίας πρωτεύοντες, το οποίο θεωρώ ότι αναφέρεται στους μητροπολίτες και όχι στους αξιωματούχους του πατριάρχη, τη μεγάλη πεντάδα. Στο ίδιο, II, 644-645, φαίνεται επίσης να αναφέρεται σε μητροπολίτες. Σε κάθε περίπτωση, αν το έγγραφο αναφέρεται στους μητροπολίτες ή στα ὀφφίκια του πατριάρχη, δείχνει τη δεινή οικονομική κατάσταση της εκκλησίας κατά την τουρκική κατάκτηση και τη διακοπή της εκκλησιαστικής πειθαρχίας από αυτήν. Το πόσο πενιχρά, και επομένως ανεπαρκή, θα ήσαν τα έξι νομίσματα για τη συντήρηση του μητροπολίτη και των διοικητικών του αξιωματούχων μπορεί να φανεί μέσω σύγκρισης με το βοήθημα 36 νομισμάτων, που έδωσε ο Ιωάννης Δ΄ Βατάτζης στους φτωχούς τον δέκατο τρίτο αιώνα, σε εποχή που το νόμισμα είχε μεγαλύτερη περιεκτικότητς σε χρυσό, στο ίδιο, I, 70.

[←134]

Νικηφόρος Γρηγοράς, I, 258-259. Οι εχθροί του αφαίρεσαν κρυφά το υποπόδιο του πατριάρχη, και ζωγράφισαν πάνω του μια μορφή του Ανδρόνικου με χαλινάρι στο στόμα του, που τον οδηγούσε ο Αθανάσιος, σαν να ήταν ο τελευταίος ηνίοχος. Ύστερα επέστρεψαν το σκαμνί και κατηγόρησαν αμέσως τον πατριάρχη για συκοφάντηση του αυτοκράτορα.

[←135]

Miklosich et Müller, I, 3-4, και αντικατοπτριζόμενο περαιτέρω το 1384, στο ίδιο, II, 61-64.

[←136]

Στο ίδιο, I, 81-82.

[←137]

Στο ίδιο, I, 499.

[←138]

Στο ίδιο, II, 104.

[←139]

Στο ίδιο, I, 126-128. Επομένως περί το 1347, μετά την τουρκική κατάκτηση, η Κύζικος βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, στο ίδιο, 261.

[←140]

Στο ίδιο, II, 92.

[←141]

Στο ίδιο, 93.

[←142]

Στο ίδιο, 95.

[←143]

Στο ίδιο, 276. Αυτό ισχύει τόσο για τη Σίδη όσο και για την Αττάλεια. Σε ένα ελαφρώς μεταγενέστερο έγγραφο, Στο ίδιο, 285, οι δύο μητροπολιτικές έδρες περιγράφονται ως

ἄποροι.

[←144]

Στο ίδιο, I, 511.

[←145]

Στο ίδιο, II, 106: ὥστε καὶ τὴν πρᾶξιν τὴν ἡμετέραν τηρεῖσθαι ἐκείνην καὶ τὴν τοῦ Σταυρουπόλεως ἀθυμίαν διαλῦσαι και λύπην…

[←146]

Στο ίδιο, 197.

[←147]

Στο ίδιο, I, 34: ὡς τῶν τοιούτων ἐκκλησιῶν ἐν στενότητι καὶ ὀλιγότητι τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ γεγονυιῶν.

[←148]

Στο ίδιο, 511.

[←149]

Στο ίδιο, II, 276.

[←150]

Στο ίδιο, ΙΙ, 285.

[←151]

Στο ίδιο, 92.

[←152]

Στο ίδιο, Ι, 497-499.

[←153]

Στο ίδιο, ΙΙ, 105.

[←154]

Στο ίδιο, I, 499.

[←155]

Στο ίδιο, II, 104.

[←156]

Στο ίδιο, I, 80.

[←157]

Στο ίδιο, II, 25.

[←158]

Στο ίδιο, 90.

[←159]

Στο ίδιο, I, 539.

[←160]

Στο ίδιο, II, 88.

[←161]

Στο ίδιο, 90.

[←162]

Στο ίδιο, I, 539.

[←163]

Στο ίδιο, II, 88.

[←164]

Στο ίδιο, 210.

[←165]

Στο ίδιο, I, 92: ἵνα καὶ τῶν κατὰ χρείαν μὴ ἀποροίη.

[←166]

Στο ίδιο, 45.

[←167]

Στο ίδιο, II, 109.

[←168]

Στο ίδιο, I, 127-128.

[←169]

Στο ίδιο, 261.

[←170]

Στο ίδιο, 110-111, ὅσα καὶ οἷα ἄν ὦσι. Υπονοεί ότι η κατάσταση ήταν τόσο κακή, που ακόμη και ο πατριάρχης δεν ήταν σίγουρος για το τι απέμενε από τις πατριαρχικές ιδιοκτησίες στη Βιθυνία.

[←171]

Στο ίδιο, I, 69.

[←172]

Στο ίδιο, 551.

[←173]

Στο ίδιο, 74.

[←174]

Στο ίδιο, 74.

[←175]

Στο ίδιο, II, 103.

[←176]

Στο ίδιο, ΙΙ 88: ἐδόθησαν τῷ ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ Λαοδικείας, ὑπερτίμῳ καὶ ἐξάρχῳ Φρυγίας Καππατιανῆς, ἐξαρχικῶς αἱ Χῶναι, τὸ Κοτυάειον καὶ τὸ Κουλᾶ καὶ ἡ Κόλιδα, πατριαρχικὰ ὄντα, μετὰ τῶν δικαίων καὶ προνομίων αὐτῶν πάντων.

[←177]

Στο ίδιο, ΙΙ, 209-210: ἐδόθησαν ἐξαρχικῶς τῷ ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ Φιλαδελφείας, ὑπερτίμῳ καὶ ἐξάρχῳ πάσης Λυδίας, τὰ περὶ τὴν Φιλαδέλφειαν πατριαρχικά δίκαια, ἤγουν τὸ Κουλᾶ, ἡ Κόλιδα καὶ τὰ Σύναδα, ὡς πατριαρχικὰ, καὶ οὐχ ὥσπερ ἐζήτει αὐτὰ πρότερον, ὡς ἀνήκοντα δῆθεν τῇ κατ’ αὐτὸν ἐκκλησίᾳ. … Κατελείφθησαν δὲ μόνον ὑπὸ τὸν Λαοδικείας αἱ Χῶναι.

[←178]

Στο ίδιο, I, 539.

[←179]

Στο ίδιο, II, 87. Σε αυτή τη γενική περιοχή η Πισιδία αντιμετώπιζε επίσης οικονομικές δυσκολίες και έτσι το 1369 πήρε ὡς ἐπίδοσιν την αρχιεπισκοπή Μισθίων. Στο ίδιο, I, 509.

[←180]

Στο ίδιο, Ι, 330.

[←181]

Στο ίδιο, 82.

[←182]

Στο ίδιο, 83.

[←183]

Στο ίδιο, 83-84.

[←184]

Στο ίδιο, II, 103: ἐπεὶ γοῦν τὸ γνήσιον ἔχειν ἀρχιερέα μεθ’ ἑαυτῶν ἀδύνατον φαίνεται, τῆς ἐκκλησίας πάλαι καταλυθείσης καὶ μηδὲ τῶν ἐκεῖ τοσούτων ὄντων εἰς παραμυθίαν αὐτοῦ καὶ διατροφήν, ὁ δὲ πλησίον ἐκεῖ ἱερώτατος μητροπολίτης Ἀμάστριδος καὶ ὑπέρτιμος, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὸς ἀδελφὸς τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργός, ὡς ἡ τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ κατάλυσις καὶ φθορὶ καὶ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς ἐρχόμενοι μαρτυροῦσι, καὶ αὐτῶν στερεῖται τῶν αναγκαίων, καὶ πολλάκις ἐζήτησε βοήθειαν παρ’ ἡμῶν, ἵνα κἄν τούτων τυγχάνων ἐπιμένῃ καὶ καρτερῇ ἐκεῖ κατὰ τὸ χρέος αὐτοῦ καὶ τὴν ἐντολήν, ἡ μετριότης ἡμῶν συνοδικῶς διασκεψαμένη παραδίδωσιν αὐτῷ κατὰ λόγον ἐπιδόσεως τήνδε τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Ποντοηρακλείας, ἅμα μὲν καὶ δι’ ἁγιασμὸν καὶ ὠφέλειαν καὶ ψυχικὴν προκοπὴν τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν, ἅμα δὲ καὶ διὰ προμήθειαν αὐτοῦ καὶ χρείαν τῆς τοῦ σώματος διατροφῆς, ὅθεν καὶ ὀφείλει ἀπὸ τοῦ νῦν ἐπιλαβέσθαι αὐτῆς καὶ ἀπελθεῖν ἐκεῖ καὶ ἰδεῖν καὶ ἐπισκέψασθαι τὸν ἐκεῖ τοῦ κυρίου λαὸν καὶ διδάξαι καὶ παραινέσαι τὰ πρὸς σωτηρίαν καὶ μετὰ πάσης ἀδείας καὶ ἐξουσίας ἐξετάσαι καὶ εὑρεῖν τὰ τῆς ἐκκλησίας ταύτης δίκαια καὶ λαβεῖν αὐτὰ καὶ κατέχειν εἰς ἰδίαν, ὡς ἐδηλώθη, βοήθειαν καὶ ἱερουργεῖν ἐν αὐτῇ κ. τ. λ. τούτου γὰρ χάριν ἀπολέλυται τῷ ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ Ἀμάστριδος, ὑπερτίμῳ καὶ προέδρῳ Ποντοηρακλείας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι…

[←185]

Στο ίδιο, 25.

[←186]

Στο ίδιο, ΙΙ, 237: Ἱερώτατε μητροπολίτα Νικαίας, ὑπέρτιμε καὶ ἔξαρχε πάσης Βιθυνίας, ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ συλλειτουργέ· χάρις εἴη καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ τῇ σῇ ἱερότητι. οἱ ἀπὸ τοῦ μονυδρίου τοῦ περὶ τὴν Κίον εἰς ὄνομα τιμωμένου τῆς πανυπεράγνου μου δεσποίνης καὶ θεομήτορος καὶ ἐπικεκλημένου τῆς Ῥωμανιωτίσσης, ὅ τε τιμιώτατος ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικός, κῦρ Ματθαῖος, καὶ ὁ μοναχὸς κῦρ Μαρκιανός, ἀναδραμόντες εἰς τὴν ἡμῶν μετριότητα συνοδικῶς προκαθημένην ἀνέφερον, ὡς πρό τινος ἤδη καιροῦ ἐζήτησας καὶ ἔλαβες ἐκ τοῦ μοναστηρίου αὐτῶν δανειακῶς σίτου μόδιον ἕν καὶ οἶνον, ὅσον δῆτα καὶ ἔλαβες, ἅπερ ἀπαιτούμενος παρ’ αὐτῶν, ἐπεὶ καὶ χρείαν εἶχον αὐτῶν, ἄποροι καὶ πτωχοὶ καλόγηροι ὄντες καὶ τῶν ἀναγκαίων ἔχοντες σπάνιν, οὐ μόνον αὐτοῖς (οὐ) δέδωκας ταῦτα, ἀλλὰ καὶ πέμψας τήν τε ἐκκλησίαν τοῦ μονυδρίου ἠσφάλισας, καὶ ταῦτα κατὰ τὸν τῆς μεγάλης πέμπτης καιρόν, καὶ αὐτοὺς τῆς τῶν ἁγιασμάτων κοινωνίας ἐκώλυσας, καὶ διέμεινεν ἡ ἐκκλησία αὐτῶν ἠσφαλισμένη μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς τῶν ἡμερῶν βασιλίδος, τῆς λαμπρᾶς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως· καὶ οὐ μόνον ταῦτ’ εἶπον παθεῖν παρὰ τῆς σῆς ἱερότητος, ἀλλὰ καὶ πολλὰ πρὸς τούτοις ἕτερα, ἀπαιτήσεις ταγῶν καὶ ἀγγαρίας τοῦ τῆς μονῆς ἰσπαριπίου καὶ τοιαῦτά τινα, δι’ ὅ καὶ ἐδεήθησαν τῆς ἡμῶν μετριότητος γράψαι σοι περὶ τούτων.

[←187]

Στο ίδιο, ΙΙ, 18-19. K. Amantos, “Zu den Bischofslisten als historischer Quellen”, Akten des XI. internationalen Byzantinisten-Kongress München 1958 (Μόναχο, 1960), σελ. 21-23. V. Laurent, “La liste episcopale du synodicon de la metropole d’Adrinople”, E.G., XXXVIII (1939), 1-34. Για τη δύσκολη χρονολόγηση της κατάληψης της Αδριανούπολης, I. Beldiceanu-Steinherr, “La conquete d’Adrinople par les Turcs: La penetration turque en Thrace et la valeur des chroniques ottomans”, στο Travaux et Memoires, I, 431-461. Η συγγραφέας δείχνει ότι η αρχική κατάκτηση (μεταξύ 1365 και 1369) είχε επιτευχθεί από Τοὐρκους των εμιράτων (όχι Οθωμανούς). Ο πρώτος Οθωμανός που ανέλαβε την κατοχή της Αδριανούπολης ήταν ο Μουράτ Α’ το 1376-77 ή 1377.

[←188]

Miklosich et Müller, II, 130. Η τύχη αυτών των ιδιοκτησιών τεκμηριώνεται πληρέστατα από τον M Tayyib Gökbilgin, XV.-XVI. asırlarda Edirne ve Paşa livâsı: vakıflar, mülkler, mukataalar (Ισταμπούλ, 1952). Δόθηκαν σε τουρκικά θρησκευτικά και στρατιωτικά ιδρύματα και θεσμούς, πράγμα που συμβαδίζει με αυτό που συνέβη στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης μετά την πτώση της πόλης στους Τούρκους το 1453. Το 1401 η πατριαρχική σύνοδος επιχείρησε να διορίσει τον επίσκοπο Μελανείας ως μητροπολίτη Αδριανούπολης. Miklosich et Müller, II, 561-562. Φαίνεται όμως ότι μἐχρι το 1428 περίπου, κανένας μητροπολίτης δεν είχε εισέλθει στην Αδριανούπολη. Laurent, “Adrinople”, 27. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι συνέπειες της τουρκικής κατάκτησης και κατοχής μεγάλου μέρους των Βαλκανίων στα τέλη του 14ου και τον 15ο αιώνα ήταν εξίσου αναστατωτικές. Το 1384 ο Ισίδωρος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εγκατέλειψε την πόλη από τον φόβο των Τούρκων. Miklosich et Müller, II, 85-86. Ο μητροπολίτης Σερρών υποδουλώθηκε και στη συνέχεια απελευθερώθηκε από τους Τούρκους με πληρωμή λύτρων (μεταξύ 1383 και 1387). Miklosich et Müller, II, 77-78. Ostrogorsky, “La prise de Serres par les Turcs”, Byzantion, XXXV (1965), 302-319. Μετά την τουρκική κατάκτηση της Τραϊανούπολης, ο μητροπολίτης χρειάστηκε να μεταφερθεί στη Λακεδαίμονα περί το 1365. Miklosich et Müller, I, 465-468. Βλέπε επίσης Miklosich et Müller, I, 558. Ο αρχιεπίσκοπος Μαρωνείας δεν μπορούσε πια να πάει στην εκκλησία του, εξαιτίας των εισβολών των Τούρκων που είχαν καταστρέψει τα πάντα, οπότε μετατέθηκε στη Μεσημβρία, Miklosich et Müller, I, 593-594.

[←189]

Miklosich et Müller, I, 74. Η φτώχεια πολλών μητροπολιτικών εδρών που δεν συζητήθηκαν πιο πάνω αντικατοπτρίζεται στην παραχώρηση αυτών των μητροπόλεων σε άλλες φτωχές εκκλησίες: Νεοκαισάρεια, Άγκυρα, Γάγγρα, Απάμεια, Προύσα, Πέργαμος, Μίλητος, Αντιόχεια, Σταυρούπολις, Πισιδία, Σεβάστεια. Στο ίδιο, I, 359; II, 88.

[←190]

Αποκλείω από τη συζήτηση εκείνες τις εκκλησίες που ήσαν πολύ μικρές και φτωχές για να δικαιολογούν την παρουσία ανώτερης εκκλησιαστικής αρχής. Σίγουρα ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην απροθυμία των Τούρκων να δεχτούν τους μητροπολίτες και επισκόπους ήταν ο κωνσταντινουπολίτικος χαρακτήρας της εκκλησιαστικής διοίκησης και η στενή του σχέση με το κράτος. Αυτή η πολύ οικεία σχέση εκκλησίας και κράτους ήταν επίσης χαρακτηριστική του οθωμανικού κράτους. Επιπλέον, υπήρχε η προδιάθεση ορισμένων κληρικών για την πιο ευχάριστη ζωή στην Κωνσταντινούπολη. Για αυτό Βλέπε τα γράμματα του πατριάρχη Αθανασίου, P.G., CXLII, 473-477, 516-528, and the unedited letters analyzed by R, GuΙΙΙaume, “La correspondence inedite d’Athanase, patriarche de Constantinople (1289-1293, 1304-1310)”, Melanges Charles Diehl (Παρίσι, 1930), I, 131-132. Ο Αθανάσιος, ενώ γνώριζε τις δυσκολίες στην εκκλησία της Ανατολίας, δεν σταματούσε τις προσπάθειές του να στέλνει τους ιεράρχες πίσω στις χριστιανικές κοινότητες της Ανατολίας. Όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι συνοδικές πράξεις καθιστούν σαφές ότι ήταν αδύνατο για πολλούς από αυτούς τους κληρικούς να επιστρέψουν στις έδρες τους στην Ανατολία. Ο πατριάρχης ανυπομονούσε να στείλει πίσω αυτούς τους ιεράρχες στη Μικρά Ασία όχι μόνο λόγω της αδράνειας και των μηχανορραφιών τους στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και λόγω των μεγάλων κινδύνων στους οποίους ήσαν εκτεθιμένοι οι χριστιανοί της Ανατολίας, P.G., CXLII, 518.

[←191]

Miklosich et Müller, I, 35-36.

[←192]

Στο ίδιο, Ι, 69-70. Το έγγραφο προσδιορίζει ότι οι Τούρκοι δεν θα επέτρεπαν την είσοδο μητροπολίτη: … καὶ τὸ τοῦ κατάρχοντος ἔθνους ἐκεῖσε μάλιστα δυσπαράδεκτον.

[←193]

Στο ίδιο, Ι, 34. Αυτό επαναλαμβάνεται, στο ίδιο, 39, όσον αφορά τη Σίδη και το Σύλλαιον: ἅτε δὴ γνησίων ἀρχιερέων ἐκ μακροῦ χηρευούσας, ὡς παρὰ τῶν ἀθέων ἐθνῶν κατακυριευθείσας.

[←194]

Στο ίδιο, Ι, 242.

[←195]

Στο ίδιο, Ι, 39: γνησίων ἀρχιερέων ἐκ μακροῦ χηρευούσας, ὡς παρὰ τῶν ἀθέων ἐθνῶν κατακυριευθείσας.

[←196]

Στο ίδιο, Ι, 40: δυσχερείαις τε ἐθνικαῖς … καὶ οὐκ ἄν ἐκείνῳ δυνατὸν εἴη.

[←197]

Στο ίδιο, Ι, 92.

[←198]

Στο ίδιο, Ι, 92.

[←199]

Στο ίδιο, 498. Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 3-4. Miklosich et Müller, I, 50-51. Ahrweiler, “Smyrne”, 43-44, 82.

[←200]

Miklosich et Müller, I, 143. Τέτοιες προβλέψεις έγιναν και πάλι το 1370, Στο ίδιο, Ι, 537. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στις εκκλησίες της ανατολικής Ανατολίας πολύ νωρίτερα. Για παράδειγμα ο μητροπολίτης Μωκισσού έλαβε την εκκλησία Προικονήσου, στη Δυτική Μικρά Ασία, ὡς ἐπιδόσιν στο τέλος του δέκατο τρίτου αιώνα, Παχυμέρης, I, 286.

[←201]

Miklosich et Müller, II, 92.

[←202]

Στο ίδιο, ΙΙ, 390.

[←203]

Βλέπε επίσης στο ίδιο, I, 82, χρονολογημένο στο έτος 1318.

[←204]

Στο ίδιο, 34.

[←205]

Στο ίδιο, Ι, 51.

[←206]

Theophanes Nicaenus, Patrologia Orientalis (Παρίσι, 1904 κ.ε.), CL, 321, 300-302. Οι τρεις επιστολές του Θεοφάνη προς το χωρίς ποιμένα ποίμνιό του είναι σημαντικές, λόγω των πληροφοριών που δίνουν για τη μοίρα του Χριστιανισμού στη Βιθυνία. Βλέπε επίσης Theophanes Nicaenus (πεθ. 1381), Sermo in Santissimam Deiparam (Ρώμη, 1935).

[←207]

Miklosich et Müller, I, 228-229.

[←208]

Στο ίδιο, 235-237.

[←209]

Στο ίδιο, 497-500. Επίσης IΙ 96.

[←210]

Στο ίδιο, II, 103-106. Για περαιτέρω διαμάχες σχετικά με δικαιώματα ιδιοκτησίας και έσοδα μεταξύ Εφέσου και Σμύρνης, Στο ίδιο, 96, το έτος 1387, και Papadopoulos-Kerameus, «Μαγνησία ἡ ὑπὸ Σιπύλῳ καὶ αἱ μητροπόλεις Ἐφέσου καὶ Σμύρνης», Δ.Ι.Ε.Ε.Ε., II (1885), 650-660.

[←211]

Miklosich et Müller, II, 93.

[←212]

Στο ίδιο, 94.

[←213]

Στο ίδιο, 94-95.

[←214]

Στο ίδιο, 197-198.

[←215]

Στο ίδιο, 200-202.

[←216]

Στο ίδιο, 237.

[←217]

Παχυμέρης, II, 123: ἐπεὶ τὰ κατὰ Συρίαν ἠφάνιστο. Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, «Ἡ κατάσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας κατὰ τὸν ΙΔ’ καί ΙΕ’ αἰῶνα», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XIII (1937), 123-142.

[←218]

Miklosich et Müller, I, 412, επίσης I, 511-512. Ίσως οι εμίρηδες προτιμούσαν μητροπολίτες από την Αντιόχεια, επειδή εκείνοι της Κωνσταντινούπολης συνδέονταν ακόμη με χριστιανικό κράτος.

[←219]

Στο ίδιο, 236.

[←220]

Στο ίδιο, 237.

[←221]

Στο ίδιο, II, 38. Για παρόμοια περίπτωση επιστροφής κρατουμένων στους Τούρκους, Miklosich et Müller, I, 592-593. Θα ήταν όμως δύσκολο για τους χριστιανούς να κάνουν αλλιώς. Σχετικά με τις αυστηρές τιμωρίες που επιβάλλονταν σε αιχμαλώτους που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν, στο ίδιο, I, 592-593, and Bartholomaeus Geurgieuitz-Kidric, passim.

[←222]

Miklosich et Müller, II, 38.

[←223]

Στο ίδιο, 92.

[←224]

Στο ίδιο, 95: καὶ εἰρηνεύετε πρὸς ἀλλήλους, ὡς ἀδελφοὶ καὶ ἀρχιερεῖς καὶ τῆς εἰρήνης διδάσκαλοι, καὶ μήτε αὐτὸς διενοχλείτω τῇ σῇ ἱερότητι πρὸς τὸν ἀμηρᾶν, μήτε σὺ αὐτῷ, ἀνάξια γάρ εἰσι τοιαῦτα τοῦ καθ’ ἡμᾶς τάγματος καὶ τῆς ἀρχιερωσύνης.

[←225]

Στο ίδιο, 200-201.

[←226]

Στο ίδιο, 200.

[←227]

Στο ίδιο, 125 και I, 356-363, για λεπτομερή υπόθεση στην οποία ο μητροπολίτης της Αλάνυα προσέφυγε στον χάνο των Τατάρων της Κριμαίας εναντίον δυσμενούς απόφασης του πατριάρχη.

[←228]

Στο ίδιο, I, 408, 405-406. Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 10.

[←229]

Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 43-45.

[←230]

Miklosich et Müller, II, 1-7.

[←231]

Στο ίδιο, I, 537.

[←232]

Στο ίδιο, 538.

[←233]

Στο ίδιο, II, 64-65.

[←234]

Στο ίδιο, 225. Ο Καντακουζηνός, I, 91, 343, II, 591, παρέχει την ιστορία της ανόδου στην εξουσία της οικογένειας Τάγαρι. Αφανούς καταγωγής, ένα μέλος της οικογένειας απέκτησε φήμη και κοινωνική διάκριση στους πολέμους εναντίον των Τούρκων γύρω από τη Φιλαδέλφεια τον 14ο αιώνα. Κάποιος Μανουήλ Τάγαρις έλαβε μέρος στην καταστροφική μάχη του Πελεκάνου (1329). Ο Γεώργιος Τάγαρις πήγε σε πρεσβεία στους Τούρκους του Σαρουχάν περί το 1346.

[←235]

Miklosich et Müller, II, 226.

[←236]

Στο ίδιο, 227. Είναι σημαντικό ότι κατέφευγε σε συμφωνίες με μουσουλμάνους εμίρηδες για να ξεπεράσει την αντίσταση των έγκυρα χειροτονημένων μητροπολιτών σε κάθε δεδομένη περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο ανάγκαζε τον τοπικό μητροπολίτη ή επίσκοπο να χωρίσει τη δικαιοδοσία του σε δύο μέρη, ένα για τον κατέχοντα τη θέση (locum tenens) και ένα για τον Τάγαρι: εἴ που δέ τις ἐπίσκοπος παρὰ τῶν πατριαρχικῶν τινος γεγονώς … ὡς ἐκεῖνον δυσχεραίνοντα τὴν ἐμὴν τυραννίδα, χρήμασιν ἐξωνήσασθαι τὴν ἑαυτοῦ τιμήν, ἤ πρὸς τὸν τοῦ τόπου ἀμηρᾶν διαβάλλων αὐτὸν κακῶς διετίθουν, ὡς ἀναγκασθέντα τὴν οὐσίαν δίχα διελεῖν καὶ τῆς μιᾶς μερίδος ποιῆσαι κύριον.

[←237]

Στο ίδιο.

[←238]

Στο ίδιο.

[←239]

Στο ίδιο, 228.

[←240]

Στο ίδιο, 229.

[←241]

O G. Hill, A History of Cyprus (Καίμπριτζ, 1942), II, 435, έχει απορρίψει τη «σταδιοδρομία» του Τάγαρι ως ιστορικό κατασκεύασμα που προβλήθηκε από τον ίδιο τον μοναχό. Ο Hill δεν γνώριζε τα συνοδικά έγγραφα που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, αλλά βασίστηκε στην περιγραφή στο Chronicum Karoli Sexti, επιμ. και μεταφρ. M. L. Bellaquct, Chronique du religieux de Saint-Denys contenant le regne de Charles VI, de 1380 à 1422 (Παρίσι, 1839), I, 636-643. Αυτό το λατινικό χρονικό συμπληρώνει τις ελληνικές περιγραφές (που μιλούν για τις περιπλανήσεις του Τάγαρι στην Ανατολή), εξιστορώντας τα κατορθώματα του μοναχού στη Γαλλία και την Ιταλία.

[←242]

Guilland, “Athanase”, σελ. 130-132.

[←243]

Miklosich et Müller, I, 182.

[←244]

Στο ίδιο, 447.

[←245]

Στο ίδιο, 445.

[←246]

Στο ίδιο, 446.

[←247]

Στο ίδιο, 536.

[←248]

Στο ίδιο, II, 89: Μητροπολίτα Ἰκονίου· ἐγνώρισεν ἡ μετριότης ἡμῶν, ὅτι καταλιπὼν τὴν ἐκκλησίαν σου ἦλθες αὐτόθι εἰς τὴν Ἀττάλειαν καὶ ἱερουργεῖς καὶ χειροτονεῖς καὶ ποιεῖς τὰ ἀρχιερατικά, μηδεμίαν ἔχων ἄδειαν εἰς τοῦτο καὶ ἐξουσίαν παρὰ τῆς ἡμῶν μετριότητος καὶ τῆς ἱερᾶς συνόδου. ἐπεὶ γοῦν τοῦτο οὕτως ἔχει, καὶ οὐκ ἔχεις ἀρνήσασθαι, μετὰ βάρους ἀφορισμοῦ σοι παρακελευόμεθα, ἵνα ὡς ἄν δείξῃ τὴν παροῦσαν γραφήν, ἐξέλθῃς ἀπὸ τῶν αὐτόθι.

[←249]

Στο ίδιο, 205-206.

[←250]

Στο ίδιο, 104. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης σε έγγραφο του 1318 σχετικά με τη Μελιτηνή και την Κελτζηνή, στο ίδιο, I, 82.

[←251]

Στο ίδιο, I, 34: ἐν στενότητι καὶ ὀλιγότητι τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ.

[←252]

Στο ίδιο, II, 93: … τὸν ὀλίγον ἐκεῖ τοῦ κυρίου λαόν …

[←253]

Στο ίδιο, 276-277.

[←254]

Στο ίδιο, Ι, 37.

[←255]

Στο ίδιο, 69.

[←256]

Στο ίδιο, 69-71.

[←257]

Στο ίδιο, II, 103.

[←258]

Στο ίδιο, 491.

[←259]

Στο ίδιο, I, 143-144.

[←260]

Στο ίδιο, 183-184.

[←261]

Στο ίδιο, 197-198.

[←262]

Για τον Ιακώβ, F. Halkin, Bibliotheca hagiographica graeca (Βρυξέλλες, 1957), I, 252. Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία άνισης αξίας για το φαινόμενο του Κρυπτοχριστιανισμού. Αρνάκης, Ὀθωμανοί, σελ. 188-189. I. K. Βογιατζίδης, «Ἐκτουρκισμὸς καὶ ἐξισλαμισμὸς τῶν Ἑλλήνων», στο Ἱστορικαὶ Μελέται (Θεσσαλονίκη, 1933) σελ.3-60. Ν. Ε. Μηλιώρης, Οἱ Κρυπτοχριστιανοί (Αθῆναι, 1962). Ν. Ανδριώτης, Κρυπτοχριστιανική Φιλολογία (Θεσσαλονίκη, 1953). Hasluck, “The Crypto-Christians of Trebizond”, Journal of Hellenic Studies, XLI (1921), 199-202. R. M. Dawkins, “The Crypto-Christians of Turkey”, Byzantion, VIII (1933), 247-275. Gordlevski, Izbrannye Soch., ΙΙΙ, 37-44, 326-334. R. Janin, “Musulmans malgré eux: les Stavriotes”, Echos d’Orient, αριθ. 97 (1912), σελ. 495-505. A. D. Mordtmann, Anatolien. Skizzen und Reisebriefe aus Kleinasien (1850-1859), επιμ. F. Babinger (Αννόβερο, 1925), passim. M. Deffner, «Πέντε ἑβδομάδες παρὰ τοῖς ἀρνησιθρήσκοις ἐν Ὄφει», Ἑστία, αριθ. 87 (1877), σελ. 547 κ.ε. Κ. Λαμέρας, Ἡ περὶ Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῶν ἐν αὐτῇ Κρυτττοχριστιανῶν (Αθῆναι, 1921). Σ. Αντωνόπουλος, Μικρὰ Ἀσία (Αθῆναι, 1907) σελ. 57-72. Ιστορ. Ποντίων, «Αἱ ἐξισλαμίσεις ἐν Πόντῳ καὶ οἱ Κλωστοί», Ποντιακὰ Φύλλα, I (1936), 3-6. Φίκας, «Ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 1886 γύρω ἀπ’ τοὺς Κρυπτοχριστιανούς», Ποντιακὴ Ἑστία, XI (1960), 5647. Π. Τριανταφυλλίδης, «Οἱ Κλωστοί», Ποντιακὴ Ἑστία, II (1951), 967, 1032. Π. Σαλαπασίδης, «Περὶ τῶν ἄλλοτε ἐν Τουρκίᾳ κρυπτοχριστιανῶν», Ποντιακὰ Φύλλα, II (1937), 372-373. Μ. Μεταλλείδης, «Ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν Κλωστῶν. Μιά μικρή ιστορία», Ποντιακὰ Φύλλα, ΙΙ (1937), 196-197. Π. Μελανοφρύδης και Ξ. Ξενίτας, «Οἱ Κλωστοί», Ποντιακὴ Ἑστία, II (1951), 1193. Π. Μελανοφρύδης, «Ὁ Χρῆστον (ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Κρυφοχριστιανῶν Κλωστῶν)», Ποντιακὴ Ἑστία, V (1954), 2640. Φ. Κτενίδης, «Οἱ Κρυπτοχριστιανοὶ τοῦ Πόντου», Ποντιακὴ Ἑστία, V (1954), 2664-2666, 2710-2712, 2743-2745.

[←263]

Θεοφάνης Νικαίας, P.G., CL, 287-325.

[←264]

Ashikpashazade-Ali, σελ. 23 κ.ε., 41-42, 43. Ashikpashazade-Kreutel, σελ. 46, 48, 67-70. Anonymous-Giese, σελ. 18-19, 23. Περιγράφουν εκτεταμένους προσηλυτισμούς Ελλήνων σε Νίκαια, περιοχές της Γιάλοπα, Ταρακλί-Γενιτζεσί, Γκιοϊνούκ και Μοδρηνή. Για λεπτομέρειες αυτών των προσηλυτισμών Βλέπε το κεφάλαιο 5 πιο κάτω. Εδώ αναφέρομαι σε αυτούς μόνο για να επιβεβαιώσω τη γενική αξιοπιστία των συνοδικών πράξεων για τη μείωση και απορρόφηση της χριστιανικής κοινότητας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Όταν η Θεοδώρα, η κόρη του Καντακουζηνού, ταξίδευε στη Βιθυνία μετά τον γάμο της με τον Ορχάν (1345), βρήκε πολλούς Έλληνες που είχαν αλλαξοπιστήσει στο Ισλάμ. Προσπαθούσε να τους αποτρέψει, ενώ η ίδια αντιστάθηκε στις προσπάθειες των Τούρκων να την προσηλυτίσουν, Καντακουζηνός, II, 588-589.

[←265]

Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 3.

[←266]

Στο ίδιο, σελ. 4. Miklosich et Müller, I, 149, 151, 155, 164, 170, 178, 179, 190, 193. Δεν είναι δυνατόν να πούμε πότε κατέλαβε για πρώτη φορά τον θρόνο.

[←267]

Ο Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 37-38, δίνει το περιεχόμενο αυτής της αδημοσίευτης επιστολής.

[←268]

Dölger, Regesten, αριθ. 2837.

[←269]

Ματθαίος Εφέσου-Treu, σελ. 8-10. Προηγουμένως ήταν Παλαμίτης.

[←270]

Στο ίδιο, σελ. 51: ἔνδυσον κἀμὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν ὡς τοὺς ἁγίους σου ἀποστόλους ἐξαποστείλας ἐπὶ τὰ ἔθνη.

[←271]

Στο ίδιο, σελ. 51: κατάφραξον τῇ τοῦ σταυροῦ πανοπλίᾳ, ἵνα μετὰ τῶν νοητῶν καὶ τοὺς αἰσθητοὺς τούτους ὄφεις καταπατῶ· καὶ τῆς ὀλεθρίας αὐτῶν βλάβης ἀνώτερος διαγίνωμαι.

[←272]

Στο ίδιο, σελ. 53.

[←273]

Στο ίδιο: οὐδὲ μέντοι συγχωρῶν ἀπιέναι διὰ τῆς αὐτοῦ χώρας εἴς γε τὴν Ἔφεσον…

[←274]

Στο ίδιο, σελ. 53-54.

[←275]

Στο ίδιο, σελ. 54.

[←276]

Στο ίδιο, σελ. 55: ὁ δὲ τὸν μὲν ναὸν οὔ φησιν ἡμῖν ἀποδώσειν ἅπαξ εἰς τὴν αὐτοῦ μεταστάντα θρησκείαν. Όμως στη σελ. 52, υπάρχει αναφορά στο γεγονός ότι όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε ως τζαμί, αλλά και ως αποθήκη σιτηρών.

[←277]

Στο ίδιο, σελ. 55.

[←278]

Στο ίδιο

[←279]

Στο ίδιο: ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ ἱερεῖς τοὺς σύμπαντας ἕξ, οὕς ἡ τῆς Ἀσίας μητρόπολις καὶ οὐ πλείους αὐχεῖ. Ο Χιντίρ τους φορολογούσε επίσης.

[←280]

Στο ίδιο, σελ. 56.

[←281]

Στο ίδιο, σελ. 56-57.

[←282]

Στο ίδιο, σελ. 57.

[←283]

Le Destan d’Umur, σελ. 47. O Ιbn Battuta-Gibb, II, 444, σχολιάζει επίσης τη μετατροπή του καθεδρικού ναού σε τζαμί. Lemerle, Aydin, σελ. 31-32, για άλλες αναφορές. Ludolph of Suchem-Neumann, σελ. 332:

«Υπάρχει επίσης μια όμορφη μαρμάρινη εκκλησία σε σχήμα σταυρού και σκεπασμένη με μόλυβδο, στην οποία οι Τούρκοι πωλούν εμπορεύματα και δείχνουν στους χριστιανούς για χρήματα τον τόπο του τάφου του Αγίου Ιωάννη σε μια κρύπτη»

(Est eciam ibi pulchra ecclesia marmorea in modum crucis et bene plumbo tecta, in qua Turci vendunt mercimonia et locum sepulchri s. Iohannis in quandam crypta christianis ostendunt pro pecuniis).

[←284]

Για Εβραίους στη δυτική Μικρά Ασία, Βλέπε το κεφάλαιο 1.

[←285]

Παχυμέρης, II, 589. Οι θησαυροί της εκκλησίας κατασχέθηκαν.

[←286]

Ιbn Battuta-Gibb, II, 445.

[←287]

Για το αδιαχώριστο εκκλησίας και κράτους στη βυζαντινή νοοτροπία της εποχής (τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα), Βλέπε την επιστολή του πατριάρχη Αντώνιου Δ΄ προς τον Βασίλειο, τον ηγεμόνα της Μόσχας, Miklosich et Müller, II, 190-191. Το όνομα του αυτοκράτορα αναφέρεται σε κάθε χώρα, όπου υπάρχουν Χριστιανοί, από τους πατριάρχες, τους μητροπολίτες και τους επισκόπους: καὶ ἐν παντὶ τόπῳ καὶ παρὰ πάντων πατριαρχῶν καὶ μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἔνθα ὀνομάζονται χριστιανοί, ὅπερ οὐδεὶς τῶν ἄλλων ἀρχόντων ἤ τοπάρχων ἔχει ποτέ. Δεν είναι δυνατόν, λέει ο Αντώνιος, για τους Χριστιανούς να έχουν εκκλησία χωρίς αυτοκράτορα. Αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν: οὐκ ἔνι δυνατὸν εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἐκκλησίαν ἔχειν καὶ βασιλέα οὐκ ἔχειν. ἡ γὰρ βασιλεία καὶ ἡ ἐκκλησία πολλὴν ἕνωσιν καὶ κοινωνίαν ἔχει, καὶ οὐκ ἔνι δυνατόν, ἀπ’ ἀλλήλων διαιρεθῆναι … ὁ δὲ κράτιστος καί ἄριστός μου αὐτοκράτωρ, χάριτι θεοῦ, ἔνι ὀρθοδοξότατος καὶ πιστότατος καὶ πρόμαχος τῆς ἐκκλησίας καὶ δεφένστωρ καὶ ἐκδικητής, καὶ οὐκ ἔνι δυνατόν, ἀρχιερέα εἶναι τὸν μὴ μνημονεύοντα αὐτοῦ. Μια τέτοια νοοτροπία θα καθιστούσε αναμφίβολα την εκκλησία πολιτικά ύποπτη στα μάτια των Τούρκων.

Η πεντάς αποτελούσε την καρδιά των επισκοπικών αξιωμάτων και διοίκησης. Περιλαμβάνονταν σε αυτήν ο οἰκονόμος (διοικούσε τον πλούτο της εκκλησίας), ο σακκελάριος, ο σκευοφύλαξ, ο χαρτοφύλαξ και ο σακκελίου. Περιλάμβανε επίσης και άλλα αξιώματα, όπως εκείνα των χαρτουλαρίων του γραφείου του, του νομικού του συμβούλου, του ἐκδίκου, και άλλα. Beck, Kirche und theologische Literatur, σελ. 98-120. Η Ahrweiler, “Smyrne”, 103, δείχνει ότι το διοικητικό σύστημα της μητροπολιτικής έδρας ήταν παρόμοιο με εκείνο του πατριαρχείου και (τουλάχιστον στην περίπτωση της Σμύρνης) σχεδόν τόσο εκτεταμένο όσο εκείνο. Στο χαρτουλάριον Λέμβου έχει βρει να αναφέρονται 26 αξιωματούχοι που ασκούσαν τα καθήκοντά τους υπό τον μητροπολίτη Σμύρνης, αν και μόνο οι δύο πρώτες πεντάδες εμφανίζονται πλήρεις στα έγγραφα Λέμβου.

[←288]

Για αυτό βλέπε κεφάλαιο 5 και Gokbilgin, Edirne, passim.

error: Content is protected !!
Scroll to Top