05. Εξισλαμισμός

<-4. Παρακμή της εκκλησίας τον 14ο αιώνα 6. Η απώλεια της βυζαντινής Μικράς Ασίας και ο βυζαντινός κόσμος->

5. Εξισλαμισμός

Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να περιγράψει τις διαδικασίες και τους θεσμούς που επιτέλεσαν τον θρησκευτικό μετασχηματισμό της ελληνικής βυζαντινής κοινωνίας, να δείξει πώς ένας ελληνόφωνος χριστιανικός πληθυσμός έγινε μουσουλμανικός (και τελικά τουρκόφωνος).1Η τουρκική κατάκτηση και ο εποικισμός της Ανατολίας υπήρξαν μακρά και αποδιοργανωτική υπόθεση, που είχε φέρει υποδούλωση, φυγή, πανούκλα και λιμό σε μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ το βυζαντινό κράτος είχε υποστεί επανειλημμένες καταστροφές. Οι κατακτήσεις υποβίβασαν την εκκλησία σε κατάσταση έσχατης ένδειας, η οποία με τη σειρά της την εμπόδιζε να αναπτύξει αποτελεσματική κοινωνική και οικονομική δράση. Η παράλυση του εκκλησιαστικού διοικητικού μηχανισμού άφηνε τις αποθαρρυμένες χριστιανικές κοινότητες χωρίς ηγέτες, σε μια περίοδο μεγάλης ψυχολογικής και οικονομικής κρίσης. Όλα αυτά αποτελούσαν αρνητικούς παράγοντες στον πολιτιστικό μετασχηματισμό της Ανατολίας, παράγοντες όμως καθοριστικούς για τη διαδικασία, επειδή υπονόμευαν τα θεμέλια της βυζαντινής κοινωνίας.

Υπήρχαν όμως θεσμοί και μια ψυχολογία που αποτελούσαν τις θετικές δυνάμεις οι οποίες αναδιαμόρφωναν την κοινωνία της Ανατολίας με μουσουλμανικό πρότυπο. Ο πρώτος και κύριος από αυτούς τους θεσμούς ήταν το ισλαμικό κράτος (ή, μιλώντας πιο σωστά, τα ισλαμικά κράτη). Το ρητό cuius regio eius religio (όποιου είναι το βασίλειο, του ίδιου είναι και η θρησκεία) χαρακτηρίζει πολύ βολικά το αποτέλεσμα της χριστιανο-ισλαμικής σύγκρουσης σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα: στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική, την Ισπανία, τη Σικελία και την Κρήτη. Όπου οι μουσουλμανικές πολιτικές δυνάμεις ήσαν νικήτριες, το Ισλάμ επικράτησε του Χριστιανισμού. Αλλά στην Ισπανία, τη Σικελία και την Κρήτη, η πολιτική και στρατιωτική επιτυχία του Χριστιανισμού απέσυρε τους Άραβες και ο Χριστιανισμός αντικατέστησε για άλλη μια φορά το Ισλάμ. Οι θρησκευτικές εξελίξεις της Ανατολίας συνάδουν με αυτό το πρότυπο του cuius regio eius religio. Το μουσουλμανικό κράτος (ή κράτη) υποστήριζε και ευνοούσε το Ισλάμ με κάθε τρόπο, ενώ ο Χριστιανισμός ήταν ανεκτός μόνο ως η θρησκεία των δεύτερης κατηγορίας πολιτών του. Οι σουλτάνοι και οι αξιωματούχοι έχτιζαν τζαμιά, μεντρεσέδες, ιμαρέτ, ζαουίγια, νοσοκομεία, καραβανσεράι και κρήνες για τις ισλαμικές ενώσεις, ενώ τις προίκιζαν με εδάφη, δουλοπάροικους και εισοδήματα.2 Κατά συνέπεια, οι ουλεμάδες και οι δερβίσηδες είχαν την οικονομική δυνατότητα να εκτελούν τις πνευματικές τους λειτουργίες με χάρη και τα κοινωνικοοικονομικά τους καθήκοντα με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Ο βασικός οικονομικός θεσμός που βρισκόταν κάτω από τη ζωτικότητα και αποτελεσματικότητα της μουσουλμανικής έκφρασης ήταν το βακφ (πληθ. αβκάφ), η οικονομική προικοδότηση των θρησκευτικών και κοινωνικών ιδρυμάτων. Ακριβώς όπως ένας οικονομικός θεσμός αντικατόπτριζε την παρακμή του Χριστιανισμού (η επιχορήγηση γνωστή ως κατὰ λόγον ἐπιδόσεως, που παραχωρούνταν σε παρακμάζουσες εκκλησίες), έτσι το βακφ [βακούφιο] αποτελεί την κατ’ εξοχήν οικονομική μορφή που μαρτυρεί την εξάπλωση του Ισλάμ: οι ιστορίες του κατὰ λόγον ἐπιδόσεως και του βακφ περιέχουν σημαντικό μέρος της ιστορίας της χριστιανικής παρακμής και της μουσουλμανικής επέκτασης.3

Μια σύντομη ματιά στις δωρεές θρησκευτικών και κοινωνικών ιδρυμάτων στην Ανατολία του 13ου αιώνα θα απεικονίσει άφθονα τη φύση του βακφ και θα δείξει την επίδραση ενός τέτοιου οικονομικού θεσμού στον ανταγωνισμό μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού. Ο μεγάλος Σελτζούκος εμίρης Τζαλαλαντίν Καρατάϋ, Έλληνας σκλάβος από καταγωγή, έχτισε και δώρισε ένα καραβανσεράι σαράντα χιλιόμετρα ανατολικά της Καϋσερί, έναν μεντρεσέ (θρησκευτικό σχολείο) στην Κόνυα, και ένα νταρ ας-σουλέχα (ξενώνα για τους ευσεβείς) στην Αντάλυα.4 Οι αξιωματούχοι και το προσωπικό που ήσαν απαραίτητοι για τη λειτουργία των ιδρυμάτων, καθώς και οι σκοποί που εξυπηρετούσαν το καραβανσεράι, ο μεντρεσές και ο ξενώνας, απαιτούσαν σημαντική οικονομική δαπάνη. Το καραβανσεράι, όπως μαθαίνουμε από τα κατάστιχα του βακουφίου, στελεχωνόταν από έναν μουτεβελλή (διαχειριστή), μουσρίφ [υπεύθυνο δαπανών], ναζίρ [επιτηρητή], ιμάμη (για το τζαμί στο καραβανσεράι), μουεζίνη, μουζίφ (φρόντιζε τους ταξιδιώτες και το φαγητό τους), χαβαϊτζή (διαχειριζόταν προμήθειες και την αποθήκη), χάνι (φρόντιζε τα ζώα), μπαϊτάρ (κτηνίατρο), ατλί εμινί [υπέυθυνο για τα άλογα] και μάγειρα. Προβλέπονταν νοσοκομείο, χαμάμ (λουτρό) και συνοδός για το πετάλωμα αλόγων. Το πιο σημαντικό ήταν ότι κάθε ταξιδιώτης, είτε μουσουλμάνος, είτε χριστιανός ή Εβραίος, θα έπαιρνε (δωρεάν) καθημερινά μια οκά κρέας και ένα δοχείο φαγητό. Το εισόδημα που χρειαζόταν για την υποστήριξη του καραβανσεράι προερχόταν κυρίως από τα χριστιανικά χωριά Σαραχόρ και Λικαντόν, τα οποία έπρεπε να πληρώνουν το ένα πέμπτο της παραγωγής τους στη διοίκηση του καραβανσεράι.5

Ο Σελτζούκος αξιωματούχος Ερ-Τοκούς, επίσης καταγωγής γκούλαμ, δώρισε έναν μεντρεσέ (1224) στο χωριό Αγρός στην περιοχή Μπόρλου, ένα καραβανσεράι στην ίδια περιοχή στο Νταντίλ και ένα τζαμί στην Αττάλεια. Αυτά τα ιδρύματα αντλούσαν την οικονομική τους συντήρηση από το χριστιανικό χωριό Αγρός (το οποίο είχε κατακτηθεί πριν από δύο μόλις δεκαετίες) και από το χωριό Παμπουκλού.6

Το βακφ του Σαμς αλ-Ντιν Αλτούν-Αμπά (γκούλαμ καταγωγής), το οποίο συντηρούσε έναν μεντρεσέ στην Κόνυα και ένα καραβανσεράι στο Αρκίτ (μεταξύ Ιλγκίν και Άκσεχιρ), είναι το πιο κατατοπιστικό όσον αφορά τη λειτουργία των μουσουλμανικών θρησκευτικών σχολείων. Οι δαπάνες περιλάμβαναν τα ακόλουθα στοιχεία:

Μουτεβελλή (διαχειριστής) 400 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
ναζίρ [επιτηρητής] 300 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
μουδερής[καθηγητής] 800 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
μουίτ 240 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
15 μαθητές

10 δηνάρια ανά μήνα και μαθητή

150 ασημένια δηνάρια τον μήνα
20 αρχάριοι

5 δηνάρια ανά μήνα και μαθητή

100 ασημένια δηνάρια τον μήνα
Χανεφί ιμάμης για προσευχή (ναμάζ) 200 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
Μουεζίνης 100 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
φερράς (φύλακας) 60 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
βιβλία για τη βιβλιοθήκη 100 ασημένια δηνάρια τον χρόνο
ταλεμπέ που διαβάζει στον μεντρεσέ 38 ;

Το ένα πέμπτο του εισοδήματος ενός χανιού δεκαοκτώ δωματίων στο Γενίμπαχτσε (έξω από την Κόνυα) έμπαινε στην άκρη για να καλυφθούν οι ετήσιες δαπάνες για προσήλυτους στο Ισλάμ. Θα εξασφάλιζε τη διδασκαλία του Κορανίου και προσευχών, την εκτέλεση της περιτομής, την παροχή παπουτσιών, ρούχων και φαγητού σε χριστιανούς, Εβραίους και ειδωλολάτρες που αποστατούσαν στο Ισλάμ.7 Τα έσοδα του βακουφίου προέρχονταν από τρία χωριά (δύο από τα οποία, το Σαραϊτζίκ και το Αρκιθάμ-Αρκίτ, ήσαν χριστιανικά), πολλά καταστήματα και ένα χάνι.8

Όμως πιο εκτεταμένες από όλες αυτές ήσαν οι διευθετήσεις του Σελτζούκου εμίρη Νουρ αλ-Ντιν Τζατζάογλου του Κίρσεχιρ, που έγιναν το 1272. Αυτός δώρισε: στο Κίρσεχιρ έναν μεντρεσέ, τζαμί, κανεκάχ (μοναστήρι δερβίσηδων), ζαουίγια, μεκτέμπ, νταρ ας-σουλέχα, έναν τουρμπέ για τον εαυτό του, και έναν τουρμπέ για την αδελφή του. Στο Καϊσερί, ένα τζαμί. Στο Ισκιλίμπ, έναν μεντρεσέ. Στο Ταλιμεγίνι, έναν μεντρεσέ και τζαμί. Στο Σουλτάνγιουγκι (Εσκί Σεχίρ) έχτισε ένα τζαμί και χάνι και επισκεύασε δεκαεπτά τζαμιά και ένα ζαουίγια. Τα εδάφη και τα χωριά του βακουφίου ήσαν πάρα πολλά και περιλάμβαναν Αρμένιους, Έλληνες και Εβραίους κατοίκους, καθώς και προσήλυτους.9

Πιο ενδεικτική της διαδικασίας με την οποία οι μουσουλμανικοί θεσμοί απαλλοτρίωναν και εκμεταλλεύονταν τα εδάφη, το ανθρώπινο δυναμικό και τα έσοδα που ανήκαν προηγουμένως σε χριστιανικούς θεσμούς είναι η κατάσταση στην περιοχή της Τραπεζούντας κατά τις αρχές του 16ου αιώνα. Η περιοχή είχε τον ακόλουθο εγγεγραμμένο πληθυσμό και εισοδήματα.

199 χωριά Μουσουλμάνοι Χριστιανοί
χας του μιρλιβά 1.543 νοικοκυριά 200 1.343
ζιαμέτ και τιμάρ 6.381 νοικοκυριά 530 5.851
τιμάρια Τραπεζούντας 2.453 νοικοκυριά 206 2.246
τιμάρια αζάπηδων 1.092  νοικοκυριά 42 1.050
βακούφια Σελήμ βαλιδέ σουλτάνας 2.263  νοικοκυριά 120 2.143
  13.732 νοικοκυριά 1.098 12.633
Εισοδήματα
Αγροκτήματα (χας) του σουλτάνου 759.378 ακτσέ
Αγροκτήματα (χας) του στρατιωτικού διοικητή (μιρλιβά) 188.245
Από παραχωρήσεις γης (ζιαμέτ και τιμάρ) 582.200
Τιμάρια του κάστρου της Τραπεζούντας 196.400
Τιμάρια των αζάπηδων της Τραπεζούντας 89.700
Βακούφια βαλιδέ σουλτάνας, Χουσεΐν Αγά, Μαχμούτ Αγά 342.938
2.158.861 ακτσέ10

Η αξιοποίηση του χριστιανικού ανθρώπινου δυναμικού και εισοδημάτων για τη στήριξη της επαρχιακής στρατιωτικής και πολιτικής δομής στην περιοχή είναι προφανής. Όμως άμεσου ενδιαφέροντος είναι η χρήση αυτών των πόρων για τη στήριξη των μουσουλμανικών ιδρυμάτων. Τα έγγραφα αναφέρουν τέσσερα μεγάλα βακούφια (αβκάφ) στην Τραπεζούντα:

Ιμαρέτ σουλτάν Σελήμ βαλιδέ σουλτάνας: 114.760 ακτσέ ετησίως (κυρίως τοπικά).
Βακούφιο Φατίχ σουλτάν Μεχμέτ: Ο Μωάμεθ μετέτρεψε την εκκλησία της Χρυσοκεφάλου σε τζαμί (γνωστό ως Αγιασόφια Μαναστίρι)* και είχε μηνιαίο εισόδημα 1.208 ακτσέ.
Βακούφιο Χαζινεντάρ Χουσεΐν Αγά: Ετήσιο εισόδημα 2.660 ακτσέ, συμπεριλαμβανομένων χρημάτων από ένα μοναστήρι.
Βακούφιο Μαχμούτ Αγά: Ετήσιο εισόδημα 9.310 ακτσέ, συμπεριλαμβανομένων χρημάτων από ένα μοναστήρι.11

Τα περισσότερα από τα εισοδήματα και το ανθρώπινο δυναμικό επί των οποίων βασίζονταν τα ιδρύματα στην Τραπεζούντα προέρχονταν από τη χριστιανική κοινότητα. Τα ιδρύματα, ωστόσο, βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους χριστιανούς από διάφορες περιφέρειες της γενικής περιοχής της Τραπεζούντας:

Στον δήμο (ναχιγιέ) του Ακτσααμπάτ, το ιμαρέτ της Γιαβούζ Σουλτάν Σελήμ βαλιδέ σουλτάνας συγκέντρωνε 150.997 ακτσέ και 1.830 ψυχές από 1.655 νοικοκυριά (80 μουσουλμανικά και 1.575 χριστιανικά) σε 21 χωριά.

Στον δήμο (ναχιγιέ) της Γιόμρα, το ιμαρέτ της Γκιουλμπαχάρ της Τραπεζούντας είχε το εισόδημα από το χωριό Χοτζ (48 νοικοκυριά, 18 μπάστινα).

Στο χωριό Χορτοκόπ (31 νοικοκυριά, 4 μουτζερέντ, 4 μπίβε, 6 μπάστινα, όλα χριστιανικά) στον δήμο (ναχιγιέ) της Μάτσκα, ένα μέρος του εισοδήματος ανήκε στο παρελθόν στα μοναστήρια Χρυσοκεφάλου, Αγίας Σοφίας και Αγίου Φωκά. Όμως οι Τούρκοι μετέτρεψαν τα μοναστηριακά εισοδήματα σε εισοδήματα τιμαρίων.

Το χωριό Σμαρόσα στον δήμο (ναχιγιέ) της Μάτσκα ήταν προηγουμένως εν μέρει μοναστηριακή ιδιοκτησία. Αλλά κι αυτή επίσης μετατράπηκε σε τιμάριο.

Τα εισοδήματα του χωριού Μεσαριά στον δήμο (ναχιγιέ) της Μάτσκα ήσαν στο παρελθόν εισοδήματα για τα μοναστήρια Σουμελά, Soskayastos (Θεοσκέπαστος;), Ayokos (Άγιος Φωκάς;) και Alabene (;). Αυτά μετατράπηκαν σε τιμάρια.

Στο χωριό Ιστίλαχο (ναχιγιέτ) οι πρώην μοναστηριακές ιδιοκτησίες έγιναν τιμάρια.

Τα εισοδήματα των μοναστηριών του Αγίου Φωκά, του Αγίου Γιώργη, του Ισφελιάρ και της ιδιοκτησίας της Δέσποινα Χατούν στο χωριό Σιρά στον δήμο (ναχιγιέ) της Μάτσκα μετατράπηκαν σε τιμάρια με εντολή του σουλτάνου.

Το ιμαρέτ της Γιαβούζ Σουλτάν Σελήμ βαλιδέ σουλτάνας στην Τραπεζούντα συγκέντρωνε 56.507 ακτσέ και 634 ψυχές από πέντε χωριά στον δήμο (ναχιγιέ) της Μάτσκα (542 νοικοκυριά, 40 μουσουλμανικά και 502 χριστιανικά).

Ο σουλτάνος μετέτρεψε μεγάλους αριθμούς μοναστηριακών ιδιοκτησιών σε τιμάρια στον δήμο (ναχιγιέ) των Σουρμένων. 12

Αυτά τα οθωμανικά έγγραφα δείχνουν λοιπόν ότι όχι μόνο τέθηκαν σε λειτουργία για το Ισλάμ μέσω των βακουφίων, χριστιανικοί πληθυσμοί, εδάφη και εισοδήματα, αλλά ότι η εκκλησιαστική περιουσία κατασχέθηκε σε μεγάλη κλίμακα και χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη του στρατιωτικού θεσμού.

Το βακούφιο (βακφ), χρησιμοποιώντας μεγάλο μέρος της γης, του ανθρώπινου δυναμικού και των εισοδημάτων της Ανατολίας σε ισλαμικούς θεσμούς, επέτρεψε στους τελευταίους να υπερισχύσουν σε βάρος του Χριστιανισμού. Τα παραπάνω παραδείγματα άνθησης τζαμιών, μεντρεσέδων, καραβανσεράι και άλλων ιδρυμάτων στις Κόνυα, Καϋσερί, Αντάλυα, Αγρός, Αρκίτ, Κίρσεχιρ, Ισκιλίμπ και Τραπεζούντα έρχονται σε αντίθεση με την οικονομική παρακμή των μητροπολιτικών εδρών και επισκοπών στις ίδιες περιοχές που είναι τόσο προφανής από τις αρχές του 14ου και τον 15ο αιώνα. Αυτή η παράλληλη εξέλιξη είναι ορατή σε όλη την Ανατολία.13

Όμως μόνο οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί δεν εξηγούν πλήρως την επιτυχία του Ισλάμ. Η νοοτροπία των ανθρώπων που δημιούργησαν τα ιδρύματα (όπως και ολόκληρης της μουσουλμανικής κοινωνίας) μπαίνει στην εικόνα, όπως και η ψυχολογία των κατακτημένων χριστιανών. Για να ξεκινήσω με το πρώτο, πρέπει να θέσουμε την ερώτηση: Υπήρχε ιεραποστολικός ζήλος στη μουσουλμανική κοινωνία της Ανατολίας; Η εξέταση αυτής της ερώτησης με καθαρά νομικούς και θεωρητικούς όρους, βάσει της παραδοσιακής μουσουλμανικής πρόνοιας για ανεκτικότητα σε «άτομα με γραφή αποκάλυψης», δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο, από το να παρέχει το ευρύτερο πλαίσιο για την εξέταση του προβλήματος. Γενικά οι ηγεμόνες των Σελτζούκων, των εμιράτων και των Οθωμανών τηρούσαν αυτή τη νομική μορφή και ανέχονταν τα μη μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα (ταυτόχρονα πρέπει κανείς να καταλάβει ότι υπήρχαν περιστασιακές παραβιάσεις και ότι αυτές ήσαν σημαντικές όσον αφορά τη μετατροπή). Όμως το γράμμα του νόμου δεν εμπόδιζε αυτοδικαίως την επιθυμία για μετατροπή από την πλευρά των μουσουλμάνων, δερβίσηδων, ουλεμάδων, λαϊκών ή ηγεμόνων. Έτσι, θεωρητικά, ένας μουσουλμάνος μπορούσε να τηρεί την ανοχή του Χριστιανισμού, αλλά και να επιθυμεί και να εργάζεται για τη μετατροπή των χριστιανών. Μια δεύτερη τάση, η οποία εν μέρει αποκρύπτει το πρόβλημα, είναι ότι ορισμένοι Ισλαμιστές τείνουν συχνά να επιχειρηματολογούν με ιστορικά παραδείγματα από το κλασικό Ισλάμ. Δεδομένου ότι οι Άραβες του 7ου αιώνα ενδιαφέρονταν κυρίως να εκμεταλλευτούν τις κατακτήσεις για δικό τους όφελος, και επειδή η μαζική μετατροπή θα τους απειλούσε με κάποια οικονομική απώλεια, δεν ενθάρρυναν τη μετατροπή.

Αυτό το επιχείρημα από τον ισλαμικό νόμο, δηλαδή η ανεκτικότητα απέναντι στους «λαούς του βιβλίου» (αχλ αλ-κιτάμπ) και από την κλασική ισλαμική ιστορία (την επιθυμία των Αράβων να απολαμβάνουν, ανενόχλητοι και ατιμώρητοι, τους καρπούς της κατάκτησης) έχει προβληθεί ως απόδειξη ότι ο προσηλυτιστικός ενθουσιασμός απουσίαζε από το τουρκικό Ισλάμ. Συνήθως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι χριστιανοί άλλαζαν θρησκεία λόγω των υλικών πλεονεκτημάτων, του υψηλότερου πολιτισμού και καλλιέργειας των Τούρκων, και των μεγαλύτερων ηθικών αρετών τους και της δικαιοσύνης τους. Όμως τα επιχειρήματα που βασίζονται στον ισλαμικό νόμο συχνά στερούνται ιστορικής πραγματικότητας κατά τη μεταγενέστερη περίοδο της ισλαμικής ιστορίας, ενώ η εφαρμογή των συνθηκών του πρώτου ισλαμικού αιώνα στην τουρκική περίοδο αγνοεί εντελώς την ιστορική εξέλιξη. Την εποχή της άφιξης των πρώτων Σελτζούκων στην Ανατολία, ο θρησκευτικός πόλεμος μεταξύ Βυζαντίου και Ισλάμ είχε διατρέξει πορεία τεσσάρων αιώνων. Η εμφάνιση των Τούρκων αύξησε και επέκτεινε αυτόν τον θρησκευτικό πόλεμο για άλλους τέσσερις αιώνες στην ίδια την καρδιά του Βυζαντίου. Τη θέρμη του Τούρκου γαζή συντηρούσε εν μέρει η θρησκευτική έμπνευση. Η ανάπτυξη θρησκευτικών θεσμών (όπως οι αδελφότητες των δερβίσηδων), που δεν ήσαν παρόντες κατά τη διάρκεια των αραβικών κατακτήσεων, πρόσθετε περαιτέρω θρησκευτικό ενθουσιασμό και προσηλυτιστικό κίνητρο στη μουσουλμανική κοινωνία στην Ανατολία. Έτσι μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων πρέπει να πίστευαν ότι η μετατροπή των χριστιανών ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή. Αυτή η επιθετική προοπτική για τον ελληνικό χριστιανισμό υποχώρησε κάπως με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αλλά εξακολουθούσε να χρωματίζει τη μουσουλμανική νοοτροπία, όπως είναι προφανές στην αφήγηση που δίνει ο Οθωμανός ιστορικός του 16ου αιώνα Σαντ αλ-Ντιν για την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας:

Αυτή η ευρεία περιοχή, αυτή η ισχυρή και υψηλή πόλη, από το να είναι η χώρα της εχθρότητας [Νταρ αλ-χαρμπ], έγινε η πόλη όπου κόβονται τα νομίσματα [νταρ-ουζ-ζαρμπ]. Και από το να είναι η φωλιά της κουκουβάγιας των λαθών, μετατράπηκε σε πρωτεύουσα δόξας και τιμής. Μέσα από τις ευγενείς προσπάθειες του μωαμεθανού σουλτάνου, το κακόηχο χτύπημα των καμπανών των αναίσχυντων απίστων αντικαταστάθηκε από τη μουσουλμανική πρόσκληση για προσευχή, τη γλυκιά, πέντε φορές επαναλαμβανόμενη, ψαλμωδία της Παρακλητικής Πίστης των ένδοξων ιεροτελεστιών. Και τα αυτιά των ανθρώπων της τζιχάντ [ιερού πολέμου] γέμισαν με τη μελωδία του εζάν [πρόσκλησης σε προσευχή]. Οι εκκλησίες που βρίσκονταν μέσα στην πόλη αδειάστηκαν από τα άθλια είδωλά τους και καθαρίστηκαν από τις βρώμικες και ειδωλολατρικές ακαθαρσίες τους. Και με το μουτζούρωμα των εικόνων τους και την ανέγερση των ισλαμικών μιχράμπ και αμβώνων, πολλά μοναστήρια και παρεκκλήσια έγιναν ο φθόνος των Κήπων του Παραδείσου. Οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των ευσεβών, και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τους οικοδεσπότες του σκοταδιού από τον τόπο που ήταν για τόσο καιρό η κατοικία των απεχθών απίστων, ενώ οι ραβδώσεις της αυγής της πίστης διέλυσαν το μακάβριο σκοτάδι της καταπίεσης, γιατί ο λόγος, ακαταμάχητος ως πεπρωμένο, του ευτυχούς σουλτάνου έγινε υπέρτατος στη διακυβέρνηση αυτής της νέας επικράτειας. … Την πρώτη Παρασκευή [μετά την κατάληψη] απαγγέλθηκαν προσευχές στην Άγια-Σόφια, και διαβάστηκε στο ένδοξο όνομα του σουλτάνου η μωαμεθανική χούτμπα [προσευχή της Παρασκευής που περιείχε το όνομα του κυρίαρχου]. Έτσι, αυτό το αρχαίο οικοδόμημα φωτίστηκε με τις ακτίνες της Ορθόδοξης Πίστης και αρωματίστηκε με την ανάσα των μυρωδιών του Ευγενούς Νόμου. Και καθώς οι καρδιές των Μουβαχιντίν [εκείνων που ομολογούν ότι ο Θεός είναι ένας] ήσαν γεμάτες χαρά με την ύψωση των εμβλημάτων της Πίστης, έτσι κι αυτό το πιο επιθυμητό από τα ιερά, εκείνο το ψηλό τζαμί, αυτός ο ναός που ευχαριστεί την καρδιά, ήταν γεμάτος από ανθρώπους του Ισλάμ. Και το εσωτερικό του που αντανακλά την απόλαυση, γυαλισμένο με τη Διακήρυξη της Ενότητας, έλαμπε σαν γυαλισμένος καθρέφτης.14

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες προσπαθούσαν να σταματήσουν τις μετατροπές χριστιανών στην Ανατολία, και έτσι ίσως η ικανοποίηση του ιεραποστολικού ζήλου αντιστάθμιζε τις απώλειες από τον κεφαλικό φόρο. Μάλιστα οι κατακτήσεις, το εμπόριο και τα λάφυρα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας ίσως χρησίμευαν για να μαλακώσουν την απώλεια μιας τόσο σημαντικής πηγής εσόδων όπως ο κεφαλικός φόρος (τζιζιέ).

Παρατηρητές της εποχής αναφέρουν ότι οι Τούρκοι περίμεναν και χαίρονταν πολύ με τις μετατροπές χριστιανών υπηκόων και αιχμαλώτων πολέμου. Αν και γενικά παρατηρούσαν την κατάσταση των υπηκόων τους, έκαναν πολλά για να κάνουν τη μετατροπή ελκυστική, όπως αναφέρει ο Σιλτμπέργκερ στο κεφάλαιο με τίτλο «Πώς ένας χριστιανός γίνεται άπιστος»:

Πρέπει επίσης να σημειωθεί, από την αρχή, ο τρόπος με τον οποίο ένας χριστιανός γίνεται άπιστος. Όταν ένας χριστιανός θέλει να γίνει άπιστος, πρέπει μπροστά σε όλους τους άνδρες να σηκώσει το δάκτυλό του και να πει τις λέξεις: «Λα ιλ λαχ ιλλαλλάχ». Ο Μωάμεθ είναι ο αληθινός προφήτης του. Και όταν το πει αυτό, τον πηγαίνουν στον αρχιερέα. Τότε πρέπει να επαναλάβει τα παραπάνω γραμμένα λόγια ενώπιον του ιερέα, και πρέπει να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη, και όταν το κάνει αυτό, του φορούν νέο ρούχο και ο ιερέας δένει νέο μαντήλι στο κεφάλι του. Και το κάνουν αυτό για να μπορεί να φανεί ότι είναι άπιστος, επειδή οι χριστιανοί φορούν μπλε μαντήλια και οι Εβραίοι κίτρινα μαντήλια στο κεφάλι. Τότε ο ιερέας ζητά από όλους τους ανθρώπους να φορέσουν την πανοπλία τους και όποιος πρέπει να ιππεύσει, ιππεύει. Επίσης όλοι οι ιερείς που βρίσκονται στην περιοχή. Και όταν έρθουν οι άνθρωποι, τον βάζουν πάνω σε άλογο και έπειτα οι απλοί άνθρωποι πρέπει να ιππεύσουν μπροστά του και οι ιερείς πηγαίνουν πίσω του, με τρομπέτες, κύμβαλα και φλογέρες, ενώ δύο ιερείς ιππεύουν κοντά του. Και έτσι τον περιφέρουν στην πόλη. Και οι Άπιστοι φωνάζουν με δυνατή φωνή και επαινούν τον Μωάμεθ, και οι δύο ιερείς του λένε αυτές τις λέξεις: «Τάρυ βιρντούρ, Μέσσε χουλιντούρ, Μαρία κάρα μπασχιντούρ, Μεχμέτ κασσουλντούρ», τα οποία σημαίνουν περίπου: «Υπάρχει ένας Θεός και ο Μεσσίας είναι ο δούλος του, η Μαρία η δούλη του και ο Μωάμεθ ο μεγάλος του προφήτης». Αφού πρώτα τον περιφέρουν παντού στην πόλη, σε όλους τους δρόμους, στη συνέχεια τον οδηγούν στο τζαμί και του κάνουν περιτομή. Αν είναι φτωχός, κάνουν έρανο και του δίνουν τα χρήματα και οι προύχοντες του προσφέρουν εξαιρετικές τιμές και τον κάνουν πλούσιο. Αυτό το κάνουν, για να γίνουν πιο πρόθυμοι οι χριστιανοί να προσχωρήσουν στην πίστη τους. Αν είναι γυναίκα που θέλει να αλλάξει τη θρησκεία της, οδηγείται επίσης στον αρχιερέα και πρέπει να πει τις παραπάνω λέξεις. Ύστερα ο ιερέας παίρνει τη ζώνη της γυναίκας, την κόβει στα δύο και την κάνει σταυρό. Πάνω του η γυναίκα πρέπει να πατήσει τρεις φορές, να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και πρέπει να πει τις άλλες λέξεις που γράφονται πιο πάνω.15

Η μεγάλη έκταση του θρησκευτικού συγκρητισμού στη λαϊκή θρησκεία της Ανατολίας εξηγείται εν μέρει από την επιθυμία των δερβίσηδων να προσηλυτίζουν τους χριστιανούς. Αυτό το ρεύμα συγκρητισμού ήταν τόσο ισχυρό, που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς στην περίπτωση της μεγάλης κοινωνικοθρησκευτικής εξέγερσης που εξαπέλυσαν οι Μπαντρ αλ-Ντιν, Μπουρκλουτζέ Μουσταφά και Τορλάκ Χου-Κεμάλ στη δυτική Μικρά Ασία (1416). Ο Μπαντρ αλ-Ντιν και οι οπαδοί του, κηρύττοντας το κομμουνιστικό δόγμα της κοινοκτημοσύνης, προσέλκυαν κάτω από τις σημαίες τους τους φτωχούς και τους κοινωνικά δυσαρεστημένους, ενώ έκαναν επίσης έντονη έκκληση στους χριστιανούς με το κήρυγμα της θρησκευτικής ισότητας.16 Πριν από την εξέγερση, ο Μπαντρ αλ-Ντιν είχε επισκεφθεί τη Χίο, όπου συνομίλησε με τον Γενουάτη ηγεμόνα και τους χριστιανούς θρησκευτικούς άνδρες. Κατά συνέπεια, δύο ιερείς και πέντε μοναχοί προσηλυτίστηκαν και ο λαός δέχτηκε τον Μπαντρ αλ-Ντιν ως δεύτερο Μεσσία. Τόσο αυτός όσο και ο Μπουρκλουτζέ Μουσταφά κήρυξαν την ανοχή του Χριστιανισμού και προχώρησαν ακόμη περισσότερο, δηλώνοντας ότι η χριστιανική και η μουσουλμανική θρησκεία ήσαν εξίσου έγκυρες. Ο Μπουρκλουτζέ, ο οποίος βρισκόταν επίσης σε συχνή επαφή με τους Χιώτες, έστειλε να τους ενημερώσει για την πεποίθησή του ότι κανείς που δεν ήταν σε αρμονία με τον Χριστιανισμό δεν μπορούσε να επιτύχει σωτηρία. Έλεγε ότι κάθε μουσουλμάνος που αρνιόταν την αποτελεσματικότητα της χριστιανικής πίστης ήταν ο ίδιος άθεος.17

Τα ιστορικά γεγονότα ασκούσαν αναμφισβήτητα βαθιά επίδραση στην ψυχολογία των χριστιανών. Είχαν νιώσει και δει την ήττα του Βυζαντίου και ήσαν τώρα υπήκοοι στρατιωτικών κατακτητών που πίστευαν ξένη θρησκεία. Αναμφίβολα κάποιοι έβλεπαν σε αυτό το γεγονός μια απόδειξη της εγκυρότητας του Ισλάμ. Άλλοι ήσαν προετοιμασμένοι για αφομοίωση από το κήρυγμα δερβίσηδων και ουλεμάδων, καθώς και από τον θρησκευτικό συγκρητισμό που έτεινε να εξισώνει τις ισλαμικές πρακτικές και αγίους με εκείνους των χριστιανών. Σε κάθε περίπτωση υπήρχαν πάντοτε ισχυρά οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα. Οι προσήλυτοι θα απέφευγαν τον επαχθή κεφαλικό φόρο τζιζιέ (djizye ή χαράτσι/kharadj), ενώ ο γεωργικός τους φόρος θα ελάφρυνε. Άλλοι μπορεί να έλπιζαν για διοικητικές θέσεις και γη.18 Η μετατροπή συνεπαγόταν είσοδο στην ευνοούμενη θρησκευτική ομάδα και αφαιρούσε το καθεστώς διακρίσεων που αποδιδόταν στον Χριστιανισμό. Υπάρχουν επίσης αποδείξεις ότι ο ηδονισμός, που συνόδευε την πολυγαμία και την παλλακεία, ήταν ελκυστικός για κάποιους προσήλυτους.19 Αν και η θρησκευτική μετατροπή φαίνεται ότι έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό κάτω από αυτές τις παρορμήσεις, υπάρχουν τόσο μουσουλμανικές όσο και χριστιανικές ενδείξεις, ότι η αναγκαστική μετατροπή δεν ήταν καθόλου ασήμαντη.20 Οι επιστολές του Καλέκα του 14ου αιώνα προς τους κατοίκους της Νικαίας αποκαλύπτουν όχι μόνο τις αναγκαστικές μετατροπές και τον κρυπτοχριστιανισμό, αλλά αναφέρονται επίσης στο φαινόμενο των νεομαρτύρων. Αυτό το τελευταίο φαινόμενο αναφέρεται έναν αιώνα αργότερα στην «Ποιμαντική Επιστολή για την πτώση της Κωνσταντινούπολης», την οποία ο Γεννάδιος Σχολάριος παρέδωσε στην εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη, αφού είχε γίνει ο πρώτος πατριάρχης της τουρκικής Κωνσταντινούπολης.

Ας μην αμφιβάλλει κανείς, ότι ανάμεσα σε εκείνους που ταλαιπωρούνται από τους βαρβάρους λόγω της πίστης, υπάρχουν νέοι Μερκούριοι, Προκόπιοι και Γεώργιοι, ίσως μάλιστα μεγαλύτεροι από εκείνους εφόσον είναι γενναιότεροι. … Γιατί οι νέοι αυτοί ομολογητές υποφέρουν με θαυμαστή καρτερία τις ακατονόμαστες καθημερινές πικρές ταλαιπωρίες από τους βαρβάρους, απλώς και μόνον επειδή είναι χριστιανοί. Και δεν διστάζουν καν να ζουν έτσι, κι ας μην υπάρχει γι’ αυτούς ελπίδα διαφυγής … και ούτε διαταράσσει την αγάπη τους για τον Ιησού η διαδικασία της αποστασίας, την οποία ο Θεός έχει ευλόγως επιτρέψει.21

Ἀμφιγνοεῖν δὲ χρὴ οὐδένα περὶ τῶν ἐν μέσοις νῦν τοῖς βαρβάροις κακοπαθούντων ὑπὲρ τῆς πίστεως, ὡς ἄρα ἄλλοι Μερκούριοι καὶ Προκόπιοι καὶ Γεώργιοι αὐτοί εἰσιν, εἰ μὴ καὶ μείζους τῶν προτέρων ἐκείνων εἰσί πῃ, ὅσῳ καὶ ἀνδρειότεροι· … οἱ δὲ νῦν ὁμολογηταὶ τὰς ἀμυθήτους ἐκ τῶν βαρβάρων ἐπιούσας πικρίας μεθ' ὑπερφυοῦς φέρουσι καρτερίας διὰ τὸ τοῦ Ἰησοῦ μόνον ὄνομα σφίσιν ἐπαγομένας, καὶ οὔτε πρὸς τὸ συζῆν αὐταῖς ἀποκνοῦσι καὶ μηδεμίαν ἐλπίζειν ἀλεωρήν, … οὔτε κατὰ συγχώρησιν εὔλογον τοῦ Θεοῦ προκοπῇ τῆς ἀποστασίας ἐκ τῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀγάπης σαλεύονται.

Αυτό το νέο μαρτυρολόγιο περιλάμβανε και τον διάσημο Θεόδωρο Γαβρά, τον πραγματικό κυβερνήτη της Τραπεζούντας, ο οποίος περί το 1098, συνελήφθη από τον Τούρκο Αμίρ Αλή (Αμιραλή) στις περιοχές Παϊπέρτ-Ερζερούμ, που προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να πετύχει την αναγκαστική μετατροπή του Γαβρά. Αρχικά ξάπλωσαν τον Γαβρά μπρούμυτα στο χιόνι και τον ξυλοκόπησαν στην πλάτη. Ωστόσο παρέμενε σταθερός κι έτσι οι δεσμώτες του άρχισαν τότε να τον διαμελίζουν ζωντανό, κόβοντας τη γλώσσα του, βγάζοντας τα μάτια του και αφαιρώντας το τριχωτό της κεφαλής, τα άκρα και άλλα μέρη. Έκαψαν τα λείψανά του και ο Αμίρ Αλή έφτιαξε χρυσό φλιτζάνι από το κρανίο του.22

Πιο αναλυτική είναι η περιγραφή που εμφανίζεται στο συναξάριον του νεομάρτυρα Νικήτα του Νέου. Αυτός και δύο χριστιανοί έμποροι ξεκίνησαν από την Άγκυρα για τη Νύσσα και έφτασαν στον προορισμό τους κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής νηστείας του Ραμαζανιού (Ραμαντάν). Όταν οι Τούρκοι είδαν τους χριστιανούς να παίρνουν το γεύμα τους μέσα στην πόλη, εξοργίστηκαν τόσο, που οδήγησαν τους Έλληνες ενώπιον του κυβερνήτη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, οι τρεις νεαροί υπερασπίστηκαν τις ενέργειές τους, επιβεβαίωσαν έντονα τον Χριστιανισμό τους και κακολόγησαν τη θρησκεία του προφήτη. Ο κυβερνήτης διέταξε να τους χτυπήσουν στο πρόσωπο, και ο δικαστής που ήταν παρών τους καταδίκασε σε θάνατο. Στον δρόμο προς τον τόπο της εκτέλεσης μαζεύτηκε όχλος και τους επιτέθηκε με πέτρες, μπαστούνια και μαχαίρια. Οι εκτελεστές ετοίμασαν τη φωτιά, πάνω στην οποία θα τους έκαιγαν, και στη συνέχεια τους πρόσφεραν την επιλογή της αποστασίας ή του θανάτου. Ο τρόμος της επερχόμενης δοκιμασίας αποδυνάμωσε την αποφασιστικότητα των δύο εμπόρων που σε αυτό το σημείο αποκήρυξαν τον Χριστιανισμό και έγιναν μουσουλμάνοι. Ο Νικήτας όμως διακήρυξε μεγαλόφωνα τη χριστιανική του πίστη και απέρριψε βίαια το Ισλάμ. Στη συνέχεια οι εκτελεστές ξεκίνησαν τα βασανιστήρια του καταδικασμένου άνδρα, χτυπώντας τον στο πρόσωπο, ξεριζώνοντας τα μαλλιά του και στρίβοντας τα άκρα του. Η θεία του Νικήτα, μάρτυρας του φρικτού θεάματος, φώναζε και προέτρεπε τον ανιψιό της να σώσει τον εαυτό του. Ο Νικήτας, του οποίου η αποφασιστικότητα δεν είχε μειωθεί, άρχισε να αναθεματίζει τον Μωάμεθ και εξόργιζε τόσο τον όχλο, που κάποιοι πηδούσαν πια πάνω στο βασανισμένο θύμα, ενώ άλλοι προέτρεπαν τους δήμιους να εκτελέσουν τη θανατική ποινή. Ο Νικήτας κρεμάστηκε από τα πόδια από ένα δοκάρι πάνω από τα κάρβουνα και ψήθηκε μέχρι θανάτου. Τα λίγα του λείψανα συγκεντρώθηκαν ευλαβικά από τους χριστιανούς και τελικά τοποθετήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου.23

Αυτές οι συγκεκριμένες περιπτώσεις τείνουν να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό των Καλέκα, Σχολάριου και άλλων ότι oι νεομάρτυρες αποτελούσαν σημαντικό χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ιστορίας της Ανατολίας από τον 11ο αιώνα και μετά.

Η διαδικασία θρησκευτικής μετατροπής, που ξεκίνησε από αυτήν την ευρεία ποικιλία παραγόντων και συνθηκών, ήταν πανίσχυρη και εξαπλώθηκε σε όλα τα μέρη της Ανατολίας μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα (ενώ συνέχισε να λειτουργεί ακόμη και μετά). Οι πηγές αναφέρουν συγκεκριμένα τη μετατροπή στις ακόλουθες περιοχές, πόλεις και χωριά:24

Αλτιντάς Ναζιανζός Τζίζρε
Σουσούζ (Τζερμιγιάν) Τραπεζούς Σίβας
Ταβάς (Μεντεσέ) Μαράς Ερζερούμ
Κόνυα (Ικόνιον) Λέφκε Ντιγιάρμπεκιρ
Σις Καϋσερί Κεμάχ
Μεράμ Ρίζε Παϊπέρτ
Γιάλοβα Τζικάρ Νίγκντε
Ταρακλί-Γενιτζεσί Μιρόκαλο Μπέγκσεχιρ
Γκιοϊνούκ Κεσάνος Καραμάν
Μοδρηνή Βανάκ Ζουλκαντιρίγιε
Μπούρσα Γκίρεσουν Κιουτάχεια
Νίκαια Τοκάτ Μανυάς
Αντιόχεια Μιχαλίτς Μπιλετζίκ
Κασταμών Εγιρντίρ Σαραχόρ
Σίσια-Κόμανα Γκεμλίκ Λυκανδός
Γιανκονίγια-Ευχάιτα (Τσόρουμ) Κοτζαέλι Αγρός
Σεβέβερεκ Μπόλου/Σαμσούν Σαραϊτζίκ
Γεωργία Σινώπη Αρκίτ
Ποντοηράκλεια Μαλάτυα Περιοχή Κίρσεχιρ-Ισκιλίπ
Αμάσεια/Γάγγρα Καραχισάρ Μενοχόρτ
Σεβάστεια Αραπγκίρ Ζάβαντος
Μωκισσός Τζεμίσκεζεκ

Τα γραπτά του Σχολάριου μαρτυρούν εκτενώς τις μεγάλης κλίμακας μετατροπές που άδειαζαν τις χριστιανικές τάξεις. Στην ένθερμη παρότρυνσή του να ολοκληρωθεί η ένωση με τους Λατίνους στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, ο Σχολάριος περιέγραφε την αξιοθρήνητη κατάσταση και τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων χριστιανών που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία ή αλλιώς απειλούνταν από επικείμενη κατάκτηση: πολιορκίες, σφαγές, υποδούλωση, λιμός, αφαίρεση παιδιών, ατίμωση ιερέων και πάνω απ’ όλα μετατροπή στο Ισλάμ, τόσο εθελοντικά όσο και ακούσια. Εξαιτίας όλων αυτών, συνεχίζει, η εκκλησιαστική ένωση πρέπει να ολοκληρωθεί, διαφορετικά οι συνέπειες θα είναι θανατηφόρες για τον Χριστιανισμό στην Ανατολή:

Και αυτά ακριβώς τα πράγματα πρέπει να συμβούν στους χριστιανούς σε οποιοδήποτε μέρος της γης ζουν και βρίσκονται υπό την κυριαρχία των βαρβάρων. Ο σεβασμός προς τον Χριστό θα εξαλειφθεί από παντού. Και πιστεύω ότι σε λίγα χρόνια θα φτάσουν όλοι οι χριστιανοί σε εκείνον τον κατακλυσμό και θα καταλάβει όλους η ασέβεια και όλοι θα υποδουλωθούν στους βαρβάρους. 25

τὰ αὐτὰ γὰρ ταῦτα τοῖς ὁπουδήποτε γῆς οἰκοῦσι χριστιανοῖς καὶ ὑπὸ τὴν βαρβάρων τελοῦσιν ἀρχὴν ἀνάγκη πᾶσα συμβῆναι καὶ τὸ τοῦ Χριστοῦ σέβας πανταχόθεν ἐξαλειφθήσεσθαι. Ἐγὼ δὲ καὶ διὰ πάντων χριστιανῶν ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν ἀφίξεσθαι τὸν κατακλυσμὸν ἐκεῖνον ἡγοῦμαι καὶ πάντα νεμηθήσεσθαι τὴν ἀσέβειαν καὶ τοῖς βαρβάροις πάντα δουλεύσειν.

Μουσουλμανικοί θεσμοί: Σουφισμός (Τασαβούφ)

Πολλοί μελετητές έχουν επισημάνει το γεγονός ότι η κατάκτηση της Ανατολίας και η μετανάστευση τουρκικών φυλών σε αυτήν συνοδεύτηκε από την είσοδο και την εμφάνιση πολλών σημαντικών ισλαμικών οργανώσεων και αδελφοτήτων. Μάλιστα ο Οθωμανός χρονικογράφος Ασικπασαζάντε είχε κάνει αυτήν την παρατήρηση ήδη από τον 15ο αιώνα, όταν τους ομαδοποίησε σε τέσσερις ξεχωριστές κατηγορίες:

Επίσης σε αυτό το Ρουμ [Ανατολία] υπάρχουν μεταξύ των ξένων και των ταξιδιωτών τέσσερις ομάδες: Μία από αυτές είναι οι γαζήδες του Ρουμ [Ghaziyan-i Rum], μία οι αχήδες του Ρουμ [Akhiyan-i Rum], μία οι αμπντάλ του Ρουμ [Abdalan-i Rum] και μία οι μπαχτζχήδες του Ρουμ [Bahdjiyan-i Rum].26

Αν και αυτές οι τέσσερις ενώσεις έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών εμπεριστατωμένων μελετών, οι λόγιοι συμφωνούν απόλυτα σε ένα μόνο πράγμα: ότι δηλαδή η γνώση μας για αυτές δεν είναι ακριβής, είναι μάλλον γενική και οι σχέσεις των διαφόρων ομάδων, της μίας με την άλλη, είναι ακόμη πιο ασαφείς και δύσκολο να καθοριστούν. Είναι όμως αλήθεια, ότι ήσαν προσκολλημένες με τη μία ή την άλλη μορφή στα ιδανικά φουτουβά και τασαβούφ. Η προσκόλληση στο φουτουβά διέκρινε τους αχήδες, ενώ η αφοσίωση στα ιδανικά σούφι χαρακτήριζε τους αμπντάλ (δερβίσηδες). Ωστόσο και οι δύο ομάδες μοιράζονταν σε κάποιον βαθμό τις ιδεολογίες τασαβούφ και φουτουβά αντίστοιχα, ενώ και οι τέσσερις ενώσεις έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση μουσουλμανικής κοινωνίας στην Ανατολία. Η φύση και ο χαρακτήρας, πρώτον, του σουφισμού της Ανατολίας και, δεύτερον, του φουτουβά της Ανατολίας ήταν εξαιρετικά περίπλοκη και αποτελούνταν από πολλά διαφορετικά στοιχεία.

Ο σουφισμός (τασαβούφ) είχε την προέλευσή του στο ασκητικό κίνημα της εποχής των Ουμαγιάντ, όταν ο ασκητισμός εμφανίστηκε ως διαμαρτυρία ενάντια στην κοσμικότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Το στοιχείο της μυστικιστικής αγάπης μετέτρεπε αυτόν τον ασκητισμό από απόσυρση (σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στην κοσμικότητα) σε μυστικισμό, μεταμόρφωση που σηματοδοτούσε το ξεκίνημα του σουφισμού. Λόγω της συναισθηματικής του προσέγγισης στη θρησκεία και του γεγονότος ότι ο άνθρωπος μπορούσε να γνωρίσει τον Θεό απευθείας μέσω της μυστικιστικής αγάπης, ο σουφισμός έγινε η πιο δημοφιλής μορφή του Ισλάμ, σε αντίθεση με την ψυχρή, πολυμαθή και προφανώς ακατανόητη ορθόδοξη μορφή της σουνιτικής θεολογίας και του θρησκευτικού νόμου. Αυτό το θεοσοφικό στοιχείο, που τελικά αναμίχθηκε με τον πανθεϊσμό, έφτασε σε ακραία εξέλιξη στη μορφή του Άλ Χάλατζ, τον οποίο οι Ορθόδοξοι [μουσουλμάνοι] θεολόγοι καταδίκασαν σε εκτέλεση (το 921 ή 922), επειδή ταύτιζε τον εαυτό του με τον Θεό. Μέχρι το τέλος του 10ου αιώνα, ο σουφισμός είχε γίνει ξεχωριστός τρόπος θρησκευτικής ζωής και σκέψης και τον 11ο αιώνα εξαπλώθηκε σε όλα τα ισλαμικά εδάφη. Λόγω της τεράστιας δημοτικότητας και της ραγδαίας εξάπλωσής του, προκάλεσε την υποψία και την οργή των ουλεμάδων και αυτό με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα την απολογία των σούφι. Σημαντικοί σε αυτήν ήσαν ο σούφι Κουσάιρι και ιδιαίτερα ο Αλ Γκαζαλί, που προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τον σουφισμό με τον πιο επίσημο τύπο ισλαμικής θρησκευτικής έκφρασης. Λόγω αυτής της επιτυχημένης προσπάθειας απολογίας, τα λιγότερο ακραία στοιχεία ή ομάδες εύρισκαν πια θέση στο πλαίσιο του ορθόδοξου Ισλάμ.27

Υπήρχε λοιπόν μια εξέλιξη στον σουφισμό, επικεντρωμένη στη Βαγδάτη, η οποία βρισκόταν σε πολύ στενή σχέση με το σουνιτικό Ισλάμ. Όμως μια δεύτερη τάση μέσα στον σουφισμό, που επικεντρωνόταν στο Χορασάν (και υπήρχε και αλλού), προχωρούσε προς την κατεύθυνση των ακραίων συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, τρία σημαντικά στοιχεία, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως αντινομικά (δικαιολογούντα την ανηθικότητα), διαπερνούσαν το κίνημα σούφι στο Χορασάν, ενώ και τα τρία εμφανίζονται στο κίνημα σούφι της Ανατολίας. Οι Μαλαματίγια (από την αραβική λέξη μαλάμα που σημαίνει μομφή), ήσαν ομάδα ετερόδοξων, με την έννοια ότι πίστευαν ότι η απλή εκπλήρωση των καθηκόντων που επιβάλλονταν από τη σαρία ήταν στην καλύτερη περίπτωση υποκρισία, ιδιαίτερα αν αυτό γινόταν επιδεικτικά. Απέφευγαν την επίδειξη, ακόμη και της ετεροδοξίας τους, ώστε να αποφεύγουν την απέχθεια της ανειλικρίνειας. Ήσαν γνωστοί ως Μαλαματίγια λόγω του γεγονότος ότι ήσαν διατεθειμένοι να υφίστανται μομφές για τη μη τήρηση των εξωτερικών πτυχών του ισλαμικού τελετουργικού. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που ήταν αντίθετο με τον σπόρο του ορθόδοξου σούνι ήταν ο σημαντικός ρόλος του Άλ Χάλατζ στον Χορασάνι σουφισμό ως «μάρτυρα μυστικιστικής αγάπης». Οι σουνίτες δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν αυτό, καθώς οι ορθόδοξοι ουλεμάδες ήσαν εκείνοι που ήσαν υπεύθυνοι για την εκτέλεση του Άλ Χάλατζ και επίσης λόγω των ακραίων θεοσοφικών δογμάτων και ισχυρισμών του. Ο Χαλατζή σουφισμός γνώρισε σημαντική ανάπτυξη μεταξύ των Τούρκων του Χορασάν και επηρέασε τον μεγαλύτερο από τους ανατολικούς Τούρκους μυστικιστές ποιητές, τον Άχμαντ Γιασάουι. Το τρίτο σημαντικό αντινομικό στοιχείο στον Χορασάνι σουφισμό ήταν αυτό των Μπατινίγια που ζητούσε την αλληγορική ερμηνεία του Κορανίου. Το δόγμα των Μπατινίγια και οι δεσμοί με την οικογένεια του Αλή ήσαν σημαντικά σημεία ομοιότητας και συμφωνίας μεταξύ των σούφι και των σιιτών, αν και αυτές οι δύο ομάδες ήσαν συχνά εχθρικές για άλλα θέματα.28 Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι σημαντικοί, γιατί ήταν η περιοχή του Χορασάν εκείνη στην οποία οι Τούρκοι, εισβάλλοντας και μεταναστεύοντας, έρχονταν σε επαφή με το Ισλάμ και πολλοί συνδέονταν με τον κλάδο γαζήδων του σουφισμού (φουτουβά) και τους θρησκευτικούς ηγέτες τους, τους λεγόμενους μπαμπά, δεχόμενοι βαριά Χορασάνι σούφι επιρροή.29

Μετά τη μετατροπή του ασκητισμού σε μυστικισμό και την ανάπτυξη του τελευταίου στον σουφισμό του 11ου αιώνα, η επόμενη μεγάλη ανάπτυξη του σουφισμού ήταν η ίδρυση και εξάπλωση των μεγάλων ταγμάτων των δερβίσηδων στον ισλαμικό κόσμο. Τα μεγάλα τάγματα προέκυψαν από μικρότερες ανεξάρτητες ομάδες μαθητών, που σχηματίζονταν εθελοντικά γύρω από κάποια εξέχουσα μυστικιστική προσωπικότητα. Προστίθετο μια απλή τελετή μύησης για τους νέους μαθητές, και οι μαθητές ζούσαν με τον σεΐχη ή πιρ μέχρι να βγουν με τη σειρά τους για να κηρύξουν με τον τρόπο του κυρίου τους (ταρίκα). Μετά τον θάνατο του κυρίου, ο τάφος του γινόταν αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού εκ μέρους των μαθητών του, και γινόταν το κέντρο του νέου ταρίκα ή τάγματος, στο οποίο υπέβαλαν πίστη όλα τα νεοσύστατα μοναστήρια (ριμπάτ, ζαουίγια ή κανέκα). Αν και τα διάφορα τάγματα δερβίσηδων που προέκυπταν, διέφεραν μεταξύ τους από πολλές απόψεις, οι σημαντικότερες εξωτερικές διαφορές αφορούσαν το ζήτημα του τελετουργικού (ντικρ) και της στάσης τους απέναντι στους συνήθεις κανόνες του ορθόδοξου Ισλάμ. Υπήρχαν επίσης σημαντικές παραλλαγές, όπως θα εμφανίζονταν στην Ανατολία, μεταξύ των ταγμάτων που ήσαν ουσιαστικά αστικά και εκείνων των αδελφοτήτων που ήσαν κυρίως αγροτικές.30 Στα μέλη των ενώσεων δερβίσηδων περιλαμβάνονταν γενικά οι ίδιοι οι δερβίσηδες, οι οποίοι αποσύρονταν στα μοναστήρια όπου ασχολούνταν εξ ολοκλήρου με τη θρησκευτική ζωή, καθώς και οι λαϊκοί αδελφοί, οι οποίοι, παρόλο που συμμετείχαν στις θρησκευτικές τελετές των μοναστηριών, ασχολούνταν με κοσμικά επαγγέλματα, με τα οποία κέρδιζαν το καθημερινό τους ψωμί. Η ανάπτυξη και εξάπλωση αυτών των ταγμάτων αντικατόπτριζε το γεγονός ότι οι άνθρωποι εύρισκαν μια συναισθηματική θρησκεία πιο ικανοποιητική από το κρύο, μονότονο, ορθόδοξο Ισλάμ. Επιπλέον, τα τάγματα των δερβίσηδων εξαπλώνονταν σε μια εποχή που ο ισλαμικός κόσμος διαλυόταν πολιτικά, και η αστάθεια των συνθηκών πρέπει να είχε προκαλέσει κάποιο άγχος μεταξύ των ανθρώπων. Τέλος, ο ελευθερόφρων χαρακτήρας της θρησκευτικότητας των δερβίσηδων άνοιγε τις πύλες του προσηλυτισμού ειδωλολατρών Τούρκων καθώς και χριστιανών.

Τον 12ο και 13ο αιώνα είχαν πια ιδρυθεί πολλά σημαντικά τάγματα στην Ασία, την Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική. Σε αυτά περιλαμβάνονταν οι Καντιρίγια (αστική ένωση που ιδρύθηκε κοντά στη Βαγδάτη), οι Σουχραουαρίγια, οι Μπανταουίγια και Σαντιλίγια (που ιδρύθηκαν στην Αίγυπτο), οι Γιασαουίγια (η πρώτη τουρκική μυστικιστική αδελφότητα) και οι Καλανταρίγια στα ανατολικά ισλαμικά εδάφη.31 Τα τάγματα των δερβίσηδων που έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην Ανατολία από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα, εν μέρει ιδρύθηκαν στην Ανατολία (Μαουλαουίγια και Μπεκτασίγια), και εν μέρει ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν σε άλλα ισλαμικά εδάφη (Καζαρουνίγια, Καλανταρίγια, Ριφάγια). Και στις δύο περιπτώσεις η εισροή ιερών ανθρώπων που διέφευγαν από τις επιδρομές των Μογγόλων στο Χορασάν και αναζητούσαν καταφύγιο στην Ανατολία, παρακινούσε σε μεγάλο βαθμό την ίδρυση και εξέλιξη των αδελφοτήτων δερβίσηδων.

Οι ίδιοι οι Τούρκοι, κατά τη διάρκεια της εγκατάστασής τους και της διέλευσής τους από το Χορασάν και τις βόρειες παρυφές των ισλαμικών εδαφών, είχαν υποστεί ισχυρά ρεύματα επιρροής των σούφι. Πολύ σημαντικός από αυτή την άποψη ήταν ο Άχμαντ Γιασάουι, ο ιδρυτής του πρώτου τουρκικού ταρίκα δερβίσηδων. Αν και η ζωή του καλύπτεται από πολύ θρύλο, φαίνεται ότι ο Γιασάουι γεννήθηκε στο Σαϊράμ του κινέζικου Τουρκεστάν και, τελικά ερχόμενος δυτικά, μελετούσε με τον διάσημο μυστικιστή και νομικό Γιουσούφ Χαμντάνι στη Μπουχάρα. Ο Γιασάουι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, ίσως ακόμη και καθοριστικό, στον εξισλαμισμό των Τούρκων. Πιο πριν, οι νεοεισερχόμενοι υφίσταντο μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών επιρροών, αλλά ο Γιασάουι πήρε τον σουφισμό που βρήκε και τον προσάρμοσε για τους λαούς του σε τουρκικό πλαίσιο και στην τουρκική γλώσσα. Διάφοροι μύθοι αριθμούν τους μαθητές του από 12.000 μέχρι 99.000, ενώ η επιρροή του εξαπλωνόταν ανατολικά στους Κιργίζιους στο Τουρκεστάν, στους τουρκικούς λαούς στον βορρά γύρω από τον Βόλγα και στα δυτικά στην Ανατολία.32

Μεταξύ των ταγμάτων δερβίσηδων που έρχονταν στην Ανατολία τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν εκείνο των Ριφάιγια, που ιδρύθηκε στο Ιράκ τον 12ο αιώνα. Αρχικά ο ιδρυτής του φαίνεται ότι είχε κηρύξει δόγματα για τη φτώχεια, την αποχή, τη μη αντίσταση σε κακώσεις. Οι πρώτοι οπαδοί γενικά δεν ήσαν πρόθυμοι να σκοτώνουν ή να προκαλούν πόνο σε οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των ψειρών και ακρίδων.33 Όμως οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές του τάγματος φαίνεται ότι υπέστησαν δραστικό μετασχηματισμό μετά τις εισβολές των Μογγόλων, πιθανώς λόγω της διείσδυσης σαμανιστικών επιρροών. Ύστερα από αυτόν τον μετασχηματισμό, η αδελφότητα, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως εκείνη των «Ουρλιαζόντων Δερβίσηδων», χαρακτηριζόταν από θαυμαστά και εντυπωσιακά κατορθώματα όπως ίππευση λιονταριών, κάθισμα σε αναμμένους φούρνους, αυτομαχαίρωμα, αυτοκάψιμο, πυροφαγία και άλλα τέτοια επιτεύγματα.34 Ένα άλλο ταρίκα, το οποίο ήρθε στην Ανατολία από την Περσία, ήταν εκείνο των Καζαρουνίγια ή Ισακίγια. Η ένωση ιδρύθηκε στο Καζαρούν, επαρχία του Σιράζ, από τον Σαΐχ Άμπου Ισάκ μπιν Σαχσιγιάρ Καζαρούνι (963-1033), απόγονο οικογένειας πυρολατρών που είχαν μετατραπεί στο Ισλάμ μόλις την εποχή του πατέρα του. Ο Καζαρούνι ήταν ένθερμος ιεραπόστολος ο οποίος, σύμφωνα με τη βιογραφία του, μετέτρεψε 24.000 πυρολάτρες και Εβραίους στο Ισλάμ και το τάγμα του εξαπλώθηκε τελικά στην Ινδία, την Περσία, την Κίνα και την Ανατολία. Αν και η παράδοση λέει ότι ο ίδιος ο Καζαρούνι έστειλε μαθητές στην Ανατολία για να πολεμήσουν τους χριστιανούς, δεν υπάρχουν στοιχεία της εποχής για την παρουσία εκεί των Καζαρουνίγια μέχρι τον 14ο αιώνα. Αυτοί οι Καζαρούνι χαρακτηρίζονταν κυρίως από το μαχητικό τους ιεραποστολικό πνεύμα και τη νοοτροπία γαζή, καθώς και από τον ρόλο τους στη τζιχάντ. Κατά συνέπεια, οι Καζαρουνίγια διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στην οθωμανική ιστορία κατά τον 15ο αιώνα. Αν και ήσαν πρωτίστως προσανατολισμένοι στις πόλεις, προφανώς είχαν μεγάλη επιρροή μεταξύ των Τουρκμένων και στην οργάνωση της τζιχάντ.35

Ένας μεγάλος αριθμός, ίσως ακόμη και η πλειοψηφία, των δερβίσηδων που έφευγαν από το Τουρκεστάν, τη Μπουχάρα και τη Χωρασμία (Χβαράζμ) για τη Μικρά Ασία ήσαν οι λεγόμενοι Καλανταρίγια.36 Αυτό το τάγμα, που φαίνεται ότι προερχόταν από την Κεντρική Ασία και είχε κάποια ινδική επιρροή, έφτασε για πρώτη φορά σε αραβικά εδάφη τον 11ο αιώνα. Το κίνημα εμπνεόταν, σε κάποιο βαθμό, από τις διδασκαλίες των Μαλαματίγια, αλλά οι Καλαντάρ διέφεραν από τους οπαδούς των τελευταίων στο ότι έβγαιναν από τον δρόμο τους για να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για τη μη συμμόρφωση με τις εξωτερικές και συνήθεις πρακτικές του Ορθόδοξου Ισλάμ. Θα μπορούσε κανείς να τους περιγράψει ως «επιδεικτικούς» Μαλαμάτι. Έτσι ξύριζαν τα φρύδια και τα γένια τους, φορούσαν περίεργα ρούχα, ζούσαν περιπλανώμενη ζωή, ζώντας από τη φιλανθρωπία των τοπικών πληθυσμών. Δεν είχαν ζαουίγια (μοναστήρια) ή είχαν πολύ λίγα και περιφέρονταν σε ομάδες συνοδευόμενοι από σημαίες, τύμπανα και παράξενη μουσική. Άρεσαν, γενικά, κυρίως σε μέλη κατώτερων και αμόρφωτων τάξεων. Το δόγμα τους περί αγνόησης της επίσημης θρησκευτικής εθιμοτυπίας οδηγούσε σε μεγάλη χαλαρότητα και ανηθικότητα στη συμπεριφορά τους. Ήσαν μείζονος σημασίας για την ιστορική ανάπτυξη της Μικράς Ασίας, γιατί οι Καλαντάρ, ή δερβίσηδες σαν κι αυτούς αλλά αποκαλούμενοι με άλλα ονόματα, ήσαν εκείνοι που είχαν τόσο μεγάλη επιρροή μεταξύ των Τουρκμένων μπαμπά, αναγκάζοντάς τους να επαναστατούν εναντίον της κυβέρνησης των Σελτζούκων και ξεσηκώνοντάς τους επίσης σε τζιχάντ στα σύνορα εναντίον των χριστιανών. Η διείσδυση των Καλαντάρ στη Μικρά Ασία συνοδευόταν από την εμφάνιση μιας άλλης ετεροδόξου ομάδας, αυτής των Χαϋνταρίγια, οι οποίοι άρεσαν επίσης κυρίως στους ανθρώπους των φυλών στα χωριά και τις πεδιάδες.37

Η εξέλιξη αυτών των ταρίκα και η συνεχής εμφάνιση νέων κλάδων τον 15ο και 16ο αιώνα ήταν πραγματικά πρωτοφανής. Υπήρχαν οι Ζαϋνίγια και οι Μπαντραντινίγια.38 Από τους Χαλβατίγια προέκυψαν οι Σαμπανίγια, οι Ρουσανίγια και οι Γκουλσανίγια.39 Από τους Μπαϋραμίγια οι Ισαουίγια, Χιμματίγια, Ταννσουβίγια και Σαμσίγια.40

Αν και ορισμένες από τις παραπάνω ομάδες έπαιξαν σημαντικούς ρόλους στην ιστορία της περιόδου, σίγουρα οι πιο διάσημες και διαδεδομένες από τις αδελφότητες δερβίσηδων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέληξαν να είναι εκείνες των μπεκτασήδων και μεβλεβήδων, η πρώτη αρχικά «αγροτικό» τάγμα, η δεύτερη αστικό.41 Η παλαιότερη γραπτή εκδοχή της ζωής του Χατζή Μπεκτάς, πνευματικού ιδρυτή των μπεκτασήδων, ανατρέχει μόλις στις αρχές του 15ου αιώνα και είναι πολύ βαριά εμπλουτισμένη με παράδοση και θρύλους, που προστέθηκαν για να βελτιώσουν την προέλευση του τάγματος.42 Κατά συνέπεια, μόνο με τη βοήθεια διάσπαρτων αναφορών, από προγενέστερες πηγές, μπορεί να ελεγχθεί η ιστορία ή η βιογραφία του Χατζή Μπεκτάς, αν και είναι προφανές ότι το Βιλαγιέτναμε περιέχει έναν ιστορικό πυρήνα που ανατρέχει στον 13ο αιώνα. Αυτό το πρώιμο τμήμα του έργου παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, περισσότερο για την κατανόηση της νοοτροπίας και των προοπτικών των μπεκτασήδων τον 15ο αιώνα παρά για τα γεγονότα της ζωής του Μπεκτάς.43 Αποτελεί πολύχρωμο μείγμα επιλογών από την ιστορία και τους θρύλους των σιιτών, στολισμένο με θαύματα των αγίων ανδρών του Χορασάν και λεπτομέρειες από το υπόβαθρο του ίδιου του Χατζή Μπεκτάς. Η σιλσιλέ, η γενεαλογία του, ανατρέχει στον προφήτη Μωάμεθ, μέσω του Αλή, όπως ταιριάζει στον ιδρυτή ενός τάγματος σούφι, και τελικά γίνεται γιος και διάδοχος του ηγεμόνα της Νισαπούρ.44 Σύμφωνα με την παράδοση, αφού εκπαιδεύτηκε από τον Λοκμάν Περέντε και μυήθηκε στη ζωή του δερβίση από τον Άχμαντ Γιασάουι (αναχρονισμός), ο τελευταίος έστειλε τον Χατζή Μπεκτάς στο Ρουμ (Ανατολία).45 Το Βιλαγιέτναμε αναφέρει ότι οι 57.000 δερβίσηδες του Ρουμ συγκεντρώθηκαν για να εμποδίσουν την είσοδό του, οπότε ο Μπεκτάς μεταμορφώθηκε σε περιστέρι,46 πέταξε στον παράδεισο και έπειτα προσγειώθηκε στη Σουλούτζα Καρά Ογιούκ κοντά στο Κίρσεχιρ.47 Το υπόλοιπο της ζωής του στην Ανατολία αφιερώθηκε στην περιπλάνηση σε διάφορα μέρη, κερδίζοντας μαθητές και προσήλυτους και πραγματοποιώντας εντυπωσιακά θαύματα. Ήρθε σε επαφή με πολλούς τομείς της κοινωνίας της Ανατολίας, συμπεριλαμβανομένων των ειδωλολατρών νομάδων, μουσουλμάνων και χριστιανών. Μεταξύ των πιο διάσημων μαθητών του Χατζή Μπεκτάς είναι κατά το Βιλαγιέτναμε ο Τούρκος ποιητής Γιουνούς Εμρέ48 και ο Αχή Εβράν.49

Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της αφήγησης στο Βιλαγιέτναμε είναι μυθικό, αλλά δεν αποτυγχάνει κανείς να αναγνωρίσει τον ιστορικό πυρήνα σε αυτό, ούτε να αντιληφθεί μια συμβολική ή πολιτιστική αλήθεια σε πολλές από τις φανταστικές ιστορίες. Ο Χατζή Μπεκτάς ήρθε τον 13ο αιώνα από το Χορασάν στην Ανατολία,50 όπου συνδέθηκε με το μεγάλο κίνημα των Τουρκμένων μπαμπά.51 Ήταν μαθητής του διάσημου Μπαμπά Ισάκ, που εξαπέλυσε την αιματηρή εξέγερση των φυλών Τουρκμένων, η οποία εξασθένησε θανάσιμα το κράτος των Σελτζούκων του Ικονίου την παραμονή της εισβολής των Μογγόλων.52 Πιο σημαντικό για τη μοίρα του βυζαντινού πολιτισμού, ο Μπεκτάς υπήρξε πολύ επιτυχής στο να κερδίζει οπαδούς και τελικά αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κύριους ιερούς ανθρώπους στην Ανατολία. Αν και ο ίδιος πιθανότατα δεν ίδρυσε πραγματική αδελφότητα δερβίσηδων, τον 14ο αιώνα το τάγμα των μπεκτασήδων είχε πια επίσημη ύπαρξη.53 Στη συνέχεια η αδελφότητα υπέστη δύο σημαντικές αλλαγές: πρώτον, στις αρχές του 15ου αιώνα βαριά επιρροή των Χουρούφι (οι τελευταίοι εξαπλώνονταν σε όλη την Ανατολία και είχαν ιδιαίτερη επιρροή με τον Μωάμεθ Β’),54 και δεύτερον, στις αρχές του 16ου αιώνα ο Μπαλίμ Σουλτάν, γνωστός ως ο δεύτερος ιδρυτής του τάγματος, εισήγαγε ορισμένες νέες πρακτικές (συμπεριλαμβανομένης της αγαμίας). 55

Το δόγμα των μπεκτασήδων αποτελεί συνονθύλευμα ευρέως διαφερόντων δογμάτων και επιρροών και ως εκ τούτου υπήρξε πολύ δύσκολο να του δοθεί αυστηρός και σαφής ορισμός. Λόγω της επιρροής τόσων πολλών διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων, στοιχεία από τις οποίες απορροφούνταν στο τάγμα, οι πρακτικές και οι πεποιθήσεις του ήσαν εξαιρετικά ανόμοιες. Η Ανατολία του 13ου αιώνα, το σπορείο στο οποίο φύτρωναν οι μπεκτασήδες, κατακλυζόταν από Καλαντάρ και Χαϋντάρι δερβίσηδες (όπου και οι δύο ήσαν μπατίνι), ενώ ο Μπαμπά Ισάκ, ο πιρ του Χατζή Μπεκτάς, ήταν πιθανώς ο ίδιος Καλαντάρ.56 Κατά συνέπεια, οι μπεκτασήδες ήσαν αισθητά ετερόδοξοι από την αρχή και αυτή η ετεροδοξία ενισχύθηκε σημαντικά τον 15ο αιώνα από τη διείσδυση των Χουρούφι. Οι μπεκτασήδες ήσαν έντονα σιίτες στις τάσεις τους, αναγνωρίζοντας τους δώδεκα ιμάμηδες, σεβόμενοι τον Αλή και τους γιους του κατά τη διάρκεια του Μουχαρέμ. Τηρούσαν την πρακτική της τεβέλλα και τεμπέρρα (φίλοι των φίλων του Αλή και εχθροί των εχθρών του). Υπήρχαν επίσης συγκεκριμένα ίχνη από παλαιές σαμανικές παραδόσεις, τις οποίες οι τουρκμενικές φυλές συντηρούσαν μέσω των μπαμπά τους.57 Ίσως η συμμετοχή μη καλυμμένων γυναικών στο τελετουργικό των μπεκτασήδων αποτελεί αντανάκλαση σαμανιστικών καταλοίπων. Η σεμά ή τελετουργικός χορός και οι ύμνοι των μπεκτασήδων έχουν συγκριθεί με τους εκστατικούς χορούς των σαμάνων και με τα ξόρκια τους, ενώ η θυσία ζώων, ιδιαίτερα βοδιών, αποτελεί πιθανώς άλλη τέτοια παλαιά παράδοση.58 Πολλά από τα θαύματα των αγίων των μπεκτασήδων διαμορφώνονται πάνω σε παλαιές παραδόσεις, ιδιαίτερα τα θαύματα στα οποία ο ιερός άνθρωπος παίρνει τη μορφή πουλιού που πετάει. Το ξύρισμα της γενειάδας, αφήνοντας ταυτόχρονα το μουστάκι μακρύ, ήταν πιθανότατα κατάλοιπο τέτοιων σαμανιστικών πρακτικών.59 Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά δόγματα και πρακτικές που είναι παρόμοιες με εκείνες των χριστιανών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα χριστιανική προέλευση. Είναι όμως δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι παρόμοιες πρακτικές και δόγματα υπήρχαν λόγω της εισόδου χριστιανών στα τάγματα και λόγω των στενών σχέσεων μεταξύ μπεκτασήδων και χριστιανών.60 Το χριστιανικό βάπτισμα αντιστοιχεί, ως καθάρισμα από αμαρτίες, με την πρακτική της πλύσης των μπεκτασήδων, με τους συνοδευτικούς της τύπους πριν από το αϊνιτζέμ (τελετή μύησης). Το χρίσμα έχει ανάλογο στους μπεκτασήδες, με το ράντισμα με ροδόνερο και τη συνοδεύουσα τελετή. Η Ιερή Ευχαριστία των χριστιανών ως σύμβολο του θανάτου του Χριστού είναι παρόμοια με τη χρήση κρασιού και ψωμιού στο αϊνιτζέμ, στη μνήμη του θανάτου του Χουσεΐν, όπου και στις δύο περιπτώσεις μόνο ο αμύητος συμμετέχει στην τελετή. Τόσο μεταξύ των μπεκτασήδων όσο και των χριστιανών υπήρχαν άγαμοι και παντρεμένοι ιερείς και μπαμπά. Η χριστιανική εξομολόγηση και μετάνοια ήταν παρόμοια με την πρακτική του μπας οκουτμάκ των μπεκτασήδων, ενώ ο χριστιανικός αφορισμός δεν ήταν διαφορετικός από το ντουσκουνλούκ των μπεκτασήδων.61 Άλλα αντικείμενα αποτελούν προφανώς πιο συμπτωματικές ή τυχαίες αναλογίες, τα οποία οι μπεκτασήδες χρησιμοποιούσαν για το πλεονέκτημα της καλής προπαγάνδας με χριστιανούς. Εξίσωναν τους δώδεκα ιμάμηδες με τους δώδεκα αποστόλους. Την από παρθένο γέννηση του Χριστού με εκείνη του Μπαλίμ Σουλτάν, του δεύτερου ιδρυτή του τάγματος. Θεωρούσαν τον Χατζή Μπεκτάς μετενσάρκωση του Αγίου Χαραλάμπους. Όπως οι χριστιανοί είχαν μια Τριάδα, έτσι και οι μπεκτασήδες, την οποία αποτελούσαν ο Θεός, ο Μωάμεθ και ο Αλή.62Και φυσικά ο μυστικισμός των μπεκτασήδων, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ισλαμικά μυστικιστικά τάγματα, έπαιρνε τελικά μεγάλο μέρος του μυστικιστικού δόγματός του από τον Νεοπλατωνισμό, στον οποίο η Θεότητα δημιούργησε τον κόσμο προερχόμενη από τον εαυτό της: Είναι προφανές πόσο εκλεκτικός και συγκρητικός ήταν ο Μπεκτασισμός και πόσο φιλόξενος και ελευθερόφρων. Αυτός ο συγκρητισμός, που διευκόλυνε τόσο τον προσηλυτισμό από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ, θυμίζει τον θρησκευτικό συγκρητισμό που είχε επιταχύνει τη μετάβαση από τον παγανισμό στον Χριστιανισμό χίλια χρόνια νωρίτερα στην Ανατολία.

Λόγω της μεγάλης ποικιλίας δογμάτων που αγκάλιαζε ο Μπεκτασισμός, θα περίμενε κανείς να βρει ισχυρό στοιχείο προσηλυτισμού στην ιστορία της αδελφότητας. Αυτό ήταν σίγουρα χαρακτηριστικό πολλών από τα τάγματα στο Χορασάν, ιδιαίτερα των Καζαρουνίγια και των Γιασαουίγια, όπου και τα δύο παρουσιάζονται ότι είχαν μετατρέψει μεγάλο αριθμό ζωροαστρικών, Εβραίων και ειδωλολατρών Τούρκων. Οι συνθήκες της κοινωνίας της Ανατολίας τον 13ο και 14ο αιώνα ήσαν παρόμοιες, αναμφίβολα, με εκείνες του Χορασάν από ορισμένες απόψεις. Και οι δύο περιοχές ήσαν σκηνικά αναταραχής που προκαλούνταν από συνεχιζόμενες διαμάχες, πολέμους, καταστροφές και την είσοδο νέων εθνοτικών ομάδων, των Τούρκων, που ήσαν είτε ειδωλολάτρες είτε επιφανειακά εξισλαμισμένοι. Και οι δύο περιοχές διέθεταν επίσης σημαντικούς μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, η Ανατολία περισσότερο από το Χορασάν. Οι κοινωνίες στο Χορασάν και την Ανατολία δέχονταν σοβαρούς εξωτερικούς κλονισμούς, κλονισμούς που υπονόμευαν την εγκυρότητα των παλαιών θρησκευτικών και κοινωνικών αξιών των μη μουσουλμάνων και προετοίμαζαν τον δρόμο για τη διείσδυση νέων τρόπων. Προφανώς αυτές ήσαν περιοχές στις οποίες οι συνθήκες προσφέρονταν για το έργο και τη δραστηριότητα θρησκευτικών ιεραποστόλων. Ήταν τα δυναμικά, αν και ετερόδοξα και συχνά αιρετικά τάγματα δερβίσηδων και όχι οι συντηρητικοί, στατικοί σουνίτες ουλεμάδες, εκείνα που διέδιδαν πιο επιθετικά τις νέες «αξίες» σε αυτές τις περιοχές, σε γλώσσα και μορφή που επικοινωνούσαν εύκολα με τις μάζες. Αυτό το ιεραποστολικό πνεύμα βρίσκεται στο Βιλαγιέτναμε του Χατζή Μπεκτάς, όπου ο ίδιος και οι μαθητές του φαίνονται να προσηλυτίζουν δραστήρια: οι μουσουλμάνοι τηρούν τον δικό τους «τρόπο» παρά τους άλλους θρησκευτικούς «τρόπους». Οι ειδωλολάτρες μετατρέπονται στο Ισλάμ και εισέρχονται στο τάγμα του δερβίση τους. Τέλος οι χριστιανοί μετατρέπονται με τον ίδιο τρόπο από τους μπεκτασήδες ως οπαδοί της ιδιαίτερης θρησκευτικής τους αδελφότητας. Το τελευταίο μέρος του Βιλαγιέτναμε, στο οποίο περιγράφεται η αποστολή των μαθητών του Χατζή Μπεκτάς, απεικονίζει σαφώς αυτήν την ιεραποστολική πτυχή του Μπεκτασισμού.

Ο πιο αξιοσημείωτος από τους μουσουλμάνους, τον οποίο ο Χατζή Μπεκτάς φέρεται στο Βιλαγιέτναμε να μετατρέπει σε οπαδό του «τρόπου» του, είναι ο διάσημος ποιητής Γιουνούς Εμρέ.63 Αν και «μετέτρεψε» άλλους μουσουλμάνους στον «τρόπο» (όπως τον «ληστή» του Τζερμιγιάν),64 η ιεραποστολική του δραστηριότητα, και εκείνη των μαθητών του, είναι πιο σημαντική με τους ειδωλολάτρες και τους χριστιανούς απίστους παρά με τους μουσουλμάνους. Μάλιστα η βιογραφία του Χατζή Μπεκτάς αποδίδει επιτυχημένη ιεραποστολική δραστηριότητα σε αυτόν ακόμη και πριν φύγει από το Χορασάν για να έρθει στην Ανατολία. Αυτό εξηγείται στο συγκριτικά μακροσκελές περιστατικό της απόπειρας κατάκτησης και μετατροπής της περιοχής Μπενταχσάν.65 Αυτό το επεισόδιο Μπενταχσάν, που συνέβη κατά την πρώιμη περίοδο της βιογραφίας του Χατζή Μπεκτάς, είναι σε μεγάλο βαθμό μυθικό και ιδιαίτερα αναχρονιστικό. Η βιογραφία αντικατοπτρίζει μάλλον το πνεύμα παρά την ακρίβεια ή ανακρίβεια των γεγονότων που περιέχονται, πνεύμα το οποίο είναι σημαντικό, γιατί ο ιεραποστολικός και προσηλυτιστικός ζήλος είναι αυτός που ενσωμάτωσε αυτό το περιστατικό στο Βιλαγιέτναμε κάποια στιγμή μεταξύ 13ου και αρχών του 15ου αιώνα. Η ενσωμάτωση της ιστορίας του Μπενταχσάν στο σώμα του Βιλαγιέτναμε σε αυτήν την περίοδο αντικατοπτρίζει ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Τότε το τάγμα των μπεκτασήδων ασχολούνταν πολύ με ιεραποστολικές δραστηριότητες και κατά συνέπεια στην αφήγηση και σύνθεση της πρώτης περιόδου της ζωής του Μπεκτάς, οι συντάκτες θεώρησαν επιτακτική ανάγκη να είχε πραγματοποιήσει σημαντικές μετατροπές, ενώ ζούσε ακόμη στην επαρχία του Χορασάν.

Στο επόμενο περιστατικό προσηλυτισμού υπάρχουν και πάλι αναχρονιστικά και μυθικά στοιχεία, διασυνδεδεμένα με ιστορικό γεγονός. Καθώς το συμβάν τοποθετείται στην περίοδο μετά την είσοδο του Χατζή Μπεκτάς στην Ανατολία, υπάρχουν λιγότερα μυθικά και περισσότερα ιστορικά απ’ όσα στην αφήγηση του Μπενταχσάν. Σε αυτό το ιδιαίτερο περιστατικό του Βιλαγιέτναμε, ο Χατζή Μπεκτάς αποφάσισε να στείλει τον μαθητή του Τζαν Μπαμπά σε μεγάλη φυλή ειδωλολατρών Τατάρων υπό τον Κέλου Χαν, που κατασκήνωνε στην περιοχή του Ερζιντζάν στην ανατολική Μικρά Ασία. Οι Τάταροι, αφού τελικά πείστηκαν για τη μεγάλη θρησκευτική δύναμη του Ισλάμ, άρχιζαν να συζητούν την πιθανότητα να γίνουν προσήλυτοι και ύστερα από μια τελική επίδειξη της αληθινής πίστης, μετατράπηκαν. Οι μπεγκ των Τατάρων συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο και αποφάσισαν ότι, καθώς είχαν γίνει τώρα μουσουλμάνοι, δεν μπορούσαν να πολεμούν εναντίον των ομοθρήσκων τους μουσουλμάνων στην Ανατολία. Επιθυμώντας να μετατρέψουν κι άλλα εδάφη και λαούς στη νέα θρησκεία με πόλεμο και κατάκτηση, εισέβαλαν στη γη του πατέρα του Κέλου Χαν, αλλά όταν αυτός αρνήθηκε να δεχτεί τη νέα θρησκεία, αποφάσισαν να υποβάλουν αίτημα στον Σελτζούκο σουλτάνο Άλα αλ-Ντιν για εδάφη. Για αυτόν τον σκοπό, ο Κέλου Χαν έστειλε επιστολή στον σουλτάνο, ενημερώνοντάς τον ότι καθώς είχε γίνει μουσουλμάνος, δεν μπορούσε να επιστρέψει στη γη του πατέρα του και, κατά συνέπεια, ο σουλτάνος έπρεπε να του δώσει γη με καλοκαιρινά και χειμερινά βοσκοτόπια (η επιστολή ενημέρωνε επίσης τον Άλα αλ-Ντιν για την κατάκτηση της Βαγδάτης από τον Κέλου Χαν!). Ο σουλτάνος παραχώρησε στους Τάταρους τις περιοχές μεταξύ Σίβας και Καϋσερί (ως καλοκαιρινά βοσκοτόπια) και εκείνες μεταξύ Τσόρουμ και Άγκυρας (ως χειμερινές εκτάσεις). Η παραχώρηση περιλάμβανε τον όρο ότι οι Τάταροι δεν θα παραβίαζαν ποτέ αυτά τα καθορισμένα όρια, ότι έπρεπε να είναι υπάκουοι στον νόμο της χώρας και ότι έπρεπε να υπηρετούν στρατιωτική θητεία για τους σουλτάνους.66

Το Βιλαγιέτναμε παρατηρεί ότι ο σουλτάνος και οι ευγενείς των Σελτζούκων ενθουσιάστηκαν με την επιτυχία του Χατζή Μπεκτάς στην επίλυση ενός τόσο δύσκολου για αυτούς προβλήματος. Έτσι του έδωσαν πολλά δώρα και εφεξής, όποτε ο Άλα αλ-Ντιν βρισκόταν σε ανάγκη ή δυσκολία, ζητούσε τη συμβουλή του Χατζή Μπεκτάς. Οι συντάκτες του Βιλαγιέτναμε, μη όντας ικανοποιημένοι με τους ηράκλειους άθλους που είχαν συσσωρεύσει πάνω στον ιερό άνθρωπο, προσθέτουν ότι μέσω των δικών του θαυμάτων κατάφερε ο Άλα αλ-Ντιν να κατακτήσει τη δυτική Ανατολία.67 Η σχέση των Τατάρων με τον Μπεκτάς και το κατεστημένο του, μετά την είσοδό του και την εγκατάστασή του στην Ανατολία, συνέχιζε να είναι στενή. Δύο φορές το χρόνο οι μπεγκ των Τατάρων και οι άνθρωποι ανώτερου βαθμού, πριν από την αναχώρησή τους για τα καλοκαιρινά λιβάδια και μετά την είσοδό τους στα χειμερινά καταλύματα, πήγαιναν στον τεκκέ του Χατζή Μπεκτάς. Έφερναν μαζί τους ως προσφορές πολυάριθμα ζώα, παρέμεναν στον τεκκέ ως φιλοξενούμενοι για λίγες ημέρες και ύστερα συνέχιζαν τον δρόμο τους.68 Παρόλο που οι Τάταροι είχαν προσηλυτιστεί στο Ισλάμ, επέμεναν σε πολλές από τις παλαιές θρησκευτικές τους πρακτικές και πεποιθήσεις. Το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτού, και σίγουρα το πιο προσβλητικό για την ισλαμική κοινότητα, ήταν το γεγονός ότι οι Τάταροι δεν είχαν εγκαταλείψει τα είδωλά τους. Κατά συνέπεια, αφού πέρασαν αρκετά χρόνια (ο Κέλου Χαν είχε πεθάνει και τον είχε διαδεχθεί άλλος Χαν), ο Μπεκτάς έστειλε τον Χούβα Ατά, έναν από τους μαθητές του, να καταστρέψει τα είδωλα των Τατάρων. Αφού ξεπέρασε τις αρχικές δυσκολίες και την απροθυμία των Τατάρων, κατάφερε να πείσει τους νομάδες να εγκαταλείψουν τα είδωλά τους και στη συνέχεια στάλθηκαν αγγελιοφόροι στους Τατάρους, διατάζοντάς τους να κάψουν τα είδωλά τους. Ο Χούβα Ατά παρέμεινε μεταξύ των Τατάρων διδάσκοντάς τους το Ισλάμ και τελικά πέθανε ανάμεσά τους. Ο τάφος του, σύμφωνα με το Βιλαγιέτναμε, βρισκόταν στην πόλη Μπαλί Σεΐχ στους πρόποδες του Ντενέκ Νταγί στα ανατολικά της Άγκυρας.69

Ορισμένα αναχρονιστικά στοιχεία είναι άμεσα εμφανή στην αφήγηση της εισόδου στην Ανατολία και της μετατροπής στο Ισλάμ αυτών των φυλών των Τατάρων. Ωστόσο και τα δύο αυτά γεγονότα έχουν στην πραγματικότητα σταθερό ιστορικό υπόβαθρο. Γνωρίζουμε ότι τον 13ο αιώνα φυλές Τουρκμένων και Μογγόλων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Άγκυρας σε σημαντικούς αριθμούς,70 ενώ οι μαθητές του Χατζή Μπεκτάς είχαν πολύ στενή και σαφή σχέση με τα εμιράτα της δυτικής Μικράς Ασίας. Είναι πολύ πιθανό ότι συμμετείχαν στην τουρκική προέλαση σε αυτές τις περιοχές ή αλλιώς ότι εμφανίζονταν στις περιοχές αμέσως μετά την κατάκτησή τους.71 Η μεγάλη επιρροή της οποίας απολάμβαναν ο Χατζή Μπεκτάς και οι οπαδοί του μεταξύ των φυλών είναι σύμφωνη με την παράδοση όλων όσων γνωρίζουμε για την πρώιμη ιστορία του τάγματος των μπεκτασήδων. Όλοι οι μελετητές έχουν τονίσει τον «αγροτικό» χαρακτήρα του τάγματος και το γεγονός ότι ασκούσε την επιρροή του κυρίως μεταξύ των φυλών και όχι στα αστικά κέντρα κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου. Από τους πέντε μαθητές του Χατζή Μπεκτάς που αναφέρονται στο τέλος του Βιλαγιέτναμε, μόνο ένας στέλνεται σε παλαιό, καθιερωμένο μουσουλμανικό αστικό κέντρο, την Κόνυα. Οι άλλοι τέσσερις πηγαίνουν στις φυλές Τουρκμένων στα δυτικά σύνορα. Ο Μπεκτάς λοιπόν ακολουθούσε την άμεση παράδοση του δικού του πνευματικού κυρίου, του Μπαμπά Ισάκ, ο οποίος είχε αποκτήσει υπεροχή μεταξύ των Τουρκμένων της Ανατολίας. Η ιστορία της μετατροπής των Τατάρων έχει σημαντική ποσότητα πολύ πιθανών και ρεαλιστικών λεπτομερειών. Αναπαριστά τη μετατροπή των Τατάρων ως σταδιακή διαδικασία, στην οποία οι Τάταροι διατηρούσαν τα είδωλά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά τα εγκατέλειψαν με πολύ μεγάλη απροθυμία. Ο μεγάλος αριθμός λεπτομερειών στη σχέση μεταξύ του δερβίση ηγέτη και των οπαδών του από τη μία πλευρά και των ανθρώπων των φυλών των Τατάρων από την άλλη, φαίνεται να υπονοεί ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με πραγματικό ιστορικό γεγονός, τη μετατροπή μιας μεγάλης φυλής Τατάρων από τους μπεκτασήδες. Οι ηγέτες των Σελτζούκων προσπαθούσαν φυσικά να διατηρούν φιλική σχέση με δερβίσηδες που είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή μεταξύ των ενοχλητικών φυλών, γιατί το μάθημα που τους είχε διδάξει ο Μπαμπά Ισάκ δεν το ξεχνούσαν. Το κύρος που εμφανίζεται να απολαμβάνει ο Χατζή Μπεκτάς με τον Άλα αλ-Ντιν, αν και όχι σωστό ως γεγονός, είναι ενδεικτικό του γοήτρου που απολάμβανε αυτός και οι οπαδοί του με τους μεταγενέστερους ηγεμόνες.

Μέχρι στιγμής ο Χατζή Μπεκτάς και οι οπαδοί του εμφανίζονται ως δραστήριοι ιεραπόστολοι μεταξύ μουσουλμάνων και ειδωλολατρών στην Κεντρική Ασία και την Ανατολία. Θα περίμενε κανείς να τους δει σε παρόμοια σχέση με τους χριστιανούς, ιδιαίτερα στην Ανατολία κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Μάλιστα περιστατικά επαφής με χριστιανούς όντως συμβαίνουν στο Βιλαγιέτναμε. Το πρώτο από αυτά έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του Χατζή Μπεκτάς από την Καϋσερί (Καισάρεια) στο Ουργκούπ (Προκόπι). Στην πόλη της Σινασσού συνάντησε μια χριστιανή γυναίκα που είχε μόλις ψήσει ψωμί σίκαλης και το μετέφερε σε δίσκο πάνω στο κεφάλι της.72 Όταν είδε τον Χατζή Μπεκτάς, σταμάτησε και άρχισε να θρηνεί για την κακή ποιότητα του ψωμιού και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει. Ο Μπεκτάς της δήλωσε ότι στο εξής οι κάτοικοι της πόλης θα συνέχιζαν να σπέρνουν σίκαλη, αλλά αντί για αυτήν θα θέριζαν σιτάρι. Τους έδωσε κι ένα δεύτερο θαύμα, με το οποίο θα μπορούσαν να φτιάξουν μεγάλες φραντζόλες από μικρές μερίδες αλεύρι. Και αυτό που τους δήλωσε, έγινε πραγματικότητα, λέει το Βιλαγιέτναμε, με αποτέλεσμα οι ντόπιοι κάτοικοι να μετατρέψουν την τοποθεσία του θαύματος σε ιερό προσκυνήματος. Γινόταν επί τόπου ετήσια γιορτή από τους χριστιανούς κατοίκους της Σινασσού.73 Αν και αυτό το περιστατικό δεν αναφέρει ρητά καμία μετατροπή, δείχνει όντως στενή σχέση μεταξύ των χριστιανών της Σινασσού και του τάγματος των μπεκτασήδων. Ενδεχομένως έγινε τοπικός «άγιος», στον οποίο στρέφονταν οι χριστιανοί σε ώρα ανάγκης, και κάποιος που τον εξίσωναν με αντίστοιχο χριστιανό άγιο.74

Αντίστοιχου ενδιαφέροντος για τις σχέσεις με τους χριστιανούς είναι η περίπτωση του ανώνυμου καλόγερου σε χριστιανική επαρχία που δεν είχε ακόμη παρθεί από τους Τούρκους, πιθανώς στη δυτική Ανατολία. Αυτός ο καλόγερος φέρεται ότι ήταν μυστικός οπαδός του Χατζή Μπεκτάς. Συνέβη να πέσει σοβαρή ξηρασία στη χώρα στην οποία ζούσε ο καλόγερος και όλοι υπέφεραν από λιμό. Ο καλόγερος ήθελε βοήθεια από τον Μπεκτάς, συγκεκριμένα σιτάρι. Ο τελευταίος μπόρεσε να αντιληφθεί την επιθυμία του καλόγερου και έτσι διέταξε έναν μαθητή να φορτώσει ένα από τα υποζύγια με σιτάρι και να το μεταφέρει στον καλόγερο.75 Σε ένα άλλο περιστατικό, λέγεται ότι ο Χατζή Μπεκτάς επισκεπτόταν έναν χριστιανό καλόγερο σε νησί του «Φραγκιστάν» μία φορά τον χρόνο.76 Ένα ακόμη ανέκδοτο του Βιλαγιέτναμε περιλαμβάνει κάποιον χριστιανό αρχιτέκτονα από την αυλή του Μουράτ Α’, ο οποίος είχε επιλεγεί από τον σουλτάνο για να χτίσει τον τουρμπέ του Χατζή Μπεκτάς, αλλά ενώ βρισκόταν στην κορυφή του νέου κτίσματος, μια ξαφνική καταιγίδα τον έριξε κάτω.77 Στην απελπισία του έκανε έκκληση στον άγιο, σώθηκε, στράφηκε στο Ισλάμ και μπήκε στον τεκκέ των μπεκτασήδων με το όνομα Σαντίκ.78

Αυτά τα περιστατικά σχέσεων μεταξύ Χατζή Μπεκτάς και χριστιανών ενδιαφέρουν όχι μόνο επειδή δείχνουν την ύπαρξη αυτών των σχέσεων και προσηλυτισμών, αλλά επειδή δείχνουν και ένα άλλο σημείο. Παρατηρήσαμε νωρίτερα τη φτώχεια της χριστιανικής εκκλησίας στην Ανατολία ως αποτέλεσμα των τουρκικών κατακτήσεων. Αυτή η φτώχεια εμπόδιζε την εκκλησία να προσφέρει υλική βοήθεια και υποστήριξη στο εκκλησίασμά της σε περιόδους μεγάλης ανάγκης. Τώρα σε δύο από τις συναντήσεις μεταξύ χριστιανών και του δερβίση αγίου, οι χριστιανοί ζητούν σιτάρι, το υλικό της ζωής, όχι για θρησκευτικά οφέλη (αυτό συνέβη και με τον ποιητή Γιουνούς Εμρέ). Οι μπεκτασήδες, στο Βιλαγιέτναμε, εμφανίζονται ως ομάδα που διανέμει φιλανθρωπία και φαγητό σε όλους τους άπορους, με ξενώνα και κουζίνα δίπλα στον τεκκέ στη Σουλούτζα Καρά Ογιούκ για να φιλοξενεί όλους αυτούς τους άπορους. Είναι σίγουρα αλήθεια ότι αυτή η αδελφότητα δερβίσηδων μαζί με άλλους μπορούσαν να προσφέρουν σε χριστιανούς, καθώς και σε μουσουλμάνους, τη φιλανθρωπία και τη διατροφή που δεν μπορούσε πια να προσφέρει η χριστιανική εκκλησία.

Εκτός από τις προσωπικές επαφές του με χριστιανούς, ο Χατζή Μπεκτάς φέρεται ότι έστειλε αριθμό ιεραποστόλων σε χριστιανικά εδάφη για να τους προσηλυτίσει στο Ισλάμ. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Σαρή Σαλτίκ, ένας βοσκός, τον οποίο ο Μπεκτάς φέρεται ότι συνάντησε στο όρος Αρεφάτ, στον δρόμο του προς το ιερό πηγάδι του Ζέμζεμ. Ο Σαρή Σαλτίκ ακολούθησε τον Μπεκτάς και στη συνέχεια πήγε στο Ρουμ αφού πρώτα ο νέος του κύριος (πιρ) του απένειμε ένα ξύλινο σπαθί, τόξο, επτά βέλη και ένα χαλάκι προσευχής. Ο Σαλτίκ και οι συνεργοί του προχώρησαν για ιεραποστολική δράση στη Γεωργία και τη Δοβρουτσά.79

Η αποστολή των Τζαμάλ Σεγίντ, Σαρή Ισμαήλ, Χατζίμ Σουλτάν, Ρασούλ Μπαμπά και Πιράμπ Σουλτάν, με την οποία κλείνει το Βιλαγιέτναμε, δίνει έμφαση πάνω απ’ όλα στην ιεραποστολική δραστηριότητα του τάγματος. Ο Τζαμάλ Σεγίντ πήγε στην επαρχία Αλτιντάς (δυτική Μικρά Ασία) όπου πολλοί από τους κατοίκους έγιναν οπαδοί του. Ο Χατζίμ Σουλτάν έλαβε από τον μπεγκ του Τζερμιγιάν τον τόπο του Σουσούζ στην περιοχή του Ουσάκ (τον οποίο επρόκειτο να διατηρήσει φονεύοντας τον δράκο που μάστιζε την περιοχή).80 Ο Σαρή Ισμαήλ, όταν ξεκινούσε για την περιοχή που του ανέθεσε ο Μπεκτάς, έριξε το ραβδί του στον αέρα (σύμφωνα με τον πιρ του, έπρεπε να εγκατασταθεί εκεί όπου θα προσγειωνόταν το ραβδί). Συνέβη να κατέβει το ραβδί στον τρούλλο μιας χριστιανικής εκκλησίας στο Ταβάς,81 στην επαρχία του Μεντεσέ. Το ραβδί πέρασε από τον τρούλλο, μπήκε στην εκκλησία και εμφανίστηκε με τη μορφή δράκου στον καλόγερο που ήταν μέσα στην εκκλησία διαβάζοντας τα Ευαγγέλια. Εκείνος βγήκε για να χαιρετήσει τον δερβίση, φίλησε το χέρι του και άγγιξε το πρόσωπό του στο πόδι του Ισμαήλ. Τότε ο Ισμαήλ μπήκε στον χριστιανικό ναό, τον μετέτρεψε σε όμορφο μοναστήρι δερβίσηδων και προσηλύτισε τον καλόγερο στο Ισλάμ. Σε ένα δεύτερο θαύμα, ακόμη πιο θαυμάσιο από το πρώτο, ο Σαρή Ισμαήλ πήρε τη μορφή υπέροχου κίτρινου γερακιού με μουσικό όργανο γύρω από τον λαιμό του και κουδούνια προσαρμοσμένα στα πόδια του. Την παρουσία ενός τόσο περίεργου πουλιού δεν άργησε πολύ να προσέξει ο Ζαπούν, ο χριστιανός ηγεμόνας του Ταβάς. Στο μεταξύ ο Ισμαήλ επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή και εμφανίστηκε στους χριστιανούς κατοίκους ως Ιησούς. Ο χριστιανός ηγεμόνας, οι ευγενείς του και ο λαός πήγαν στον δερβίση, τον χαιρέτησαν και, με πρόσκληση του τελευταίου, μετατράπηκαν στο Ισλάμ. Στη συνέχεια ο Ισμαήλ εγκαταστάθηκε στο Ταβάς, ανέλαβε το μοναστήρι του καλόγερου (τον οποίο είχε προσηλυτίσει) ως τεκκέ του, και πολλοί από τους κατοίκους της πόλης έγιναν δερβίσηδες.82

Ο Ρασούλ Μπαμπά στάλθηκε επίσης στη δυτική Μικρά Ασία στην περιοχή Αλτιντάς, περιοχή που κυβερνούσε χριστιανός ηγεμόνας και κατοικούνταν από χριστιανούς. Όχι λιγότερο επινοητικός και θεαματικός από τον σύντροφό του δερβίση Σαρή Ισμαήλ, εμφανίστηκε ως χρυσό ελάφι στον χριστιανό ηγεμόνα που βρισκόταν στο κυνήγι! Ο ηγεμόνας και η κυνηγετική του ακολουθία κυνηγούσαν το ζώο, το οποίο τελικά βρήκε καταφύγιο κάτω από μια εκκλησία που είχε μόλις χτιστεί από τον ηγεμόνα. Εδώ ο Ρασούλ Μπαμπά πήρε τη μορφή περιστεριού, πέταξε πάνω από την εκκλησία, κατέβηκε και πάλι και σε τελική μεταμόρφωση έγινε ξανά άνθρωπος. Οι κυνηγοί, έκπληκτοι από αυτό το θαύμα, άγγιξαν τα πρόσωπά τους στα πόδια του δερβίση, ο οποίος πληροφόρησε τους χριστιανούς ότι ήταν ο Ρασούλ Μπαμπά, σταλμένος εκεί από τον Χατζή Μπεκτάς. Ιδιοποιήθηκε τη νέα εκκλησία ως κατοικία του και μετέτρεψε τους χριστιανούς στο Ισλάμ. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Χισαρτζίκ δύο μέρες μακριά και οι κάτοικοι της περιοχής έγιναν επίσης οπαδοί του.83 Η αποστολή μπεκτασήδων μαθητών στη δυτική Μικρά Ασία, όπου οι εμίρηδες κατακτούσαν τα τελευταία ελληνικά εδάφη, ακόμη και στα Βαλκάνια, σε αντίθεση με το γεγονός ότι μόνο ένας μαθητής στάλθηκε νότια στην Κόνυα (μια όχι παραμεθόρια περιοχή), δεν στερείται σημασίας. Απεικονίζει όχι μόνο την ιεραποστολική πτυχή του τάγματος, αλλά και τις σχέσεις του με τους «γαζήδες».

Ο Σαρή Σαλτίκ προσηλύτιζε χριστιανούς όχι μόνο στη Γεωργία αλλά και στα Βαλκάνια. Ο Τζαμάλ Σεγίντ και ο Χατζίμ Σουλτάν κέρδιζαν οπαδούς στις περιοχές Αλτιντάς και Τζερμιγιάν, αν και το Βιλαγιέτναμε δεν δηλώνει συγκεκριμένα ότι προσηλύτιζαν χριστιανούς στο Ισλάμ. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πολλοί από τους προσήλυτούς τους πρέπει να ήσαν χριστιανοί. Όμως η αφήγηση είναι αρκετά σαφής όσον αφορά τις δραστηριότητες των Σαρή Ισμαήλ και Ρασούλ Μπαμπά, οι οποίοι στη δυτική Ανατολία προσηλύτισαν μεγάλο αριθμό χριστιανών στο Ισλάμ. Και πάλι υπάρχουν πολλά θαυματουργά και φανταστικά στοιχεία στις ιστορίες των προσηλυτισμών. Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα αντιπροσωπεύουν εκείνο που πραγματικά συνέβη στην περιοχή. Η πόλη του Ταβάς, το κέντρο των ιεραποστολικών δραστηριοτήτων του Σαρή Ισμαήλ, ήταν στο παρελθόν η βυζαντινή επισκοπή Ταβαί, μια από τις πολλές επισκοπές που κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εξαφανίστηκαν από τους επισκοπικούς καταλόγους. Ένα κύριο χαρακτηριστικό αυτών των θαυμάτων στο Βιλαγιέτναμε είναι η ανοιχτή φυσική οικειοποίηση χριστιανικών εκκλησιών και μοναστηριών, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε μουσουλμανικά θρησκευτικά κέντρα. Αυτό το γεγονός υποστηρίζεται όχι μόνο από τις μαρτυρίες των συνοδικών πράξεων, αλλά και από πλημμύρα πηγών της εποχής (Παχυμέρης, Ντουστούρναμε του Ενβέρ, Ιμπν Μπίμπι, Ακσαράι, Ασικπασαζάντε).

Παρά τον ημιμυθικό και γεμάτο θαύματα χαρακτήρα του, το Βιλαγιέτναμε προσφέρει στον ιστορικό κρίσιμη εικόνα του προβλήματος της πολιτιστικής αλλαγής στη μεσαιωνική Ανατολία. Η παράδοση των μπεκτασήδων τον 15ο αιώνα εμπνεόταν από ισχυρό στοιχείο ιεραποστολής, το πιο ουσιαστικό περιεχόμενο του οποίου ήταν η επιθυμία να σώσει τις ψυχές άλλων μετατρέποντάς τις προς τον «τρόπο». Κάτω από τις παχιές επιστρώσεις θαυματουργών κίτρινων γερακιών, χρυσών ελαφιών, δράκων, ιπτάμενων χαλιών και παρόμοιων, γίνεται αντιληπτό ότι οι μπεκτασήδες ιεραπόστολοι μετέτρεπαν δραστήρια χριστιανούς στα πρόσφατα κατακτηθέντα βυζαντινά εδάφη της δυτικής Ανατολίας. Η απαλλοτρίωση των μοναστηριακών και άλλων εκκλησιαστικών κτιρίων και οι μετατροπές μοναχών, ιερέων και λαϊκών, είναι όλα γεγονότα που είδαμε να περιγράφονται από τις χριστιανικές εκκλησιαστικές πηγές. Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η βυζαντινή περιγραφή της διαδικασίας προκύπτει από διοικητικά έγγραφα και, ως εκ τούτου, διατυπώνεται σε πεζή, οικονομική και γραφειοκρατική γλώσσα, ενώ η μουσουλμανική περιγραφή είναι προϊόν θαυμάσιας μυστικιστικής φαντασίας. Αλλά το γεγονός που περιγράφουν η πατριαρχική σύνοδος και ο δερβίσης αγιογράφος είναι ένα και το αυτό: ο πολιτιστικός μετασχηματισμός της Μικράς Ασίας.

Οι μεβλεβήδες (μαβλαβή)

Αν και οι πηγές για την ιστορία των μπεκτασήδων κατά τον 13ο και 14ο αιώνα είναι ημιμυθικές και γι’ αυτό πρέπει να ερμηνεύονται συμβολικά, αυτό δεν συμβαίνει με το τάγμα των μεβλεβήδων δερβίσηδων. Η λεπτομερής ιστορία των τελευταίων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ευτυχώς διασώζεται στα γραπτά του Τζαλαλαντίν Ρουμί και των οπαδών του, ενώ οι προσωπικότητες, τα δόγματα και η ιστορία του τάγματος κατά τη διάρκεια αυτής της σημαντικής εποχής αναδύονται με κάπως πιο ιστορικό τρόπο.84 Τα γραπτά και η ιστορία των μεβλεβήδων είναι αντίστοιχα με εκείνα των μπεκτασήδων από διάφορες απόψεις και έτσι ενισχύουν ορισμένα συμπεράσματα που είχαν αναφερθεί σχετικά με την πρώτη αδελφότητα. Δύο από τις πιο εντυπωσιακές αναλογίες μεταξύ των δύο ταρίκα βρίσκονται στον δραστήριο εκ μέρους τους αποικισμό μεγάλων τμημάτων της Ανατολίας και στο μεγάλο ιεραποστολικό τους πάθος.

Ο Τζαλαλαντίν Ρουμί, γύρω από την εικόνα, τη λογοτεχνική παραγωγή και τις μυστικιστικές πρακτικές του οποίου συνενώθηκε αργότερα το τάγμα των μεβλεβήδων, ήταν, όπως και πολλοί άλλοι άγιοι άνθρωποι της Ανατολίας, μετανάστης από τις βορειοανατολικές περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου. Κατά τον 13ο αιώνα, η ευημερία και η προστασία των σουλτάνων στο Ικόνιο (Κόνυα) λειτουργούσαν ως ισχυροί μαγνήτες για την προσέλκυση θρησκευτικών ανδρών, ιδιαίτερα μετά την έναρξη των κατακτήσεων των Μογγόλων στο Ιράν. Ο ίδιος ο Χατζή Μπεκτάς είχε έρθει από το Χορασάν, όπως και πολλοί από τους μαθητές του Ρουμί και των διαδόχων του.85 Όταν ήταν ακόμη νεαρό αγόρι, ο Ρουμί έφυγε από τη γενέτειρά του Μπαλχ μαζί με τον πατέρα του, τον Μπάχα αλ-Ντιν Ουαλάντ (διακεκριμένο και μορφωμένο μέλος των ουλεμάδων), λίγο πριν κατακτήσουν την πόλη οι Μογγόλοι το έτος Εγείρας 617 (1220-1). Ύστερα από προσκυνήματα που τους οδήγησαν μέχρι τη Μέκκα, ο Μπάχα αλ-Ντιν και ο γιος του μπήκαν στην Ανατολία (πιθανώς το 618), εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Ερζιντζάν και το Άκσεχιρ και ύστερα μετακόμισαν νότια προς τη Λάρανδα στο βασίλειο των Σελτζούκων. Ο εμίρης Μούσα, ο κυβερνήτης της πόλης, έφτιαξε έναν μεντρεσέ για τον πατέρα του Ρουμί και ο τελευταίος παρέμεινε επτά περίπου χρόνια σε αυτήν την πόλη. Τότε ήταν που ο μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος Άλα αλ-Ντιν προσκάλεσε τον ουλεμά από το Μπαλχ να έρθει στην πρωτεύουσα των Σελτζούκων και να την κάνει μόνιμη κατοικία των απογόνων του. Όταν ο Ρουμί συνόδευε τον πατέρα του στην Κόνυα, η πόλη μόλις εισερχόταν στην περίοδο του μεγαλύτερου μεγαλείου της. Τον προηγούμενο μισό αιώνα οι σουλτάνοι είχαν καταφέρει να εδραιώσουν το βασίλειό τους και με τις μελετημένες προσπάθειές τους είχαν κάνει την Κόνυα ένα από τα εμπορικά, βιοτεχνικά και τελικά πολιτιστικά κέντρα στον ισλαμικό κόσμο. Τζαμιά, μεντρεσέδες, ζαουίγια, παζάρια και τείχη είχαν χτιστεί και εξακολουθούσαν να χτίζονται, σε προσπάθεια να εξωραΐσουν την αναπτυσσόμενη πόλη. Όταν πατέρας και γιος έφτασαν στην Κόνυα, ο σουλτάνος τους προσκάλεσε να μείνουν στη βασιλική ιματιοθήκη (τάστχανε), αλλά ο Μπάχα αλ-Ντιν αρνήθηκε τη φιλοξενία του κυβερνήτη με την αιτιολογία ότι

οι ιμάμηδες φιλοξενούνται στους μεντρεσέδες, τα ζαουίγια είναι κατάλληλα για τους δερβίσηδες, τα σεράι για τους εμίρηδες, τα καραβανσεράι για τους εμπόρους, οι γωνίες του δωματίου για τους ρουνούντ, οι δρόμοι για τους ξένους.86

Κατά συνέπεια, πήρε την ακολουθία του στον μεντρεσέ του Αλτούν Αμπά.

Μετά τον θάνατο του Μπάχα αλ-Ντιν, ο Ρουμί διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ιεροκήρυκας και ερμηνευτής του ισλαμικού νόμου με φετβάδες. Αλλά έγινε και μαθητής (μουρίντ) μιας σειράς μυστικιστών, ο πιο σημαντικός από τους οποίους ήταν ο Σαμς αλ-Ντιν, δερβίσης της Ταμπρίζ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ρουμί εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους μυστικιστές στο Ισλάμ και έναν από τους πιο αξιοσημείωτους δασκάλους ποιητικής έκφρασης στον τομέα του θρησκευτικού μυστικισμού. Μέχρι το τέλος της ζωής του (1207-73) είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή στη θρησκευτική και πολιτιστική ιστορία της Κόνυα, ενώ η θρησκευτική αδελφότητα που ενέπνευσε, οι μεβλεβήδες, θα είχε βαθιά επίδραση στην κοινωνία της Ανατολίας για τους επόμενους μερικούς αιώνες. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Ρουμί η δύναμη της προσωπικότητάς του ήταν τέτοια, που προσέλκυε σημαντικό αριθμό οπαδών τόσο μέσα στην Κόνυα όσο και στα περίχωρα.

Παρά το γεγονός ότι το ταρίκα των μεβλεβήδων και το τελετουργικό οργανώθηκαν επίσημα και ρυθμίστηκαν μόνο μετά τον θάνατο του Ρουμί, πολλά από τα στοιχεία του τάγματος ήσαν παρόντα στις πρακτικές του. Είχαν αρχίσει να παίρνουν οριστική μορφή υπό τον γιο του Ρουμί και τον εγγονό του, τον Σουλτάν Ουαλάντ (πεθ. 1312) και τον Ούλου Αρίφ Τσελεμπή (πεθ. 1320;), τότε που ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των μεβλεβήδων κατέληξε να είναι η σεμά ή μουσική και χορευτική παράσταση με την οποία οι ειδικοί έφταναν σε πνευματική έκσταση. Η σεμά γινόταν συνήθως στον τεκκέ μετά την προσευχή της Παρασκευής. Οι δερβίσηδες συγκεντρώνονταν εδώ με τους καλεσμένους τους για κοινό γεύμα, στους προσκεκλημένους συχνά περιλαμβάνονταν τα κορυφαία μέλη των τάξεων των πόλεων, και ακολουθούσε ο θρησκευτικός χορός με συνοδεία από φλάουτο, ντέφι, ρεμπάμπ (είδος κιθάρας) και κεμάν (ακατέργαστο όργανο που μοιάζει με βιολί). Μέσα από αυτό το τελετουργικό, στο οποίο επιτίθετο βίαια ο ορθόδοξος ουλεμάς, οι συμμετέχοντες πετύχαιναν πνευματική ένωση με τον Θεό, η οποία τους έδινε τη δυνατότητα να βλέπουν μια από τις ιδιότητές Του. Η χρήση του χορού και της μουσικής, αισθητικού μέσου διέγερσης των ανθρώπινων συναισθημάτων, ήταν πολύ ελκυστική για τα άτομα που εξετίθεντο σε αυτήν.87 Μάλιστα ήταν αυτή η ελκυστικότητα στα συναισθήματα, τόσο χαρακτηριστική της πνευματικότητας των δερβίσηδων, που επέτρεπε στους δερβίσηδες να επιτυγχάνουν τέτοιες αξιοσημείωτες επιτυχίες καθ’ όλη τη διάρκεια των περιόδων των Σελτζούκων και των Οθωμανών. Υπήρχαν άλλα ετερόδοξα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους μεβλεβήδες, αλλά οι Ρουμί, Σουλτάν Ουαλάντ, Αρίφ Τσελεμπή και άλλοι μεβλεβήδες μπορούσαν να επηρεάζουν τους σουλτάνους, τους μπέηδες, ακόμη και τους Μογγόλους, έτσι ώστε όχι μόνο να προστατεύονται από τον ουλεμά, αλλά να αποκτούν και κύρος, σεβασμό και πλούτο.

Μεταξύ των ανώτερων τάξεων που υπήρξαν αφοσιωμένες στον Ρουμί και το τάγμα περιλαμβάνονταν Σελτζούκοι σουλτάνοι και κυβερνήτες, Μογγόλοι αξιωματούχοι και εμίρηδες των ηγεμονιών που προέκυψαν από τα ερείπια του κράτους των Σελτζούκων.88 Το γεγονός ότι ήσαν πολύ πιο προσανατολισμένοι στις πόλεις απ’ ό τι πολλά άλλα τάγματα ενίσχυε το αξιοσέβαστό τους, σε περίοδο που υπήρχε σημαντικός ανταγωνισμός μεταξύ ορισμένων ομάδων στις αγροτικές και αστικές κοινωνίες. Εκτός από ετερόδοξα στοιχεία, οι γενικά ανεκτικές και εκλεκτικές στάσεις του τάγματος υπήρξαν αναμφίβολα κρίσιμοι παράγοντες για την εξάπλωση των μεβλεβήδων σε όλα τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας. Κοινωνικά το ταρίκα [το μονοπάτι πνευματικής μάθησης] είχε μεγάλη επιρροή ανάμεσα στις τάξεις των τεχνιτών και των εμπόρων, και πολλά από τα περιστατικά που αναφέρει ο Εφλάκι λαμβάνουν χώρα στα παζάρια της Κόνυα. Αυτός ο μεσαίας τάξης χρωματισμός φαινόταν απεχθής σε τμήμα της αριστοκρατίας, όπως είναι εμφανές σε ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας σεμά που έστησε ο Ρουμί παρουσία του περβάνε. Ο εμίρης Καμάλ αλ-Ντιν προσπάθησε να διαβάλει στον περβάνε τον Ρουμί και τους οπαδούς του, όπως συνηθιζόταν:

Οι μαθητές του Δασκάλου μας είναι ως επί το πλείστον απλοί άνθρωποι και τεχνίτες. Οι μορφωμένοι άνδρες και οι άνθρωποι με αξία σπανίως συχνάζουν μαζί τους. Όπου υπάρχει ράφτης, έμπορος βαμβακιού ή μπακάλης, τον δέχεται ως μαθητή.

Ξαφνικά στη μέση της συναυλίας ο Δάσκαλός μας (Ρουμί) έβγαλε τέτοιο βρυχηθμό, που όλοι λιποθύμησαν. Είπε:

Άθλιε! Ο Μανσούρ μας, μήπως δεν ήταν λαναράς βαμβακιού; Ο σεΐχης Άμπου Μπακίρ Μπουχάρι, μήπως δεν ήταν υφαντής; Κι εκείνος ο άλλος τέλειος άνθρωπος, μήπως δεν ήταν έμπορος γυαλικών;89

Ο Ρουμί έμοιαζε πολύ με τον Σωκράτη στο ότι συνδεόταν συνεχώς με τους ανθρώπους του παζαριού. Από τα αγαπημένα του στέκια ήταν το καραβανσεράι των εμπόρων ζάχαρης και το παζάρι βαμβακιού.90 Στους οπαδούς του περιλαμβάνονταν έμποροι, χασάπηδες, αρτοποιοί, ράφτες, ξυλουργοί, ζωγράφοι, χρυσοχόοι,91 ακόμη και πόρνες.92 Οι κατώτερες τάξεις των πόλεων έλκονταν επίσης στο τάγμα.93 Όμως μερικές φορές οι μεβλεβήδες διαφωνούσαν με τους αχήδες, με τους εκπροσώπους του ουλεμά και με κάποιαν από τις άλλες ενώσεις δερβίσηδων. Συχνά οι καδήδες επιτίθεντο στη χρήση της σεμά από τους μεβλεβήδες, ή τους ανταγωνίζονταν για την εύνοια των ισχυρών κυβερνητικών αξιωματούχων και των σουλτάνων.94 Σε μερικές περιπτώσεις υπήρχαν σοβαρές δυσκολίες με ορισμένους από τους αχήδες για την κατοχή περιουσίας,95 ενώ υπήρχε επίσης αντιπαλότητα με άλλα τάγματα δερβίσηδων για την αφοσίωση του λαού της Κόνυα. Για παράδειγμα, όταν ο Τατζ αλ-Ντιν, γιος του Άχμαντ αλ-Ρίφαϊ, ήρθε στο Ικόνιο με ομάδα Ρίφαϊ δερβίσηδων, τα αξιόλογα κατορθώματά τους σύντομα προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό από όλες τις τάξεις της πόλης, προς μεγάλη ενόχληση του Ρουμί.96 Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι σχέσεις των μεβλεβήδων με καδήδες, αχήδες και άλλους δερβίσηδες ήσαν πιο συχνά φιλικές και ότι πολλοί από τους εκπροσώπους των δύο πρώτων ομάδων γίνονταν μαθητές των μεβλεβήδων. Οι καδήδες της Αμάσειας και της Σίβας έγιναν οπαδοί του Ρουμί. Μεγάλοι αριθμοί των αχήδωνρουνούντ στην Κόνυα, Παϊπέρτ, Σίβας και Άκσεχιρ ήσαν μαθητές, ενώ οι μεβλεβήδες δημιούργησαν φιλικές σχέσεις με έναν τεκκέ Καλαντάρ στην Κόνυα.97

Ακριβώς όπως το ταρίκα της Μαβλάνα εξαπλωνόταν σε πολλές τάξεις της κοινωνίας της Ανατολίας, με τον ίδιο τρόπο διείσδυε επίσης γεωγραφικά στην Ανατολία. Αν και ο Ρουμί είχε μερικούς οπαδούς στην Αμάσεια, τη Σίβας και το Μεράμ, οι δραστηριότητές του επικεντρώνονταν στην Κόνυα.98 Χάρη στις προσπάθειες του γιου του, του Σουλτάν Ουαλάντ, και του εγγονού του, του Αμίρ Αρίφ, το τάγμα είχε πολύ γρήγορη γεωγραφική επέκταση. Λέγεται ότι ο Σουλτάν Ουαλάντ είχε γεμίσει την Ανατολία με τους υπαρχηγούς του,99 ενώ ο Αρίφ, μέσω των ακατάπαυστων ταξιδιών και προσπαθειών του, ίδρυε ζαουίγια σε ολόκληρη τη χερσόνησο.100 Στα μέσα του 14ου αιώνα το τάγμα ήταν πια ζωτικός κοινωνικός παράγοντας, ήταν εδραιωμένο στο μεγαλύτερο μέρος της μουσουλμανικής Ανατολίας και διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο μεταξύ όλων των τάξεων στις πόλεις. Εδώ η επιρροή των μεβλεβήδων απλωνόταν όχι μόνο στους μουσουλμάνους αλλά και στους ντίμμι, επί των οποίων ο συνδυασμός μουσουλμανικού προσηλυτιστικού ζήλου, θρησκευτικής ανοχής και συγκρητισμού είχε αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Αυτό το ιεραποστολικό πνεύμα εμφανίζεται έντονα στις βιογραφίες των μεβλεβήδων χαλίφηδων που συνέταξε ο Εφλάκι στα μέσα του 14ου αιώνα.101 Ο Τζαλαλαντίν προφανώς θεωρούσε τον εαυτό του προορισμένο από τον Θεό για ιεραποστολική δραστηριότητα μεταξύ των χριστιανών της Ανατολίας:

Ο Ύψιστος επιφύλαξε μεγάλη εύνοια για τους κατοίκους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι με την προσευχή του Μεγάλου Φιλαλήθη [Άμπου Μπακρ], και εκείνων της μουσουλμανικής κοινότητας αποτελούν το αντικείμενο του μεγαλύτερου ελέους. Η περιοχή της Μικράς Ασίας είναι το καλύτερο από τα κλίματα, αλλά οι κάτοικοί της αγνοούν τη μυστική αγάπη. … Αυτός [ο Θεός] έχει αποσύρει εμάς [Ρουμί] από το Χορασάν για να μας στείλει στη Μικρά Ασία και έχει δώσει στους διαδόχους μας κατοικία σε αυτήν την καθαρή γη, ώστε να διαδώσουμε γενναιόδωρα τη φιλοσοφική πέτρα των μυστηρίων μας πάνω στο νόμισμα της ύπαρξης των κατοίκων της. [Αυτό] με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους μετατρέψουμε αλχημικά και να γίνουν έμπιστοι του κόσμου της γνώσης και σύντροφοι των μυστικών ολόκληρου του κόσμου. … Εσύ [ο Θεός] με απομάκρυνες από το Χορασάν για να με οδηγήσεις στη γη των Ελλήνων, ώστε να μπορέσω να αναμιχθώ μαζί τους και να τους οδηγήσω στο καλό δόγμα.102

Ο ενθουσιασμός του ήταν τέτοιος, σχολιάζει ο Εφλάκι, που ο Ρουμί προσηλύτισε 18.000 άπιστους κατά τη διάρκεια της ζωής του και, συνεχίζει ο συγγραφέας, οι δερβίσηδες επέμειναν στο έργο τους του προσηλυτισμού μέχρι τη δική του μέρα.103 Η ανοχή απέναντι σε άλλες θρησκευτικές ομάδες και η ελεύθερη σχέση με αυτές ήσαν χαρακτηριστικά που διευκόλυναν επίσης τις προσπάθειες προσηλυτισμού των μεβλεβήδων. Ο Ρουμί και τα μέλη του τάγματος βρίσκονταν σε συχνή επαφή και συμμετείχαν σε θρησκευτικές συζητήσεις με χριστιανούς ιερείς, μοναχούς και εβραίους ραβίνους. Τόσο ο Ρουμί όσο και ο εγγονός του ήσαν στενοί φίλοι με τον μορφωμένο ηγούμενο της ελληνικής μονής «Πλάτωνος» (τον Άγιο Χαρίτωνα) στην περιοχή της Κόνυα, και πολύ συχνά αποσύρονταν εκεί για διαλογισμό και συζήτηση με τους μοναχούς.104 Οι μαθητές του τάγματος επισκέπτονταν χριστιανούς μοναχούς μακριά μέχρι την Κωνσταντινούπολη,105 ενώ, αντίστροφα, χριστιανοί αναζητούσαν συχνά τον αρχηγό του τάγματος στην Κόνυα.106 Έτσι οι σχέσεις δερβίσηδων και χριστιανών ήσαν φιλικές και χαλαρές.107

Το ιεραποστολικό πνεύμα του Μενακίμπ αλ-Αριφίν, όπως ακριβώς και του τάγματος των μεβλεβήδων, εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα σε μεμονωμένες περιπτώσεις προσηλυτισμού προστατευόμενων (ντίμμι), που αναφέρονται σε αυτό. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι μεβλεβήδες είχαν τόσο σημαντική επιτυχία μεταξύ των χριστιανών των πόλεων, γιατί οι χριστιανοί αποτελούσαν πολυάριθμο στοιχείο και η αδελφότητα συγκέντρωνε τις προσπάθειές της σε αυτές τις περιοχές. Επιπλέον, οι δερβίσηδες δούλευαν κάτω από ευνοϊκές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ενώ οι ηθικοί και συναισθηματικοί δεσμοί που ένωναν τους Έλληνες χριστιανούς με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη είχαν καταστραφεί ή διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό. Έτσι οι δερβίσηδες εύρισκαν συχνά αυτούς τους χριστιανούς πολύ δεκτικούς στο κήρυγμά τους.108 Η πιο εντυπωσιακή και λεπτομερής διασωζόμενη γραπτή περιγραφή μιας μετατροπής είναι εκείνη του Θηριανού Άλα αλ-Ντιν. Ο λόγος για τον οποίο ο Εφλάκι είχε πρόβλημα με την καταγραφή των στοιχείων είναι ότι ο Θηριανός έγινε ένα από τα πιο σημαντικά μέλη του τάγματος.109 Μια μέρα ο Δάσκαλος, συνοδευόμενος από τους οπαδούς του, βρισκόταν στον δρόμο του από την πύλη του Παζαριού Αλόγων προς τον τάφο του πατέρα του, όταν αντιλήφθηκε πλήθος αναστατωμένων ανθρώπων. Όταν είδαν τον Ρουμί, μερικοί από τους θεατές του ζήτησαν βιαστικά να μεσολαβήσει για λογαριασμό ενός νεαρού Έλληνα, που είχε μόλις σκοτώσει κάποιον. Καθώς ο Ρουμί προχωρούσε, η αστυνομία υποχωρούσε και αυτός άπλωσε τον μανδύα του πάνω από τον νεαρό ντίμμι, υποδεικνύοντας ότι εκείνος βρισκόταν πια κάτω από την προσωπική του προστασία. Όταν ο αρχηγός της αστυνομίας ανέφερε την υπόθεση στον σουλτάνο, ο τελευταίος υποχώρησε στη Μαβλάνα. Δικαιολόγησε τη συγκατάθεσή του ως εξής: επειδή ο Ρουμί είχε παρέμβει (στους Μογγόλους) για λογαριασμό ολόκληρης της πόλης, μπορούσε επίσης να παρέμβει για λογαριασμό ενός ατόμου, παρόλο που το άτομο αυτό ήταν Έλληνας και φονιάς. Οι σύντροφοι οδήγησαν τον Θηριανό στα λουτρά και στη συνέχεια τον έφεραν στον μεντρεσέ, για να κηρύξει την πράξη πίστης ενώπιον του Δασκάλου. Του έκαναν περιτομή και έτσι έγινε μουσουλμάνος. Την τελετή ακολούθησε η εκτέλεση μιας σεμά, και είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Ρουμί του έδωσε νέο όνομα.

  • Πως σε λένε; ρώτησε ο Δάσκαλος.
  • Θηριανό, απάντησε ο νεαρός.
  • Στο εξής, είπε ο Τζαλαλαντίν Ρουμί, θα λέγεσαι Άλα αλ-Ντιν Θηριανός.110

Αυτός ο προσήλυτος έγινε τόσο διάσημος για τις «γνώσεις» του, που οι καδήδες και οι μουδερήδες της Κόνυα παρέμεναν σιωπηλοί μπροστά του. Η ιστορία του Θηριανού είναι διπλά σημαντική, όχι μόνο επειδή αποτελεί την πιο λεπτομερή περίπτωση μετατροπής στο Μενακίμπ αλ-Αριφίν, αλλά και επειδή δείχνει πώς οι μεβλεβήδες βοηθούσαν στην οικοδόμηση μουσουλμανικής κοινωνίας στην Ανατολία. Ένα άτομο που είχε διαπράξει έγκλημα, αποκαθίστατο και μετατρεπόταν σε χρήσιμο μέλος της μουσουλμανικής κοινότητας.

Η μετατροπή του Έλληνα ζωγράφου Άιν αλ-Ντάουλα Ρουμί,111 σε αντίθεση με εκείνη του Θηριανού, επιτεύχθηκε με πνευματική πειθώ.

Ο ζωγράφος Καλο-Γιάνι και ο Άιν αλ-Ντάουλα ήσαν δύο Έλληνες ζωγράφοι που ήσαν ασυναγώνιστοι σε αυτήν την τέχνη και σε εκείνη της αναπαράστασης μορφών. Έγιναν μαθητές του Δασκάλου.112 Μια μέρα ο Καλο-Γιάνι είπε: «Στην Κωνσταντινούπολη ζωγράφισαν μια εικόνα του Ιησού, που είναι ασύγκριτη. Ζωγράφοι από όλο τον κόσμο έχουν πάει εκεί, αλλά δεν μπόρεσαν να αναπαραγάγουν παρόμοιες μορφές». Ο Άιν αλ-Ντάουλα, παρακινημένος από έντονη επιθυμία να δει αυτήν την εικόνα, ξεκίνησε και για ένα χρόνο παρέμεινε στο μεγάλο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης (όπου φυλασσόταν η εικόνα) στην υπηρεσία των μοναχών. Ένα βράδυ, όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, πήρε την εικόνα στα χέρια του και έφυγε. Όταν έφτασε στην Κόνυα, πήγε να επισκεφθεί τον Δάσκαλο:

  • Πού ήσουν; ρώτησε εκείνος.

Του μίλησε για τις περιπέτειες της εικόνας.

  • Ας δούμε αυτή τη γοητευτική εικόνα, είπε ο Δάσκαλος. Πρέπει να είναι πολύ όμορφη και χαριτωμένη.

Αφού τη μελέτησε για αρκετή ώρα, συνέχισε:

  • Αυτές οι δύο όμορφες μορφές διαμαρτύρονται πικρά για σένα. Λένε: «Η αγάπη του για εμάς δεν είναι αληθινή. Είναι ψεύτικη».
  • Πώς έτσι; ρώτησε ο ζωγράφος.
  • Λένε: «Δεν κοιμόμαστε ποτέ, ούτε τρώμε. Είμαστε ξύπνιοι τη νύχτα και νηστικοί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ ο Άιν αλ-Ντάουλα μας έχει εγκαταλείψει».
  • Είναι απολύτως αδύνατο να κοιμούνται και να τρώνε, είπε ο ζωγράφος. Ούτε είναι σε θέση να μιλήσουν, γιατί είναι μορφές χωρίς ψυχή.
  • Εσύ, που είσαι μορφή με ψυχή, απάντησε ο Δάσκαλος, εσύ που είσαι τόσο πλούσια προικισμένος στις τέχνες, εσύ που δημιουργήθηκες από έναν Δημιουργό του οποίου το έργο περιλαμβάνει το σύμπαν, τον Αδάμ και όλα όσα υπάρχουν στη γη και στους ουρανούς, επιτρέπεται να τον εγκαταλείψεις και να ερωτευτείς μια εικόνα χωρίς ψυχή και μυαλό; Τι μπορεί να προκύψει από αυτές τις χωρίς συνείδηση μορφές; Τι κέρδος μπορείς να αντλήσεις από αυτές;

Αμέσως ο ζωγράφος μετανόησε και … μετατράπηκε στο Ισλάμ.113

Η μετατροπή ενός Έλληνα αρχιτέκτονα από τον Ρουμί αντικατοπτρίζει άλλους παράγοντες και κίνητρα, που συχνά διευκόλυναν την εγκατάλειψη της παλαιάς θρησκείας και την αποδοχή της νέας.

Μια μέρα, ένας Έλληνας αρχιτέκτονας έφτιαχνε μια καμινάδα στο σπίτι του Δασκάλου. Οι φίλοι, αστειευόμενοι, του είπαν:

  • Αφού το Ισλάμ είναι η καλύτερη θρησκεία, γιατί δεν γίνεσαι μουσουλμάνος;
  • Ακολουθώ τον Χριστό για πενήντα χρόνια. Τον φοβάμαι και θα ντρεπόμουν να εγκαταλείψω τη θρησκεία Του, απάντησε εκείνος.

Ο Δάσκαλος ξαφνικά μπήκε και μίλησε:

  • Το μυστήριο της πίστης είναι ο φόβος. Όποιος φοβάται τον Θεό, ακόμη και αν είναι χριστιανός, είναι θεοσεβούμενος, δεν είναι άθρησκος.

Αφού είπε αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε. Ο χριστιανός αρχιτέκτονας μετατράπηκε και έγινε επίσης μαθητής και ειλικρινής φίλος.114

Ίσως η εξήγηση για τη μετατροπή του αρχιτέκτονα να βρίσκεται στη συχνή του σχέση με τα μέλη του τάγματος και σε κάποιο οικονομικό κίνητρο.115

Η σημασία της δραστηριότητας των δερβίσηδων μεταξύ των χριστιανών τεχνιτών και εργατών των πόλεων αποδεικνύεται περαιτέρω από ένα άλλο περιστατικό από τις σελίδες του Μενακίμπ αλ-Αριφίν. Ύστερα από μία σεμά που είχε κάνει ο Ρουμί ενώπιον των προκρίτων της Κόνυα, περπατούσε στους δρόμους της πόλης με τους συντρόφους του, όταν άκουσε μουσική να βγαίνει από μια ταβέρνα. Σταμάτησε και άρχισε και πάλι να εκτελεί τον χορό και τις περιστροφές του. Οι ρουνούντ βγήκαν από την ταβέρνα και έπεσαν στα πόδια του Δασκάλου, ο οποίος τότε έβγαλε τα ρούχα του και τα έδωσε στο κοινό του. Την επόμενη μέρα, προσθέτει ο Εφλάκι, αυτοί οι Αρμένιοι ήρθαν στον μεντρεσέ του Ρουμί, μετατράπηκαν στο Ισλάμ και έγιναν μαθητές, που στο εξής πραγματοποιούσαν παραστάσεις του μυστικιστικού χορού.116 Οι Έλληνες εργάτες της Κόνυα αναμφίβολα ανταποκρίνονταν επίσης στις γοητείες της Μεβλάνα. Η μετατροπή μοναχών και ιερέων ήταν κρίσιμης σημασίας, καθώς αυτοί ήσαν το προπύργιο του χριστιανικού στοιχείου ενάντια στη διαβρωτική διαδικασία του εξισλαμισμού. Ο Εφλάκι μιλά για τη μετατροπή μοναχών στις περιοχές Σις, Μεράμ, Κόνυα και άλλες,117 καθώς και Εβραίων ραβίνων.118

Όμως η πιο εύγλωττη μαρτυρία για τη μεγάλη επιρροή που είχαν αποκτήσει ο Ρουμί και οι διάδοχοί του επί των χριστιανών της Ανατολίας, είναι η περιγραφή που δίνει ο Εφλάκι για την κηδεία του Ρουμί:

Αφού έφεραν μπροστά το σώμα πάνω στο φορείο, όλοι οι μεγιστάνες και ο λαός ξεγύμνωσαν τα κεφάλια τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήσαν παρόντες και ξεσηκώθηκε τέτοια αναταραχή, που έμοιαζε με τη μεγάλη ανάσταση. Όλοι έκλαιγαν και οι περισσότεροι άνδρες βάδιζαν φωνάζοντας, σχίζοντας τα ρούχα τους και γυμνώνοντας το σώμα. Τα μέλη των διαφορετικών κοινοτήτων και εθνών ήσαν παρόντα, χριστιανοί, Εβραίοι, Έλληνες, Άραβες, Τούρκοι κ.λπ. Προχωρούσαν μπροστά, κρατώντας καθένα ψηλά τα ιερά βιβλία τους. Σύμφωνα με τα έθιμά τους, διάβαζαν στίχους από τους Ψαλμούς, την Πεντάτευχο και το Ευαγγέλιο και πρόφεραν νεκρικούς θρήνους. Οι μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να τους σπρώξουν πίσω με χτυπήματα του ρόπαλου και του επίπεδου μέρος του σπαθιού. Ήταν αδύνατο να σταματήσει αυτή η συγκέντρωση. Σηκώθηκε τεράστια αναταραχή, η είδηση της οποίας έφτασε στον μεγάλο σουλτάνο και στον περβάνε, τον υπουργό του. Κάλεσαν τους αρχηγούς των μοναχών και των ιερέων και τους ρώτησαν τι σχέση μπορούσε να έχει αυτό το γεγονός με εκείνους, καθώς αυτός ο κυρίαρχος της θρησκείας ήταν ο διευθυντής και ιμάμης των μουσουλμάνων που τον υπάκουαν. Απάντησαν: «Όταν τον είδαμε, καταλάβαμε την αληθινή φύση του Ιησού, του Μωυσή και όλων των προφητών. Σε αυτόν έχουμε βρει την ίδια καθοδήγηση με εκείνη των τέλειων προφητών, για τους οποίους έχουμε διαβάσει στα βιβλία μας. Αν εσείς οι μουσουλμάνοι λέτε ότι ο Κύριός μας είναι ο Μωάμεθ της εποχής του, αναγνωρίζουμε αυτόν ομοίως ως Μωυσή και Ιησού της εποχής μας. Ακριβώς όπως είστε οι ειλικρινείς φίλοι του, είμαστε επίσης χίλιες φορές περισσότερες υπηρέτες και μαθητές του. Ο ίδιος έχει πει: “Εβδομηνταδύο αιρέσεις ακούνε τα δικά τους μυστήρια από εμάς. Είμαστε σαν ένα φλάουτο το οποίο, παίζοντας μόνο του, είναι σύμφωνο με διακόσιες θρησκείες”.

«Ο κύριός μας είναι ο ήλιος της αλήθειας που έχει λάμψει πάνω στους θνητούς και τους έχει δώσει την εύνοιά του. Όλος ο κόσμος αγαπά τον ήλιο, που φωτίζει τις κατοικίες όλων». Ένας άλλος Έλληνας ιερέας παρατήρησε: «Ο κύριός μας είναι σαν ψωμί, που είναι απαραίτητο για όλο τον κόσμο. Έχεις δει ποτέ πεινασμένο άνθρωπο να φεύγει μακριά από το ψωμί; Και εσείς, ξέρετε εσείς ποιος ήταν;» Όλοι οι μεγιστάνες ήσαν σιωπηλοί, δεν άρθρωναν ούτε λέξη. Όμως από την άλλη πλευρά οι αναγνώστες του Κορανίου διάβαζαν απαλά θαυμάσιους στίχους. Σηκώθηκε πένθιμο και θλιβερό μουρμουρητό. Οι καλλίφωνοι μουεζίνηδες κάλεσαν για την προσευχή της ανάστασης. Είκοσι ομάδες εξαιρετικών ψαλτών απήγγειλαν τους επικήδειους ύμνους που είχε συνθέσει προηγουμένως ο ίδιος ο Δάσκαλός μας.119

Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι ισχυρή διαδικασία θρησκευτικού συγκρητισμού βρισκόταν σε δυναμική κίνηση, με την οποία χριστιανοί και Εβραίοι προσαρμόζονταν στη συγκεκριμένη μουσουλμανική θρησκευτική αδελφότητα. Ο ίδιος αυτός ο συγκρητισμός και η αμοιβαία κατανόηση δερβίσηδων και χριστιανών θα οδηγούσε τελικά στην απορρόφηση πολλών χριστιανών μέσω μετατροπής. Μισόν αιώνα αργότερα (περί το 1320) στην κηδεία του εγγονού του Ρουμί, του Αμίρ Αρίφ, υπήρξε η ίδια μεγάλη αναταραχή και πολλοί χριστιανοί «έσκισαν τη ζώνη της άρνησης» και έγιναν μουσουλμάνοι.120

Το Μαβλαβή Μενακίμπ αλ-Αριφίν, σε αντίθεση με το Βιλαγιέτναμε των μπεκτασήδων, καταγράφει συγκεκριμένες ιστορικές πράξεις στον πολιτιστικό μετασχηματισμό του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού και παρέχει περαιτέρω και πιο σημαντική επιβεβαίωση των εκκλησιαστικών πράξεων από την πατριαρχική σύνοδο του 14ου αιώνα.

Τη στιγμή της πτώσης των Σελτζούκων στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, μεγάλος αριθμός δερβίσηδων είχαν εισέλθει στην Ανατολία και είχαν εδραιωθεί σταθερά, χάρη στην υποστήριξη τόσο της κυβέρνησης όσο και του λαού. Η άνοδος των ανεξάρτητων μπεηλικιών και η επέκτασή τους εναντίον των Ελλήνων στα δυτικά και τα βόρεια έδιναν στους δερβίσηδες νέους ορίζοντες, καθώς ενώνονταν σε στενή συνεργασία με τους διάφορους εμίρηδες κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων ή αμέσως μετά από αυτές. Οι εμίρηδες τους καλωσόριζαν ως σημαντικά αποικιστικά στοιχεία στα πρόσφατα κατακτημένα χριστιανικά εδάφη για διάφορους λόγους.121 Τα πρόσφατα κατακτημένα εδάφη βρίσκονταν σε ασταθή κατάσταση ως αποτέλεσμα των επιδρομών και της κατάκτησης. Τμήματα του αυτόχθονος πληθυσμού είχαν χαθεί ή διαφύγει και η καλλιέργεια της γης είχε διακοπεί σε πολλές περιπτώσεις. Μεγάλο ποσοστό των νέων εποίκων ήσαν νομάδες φυλών, που συχνά παρουσίαζαν προβλήματα διοικητικού ελέγχου. Στη συνέχεια υπήρχαν οι αυτόχθονες χριστιανοί που είχαν παραμείνει στα κατακτημένα εδάφη. Όταν έρχονταν οι δερβίσηδες, οι εμίρηδες τους έδιναν εδάφη, φορολογικές απαλλαγές, χριστιανούς δουλοπάροικους, και συχνά έχτιζαν τεκκέδες για αυτούς. Ως αποτέλεσμα, οι δερβίσηδες έπαιζαν και πάλι σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων γης. Έφτιαχναν μύλους, φύτευαν οπωροφόρα δέντρα, αναλάμβαναν αστυνομικές λειτουργίες και διασφάλιζαν τους δρόμους και τις επικοινωνίες. Αποκτούσαν επίσης μεγάλη επιρροή πάνω σε πολλούς από τους ανυπότακτους ανθρώπους των φυλών, ενώ, με την επιθετική τους πολιτική διάδοσης του Ισλάμ, μετέτρεπαν την πλειοψηφία των χριστιανών χωρικών και κατοίκων πόλεων.

Δεν είναι απλώς τυχαίο ότι η πρώτη μεγάλη επέκταση των μεβλεβήδων εκδηλώθηκε κατά την ηγεσία του Σουλτάν Ουαλάντ (πεθ. 1312) και του Αμίρ Αρίφ (1312-20), γιατί αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία πολλά από τα μπεηλίκια εδραιώθηκαν σταθερά. Ο Αρίφ έδινε την προσωπική του ευλογία στις κατακτήσεις που αναλάμβανε η δυναστεία του Αϊντίν,122 ενώ υπήρχε στενή επαφή με τις δυναστείες και τα εδάφη των Μεντεσέ, Τζερμιγιάν, Ασράφ, Τζαντάρ, Σαρουχάν, Αλάγια, Αντάλυα, Λαντίκ, Αφιόν, Καραχισάρ, Κιουτάχειας και πολλών άλλων.123 Οι εμίρηδες έδιναν επιχορηγήσεις σε γη και εισοδήματα και έχτιζαν ζαουίγια για τους μεβλεβήδες σε αυτές τις περιοχές. Στις πόλεις σύντομα προσέλκυσαν την άρχουσα τάξη και τις ομάδες αχήδων-ριντ, αλλά παρόλο που ήσαν κυρίως αστικό τάγμα, είχαν επίσης σημαντικές σχέσεις με τις φυλετικές ομάδες στα σύνορα.124 Λόγω του ενδιαφέροντος για τους Οθωμανούς στις σελίδες των πρώτων Οθωμανών χρονικογράφων, αυτό το φαινόμενο του αποικισμού δερβίσηδων στη βορειοδυτική Ανατολία είναι κάπως πιο ορατό. Οι σουλτάνοι συνδέονταν στενά με αυτούς τους ιερούς ανθρώπους κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Ένας από τους προσωπικούς συμβούλους του Οσμάν, και ταυτόχρονα πεθερός του, ήταν ο δερβίσης σεΐχης Εντεμπαλί. Ο δερβίσης Κουμράλ Ντεντέ, μαθητής (μουρίντ) του τελευταίου, ήταν επίσης στον άμεσο κύκλο του Οσμάν.125 Κατά τη βασιλεία του Ορχάν, η δυναστεία συνδέθηκε στενά με το τάγμα δερβίσηδων Εμπουλφέβα, όταν ο Γκεϊκλί Μπαμπά ευλόγησε τη δυναστεία.126 Σύμφωνα με τις παραδοσιακές περιγραφές, αναπτύχθηκε στενή σχέση μεταξύ του τάγματος των μπεκτασήδων και των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον Ορχάν και τον Μουράτ Α’,127 και αν αυτό είναι μυθικό για τόσο πρώιμη περίοδο, οι στενές σχέσεις του τάγματος με τους γενιτσάρους σε μεταγενέστερες εποχές είναι αποδεδειγμένο γεγονός. Ο Μουράτ Β’ εντάχθηκε προφανώς σε αδελφότητα δερβίσηδων, ενώ ορισμένοι δερβίσηδες ήσαν πολύ σημαντικοί στους έμπιστους κύκλους του Μωάμεθ Β'.128 Καθώς προχωρούσε η κατάκτηση της βορειοδυτικής Ανατολίας, οι δερβίσηδες εγκαθίσταντο στα νέα οθωμανικά εδάφη. Όταν πάρθηκαν το Μπαλίκεσιρ και το Καρασού, «η περιοχή του Καρασού γέμισε με ιερούς άνδρες».129 Μετά την εκ μέρους του κατάκτηση της Προύσας, ο Ορχάν αναζητούσε δερβίσηδες αποίκους και σύντομα ανακάλυψε ότι πολλοί από αυτούς είχαν ήδη εγκατασταθεί στα χωριά του Κεσίς Νταγί στην περιοχή του Αϊνεγκιόλ.130 Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, πολλοί δερβίσηδες από το Χορασάν, το Μπαλχ και τη Μπουχάρα εγκαταστάθηκαν μέσα και γύρω από τη Μπούρσα.131 Ύστερα από αυτή την εγκατάσταση των ιερών ανθρώπων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις συνήθεις σχέσεις μεταξύ σουλτάνου και δερβίσηδων, όπου οι τελευταίοι λάμβαναν εδάφη, τεκκέδες και χωριά. Ο Οσμάν απένειμε ένα χωριό στον δερβίση Κουμράλ Ντεντέ. Ο Ορχάν πρόσφερε στον Γκεϊκλί Μπαμπά την πόλη του Αϊνεγκιόλ, αλλά είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι ο δερβίσης ζήτησε αντί για αυτήν κάποιους ακατοίκητους λόφους. Ο Μουράτ Α’ έχτισε έναν τεκκέ για τον δερβίση Ποστινπούς στο Γενίσεχιρ. Ο Βαγιαζήτ δημιούργησε ένα ζαουίγια για την αδελφότητα Ισάκι ή Καζαρούνι στη Μπούρσα.132 Αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις είναι αντιπροσωπευτικές ενός πολύ πιο διαδεδομένου φαινομένου αποικισμού των δερβίσηδων, το οποίο γίνεται πλήρως εμφανές μόνο στα μητρώα βακουφίων του 15ου και του 16ου αιώνα. Σύμφωνα με τα έγγραφα της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α’, τα ζαουίγια της Μικράς Ασίας διανεμήθηκαν με τον ακόλουθο τρόπο:133

Βιλαέτι Αναντολού 622
Βιλαέτι Καραμάν 272
Βιλαέτι Ρουμ 205
Ντιγιάρμπεκιρ 57
Ζουλκαντιρίγιε 14
1.170

Οι συνεχείς δραστηριότητες των δερβίσηδων στις νέες κατακτημένες περιοχές της δυτικής Ανατολίας είχαν σημαντική επίδραση στις χριστιανικές κοινότητες. Ακριβώς όπως είχαν επιτύχει εκτεταμένες μετατροπές στην κεντρική Ανατολία, έτσι οι δερβίσηδες αποκτούσαν τώρα σημαντική επιτυχία σε όλη τη δυτική Μικρά Ασία ως υπερασπιστές του Ισλάμ. Μάλιστα ήσαν τόσο επιτυχείς, που όταν ο δυτικός περιηγητής Λούντολφ φον Σούντχαϊμ περνούσε από αυτές τις περιοχές στα μέσα του 14ου αιώνα, παρατηρούσε ότι οι Τούρκοι ως λαός ήσαν εν μέρει χριστιανοί αποστάτες.134 Μερικές φορές οι δερβίσηδες μπορούσαν να μετατρέψουν ολόκληρα χωριά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό συνέβη με τη Γιάλοβα και τις γύρω περιοχές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οσμάν, όπου ο λαός πείστηκε να αποδεχθεί το Ισλάμ ως αποτέλεσμα του θαύματος που έκανε ένας δερβίσης.135 Παρομοίως, οι χριστιανοί στις περιοχές Ταρακλί-Γενιτζεσί, Γκιοϊνούκ και Μουντουρνού (Μοδρηνής) αποστάτησαν κάποια στιγμή κατά τη βασιλεία του Ορχάν.136 Δερβίσηδες ιεραπόστολοι λέγεται ότι μετέτρεψαν τους χριστιανούς των Ταβών (Ταβάς) και του Αλτιντάς,137 ενώ πιθανότατα οι δερβίσηδες ήσαν υπεύθυνοι για την αποστασία εκτεταμένων χριστιανικών στοιχείων στην Ποντοηράκλεια, την Αμάσεια, τη Γάγγρα, τη Σεβάστεια, τα Ευχάϊτα, το Ικόνιο, τη Μωκισσό, τη Ναζιανζό, τη Νίκαια και την Κασταμώνα.138 Αλλά ακόμη και σε εκείνες τις περιοχές όπου οι χριστιανοί διατηρούσαν τη θρησκεία τους για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, η ίδρυση των πολυάριθμων ζαουίγια (κύκλων) δερβίσηδων συγκροτούσε σημαντικά κέντρα, από τα οποία εκπεμπόταν συνεχώς η θρησκευτική προπαγάνδα. Αυτό με τη σειρά του είχε σταδιακά επιπτώσεις σε πολλούς από τους ντόπιους χριστιανούς.139 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα περισσότερα ζαουίγια λάμβαναν επιχορηγήσεις σε χριστιανούς δουλοπάροικους, μαζί με τα εδάφη που τους έδιναν οι μπέηδες και οι σουλτάνοι. Αυτοί οι χριστιανοί, ή γκιλμάν-ι βακφί, όπως τους αποκαλούσαν την οθωμανική εποχή,140 βρίσκονταν σε συνεχή σχέση με τους δερβίσηδες, κατάσταση η οποία επέφερε τελικά τον εξισλαμισμό πολλών, όπως φαίνεται σαφώς στην περίπτωση του ζαουίγια του Σεΐχ Ακ Μπουγιούκ Ντεντέ στο Καρίς Νταγί στην περιοχή της Προύσας.141 Σε ένα έγγραφο του 16ου αιώνα από το βιβλίο βακουφίου (αβκάφ ντεφτέρ) της Μπούρσα, οι δούλοι (κουλάρ) του ζαουίγια παρατίθενται όπως στον παρακάτω πίνακα.142 Τρία από τα άτομα που εμφανίζονται σε αυτόν τον κατάλογο, οι Μουσταφά, Νταβούντ και Γιουσούφ, είναι προσηλυτισμένοι στο Ισλάμ, όπως δείχνει ο κλάδος (kunya) «γιος του Αμπντουλλάχ» (veled-i Abdullah), ενώ ο Νουσούχ είναι πιθανώς ο γιος του προσήλυτου Γιουσούφ.143 Είναι πολύ πιθανό ότι ανάμεσα στα υπόλοιπα άτομα υπάρχουν κάποιοι απόγονοι χριστιανών, οι οποίοι άλλαξαν θρήσκευμα κάποια στιγμή τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Αυτό το έγγραφο απεικονίζει όχι μόνο τη διαδικασία με την οποία μετατράπηκαν οι συνδεδεμένοι με τα ζαουίγια Έλληνες δουλοπάροικοι, αλλά και πόσοι, τελικά, έγιναν δερβίσηδες στα μοναστήρια. Αυτό είναι παρόμοιο με τη μοίρα των δύο χωριών Σαραϊτζίκ και Αρκίτ, που ήσαν συνδεδεμένα με τον μεντρεσέ του Αλτούν Αμπά στην Κόνυα. Τον 13ο αιώνα τα χωριά κατοικούνταν από χριστιανούς, αλλά τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι ήσαν μουσουλμάνοι.144 Είναι πολύ πιθανό ότι χριστιανοί δουλοπάροικοι που συνδέονταν με βακούφικα εδάφη άλλων ιδρυμάτων (τζαμιών, νοσοκομείων και ούτω καθεξής) απορροφήθηκαν παρομοίως με την πάροδο του χρόνου.

(γκούλαμ του βακφ)   Γιουσούφ γιος του Αμπντουλλάχ
(γκούλαμ του βακφ)   Νταβούντ γιος του Αμπντουλλάχ
    Νασούχ γιος του Γιουσούφ
    Μουσταφά γιος του Αμπντουλλάχ
    Αμπντουλκερίμ γιος του Αμπντουλχαλίκ
    Σαλίχ αδελφός του Ο
    Χαϋντάρ αδελφός του Ο
    Μεχμέτ αδελφός του Ο
(ατίκ)   Ισμαήλ Αμπντουλλάχ
(δερβίσης)   Αχμέτ γιος του Ισά
(δερβίσης)   Πίρι γιος του Ο
(δερβίσης)   Σεϊντί Αλή αδελφός του Ο
(δερβίσης)   Σαμπάν γιος του Αμπντουλκερίμ
(δερβίσης)   Τζαφέρ γιος του Σινάν
(δερβίσης)   Ομέρ γιος του Ο

Μουσουλμανικοί θεσμοί: Φουτουβά («ιπποσύνη»)

Στην περιγραφή του των «ταξιδιωτών» στην Ανατολία, ο Ασικπασαζάντε αναφέρει όχι μόνο τους αμπνταλάν-ι-Ρουμ (abdalan-i Rum, δερβίσηδες) αλλά και τους αχιγιάν-ι-Ρουμ (akhiyan-i Rum, τους αχή και ριντ).145 Οι ομάδες αχήδων, οι οποίες θα διαδραμάτιζαν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή της Ανατολίας τον 13ο και 14ο αιώνα, ήσαν οργανώσεις που ακολουθούσαν την έννοια του φουτουβά, ιδανικό που αυτήν την περίοδο είχε πια υποστεί μακρά και μάλλον αδιευκρίνιστη ανάπτυξη.146 Ως ιδεολογία, η καταγωγή του φουτουβά φαίνεται ότι ανατρέχει σε ορισμένα πρώιμα αραβικά ιδεώδη που επικεντρώνονταν στην έννοια του νεαρού άνδρα (φάτα, πληθ. φιτιάν) και στις αρετές της ευγένειας, της γενναιοδωρίας, της γενναιότητας και ούτω καθεξής, που αναμένονταν από αυτόν. Ύστερα από τις μεγάλες αραβικές κατακτήσεις η ιδέα αυτή παρελήφθη από την περσική αριστοκρατία, που τη βρήκε παρόμοια με το δικό τους ιδανικό της αρετής, ενώ ο σουφισμός με τον ίδιο τρόπο ανέλαβε το ιδανικό του φουτουβά από τους Άραβες γαζήδες. Όμως οι μυστικιστές το μετασχημάτισαν, καθιερώνοντας ως ιδανικό της ανθρώπινης αρετής τον αλτρουισμό, το να βάζει δηλαδή κανείς τον συνάνθρωπο πάνω από τον εαυτό του. Πιο σημαντική από την προέλευση και εξάπλωση του φουτουβά ως ηθικού ιδεώδους ήταν η κοινωνική και ιστορική ανάπτυξη του φουτουβά με τη μορφή ενώσεων νεαρών ανδρών στις ισλαμικές πόλεις. Σε αντίθεση με την εξέλιξη της ηθικής έννοιας, η οποία πιθανώς ανατρέχει σε πρώιμες αραβικές παραδόσεις, η ιστορία των ενώσεων φουτουβά πιθανότατα προέρχεται από τις θεσμικές μορφές της προ-ισλαμικής Εγγύς Ανατολής.147 Όταν οι Άραβες επεκτείνονταν σε αυτές τις περιοχές, εύρισκαν να υπάρχουν αστικές ενώσεις διαφόρων ειδών, και αυτές οι ενώσεις φαίνεται ότι είχαν υιοθετήσει, τουλάχιστον θεωρητικά αν όχι και στην πράξη, την αραβική ηθική έννοια του φάτα: φουτουβά. Όμως αυτές οι ενώσεις δεν ακολουθούσαν πάντοτε την αλτρουιστική ερμηνεία του φουτουβά που είχαν επιβάλει οι σούφι και παραδίδονταν σε χαλαρή ζωή, που χαρακτηριζόταν από φαγητό, ποτό, σεξουαλική ανηθικότητα, κλοπή. Κατά την περίοδο μεταξύ του 9ου και του 12ου αιώνα, αυτές οι ενώσεις φιτιάν έγιναν πολύ απείθαρχες στις πόλεις και συχνά προσπαθούσαν να επιβληθούν ως πολιτικοί παράγοντες απέναντι στην κεντρική εξουσία. Τα χρονικά της περιόδου, προφανώς δυσμενή για αυτούς, τους χαρακτηρίζουν αγιαρούν (ληστές, αλήτες). Καθώς εξαπλώνονταν σε όλα τα εδάφη του χαλιφάτου και η δύναμή τους ήταν μεγάλη, ο χαλίφης Νασίρ (1180-1225) έκανε προσπάθειες να μεταρρυθμίσει το φουτουβά και να το φέρει υπό τον άμεσο έλεγχό του, ώστε να ενισχύσει τη δική του δύναμη.148 Στη δική του μεταρρύθμιση, ακόμη και πιο πριν, υπάρχει ένδειξη ότι η επιρροή των σούφι στο φουτουβά αυξανόταν σημαντικά, πράγμα που αποτελεί παράγοντα κάποιας σημασίας, καθώς υποδηλώνει τη στενή σχέση των ενώσεων φουτουβά και των ταγμάτων δερβίσηδων στη Μικρά Ασία.

Το φουτουβά στην Ανατολία εκπροσωπούνταν ανάμεσα σε τουλάχιστον τρεις ομάδες: (α) την ένωση των γαζήδων (ιερών πολεμιστών) που ασχολούνταν με τον πόλεμο εναντίον των χριστιανών, (β) την αυλή των Σελτζούκων και (γ) τις αστικές ομάδες που συχνά αναφέρονται ως αχήδες ή ρουνούντ. Οι πρώτοι από αυτούς, οι γαζήδες, δεν μας απασχολούν εδώ. Όσο για τους δεύτερους, την αυλή των Σελτζούκων, ο Ιμπν Μπίμπι αναφέρει ότι ο χαλίφης Νασίρ, το 1215-16, απένειμε στον σουλτάνο Καϋκαούς τα σύμβολα του φουτουβά, αλλά δεν είναι δυνατό να καθοριστεί αν οι αχήδες αναπτύχθηκαν από το φουτουβά της αυλής ή αν αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα. Αυτή η μορφή αχήδων του φουτουβά ήταν εκείνη που ήταν πολύ σημαντική για την ιστορία των πόλεων της Μικράς Ασίας, με τους γαζήδες να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις παραμεθόριες περιοχές.149 Ο όρος αχή στην Ανατολία του 13ου και του 14ου αιώνα χρησιμοποιείται συχνά για τον προσδιορισμό ενός εξέχοντος ατόμου150 στις υποθέσεις μιας πόλης, ο οποίος είναι επίσης ο ηγέτης των ριντ (ρουνούντ). Αυτοί οι ρουνούντ αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από άγαμους νεαρούς άνδρες από τις τάξεις των τεχνιτών151 καθώς και από άεργους νέους. Με την επέκταση του όρου, φαίνεται ότι το αχή έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει όχι μόνο τον επικεφαλής αυτής της ομάδας αλλά και την ίδια την ομάδα.152 Κατά την περίοδο μεταξύ της παρακμής του κράτους των Σελτζούκων και της εδραίωσης των Οθωμανών, οι αχή-ρουνούντ εμφανίζονται ως σημαντικοί παράγοντες στην πολιτική ζωή των πόλεων της Ανατολίας. Σε αυτό θυμίζουν έντονα τους ισλαμικούς αχντάθ και αγιαρούν, καθώς και τις βυζαντινές φατρίες του ιπποδρόμου (νεανίαι) και τις συντεχνίες του 11ου αιώνα.153 Οι αχήδες και οι ρουνούντ ήσαν ένοπλοι, πολύ συχνά ακόμη και σε τελετές που πραγματοποιούνταν στους ξενώνες τους, ενώ κυβερνητικοί αξιωματούχοι τους χρησιμοποιούσαν συχνά ως στρατιώτες.154 Έπαιρναν ενεργό μέρος, μερικές φορές αποφασιστικό, όχι μόνο στις εσωτερικές πολιτικές δολοπλοκίες,155 αλλά και στις «ξένες» υποθέσεις.156 Καθώς οι συνθήκες σταδιακά εκφυλίζονταν στη Μικρά Ασία στο δεύτερο μισό του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αχήδες ανέλαβαν τον πολιτικό έλεγχο σε πολλές πόλεις. Ο Ιμπν Μπατούτα είχε επίγνωση αυτής της εξέλιξης και έτσι σχολίαζε:

Είναι ένα από τα έθιμα αυτής της χώρας, ότι σε οποιοδήποτε μέρος της δεν υπάρχει σουλτάνος, είναι ο Αχή εκείνος που ενεργεί ως κυβερνήτης. Είναι αυτός που δίνει άλογα και σκεπάσματα στους επισκέπτες και τους δείχνει φιλοξενία στο μέτρο των δυνατοτήτων του, ενώ ο τρόπος με τον οποίο διοικεί, απαγορεύει και ιππεύει [με ακολουθία] είναι ο ίδιος με εκείνον του ηγεμόνα.157

Οι ξενώνες τους και η οργανωμένη ζωή τους έμοιαζαν κάπως με την εξωτερική όψη των πρακτικών και της ζωής των δερβίσηδων. Και πάλι ο Ιμπν Μπατούτα είναι ο πιο έντονος παρατηρητής της οργάνωσης των αχήδων.

Περιγραφή των Νεαρών Αχή (Αχίγια). Στον ενικό οι αχίγια είναι αχή, που προφέρεται όπως η λέξη αχ [αδελφός] με την κτητική αντωνυμία του πρώτου ενικού προσώπου. Υπάρχουν σε όλα τα εδάφη των Τουρκμένων του Ρουμ, σε κάθε περιοχή, πόλη και χωριό. Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει κανείς να συγκριθεί μαζί τους στη φροντίδα για ξένους και στο πάθος να σερβίρουν φαγητό και να ικανοποιούν επιθυμίες, να συγκρατούν τα χέρια των τυράννων και να σκοτώνουν τους πράκτορες της αστυνομίας και εκείνους τους ρουφιάνους που συνεργάζονται μαζί της. Ένας Αχή, στο δικό τους ιδίωμα, είναι ένας άνδρας τον οποίο η συνέλευση των μελών του επαγγέλματός του, μαζί με άλλους νέους άγαμους άνδρες και εκείνους που έχουν υιοθετήσει την εργένικη ζωή, επιλέγουν ως ηγέτη τους. Αυτό είναι [που ονομάζεται] επίσης αλ- φουτουβά. Ο αχή χτίζει έναν ξενώνα και το εφοδιάζει με χαλιά, λάμπες και ό, τι άλλο εξοπλισμό απαιτείται. Οι συνεργάτες του εργάζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας για να κερδίσουν τα προς το ζην, και μετά την απογευματινή προσευχή του φέρνουν τα συλλογικά τους κέρδη. Με αυτά αγοράζουν φρούτα, τρόφιμα και άλλα πράγματα που χρειάζονται για κατανάλωση στον ξενώνα. Αν, εκείνη την ημέρα, φτάσει ταξιδιώτης στην πόλη, του δίνουν κατάλυμα μαζί τους. Ό τι αγόρασαν εξυπηρετεί τη φιλοξενία τους προς αυτόν και εκείνος παραμένει μαζί τους μέχρι την αναχώρησή του. Αν δεν φτάσει κάποιος νεοεισερχόμενος, συγκεντρώνονται για να πάρουν μέρος στο φαγητό και μετά το φαγητό τραγουδούν και χορεύουν. Την επόμενη μέρα διασκορπίζονται στα επαγγέλματά τους και μετά την απογευματινή προσευχή φέρνουν τα συλλογικά τους κέρδη στον αρχηγό τους. Τα μέλη ονομάζονται φιτιάν και αρχηγός τους, όπως έχουμε πει, είναι ο αχή. Πουθενά στον κόσμο δεν έχω δει άνδρες πιο ιπποτικούς στη συμπεριφορά από αυτούς. Οι άνθρωποι του Σιράζ και του Ισφαχάν μπορούν να συγκριθούν μαζί τους στη συμπεριφορά, αλλά αυτοί είναι πιο στοργικοί με τον περιηγητή και του δείχνουν περισσότερη τιμή και καλοσύνη.158

Όταν ο Ιμπν Μπατούτα ταξίδευε στην Ανατολία, εύρισκε δωρεάν και γενναιόδωρη φιλοξενία σε αυτά τα μοναστήρια των αχήδων σε όλο το μήκος και πλάτος της χερσονήσου, ενώ είναι προφανές από αυτό μόνο, ότι η αδελφότητα των αχήδων βρισκόταν στο αποκορύφωμα της πολιτικής και οικονομικής της ύπαρξης.159 Σύμφωνα με τη λογοτεχνία φουτουβά που εμφανίστηκε στην Ανατολία κατά τα τέλη του 13ου και τον 14ο αιώνα, υπήρχε διπλή διαίρεση των αχήδων. Σύμφωνα με την πρώτη, χωρίζονταν σε καβλί και σαΰφι –δηλαδή των λόγων και του σπαθιού. Μόνο οι δεύτεροι ήσαν πλήρη μέλη, ενώ οι πρώτοι ήσαν συνδεδεμένοι με λιγότερο άκαμπτη μορφή.160 Η δεύτερη διαίρεση, με βάση την οποία χωρίζονταν σε γιγίτ (αρχάριους), αχή και σεΐχ, έχει ενδιαφέρον, διότι δείχνει πιθανώς τη σχέση των δερβίσηδων με τους αχήδες. Πριν από την εμφάνισή τους στη Μικρά Ασία, οι οργανώσεις φουτουβά είχαν βρεθεί όλο και περισσότερο υπό την επιρροή σούφι. Σε μερικές περιπτώσεις οι ίδιοι οργανώνονταν όπως τα τάγματα των δερβίσηδων σε ενώσεις, και οι δερβίσηδες σεΐχηδες εμφανίζονταν ως μέλη ομάδων φουτουβά, αναλαμβάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη διοίκησή τους. Στην Ανατολία επίσης, οι σούφι είχαν μεγάλη επίδραση στην αδελφότητα των αχήδων. Στα ανέκδοτα που αναφέρει ο Εφλάκι, μαθαίνει κανείς ότι οι αχήδες στην Κόνυα, το Αμπ-ι Γκερμ (Ιλγίν), τη Λάρανδα, το Σεγίντ Αμπάντ, το Άκσεχιρ, την Παϊπέρτ, τη Σίβας και στις περιοχές Ουτζ είχαν στενή σχέση με το τάγμα των μεβλεβήδων. Πολύ συχνά αυτό εκδηλωνόταν τελετουργικά από τους ηγέτες των μεβλεβήδων, που ταξίδευαν σε αυτές τις πόλεις και έκαναν το τελετουργικό του δερβίση στις κατοικίες των επικεφαλής αχήδων, ενώ χωρίς αμφιβολία ενισχύονταν από την παρουσία τεκκέδων μεβλεβήδων σε αυτές τις πόλεις.161 Η επιρροή των δερβίσηδων ήταν αναμφίβολα υπεύθυνη για την αλτρουιστική πτυχή του φουτουβά της Ανατολίας και για κάποια ημιθρησκευτική νοοτροπία που επιδείκνυε το τελετουργικό των αχήδων. Από την άλλη πλευρά, οι αντινομικές τους τάσεις θυμίζουν τους αγιαρούν στη Μεσοποταμία.

Ποια επίδραση είχαν, αν είχαν, αυτές οι εταιρείες αχήδων πάνω στους αυτόχθονες χριστιανικούς πληθυσμούς των πόλεων της Ανατολίας; Η σημασία των ελληνικών και αρμενικών στοιχείων στις πόλεις, στο εμπόριο και στις βιοτεχνίες της Μικράς Ασίας φαίνεται από τα παρεπόμενα σχόλια του Μάρκο Πόλο και του Ιμπν Μπατούτα. Μπορεί λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι σε μια πόλη όπως η Λαντίκ (Λαοδίκεια, Ντενιζλί), όπου οι περισσότεροι τεχνίτες ήσαν Έλληνες και όπου υπήρχε εκτεταμένη οργάνωση συντεχνιών, η ένωση αχήδων είχε πιθανότατα ισχυρή επίδραση επί των χριστιανών.162 Και πάλι, σε μια πόλη όπως το Ερζιντζάν, το οποίο στην εποχή του Ιμπν Μπατούτα ήταν κυρίως αρμενικό, υπήρχε μια ένωση των φιτιάν κάτω από έναν αχή,163 η οποία πρέπει επίσης να επηρέαζε τους Αρμένιους τεχνίτες. Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι, αν υπάρχουν λεπτομερείς αποδείξεις που να δηλώνουν ρητά ότι οι εταιρείες αχήδωνρουνούντ διέσχιζαν θρησκευτικές γραμμές. Ο αστικός χαρακτήρας τους και η έντονη επιρροή των δερβίσηδων σίγουρα θα υποδήλωναν την πιθανότητα ότι αυτές οι εταιρείες δεν ήσαν άκαμπτες και θρησκευτικά περιοριζόμενες. Τρεις συμπτωματικές πληροφορίες τείνουν να επιβεβαιώνουν την πρόταση ότι αυτές οι ενώσεις της Ανατολίας περιλάμβαναν Έλληνες και Αρμένιους. Πρώτον, υπάρχει ελληνική επιγραφή από την περιοχή του Ικονίου που αναφέρει έναν Έλληνα αχή.164 Δεύτερον, ο Εφλάκι καταγράφει ότι μεταξύ των ρουνούντ της Κόνυα και της Σίβας υπήρχαν Αρμένιοι.165 Είναι αλήθεια ότι αυτά είναι πολύ πενιχρά στοιχεία, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικά και θα έδειχναν ότι αυτές οι ενώσεις σίγουρα διείσδυαν σε όλες τις θρησκευτικές ομάδες. Μπορεί λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι οι αχήδεςρουνούντ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση του χριστιανικού αστικού πληθυσμού της Ανατολίας στον ισλαμικό κόσμο, διεισδύοντας στους οικονομικούς οργανισμούς και στο προλεταριάτο των πόλεων. Είναι πιθανό ότι για λίγο οι Έλληνες και οι Αρμένιοι ρουνούντ166 διατήρησαν τις αρχικές θρησκευτικές τους σχέσεις με τον Χριστιανισμό, αλλά με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκαν στο Ισλάμ. Το ισλαμικό περιβάλλον το έκανε αναπόφευκτο, γεγονός που επιταχυνόταν από την επιρροή των δερβίσηδων στην οργάνωση. Στο πρώτο περιστατικό που αφηγήθηκε ο Εφλάκι (πιο πάνω), ήταν ο ίδιος ο Τζαλαλαντίν Ρουμί εκείνος που μετέτρεψε στο Ισλάμ τον Αρμένιο ρουνούντ με τον οποίο διασκέδαζε στην ταβέρνα. Έχει ήδη συζητηθεί η επιρροή των μεβλεβήδων στη μετατροπή Ελλήνων τεχνιτών στην Κόνυα.

Συμπεράσματα

Με την απομάκρυνση του βυζαντινού ελέγχου από την Ανατολία, η χριστιανική κοινωνία έπρεπε να επαναπροσαρμοστεί σε μουσουλμανική κυβέρνηση και πολιτισμό. Παραδοσιακά, αυτός ο αναπροσανατολισμός έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί μέσα στους εκκλησιαστικούς της θεσμούς. Όμως αυτοί οι τελευταίοι είχαν μετατραπεί σε ανίκανους λόγω της φύσης της τουρκικής κατάκτησης και έτσι οι χριστιανικές κοινότητες υπέκυψαν στις δυνάμεις του Ισλάμ. Τα διάφορα τουρκικά κράτη και η κοινωνία που εμφανίστηκε στο έδαφος της Ανατολίας αποτελούσαν απομιμήσεις εκείνων στα παλαιότερα ισλαμικά εδάφη, ενώ διάφορες ιστορικές συνθήκες προκαλούσαν συνεχή μετανάστευση μουσουλμάνων ουλεμάδων και δερβίσηδων για να εγκατασταθούν στην Ανατολία. Οι σουλτάνοι κατάσχεσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανικών εδαφών, εισοδημάτων και κτιρίων και τα έδωσαν στους μουσουλμάνους κοσμικούς και θρησκευτικούς οπαδούς τους. Κατά συνέπεια, τζαμιά, μεντρεσέδες, τεκκέδες, νοσοκομεία και τα παρόμοια εξαπλώθηκαν σε όλη την Ανατολία, συχνά στα ίδια κτίρια και στις ίδιες περιοχές που ανήκαν στο παρελθόν στην Ελληνική Εκκλησία. Αυτά τα ιδρύματα (στελεχωμένα από ένθερμους ιεραπόστολους) και η μουσουλμανική κοινωνία (θρησκευτικά επιθετική η ίδια) απορρόφησαν εύκολα τους απογοητευμένους και εγκαταλειμμένους χριστιανούς.

<-4. Παρακμή της εκκλησίας τον 14ο αιώνα 6. Η απώλεια της βυζαντινής Μικράς Ασίας και ο βυζαντινός κόσμος->
error: Content is protected !!
Scroll to Top